Νομίσματα, μέτρα και σταθμά στην «Κύρου Ανάβαση»

Νομισματικές μονάδες

Δαρεικός: Νόμισμα που εισήγαγε ο Δαρείος Α’. Περιείχε 8,10-8,50 γραμμάρια χρυσού και είχε καθαρότητα 98-99% σε χρυσό.

Σίγλος: Το ένα εικοστό τού δαρεικού.

Κυζικηνός: Ο Κυζικηνός στατήρας είχε αξία 28 αττικών αργυρών δραχμών την εποχή τού Δημοσθένη (355 π.Χ.), αλλά η ισοτιμία αυτού τού χρυσού νομίσματος, όπως και τού δαρεικού, υφίστατο διακυμάνσεις σε σχέση με τα ασημένια νομίσματα. Ο κυζικηνός στατήρας περιείχε περισσότερο χρυσό από τον δαρεικό.

Τάλαντο: Μονάδα μέτρησης τής μάζας, που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχαιότητα από πολλούς λαούς τής Μεσοποταμίας και τής Μεσογείου. Οι υποδιαιρέσεις του, όταν αναφέρονταν σε πολύτιμα μέταλλα, λειτουργούσαν και ως νομίσματα. Συνήθως ένα τάλαντο ισοδυναμούσε με το βάρος τού νερού που χωρά σε τυποποιημένο αμφορέα. Ένα ελληνικό («αττικό») τάλαντο ισοδυναμούσε με 26 σημερινά χιλιόγραμμα, ένα αιγυπτιακό με 27, ένα βαβυλωνιακό με 30,3 και ένα ρωμαϊκό με 32,3. Οι Σουμέριοι και οι Βαβυλώνιοι διαιρούσαν το τάλαντο σε 60 μνες. Την υποδιαίρεση αυτή υιοθέτησαν και οι Έλληνες, μετατρέποντας τη μνα σε νομισματική μονάδα αναφοράς.

Μνα: Το ένα εξηκοστό τού ταλάντου. Μία χρυσή μνα αντιστοιχούσε περίπου σε 433 γραμμάρια χρυσού. Τάλαντα δεν κόπηκαν ποτέ και μνες μόνο σπάνια, αφού ένα τέτοιο κέρμα ήταν πολύ βαρύ για να χρησιμοποιηθεί.

Δραχμή: Το ένα εκατοστό τής μνας (περίπου 4,3 γραμμάρια). Η αττική δραχμή αποτέλεσε το βασικό νόμισμα τής κλασικής εποχής και η αξία της εξαρτιόταν από το μέταλλο. Προφανώς μια ασημένια δραχμή ήταν μικρότερης αξίας από μια χρυσή. Ετυμολογικά δραχμή σημαίνει το κέρμα που μπορεί να πιαστεί με το χέρι, σε αντιδιαστολή με τη δύσχρηστη μνα που ζύγιζε σχεδόν μισό κιλό. Η ασημένια δραχμή ήταν το βασικό νόμισμα τής Αρχαίας Ελλάδας.

Οβολός: Το ένα έκτο τής δραχμής.

Μονάδες μήκους

Σταθμός: Η ημερήσια διάνυση μεταξύ σημείων διανυκτέρευσης.

Παρασάγγης: Περσική μονάδα μέτρησης διάνυσης σε συνάρτηση με τον χρόνο. Ο παρασάγγης εκφράζει τη διάνυση στη διάρκεια μιας ώρας. Σε κύριους δρόμους η διάνυση αυτή αντιστοιχεί σε 30 ελληνικά στάδια, δηλαδή σε 5,322 ή 5,768 χλμ, ανάλογα με τον ορισμό τού σταδίου ((177,40 μέτρα για το αττικό στάδιο ή 192,27 μέτρα για το ολυμπιακό). Σε πορείες έξω από κύριους δρόμους ή κάτω από κακές καιρικές συνθήκες η ωριαία διάνυση (δηλαδή ο παρασάγγης) μειωνόταν σημαντικά.

Στάδιο: Μονάδα μέτρησης των αρχαίων Ελλήνων, ίση με το μήκος ενός αθλητικού σταδίου (600 πόδια). Το μήκος τού σταδίου διέφερε από τόπο σε τόπο. Για παράδειγμα το στάδιο τής αρχαίας Ολυμπίας ήταν 192,27 μ., αυτό τής αρχαίας Επιδαύρου 181,08 μ., των Δελφών 177,55 μ., ενώ το αττικό στάδιο που χρησιμοποιήθηκε αργότερα για τη μέτρηση αποστάσεων ήταν 177,40 μ.

Πλέθρο: Μονάδα μήκους ίση με 100 αρχαίους ελληνικούς πόδες ή με το ένα έκτο τού σταδίου (περίπου 30 μ.).

Οργιά: Το αρχαιότερο μέτρο μήκους από την εποχή τού Ομήρου. Ισούται με την έκταση των χεριών ώριμου ανθρώπου μαζί με το πλάτος τού στήθους και αντιστοιχεί με 6 πόδια.

Πόδι: Περίπου 30 εκατοστά τού μέτρου.

Μονάδες βάρους και όγκου

Χοίνιξ: Μέτρο χωρητικότητας, κυρίως σιτηρών και ξηρών καρπών, ίσο με το 1/48 τού μεδίμνου. Μία «χοίνιξ σίτου» ήταν το καθημερινό συσσίτιο ενός ανθρώπου.

Καπίθη: Περσικό μέτρο χωρητικότητας, ίσο με δύο χοίνικες.

Review Your Cart
0
Add Coupon Code
Subtotal

 
error: Content is protected !!