Τα πρόσωπα τής «Κύρου Ανάβασης»

Οι Πέρσες πρωταγωνιστές

Αρταξέρξης Β’: Ο βασιλιάς στο βιβλίο. Γιος τού Δαρείου Β’ και τής Παρυσάτιδος, υπήρξε βασιλιάς τής Περσίας από το 404 π.Χ. μέχρι τον θάνατό του το 358 π.Χ.. Υπερασπίστηκε τον θρόνο του απέναντι στον αδελφό του Κύρο. Πολέμησε εναντίον των πρώην συμμάχων των Περσών, των Σπαρτιατών, οι οποίοι υπό τον Αγησίλαο Β’ εισέβαλαν στη Μικρά Ασία. Για να ξαναστρέψει την προσοχή των Σπαρτιατών προς τις ελληνικές υποθέσεις, ο Αρταξέρξης επιδοτούσε τούς εχθρούς τους, ιδιαίτερα τούς Αθηναίους, τούς Θηβαίους και τούς Κορίνθιους. Οι επιδοτήσεις αυτές ενέπλεξαν τούς Σπαρτιάτες στον Κορινθιακό Πόλεμο. Το 386 π.Χ. ο Αρταξέρξης Β’ πρόδωσε τούς συμμάχους του και κατέληξε σε συμφωνία με τη Σπάρτη, ενώ με την Ανταλκίδειο Ειρήνη υποχρέωσε τούς πρώην συμμάχους του να συμβιβαστούν. Με τη συνθήκη αυτή επανήλθε στους Πέρσες ο έλεγχος των ελληνικών πόλεων τής Ιωνίας και τής Αιολίδας στην ακτή τής Μικράς Ασίας, ενώ η Σπάρτη κυριάρχησε στην ελληνική ενδοχώρα. Αν και επιτυχής εναντίον των Ελλήνων, ο Αρταξέρξης Β’ είχε περισσότερα προβλήματα με τούς Αιγύπτιους, που είχαν εξεγερθεί εναντίον του με επιτυχία κατά τις αρχές τής βασιλείας του. Μια προσπάθεια ανακατάκτησης τής Αιγύπτου το 373 π.Χ. υπήρξε απολύτως ανεπιτυχής, αλλά κατά τα τελευταία του χρόνια οι Πέρσες κατάφεραν να κατανικήσουν κοινή προσπάθεια Αιγυπτίων-Σπαρτιατών για την κατάκτηση τής Φοινίκης. Κατέστειλε επίσης την εξέγερση των σατραπών το 372-362 π.Χ..

Κύρος (ο Νεότερος): Ο αδελφός και αντίπαλος τού βασιλιά και κεντρικός ήρωας τού βιβλίου. Πέρσης πρίγκηπας και στρατηγός, γιος τού βασιλιά τής Περσίας Δαρείου Β’ και τής Παρυσάτιδος. Το έτος γέννησής του παραμένει άγνωστο, αλλά πέθανε το 401 π.Χ. Κατά τον Ξενοφώντα ο Κύρος γεννήθηκε μετά την άνοδο τού πατέρα του στον θρόνο το 424 π.Χ. Το 408 π.Χ., μετά τις νίκες τού Αλκιβιάδη, ο Δαρείος Β’ αποφάσισε να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον τής Αθήνας και να δώσει ισχυρή υποστήριξη στους Σπαρτιάτες. Έστειλε τον Κύρο στη Μικρά Ασία ως σατράπη Λυδίας και Μείζονος Φρυγίας (με την Καππαδοκία) και διοικητή τού περσικού στρατού τής περιοχής τής Μικράς Ασίας. Στον Σπαρτιάτη στρατηγό Λύσανδρο ο Κύρος βρήκε άνθρωπο που ήταν πρόθυμος να τον βοηθήσει. Ο ίδιος ο Λύσανδρος έλπιζε να γίνει απόλυτος άρχων τής Ελλάδας με τη βοήθεια τού Πέρση πρίγκηπα. Έτσι ο Κύρος έθεσε όλα τα μέσα του στη διάθεση τού Λύσανδρου στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά τα αρνήθηκε στον διάδοχό του Καλλικρατίδα. Κάπου τότε ο Δαρείος Β’ αρρώστησε και κάλεσε τον γιο του στο νεκροκρέβατό του. Ο Κύρος παρέδωσε όλους τούς θησαυρούς του στον Λύσανδρο και πήγε στα Σούσα. Μετά την άνοδο στον θρόνο τού Αρταξέρξη Β’ το 404 π.Χ., ο Τισσαφέρνης κατάγγειλε τα σχέδια τού Κύρου εναντίον τού αδελφού του, αλλά με τη μεσολάβηση τής Παρυσάτιδας δόθηκε χάρη στον Κύρο και στάλθηκε πίσω στη σατραπεία του. Ο Λύσανδρος κέρδισε τη μάχη στους Αιγός Ποταμούς και η Σπάρτη απέκτησε μεγαλύτερη επιρροή στον ελληνικό κόσμο. Ο Κύρος κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο στρατό, ξεκινώντας διαμάχη με τον Τισσαφέρνη, σατράπη τής Καρίας, για τις πόλεις τής Ιωνίας. Προσποιήθηκε επίσης ότι ετοίμαζε εκστρατεία εναντίον των Πισίδων, ορεινής φυλής στον Ταύρο, που δεν ήσαν ποτέ υπάκουοι στην αυτοκρατορία. Την άνοιξη τού 401 π.Χ. ο Κύρος ένωσε όλες τις δυνάμεις του σε στρατό και προέλασε από τις Σάρδεις, χωρίς να ανακοινώσει το αντικείμενο τής εκστρατείας του. Με επιδέξιους χειρισμούς και μεγάλες υποσχέσεις ξεπέρασε τις ανησυχίες των ελληνικών στρατευμάτων για το μήκος τής διαδρομής και τον κίνδυνο τού πολέμου. Σπαρτιατικός στόλος τριανταπέντε τριήρεων που στάλθηκε στην Κιλικία έφερε στον Κύρο σπαρτιατικό σώμα 700 ανδρών υπό τον Χειρίσοφο. Ο βασιλιάς ειδοποιήθηκε την τελευταία στιγμή από τον Τισσαφέρνη και συγκέντρωσε στρατό βιαστικά. Ο Κύρος προέλασε στη Βαβυλωνία μέχρι να συναντήσει τον εχθρό. Ακολούθησε η μάχη στα Κούναξα τον Οκτώβριο τού 401 π.Χ. Αν και στην εξέλιξή της η μάχη φαινόταν ότι θα ήταν νικηφόρα, ο Κύρος σκοτώθηκε. Οι ελπίδες του γκρεμίστηκαν και άρχιζε τώρα η προσπάθεια των συμμάχων του Ελλήνων μισθοφόρων να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.

Τισσαφέρνης: Πέρσης στρατιωτικός και πολιτικός, εγγονός τού Υδάρνη. Πέθανε το 395 π.Χ. Το 413 π.Χ. ήταν σατράπης Λυδίας και Καρίας και αρχιστράτηγος τού περσικού στρατού στη Μικρά Ασία. Όταν ο Δαρείος Β’ διέταξε την είσπραξη τού καθυστερούντος φόρου υποτέλειας των ελληνικών πόλεων, ο Τισσαφέρνης συμμάχησε με τη Σπάρτη εναντίον τής Αθήνας, πράγμα που τον οδήγησε το 412 π.Χ. στην κατάκτηση τού μεγαλύτερου μέρους τής Ιωνίας. Αλλά ο Τισσαφέρνης ήταν απρόθυμος να αναλάβει δράση και προσπαθούσε να πετύχει τον στόχο του με έξυπνες και συχνά δόλιες διαπραγματεύσεις. Ο Αλκιβιάδης τον έπεισε ότι η καλύτερη πολιτική για την Περσία ήταν να κρατά την ισορροπία ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη, ενώ η αντιπαλότητά του με τον γείτονά του Φαρνάβαζο, σατράπη τής Ελλησποντιακής Φρυγίας, μείωνε περαιτέρω την ενεργητικότητά του. Όταν λοιπόν το 408 π.Χ. ο βασιλιάς αποφάσισε να στηρίξει σθεναρά τη Σπάρτη, αφαίρεσε από τον Τισσαφέρνη τη στρατηγία και τον περιόρισε στη σατραπεία τής Καρίας, ενώ η Λυδία και η διεξαγωγή τού πολέμου ανατέθηκαν στον Κύρο. Με την πτώση τής Αθήνας, Κύρος και Τισσαφέρνης διεκδίκησαν δικαιοδοσία επί των ιωνικών πόλεων, οι περισσότερες από τις οποίες αναγνώρισαν ως κυβερνήτη τους τον Κύρο. Ο Τισσαφέρνης ανέλαβε την κατοχή τής Μιλήτου, όπου δέχθηκε επίθεση από τον Κύρο, ο οποίος συγκέντρωσε στρατό με αυτό το πρόσχημα, με σκοπό να τον χρησιμοποιήσει εναντίον τού αδελφού του Αρταξέρξη Β’. Ο βασιλιάς είχε προειδοποιηθεί από τον Τισσαφέρνη, ο οποίος πήρε μέρος στη μάχη στα Κούναξα και στη συνέχεια προσπάθησε να καταστρέψει τούς Έλληνες μισθοφόρους τού Κύρου. Στη συνέχεια έφτασε πίσω στη Μικρά Ασία στην παλιά του θέση, ως στρατιωτικός διοικητής και σατράπης Λυδίας και Καρίας. Επιτέθηκε τώρα στις ελληνικές πόλεις, για να τις τιμωρήσει για την υποταγή τους στον Κύρο. Αυτό οδήγησε στον πόλεμο με τη Σπάρτη το 399 π.Χ. Ο Τισσαφέρνης, ο οποίος προσέφευγε πάλι στη λεπτή διπλωματία, νικήθηκε από τον Αγησίλαο Β’ στον Πακτωλό κοντά στις Σάρδεις το 395 π.Χ. και τελικά ο βασιλιάς υπέκυψε στα διαβήματα τού Φαρνάβαζου, τα οποία υποστήριζαν έντονα ο χιλίαρχος Τιθραύστης και η μητέρα τού βασιλιά Παρύσατις, που μισούσε τον Τισσαφέρνη και τον θεωρούσε κύρια αιτία τού θανάτου τού αγαπημένου της γιου Κύρου. Ο Τιθραύστης στάλθηκε να εκτελέσει τον Τισσαφέρνη, που προσκλήθηκε στην κατοικία τού Αριαίου στις Κολοσσές και δολοφονήθηκε το 395 π.Χ. [1.1.2-3, 1.1.6-8, 1.1.11, 1.2.4-5, 1.4.2, 1.7.12, 1.8.9, 1.9.9., 1.10.5-8, 2.1.7, 2.3.17, 2.3.24, 2.3.28-29, 2.4.1, 2.4.8-9, 2.4.17, 2.4.24, 2.4.27, 2.5.2-3, 2.5.15, 2.5.25, 2.5.27-29, 2.5.31, 2.5.35, 2.5.39-40, 3.1.35, 3.2.4, 3.2.20. 3.3.4, 3.4.2, 3.4.13, 3.4.15, 3.4.18, 3.4.32, 3.4.39, 3.4.45, 3.5.1, 3.5.3, 4.1.1, 4.3.2, 7.1.28, 7.6.1, 7.6.7, 7.8.24].

Φαρνάβαζος: Πέρσης σατράπης στη Φρυγία τού Ελλησπόντου, τη Βιθυνία και την Καππαδοκία από το τέλος τού 5ου αιώνα (413 π.Χ.) μέχρι τις αρχές τού 4ου αιώνα (370 π.Χ.). Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο συμμάχησε αρχικά με τούς Σπαρτιάτες και μαζί τους, με ναύαρχο το Μίνδαρο (411 π.Χ.), αφαίρεσε από τούς Αθηναίους την Κύζικο και άλλες πόλεις στον Ελλήσποντο. Μετά την ήττα του (410 π.Χ.) από τούς Αθηναίους (Αλκιβιάδη και Θρασύβουλο) στην Άβυδο, Κύζικο και Χαλκηδόνα, άλλαξε τακτική και συμφιλιώθηκε με τούς Αθηναίους. Για τη στροφή του αυτή οι Πέρσες, που είχαν φιλία με τούς Σπαρτιάτες, τον αντικατέστησαν με τον Κύρο. Αργότερα, όταν ξανάγινε ισχυρός, περιέθαλψε τον Αλκιβιάδη, που είχε καταφύγει σε αυτόν, αλλά ύστερα από προτροπή τού Κύρου και τού Λύσανδρου, τον σκότωσε. Μαζί με τον Κόνωνα νίκησε τούς Σπαρτιάτες στην Κνίδο (ύστερα από την ήττα των Περσών στον Πακτωλό από τούς Σπαρτιάτες) και λεηλάτησε τις ακτές τής Λακωνίας και τής Μεσσηνίας. Με την Ανταλκίδειο ειρήνη έφτασε στο ζενίθ τής δόξας του, ενώ μετά τούς αποτυχημένους πολέμους του στην Αίγυπτο (385 – 383 π.Χ.) έπεσε στην αφάνεια [5.6.24, 6.4.24, 6.5.7, 6.5.30, 7.1.2, 7.2.3, 7.2.7, 7.2.12, 7.2.14, 7.8.25].

Παρύσατις: Νόθη κόρη τού αυτοκράτορα τής Περσίας Αρταξέρξη Α’ και τής Άντια τής Βαβυλώνας. Ήταν ετεροθαλής αδελφή των Ξέρξη Β’, Σογδιανού και Δαρείου Β’. Παντρεύτηκε τον ετεροθαλή αδελφό της Δαρείο Β’ και απέκτησαν τέσσερις γιους, τούς Αρταξέρξη (Β’), Κύρο, Οστάνη και Ωξάθρη. Αγαπημένος της γιος ήταν ο Κύρος και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δόθηκε στον νεαρό η ανώτατη διοίκηση τής δυτικής Ανατολίας περί το έτος 407 π.Χ. Όταν πέθανε ο σύζυγός της, υποστήριξε τον μικρότερο Κύρο. Όταν ο Κύρος ηττήθηκε στη μάχη στα Κούναξα τής Βαβυλωνίας, η Παρύσατις κατηγόρησε τον σατράπη Τισσαφέρνη για τον θάνατο τού γιού της. Αργότερα έβαλε να δολοφονήσουν τον Τισσαφέρνη [1.1.1, 1.4.9, 1.7.9, 2.4.27].

Οι Έλληνες πρωταγωνιστές

Κλέαρχος: Γιος τού Ραμφία, Σπαρτιάτης στρατηγός και μισθοφόρος. Γεννήθηκε γύρω στα μέσα τού 5ου π.Χ. αιώνα. Ο Κλέαρχος στάλθηκε με στόλο στον Ελλήσποντο το 411 π.Χ. και έγινε κυβερνήτης τού Βυζαντίου, πόλης τής οποίας ήταν πρόξενος. Η αυστηρότητά του όμως τον έκανε αντιδημοφιλή και κατά τη διάρκεια απουσίας του άνοιξαν οι πύλες στον αθηναϊκό στρατό πολιορκίας υπό τον Αλκιβιάδη (409 π.Χ.). Στη συνέχεια, όταν τού ανατέθηκε από τούς εφόρους να διευθετήσει τις πολιτικές διαφωνίες που αφθονούσαν τότε στο Βυζάντιο και να προστατεύσει την πόλη και τις γειτονικές ελληνικές αποικίες από τις θρακικές επιθέσεις, έγινε τύραννος τού Βυζαντίου, ενώ όταν κηρύχτηκε εκτός νόμου και εκδιωχτηκε από σπαρτιατική δύναμη, κατέφυγε στον Κύρο. Στην εκστρατεία που ανέλαβε ο Κύρος για να εκθρονίσει τον αδελφό του Αρταξέρξη, ο Κλέαρχος ήταν επικεφαλής τού πελοποννησιακού τμήματος τού στρατού των «Μυρίων», που αποτελούσε τη δεξιά πτέρυγα τού στρατού τού Κύρου στη μάχη στα Κούναξα (401 π.Χ.). Με τον θάνατο τού Κύρου ο Κλέαρχος ανέλαβε την αρχιστρατηγία και διεύθυνε την Κάθοδο των Μυρίων, έως ότου συνελήφθη ύπουλα μαζί με τούς συναδέλφους του στρατηγούς από τον Τισσαφέρνη, που τον παρέδωσε στον βασιλιά Αρταξέρξη και εκτελέστηκε [1.1.9, 1.2.1, 1.2.9, 1.2.15, 1.3.1-2, 1.3.7-8, 1.3.13-16, 1.3.18, 1.3.20, 1.4.7, 1.5.11-14, 1.5.16-17, 1.6.5, 1.6.9-10, 1.7.1, 1.7.9, 1.8.4-5, 1.8.12-13, 1.8.16, 1.10.5, 1.10.14, 2.1.4, 2.1.6, 2.1.9, 2.1.15, 2.1.18, 2.1.20, 2.1.22-23, 2.2.2, 2.2.5, 2.2.8, 2.2.10, 2.2.16, 2.2.20-21, 2.3.2, 2.3.5, 2.3.7-13, 2.3.21, 2.3.24, 2.4.2, 2.3.5, 2.4.7, 2.4.15, 2.4.18, 2.4.21, 2.4.26, 2.5.2-3, 2.5.15-16, 2.5.21, 2.5.24, 2.5.26-27, 2.5.29-31, 2.5.38, 2.5.40-41, 2.6.1, 2.6.8, 2.6.29, 3.1.10, 3.1.47, 3.2.4, 3.2.31, 3.3.19, 5.3.5, 5.6.24, 6.1.32].

Χειρίσοφος: Σπαρτιάτης στρατηγός στη θέση τού Κλεάρχου.[1.4.3, 2.1.5, 2.2.1, 2.5.37, 3.1.45, 3.2.1, 3.2.33, 3.2.37, 3.3.3, 3.3.11, 3.4.38, 3.4.42-43, 3.5.1, 3.5.4, 3.5.6, 4.1.6-7, 4.1.15-17, 4.1.19-20, 4.2.8, 4.2.23, 4.2.26, 4.3.8-9, 4.3.13-15, 4.3.17, 4.3.20-23, 4.3.25, 4.3.27, 4.5.9, 4.5.11, 4.5.22-23, 4.5.30. 4.5.33-34, 4.6.1, 4.6.3-4, 4.6.16, 4.6.19-20, 4.6.22, 4.6.26, 4.7.1, 4.7.3-4., 4.7.7-8, 4.8.16, 5.1.3-5, 5.1.10, 5.3.1, 5.6.36, 6.1.16, 6.1.32-33, 6.2.5-6, 6.2.11-14, 6.2.16, 6.2.18, 6.3.10, 6.3.16-17, 6.4.11, 6.4.23].

Ξενοφών: Ο συγγραφέας τού βιβλίου. Πλήρες βιογραφικό του υπάρχει από τον Διογένη Λαέρτιο (3ος μ.Χ. αιώνας) στο κεφάλαιο Ο Ξενοφών και η Κύρου Ανάβαση από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας. [1.8.15, 2.4.15, 2.5.37, 2.5.40, 3.1.4-8, 3.1.10, 3.1.26, 3.1.34-35, 3.1.45, 3.1.47, 3.2.7, 3.2.9, 3.2.33-34, 3.3.8, 3.3.11-12, 3.3.38-43, 3.3.46-49, 3.5.4, 4.1.6, 4.1.15-16, 4.1.19, 4.1.22, 4.2.2, 4.2.9, 4.2.13, 4.2.16, 4.2.18-20, 4.2.23, 4.2.25, 4.3.8, 4.3.10, 4.3.13, 4.3.15, 4.3.20-21, 4.3.24, 4.3.26-28, 4.3.34, 4.4.12, 4.5.7, 4.5.16, 4.5.19-21, 4.5.24, 4.5.28-30, 4.5.34-35, 4.6.1, 4.6.3, 4.6.10, 4.6.17, 4.7.3-5, 4.7.7-8, 4.7.22-23, 4.8.4-5, 4.8.10, 4.8.15, 4.8.16, 5.1.5, 5.2.1, 5.2.4, 5.2.18, 5.2.12, 5.2.15, 5.2.18, 5.2.20, 5.2.25, 5.3.5, 5.3.7, 5.3.10, 5.4.5, 5.4.9, 5.4.19, 5.5.13, 5.6.12, 5.6.15, 5.6.17, 5.6.19, 5.6.25-27, 5.6.35-37, 5.7.1, 5.7.3-4, 5.7.35, 5.8.1-3, 5.8.7, 5.8.9, 5.8.11-12, 6.1.19-20, 6.1.24-25, 6.1.30-32, 6.2.6, 6.2.12-16, 6.2.19, 6.3.10, 6.3.22, 6.3.24-25, 6.4.9, 6.4.12, 6.4.14, 6.4.17, 6.4.19, 6.4.21-22, 6.4.25, 6.5.2, 6.5.8, 6.5.10, 6.5.13-14, 6.6.4, 6.6.8, 6.6.11, 6.6.17-18, 6.6.29, 6.6.31, 6.6.35, 7.1.4-5, 7.1.8-10, 7.1.18, 7.1.21-22, 7.1.24, 7.1.38-40, 7.2.8, 7.2.10, 7.2.12-14, 7.2.16-20, 7.2.23-26, 7.2.28-29, 7.2.31, 7.2.35, 7.2.37-38, 7.3.3, 7.3.6-8, 7.3.10, 7.3.12, 7.3.14, 7.3.19-20, 7.3.24, 7.3.29, 7.3.32, 7.3.37, 7.3.45-48, 7.4.6-8, 7.4.11-13, 7.4.15-16, 7.4.20, 7.4.23-24, 7.5.2-3, 7.5.5-11, 7.5.16, 7.6.3-4, 7.6.8-10, 7.6.39, 7.6.41, 7.6.43-44, 7.7.2-4, 7.7.12, 7.7.18-20, 7.7.49, 7.7.51-52, 7.7.54-57, 7.81, 7.8.3-6, 7.8.8, 7.8.10, 7.8.18, 7.8.20-23]

Έλληνες στο στράτευμα τού Κύρου

Αγασίας: Αρκάς λοχαγός από τον Στύμφαλο: 3.1.31, 4.1.27, 4.7.9, 4.7.11, 5.2.15, 6.1.30, 6.2.7, 6.4.11, 6.6.7, 6.6.10, 6.6.15, 6.6.17-18, 6.6.21, 7.8.18.

Αγίας: Αρκάς στρατηγός: 2.5.31, 2.6.30, 3.1.47.

Αινείας: Αρκάς λοχαγός από τον Στύμφαλο: 4.7.13.

Αισχίνης: Ακαρνάνας διοικητής τού τάγματος των πελταστών: 4.3.22, 4.8.18.

Αμφικράτης: Αθηναίος λοχαγός, γιος τού Αμφιδήμου: 4.2.13, 4.2.17.

Απολλωνίδης: Λυδός (;) βοιωτίζων λοχαγός: 3.1.26.

Αρηξίων: Αρκάς μάντης από την Παρρασία: 6.4.13, 6.5.2, 6.5.8.

Αριστέας: Χίος λοχαγός γυμνητών: 4.1.28, 4.6.20.

Αρίστιππος: Θεσσαλός στρατηγός: 1.1.10, 1.2.1, 2.6.28.

Αριστώνυμος: Αρκάς οπλίτης από το Μεθύδριον: 4.1.27, 4.6.20, 4.7.9-12.

Αρύστας: Αρκάς λοχαγός: 7.3.23.

Αρχαγόρας: Αργείος λοχαγός, εξόριστος: 4.2.13, 4.2.17.

Βασίας: Αρκάς οπλίτης: 4.1.18.

Βοΐσκος: Θεσσαλός οπλίτης, πυγμάχος: 5.8.23.

Γαυλίτης: Εξόριστος από τη Σάμο, φίλος τού Κύρου: 1.7.5.

Γνήσιππος: Αθηναίος λοχαγός: 7.3.28.

Δέξιππος: Σπαρτιάτης αξιωματικός: 5.1.15, 6.1.32, 6.6.5-33.

Δημοκράτης: Τημνίτης λοχαγός: 4.4.15.

Δρακόντιος: Σπαρτιάτης λοχαγός: 4.8.25-26, 6.6.29.

Επισθένης: Αμφιπολίτης λοχαγός: 1.10.7.

Επισθένης: Ολύνθιος λοχαγός: 7.4.7-10.

Ευρύλοχος: Αρκάς Λουσιεύς οπλίτης: 4.2.21, 4.7.11-12, 7.1.32, 7.6.40.

Ευρύμαχος: Δαρδανεύς οπλίτης: 5.6.21.

Ηγήσανδρος: στρατηγός Αρκάδων: 6.3.5.

Θεογένης: Λοκρός λοχαγός: 7.4.18.

Θεόπομπος: Αθηναίος λοχαγός: 2.1.11.

Θώραξ: Βοιωτός λοχαγός: 5.6.19, 5.6.21, 5.6.25, 5.6.35.

Ιερώνυμος: Ευοδεύς (;) λοχαγός: 3.1.34, 6.4.10, 7.1.32.

Ιερώνυμος: Ηλείος λοχαγός: 7.4.18.

Καλλίμαχος: Αρκάς λοχαγός από την Παρρασία: 4.1.27, 4.7.8-11, 6.2.7, 6.2.9.

Κηφισόδωρος: τού Κηφισοφώντος, Αθηναίος λοχαγός: 4.2.13, 4.2.17.

Κλεάνωρ: Αρκάς στρατηγός από τον Ορχομενό: 2.5.37, 2.5.39, 3.2.4, 4.8.18, 7.1.40, 7.5.4.

Κλεάρετος: λοχαγός: 5.7.14, 5.7.16.

Λέων: Θούριος οπλίτης: 5.1.2.

Λεώνυμος: Σπαρτιάτης οπλίτης: 4.1.18.

Λύκιος: τού Πολύστρατου, Αθηναίος διοικητής τού ιππικού: 3.3.20, 4.3.22, 4.3.25, 4.7.24.

Λύκιος: Συρακούσιος λοχαγός: 1.10.14-15.

Λύκων: Αχαιός λοχαγός: 5.6.27, 6.2.4, 6.2.7, 6.2.9.

Μένων: Θεσσαλός στρατηγός: 1.2.6, 1.2.15, 1.2.20-21, 1.2.25, 1.4.13, 1.4.16-17, 1.5.11-13, 1.7.1, 1.8.4, 2.1.5, 2.2.1, 2.4.15, 2.5.28, 2.5.31, 2.5.38, 2.5.41, 2.6.21, 2.6.26, 3.1.47.

Νέων: Στρατηγός από τη Λακωνική Ασίνη: 5.3.4, 5.6.36, 5.7.1, 6.2.13-14, 6.4.11, 6.4.23, 6.5.4, 7.1.40, 7.2.1-2, 7.2.11, 7.2.17, 7.2.29, 7.3.2, 7.3.7.

Νίκαρχος: Αρκάς λοχαγός: 2.5.33, 3.3.5.

Νικόμαχος: Οιταίος λοχαγός γυμνητών: 4.6.20.

Ξανθικλής: Αχαιός στρατηγός: 3.1.47, 5.8.1, 7.2.1.

Ξενίας: Αρκάς στρατηγός από την Παρρασία: 1.1.2, 1.2.1, 1.2.3, 1.2.10, 1.3.7, 1.4.7, 1.4.8.

Πασίων: Στρατηγός από τα Μέγαρα: 1.2.3, 1.3.7, 1.4.7-8.

Πλεισθένης: Λοχαγός από την Αμφίπολη: 4.6.1, 4.6.3.

Πολυκράτης: Αθηναίος λοχαγός: 4.5.24, 5.1.16, 7.2.17, 7.2.29-30, 7.6.41.

Πρόξενος: Βοιωτός στρατηγός: 1.1.11, 1.2.3, 1.5.14, 1.8.4, 1.10.5, 2.1.10, 2.4.15-16, 2.5.31, 2.5.37-38, 2.5.41, 2.6.16, 3.1.4, 3.1.8-10, 3.1.15, 3.1.34, 3.1.47.

Πυρρίας: Αρκάς αρχηγός τάγματος: 6.5.11.

Σαμόλας: Αχαιός διοικητής τάγματος: 6.5.11.

Σιλανός: Αμπρακιώτης μάντης: 1.7.18, 5.6.16, 5,6,17, 5,6,29, 5.6.34, 6.4.13.

Σιλανός: Μακίστιος οπλίτης: 7.4.16.

Σμίκρης: Αρκάς στρατηγος: 6.3.4, 6.3.5.

Σοφαίνετος: Αρκάς στρατηγός από τον Στύμφαλο: 1.1.11, 1.2.3, 1.2.9, 2.5.37, 4.4.19, 5.3.1, 5.8.1, 6.5.13.

Στρατοκλής: Κρης δοικητής τοξοτών: 4.2.28.

Σωκράτης: Αχαιός στρατηγός: 1.1.11, 1.2.3, 2.5.31, 2.6.30, 3.1.47.

Σώσις: Συρακούσιος στρατηγός: 1.2.9.

Σωτηρίδας: Σικυώνιος οπλίτης: 3.4.47, 3.4.49.

Τιμασίων: Λοχαγός από τη Δάρδανο: 3.1.47, 3.2.37, 5.6.19, 5.6.21-22, 5.6.26, 5.6.35, 5.6.37, 6.1.32, 6.3.14, 6.3.22, 6.5.28, 7.1.40, 7.2.1-2, 7.3.18, 7.3.27, 7.3.46, 7.5.4, 7.5.10.

Τολμίδης: Ηλείος οπλίτης, κήρυκας: 2.2.20, 3.1.46, 5.2.18.

Φιλήσιος: Αχαιός στρατηγός: 3.1.47, 5.3.1, 5.6.27, 5.8.1, 7.1.32, 7.2.1.

Φρασίας: Αθηναίος διοικητής τάγματος: 6.5.11.

Φρυνίσκος: Αχαιός στρατηγός: 7.2.1-2, 7.2.29, 7.5.4, 7.5.10,

Ανώνυμη Μιλήσια παλλακίδα τού Κύρου: 1.10.2.

Ανώνυμη Φωκαΐδα παλλακίδα τού Κύρου: 1.10.2.

Ανώνυμος Ρόδιος με πρόταση για τη διάβαση τού ποταμού: 3.5.8.

Ανώνυμος υπασπιστής Ξενοφώντος: 4.2.20.

 

 

Πέρσες στο στράτευμα τού Κύρου

Αριαίος: Πέρσης σατράπης στην υπηρεσία τού Κύρου: * 1.8.5, 1.9.31, 1.10.1, 2.1.3-5, 2.2.1, 2.2.8, 2.2.14, 2.4.1, 2.4.2, 2.4.5, 2.4.9, 2.4.15, 2.4.16, 2.5.28, 2.5.35, 2.5.38, 2.5.40, 2.6.28, 3.2.2, 3.2.5, 3.5.1.

Αρτάοζος: Πέρσης στρατιωτικός στην υπηρεσία τού Κύρου: * 2.4.16, 2.5.35.

Αρταπάτης: Πέρσης έμπιστος ραβδοφόρος τού Κύρου: 1.6.11, 1.8.28.

Μεγαφέρνης: Πέρσης ευγενής στην υπηρεσία τού Κύρου: 1.2.20.

Μιθραδάτης: Πέρσης στρατιωτικός στην υπηρεσία τού Κύρου: 3983 2.5.35, 3.3.1, 3.3.4, 3.3.6, 3.4.2, 3.4.3, 3.4.4, 7.8.25.

Ορόντας: Πέρσης αξιωματούχος που πρόδωσε τον Κύρο: 1.6.1-2, 1.6.4-8, 1.6.10-11, 1.9.29.

Πατηγύας: Πέρσης έμπιστος τού Κύρου: 1.8.1.

Πίγρης: Πέρσης διερμηνέας τού Κύρου: 1.2.17, 1.5.7, 1.8.12.

Άλλοι (όχι Έλληνες ή Πέρσες) στο στράτευμα τού Κύρου

Γλους: Αιγύπτιος στρατιωτικός στην υπηρεσία τού Κύρου, γιος τού Ταμώ: 1.4.16, 1.5.7, 2.1.3, 2.4.24.

Μιλτοκύθης: Θράκας λοχαγός: 2.2.7.

Μυσός (στο όνομα και την καταγωγή) στρατιώτης: 5.2.29-30, 5.2.32, 6.1.9, 6.1.12.

Ταμώς: Αιγύπτιος ναύαρχος τού Κύρου: 1.2.21, 1.4.2, 2.1.3.

Μάκρωνας πελταστής, πρώην σκλάβος στην Αθήνα: 4.8.4-7.

Άλλοι Έλληνες στο βιβλίο

Αναξίβιος: Σπαρτιάτης ναύαρχος: 5.1.4, 6.1.16, 6.1.32, 6.6.13, 7.1.2-7, 7.1.10, 7.1.13, 7.1.20, 7.1.31-39, 7.2.3-8, 7.2.13.

Αρίσταρχος: Σπαρτιάτης κυβερνήτης τού Βυζαντίου, διάδοχος τού Κλεάνδρου: 7.2.5-7, 7.2.12-13, 7.2.16, 7.3.2-4, 7.3.7, 7.6.13-14, 7.6.24.

Βασίας: Ηλείος μάντης: 7.8.10.

Βίων: Σπαρτιάτης στρατιωτικός: 7.8.6.

Γογγύλος: Γιος τής Ελλάδας στην Πέργαμο: 7.8.8, 7.8.17.

Δαφναγόρας: Ανηψιός τής Ελλάδας στην Πέργαμο: 7.8.9.

Εκατώνυμος: Σινωπεύς ρήτορας: 5.5.7, 5.5.24, 5.6.3.

Ελλάς: Μητέρα τού Γογγύλου στην Πέργαμο: 7.8.8.

Ετεόνικος: Σπαρτιάτης φρούραρχος Βυζαντίου: 7.1.12, 7.1.15, 7.1.20.

Ευκλείδης: Φλειάσιος μάντης: 7.8.1-4.

Ζήλαρχος: Κερασούντιος αγορανόμος: 5.7.24, 5.7.29.

Ηρακλείδης: Μαρωνεύς έμπιστος τού Θράκα Σεύθη: 7.3.16-17, 7.3.29, 7.4.2, 7.5.2, 7.5.4-6, 7.5.8-9, 7.5.11, 7.6.2, 7.6.4-7, 7.6.41-42, 7.7.35, 7.7.41, 7.7.48.

Θίβρων: Σπαρτιάτης στρατηγός: 7.6.1, 7.6.43, 7.7.57, 7.8.24.

Κλέανδρος: Σπαρτιάτης κυβερνήτης τού Βυζαντίου: 6.2.13, 6.4.18, 6.6.1, 6.6.5-10, 6.6.12, 6.6.15-19, 6.6.25, 6.6.28-29, 6.6.35, 7.1.8, 7.1.10. 7.1.38-40, 7.2.5-6.

Κοιρατάδας: Θηβαίος υποψήφιος στρατηγός: 7.1.33-40.

Κτησίας: Έλληνας γιατρός στην αυλή τού βασιλιά Αρταξέρξη Β’: 1.8.26, 1.8.27.

Κυνίσκος: Σπαρτιάτης διοικητής Θρακικής Χερσονήσου: 7.1.13.

Ναυσικλείδης: Σπαρτιάτης στρατιωτικός: 7.8.6.

Νίκανδρος: Σπαρτιάτης που σκότωσε τον Δέξιππο στην Θράκη: 5.1.15.

Πολύνικος: Σπαρτιάτης αξιωματικός στον στρατό τού Θίβρωνα: 7.6.1, 7.6.39, 7.6.43, 7.7.13, 7.7.56.

Προκλής: Κυβερνήτης τής Τευθρανίας, απόγονος τού Σπαρτιάτη Δαμάρατου: 2.1.3, 2.2.1, 7.8.17.

Πυθαγόρας: Σπαρτιάτης ναύαρχος, σύμμαχος τού Κύρου: 1.4.2.

Πώλος: Σπαρτιάτης ναύαρχος, διάδοχος Αναξίβιου: 7.2.5.

Σωκράτης: Αθηναίος φιλόσοφος: 3.1.5, 3.1.7.

Τιμησίθεος: Τραπεζούντιος πρόξενος: 5.4.1, 5.4.3, 5.4.5.

Φαλίνος: Έλληνας στην αυλή τού βασιλιά Αρταξέρξη Β’: 2.1.7, 2.1.10-22, 2.2.1.

Χαρμίνος: Σπαρτιάτης αξιωματικός στον στρατό τού Θίβρωνα: 7.6.1, 7.6.39, 7.7.13, 7.7.15, 7.7.56.

Άλλοι Πέρσες στο βιβλίο

Αβροκόμας: Πέρσης στρατηγός τού βασιλιά: 1.3.20, 1.4.3, 1.4.5, 1.4.18, 1.7.12.

Αρβάκης: Πέρσης στρατηγός τού βασιλιά: 1.7.12.

Αρταγέρσης: Διοικητής τού ιππικού τού Πέρση βασιλιά: 1.7.11, 1.8.24.

Αρτούχας: Πέρσης στρατηγός τού βασιλιά: 4.3.4.

Ασιδάτης: Πέρσης επίσημος στην Πέργαμο: 7.8.9, 7.8.12, 7.8.20-21.

Γωβρύας: Πέρσης στρατηγός τού βασιλιά: 1.7.12.

Ιταμένης: Πέρσης στρατιωτικός τού βασιλιά: 7.8.15.

Ορόντας: Πέρσης αξιωματούχος, γαμπρός τού βασιλιά: 2.4.8-9, 2.5.40, 3.4.13, 3.5.17, 4.3.4.

Ραθίνης: Πέρσης αξιωματικός στον στρατό τού Φαρνάβαζου: 6.5.7.

Σπιθριδάτης: Πέρσης αξιωματικός στον στρατό τού Φαρνάβαζου: 6.5.7.

Τιρίβαζος: Πέρσης σατράπης τής Αρμενίας: 4.4.4, 4.4.7, 4.4.15, 4.4.17, 4.4.20, 4.5.1, 7.8.25.

Άλλοι (όχι Ελληνες ή Πέρσες) στο βιβλίο

Αβροζέλμης: Θράκας διερμηνέας Σεύθη: 7.6.43.

Βέλεσυς: Βαβυλώνιος σατράπης τής Συρίας: 1.4.10, 7.8.25.

Επύαξα: Κιλίκια βασίλισσα: 1.2.12, 1.2.25.

Κορύλας: Ηγεμόνας των Παφλαγόνων: 5.5.12, 5.5.22, 5.6.11, 6.1.2, 7.8.25.

Μεγάβυζος: Ιερέας τού ναού τής Άρτεμης στην Έφεσο: 5.3.6-7.

Μήδοκος: Βασιλιάς των Οδρυσών και τής Θράκης (405-390 π.Χ.): 7.2.33, 7.3.16-17, 7.7.3, 7.7.11.

Μηδοσάδης: Έμπιστος τού βασιλιά τής Θράκης Σεύθη: 7.1.5, 7.2.10, 7.2.23-26, 7.7.1-3, 7.7.5, 7.7.11-12, 7.7.15-16, 7.7.18-19.

Σεύθης: Βασιλιάς των Οδρυσών και τής Θράκης (405-391 π.Χ.): 5.1.15, 7.1.5-6, 7.1.14, 7.2.2, 7.2.10, 7.2.15, 7.2.17-29, 7.2.22-24, 7.2.26, 7.2.31-32, 7.2.36, 7.3.4, 7.3.7, 7.3.9-10, 7.3.13-16, 7.3.18-19, 7.3.22, 7.3.25-27, 7.3.29-30, 7.3.32-35, 7.3.39-41, 7.3.45-47, 7.4.1, 7.4.5-6, 7.4.8-13, 7.4.19, 7.4.20-24, 7.4.2-9, 7.4.1, 7.4.15-16, 7.6.2-3, 7.6.7-9, 7.6.12-18, 7.6.20-24, 7.6.27, 7.6.31, 7.6.34, 7.6.39-43, 7.7.1-3, 7.7.14-16, 7.7.19-21, 7.7.37, 7.7.41, 7.7.48, 7.7.50-55, 7.8.25.

Συέννεσις: Κίλικας βασιλιάς υποτελής στους Πέρσες: 1.2.12, 1.2.21, 1.2.23-27, 1.4.4, 7.8.25.

Τήρης Α’: Ο πρώτος βασιλιάς τού κράτους των Οδρυσών στη Θράκη: 7.2.22, 7.5.1.

Review Your Cart
0
Add Coupon Code
Subtotal

 
error: Content is protected !!