1. Ο γρίφος τού Ξενοφώντος

2. Ο Ξενοφών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα->

Η Κύρου Ανάβαση τού Ξενοφώντος είναι τα πρώτα καταγεγραμμένα απομνημονεύματα μιας εκστρατείας, στη διάρκεια τής οποίας διανύθηκαν περισσότερα από 7.000 χλμ. Η εκστρατεία ξεκινάει από τις Σάρδεις τής Λυδίας και ύστερα από πορεία 2.500 περίπου χλμ φτάνει στα Κούναξα τής Βαβυλωνίας. Το πρώτο αυτό μέρος, από τις Σάρδεις μέχρι τα Κούναξα, είναι η Ανάβαση τού πρίγκιπα Κύρου τού Νεότερου μαζί με τα περσικά του στρατεύματα και τούς Έλληνες φίλους και μισθοφόρους του, για να συγκρουστεί με τον αδελφό του, τον βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη Β’, με έπαθλο τον θρόνο τής Περσικής Αυτοκρατορίας. Το δεύτερο μέρος, που ξεκινά αμέσως μετά τη μάχη και τον θάνατο τού Κύρου στα Κούναξα, είναι η επιστροφή των Ελλήνων τής στρατιάς τού Κύρου στην πατρίδα τους και έχει μείνει γνωστό ως η Κάθοδος των Μυρίων. Περιλαμβάνει την προς βορρά πορεία των Μυρίων από τη Βαβυλωνία και την Ασσυρία προς την Αρμενία, την Τραπεζούντα και τα Κοτύωρα επί τού Ευξείνου Πόντου και έχει μήκος 3.000 περίπου χλμ. Το έργο τού Ξενοφώντος έχει και τρίτο μέρος, που περιλαμβάνει επιπλέον ταξίδια μήκους μεγαλύτερου των 2.000 χλμ, με πλοία από τα Κοτύωρα στη Σινώπη και από τη Σινώπη στην Ηράκλεια Ποντική, καθώς και νέες πορείες και συγκρούσεις με Πέρσες, Παφλαγόνες και Βιθυνούς μέχρι το Βυζάντιο και πολεμικές επιχειρήσεις στη Θράκη, μέχρι την άφιξη τού Ξενοφώντος στην Πέργαμο τής Μικράς Ασίας.

Η Κύρου Ανάβαση τού Ξενοφώντος υπήρξε δημοφιλέστατο ανάγνωσμα από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Μάλιστα λόγω τής απλής και ιδιαίτερα δομημένης γραφής τού Ξενοφώντος, χρησιμοποιήθηκε διεθνώς ευρύτατα στη διδασκαλία αρχαίων ελληνικών στα σχολεία. Στην Ελλάδα, όλοι όσοι πήγαν σχολείο, άνδρες και γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας, γνωρίζουν την εισαγωγική πρόταση τού βιβλίου: «Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο». Γνωρίζουν επίσης την κραυγή των Ελλήνων όταν ξαναείδαν τη θάλασσα, τον Εύξεινο Πόντο, κάπου πάνω από την Τραπεζούντα: «Θάλαττα! Θάλαττα!»

Στα χρόνια που ακολούθησαν αυτή την εκστρατεία, η Κάθοδος των Μυρίων μέσα από την επικράτεια των Περσών παρουσιάστηκε ως απόδειξη τής αδυναμίας τής παρακμάζουσας αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και ως επιχείρημα για την ανάληψη πολεμικής δράσης εναντίον τους. Έτσι προβλήθηκε από τον Αθηναίο ρήτορα Ισοκράτη προς τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο. Ενδεχομένως η μεταγενέστερη εκστρατεία τού Αλέξανδρου είχε ως πρότυπο την Κύρου Ανάβαση.

Η Κύρου Ανάβαση ως οδοιπορικό

Μια εκστρατεία τού 4ου π.Χ. αιώνα, που διέτρεξε πάνω από 7.000 χλμ και συνάντησε δεκάδες λαούς και περιοχές, οπωσδήποτε παρουσιάζει ενδιαφέρον ακόμη και στις λεπτομέρειές της. Απασχόλησε λοιπόν εκείνους που μιλούσαν ελληνικά στην ελληνιστική εποχή, τη ρωμαϊκή εποχή και την εποχή τού Βυζαντίου. Αργότερα, με την ανακάλυψη τής τυπογραφίας και τη διάδοση στη Δύση τής Ελληνικής Γραμματείας, η Κύρου Ανάβαση αποτέλεσε βασικό, μαζί με άλλα κλασικά έργα, εφόδιο των περιηγητών, που ξεχύθηκαν στην Ανατολή αναζητώντας τις αποδείξεις εκείνων που διάβαζαν στα βιβλία. Πολλοί ενεπλάκησαν λοιπόν στην αναγνώριση τής διαδρομής τής Κύρου Ανάβασης και τής Καθόδου των Μυρίων, καθώς και στην ταυτοποίηση των λαών, περιοχών και πόλεων που αναφέρονται στο βιβλίο.

Στην προσπάθειά τους αυτή οι ερευνητές συνάντησαν δύο κατ’ αρχάς προβλήματα: Πρώτον, για τον χρόνο που περνάει (σε ημέρες ή μήνες) και την απόσταση που διανύεται (σε παρασάγγες), στην Κύρου Ανάβαση ο Ξενοφών παρέχει δύο ειδών πληροφορίες: (α) αναλυτικές στα επιμέρους τμήματα τής αφήγησής του και (β) αθροιστικές σε τρία σημεία (2.2.6, 5.5.4, 7.8.26). Αθροιζόμενες όμως οι αναλυτικές πληροφορίες, υπολείπονται των αθροιστικών.

Δεύτερον, στην προτελευταία παράγραφο τής Κύρου Ανάβασης (7.8.25) ο Ξενοφών αναφέρει τούς λαούς και τούς ηγεμόνες που συνάντησαν κατά την Ανάβαση και την Κάθοδο. Καταγράφονται όμως εδώ και λαοί που δεν αναφέρθηκαν στην αφήγηση που προηγήθηκε, ενώ απουσιάζουν λαοί που υπάρχουν στην αφήγηση.

Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων έχει προταθεί ότι οι συγκεκριμένες τέσσερις παράγραφοι τής Κύρου Ανάβασης (2.2.6, 5.5.4, 7.8.25 και 7.8.26) δεν έχουν γραφεί από τον ίδιο τον Ξενοφώντα αλλά αποτελούν παρεμβολές, δηλαδή προσθήκες στο χειρόγραφο από μεταγενέστερους. Αν δεχθούμε το επιχείρημα περί παρεμβολών, τότε δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτά τα προβλήματα, γιατί τα έχουμε μονομιάς εξαφανίσει. Ταυτόχρονα όμως έχουμε εξαφανίσει και κάθε λόγο για τη διερεύνηση των πιθανών αιτίων αυτών των αναντιστοιχιών. Έχουμε επίσης εξαφανίσει το συνεκτικό πλαίσιο χρόνου και αποστάσεων τού βιβλίου, με αποτέλεσμα να μπορεί καθένας να προτείνει τη δική του διαδρομή για τα λιγότερο σαφή σκέλη τής Καθόδου των Μυρίων. Να μπορεί επίσης να προτείνει τη δική του εκτίμηση για την εποχή τού χρόνου κατά την οποία συνέβησαν τα περιγραφόμενα γεγονότα, καθώς και τη δική του εκτίμηση για τη διάρκεια τής εκστρατείας. Τα τελευταία δεν αποτελούν πιθανότητα αλλά την πραγματικότητα, η οποία αποτυπώνεται στις διάφορες αλληλοαναιρούμενες προτάσεις που έχουν διατυπωθεί στη διάρκεια των τελευταίων τριακοσίων τουλάχιστον ετών.

Όμως, ακόμη και παραβλέποντας τα προβλήματα που θέτουν οι τέσσερις πιο πάνω παράγραφοι τής Κύρου Ανάβασης, καταλογίζοντας δηλαδή την ύπαρξή τους σε παρεμβολές τρίτων και όχι στη γραφή τού ίδιου τού Ξενοφώντος, εξακολουθεί να ισχύει αυτό που ήδη αναφέρθηκε: στην Κάθοδο των Μυρίων υπάρχουν σκέλη που περιγράφονται με ασαφή τρόπο. Όπως το έθεσε ένας μελετητής τού Ξενοφώντος,

«στο τμήμα από την Αρμενία μέχρι την Τραπεζούντα, σε πολύ εκτεταμένη περιοχή, έχουμε έναν μόνο κατονομαζόμενο οικισμό (Γυμνιάς), τέσσερις ποταμούς (Κεντρίτης, Φάσις, Τηλεβόας, Άρπασος), ένα κατονομαζόμενο βουνό (Θήχης) και μια σειρά από ονομασίες φυλών. Υπάρχουν επίσης κι εδώ πολλά παραδείγματα ενός φαινομένου που παρατηρείται και αλλού, δηλαδή πορείες μετρημένες σε παρασάγγες χωρίς κατονομαζόμενο σημείο τερματισμού. Κανένα λεπτομερές κείμενο που θα αναφερόταν στην ίδια διαδρομή με εκείνη που ακολούθησαν στην πραγματικότητα οι Μύριοι, δεν θα άφηνε τον Ξενοφώντα να προσφέρει μια τόσο ασαφώς προσδιοριζόμενη εικόνα».1

Στις ηθελημένες, όπως εξηγούμε πιο κάτω, ασάφειες τού Ξενοφώντος προστίθενται και άλλα προβλήματα. Ας δούμε μερικά.

Τι ήταν ο παρασάγγης τού Ξενοφώντος;

Στο μεγαλύτερο μέρος τής Κύρου Ανάβασης τα μήκη παρέχονται σε παρασάγγες. Αυτά τα μήκη αφορούν κυρίως διανύσεις τού στρατού σε πέντε τμήματα τής διαδρομής: (α) Από τις Σάρδεις μέχρι τα Κούναξα. (β) Από το Τείχος Μηδίας μέχρι τον ποταμό Ζαπάτα. (γ) Αμέσως μετά τον ποταμό Ζαπάτα μέχρι τα χωριά βόρεια από τα Μέσπιλα. (δ) Από τον ποταμό Κεντρίτη μέχρι λίγο νότια από τα αρμενικά χωριά με τα υπόγεια σπίτια. (ε) Από τον ποταμό Φάσι (Αράξη) μέχρι την Τραπεζούντα. Κατά διαστήματα απουσιάζει η καταγραφή (σε παρασάγγες) των αποστάσεων που διανύθηκαν. Το μεγαλύτερο τέτοιο κενό υπάρχει μεταξύ των πιο πάνω (γ) και (δ) και αντιστοιχεί στη χώρα των Καρδούχων, περιοχή που δεν ήταν υπήκοος τού Μεγάλου Βασιλέα και μόνο κατά διαστήματα βρισκόταν σε φιλικές σχέσεις με την εξουσία των Αχαιμενιδών (Ανάβ. 3.5.16):

«Οι αιχμάλωτοι είπαν ότι οι Καρδούχοι κατοικούσαν στα βουνά και ήσαν φιλοπόλεμος λαός που δεν υπάκουε στον βασιλιά, ενώ όταν κάποτε εισέβαλε σε αυτούς βασιλικός στρατός εκατόν είκοσι χιλιάδων ανδρών, δεν επέστρεψε ούτε ένας άνδρας, λόγω τής εξαιρετικά δύσβατης περιοχής».

Στην Κύρου Ανάβαση οι παρασάγγες εμφανίζονται επίσης ως μετρήσεις ανθρωπίνων κατασκευών:

«Η τάφρος εκτεινόταν προς το εσωτερικό μέσα από την πεδιάδα σε απόσταση δώδεκα παρασαγγών, μέχρι το τείχος τής Μηδίας» (1.7.15).

«[Το Τείχος Μηδίας] λεγόταν ότι είχε μήκος 20 παρασάγγες» (2.4.12).

«Η συνολική περίμετρός τους [των τειχών της Λάρισας] ήταν δύο παρασάγγες» (3.4.7).

«Η περίμετρος τού τείχους [των Μέσπιλων] ήταν έξι παρασάγγες» (3.4.11).

Εμφανίζονται επίσης ως μετρήσεις απόστασης μεταξύ στρατών:

«Στρατοπέδευαν κάθε φορά απέχοντας έναν παρασάγγη ή περισσότερο μεταξύ τους» (2.4.10).

«Οι γυναίκες απάντησαν ότι ο σατράπης δεν βρισκόταν εκεί, αλλά έναν παρασάγγη μακριά» (4.5.10).

Ωστόσο η ίδια η φύση τού παρασάγγη είναι αμφιλεγόμενη. Πολλοί πιστεύουν ότι ο παρασάγγης αντιπροσώπευε την απόσταση που διανυόταν σε μία ώρα. Για παράδειγμα:

«Η “Βασιλική Οδός”, η οποία, όπως επισημαίνει ο Ηρόδοτος, οδηγούσε αποκλειστικά μέσα από καλά κατοικημένη και ασφαλή γη, είχε 111 βασιλικούς σταθμούς και εξαιρετικούς ξενώνες, που ήσαν κατανεμημένοι σε 450 παρασάγγες (ώρες πορείας)».2

Μια τέτοια απόσταση θα μεταβαλλόταν ανάλογα με το έδαφος και ανάλογα με την εποχή τής πορείας. Ίσως ο παρασάγγης ήταν η απόσταση εκείνη, μετά τη διάνυση τής οποίας καθένας που ταξίδευε ή πορευόταν, χρειαζόταν ξεκούραση. Έχει προταθεί ένας σύγχρονος παραλληλισμός:

«Στους ουλαμούς τού αμερικανικού ελαφρού πεζικού οι στρατιώτες πρέπει να γνωρίζουν τον αριθμό των βημάτων που χρειάζονται για να περπατήσουν ένα χιλιόμετρο. Είναι λογικό να είχαν οι Έλληνες την ίδια πρακτική: ένας άνδρας μετρούσε τα βήματα που είχε κάνει και ανακοίνωνε το μέτρημα κάθε πέντε στάδια. Ύστερα από 30 στάδια όλοι ξεκουράζονταν».3

Όμως ο Ηρόδοτος φαίνεται να θεωρεί ότι ο παρασάγγης ήταν απόσταση μετρούμενη επί τού εδάφους, την οποία χρησιμοποιούσαν τόσο για τη μέτρηση μηκών επί δρόμων όσο και για τη μέτρηση εδαφικών εκτάσεων. Ο ίδιος αναφέρει τρεις φορές ότι ο παρασάγγης ισοδυναμούσε με τριάντα στάδια:

(α) «Ο παρασάγγης έχει τριάντα στάδια και ο κάθε σχοίνος, μέτρο αιγυπτιακό, εξήντα στάδια. Έτσι, η παραθαλάσσια Αίγυπτος πρέπει να είναι τρεις χιλιάδες εξακόσια στάδια» (2.6.3).

(β) «Κι αν η βασιλική οδός μετρήθηκε σωστά σε παρασάγγες και ο παρασάγγης ισοδυναμεί με τριάντα στάδια —και πράγματι με τόσα ισοδυναμεί—, τα στάδια για την ανάβαση από τις Σάρδεις μέχρι τα περίφημα Μεμνόνεια ανάκτορα είναι δεκατρείς χιλιάδες πεντακόσια (αφού έχουμε τετρακόσιους πενήντα παρασάγγες)· κι αν ο πεζοπόρος κάνει εκατόν πενήντα στάδια τη μέρα, μάς χρειάζονται ακριβώς ενενήντα μέρες» (5.53).

(γ) «Τούς επέβαλε λοιπόν να κάνουν αυτά κι ακόμη καταμέτρησε την έκταση τής χώρας τους σε παρασάγγες (παρασάγγη οι Πέρσες ονομάζουν τα τριάντα στάδια) κι αφού έτσι καταμέτρησε την έκτασή τους, όρισε τον φόρο που θα πλήρωνε η κάθε πόλη· κι από εκείνη την εποχή οι φόροι αυτοί δεν μεταβλήθηκαν ποτέ, κι ακόμη και στις ημέρες μας μένουν όπως τούς όρισε ο Αρταφέρνης» (6.42.2).

Μπορεί να βρει κανείς και άλλες εκτιμήσεις για το μήκος τού παρασάγγη, όπως 21 στάδια στον Αγαθία Σχολαστικό τού 6ου μ.Χ. αιώνα,4 30, 40 ή 60 στάδια στον Στράβωνα,5 4 μίλια στον Πευτιγγεριανό Πίνακα (Tabula Peutingeriana) των Ρωμαίων.6 Όμως σε όλες τις διασωζόμενες αρχαίες πηγές ο παρασάγγης αποτελεί κατ’ αρχάς συγκεκριμένο μήκος.

Στην Κύρου Ανάβαση τού Ξενοφώντος, τις περισσότερες φορές τα εκφρασμένα σε παρασάγγες μήκη διανύσεων επιβεβαιώνουν τη σχέση ένας παρασάγγης = τριάντα στάδια. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, ιδιαίτερα σε πορείες έξω από κύριους δρόμους, όπου η αναλογία παρασάγγη προς στάδια πέφτει στο μισό, πράγμα που υποδηλώνει ότι ο παρασάγγης ήταν ταυτόχρονα και μέτρο διάνυσης στη μονάδα τού χρόνου.

Πώς απέκτησε ο Ξενοφών τις μετρήσεις σε παρασάγγες;

Ένα δεύτερο ζήτημα, παράλληλο με εκείνο τής φύσης τού παρασάγγη ως μέτρου χρόνου ή διάνυσης, είναι η προέλευση τού πλήθους των πληροφοριών στην Κύρου Ανάβαση για διανύσεις σε παρασάγγες. Πού τα βρήκε ο Ξενοφών αυτά τα στοιχεία;

Μια πρώτη απάντηση είναι ότι τα βρήκε σε παλαιότερα ελληνικά κείμενα. Άλλοι υποθέτουν την ύπαρξη κάποιου περιηγητικού κειμένου,7 άλλοι θεωρούν ότι πηγή ήταν ο Κτησίας8 και άλλοι ότι ήταν ο Σοφαίνετος.9 Αν θεωρήσουμε ως πηγή τον Σοφαίνετο, που επίσης έλαβε μέρος στην εκστρατεία τού Κύρου, τότε μεταθέτουμε απλώς το ερώτημα: Πού βρήκε ο Σοφαίνετος τα στοιχεία για τούς παρασάγγες; Αν θεωρήσουμε ως πηγή τον Κτησία, τον γιατρό τού βασιλιά Αρταξέρξη, τότε πρέπει να υποθέσουμε ότι το κεφάλαιο 23 των Περσικών του αποτελούσε σημαντική γεωγραφική πραγματεία.10 Δεν υπάρχουν όμως αποδείξεις για κάτι τέτοιο. Το διασωζόμενο απόσπασμα11 λέει απλώς ότι το έργο τελείωνε με τον αριθμό των σταθμών, ημερών, παρασαγγών από την Έφεσο μέχρι τα Βάκτρα και την Ινδία και με κατάλογο βασιλέων από τον Νίνο μέχρι τον Αρταξέρξη:

«Επίσκεψη τού Κτησία στην πατρίδα του Κνίδο και στη Σπάρτη. Διαδικασίες εναντίον των πρεσβευτών τής Σπάρτης στη Ρόδο και απαλλαγή τους. Αριθμός σταθμών, ημερών και παρασαγγών από την Έφεσο στη Βακτρία και την Ινδία. Κατάλογος των βασιλέων από τον Νίνο και τη Σεμίραμι μέχρι τον Αρταξέρξη, με τον οποίο τελειώνει το έργο».

Τέλος θα μπορούσαμε να υποθέσουμε την ύπαρξη κάποιου ιστορικού κείμενου προερχόμενου από χάρτη με αποστάσεις, όπως η περιγραφή τού Ηροδότου για την περσική βασιλική οδό από τις Σάρδεις στα Σούσα.12 Η χρήση μιας τέτοιας περιηγητικής πηγής θα αιτιολογούσε την καταγραφή παρασαγγών από τον Ξενοφώντα σε περιοχές εντός τής αυτοκρατορίας, όπου ο στρατός μπορούσε να υποτεθεί ότι κινούνταν σε καλοφτιαγμένους «επίσημους» δρόμους με τόπους στάθμευσης (όπως στη βασιλική οδό τού Ηροδότου). Όμως, αν ο Ξενοφών είχε τη δυνατότητα να προσφεύγει σε κείμενο περιήγησης, τότε γιατί υπάρχουν στην Κύρου Ανάβαση τμήματα από τα οποία απουσιαζουν οι μετρήσεις μηκών, καθώς και άλλα στα οποία ο ίδιος παραπέμπει σε προφορική πληροφόρηση; Για παράδειγμα,

«Ο στρατός τού Αριαίου δεν στάθηκε να πολεμήσει, αλλά τράπηκε σε φυγή από το δικό του στρατόπεδο, στο σημείο στο οποίο είχαν σταματήσει την προηγούμενη νύχτα, που απείχε, όπως λεγόταν, τέσσερις παρασάγγες» (1.10.1).

Επίσης

«Από το πεδίο τής μάχης λεγόταν ότι η Βαβυλώνα απείχε άλλα 360 στάδια» (2.2.6).

Από οποιαδήποτε λογική ανάγνωση αυτών των τμημάτων, φαίνεται να προκύπτει ότι ο Ξενοφών δεν χρησιμοποιούσε προϋπάρχον περιηγητικό κείμενο. Ποιες είναι λοιπόν οι εναλλακτικές; Αν οι αριθμοί παρασαγγών δεν προέρχονταν από εντελώς ανεξάρτητο ελληνικό κείμενο και αν δεχτούμε ότι ένα «περσικό» κείμενο δεν θα μπορούσε να είναι άμεσα διαθέσιμο, τότε υπάρχουν πέντε πιθανότητες:13 (α) Ο ίδιος ο Ξενοφών εφεύρισκε τα αριθμητικά στοιχεία. (β) Ο Ξενοφών μετρούσε ώρες πορείας και στη συνέχεια τις ανέφερε ως παρασάγγες. (γ) Ο Ξενοφών έπαιρνε τα (αριθμητικά) στοιχεία από καταγραφές στην άκρη τού δρόμου, δηλαδή από ορόσημα. (δ) Ο στρατός περιλάμβανε κάποιου είδους βηματιστές, που μετρούσαν το ταξίδι σε στάδια και ο Ξενοφών μετέτρεπε τα αποτελέσματά τους σε παρασάγγες. (ε) Ο στρατός περιλάμβανε βηματιστές, που μετρούσαν το ταξίδι σε παρασάγγες και ο Ξενοφών ανέφερε τα στοιχεία τους σε αυτήν τη μορφή, χωρίς να προσπαθήσει να τα εξελληνίσει.

Η επιλογή (α) δεν χρειαζόταν να είναι αυθαίρετη άσκηση. Ο Ξενοφών γνώριζε μάλλον από τον Ηρόδοτο ότι ένα παρασάγγης ισοδυναμεί με 30 στάδια και ότι 5 παρασάγγες είναι το ταξίδι μιας κανονικής ημέρας. Εφάρμοζε λοιπόν αυτή τη γνώση στις δικές του καταγραφές ή αναμνήσεις τής πορείας.

Η επιλογή (β) είναι αναμφίβολα εφικτή, αν θεωρήσουμε ότι ένας παρασάγγης όντως αντιστοιχεί σε ταξίδι μιας ώρας ―πρόταση για την οποία δεν υπάρχουν στοιχεία από την αρχαιότητα― και ότι για οποιονδήποτε λόγο ο Ξενοφών μετρούσε αρχικά τις ώρες, πράγμα που δεν αποτελούσε προφανή δραστηριότητα στις συνθήκες τής αρχαιότητας.

Η επιλογή (γ) παρέχει τον απλούστερο τρόπο απόκτησης από τον Ξενοφώντα των σχετικών αριθμών, επειδή δείκτες κατά μήκος τού δρόμου σε αποστάσεις ενός παρασάγγη θα απάλλασσαν τον ταξιδεύοντα παρατηρητή από τον κόπο να μετράει είτε ώρες είτε βήματα. Όμως την επιλογή αυτή αμφισβητεί το γεγονός ότι απουσιάζουν τα ανεξάρτητα στοιχεία για την ύπαρξη «οροσήμων» πριν από την ελληνιστική εποχή.

Οι επιλογές (δ) και (ε) προϋποθέτουν και οι δύο την ακριβή μέτρηση τής διαδρομής κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας, από Έλληνες και/ή Πέρσες στον στρατό τού Κύρου. Μια τέτοια πρακτική πιστοποιούν οι βηματιστές (Διόγνητος και Βαίτων) στη δύναμη τού Αλεξάνδρου:

«Για να κατανοήσουμε όμως καλύτερα την περιγραφή αυτών των περιοχών, θα ακολουθήσουμε το ίχνος τού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Διόγνητος και ο Βαίτων, των οποίων το καθήκον ήταν να εξακριβώσουν τις αποστάσεις και το μήκος των εκστρατειών του, έγραψαν ότι από τις Πύλες Κασπίας μέχρι την Εκατόμπυλο, την πόλη των Πάρθων, η απόσταση είναι ο αριθμός των μιλίων που έχουμε ήδη αναφέρει. Και ότι από εκεί μέχρι την Αλεξάνδρεια Αρείας, η οποία ιδρύθηκε από τον ίδιο βασιλιά, η απόσταση είναι πεντακόσια εβδομήντα πέντε μίλια. Από εκεί μέχρι την [Αλεξάνδρεια] Προφθασία, την πόλη της Δραγγιανής, εκατόν ενενήντα εννέα. Από εκεί μέχρι την πόλη [Αλεξάνδρεια] των Αραχωσίων, πεντακόσια εξήντα πέντε…».14

Όμως δεν αναφέρεται κάτι αντίστοιχο για οποιονδήποτε παλαιότερο ελληνικό ή περσικό στρατό. Η επιλογή (δ) θέτει επίσης και πάλι το ερώτημα, γιατί ο Ξενοφών μετέτρεψε τα στάδια σε παρασάγγες. Η επιλογή (ε) υπονοεί φυσικά ότι οι βηματιστές αυτοί ήσαν Πέρσες. Αλλιώς, γιατί να υπολόγιζαν σε παρασάγγες; Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβαίνει μετά τα Κούναξα. Ίσως όμως μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Έλληνες συνέχιζαν μια περσική συνήθεια.

Δύσκολα μπορούμε να σκεφτούμε κάποιον καλό λόγο, για τον οποίο ο μισθοφορικός στρατός ―είτε πριν είτε μετά τα Κούναξα― έπρεπε να μετράει τις αποστάσεις που κάλυπτε. Αυτό σε τίποτε δεν θα βοηθούσε τον στρατό να πετύχει τον στόχο του να κάνει βασιλιά τον Κύρο (πριν από τα Κούναξα) ή να επιστρέψει με ασφάλεια στην πατρίδα (μετά τα Κούναξα). Το ίδιο φυσικά μπορεί να πει κανείς και για τον Αλέξανδρο, τούς βηματιστές τού οποίου δεχόμαστε όμως πιο εύκολα, εν μέρει λόγω άλλων ενδείξεων ότι ο στρατός του περιλάμβανε «επιστημονικούς» παρατηρητές και εν μέρει επειδή ασχολήθηκε από την αρχή με την κατάκτηση και κατοχή μιας ξένης αυτοκρατορίας.

Όσον αφορά τον Κύρο, το καλύτερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι: (α) Η μέτρηση τής διαδρομής ήταν δευτερεύον καθήκον, το οποίο ανέλαβε επειδή η διαδρομή που ακολουθούσε δεν ήταν η βασιλική οδός και επομένως δεν είχε μετρηθεί. (β) Τη διεξαγωγή αυτής τής όχι ενδιαφέρουσας έρευνας ανέθεσε σε κάποιον τής ελληνικής δύναμης (στον Ξενοφώντα ίσως;), με αποτέλεσμα να συνεχιστεί αυτή η έρευνα, ακόμη και όταν ο Κύρος ήταν νεκρός.

Ανεξάρτητα από την πειστικότητα αυτών των επιχειρημάτων, γεγονός είναι ότι στην Κύρου Ανάβαση τού Ξενοφώντος το μεγαλύτερο μέρος των διανύσεων παρέχεται σε παρασάγγες. Την πραγματικότητα αυτή δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.

Ποιος ποταμός ήταν ο Ευφράτης τού Ξενοφώντος στην Κάθοδο των Μυρίων;

Κάποιοι από τούς πρώτους σχολιαστές τής Κύρου Ανάβασης κατά τον 18ο και 19ο αιώνα πρότειναν ότι ο Ξενοφών, αναφέροντας την άφιξη των Μυρίων στον άνω ρου τού ποταμού Ευφράτη, τον οποίο «διέσχισαν αφού βράχηκαν μέχρι τη μέση» (4.5.2), εννοούσε την άφιξή τους στον ποταμό Αρσανία, σήμερα Μουράτ. Μάλιστα επειδή, όπως αναφέρει ο Ξενοφών, «λεγόταν ότι οι πηγές αυτού τού ποταμού δεν απείχαν πολύ από εκεί» (4.5.3), πολλές προτάσεις στέλνουν τούς Μύριους κοντά στις πηγές τού Μουράτ, στην ανατολική άκρη τής σημερινής Τουρκίας, ενώ προορισμός τους ήταν η θάλασσα στον βορρά. Άλλες προτάσεις θεωρούν επίσης ως Ευφράτη τού Ξενοφώντος τον ποταμό Μουράτ, αλλά τον διαβαίνουν 200 χλμ δυτικά από τις πηγές του, χωρίς να εξηγούν τον λόγο για τον οποίο αυτή η απόσταση των 200 χλμ είναι δυνατόν να θεωρηθεί «κοντά στις πηγές» και μάλιστα με τα δεδομένα χρόνου και πεζή διανύσεων τού 4ου π.Χ. αιώνα.

Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι προτάσεις αυτές για πορεία των Μυρίων προς τις πηγές τού Αρσανία/Μουράτ, θεωρουμένου ως Ευφράτη τού Ξενοφώντος, ακολούθησαν την «επανανακάλυψη» αυτού τού ποταμού στη Δύση από τούς κορυφαίους Γάλλους γεωγράφους τού 18ου αιώνα. Λόγω παλαιότατης παρερμηνείας τού σχετικού αποσπάσματος τής Γεωγραφικῆς Ὑφηγήσεως τού Πτολεμαίου, τουλάχιστον από τον 5ο μ.Χ. αιώνα οι άνθρωποι αγνοούσαν την ύπαρξη τού Αρσανία/Μουράτ, τού κύριου παραπόταμου τού Ευφράτη. Νόμιζαν ότι περιγράφοντας τη διαδρομή του, ο Πτολεμαίος περιέγραφε κάποια βουνά.

Τον Αρσανία/Μουράτ «επανανακάλυψε» το 1721 για τούς Ευρωπαίους ο Ντελίλ (Guillaume de Lisle, 1675-1726), όταν ετοίμαζε τον χάρτη τής διαδρομής τής Κύρου Ανάβασης και τής Καθόδου των Μυρίων, όπως τού είχαν ζητήσει οι Γάλλοι αυλικοί, εν όψει των σχετικών μαθημάτων που θα παρακολουθούσε ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΕ’ (βασ. 1715-1774). Ο Ντελίλ ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από την «ανακάλυψή» του, που πρότεινε (ουσιαστικά χωρίς τεκμηρίωση) ότι αυτός ο ποταμός ήταν ο Ευφράτης τού Ξενοφώντος στην Κάθοδο των Μυρίων. Όπως συμβαίνει συνήθως, η μεγάλη πλειοψηφία συμφώνησε με το πόρισμα τής αυθεντίας. Μάλιστα συμφώνησε με τέτοια ομοφωνία, που στη Δύση σήμερα όχι μόνο έχει επικρατήσει η ονομασία «Ανατολικός Ευφράτης» για τον Αρσανία/Μουράτ, τον κύριο παραπόταμο τού Ευφράτη/Φρατ/Καρασού, αλλά και ο ίδιος ο Ευφράτης (ο Φρατ/Καρασού) ονομάζεται τώρα πια «Δυτικός Ευφράτης» μέχρι τη συμβολή!

Όμως, βγαίνοντας από τη χώρα των Καρδούχων, η πορεία των Μυρίων δεν ήταν προς τις πηγές τού Αρσανία (Μουράτ) στην ανατολή, αλλά προς τις πηγές τού Ευφράτη (Φρατ/Καρασού) και τoν Εύξεινο Πόντο στον βορρά. Ο αποπροσανατολισμός τον οποίο υπονοεί η πορεία προς ανατολάς δεν δικαιολογείται από το κείμενο τής Κύρου Ανάβασης. Όταν απέφυγαν την καταδίωξη τού Τισσαφέρνη ανεβαίνοντας στα όρη των Καρδούχων, περνώντας τον Κεντρίτη ποταμό και μπαίνοντας στην Αρμενία, οι Μύριοι βρέθηκαν σε ευνοϊκές συνθήκες. Πέρασαν από πολυπληθείς τόπους —από τη Σιρτ (4.4.2), τη Μους (4.4.3), τη Χουνούς (4.4.7)— και επομένως είχαν περισσότερες από μια φορά την ευκαιρία να επιβεβαιώσουν τη διαδρομή. Είχαν κάνει συνθήκη με τον σατράπη Τιρίβαζο (4.4.6) και επομένως πορεύονταν μέσα από φιλική χώρα. Μάλιστα «κατά την πορεία τους μέσα από τα χιόνια [τής Δυτικής Αρμενίας] είχαν πολλούς οδηγούς» (4.5.1). Δεν υπάρχει λοιπόν καμία ένδειξη στο σημείο αυτό ότι οι Μύριοι είχαν χάσει τον δρόμο τους. Οδηγούμενοι από πολλούς οδηγούς, έφτασαν εκεί που ήθελαν να φτάσουν: στους πρόποδες τής οροσειράς Κοπ, στο σημείο (ή κοντά στο σημείο) από το οποίο ο δρόμος από Ερζερούμ ανέβαινε προς τη Μπαϊμπούρτ και την Τραπεζούντα. Είχαν όμως φτάσει εκεί μέσα στο καταχείμωνο. Ο δρόμος ήταν αποκλεισμένος από τα χιόνια. Εκείνοι ήσαν περισσότεροι από δέκα χιλιάδες. Ύστερα λοιπόν από παραμονή οκτώ ημερών, έπρεπε να φύγουν. Τα χωριά ήσαν σκεπασμένα από το χιόνι και, κατά πάσα πιθανότητα, ξέμεναν από τρόφιμα. Δύο επιλογές ήσαν διαθέσιμες: να ακολουθήσουν τη διαδρομή των καραβανιών προς τα δυτικά, στην κοιλάδα τού Ευφράτη (Φρατ, Καρασού), ή να ακολουθήσουν την ίδια διαδρομή προς τα ανατολικά, προς το Ερζερούμ και πέρα από αυτό, στην κοιλάδα τού Αράξη (Φάσι, Αράς).

Επτά ημέρες πορείας προς ή δίπλα στον Αράξη ποταμό;

Ο Ξενοφών μάς λέει ότι μετά την αναχώρησή τους από τα αρμενικά χωριά με τα υπόγεια σπίτια και την απόδραση τού οδηγού τους, έφτασαν στον ποταμό Φάσι. Πρόκειται για την αρχαία ονομασία τού ποταμού Αράξη, η οποία πιστοποιείται (μεταξύ άλλων) από τον Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο κατά τον 10ο αιώνα, καθώς και από τοπωνύμια που υπάρχουν ακόμη (π.χ. Πασινλέρ). Ο ποταμός αυτός πηγάζει στην περιοχή τού Ερζερούμ, κοντά στις πηγές τού Ευφράτη (Φρατ/Καρασού). Ενώ όμως ο Ευφράτης ρέει προς τα δυτικά μέχρι την προς νότο καμπή του στην περιοχή τού Ερζιντζάν, ο Αράξης ρέει προς την ανατολή. Στα σημερινά σύνορα Τουρκίας-Αρμενίας ο Αράξης παραλαμβάνει από τα αριστερά (δηλαδή από βορρά) τον ποταμό Άρπα τσάι (τον Άρπασο τού Ξενοφώντος, όπως προτείνουμε), που είναι μέχρι τη συμβολή το σύνορο μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας. Μετά τη συμβολή ο Αράξης στρέφεται προς νότο, αποτελώντας αυτός τώρα το σύνορο Τουρκίας-Αρμενίας. Αφήνοντας αριστερά (στην Αρμενία) το Ερεβάν και δεξιά (στην Τουρκία) το όρος Αραράτ, κατευθύνεται προς την Κασπία Θάλασσα.

Κάποιοι από τους πρώτους σχολιαστές τής Κύρου Ανάβασης θεώρησαν ότι η διατύπωση «ἐπορεύθησαν ἑπτὰ σταθμοὺς ἀνὰ πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας παρὰ τὸν Φᾶσιν ποταμόν» (Ανάβ. 4.6.4) δεν σήμαινε ότι οι Μύριοι περπάτησαν δίπλα στον ποταμό Φάσι (Αράξη) επί επτά ημέρες, αλλά ότι περπάτησαν επτά ημέρες μέχρι να φτάσουν σε αυτόν τον ποταμό. Επομένως το σημείο στο οποίο απέδρασε τη νύχτα ο οδηγός τους ύστερα από την πρώτη ημερήσια πορεία, μετά την αναχώρησή τους από τα αρμενικά χωριά με τα υπόγεια σπίτια, απείχε πορεία επτά ημερών από τον ποταμό Αράξη.

Ο Αράξης (Αράς) στην αρχική του διαδρομή ρέει οριζοντίως στον χάρτη, από τις πηγές του προς τα ανατολικά. Επομένως μια πορεία επτά ημερών προς αυτόν τον ποταμό θα σήμαινε ότι τα αρμενικά χωριά με τα υπόγεια σπίτια βρίσκονταν αρκετά νοτιότερα, υπόθεση η οποία οδήγησε σε περαιτέρω λανθασμένα συμπεράσματα για τη διαδρομή της Καθόδου των Μυρίων.

Υπήρχε προς ανατολάς πορεία των Μυρίων;

Αφού λοιπόν οι Μύριοι δεν είχαν χάσει τον δρόμο τους, αφού είχαν πολλούς οδηγούς με τούς οποίους είχαν φτάσει νότια τής Τραπεζούντας, στα αρμενικά χωριά στους νότιους πρόποδες τής οροσειράς Κοπ, τού προτελευταίου ορεινού φράγματος τής διαδρομής προς αυτή την παραθαλάσσια πόλη, τότε γιατί βρέθηκαν αργότερα 400 χλμ ανατολικά; Πέρα από τον Φάσι (Αράξη), υπήρχε κι ένας δεύτερος ποταμός Φάσις τής αρχαιότητας (ο σημερινός Ριόνι), που χυνόταν στον Εύξεινο Πόντο, στην Κολχίδα, δίπλα στην ομώνυμη πόλη Φάση (σήμερα Πότι στη Γεωργία), στην ενδοχώρα τής οποίας βρισκόταν η μυθική Αία, η χώρα τού βασιλιά Αιήτη, πατέρα τής Μήδειας, εκεί όπου έφτασαν ο Ιάσων και οι Αργοναύτες με το πλοίο τους, την Αργώ.

Την εποχή τού Ξενοφώντος η Φάση πρέπει να ήταν η πιο διάσημη από τις ελληνικές αποικίες των νοτιοανατολικών ακτών τού Ευξείνου Πόντου. Ο μύθος τού χρυσόμαλλου δέρατος υπαινίσσεται τον πλούτο τής περιοχής. Ο Στράβων (11.2.19) γράφει ότι και σε μεταγενέστερα χρόνια οι κάτοικοί της μάζευαν ψήγματα χρυσού μέσα από τα νερά των ποταμών χρησιμοποιώντας προβιές. Το ίδιο γράφει και ο Αππιανός (Μιθριδάτεια 103).

Δεν θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι οι Μύριοι, όπως οι περισσότεροι Έλληνες, είχαν υπόψη τους τον μύθο των Αργοναυτών. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς ίσως προσδοκούσαν κάτι από μια επίσκεψη στη Φάση, αφού οι προσδοκίες από την Ανάβαση είχαν εξανεμιστεί με τον θάνατο τού εργοδότη τους Κύρου και τώρα επέστρεφαν στην πατρίδα χωρίς ελπίδα και χωρίς κανένα όφελος.

Φαίνεται λοιπόν ότι συναντώντας τον ποταμό Φάσι (Αράξη) ανατολικά τού Ερζερούμ, οι Μύριοι νόμισαν ότι είχαν συναντήσει τον ποταμό Φάσι τής Κολχίδας και ότι ακολουθώντας τον, όχι μόνο θα έφταναν στις εκβολές του στη θάλασσα, στον Εύξεινο Πόντο, αλλά ότι θα εύρισκαν εκεί και την πλούσια πόλη Φάση. Αυτή ήταν η αιτία τής κίνησης προς τα ανατολικά. Όμως, αφού διέσχισαν τον Άρπασο κοντά στη συμβολή και συνέχισαν να πορεύονται δίπλα στον Φάσι (Αράξη), είδαν το ποτάμι να στρέφει προς νότο. Εκεί, στη χώρα των Σκυθηνών, κατάλαβαν το λάθος τους, κινήθηκαν προς βορρά και βρήκαν την πόλη Γυμνιάς στο Γκυουμρί τής σημερινής Αρμενίας. Εφοδιάστηκαν με οδηγούς, που τούς πήγαν στο όρος Θήχης.

Γιατί έλεγαν στα Κοτύωρα ότι ο Ξενοφών ήθελε να τούς οδηγήσει «πάλι στη Φάση»;

Οι περιπέτειες τής Καθόδου των Μυρίων τελειώνουν μαζί με το τέταρτο βιβλίο τής Κύρου Ανάβασης, με την άφιξη των Ελλήνων στην Τραπεζούντα τού Ευξείνου Πόντου. Στο πέμπτο λοιπόν από τα επτά βιβλία δεν φτάνουν πολλοί αναγνώστες, ενώ υπάρχουν και κάποιες εκδόσεις τής Κύρου Ανάβασης που περιλαμβάνουν μόνο τα τέσσερα πρώτα βιβλία.

Όμως στο πέμπτο βιβλίο ο Ξενοφών γράφει ότι φεύγοντας οι Μύριοι από την Τραπεζούντα και ενώ βρίσκονταν στα Κοτύωρα (σήμερα Ορντού) επί τής ακτής, 200 περίπου χλμ δυτικά, ξέσπασε αναταραχή στο στρατόπεδό τους (5.7.1):

«Οι στρατιώτες έμαθαν την αιτία τής αναταραχής. Όπως έλεγε ο Νέων, ο Ξενοφών, έχοντας πείσει τούς άλλους στρατηγούς, σχεδίαζε να εξαπατήσει τούς στρατιώτες και να τούς οδηγήσει “πάλιν εἰς Φᾶσιν”».

Για το πιο πάνω κομμάτι ο Λέντλε (1995), από τούς πιο γνωστούς και ευρύτερα αποδεκτούς σχολιαστές τής Κύρου Ανάβασης, γράφει τα εξής:15

«Ο Νέων, ο ὑποστράτηγος τού Χειρίσοφου, καταγόταν από την Ασίνη στη Λακωνία και ήταν επικεφαλής τού τμήματος τού Χειρίσοφου (6.4.11 και 23), αρχικά ως αναπληρωτής (5.4.3) και αργότερα ως επίσημος διάδοχος τού Χειρίσοφου (που είχε πεθάνει στο μεταξύ, βλέπε 6.4.11 και 23). Το γεγονός ότι δεν απολάμβανε τής εμπιστοσύνης των άλλων στρατηγών στο εδώ πλαίσιο ίσως έχει σχέση με τον χαμηλότερο βαθμό του. Στην πραγματικότητα όμως, αργότερα φαίνεται ότι είχε παραμείνει πολύ απομονωμένος για στρατηγό με ίσα δικαιώματα. Επιπλέον, είχε την κακή τύχη ότι ολοκλήρωσε χωρίς επιτυχία και μάλιστα με μεγάλες απώλειες μια επιδρομή που οργανώθηκε με δική του πρωτοβουλία για την προμήθεια τροφής (6.4.23-26). Όταν ο στρατός βγήκε την επόμενη μέρα για να θάψει τούς πεσόντες και να πολεμήσει τον εχθρό, ο ίδιος παρέμεινε διοικητής τής φρουράς τού στρατοπέδου, την οποία αναγκάστηκε να σχηματίσει από μεγαλύτερης ηλικίας στρατιώτες, επειδή οι δικοί του τον είχαν αφήσει (6.5.4). Αργότερα, όταν ο Ξενοφών εγκατέλειψε τη διοίκηση τού Βυζαντίου, ο Νέων παρέμεινε με κάποιους άλλους στρατηγούς (7.2.1) και μάλιστα έλπιζε ότι θα μπορούσε να αναλάβει τη συνολική διοίκηση στη σπαρτιατική σφαίρα επιρροής τής [Θρακικής] Χερσονήσου (7.2.2). Στην Πέρινθο όμως μετακόμισε σε ειδικό στρατόπεδο με τούς 800 άνδρες του (7.2.11, 7.3.2), δεν έδωσε στον Ξενοφώντα, όπως οι άλλοι στρατηγοί, κάποιον δικό του έμπιστο στο ταξίδι του στον Σεύθη (7.2.17) και μάλιστα δεν εμφανίστηκε στη γενική συνέλευση τού στρατού (7.3.2), στην οποία θα συζητιόταν η περαιτέρω τύχη τού στρατεύματος (πορεία στη Θρακική Χερσόνησο ή σύνδεση με τον Σεύθη). Όταν πάρθηκε η απόφαση για τον Σεύθη, προσπάθησε να εμποδίσει τούς στρατιώτες να πορευτούν (7.3.7). Είναι πιθανό ότι ο Ξενοφών από προσωπική αντιπάθεια εμφανίζει τον στρατηγό τής αντιπολίτευσης ως ιδιαίτερα κακό, αλλά δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν τα κύρια χαρακτηριστικά τής απεικόνισής του. Σε κάθε περίπτωση, ο Ξενοφών ερμήνευσε σωστά την αυθόρμητη ταραχή των θυμωμένων στρατιωτών, την οποία προκάλεσε ο Νέων, ως προάγγελο ανταρσίας και βίας που έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα και συγκαλώντας συνέλευση τού στρατεύματος προχώρησε, θα λέγαμε, σε προωθημένη άμυνα (ο όρος ἀγορά αντί για τον όρο ἐκκλησία εμφανίζεται στην «Κύρου Ανάβαση» μόνο εδώ16). Στην ομιλία που ακολούθησε, επιστρέφει με λεπτομέρειες στα άσχημα γεγονότα που είχαν αναφερθεί με συντομία, τα οποία συνέβησαν την ημέρα τής αναχώρησης από την Κερασούντα (5.7.19-25)».

Η κατηγορία ότι ο Ξενοφών σκόπευε να εξαπατήσει τούς στρατιώτες και να τούς οδηγήσει «πάλιν εἰς Φᾶσιν», σημαίνει προφανώς «ξανά στη Φάση» (τής Κολχίδας)17 και όχι «πίσω στον Φάσι» (Αράξη), όπως προτείνουν κάποιοι. Όχι μόνο επειδή δεν θα είχε κανένα νόημα να τούς οδηγήσει πίσω στον ποταμό Αράξη, επιστρέφοντας στην Τραπεζούντα και περνώντας με χερσαίο ταξίδι τα διαδοχικά φράγματα των Ποντικών Άλπεων και τής οροσειράς Κοπ, αλλά και επειδή ο ίδιος ο Ξενοφών, μερικές γραμμές πιο πάνω, γράφει ότι

«πήραν λοιπόν και τούς άλλους στρατηγούς … και πήγαν στον Ξενοφώντα. Τού είπαν ότι είχαν αλλάξει γνώμη και ότι νόμιζαν, αφού τώρα είχαν πλοία [των Κοτυωριτών], ότι θα ήταν καλύτερο να πλεύσουν στη Φάση και να αρπάξουν τη χώρα των Φασιανών (5.6.36). Τύχαινε να βασιλεύει τότε σε αυτήν κάποιος απόγονος τού Αιήτη (5.6.37)».

Ο Λέντλε (1995) ερμηνεύει ως εξής αυτή την πρόταση για μετάβαση στην Κολχίδα:

«Ήταν ώρα θριάμβου για τον Ξενοφώντα όταν όλοι οι στρατηγοί, οι οποίοι είχαν προηγουμένως εγκρίνει ή τουλάχιστον ανεχθεί σιωπηρά τις προσπάθειες να τού στερήσουν την επιρροή του, έρχονταν σε αυτόν για εξιλέωση και πρότειναν τώρα την ίδρυση δικής τους αποικίας. Έφερναν στη συζήτηση τον Κολχικό Φάσι, τον σημερινό Ριόνι, ο οποίος χύνεται στη Μαύρη Θάλασσα κοντά στο Πότι, 150 περίπου χλμ βορειοανατολικά τής Τραπεζούντας. Κάπου στην εκτεταμένη περιοχή τού δέλτα αυτού τού ποταμού υπήρχε επίσης η πόλη Φάσις, την οποία είχαν ιδρύσει Μιλήσιοι άποικοι πάνω ή κοντά σε ομώνυμο κολχικό οικισμό παλαιότερης εποχής (το πλεῖν εἰς Φᾶσιν μπορεί να αναφέρεται τόσο στον ποταμό όσο και στην πόλη). Το σχέδιο για μόνιμη κατοχή αυτής τής περιοχής, η οποία απέχει πολύ από την Ελλάδα, έχει πολύ ουτοπική χροιά. Ήταν στην πραγματικότητα, όπως υποψιαζόταν ο Ξενοφών, πάνω απ’ όλα ένας φόβος που έπιανε άνδρες όπως ο Τιμασίων και ο Θώραξ, όταν δεν μπορούσαν να τηρήσουν τις μεγάλες υποσχέσεις τους, και ο Ξενοφών έκανε καλά που άφησε σε εκείνους τις περαιτέρω πρωτοβουλίες (με την ανεκπλήρωτη τότε ελπίδα να ξεφύγουν ατιμώρητοι αυτή τη φορά). Γιατί στην πραγματικότητα υπήρχε φόβος, ότι αντίστοιχες συζητήσεις στο σώμα των αξιωματικών θα έφταναν στη δημοσιότητα και θα οδηγούσαν σε αναζωπύρωση την κρίση που μόλις είχε επιλυθεί επίπονα».18

Θα νόμιζε κανείς ότι ο Ξενοφών άφησε στον Τιμασίωνα και τον Θώρακα τις περαιτέρω πρωτοβουλίες, όπως προτείνει ο Λέντλε (1995). Όμως στην Κύρου Ανάβαση διαβάζουμε ότι συγκεντρώθηκε ο στρατός και ο Ξενοφών μακρηγόρησε προσπαθώντας να εξηγήσει ότι δεν θα μπορούσε να οδηγήσει τούς στρατιώτες χωρίς τη θέλησή τους «πάλιν εἰς Φᾶσιν», δηλαδή «ξανά στη Φάση» (τής Κολχίδας), επειδή οι άνδρες γνώριζαν «από πού ανατέλλει ο ήλιος και προς τα πού δύει και ότι για να προχωρήσουν προς την Ελλάδα έπρεπε να πορευτούν προς τη δύση τού ήλιου, ενώ για να πορευτούν προς τούς βαρβάρους έπρεπε αντίθετα να πορευτούν προς την ανατολή» (5.7.6). Γνώριζαν επίσης ότι «ο βόρειος άνεμος οδηγούσε τα πλοία έξω από τον Πόντο, προς την Ελλάδα, ενώ ο νότιος τα οδηγούσε στη Φάση» (5.7.7). Και συνέχισε ρωτώντας (5.7.8-9):

«Ας υποθέσουμε ότι σάς ζητούσα να επιβιβαστείτε στη διάρκεια νηνεμίας. Θα ανέβαινα λοιπόν εγώ σε ένα πλοίο και εσείς οι υπόλοιποι σε άλλα τουλάχιστον εκατό. Πώς θα μπορούσα να σάς εξαναγκάσω να πλεύσετε μαζί μου ενάντια στη θέλησή σας; Πώς θα μπορούσα να σάς εξαπατήσω; Έστω λοιπόν ότι σάς εξαπατούσα ή σάς μάγευα, σάς οδηγούσα στη Φάση και αποβιβαζόμασταν στη στεριά. Προφανώς θα καταλαβαίνατε ότι όπου κι αν βρισκόμασταν, δεν ήμασταν στην Ελλάδα. Κι εγώ θα ήμουν ο ένας που σάς είχε εξαπατήσει, ενώ εσείς θα ήσασταν δέκα περίπου χιλιάδες εξαπατημένοι, έχοντας μάλιστα και όπλα. Γνωρίζετε άραγε κανένα καλύτερο τρόπο, με τον οποίο κάποιος θα εξασφάλιζε την τιμωρία του, πέρα από την υιοθέτηση μιας τέτοιας πολιτικής απέναντί σας και απέναντι στον εαυτό του;»

Γιατί έδινε ο Ξενοφών αυτές τις εξηγήσεις, τις οποίες προσπερνούν οι σύγχρονοι μελετητές; Γιατί άραγε θεώρησε ότι άξιζε τον κόπο να αφιερώσει στα γεγονότα αυτά τόσο μεγάλο μέρος τής αφήγησής του; Και γιατί το στράτευμα δυσαρεστήθηκε και αντιτάχθηκε τόσο πολύ; Αν και η κολχική Φάση αναφέρεται σε εκείνο το σημείο τού βιβλίου για πρώτη και τελευταία φορά, με δεδομένη την περιπλάνηση στην ανατολική άκρη τής σημερινής Τουρκίας μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί μήπως είχε προηγηθεί προσπάθεια να πορευτούν προς τη Φάση τής Κολχίδας και η προσπάθεια αυτή δεν είχε ευοδωθεί, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στα αρμενικά υψίπεδα, πολύ μακριά από αυτή την παραθαλάσσια πόλη.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι σκέψεις τού Ξενοφώντος για ίδρυση νέας ελληνικής αποικίας στον Εύξεινο Πόντο υπήρξαν επίμονες, αφού επανήλθαν αργότερα, όταν ο στρατός των Μυρίων βρισκόταν στον Λιμένα Κάλπης (σήμερα Κέρπε Λιμάνι) μεταξύ Ηράκλειας Ποντικής (σήμερα Καραντενίζ Ερεγλί) και Βυζαντίου (6.4.3-6):

«Ο Κάλπης Λιμήν βρισκόταν ακριβώς στη μέση, διχοτομώντας το ταξίδι μεταξύ Βυζαντίου και Ηράκλειας. Ήταν μακρύ ακρωτήριο που εκτεινόταν στη θάλασσα, όπου το τμήμα του που κατέβαινε στη θάλασσα ήταν βραχώδης γκρεμός, όχι λιγότερο από είκοσι οργιές ψηλός στο χαμηλότερο σημείο του, ενώ προς την πλευρά τής στεριάς υπήρχε λαιμός με πλάτος τέσσερα περίπου πλέθρα [τετρακόσια πόδια]. Στον χώρο εντός τού λαιμού μπορούσαν να κατοικήσουν μέχρι δέκα χιλιάδες άνθρωποι.

Στα πόδια τού βράχου υπήρχε λιμάνι, που είχε τον γιαλό προς τα δυτικά, καθώς και πηγή άφθονου γλυκού νερού, κοντά στη θάλασσα και κάτω από το ακρωτήριο. Υπήρχε επίσης άφθονη ξυλεία διαφόρων ειδών, αλλά ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα ωραίας ναυπηγικής ξυλείας, μέχρι την άκρη τής θάλασσας.

Το βουνό εκτεινόταν προς το εσωτερικό για είκοσι περίπου στάδια και το κομμάτι αυτό ήταν χωμάτινο, απαλλαγμένο από πέτρες, ενώ η γη που συνόρευε με την ακτή καλυπτόταν πυκνά, σε μήκος μεγαλύτερο από είκοσι στάδια, από πολλά και κάθε είδους μεγάλα δέντρα.

Η υπόλοιπη περιοχή ήταν όμορφη και εκτεταμένη και περιλάμβανε πολλά κατοικημένα χωριά. Η γη της παρήγαγε κριθάρι, σιτάρι, όσπρια όλων των ειδών, κεχρί και σουσάμι, επαρκή ποσότητα σύκων, άφθονα αμπέλια που παρήγαγαν καλό γλυκό κρασί, καθώς και όλα τα άλλα εκτός από ελιές».

Στην περίπτωση αυτή οι στρατιώτες αρνήθηκαν να αποθέσουν καν τις αποσκευές τους στον ανοιχτό χώρο πάνω από το ακρωτήριο, χώρο που φαινόταν κατάλληλος για την ίδρυση αποικίας. Προτίμησαν να στρατοπεδεύσουν μέσα ή κοντά στο δάσος (6.4.7):

«Τέτοια ήταν αυτή η περιοχή. Οι άνδρες κατασκήνωσαν στην παραλία κοντά στη θάλασσα, αρνούμενοι να κατασκηνώσουν στο σημείο όπου θα μπορούσε να φτιαχτεί πόλη, πιστεύοντας ότι η άφιξή τους σε εκείνο το μέρος ήταν αποτέλεσμα ραδιουργιών εκ μέρους κάποιων, που επιθυμούσαν να φτιάξουν πόλη».

Αυτή η απόφασή τους είχε ως αποτέλεσμα αριθμό απωλειών που προκλήθηκαν από τούς Βιθυνούς (6.4.24):

«Αλλά όταν έφτασαν στα χωριά και διασκορπίστηκαν εδώ κι εκεί για να εξασφαλίσουν τη λεία, δέχθηκαν επίθεση, πρώτα από τούς ιππείς τού Φαρνάβαζου. Γιατί είχαν έρθει για να βοηθήσουν τούς Βιθυνούς, επιθυμώντας μαζί με τούς Βιθυνούς να αποτρέψουν τούς Έλληνες, αν μπορούσαν, από την είσοδο στη Φρυγία. Οι ιππείς σκότωσαν όχι λιγότερους από πεντακόσιους στρατιώτες, ενώ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή ανεβαίνοντας στα υψώματα».

Γιατί προσπάθησε ο Ξενοφών να αποκρύψει την πορεία προς τη Φάση τής Κολχίδας;

Η άφιξη στην Υπερκαυκάσια Αρμενία, μακριά από οποιαδήποτε παραθαλάσσια πόλη τού Ευξείνου Πόντου, οφειλόταν σε λάθος εκτίμηση για τον ποταμό Φάσι που συνάντησαν ανατολικά τού Ερζερούμ και ο οποίος ήταν ο Αράξης που χύνεται στην Κασπία και όχι ο κολχικός Φάσις που εκβάλλει στον Εύξεινο Πόντο. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Ξενοφών αποφάσισε να παραλείψει την αφήγηση αυτού τού σκέλους τής Καθόδου των Μυρίων, κρίνοντας ότι δεν θα έκανε καλό αν ανέφερε, είτε ότι οι Μύριοι οδηγήθηκαν από λάθος τόσο ανατολικά, ή ότι για τον έναν ή τον άλλο λόγο, δηλαδή λόγω αντιμετώπισης ανυπέρβλητων στρατιωτικών ή άλλων εμποδίων, δεν κατάφεραν να φτάσουν στον επιθυμητό προορισμό τους, δηλαδή στη Φάση τής Κολχίδας.

Όμως ο Ξενοφών, εκτός από περήφανος στρατιωτικός ηγέτης, ήταν επίσης φιλόσοφος, ιστορικός και ταλαντούχος συγγραφέας. Πρόθεσή του δεν ήταν να πει ψέματα, αλλά να παραλείψει από τη δική του εξιστόρηση αυτών των ασυνήθιστων γεγονότων ένα δυσάρεστο συμβάν, η ανάμνηση τού οποίου θα έβλαπτε όχι μόνο τον ίδιο προσωπικά, αλλά και τούς Μυρίους συλλογικά και τούς Έλληνες ως οντότητα, οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να οικοδομούν πάνω στον θρύλο αυτής τής εκστρατείας. Γιατί μπορεί η Κύρου Ανάβαση να ολοκληρώθηκε από τον Ξενοφώντα γύρω στο 370 π.Χ., αλλά δέκα χρόνια νωρίτερα, γύρω στο 380 π.Χ., ο Ισοκράτης είχε γράψει στον Πανηγυρικό του ότι δεν υπήρχε λόγος να φοβάται κανείς ούτε τον στρατό που ακολουθούσε τον βασιλιά, ούτε το θάρρος των Περσών, όπως απέδειξαν ολοφάνερα εκείνοι που είχαν ανεβεί στην Περσία μαζί με τον Κύρο, οι οποίοι, μη έχοντας ξεκινήσει για απλή λεηλασία ή για την κατάληψη ενός χωριού, αλλά έχοντας εκστρατεύσει εναντίον τού ίδιου τού βασιλιά, κατέβηκαν μέχρι τη θάλασσα με μεγαλύτερη ασφάλεια από εκείνους που πήγαιναν σε πρεσβείες φιλίας στην αυλή του.19

Πώς προσπάθησε ο Ξενοφών να αποκρύψει την πορεία προς τη Φάση τής Κολχίδας;

Ο Ξενοφών προσπάθησε στο βιβλίο του να αποκρύψει με δύο κυρίως τεχνάσματα αυτή την ανατολική πορεία προς τη Φάση τής Κολχίδας, πορεία που δεν πέτυχε τον σκοπό της: πρώτον, μετονομάζοντας τούς Χαλδίους (Ουραρτού) τής σημερινής ανατολικής Τουρκίας σε Χάλυβες και δεύτερον, αναφέροντας σκοπίμως λανθασμένα την απόσταση τής πόλης Γυμνιάς των Σκυθών (Σκυθηνών) από το όρος Θήχης («Θάλαττα, θάλαττα!») ως απόσταση πορείας πέντε (και όχι δεκαπέντε) ημερών. Ο Ξενοφών απέκρυψε το δυσάρεστο με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε, αλλά χωρίς να διακυβεύεται η ακεραιότητα τής συνολικής του αφήγησης. Με εξαίρεση μια συγκεχυμένη αναφορά πριν από τη συνάντηση των Μυρίων με τούς Μάκρωνες, πουθενά στην Κύρου Ανάβαση δεν υπονοείται ότι υπήρχαν Σκύθες στις περιοχές τής Μπαϊμπούρτ ή τής Γκουμούσχανε. Αντίθετα, στην προτελευταία παράγραφο τού έργου του, όπου συνοψίζει όλους τούς λαούς που συνάντησαν οι Μύριοι κατά την Ανάβαση και την Κάθοδο, είτε διοικούμενους από Πέρσες σατράπες είτε αυτόνομους, ο Ξενοφών αναφέρει όλους τούς λαούς αλλά παραλείπει τούς Σκυθηνούς. Προτείνουμε ότι σκοπίμως απουσιάζει αυτός ο λαός, επειδή βρισκόταν στη σημερινή Αρμενία και επειδή ο Ξενοφών είχε αποφασίσει να παραλείψει από την περιγραφή του αυτό το σκέλος τής Καθόδου των Μυρίων.

Οι ερευνητές έχουν εδώ και πολύ καιρό παρατηρήσει τις ομοιότητες μεταξύ των ονομάτων Γκυουμρί και Γυμνιάς καθώς και την ύπαρξη ενός ποταμού Άρπασου στην περιοχή τού Γκυουμρί τής σημερινής βορειοδυτικής Αρμενίας.20 Όμως η πιθανότητα αυτή έχει απορριφθεί, κυρίως επειδή δεν ήταν με κανένα τρόπο εφικτή μια πορεία πέντε ημερών, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, από τη σημερινή βορειοδυτική Αρμενία μέχρι τα βουνά πάνω από την Τραπεζούντα. Η κατά τα άλλα πολύ πιο συνοπτική περιγραφή τού Διόδωρου Σικελιώτη έχει προσφέρει επιχειρήματα. Πρώτον, επιβεβαιώνει ότι οι Χάλυβες τού Ξενοφώντος δίπλα στο ποταμό Άρπασο ήσαν πράγματι οι Χάλδιοι και δεύτερον, παρέχει την εναλλακτική λύση πορείας δεκαπέντε ημερών από την πόλη Γυμνιάς μέχρι το όρος Θήχης, πορείας η οποία βάζει τα πάντα στη θέση τους.

Ο Ξενοφών λοιπόν έχει τοποθετήσει και έχει πει σχεδόν τα πάντα σωστά. Όλα τα ονόματα των ποταμών που αναφέρει βρίσκονται στη σωστή θέση και ανήκουν στους ποταμούς που γνωρίζουμε: Τίγρης είναι ο ανατολικός κλάδος τού Τίγρη. Κεντρίτης είναι ο Μποτάν. Τηλεβόας είναι ο Μουράτ ή Ανατολικός Ευφράτης. Ευφράτης είναι ο Δυτικός Ευφράτης ή Φρατ/Καρασού. Φάσις είναι ο Αράξης (Αράς), γιατί αυτό ήταν ένα από τα ονόματά του στην αρχαιότητα. Τέλος Άρπασος είναι ο Άρπα. Όλα οι λαοί που αναφέρει βρίσκονται στη σωστή θέση και φέρουν τα ονόματα που γνωρίζουμε: Καρδούχοι, Μάρδοι, Χάλδιοι, Αρμένιοι, Φασιανοί, Τάοχοι, Σκύθες, Σάσπειρες (Εσπερίτες), Μάκρωνες, Κόλχοι. Όντας πολύ καλός στο γράψιμο, χάρισμα για το οποίο θαυμάζεται συνεχώς στη διάρκεια των τελευταίων εικοσιπέντε αιώνων, ο Ξενοφών κατόρθωσε να κρύψει το ανεπιθύμητο αλλάζοντας ουσιαστικά μια λέξη, δηλαδή αντικαθιστώντας τη λέξη δεκαπέντε (πεντεκαίδεκα) με τη λέξη πέντε. Άφησε τούς ανθρώπους να αναρωτιούνται επί αιώνες. Το αποτέλεσμα, η νίκη επί των Περσών και η διάλυση τής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, δικαιολόγησε την απόφασή του.

Τι ορίζουμε ως «επίλυση τού γρίφου τού Ξενοφώντος»;

Στο βιβλίο αυτό ορίζουμε ως «επίλυση τού γρίφου τού Ξενοφώντος» τον προσδιορισμό εκείνης τής διαδρομής τής Κύρου Ανάβασης και τής Καθόδου των Μυρίων, με την οποία διαδρομή επιτυγχάνονται ταυτοχρόνως τα εξής:

(α) Οι αναλυτικές πληροφορίες χρόνου στις διάφορες παραγράφους τής Κύρου Ανάβασης συμφωνούν με τις αντίστοιχες αθροιστικές στις παραγράφους 5.5.4 και 7.8.26.

(β) Οι αναλυτικές πληροφορίες διανύσεων στις διάφορες παραγράφους τής Κύρου Ανάβασης συμφωνούν με τις αντίστοιχες αθροιστικές στις παραγράφους 2.2.6, 5.5.4 και 7.8.26.

(γ) Οι αθροιστικές διανύσεις στην Κύρου Ανάβαση, καθώς και οι αναλυτικές διανύσεις από τις οποίες αυτές προκύπτουν, αντιστοιχούν επί τού χάρτη σε πραγματικές χιλιομετρικές αποστάσεις, τις οποίες ο Ξενοφών έχει εκφράσει σε παρασάγγες, σύμφωνα πάντοτε με τον ίδιο κανόνα.

(δ) Οι ποταμοί που αναφέρονται στην Κύρου Ανάβαση είναι εκείνοι που φέρουν τα ονόματα, με τα οποία είναι συνεχώς γνωστοί οι ίδιοι ποταμοί στη διάρκεια των αιώνων.

(ε) Οι λαοί που αναφέρονται στην Κύρου Ανάβαση τοποθετούνται επί τού χάρτη στις θέσεις που υποδεικνύουν οι πιο πρόσφατες ιστορικές και αρχαιολογικές πληροφορίες.

Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται η επίλυση τού γρίφου τού Ξενοφώντος. Το πρόβλημα είναι τριπλό: Κύρια διάστασή του είναι ο προσδιορισμός τής διαδρομής τής Καθόδου των Μυρίων από τα όρη Καρδούχων μέχρι την Τραπεζούντα. Η λύση που θα προσφέρει η προτεινόμενη διαδρομή πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να ικανοποιεί και τις άλλες δύο διαστάσεις τού προβλήματος. Αφενός να προσδιορίζει τις ημερομηνίες όλων των γεγονότων από την αναχώρηση από τις Σάρδεις μέχρι τη μάχη στα Κούναξα τής Βαβυλωνίας και την άφιξη στον Εύξεινο Πόντο, με τρόπο που να μην αφήνει κενά στη χρονολόγηση. Αφετέρου να προσδιορίζει όλες τις αποστάσεις στη συνολική διαδρομή (Σάρδεις-Κούναξα-Εύξεινος Πόντος) σε συμφωνία με τα στοιχεία που παρέχει ο ίδιος ο Ξενοφών. Ικανοποιώντας και τις τρεις παραπάνω διαστάσεις τού προβλήματος, η λύση τού γρίφου τού Ξενοφώντος θα επιτρέπει προφανώς και τον προσδιορισμό τής απόστασης σε χιλιόμετρα, την οποία διάνυσαν οι Μύριοι κατά την Ανάβαση και την Κάθοδό τους.

Ο τριπλός λοιπόν γρίφος αναπτύσσεται σε τέσσερις διαστάσεις: γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος, υψόμετρο και χρόνο. Στον αναγνώστη ο οποίος θα θεωρήσει απλά (ή απλοϊκά) όλα αυτά, θυμίζουμε ότι εκδίδονται συνεχώς βιβλία και δημοσιεύονται επιστημονικά άρθρα για την Κύρου Ανάβαση, χωρίς να έχει βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση. Προτείνουμε ότι έχουν γίνει βασικά λάθη και διορθώνουμε τα λάθη αυτά στις σελίδες που ακολουθούν.

Τα κεφάλαια αυτού τού βιβλίου, εξειδικεύοντας διαδοχικά την προσπάθεια προς την επίλυση τού γρίφου, περιλαμβάνουν αρκετούς χάρτες και πίνακες με στοιχεία χρόνου και απόστασης. Ο αναγνώστης μπορεί να τούς προσπερνά, αν μάς δείχνει απεριόριστη εμπιστοσύνη, αλλά το πνεύμα τού βιβλίου δεν είναι αυτό. Καλείται να συμμετάσχει στην επίλυση τού γρίφου και όχι απλώς να διαβάσει τη λύση του.

Δομή τού βιβλίου

Αντί να προταχθεί εισαγωγή για τον Ξενοφώντα και το έργο του, προτιμήθηκε η δομή τού δευτέρου κεφαλαίου, «Ο Ξενοφών και η Κύρου Ανάβαση από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας», με παραπομπή στις πρωτότυπες πηγές, στις οποίες, έτσι κι αλλιώς, περιλαμβάνονται όλα όσα γνωρίζουμε για τον Ξενοφώντα. Επίσης, καθώς η Κάθοδος των Μυρίων αποτελεί σημαντικό στοιχείο τής παράδοσης τού Βυζαντίου και των ελληνόφωνων πληθυσμών στις μακρινές γωνιές τού Ευξείνου Πόντου, παρέχεται μέσα από πρωτότυπα κείμενα αυτή η σχέση, η οποία περνάει στην Αναγέννηση και από εκεί στις πνευματικές προσπάθειες κατά τις παραμονές τής συγκρότησης τού νεοελληνικού κράτους.

Στο τρίτο κεφάλαιο, «Το ιστορικό περιβάλλον τής Κύρου Ανάβασης», επιχειρείται η εξοικείωση τού αναγνώστη με τις συνθήκες τής εποχής αυτών των γεγονότων.21 Σκιαγραφούνται λοιπόν τα συμβάντα από τη συγκρότηση τής Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και την πρώτη εμφάνιση των Περσών στη Δυτική Μικρά Ασία και τα αποικισμένα από Έλληνες παράλιά της, μέχρι την κατάλυση τής αυτοκρατορίας αυτής από τον Μεγάλο Αλέξανδρο 250 περίπου χρόνια αργότερα. Στη μέση αυτής τής περιόδου τοποθετείται χρονικά η Κύρου Ανάβαση, ενώ στο κεφάλαιο αυτό γίνεται αργότερα παραπομπή κάθε φορά που συζητούνται ιστορικά γεγονότα.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, στην «Πρώτη προσέγγιση τής διαδρομής», ξεκινάει η προσπάθεια τής επίλυσης τού γρίφου τού Ξενοφώντος. Παρέχονται γεωγραφικές και άλλες πληροφορίες για τη διαδρομή τής Κύρου Ανάβασης (Σάρδεις – Συρία – Βαβυλωνία) και τής Καθόδου των Μυρίων (Βαβυλωνία – Καρδούχοι – Αρμενία – Τραπεζούς – Πόντος – Βυζάντιο – Πέργαμος) με τη βοήθεια χαρτών. Κύριοι στόχοι αυτού τού κεφαλαίου είναι δύο: Πρώτον, ο κατ’ αρχάς προσδιορισμός τής έννοιας τού παρασάγγη τού Ξενοφώντος, συγκρίνοντας τις αποστάσεις που αναφέρει ο Ξενοφών με τις πραγματικές αποστάσεις επί τού χάρτη. Δεύτερον, ο κατ’ αρχάς προσδιορισμός τής διαδρομής στο δυσμενέστερο και λιγότερο σαφές τμήμα τού βιβλίου τού Ξενοφώντος, δηλαδή από τα όρη Καρδούχων μέχρι την Τραπεζούντα.

Στο πέμπτο κεφάλαιο, στη «Χρονολόγηση τής Κύρου Ανάβασης», ύστερα από τον κατ’ αρχάς προσδιορισμό τής διαδρομής, εξετάζεται και επιλύεται το πρόβλημα τής χρονολόγησης. Αποδεικνύεται ότι το χρονολογικό κενό που έχει εντοπιστεί στην αφήγηση τού Ξενοφώντος ισούται ακριβώς με τις πρόσθετες ημέρες πορείας και στάθμευσης που αναφέρει ο Διόδωρος.

Στο έκτο κεφάλαιο, στη «Διαδρομή και παρασάγγες στην Κύρου Ανάβαση», με δεδομένο τον κατ’ αρχάς προσδιορισμό τής διαδρομής και με εξασφαλισμένη τη συνεχή και αλληλεξαρτημένη χρονολογική σειρά των γεγονότων, εξετάζεται και επιλύεται το πρόβλημα τής συμβατότητας ανάμεσα στις αθροιστικές πληροφορίες τού Ξενοφώντος για διανύσεις (σε παρασάγγες) αφενός και τις αναλυτικές του πληροφορίες για μήκη πορειών αφετέρου. Επίσης προτείνονται λύσεις για λεπτομέρειες τής διαδρομής που είχαν μέχρι τώρα αφεθεί με εναλλακτικές.

Στο έβδομο κεφάλαιο, στις «Αναλογίες μεταξύ τού παρασάγγη και τής ώρας σταθμών αλλαγής αλόγων», επιχειρείται η διατύπωση γενικού ορισμού τού παρασάγγη, τέτοιου που να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις χρήσης του από τον Ξενοφώντα. Αυτό γίνεται επειδή, όπως φάνηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, ο Ξενοφών χρησιμοποιεί στην Κύρου Ανάβαση τόσο τον «κανονικό» παρασάγγη (των 30 σταδίων) όσο και βραχύτερο παρασάγγη σε πορείες έξω από κύριους δρόμους. Συγκρίνοντας τις πραγματικές χιλιομετρικές αποστάσεις με τις αποστάσεις που έχουν εκφραστεί σε ώρες σταθμών αλλαγής αλόγων, αποδεικνύεται η σχέση τού παρασάγγη με την ώρα σταθμών αλλαγής αλόγων στην Οθωμανική αυτοκρατορία τού 19ου αιώνα.

Στο όγδοο κεφάλαιο, στη «Μετατροπή τού ποταμού Αρσανία σε Ευφράτη τού Ξενοφώντος», χρησιμοποιώντας στοιχεία από γραπτές πηγές από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή εξετάζεται η βασιμότητα τής επικρατούσας παραδοχής ότι Ευφράτης τού Ξενοφώντος στην Κάθοδο των Μυρίων ήταν ο Αρσανίας τής αρχαιότητας, ο σημερινός Μουράτ ή Ανατολικός Ευφράτης. Αποδεικνύεται ότι πριν από τούς Γάλλους γεωγράφους τού 18ου αιώνα καμία γραπτή πηγή δεν έχει ποτέ αναφερθεί στον Αρσανία/Μουράτ ως Ευφράτη. Επομένως δεν βασίζεται πουθενά η άποψη ότι οι Μύριοι, για να περάσουν κατά Ξενοφώντα κοντά από τις πηγές τού Ευφράτη, δηλαδή τού Φρατ/Καρασού τού Ερζερούμ, βάδισαν προς τις πηγές τού Αρσανία/Μουράτ στη σημερινή νοτιοανατολική Τουρκία, ενώ σκοπός τους ήταν να φτάσουν στον Εύξεινο Πόντο στον βορρά.

Στο ένατο κεφάλαιο, στην «Κάθοδο των Μυρίων από τον ποταμό Άρπασο στο όρος Θήχης και την Τραπεζούντα», λαμβάνοντας πάλι υπόψη την πορεία δεκαπέντε ημερών τού Διόδωρου από την πόλη Γυμνιάς στο όρος Θήχης, προτείνονται οι θέσεις των περιοχών των λαών που αναφέρονται από τον Ξενοφώντα. Προτείνεται επίσης η διαδρομή τής Καθόδου από τον ποταμό Άρπασο μέχρι την Τραπεζούντα, καθώς και η θέση τού όρους Θήχης. Η χώρα των Σκυθηνών τού Ξενοφώντος ήταν στη σημερινή Αρμενία, στα ανατολικά τού ποταμού Άρπασου (Άρπα τσάι). Όρος Θήχης ήταν το σημερινό Κεμέρ Νταγ πάνω από τη Χαρτ/Αϊντίντεπε. Αφού είδαν τη θάλασσα από τα ύψη τού όρους Θήχης (Κεμέρ Νταγ), οι Έλληνες ξανακατέβηκαν τον βουνό από την κατεύθυνση που το είχαν ανέβει, προκειμένου να μπουν στον δρόμο των καραβανιών προς Τραπεζούντα. Πριν μπουν σε αυτόν τον δρόμο, αντιμετώπισαν τούς Μάκρωνες κοντά στη συμβολή των ποταμών Τσορούχ και Σορκουνλού, μεταξύ Αϊντίντεπε και Μπαϊμπούρτ. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την περιγραφή επιτόπου επίσκεψης στο όρος Θήχης (Κεμέρ Νταγ) τον Αύγουστο τού 2014.

Στο δέκατο κεφάλαιο, «Από την Τραπεζούντα στην Κερασούντα και τα Κοτύωρα», εξετάζεται η διαδρομή τής Καθόδου των Μυρίων στο τελευταίο στάδιό της, από την Τραπεζούντα μέχρι τα Κοτύωρα. Αποδεικνύεται ότι η Κερασούς τού Ξενοφώντος δεν μπορεί να είναι η Φαρνακία τής αρχαιότητας, η σημερινή Γκίρεσουν, αλλά μια πόλη πολύ πιο ανατολικά και πλησιέστερα στην Τραπεζούντα. Σε συνάρτηση με τη θέση αυτής τής Κερασούντας προτείνονται τα όρια τής χώρας των Μοσσυνοίκων.

Στο ενδέκατο κεφάλαιο, στον «Έλεγχο των αποστάσεων τού Ξενοφώντος επί τού χάρτη», εξετάζεται η τελευταία διάσταση τού γρίφου τού Ξενοφώντος. Επιχειρείται δηλαδή να επαληθευτούν επί των συγχρόνων χαρτών οι αποστάσεις (αναλυτικές και αθροιστικές) που αναφέρει ο Ξενοφών σε παρασάγγες. Ελέγχεται η υπόθεση ότι οι συνολικές αποστάσεις που διανύθηκαν στην Κύρου Ανάβαση, καθώς και οι επί μέρους αποστάσεις από τις οποίες αυτές προέρχονται, αντιστοιχούν επί τού χάρτη σε πραγματικές χιλιομετρικές αποστάσεις, που εκφράζονται από τον Ξενοφώντα σε παρασάγγες, σύμφωνα πάντοτε με τον ίδιο κανόνα: επί κυρίων οδών αναφέρονται σε «κανονικούς» παρασάγγες (καθένας των 30 σταδίων), ενώ έξω από κύριες οδούς αναφέρονται σε «βραχείς» παρασάγγες (καθένας περίπου το μισό τού «κανονικού» παρασάγγη).

Τέλος στο δωδέκατο κεφάλαιο, στο «Συμπέρασμα», ανακεφαλαιώνονται οι παραδοχές και επισημαίνονται τα επιμέρους λάθη που έχουν οδηγήσει μέχρι σήμερα σε αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις.

Ακολουθεί στο βιβλίο αυτό το πρωτότυπο κείμενο και δική μας σχολιασμένη μετάφραση τής Κύρου Ανάβασης τού Ξενοφώντος, μετάφραση η οποία κρίθηκε σκόπιμη για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, για να μην παραπέμπεται συνεχώς ο αναγνώστης αλλού, προκειμένου να διασταυρώσει τη σχέση των αναφερομένων εδώ με τα περιλαμβανόμενα στο πρωτότυπο τού Ξενοφώντος. Δεύτερον, επειδή τα γεωγραφικά κυρίως σχόλια των διαθέσιμων μεταφράσεων ενδέχεται να οδηγήσουν τον αναγνώστη σε παρερμηνείες. Για παράδειγμα, η πόλη Γυμνιάς των Σκυθηνών (Σκυθών) τού Ξενοφώντος τοποθετείται σχεδόν κατά κανόνα στην περιοχή τής Μπαϊμπούρτ, νότια τής Τραπεζούντας, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία ιστορική ή γεωγραφική ένδειξη ότι κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα κατοικούσαν εκεί Σκύθες. Επίσης θεωρείται συχνά ότι Κερασούς τού Ξενοφώντος ήταν η σημερινή Γκίρεσουν, η Κερασούς των Ποντίων, ενώ ήταν αδύνατο να φτάσουν οι Μύριοι εκεί από την Τραπεζούντα με την κατά Ξενοφώντα πορεία τριών ημερών. Ο αναγνώστης θα βρει αρκετά τέτοια παραδείγματα παρακολουθώντας εδώ την επίλυση τού γρίφου τού Ξενοφώντος και συγκρίνοντάς την με αυθαίρετα επικρατούσες απόψεις για τα ονόματα ποταμών και λαών στην Κάθοδο των Μυρίων.

Παρέχεται στη συνέχεια το κείμενο και δική μας σχολιασμένη μετάφραση τού τμήματος τής Ιστορικής Βιβλιοθήκης τού Διόδωρου Σικελιώτη, που αναφέρεται στα γεγονότα τής Κύρου Ανάβασης και τής Καθόδου των Μυρίων. Ο Διόδωρος είναι η μόνη άλλη διασωζόμενη πηγή για τα γεγονότα αυτά και κάποιες παρατηρήσεις του, όπως δείχνουμε στο βιβλίο, βοηθούν πολύ στη αποσαφήνιση ζητημάτων, που παραμένουν διαμφισβητούμενα μέχρι τις ημέρες μας.

Ακολουθεί η σύνοψη τού πατριάρχη Φωτίου και δική μας σχολιασμένη μετάφραση τού χαμένου έργου Περσικά τού Κτησία, που ήταν Έλληνας γιατρός τού βασιλιά Αρταξέρξη και αυτόπτης μάρτυρας τής Μάχης στα Κούναξα. Ο Κτησίας παρέχει επιπλέον πληροφορίες για τη φυλάκιση των Ελλήνων στρατηγών στη Βαβυλώνα και για την εκτέλεση τού διοικητή τους Κλεάρχου.

Παρέχεται στη συνέχεια το κείμενο και δική μας σχολιασμένη μετάφραση τού έργου Αρταξέρξης τού Πλουτάρχου, που αναφέρεται στον Αρταξέρξη Β’, Μεγάλο Βασιλέα τής Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, η εναντίον τού οποίου κίνηση τού αδελφού του Κύρου αποτελεί το αντικείμενο τής Κύρου Ανάβασης τού Ξενοφώντος.

Οι τίτλοι βιβλίων και κεφαλαίων, τόσο στην εδώ μετάφραση τής Κύρου Ανάβασης τού Ξενοφώντος όσο και στο απόσπασμα από την Ιστορική Βιβλιοθήκη τού Διόδωρου, στη σύνοψη τού Φωτίου για τα Περσικά τού Κτησία, καθώς και στον Αρταξέρξη τού Πλουτάρχου είναι δικοί μας και δεν περιλαμβάνονται στα πρωτότυπα.

Στο τέλος τού βιβλίου παρέχονται παραρτήματα για τα «Νομίσματα, Μέτρα και Σταθμά» στην Κύρου Ανάβαση τού Ξενοφώντος, για τα «Πρόσωπα τής Κύρου Ανάβασης», για όλους δηλαδή τούς αναφερόμενους στο βιβλίο, καθώς και για τη «Γεωγραφία τής Κύρου Ανάβασης», όπου συνοψίζονται με αλφαβητική σειρά και προσδιορίζονται όλα τα τοπωνύμια και οι λαοί τούς οποίους αναφέρει ο Ξενοφών. Η ίδια πληροφορία υπάρχει σε υποσημειώσεις και στη μετάφραση τού έργου τού Ξενοφώντος, όπου συναντάται η αντίστοιχη ονομασία. Το βιβλίο τελειώνει με καταγραφή τής βιβλιογραφίας που χρησιμοποιήθηκε.

Στο κείμενο, προς αποφυγή αμφισημιών, οι επτά μονοσύλλαβες άτονες λέξεις «μου», «μας», «σου», «σας», «της», «του» και «τους» χρησιμοποιούνται μόνο με την κτητική έννοια, ενώ σε άλλες περιπτώσεις (άρθρα γενικής ή αιτιατικής πτώσης κλπ.) εφαρμόζεται δεύτερη εκδοχή τους με τόνο («μού», «μάς», «σού», «σάς», «τής», «τού», «τούς»), όπως υποδεικνύουν πρόσφατες απόψεις για την εξέλιξη τού μονοτονικού μας συστήματος.

Σε οποιοδήποτε σημείο τού βιβλίου υπάρχει μετάφραση αποσπάσματος, παρέχεται και το πρωτότυπο, στη μεν έντυπη έκδοση στη στήλη δεξιά τής δικής μας μετάφρασης, ενώ στην εδώ ηλεκτρονική (λόγω περιορισμένου χώρου) σε υποσημείωση. Αυτό ισχύει για όλα τα κείμενα (ελληνικά σχεδόν κατά κανόνα) που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, από τον 5ο π.Χ. μέχρι τον 19ο αιώνα. Η παρουσίαση αυτού τού είδους δεν επιλέχθηκε ως επιχείρημα υπέρ τής ιστορικής συνέχειας, αλλά μάλλον ως υπόμνηση ότι πρώτης, δεύτερης ή περισσότερων γενεών ελληνόφωνοι οφείλουμε να κατανοούμε τη συνέχεια αυτής τής γλώσσας και να επωφελούμαστε από αυτήν.

Δεκέμβριος 2022

2. Ο Ξενοφών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα->
Review Your Cart
0
Add Coupon Code
Subtotal

 
error: Content is protected !!