Η Κύρου Ανάβαση στην «Ιστορική Βιβλιοθήκη» τού Διόδωρου Σικελιώτη

Έχουμε ήδη αναφέρει, ότι εκτός από την Κύρου Ανάβαση τού Ξενοφώντος υπήρχαν κι άλλες αφηγήσεις για τα γεγονότα αυτά. Υπήρχε η αφήγηση τού Κτησία, τού Έλληνα γιατρού τού Αρταξέρξη για τη μάχη στα Κούναξα, η οποία περιλαμβανόταν στο έργο του Περσικά, τού οποίου διασώζονται αποσπάσματα και περιγραφή στη Βιβλιοθήκη τού πατριάρχη Φωτίου.1 Μάλιστα το έργο τού Κτησία μνημονεύεται, όπως αναφέραμε, από τον Ξενοφώντα στη δική του Κύρου Ανάβαση. Ίσως επίσης υπήρχε και η περιγραφή τού Αρκάδα στρατηγού Σοφαίνετου στο ομώνυμο έργο Κύρου Ανάβασις. Το έργο τού Σοφαίνετου, αν όντως υπήρξε, δεν διασωζόταν την εποχή τού Διόδωρου Σικελιώτη, ο οποίος έγραψε μεταξύ 60 και 30 π.Χ.2 έχοντας ως πηγή το επίσης μη διασωζόμενο έργο τού Εφόρου.3 Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε ότι έχουν επίσης προταθεί ως κύρια πηγή τού Εφόρου τα Ελληνικά Οξυρύγχια, αφήγηση ίσως προερχόμενη κυρίως από προφορικές αναφορές και όχι από γραπτά έργα.

Ακολουθεί εδώ το πρωτότυπο κείμενο και η μετάφραση τού σχετικού τμήματος από το έργο τού Διόδωρου Σικελιώτη. Σε γενικές γραμμές επιβεβαιώνεται η περιγραφή τού Ξενοφώντος για την ανάβαση από τις Σάρδεις στη Βαβυλωνία και την κάθοδο από εκεί στο Βυζάντιο και τη Θράκη μέσω Καρδούχων, Αρμενίας και Πόντου. Υπάρχουν όμως οι εξής βασικές διαφορές:

(α) Ο Ξενοφών δεν αναφέρεται ούτε μια φορά από τον Διόδωρο (προφανώς ούτε από τις πηγές του) πριν από τη Θράκη, γεγονός που θέτει σε αμφιβολία κατά πόσον ο ρόλος τού Ξενοφώντος υπήρξε τόσο αποφασιστικός, όπως παρουσιάζεται στο δικό του έργο μετά τη σύλληψη και θανάτωση των στρατηγών (βιβλίο τρίτο Κύρου Ανάβασης και εφεξής).

(β) Σε αντίθεση με τις πέντε ημέρες τού Ξενοφώντος, ο Διόδωρος αναφέρει πορεία δεκαπέντε ημερών από την πόλη Γυμνασία (η Γυμνιάς τού Ξενοφώντος) και τούς Σκυτίνους (οι Σκυθηνοί τού Ξενοφώντος) μέχρι το Χήνιον όρος (το όρος Θήχης τού Ξενοφώντος) και το «Θάλαττα! Θάλαττα!». Αν στο σημείο αυτό θεωρηθεί σωστή η περιγραφή τού Διόδωρου και των πηγών του και όχι εκείνη τού Ξενοφώντος, τότε είναι δυνατόν να βρίσκονταν οι Σκυθηνοί, η Γυμνιάς και ο ποταμός Άρπασος όχι στην περιοχή τής τουρκικής Μπαϊμπούρτ ή τής Γκουμούσχανε, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, αλλά στο Γκυουμρί τής βορειοδυτικής Αρμενίας. Η υπόθεση αυτή εξετάστηκε εδώ και έγινε αποδεκτή, επειδή ανταποκρίνεται σε όλες τις ιστορικές, αρχαιολογικές και άλλες πληροφορίες (χρονολόγηση, αποστάσεις κλπ.) που έχουν σχέση με την Κύρου Ανάβαση.

Ο Διόδωρος παρέχει επίσης τις εξής ενδιαφέρουσες προσθήκες στο έργο τού Ξενοφώντος:

(α) Ο Κύρος έστειλε πρεσβευτές στους Σπαρτιάτες, για να τούς υπενθυμίσουν τις υπηρεσίες που τούς είχε προσφέρει στον πόλεμό τους εναντίον των Αθηναίων και για να τούς προτρέψουν να συστρατευτούν μαζί του. Οι Σπαρτιάτες, θεωρώντας ότι ο πόλεμος θα τούς ωφελούσε, αποφάσισαν να βοηθήσουν τον Κύρο.4

(β) Οι Σπαρτιάτες ήξεραν καλά ότι ο Κύρος εκστράτευε εναντίον τού αδελφού του, τού βασιλιά Αρταξέρξη. Τού έστειλαν λοιπόν ως βοήθεια στόλο τριήρεων, καθώς και στράτευμα υπό τον Χειρίσοφο, με το πρόσχημα ότι επρόκειτο για μισθοφόρους που είχαν αποσταλεί από φίλους τού Κύρου, αλλά «στην πραγματικότητα όλα είχαν γίνει με τη συγκατάθεση των εφόρων τής Σπάρτης. Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν μπει ακόμη ανοιχτά στον πόλεμο, αλλά απέκρυπταν τον σκοπό τους περιμένοντας την εξέλιξη τού πολέμου».5

(γ) Ο Διόδωρος (14.24) και οι πηγές του μάς παρέχουν πιο αναλυτική περιγραφή τής μάχης στα Κούναξα από εκείνη τού Ξενοφώντος. Ίσως η περιγραφή εδώ προέρχεται από τα Περσικά τού Κτησία. Σύμφωνα με την περιγραφή τού Διόδωρου, με εξαίρεση το ελληνικό τμήμα, το στράτευμα τού Κύρου είχε κατατροπωθεί.

(δ) Ο Διόδωρος (14.27) αναφέρει ότι αρχικός προορισμός τής Καθόδου των Μυρίων από τη Βαβυλωνία στον Εύξεινο Πόντο ήταν η Παφλαγονία, η περιοχή δηλαδή πλησιέστερα προς το Βυζάντιο, στην οποία βρίσκονταν οι αρχαιοελληνικές αποικίες Σινώπη και Ηράκλεια.

Ας δούμε λοιπόν τι έγραψε κατά τον 1ο π.Χ. αιώνα ο Διόδωρος Σικελιώτης για την Κύρου Ανάβαση και για την Κάθοδο των Μυρίων:

14.19. Συγκέντρωση στρατεύματος και έναρξη τής Ανάβασης

Με το τέλος αυτού τού έτους άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Εξαίνετος, ενώ στη Ρώμη την εξουσία των υπάτων ανέλαβαν έξι χιλίαρχοι, οι Πόπλιος Κορνήλιος, Καίσων Φάβιος, Σπόριος Ναύτιος, Γάιος Ουαλέριος, Μάνιος Σέργιος και Ιούνιος Λούκουλλος.6

Τότε ο Κύρος, που διοικούσε τις παραθαλάσσιες σατραπείες, σχεδίαζε από καιρό να εκστρατεύσει εναντίον τού αδελφού του Αρταξέρξη. Γιατί ο νεαρός άνδρας ήταν γεμάτος φιλοδοξία και πρόθυμος για πολεμικό αγώνα που δεν θα ήταν χωρίς ανταμοιβή.7

Όταν συγκεντρώθηκε γι’ αυτόν επαρκής δύναμη μισθοφόρων και ολοκληρώθηκαν όλες οι προετοιμασίες για την εκστρατεία, δεν αποκάλυψε την αλήθεια στο στράτευμα, αλλά έλεγε ότι θα οδηγούσε τη δύναμη στην Κιλικία, εναντίον των τυράννων που είχαν εξεγερθεί κατά τού βασιλιά.8

Έστειλε επίσης πρεσβευτές στους Σπαρτιάτες, για να τούς υπενθυμίσουν τις υπηρεσίες που τούς είχε προσφέρει στον πόλεμό τους εναντίον των Αθηναίων και για να τούς προτρέψουν να συστρατευτούν μαζί του. Οι Σπαρτιάτες, θεωρώντας ότι ο πόλεμος θα τούς ωφελούσε, αποφάσισαν να βοηθήσουν τον Κύρο και έστειλαν αμέσως πρεσβευτές προς τον ναύαρχό τους που ονομαζόταν Σάμος, με οδηγίες να κάνει ό,τι πρόσταζε ο Κύρος.9

Ο Σάμος είχε εικοσιπέντε τριήρεις, με τις οποίες έπλευσε στην Έφεσο προς τον ναύαρχο τού Κύρου και ήταν έτοιμος να συμπράξει μαζί του σε όλα. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν επίσης οκτακόσιους πεζούς στρατιώτες, αναθέτοντας τη διοίκησή τους στον Χειρίσοφο. Διοικητής τού βαρβαρικού στόλου ήταν ο Ταμώς, έχοντας πενήντα τριήρεις εξοπλισμένες με μεγάλη δαπάνη. Μόλις έφτασαν οι Σπαρτιάτες, οι στόλοι σάλπαραν ακολουθώντας πορεία προς την Κιλικία.10

Και ο Κύρος, αφού συγκέντρωσε στις Σάρδεις τούς στρατολογημένους στη Μικρά Ασία και δεκατρείς χιλιάδες μισθοφόρους, διόρισε διοικητές τής Λυδίας και τής Φρυγίας Πέρσες συγγενείς του, ενώ διόρισε διοικητή τής Ιωνίας, τής Αιολίδας και των γειτονικών τόπων τον έμπιστο φίλο του Ταμώς, που καταγόταν από τη Μέμφιδα τής Αιγύπτου. Τότε προχώρησε με τον στρατό του προς την Κιλικία και την Πισιδία, αφήνοντας να διαδοθεί ότι ορισμένοι λαοί αυτών των περιοχών βρίσκονταν σε εξέγερση.11

Από τη Μικρά Ασία είχε συνολικά εβδομήντα χιλιάδες στρατιώτες, από τούς οποίους τρεις χιλιάδες ήσαν ιππείς, ενώ από την Πελοπόννησο και την υπόλοιπη Ελλάδα είχε δεκατρείς χιλιάδες μισθοφόρους.12

Τούς στρατιώτες από την Πελοπόννησο, με την εξαίρεση των Αχαιών, διοικούσε ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος, εκείνους από τη Βοιωτία ο Πρόξενος ο Θηβαίος, τούς Αχαιούς ο Αχαιός Σωκράτης και εκείνους από τη Θεσσαλία ο Μένων από τη Λάρισα.13

Τη διοίκηση των επιμέρους μονάδων των βαρβάρων είχαν Πέρσες αξιωματικοί, ενώ στρατιωτικός διοικητής ολόκληρου τού στρατεύματος ήταν ο ίδιος ο Κύρος, ο οποίος είχε αποκαλύψει στους διοικητές ότι βάδιζε εναντίον τού αδελφού του, αλλά το απέκρυπτε από τα στρατεύματα, επειδή φοβόταν ότι αν το μάθαιναν θα εγκατέλειπαν την εκστρατεία λόγω τής δυσκολίας της. Έτσι κατά τη διάρκεια τής πορείας, προβλέποντας το μέλλον, προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοια των στρατιωτών, όντας προσηνής με αυτούς και παρέχοντάς τους αγορές άφθονων προμηθειών.14

14.20. Άφιξη στην Κιλικία και εξέγερση στρατεύματος

Αφού διέσχισε τη Λυδία και τη Φρυγία, καθώς και τις περιοχές που συνορεύουν με την Καππαδοκία, έφτασε στα όρια τής Κιλικίας και στην είσοδο από τις πύλες τής Κιλικίας. Αυτό το πέρασμα ήταν στενό και απόκρημνο, είχε μήκος είκοσι στάδια και συνόρευε και από τις δύο πλευρές με υπερβολικά ψηλά και δυσπρόσιτα βουνά. Από τις δύο πλευρές των βουνών έφταναν τείχη μέχρι τον δρόμο, τον οποίο έφραζαν πύλες.15

Οδηγώντας τον στρατό του μέσα από αυτές τις πύλες, ο Κύρος μπήκε σε πεδιάδα που δεν υπολειπόταν σε ομορφιά από καμία πεδιάδα στην Ασία. Πορευόμενος μέσα από αυτή την πεδιάδα έφτασε στην Ταρσό, τη μεγαλύτερη πόλη τής Κιλικίας, την οποία κυρίευσε γρήγορα. Όταν ο Συέννεσις, ο δυνάστης τής Κιλικίας, έμαθε για το μεγάλο μέγεθος τού εχθρικού στρατού, έπεσε σε μεγάλη απόγνωση, γιατί δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει σε μάχη.16

Όταν προσκλήθηκε ενώπιον τού Κύρου και τού δόθηκαν υποσχέσεις, παρουσιάστηκε σε αυτόν και μαθαίνοντας την αλήθεια για τον πόλεμο συμφώνησε να ενωθεί μαζί του ως σύμμαχος εναντίον τού Αρταξέρξη. Και έστειλε έναν από τούς δύο γιους του μαζί με τον Κύρο, δίνοντάς του επίσης ισχυρό στρατιωτικό σώμα Κιλίκων για τον στρατό του. Γιατί ο Συέννεσις, όντας από τη φύση του πανούργος και έχοντας προσαρμοστεί στην αβεβαιότητα τής τύχης, είχε στείλει κρυφά τον άλλο του γιο στον βασιλιά, για να τού αποκαλύψει τη δύναμη που είχε συγκεντρωθεί εναντίον του και για να τον διαβεβαιώσει ότι έπαιρνε το μέρος τού Κύρου από ανάγκη, αλλά ότι παρέμενε πιστός στον βασιλιά και μόλις τού δινόταν η ευκαιρία θα εγκατέλειπε τον Κύρο και θα εντασσόταν στον στρατό τού βασιλιά.17

Ο Κύρος ξεκούρασε τον στρατό του για είκοσι ημέρες στην Ταρσό. Ύστερα, όταν ετοιμαζόταν να ξαναξεκινήσει την πορεία, οι στρατιώτες υποπτεύθηκαν ότι η εκστρατεία κατευθυνόταν εναντίον τού Αρταξέρξη. Και καθώς καθένας σκεφτόταν το μήκος των αποστάσεων και το πλήθος των εχθρικών λαών μέσα από τούς οποίους έπρεπε να περάσουν, ανησυχούσε πολύ. Γιατί κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν πορεία τεσσάρων μηνών για να φτάσει ένας στρατός στη Βακτρία και ότι είχε συγκεντρωθεί για τον βασιλιά δύναμη μεγαλύτερη από τετρακόσιες χιλιάδες στρατιώτες.18

Έτσι οι στρατιώτες φοβήθηκαν πολύ και εξοργίστηκαν, ενώ πάνω στον θυμό τους προσπάθησαν να σκοτώσουν τούς διοικητές τους, επειδή τούς είχαν προδώσει. Αλλά όταν ο Κύρος τούς ικέτευσε όλους και τούς διαβεβαίωσε ότι οδηγούσε τον στρατό όχι εναντίον του Αρταξέρξη, αλλά εναντίον κάποιου σατράπη τής Συρίας, οι στρατιώτες πείστηκαν και παίρνοντας αύξηση μισθού επέστρεψαν στη νομιμοφροσύνη τους προς αυτόν.19

14.21. Από την Κιλικία στα σύνορα τής Βαβυλωνίας

Καθώς ο Κύρος περνούσε μέσα από την Κιλικία, έφτασε στην Ισσό, η οποία βρισκόταν πάνω στη θάλασσα και ήταν η τελευταία πόλη τής Κιλικίας. Τότε έφτασε στην πόλη αυτή και ο στόλος των Σπαρτιατών και οι διοικητές αποβιβάστηκαν, συναντήθηκαν με τον Κύρο, τού ανέφεραν την καλή διάθεση των Σπαρτιατών απέναντί του και αποβίβασαν και τού παρέδωσαν δύναμη οκτακοσίων πεζών στρατιωτών υπό τις διαταγές τού Χειρισόφου.20

Το πρόσχημα ήταν ότι αυτοί οι μισθοφόροι είχαν αποσταλεί από φίλους τού Κύρου, αλλά στην πραγματικότητα όλα είχαν γίνει με τη συγκατάθεση των εφόρων τής Σπάρτης. Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν μπει ακόμη ανοιχτά στον πόλεμο, αλλά απέκρυπταν τον σκοπό τους περιμένοντας την εξέλιξη τού πολέμου. Ο Κύρος ξεκίνησε με τον στρατό του βαδίζοντας προς τη Συρία και διέταξε τούς ναυάρχους να τον συνοδεύουν από τη θάλασσα με όλα τα πλοία.21

Όταν έφτασε στις ονομαζόμενες Πύλες22 και βρήκε τον τόπο αφρούρητο, ενθουσιάστηκε. Γιατί ανησυχούσε πολύ μήπως κάποια στρατεύματα τον είχαν καταλάβει πριν από την άφιξή του. Το μέρος ήταν στενό και απόκρημνο και μπορούσε εύκολα να κρατηθεί από λίγα στρατεύματα.23

Γιατί δύο βουνά βρίσκονταν το ένα κοντά στο άλλο, όπου το ένα ήταν άγριο και είχε μεγάλους γκρεμούς, ενώ ακριβώς δεξιά τού δρόμου άρχιζε άλλο βουνό, που ήταν το μεγαλύτερο στην περιοχή, ονομαζόταν Άμανος και εκτεινόταν κατά μήκος τής Φοινίκης. Ο χώρος ανάμεσα στα βουνά είχε μήκος τρία περίπου στάδια, ήταν περιτειχισμένος σε όλο το μήκος του, ενώ υπήρχαν πύλες που δημιουργούσαν στενό πέρασμα.24

Έχοντας περάσει από τις πύλες χωρίς μάχη, ο Κύρος έστειλε τον στόλο να επιστρέψει στην Έφεσο, αφού δεν θα τον χρειαζόταν πια, επειδή θα πορευόταν στην ενδοχώρα. Ύστερα από πορεία είκοσι ημερών έφτασε στην πόλη Θάψακο, που βρισκόταν πάνω στον ποταμό Ευφράτη.25

Έμεινε εκεί πέντε ημέρες και έχοντας κερδίσει τον στρατό τόσο με άφθονες προμήθειες όσο και με λάφυρα από αναζητήσεις τροφής, συγκάλεσε συνέλευση και αποκάλυψε τον πραγματικό σκοπό τής εκστρατείας του. Όταν οι στρατιώτες αντιμετώπισαν δυσμενώς τα λόγια του, τούς παρακάλεσε να μην τον εγκαταλείψουν, ενώ τούς υποσχέθηκε και άλλα δώρα και ότι φτάνοντας στη Βαβυλώνα θα έδινε σε κάθε άνδρα πέντε ασημένιες μνες. Οι στρατιώτες λοιπόν, με τις ελπίδες τους αναπτερωμένες, πείστηκαν να τον ακολουθήσουν.26

Και ο Κύρος, όταν πέρασε τον Ευφράτη με τον στρατό του, επιτάχυνε την πορεία του χωρίς καμία στάση και μόλις έφτασε στα σύνορα τής Βαβυλωνίας ξεκούρασε τα στρατεύματά του.27

14.22. Η παράταξη των στρατών για τη μάχη στα Κούναξα

Ο βασιλιάς Αρταξέρξης είχε μάθει και πιο πριν από τον Φαρνάβαζο, ότι ο Κύρος συγκέντρωνε κρυφά στρατό για να τον οδηγήσει εναντίον του, ενώ τώρα που μάθαινε ότι βρισκόταν σε πορεία προς την Περσία, κάλεσε τις δυνάμεις του από παντού στα Εκβάτανα τής Μηδίας.28

Καθώς τα σώματα των Ινδών και ορισμένων άλλων λαών καθυστερούσαν να φτάσουν λόγω τής απόστασης αυτών των τόπων, εξόρμησε να συναντήσει τον Κύρο με τον στρατό που είχε συγκεντρωθεί. Είχε συνολικά όχι λιγότερους από τετρακόσιες χιλιάδες στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένου ιππικού, όπως γράφει ο Έφορος.29

Όταν έφτασε στην πεδιάδα τής Βαβυλωνίας, έστησε στρατόπεδο δίπλα στον Ευφράτη, με πρόθεση να αφήσει εκεί τον συρμό αποσκευών του. Γιατί είχε μάθει ότι οι εχθροί δεν βρίσκονταν μακριά και ανησυχούσε με την απερίσκεπτη τόλμη τους.30

Έσκαψε λοιπόν χαντάκι με πλάτος εξήντα πόδια και βάθος δέκα και περικύκλωσε το στρατόπεδο με τα κάρρα αποσκευών σαν τείχος. Αφήνοντας στο στρατόπεδο τις αποσκευές και τούς αμάχους, διόρισε επαρκή φρουρά γι’ αυτό, ενώ ο ίδιος, οδηγώντας προσωπικά προς τα εμπρός τον στρατό του απρόσκοπτο, έσπευσε να συναντήσει τον εχθρό που βρισκόταν κοντά.31

Όταν ο Κύρος είδε τον στρατό τού βασιλιά να προχωρεί, συνέταξε αμέσως τη δική του δύναμη για μάχη. Τη δεξιά πτέρυγα, δίπλα στον Ευφράτη, συγκροτούσε το πεζικό το οποίο αποτελούσαν Σπαρτιάτες και μερικοί από τούς μισθοφόρους, όλοι κάτω από τις διαταγές τού Σπαρτιάτη Κλεάρχου. Θα τον βοηθούσαν στη μάχη οι ιππείς που είχαν συγκεντρωθεί από την Παφλαγονία, περισσότεροι από χίλιους. Την αριστερή πτέρυγα συγκροτούσαν τα στρατεύματα από τη Φρυγία και τη Λυδία, καθώς και χίλιοι περίπου ιππείς υπό τις διαταγές τού Αρι[δ]αίου.32

Ο ίδιος ο Κύρος είχε πάρει θέση στο κέντρο τής γραμμής μάχης, έχοντας μαζί του τα πιο επίλεκτα στρατεύματα από Πέρσες και άλλους βαρβάρους, δέκα περίπου χιλιάδες άνδρες. Προπορεύονταν μπροστά τους οι καλύτερα εξοπλισμένοι χίλιοι ιππείς, που είχαν θώρακες και ελληνικά σπαθιά.33

Ο Αρταξέρξης έστησε μπροστά από τη γραμμή μάχης δρεπανηφόρα άρματα, όχι λίγα σε αριθμό. Ανέθεσε τη διοίκηση των πτερύγων του σε Πέρσες αξιωματικούς, ενώ ο ίδιος πήρε θέση στο κέντρο με όχι λιγότερους από πενήντα χιλιάδες επίλεκτους στρατιώτες.34

14.23. Η πρώτη φάση τής μάχης στα Κούναξα

Όταν οι δύο στρατοί βρέθηκαν σε απόσταση τριών περίπου σταδίων, οι Έλληνες τραγούδησαν τον παιάνα και αρχικά προχωρούσαν αργά, αλλά μόλις βρέθηκαν μέσα στο βεληνεκές των βελών, άρχισαν να τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα. Την εντολή για να το κάνουν αυτό είχε δώσει ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος, γιατί είχε σκεφτεί ότι μη τρέχοντας για μεγάλη απόσταση θα κρατούσε τούς μαχητές ξεκούραστους για τη συμπλοκή, ενώ τρέχοντας όταν βρέθηκαν κοντά, πίστευε ότι τα βέλη και τα άλλα βλήματα θα περνούσαν πάνω από τα κεφάλια τους.35

Όταν οι στρατιώτες που βρίσκονταν με τον Κύρο πλησίασαν τον στρατό τού βασιλιά, ρίχτηκε πάνω τους τέτοιο πλήθος βελών, όσο θα περίμενε κανείς να ριχτεί από δύναμη τετρακοσίων χιλιάδων ανδρών. Παρ’ όλα αυτά πολέμησαν για σύντομο χρονικό διάστημα με ακόντια και στη συνέχεια για το υπόλοιπο τής μάχης σώμα με σώμα.36

Οι Σπαρτιάτες και οι υπόλοιποι μισθοφόροι, από την πρώτη κιόλας επαφή, προκάλεσαν τρόμο στους βαρβάρους με τη λαμπρότητα των όπλων τους και με την ικανότητα που επέδειξαν.37

Γιατί οι βάρβαροι προστατεύονταν από μικρές ασπίδες και τα τμήματά τους ήσαν ως επί το πλείστον εξοπλισμένα με ελαφρά όπλα, ενώ επίσης δεν είχαν εμπειρία των κινδύνων τού πολέμου, σε αντίθεση με τούς Έλληνες, που ευρισκόμενοι συνεχώς στη μάχη λόγω τής διάρκειας τού Πελοποννησιακού Πολέμου, ήσαν πολύ ανώτεροι στην εμπειρία. Έτρεψαν λοιπόν αμέσως τούς αντιπάλους τους σε φυγή, τούς καταδίωξαν και σκότωσαν πολλούς από τούς βαρβάρους.38

Στο κέντρο τής γραμμής μάχης έτυχε να βρεθούν αντιμέτωποι οι δύο άνδρες που ανταγωνίζονταν για τον θρόνο. Μόλις λοιπόν το συνειδητοποίησαν, όρμησαν ο ένας εναντίον τού άλλου, θέλοντας ανυπόμονα να κρίνουν οι ίδιοι την έκβαση τής μάχης. Γιατί φαίνεται ότι η τύχη οδήγησε την αντιπαλότητα των αδελφών για τον θρόνο σε μονομαχία, σαν απομίμηση τής αρχαίας εκείνης μάχης, που περιγράφεται σε τραγωδία ανάμεσα στον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.39 40

Ο Κύρος ήταν ο πρώτος που έριξε το ακόντιό του από απόσταση, πέτυχε τον βασιλιά και τον έριξε στο έδαφος. Αλλά οι συνοδοί τού βασιλιά τον άρπαξαν γρήγορα και τον μετέφεραν έξω από τη μάχη. Ο Τισσαφέρνης, Πέρσης ευγενής, διαδεχόταν τώρα τον βασιλιά στην ανώτατη διοίκηση και όχι μόνο συσπείρωσε τα στρατεύματα, αλλά πολέμησε και ο ίδιος με υπέροχο τρόπο. Αντιμετώπισε την αναταραχή που είχε προκληθεί από τον τραυματισμό τού βασιλιά και εμφανιζόμενος σε κάθε σημείο τής μάχης με τα επίλεκτα στρατεύματά του, σκότωσε μεγάλο αριθμό εχθρών, κάνοντας την παρουσία του ευδιάκριτη από μακριά.41

Ο Κύρος, συνεπαρμένος από την επιτυχία των δυνάμεών του, έσπευσε ανάμεσα στους εχθρούς και αρχικά με απεριόριστη τόλμη σκότωσε πολλούς από αυτούς, αλλά αργότερα, καθώς πολεμούσε πολύ απερίσκεπτα, χτυπήθηκε από Πέρση στρατιώτη και έπεσε θανάσιμα πληγωμένος. Μετά τον θάνατό του οι στρατιώτες τού βασιλιά ξαναπήραν θάρρος στη μάχη και στο τέλος, λόγω τού μεγαλύτερου αριθμού και τής τόλμης τους, υπέταξαν τούς αντιπάλους τους.42

14.24. Η κατάληξη τής μάχης στα Κούναξα

Στην άλλη πλευρά ο Αρι[δ]αίος, ο σατράπης τού Κύρου, στον οποίο είχε ανατεθεί η διοίκηση αυτής τής πτέρυγας, αρχικά αντιστάθηκε αποφασιστικά στις επιθέσεις των βαρβάρων, αλλά αργότερα, όταν περικυκλώθηκε από την πολύ εκτεταμένη γραμμή τού εχθρού και έμαθε για τον θάνατο τού Κύρου, τράπηκε σε φυγή με τούς στρατιώτες που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του, προς έναν από τούς σταθμούς στον οποίο είχαν κάποτε σταματήσει, που ήταν μέρος κατάλληλο για καταφύγιο.43

Ο Κλέαρχος, όταν είδε ότι τόσο το κέντρο των συμμάχων του όσο και τα άλλα τμήματα είχαν ηττηθεί, σταμάτησε την καταδίωξη και φωνάζοντας πίσω τούς στρατιώτες, τούς έβαζε σε τάξη. Γιατί φοβόταν μήπως στραφεί ολόκληρος ο στρατός εναντίον των Ελλήνων, τούς περικυκλώσουν και σκοτωθούν όλοι.44

Τα στρατεύματα τού βασιλιά, αφού έτρεψαν τούς αντιπάλους τους σε φυγή, λεηλάτησαν πρώτα τον συρμό αποσκευών τού Κύρου και στη συνέχεια, όταν είχε πια νυχτώσει, συγκεντρώθηκαν και όρμησαν εναντίον των Ελλήνων. Αλλά όταν οι Έλληνες αντιμετώπισαν την επίθεση γενναία, οι βάρβαροι άντεξαν μόνο για μικρό χρονικό διάστημα και ύστερα, νικημένοι από την ανδρεία και την επιδεξιότητα των Ελλήνων, τράπηκαν σε φυγή.45

Τα στρατεύματα τού Κλεάρχου, αφού σκότωσαν μεγάλο αριθμό βαρβάρων, καθώς ήταν πια νύχτα, επέστρεψαν στο πεδίο τής μάχης και έστησαν τρόπαιο, ενώ γύρω στην ώρα τής δεύτερης νυχτερινής σκοπιάς έφτασαν με ασφάλεια στο στρατόπεδό τους.46

Αυτή ήταν η έκβαση τής μάχης και από τον στρατό τού βασιλιά σκοτώθηκαν πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες, τούς περισσότερους από τούς οποίους σκότωσαν οι Σπαρτιάτες και οι μισθοφόροι υπό τις διαταγές τού Κλεάρχου.47

Από την άλλη πλευρά έπεσαν περίπου τρεις χιλιάδες στρατιώτες τού Κύρου, ενώ από τούς Έλληνες, όπως μάς λένε, κανένας δεν σκοτώθηκε, ενώ τραυματίστηκαν μερικοί.48

Όταν ξημέρωσε, ο Αρι[δ]αίος, ο οποίος είχε καταφύγει στη θέση στάθμευσης, έστειλε αγγελιοφόρους στον Κλέαρχο, ζητώντας του να οδηγήσει τούς στρατιώτες του σε αυτόν και να ενωθούν για ασφαλή επιστροφή στους παραθαλάσσιους τόπους. Γιατί τώρα που ο Κύρος είχε σκοτωθεί και οι δυνάμεις τού βασιλιά υπερείχαν αριθμητικά, είχε καταλάβει βαθιά ανησυχία εκείνους που είχαν τολμήσει να εκστρατεύσουν για να ανατρέψουν τον Αρταξέρξη από τον θρόνο.49

14.25. Απόρριψη προσταγής Αρταξέρξη και έναρξη Καθόδου

Ο Κλέαρχος, αφού συγκάλεσε τούς στρατηγούς και τούς διοικητές, συζητούσε μαζί τους την κατάσταση. Ενώ συζητούσαν, ήρθαν πρεσβευτές από τον βασιλιά, επικεφαλής των οποίων ήταν ένας Έλληνας που ονομαζόταν Φάλυνος και καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Οι πρεσβευτές προσήλθαν στη συγκέντρωση και μίλησαν ως εξής: «Ο βασιλιάς Αρταξέρξης λέει: Επειδή έχω νικήσει και σκοτώσει τον Κύρο, να παραδώσετε τα όπλα σας, να έρθετε στην πύλη μου και να αναζητήσετε τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσετε να με κατευνάσετε και να κερδίσετε κάποια εύνοια».50

Αφού ειπώθηκαν αυτά τα λόγια, κάθε στρατηγός έδωσε απάντηση σαν εκείνη που είχε δώσει ο Λεωνίδας όταν φρουρούσε το πέρασμα των Θερμοπυλών και ο Ξέρξης είχε στείλει αγγελιοφόρους να τον προστάξουν να καταθέσει τα όπλα του.51

Γιατί και τότε ο Λεωνίδας είχε πει να αναγγείλουν στον βασιλιά: «Πιστεύουμε ότι αν γίνουμε φίλοι τού Ξέρξη, θα είμαστε καλύτεροι σύμμαχοι αν κρατάμε τα όπλα μας, ενώ αν αναγκαστούμε να διεξάγουμε πόλεμο εναντίον του, θα αγωνιστούμε καλύτερα κρατώντας αυτά τα όπλα».52

Όταν έδωσε και ο Κλέαρχος παρόμοια απάντηση στο μήνυμα, ο Θηβαίος Πρόξενος είπε: «Ήδη έχουμε χάσει σχεδόν όλα τα άλλα και το μόνο που μάς έχει απομείνει είναι η ανδρεία και τα όπλα μας. Η γνώμη μου είναι λοιπόν ότι αν διατηρήσουμε τα όπλα μας, θα μάς είναι χρήσιμη και η ανδρεία, αλλά αν τα παραδώσουμε, τότε ούτε κι αυτή ακόμη η ανδρεία δεν θα μάς προσφέρει καμία βοήθεια». Τούς έδωσε λοιπόν αυτό το μήνυμα για τον βασιλιά: «Αν σχεδιάσεις κακό εναντίον μας, θα αγωνιστούμε εναντίον σου με τα όπλα μας για τα υπάρχοντά σου».53

Λέγεται ότι και ο Σώφιλος, ένας από τούς διοικητές, είπε ότι απορεί με τα λόγια τού βασιλιά: «Αν ο ίδιος πιστεύει ότι είναι ισχυρότερος από τούς Έλληνες, ας έρθει με το στρατό του και ας μάς πάρει τα όπλα μας. Αλλά αν επιθυμεί να μάς πείσει, ας μάς πει ποια χάρη ίσης αξίας θα μάς χορηγήσει σε αντάλλαγμα γι’ αυτά».54

Ύστερα από αυτούς ο Σωκράτης ο Αχαιός είπε: «Ο βασιλιάς ενεργεί απέναντί μας με τον πιο παράξενο τρόπο. Γιατί εκείνα που θέλει να πάρει από εμάς τα απαιτεί τώρα, ενώ αυτά που θα μάς δοθούν ως αντάλλαγμα προστάζει να τού τα ζητήσουμε σε μεταγενέστερο χρόνο. Με λίγα λόγια, αν αγνοώντας ποιοι είναι οι νικητές, τούς διατάζει να υπακούσουν σε εντολή του σαν να είναι νικημένοι, ας έρθει με την πολυάριθμη δύναμή του, για να μάθει ποιοι είναι οι νικητές. Αλλά αν, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι εμείς είμαστε οι νικητές, λέει ψέματα, πώς άραγε θα μπορέσουμε να τον εμπιστευτούμε για τις μελλοντικές υποσχέσεις του;»55

Παίρνοντας αυτές τις απαντήσεις, οι αγγελιοφόροι αναχώρησαν. Και το στράτευμα υπό τον Κλέαρχο ξεκίνησε να βαδίσει προς τη θέση στάθμευσης, όπου είχαν καταφύγει οι στρατιώτες που είχαν διαφύγει από τη μάχη. Όταν συγκεντρώθηκε ολόκληρη η δύναμη στον ίδιο χώρο, συζητούσαν μαζί για τον τρόπο με τον οποίο θα κατέβαιναν στη θάλασσα και για τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν.56

Θεωρούσαν λοιπόν ότι δεν έπρεπε να επιστρέψουν από τη διαδρομή από την οποία είχαν έρθει, επειδή μεγάλο μέρος εκείνης τής περιοχής ήταν έρημο και δεν μπορούσαν να αναμένουν να βρουν προμήθειες διαθέσιμες, με εχθρικό στρατό να τούς ακολουθεί. Αποφάσισαν λοιπόν να κινηθούν προς την Παφλαγονία και ξεκίνησαν προς αυτή την κατεύθυνση με τον στρατό, προχωρώντας με αργό ρυθμό, καθώς βαδίζοντας συγκέντρωναν προμήθειες.57

14.26. Εκεχειρία και προδοσία Τισσαφέρνη

Ο βασιλιάς, έχοντας συνέλθει από το τραύμα, όταν έμαθε ότι οι αντίπαλοί του αποσύρονταν, νόμισε ότι τρέπονταν σε φυγή και όρμησε με βιασύνη εναντίον τους με τον στρατό του.58

Τούς πρόφτασε επειδή προχωρούσαν αργά και καθώς ήταν νύχτα έστησε το στρατόπεδό του κοντά τους, ενώ όταν ξημέρωσε, καθώς οι Έλληνες παρέτασσαν τον στρατό τους για μάχη, έστειλε αγγελιοφόρους σε αυτούς και συμφωνήθηκε προς το παρόν εκεχειρία τριών ημερών.59

Στο διάστημα εκείνο κατέληξαν στην εξής συμφωνία: Ο βασιλιάς θα εξασφάλιζε ότι η χώρα του θα ήταν φιλική απέναντί τους. Θα τούς παρείχε οδηγούς για το ταξίδι τους προς τη θάλασσα και θα τούς διέθετε προμήθειες καθ’ οδόν. Οι μισθοφόροι υπό τον Κλέαρχο και όλα τα στρατεύματα υπό τον Αρι[δ]αίο θα περνούσαν από τη χώρα του χωρίς να προκαλούν ζημιές.60

Ύστερα από αυτό άρχισαν το ταξίδι τους και ο βασιλιάς απέσυρε τον στρατό του μακριά στη Βαβυλώνα. Εκεί απένειμε τις κατάλληλες τιμές σε εκείνους που είχαν ανδραγαθήσει στη μάχη και έκρινε ότι πιο γενναίος απ’ όλους ήταν ο Τισσαφέρνης. Τον τίμησε λοιπόν με πλούσια δώρα, τού έδωσε την κόρη του σε γάμο και συνέχισε να τον θεωρεί ως τον πιο έμπιστο φίλο του. Τού ανέθεσε επίσης τη διοίκηση που είχε ο Κύρος επί των παραθαλασσίων σατραπειών.61

Ο Τισσαφέρνης, βλέποντας ότι ο βασιλιάς ήταν οργισμένος με τούς Έλληνες, τού υποσχέθηκε ότι θα τούς σκότωνε όλους, αν τον προμήθευε με όπλα και τον συμφιλίωνε με τον Αρι[δ]αίο, γιατί πίστευε ότι ο Αρι[δ]αίος θα πρόδιδε τούς Έλληνες σε αυτόν κατά τη διάρκεια τής πορείας. Ο βασιλιάς δέχθηκε αμέσως την πρόταση αυτή και τού επέτρεψε να επιλέξει ο ίδιος τούς καλύτερους στρατιώτες από ολόκληρο τον στρατό του.62

63…οι υπόλοιποι διοικητές να έρθουν και να ακούσουν οι ίδιοι τι είχε να τούς πει. Έτσι σχεδόν όλοι οι στρατηγοί, μαζί με τον Κλέαρχο και είκοσι περίπου λοχαγούς, πήγαν στον Τισσαφέρνη. Τούς συνόδευσαν επίσης διακόσιοι περίπου στρατιώτες, που ήθελαν να πάνε στην αγορά.64

Ο Τισσαφέρνης προσκάλεσε τούς στρατηγούς στη σκηνή του, ενώ οι λοχαγοί περίμεναν στην είσοδο. Ύστερα από λίγο, όταν υψώθηκε κόκκινη σημαία από τη σκηνή τού Τισσαφέρνη, αυτός συνέλαβε τούς στρατηγούς που βρίσκονταν μέσα, ενώ στρατιώτες στους οποίους είχε ανατεθεί το έργο όρμησαν και σκότωσαν τούς λοχαγούς και άλλοι σκότωσαν τούς στρατιώτες που είχαν έρθει στην αγορά. Από τούς τελευταίους διέφυγε ένας στο στρατόπεδο των Ελλήνων και τούς ενημέρωσε για τη συμφορά που τούς είχε πλήξει.65

14.27. Μάχες με Τισσαφερνη. Στους Καρδούχους και την Αρμενία

Όταν οι στρατιώτες έμαθαν τι είχε συμβεί, πανικοβλήθηκαν και έσπευσαν όλοι στα όπλα μέσα σε μεγάλη αναταραχή, αφού δεν υπήρχε διοικητής. Αλλά στη συνέχεια, αφού δεν τούς παρενοχλούσε κανένας, εξέλεξαν αριθμό στρατηγών και ανέθεσαν την ανώτατη διοίκηση στον Σπαρτιάτη Χειρίσοφο.66

Οι στρατηγοί οργάνωσαν τον στρατό με τον καλύτερο κατά τη γνώμη τους τρόπο για την πορεία και προχώρησαν προς την Παφλαγονία. Ο Τισσαφέρνης αλυσόδεσε τούς στρατηγούς και τούς έστειλε στον Αρταξέρξη, ο οποίος τούς εκτέλεσε όλους εκτός από τον Μένωνα. Γιατί πίστευε ότι μόνο αυτός, λόγω διαμάχης με τούς συμμάχους του, ήταν έτοιμος να προδώσει τούς Έλληνες.67

Ο Τισσαφέρνης, ακολουθώντας τούς Έλληνες με τον στρατό του, τούς επιτίθετο, αλλά δεν τολμούσε να τούς αντιμετωπίσει σε μάχη κατά παράταξη, επειδή φοβόταν το θάρρος και την απερισκεψία των απελπισμένων ανδρών. Μολονότι λοιπόν τούς παρενοχλούσε σε τόπους κατάλληλους γι’ αυτόν τον σκοπό, δεν μπόρεσε να τούς κάνει μεγάλη ζημιά, αλλά τούς ακολουθούσε, προκαλώντας τους μικρές ζημιές μέχρι τη χώρα των ανθρώπων που είναι γνωστοί ως Καρδούχοι.68

Ο Τισσαφέρνης, καθώς δεν μπορούσε να πετύχει τίποτε περισσότερο, ξεκίνησε με τον στρατό του για την Ιωνία. Και οι Έλληνες πορεύτηκαν για επτά ημέρες μέσα από τα βουνά των Καρδούχων και υπέστησαν πολλά από τούς ντόπιους, που ήσαν λαός πολεμοχαρής και εξοικειωμένος με την περιοχή.69

Ήσαν εχθροί τού βασιλιά και ελεύθεροι άνθρωποι που ασκούσαν την τέχνη τού πολέμου, ενώ ήσαν ιδιαίτερα εκπαιδευμένοι να εκσφενδονίζουν τις μεγαλύτερες πέτρες με τις σφεντόνες τους και να χρησιμοποιούν τεράστια βέλη, με τα οποία έπλητταν τούς Έλληνες από πλεονεκτικές θέσεις, σκοτώνοντας πολλούς και τραυματίζοντας σοβαρά όχι λίγους.70

Γιατί τα βέλη είχαν μήκος μεγαλύτερο από δύο πήχεις και τρυπούσαν τις ασπίδες και τούς θώρακές τους, έτσι ώστε καμία πανοπλία δεν μπορούσε να αντέξει τη δύναμή τους. Μάλιστα τα βέλη που χρησιμοποιούσαν ήσαν τόσο μεγάλα, όπως λένε, που οι Έλληνες έδεναν λουριά πάνω σε εκείνα που είχαν ριχτεί και τα χρησιμοποιούσαν ως ακόντια, τα οποία έριχναν με ορμή.71

Έχοντας περάσει με δυσκολία από την προαναφερθείσα χώρα, έφτασαν στον ποταμό Κεντρίτη, τον οποίο διέβησαν και εισήλθαν στη [Δυτική] Αρμενία. Σατράπης αυτής ήταν ο Τιρίβαζος, έχοντας κάνει συνθήκη με τον οποίο, περνούσαν από τη χώρα ως φίλοι.72

14.28. Από τα χιόνια στα χωριά τής Αρμενίας

Καθώς πορεύονταν μέσα από τα βουνά τής Αρμενίας, έπεσαν σε πολύ χιόνι και κινδύνευσαν να χαθούν όλοι. Μόλις αναδεύτηκε ο αέρας, άρχισε να πέφτει χιόνι από τον ουρανό σε μικρές ποσότητες, το οποίο δεν εμπόδιζε καθόλου τούς οδοιπόρους στην προς τα εμπρός πορεία τους. Αλλά στη συνέχεια, καθώς δυνάμωνε ο άνεμος, έπεφτε περισσότερο χιόνι, που κάλυψε το έδαφος τόσο πολύ, που δεν μπορούσαν πια να δουν όχι μόνο τον δρόμο, αλλά ούτε τα χαρακτηριστικά τού τοπίου.73

Κατέλαβε λοιπόν το στράτευμα τόση απελπισία και φόβος, που ήσαν απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν την καταστροφή και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν από το πολύ χιόνι. Καθώς αυξήθηκε η ένταση τής χιονοθύελλας, ακολούθησε δυνατός άνεμος και βαριά χαλαζόπτωση, που πέφτοντας κατά ριπές στα πρόσωπά τους ανάγκασε ολόκληρο τον στρατό να σταματήσει. Επειδή λοιπόν κανένας δεν μπορούσε να αντέξει την ταλαιπωρία τής συνέχισης τής πορείας, αναγκαζόταν να παραμένει εκεί όπου έτυχε να βρίσκεται.74

Χωρίς κανενός είδους προμήθειες, άντεξαν εκείνη τη μέρα και την επόμενη νύχτα στην ύπαιθρο βασανιζόμενοι από πολλές κακουχίες. Γιατί επειδή συνέχιζε να πέφτει πολύ χιόνι, είχε καλύψει όλα τα όπλα τους, ενώ τα σώματά τους είχαν παγώσει εντελώς από τον παγωμένο αέρα. Τα βάσανα που περνούσαν ήσαν τόσο μεγάλα, που δεν κοιμήθηκαν όλη τη νύχτα. Μερικοί άναψαν φωτιές και πήραν κάποια βοήθεια από αυτές, ενώ κάποιοι άλλοι, στα σώματα των οποίων είχε εισβάλει ο παγετός, εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα βοήθειας, αφού σχεδόν όλα τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών τους είχαν απονεκρωθεί.75

Έτσι, όταν πέρασε η νύχτα, διαπίστωσαν ότι είχαν ψοφήσει τα περισσότερα από τα ζώα αποσκευών, ενώ ήσαν νεκροί και πολλοί στρατιώτες και δεν ήσαν λίγοι εκείνοι, που ενώ είχαν ακόμη τις αισθήσεις τους, δεν μπορούσαν να κινήσουν το σώμα τους που είχε παγώσει. Μάλιστα τα μάτια μερικών είχαν τυφλωθεί από το κρύο και από την έντονη ανταύγεια τού φωτός πάνω στο χιόνι.76

Θα χάνονταν όλοι, αν δεν εύρισκαν λίγο πιο πέρα χωριά γεμάτα προμήθειες. Τα χωριά εκείνα είχαν εισόδους για τα υποζύγια σκαμμένες κάτω από το έδαφος, ενώ οι άνθρωποι κατέβαιναν από σκάλες…77 και στα σπίτια υπήρχαν ζωοτροφές, καθώς και αφθονία όλων των πραγμάτων για τούς ανθρώπους.78

14.29. Χάοι, Φασιανοί, Χαλδαίοι, Σκυτίνοι, Μάκρωνες, Κόλχοι

Αφού παρέμειναν στα χωριά για οκτώ ημέρες, πήγαν στον ποταμό Φάσι. Εκεί πέρασαν τέσσερις ημέρες79 και στη συνέχεια πέρασαν από τις χώρες των Χάων80 και των Φασιανών. Όταν οι ντόπιοι τούς επιτέθηκαν, τούς νίκησαν σε μάχη σκοτώνοντας μεγάλο αριθμό από αυτούς, κατέλαβαν τα κτήματά τους, στα οποία υπήρχαν άφθονες προμήθειες, ενώ παρέμειναν εκεί δεκαπέντε ημέρες.81 82

Συνεχίζοντας την πορεία τους από εκεί πέρασαν από τη χώρα των ονομαζόμενων Χαλδαίων83 σε επτά ημέρες και έφτασαν στον ονομαζόμενο Άρπαγο84 ποταμό, που είχε πλάτος τετρακόσια πόδια. Από εκεί, πορευόμενοι μέσα από τη χώρα των Σκυτίνων,85 πέρασαν από πεδινό δρόμο,86 όπου σταμάτησαν και ξεκουράστηκαν για τρεις ημέρες, απολαμβάνοντας σε αφθονία όλα τα αναγκαία για τη ζωή. Στη συνέχεια ξεκίνησαν και πάλι και έφτασαν την τέταρτη μέρα σε μεγάλη πόλη που ονομαζόταν Γυμνασία.87 88

Εκεί ο ηγεμόνας αυτών των τόπων έκανε συνθήκη μαζί τους και τούς εφοδίασε με οδηγούς για να τούς οδηγήσουν στη θάλασσα. Φτάνοντας σε δεκαπέντε ημέρες89 στο Χήνιον όρος,90 όταν οι προπορευόμενοι είδαν τη θάλασσα ενθουσιάστηκαν και έβγαλαν τέτοια κραυγή, ώστε εκείνοι που βρίσκονταν στην οπισθοφυλακή, νομίζοντας ότι έκανε έφοδο εχθρός, έσπευσαν να πάρουν τα όπλα τους.91

Αλλά όταν ανέβηκαν όλοι στο μέρος από το οποίο φαινόταν η θάλασσα, ύψωσαν τα χέρια τους προς τούς θεούς και ευχαριστούσαν, πιστεύοντας ότι είχαν φτάσει πια στη σωτηρία. Αφού μάζεψαν σε ένα σημείο πολλές πέτρες και αφού έφτιαξαν με αυτές μεγάλους σωρούς, έβαλαν πάνω τους τα λάφυρα των βαρβάρων, θέλοντας να αφήσουν αθάνατο αναμνηστικό τής εκστρατείας. Δώρισαν στον οδηγό ασημένιο κύπελλο και περσική στολή κι εκείνος έφυγε, αφού τούς έδειξε τον δρόμο προς τούς Μάκρωνες.92

Οι Έλληνες μπήκαν στη συνέχεια στη χώρα των Μακρώνων, με τούς οποίους συνήψαν ανακωχή, παίρνοντας από εκείνους ως ενέχυρο καλής πίστης βαρβαρικό δόρυ και δίνοντάς τους σε αντάλλαγμα ένα ελληνικό. Γιατί τούς είπαν οι βάρβαροι, ότι μια τέτοια ανταλλαγή τούς είχε παραδοθεί από τούς προγόνους τους ως ασφαλέστερο εχέγγυο τής καλής πίστης. Όταν πέρασαν τα όρια τής χώρας αυτού τού λαού, έφτασαν στη χώρα των Κόλχων.93

Όταν οι ντόπιοι συγκεντρώθηκαν εκεί εναντίον τους, οι Έλληνες τούς νίκησαν σε μάχη και σκότωσαν πολλούς, ενώ στη συνέχεια, καταλαμβάνοντας ισχυρή θέση σε λόφο, λεηλατούσαν την περιοχή, συγκέντρωναν τη λεία τους πάνω σε αυτόν και ανεφοδιάζονταν άφθονα.94

14.30. Στην Τραπεζούντα και την Κερασούντα

Στην περιοχή υπήρχε μεγάλος αριθμός κυψελών, που παρήγαγαν πολύτιμες κηρύθρες, τις οποίες όποιοι γεύονταν, έπεφταν σε απροσδόκητο σύμπτωμα. Γιατί όσοι έτρωγαν το μέλι έχαναν τις αισθήσεις τους και έπεφταν στο έδαφος σαν νεκροί.95

Καθώς πολλοί έφαγαν το μέλι επειδή ήταν γλυκό, σύντομα μεγάλο πλήθος έπεσε στο έδαφος, σαν να είχαν κατατροπωθεί σε μάχη. Εκείνη λοιπόν τη μέρα απελπίστηκε ο στρατός, χτυπημένος από το παράξενο συμβάν και από τον μεγάλο αριθμό των αρρώστων. Αλλά την επόμενη μέρα, περίπου την ίδια ώρα, όλοι ξαναβρήκαν σταδιακά τις αισθήσεις τους, άρχισαν να σηκώνονται από το έδαφος και η κατάστασή τους ήταν σαν εκείνη ανθρώπων που συνέρχονταν ύστερα από τη λήψη φαρμάκου.96

Όταν συνήλθαν ύστερα από τρεις ημέρες, πορεύτηκαν στην Τραπεζούντα, ελληνική πόλη, αποικία των Σινωπέων στη χώρα των Κόλχων. Εκεί πέρασαν τριάντα ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων φιλοξενήθηκαν υπέροχα από τούς κατοίκους, ενώ οι ίδιοι πρόσφεραν θυσίες στον Ηρακλή και στον Δία τον Σωτήρα και πραγματοποίησαν και γυμναστικούς αγώνες στον χώρο στον οποίο, όπως λένε, έδεσε η Αργώ με τούς άνδρες τού Ιάσονα.97

Από εκεί έστειλαν τον διοικητή τους Χειρίσοφο στο Βυζάντιο, για να φέρει εμπορικά πλοία και τριήρεις, γιατί έλεγε ότι ήταν φίλος τού Αναξίβιου, τού ναυάρχου των Βυζαντίων. Τον έστειλαν με γρήγορο σκάφος με μια σειρά κουπιών και παίρνοντας δύο πλοιάρια με κουπιά από τούς Τραπεζούντιους λήστευαν τούς γειτονικούς βαρβάρους στη στεριά και στη θάλασσα.98

Περίμεναν τριάντα ημέρες για την επιστροφή τού Χειρισόφου και καθώς εκείνος καθυστερούσε, ενώ οι προμήθειες τού στρατεύματος εξαντλούνταν, ξεκίνησαν από την Τραπεζούντα και έφτασαν την τρίτη μέρα στην ελληνική πόλη Κερασούντα, αποικία των Σινωπέων. Έμειναν εκεί μερικές ημέρες και στη συνέχεια προχώρησαν προς τη χώρα των Μοσσυνοίκων.99

Όταν οι βάρβαροι συγκεντρώθηκαν εναντίον τους, οι Έλληνες επικράτησαν σε μάχη σκοτώνοντας πολλούς. Και όταν κατέφυγαν σε οχυρό, στο οποίο κατοικούσαν έχοντας επταώροφους ξύλινους πύργους, οι Έλληνες εξαπέλυσαν διαδοχικές επιθέσεις και το κατέλαβαν εξ εφόδου. Αυτό το φρούριο ήταν η πρωτεύουσα όλων των κοινοτήτων των Μοσσυνοίκων, ενώ στο ψηλότερο σημείο του κατοικούσε ο βασιλιάς τους.100

Ήταν πατροπαράδοτο έθιμο να παραμένει ο βασιλιάς στο φρούριο αυτό για όλη του τη ζωή και από εκεί να εκδίδει τις εντολές του προς τον λαό. Οι στρατιώτες έλεγαν, ότι αυτό ήταν το πιο βάρβαρο έθνος από το οποίο είχαν περάσει, αφού έρχονταν σε επαφή με τις γυναίκες μπροστά στα μάτια όλων, ενώ τα παιδιά των πλουσιότερων τρέφονταν με βραστά καρύδια και όλοι, από τα παιδιά και πάνω, είχαν τα στήθη και τις πλάτες τους στολισμένες με σχέδια σε διάφορα χρώματα. Πορεύτηκαν οκτώ ημέρες μέσα από αυτή τη χώρα και τρεις μέσα από την επόμενη, που ονομαζόταν Τιβαρηνή.101

14.31. Στα Κοτύωρα, τη Σινώπη, την Ηράκλεια και τη Θράκη

Από εκεί έφτασαν στα Κοτύωρα, ελληνική πόλη και αποικία των Σινωπέων. Έμειναν σε αυτήν πενήντα ημέρες, ληστεύοντας τούς γειτονικούς λαούς τής Παφλαγονίας και τούς άλλους βαρβάρους. Και οι πολίτες τής Ηράκλειας και τής Σινώπης τούς έστειλαν πλοία, με τα οποία μεταφέρθηκαν αυτοί και τα υποζύγια.102

Η Σινώπη ήταν αποικία των Μιλησίων και ευρισκόμενη στην Παφλαγονία κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ των πόλεων αυτών των περιοχών. Σε αυτή την πόλη είχε το μεγαλύτερο παλάτι του ο Μιθριδάτης,103 ο οποίος στις ημέρες μας πολέμησε εναντίον των Ρωμαίων.104

Στην πόλη αυτή έφτασε και ο Χειρίσοφος, που είχε σταλεί χωρίς επιτυχία να φέρει τριήρεις. Παρ’ όλα αυτά οι Σινωπείς τούς φιλοξένησαν με ευγενικό τρόπο και τούς έστειλαν δια θαλάσσης στην Ηράκλεια, αποικία των Μεγαρέων. Ολόκληρος ο στόλος αγκυροβόλησε στην Αχερουσία χερσόνησο, απ’ όπου, λένε, ο Ηρακλής ανέβασε τον Κέρβερο από τον Άδη.105

Ενώ προχωρούσαν από εκεί πεζοί μέσα από τη Βιθυνία, έπεφταν σε κινδύνους, καθώς κατά την πορεία τούς επιτίθεντο οι ντόπιοι. Έτσι με μεγάλη δυσκολία έφτασαν στη Χρυσούπολη τής Χαλκηδονίας,106 οκτώ χιλιάδες τριακόσιοι επιζώντες από τούς δέκα χιλιάδες που είχαν ξεκινήσει.107

Από εκεί ορισμένοι Έλληνες επέστρεψαν με ασφάλεια στις πατρίδες τους χωρίς άλλα προβλήματα, ενώ οι υπόλοιποι ενώθηκαν στη Χερσόνησο108 και λεηλατούσαν τη γειτονική χώρα των Θρακών. Αυτή ήταν λοιπόν η κατάληξη τής εκστρατείας τού Κύρου εναντίον τού Αρταξέρξη.109

14.32. Ο Θρασύβουλος εναντίον των Τριάντα Τυράννων

Στην Αθήνα οι Τριάντα Τύραννοι, που ασκούσαν ανώτατη εξουσία, συνέχιζαν καθημερινά να εξορίζουν κάποιους πολίτες και να θανατώνουν άλλους. Όταν οι Θηβαίοι, δυσαρεστημένοι από αυτά που συνέβαιναν, υποδέχονταν φιλόξενα τούς εξόριστους, ο ονομαζόμενος Θρασύβουλος από τον δήμο τής Στιρίας, που ήταν Αθηναίος και είχε εξοριστεί από τούς Τριάντα Τύραννους, με τη μυστική βοήθεια των Θηβαίων κατέλαβε φρούριο στην Αττική που ονομαζόταν Φυλή. Το φυλάκιο αυτό ήταν πολύ ισχυρό και απείχε μόνο εκατό στάδια από την Αθήνα, έτσι ώστε να τούς παρέχει πολλά πλεονεκτήματα για επίθεση.110

Οι Τριάντα Τύραννοι, μαθαίνοντας το γεγονός, αρχικά οδήγησαν τα στρατεύματά τους εναντίον αυτής τής ομάδας, με πρόθεση να πολιορκήσουν το οχυρό. Αλλά ενώ είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στη Φυλή, έπεσε πολύ χιόνι.111

Όταν κάποιοι προσπάθησαν να μετατοπίσουν τον καταυλισμό τους, η πλειοψηφία των στρατιωτών νόμισε ότι τρέπονταν σε φυγή και ότι βρισκόταν κοντά εχθρική δύναμη. Χτύπησε λοιπόν τον στρατό ο σάλος που οι άνθρωποι ονομάζουν πανικό και μετακίνησαν το στρατόπεδό τους σε άλλον τόπο.112

Οι Τριάντα Τύραννοι, βλέποντας ότι οι πολίτες τής Αθήνας που δεν απολάμβαναν πολιτικών δικαιωμάτων στην κυβέρνηση των τριών χιλιάδων, ήσαν συνεπαρμένοι με την προοπτική τής κατάλυσης τής εξουσίας τους επί τού κράτους, μετέφεραν αυτούς τούς πολίτες στον Πειραιά και διατηρούσαν τον έλεγχο τής πόλης με τη βοήθεια μισθοφορικών στρατευμάτων. Κατηγορώντας τούς Ελευσίνιους και τούς Σαλαμίνιους ότι έπαιρναν το μέρος των εξορίστων, τούς θανάτωσαν όλους.113

Ενώ συνέβαιναν αυτά, πολλοί από τούς εξόριστους συνέρρεαν στην ομάδα τού Θρασύβουλου (και οι Τριάντα Τύραννοι έστειλαν πρέσβεις στον Θρασύβουλο), δημοσίως για να συζητήσουν για ορισμένους αιχμαλώτους, αλλά κατ’ ιδίαν για να τον συμβουλεύσουν να διαλύσει τούς συγκεντρωμένους εξόριστους και να ενωθεί με τούς Τριάντα Τυράννους στη διοίκηση τής πόλης, παίρνοντας τη θέση τού Θηραμένη. Τού υποσχέθηκαν επίσης ότι μπορούσε να επαναφέρει στη δική τους πατρίδα δέκα εξόριστους που θα επέλεγε ο ίδιος.114

Ο Θρασύβουλος απάντησε ότι προτιμούσε να είναι εξόριστος παρά να ζει υπό την εξουσία των Τριάντα Τυράννων και ότι δεν θα τερμάτιζε τον πόλεμο, εκτός αν όλοι οι πολίτες επέστρεφαν από την εξορία και ο λαός έπαιρνε πίσω τη μορφή τής διακυβέρνησης που είχαν παραλάβει από τούς πατέρες τους. Οι Τριάντα, βλέποντας ότι πολλοί επαναστατούσαν εναντίον τους και ότι οι εξόριστοι αυξάνονταν ολοένα περισσότερο, έστειλαν πρέσβεις στη Σπάρτη ζητώντας ενισχύσεις, ενώ οι ίδιοι συγκέντρωναν όσα στρατεύματα μπορούσαν και έστησαν στρατόπεδο στην ύπαιθρο, κοντά στις ονομαζόμενες Αχαρνές.115

14.33. Η κατάλυση τής εξουσίας των Τριάντα Τυράννων

Ο Θρασύβουλος, αφήνοντας επαρκή φρουρά στο οχυρό, οδήγησε τούς εξόριστους, χίλιους διακόσιους σε αριθμό. Με νυχτερινή αιφνιδιαστική επίθεση στο στρατόπεδο των αντιπάλων του, σκότωσε μεγάλο αριθμό από αυτούς, σκόρπισε τρόμο στους υπόλοιπους με την απροσδόκητη κίνησή του και τούς ανάγκασε να τραπούν σε φυγή προς την Αθήνα.116

Μετά τη μάχη ο Θρασύβουλος εξόρμησε κατευθείαν προς τον Πειραιά και κατέλαβε τη Μουνιχία, που ήταν ακατοίκητος και ισχυρός λόφος, ενώ οι Τύραννοι με όλα τα στρατεύματα στη διάθεσή τους κατέβηκαν στον Πειραιά και επιτέθηκαν στη Μουνιχία υπό τις διαταγές τού Κριτία. Στην έντονη μάχη που συνεχίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι Τριάντα Τύραννοι υπερείχαν ως προς τον αριθμό και οι εξόριστοι ως προς την οχυρότητα τής θέσης τους.117

Στο τέλος όμως, όταν έπεσε ο Κριτίας, οι στρατιώτες των Τριάντα Τυράννων απογοητεύτηκαν και κατέφυγαν για ασφάλεια σε πιο επίπεδο έδαφος, χωρίς να τολμούν οι εξόριστοι να κατέβουν εναντίον τους. Όταν, ύστερα από αυτό, μεγάλος αριθμός στρατιωτών αυτομόλησε στους εξόριστους, οι τού Θρασύβουλου έκαναν απροσδόκητη επίθεση εναντίον των αντιπάλων τους, τούς νίκησαν σε μάχη και έγιναν κύριοι τού Πειραιά.118

Αμέσως πολλοί από τούς κατοίκους τής πόλης, που επιθυμούσαν να απαλλαγούν από την τυραννία, συνέρρεαν στον Πειραιά, ενώ όλοι οι εξόριστοι που ήσαν διασκορπισμένοι σε πόλεις τής Ελλάδας, ακούγοντας για τις επιτυχίες τού Θρασύβουλου, έρχονταν στον Πειραιά, με αποτέλεσμα να είναι πια οι εξόριστοι πολύ ανώτεροι σε ισχύ. Άρχισαν λοιπόν να πολιορκούν την πόλη.119

Οι πολίτες που παρέμεναν στην Αθήνα απομάκρυναν τούς Τριάντα Τυράννους από την εξουσία, τούς έδιωξαν από την πόλη και εξέλεξαν δέκα άνδρες με υπέρτατη εξουσία, πρώτα απ’ όλα να τερματίσουν τον πόλεμο με κάθε δυνατό τρόπο και με φιλικούς όρους. Αλλά εκείνοι, μόλις βρέθηκαν στην εξουσία, δεν έδωσαν καμία προσοχή σε αυτές τις εντολές και εδραιώθηκαν ως τύραννοι, ενώ έφεραν από τη Σπάρτη σαράντα πολεμικά πλοία και χίλιους στρατιώτες υπό τις εντολές τού Λυσάνδρου.120

Αλλά ο Παυσανίας, ο βασιλιάς των Σπαρτιατών, ζηλεύοντας τον Λύσανδρο και βλέποντας ότι η Σπάρτη είχε αποκτήσει κακή φήμη μεταξύ των Ελλήνων, εξόρμησε με ισχυρό στρατό και φτάνοντας στην Αθήνα κατάφερε να συμφιλιώσει τούς άνδρες τής πόλης και τούς εξόριστους. Έτσι οι Αθηναίοι πήραν πίσω τη χώρα τους, την οποία διοικούσαν πια σύμφωνα με τούς δικούς τους νόμους, ενώ σε εκείνους που ζούσαν με τον φόβο τής τιμωρίας για τα συνεχή τους εγκλήματα κατά το παρελθόν, επέτρεψαν να εγκατασταθούν στην Ελευσίνα.121

14.34. Οι Μεσσήνιοι στη Σικελία και την Κυρήνη

Οι Ηλείοι, επειδή φοβούνταν την ανώτερη δύναμη των Σπαρτιατών, σταμάτησαν τον πόλεμο με αυτούς, συμφωνώντας να παραδώσουν τις τριήρεις τους στους Σπαρτιάτες και να αφήσουν τις γειτονικές πόλεις ελεύθερες.122

Και οι Σπαρτιάτες, τώρα που είχαν τελειώσει τούς πολέμους τους και δεν ασχολούνταν πια με αυτούς, εκστράτευσαν εναντίον των Μεσσηνίων, ορισμένοι από τούς οποίους είχαν εγκατασταθεί σε φυλάκιο στην Κεφαλληνία και άλλοι στη Ναύπακτο, σε τόπο που τούς είχαν δώσει οι Αθηναίοι στη χώρα των δυτικών Λοκρών.123

Διώχνοντας τούς Μεσσήνιους από αυτές τις περιοχές, επέστρεψαν το ένα φυλάκιο στους κατοίκους τής Κεφαλληνίας και το άλλο στους Λοκρούς. Οι Μεσσήνιοι, που τώρα διώχνονταν από κάθε τόπο λόγω τού αρχαίου μίσους τους για τούς Σπαρτιάτες, έφυγαν με τα όπλα τους από την Ελλάδα και κάποιοι από αυτούς, σαλπάροντας για τη Σικελία, ανέλαβαν υπηρεσία ως μισθοφόροι τού Διονύσιου, ενώ άλλοι, τρεις περίπου χιλιάδες σε αριθμό, σάλπαραν για την Κυρήνη και ενώθηκαν με τούς εκεί εξόριστους.124

Την εποχή εκείνη είχε ξεσπάσει αναταραχή μεταξύ των Κυρηναίων, επειδή ο Αρίστων, μαζί με ορισμένους άλλους, είχε καταλάβει την πόλη. Πεντακόσιοι από τούς πιο σημαίνοντες πολίτες τής Κυρήνης είχαν πρόσφατα θανατωθεί, ενώ οι πιο αξιοσέβαστοι από τούς επιζώντες είχαν εξοριστεί.125

Στη δύναμη των εξόριστων προστέθηκαν τώρα και οι Μεσσήνιοι και προχώρησαν σε μάχη εναντίον εκείνων που είχαν καταλάβει την πόλη. Στη μάχη σκοτώθηκαν πολλοί Κυρηναίοι και από τις δύο πλευρές, ενώ από τούς Μεσσήνιους δεν επέζησε σχεδόν κανένας.126

Μετά τη μάχη οι Κυρηναίοι προσήλθαν σε μεταξύ τους διαπραγματεύσεις και συμφώνησαν να συμβιβαστούν, ενώ ορκίστηκαν αμέσως όρκους να ξεχάσουν έχθρες τού παρελθόντος και ζούσαν μαζί ως ένα σώμα στην πόλη.127

Την ίδια αυτή εποχή οι Ρωμαίοι αύξησαν τον αριθμό των αποίκων τους στην πόλη που είναι γνωστή ως Ουελίτραι.128

14.35. Ο Τισσαφέρνης εκστρατεύει κατά τής Κύμης

Στο τέλος εκείνου τού έτους, άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Λάχης, ενώ στη Ρώμη το αξίωμα τού ύπατου είχαν οι χιλίαρχοι Μάνιος Κλώδιος, Μάρκος Κοΐντιος, Λεύκιος Ιούλιος, Μάρκος Φούριος και Λεύκιος Ουαλέριος. Τότε έγινε και η 95η Ολυμπιάδα, στην οποία ο Αθηναίος Μίνως ήταν ο νικητής τού δρόμου μήκους ενός σταδίου.129

Τη χρονιά εκείνη ο Αρταξέρξης, ο βασιλιάς τής Ασίας, μετά την ήττα τού Κύρου, είχε στείλει τον Τισσαφέρνη να αναλάβει όλες τις σατραπείες που συνόρευαν με τη θάλασσα. Οι σατράπες λοιπόν και οι πόλεις που είχαν συμμαχήσει με τον Κύρο βρίσκονταν σε μεγάλη αγωνία, από φόβο μήπως τιμωρηθούν για τις πράξεις τους εναντίον τού βασιλιά.130

Όλοι οι άλλοι σατράπες, στέλνοντας πρεσβευτές στον Τισσαφέρνη, υπέβαλλαν τα σέβη τους σε αυτόν και ρύθμιζαν τις υποθέσεις τους μαζί του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αλλά ο Ταμώς, που ήταν ο πιο ισχυρός απ’ όλους και διοικούσε την Ιωνία, ανέβασε σε τριήρεις τα υπάρχοντά του και όλους τούς γιους του, εκτός από έναν το όνομα τού οποίου ήταν Γλους και ο οποίος έγινε αργότερα διοικητής των βασιλικών δυνάμεων.131

Ο Ταμώς, φοβούμενος τον Τισσαφέρνη, απέπλευσε με τον στόλο του στην Αίγυπτο και αναζήτησε ασφάλεια στον Ψαμμήτιχο, τον βασιλιά των Αιγυπτίων, που ήταν απόγονος τού διάσημου Ψαμμητίχου. Λόγω δικής του ευεργεσίας προς τον βασιλιά κατά το παρελθόν, ο Ταμώς πίστευε ότι θα έβρισκε στο πρόσωπό του καταφύγιο από τούς κινδύνους που αντιμετώπιζε από τον βασιλιά τής Περσίας.132

Αλλά ο Ψαμμήτιχος, αγνοώντας εντελώς τόσο την ευεργεσία όσο και την ιερή υποχρέωση προς ικέτη, θανάτωσε τον άνθρωπο που ήταν ικέτης και φίλος του, μαζί με τα παιδιά του, προκειμένου να πάρει στα χέρια του τα υπάρχοντα και τον στόλο τού Ταμώς.133

Όταν οι ελληνικές πόλεις τής Μικράς Ασίας έμαθαν ότι ο Τισσαφέρνης βρισκόταν καθ’ οδόν, ανησυχώντας πολύ για το μέλλον τους έστειλαν πρέσβεις στους Σπαρτιάτες, παρακαλώντας τους να μην επιτρέψουν να λεηλατηθούν οι πόλεις από τούς βαρβάρους. Οι Σπαρτιάτες υποσχέθηκαν να σπεύσουν σε βοήθειά τους και έστειλαν πρέσβεις στον Τισσαφέρνη, για να τον προειδοποιήσουν να μην προβαίνει σε πράξεις επιθετικότητας εναντίον των ελληνικών πόλεων.134

Ο Τισσαφέρνης όμως, προελαύνοντας με τον στρατό του αρχικά εναντίον τής πόλης των Κυμαίων,135 λεηλάτησε ολόκληρη την επικράτειά της και πήρε πολλούς αιχμαλώτους. Στη συνέχεια πολιόρκησε την Κύμη, αλλά καθώς πλησίαζε ο χειμώνας, μη έχοντας καταφέρει να καταλάβει την πόλη, απελευθέρωσε τούς αιχμαλώτους με αντίτιμο μεγάλο ποσό λύτρων και έλυσε την πολιορκία.136

14.36. Οι Σπαρτιάτες εκστρατεύουν στην Ιωνία

Οι Σπαρτιάτες διόρισαν διοικητή τού πολέμου τους εναντίον τού βασιλιά τον Θίβρωνα, τού έδωσαν χίλιους στρατιώτες από τούς δικούς τους πολίτες και τον διέταξαν να στρατολογήσει από τούς συμμάχους τους όσους στρατιώτες έκρινε απαραίτητους.137

Και ο Θίβρων, αφού πήγε στην Κόρινθο και κάλεσε στρατιώτες από τούς συμμάχους σε αυτή την πόλη, απέπλευσε για την Έφεσο με όχι περισσότερους από πέντε χιλιάδες στρατιώτες. Εκεί στρατολόγησε δύο περίπου χιλιάδες από δικές του και άλλες πόλεις και προέλασε έχοντας συνολική δύναμη μεγαλύτερη από επτά χιλιάδες. Αφού πορεύτηκε για εκατόν είκοσι περίπου στάδια έφτασε στη Μαγνησία (Σιπύλου),138 που ανήκε στη σατραπεία τού Τισσαφέρνη. Κατέλαβε την πόλη εξ εφόδου και από εκεί προέλασε προς τις Τράλλεις139 τής Ιωνίας και έθεσε την πόλη υπό πολιορκία. Μη μπορώντας όμως να κατορθώσει τίποτε λόγω τής πολύ οχυρής της θέσης, επέστρεψε στη Μαγνησία.140

Και επειδή η πόλη ήταν ατείχιστη και ο Θίβρων επομένως φοβόταν ότι μόλις έφευγε θα την κυρίευε ο Τισσαφέρνης, μετέφερε τούς κατοίκους της σε γειτονικό βουνό, το οποίο οι ντόπιοι ονομάζουν Θώρακα. Ύστερα ο Θίβρων, εισβάλλοντας στο έδαφος τού εχθρού, φόρτωσε τούς στρατιώτες του με λάφυρα κάθε είδους. Αλλά όταν έφτασε ο Τισσαφέρνης με μεγάλη δύναμη ιππικού, αποσύρθηκε για ασφάλεια στην Έφεσο.141

14.37. Οι Μύριοι στη Θράκη και στον στρατό των Σπαρτιατών

Την ίδια εποχή μια ομάδα στρατιωτών που είχαν υπηρετήσει στην εκστρατεία με τον Κύρο και είχαν επιστρέψει ασφαλείς στην Ελλάδα, αναχώρησαν ο καθένας προς τη δική του χώρα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους, πέντε περίπου χιλιάδες, καθώς είχαν συνηθίσει στη ζωή τού στρατιώτη, επέλεξαν τον Ξενοφώντα ως στρατηγό τους.142

Και ο Ξενοφών με αυτόν τον στρατό ξεκίνησε να κάνει πόλεμο με τούς Θράκες, που κατοικούν γύρω από τη Σαλμυδησσό. Ο τόπος αυτός βρίσκεται στην αριστερή πλευρά τού Πόντου και τα ρηχά νερά του, που εκτείνονται πολύ μέσα στη θάλασσα, προξενούν πολλά ναυάγια.143

Οι Θράκες λοιπόν συνήθιζαν να ενεδρεύουν σε εκείνα τα μέρη και να συλλαμβάνουν τούς εμπόρους που ναυαγούσαν. Ο Ξενοφών, μαζί με τούς στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του, εισέβαλε στα εδάφη τους, τούς νίκησε σε μάχη και πυρπόλησε τα περισσότερα χωριά τους.144

Ύστερα από αυτό, όταν ο Θίβρων έστειλε να ζητήσουν τούς στρατιώτες με την υπόσχεση να τούς δώσει μισθό, εκείνοι έφυγαν και προσχώρησαν σε εκείνον και πολεμούσαν μαζί με τούς Σπαρτιάτες εναντίον των Περσών.145

Review Your Cart
0
Add Coupon Code
Subtotal

 
error: Content is protected !!