<- Βιβλίο τρίτο | Βιβλίο πέμπτο -> |
4.1. Στη χώρα των Καρδούχων
[Στο προηγούμενο μέρος αναφέρθηκαν όσα έγιναν κατά τη διάρκεια τής πορείας μέχρι τη μάχη, καθώς και τα γεγονότα μετά τη μάχη, κατά τη διάρκεια τής ανακωχής που έγινε μεταξύ τού βασιλιά και των Ελλήνων που είχαν ανέβει στην Περσία με τον Κύρο, καθώς και οι μάχες στις οποίες υποχρεώθηκαν οι Έλληνες, όταν ο βασιλιάς και ο Τισσαφέρνης παραβίασαν την ανακωχή, ενώ ο περσικός στρατός ακολουθούσε τούς Έλληνες.1
Έχοντας φτάσει τελικά σε σημείο στο οποίο ο Τίγρης ποταμός ήταν απολύτως αδιάβατος λόγω τού βάθους και τού πλάτους του, ενώ δεν υπήρχε πέρασμα κατά μήκος τής όχθης και τα βουνά των Καρδούχων κρέμονταν απότομα πάνω από τον ποταμό, οι στρατηγοί αποφάσισαν να περάσουν μέσα από τα βουνά.2
Είχαν ακούσει από τούς αιχμαλώτους, ότι από τη στιγμή που θα περνούσαν από τα βουνά των Καρδούχων θα είχαν την επιλογή, είτε να διαβούν τον Τίγρη στις πηγές του στην Αρμενία ή, αν προτιμούσαν, να πάνε γύρω από αυτές. Τούς είχαν επίσης πει, ότι οι πηγές τού Ευφράτη δεν ήσαν μακριά από εκείνες τού Τίγρη και ήταν πραγματικά έτσι.3
Η εισβολή στη χώρα των Καρδούχων έγινε με τέτοιον τρόπο, ώστε να περάσουν χωρίς να τούς αντιληφθεί ο εχθρός και ταυτόχρονα πριν καταλάβει ο εχθρός τα περάσματα.]4
Ήταν πια η ώρα τής τελευταίας νυχτερινής βάρδιας στη φρουρά και απέμενε τόση νύχτα, όση θα τούς επέτρεπε να διασχίσουν την κοιλάδα κάτω από σκοτάδι, όταν σηκώθηκαν με την εντολή και ξεκίνησαν την πορεία τους, φτάνοντας στα βουνά τα ξημερώματα.5
Σε αυτό το στάδιο τής πορείας επικεφαλής τού στρατεύματος ήταν ο Χειρίσοφος, έχοντας τούς δικούς του στρατιώτες και όλους τούς γυμνήτες, ενώ ακολουθούσε ο Ξενοφών με τούς οπλίτες τής οπισθοφυλακής, χωρίς να έχει κανένα γυμνήτη. Για εκείνους που ανέβαιναν, δεν φαινόταν να υπάρχει κανένας κίνδυνος από καταδίωξη ή επίθεση από πίσω.6
Ο Χειρίσοφος έφτασε στην κορυφή χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας από τούς εχθρούς. Στη συνέχεια οδηγούσε αργά και ακολουθούσε συνεχώς ο υπόλοιπος στρατός, φτάνοντας στην κορυφή και κατεβαίνοντας στα χωριά, που βρίσκονταν στις κοιλότητες και στις εσοχές των βουνών.7
Τότε οι Καρδούχοι, εγκαταλείποντας τα σπίτια τους, κατέφευγαν με τις γυναίκες και τα παιδιά τους στα βουνά. Έτσι υπήρχε αφθονία προμηθειών, ενώ στα σπίτια υπήρχαν και πολλά χάλκινα σκεύη, στα οποία δεν άπλωσαν τα χέρια τους οι Έλληνες, ούτε καταδίωξαν τούς ανθρώπους, ελπίζοντας ότι οι Καρδούχοι θα τούς παραχωρούσαν φιλική διέλευση μέσω τής χώρας τους, αφού ήσαν εχθροί τού βασιλιά.8
Έπαιρναν μόνο τις προμήθειες που εύρισκαν στον δρόμο τους, γιατί υπήρχε ανάγκη. Αλλά οι Καρδούχοι ούτε υπάκουαν όταν τούς φώναζαν, ούτε έδειχναν οποιοδήποτε φιλικό σημάδι.9
Και όταν οι τελευταίοι των Ελλήνων κατέβηκαν στα χωριά από το πέρασμα, έχοντας πια σκοτεινιάσει, αφού, λόγω τής στενότητας τού δρόμου, η ανάβαση και κατάβαση τούς πήρε όλη τη μέρα, τότε συγκεντρώθηκαν κάποιοι από τούς Καρδούχους και επιτέθηκαν στους τελευταίους άνδρες, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας μερικούς με πέτρες και βέλη, αν και ήταν αρκετά μικρό το σώμα που επιτέθηκε. Γιατί έπεσαν πάνω στο ελληνικό στράτευμα αιφνιδιαστικά.10
Αν όμως είχαν συγκεντρώσει τότε μεγαλύτερη δύναμη, θα υπήρχε κίνδυνος να χαθεί μεγάλο μέρος τού στρατού. Και αυτή λοιπόν τη νύχτα έτσι στρατοπέδευσαν στα χωριά, ενώ οι Καρδούχοι είχαν ανάψει πολλές φωτιές σε κύκλο πάνω στα βουνά και διατηρούσαν οπτική επαφή μεταξύ τους.11
Μόλις ξημέρωσε, συνεδρίασαν οι στρατηγοί και οι λοχαγοί των Ελλήνων και αποφάσισαν να προχωρήσουν, παίρνοντας μόνο τα απαραίτητα και πιο δυνατά ζώα αποσκευών και αφήνοντας πίσω τα άλλα. Αποφάσισαν επίσης να αφήσουν ελεύθερους και όσους σκλάβους είχαν συλληφθεί πρόσφατα και ακολουθούσαν τη στρατιά.12
Γιατί ο ρυθμός τής πορείας ήταν αργός με πολλά ζώα και πολλούς αιχμαλώτους, ενώ και ο αριθμός των μεταξύ τους αμάχων ήταν υπερβολικός και για την ικανοποίηση ενός τέτοιου πλήθους ανθρώπων έπρεπε να βρεθούν και να μεταφερθούν οι διπλάσιες προμήθειες. Όταν πήραν αυτές τις αποφάσεις, ανακοίνωσαν με κήρυκα την επιβολή τους.13
Όταν είχαν προγευματίσει και ξανάρχιζαν την πορεία, οι στρατηγοί τοποθέτησαν άνδρες στη στενωπό, που όταν εύρισκαν κάποιον να μην έχει εγκαταλείψει τα προαναφερθέντα, τού τα έπαιρναν. Οι στρατιώτες υπάκουαν, εκτός από τις περιπτώσεις όπου κάποιος είχε περάσει λαθραία ένα αγόρι που είχε επιθυμήσει ή μια όμορφη γυναίκα. Εκείνη λοιπόν τη μέρα έτσι προχώρησαν, λίγο πολεμώντας, λίγο αναπαυόμενοι.14
Την επόμενη μέρα έπεσαν σε μεγάλη καταιγίδα, αλλά ήσαν αναγκασμένοι να συνεχίσουν την πορεία, επειδή δεν είχαν επαρκείς προμήθειες. Οδηγούσε ως συνήθως ο Χειρίσοφος και ο Ξενοφών ήταν επικεφαλής τής οπισθοφυλακής.15
Οι εχθροί άρχισαν βίαιη και παρατεταμένη επίθεση και στο σημείο που ο δρόμος ήταν στενός ήρθαν αρκετά κοντά και έβαλλαν με τόξα και σφεντόνες, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να αναγκάζονται να κάνουν εξορμήσεις και στη συνέχεια να επιστρέφουν και να προχωρούν λίγο. Από καιρό σε καιρό, όταν οι εχθροί τούς πίεζαν πολύ, ο Ξενοφών ειδοποιούσε τον Χειρίσοφο να χαλαρώνει τον ρυθμό του.16
Όταν έπαιρνε τέτοιο μήνυμα, ο Χειρίσοφος κατά κανόνα επιβράδυνε, αλλά αυτή τη φορά δεν επιβράδυνε, προχώρησε γρήγορα και έστειλε πίσω μήνυμα να τον ακολουθήσουν. Ήταν σαφές λοιπόν ότι κάτι συνέβαινε, αλλά δεν υπήρχε χρόνος να πάει κάποιος μπροστά και να ανακαλύψει την αιτία τής βιασύνης του. Έτσι η πορεία τής οπισθοφυλακής έμοιαζε με φυγή.17
Και εδώ έχασε τη ζωή του ένας γενναίος άνθρωπος, ο Σπαρτιάτης Λεώνυμος, από βέλος στο πλευρό, που τρύπησε την ασπίδα και τον θώρακά του, καθώς και ο Βασίας από την Αρκαδία από διαμπερές τραύμα στο κεφάλι.18
Μόλις έφτασαν σε σημείο στάθμευσης, ο Ξενοφών πήγε αμέσως στον Χειρίσοφο και τον κατηγόρησε ότι δεν επιβράδυνε, αλλά αναγκάζονταν να τρέπονται σε φυγή και ταυτόχρονα να πολεμούν.
«Και τώρα», συνέχισε, «έχουν σκοτωθεί δύο άριστοι και γενναίοι άνδρες και δεν μπορέσαμε ούτε να πάρουμε τα σώματά τους, ούτε να τούς θάψουμε».19
Ο Χειρίσοφος απάντησε:
«Κοίτα εκεί προς τα βουνά και δες πόσο αδιάβατα είναι όλα. Ο μόνος δρόμος είναι εκείνος που βλέπεις και είναι ανηφορικός, ενώ πάνω σε αυτόν μπορείς να δεις τούς ανθρώπους που τον έχουν καταλάβει και φρουρούν την έξοδο.20
Γι’ αυτό βιαζόμουν και γι’ αυτό δεν σε περίμενα, ελπίζοντας να φτάσω στο πέρασμα και να το καταλάβω πριν από αυτούς. Οι οδηγοί που έχουμε, λένε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος».21
Και ο Ξενοφών απάντησε:
«Λοιπόν έχω και δύο άνδρες. Γιατί όταν δυσκόλευαν για εμάς τα πράγματα, στήσαμε ενέδρα, που μάς επέτρεψε να πάρουμε μια ανάσα, αλλά παράλληλα σκοτώσαμε μερικούς από αυτούς, ενώ δυσκολευτήκαμε να πιάσουμε μερικούς αιχμαλώτους γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, για να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή ως οδηγούς ανθρώπους που γνωρίζουν τη χώρα».22
Έφεραν αμέσως τούς δύο άνδρες και τούς ανέκριναν χωριστά, αν ήξεραν άλλον δρόμο εκτός από εκείνον που φαινόταν. Ο πρώτος άνθρωπος είπε ότι δεν ήξερε, παρά τις πολλές απειλές που χρησιμοποίησαν. Και επειδή δεν έδινε καμία πληροφορία, τον έσφαξαν μπροστά στα μάτια τού δεύτερου.23
Ο δεύτερος είπε, ότι ο λόγος για τον οποίο ο πρώτος άνθρωπος είχε ισχυριστεί ότι δεν ήξερε αν υπήρχε άλλος δρόμος, ήταν επειδή τύχαινε να έχει κόρη, που ζούσε σε εκείνη την περιοχή με τον σύζυγο στον οποίο την είχε δώσει. Αλλά ο ίδιος είπε ότι θα οδηγούσε τούς Έλληνες από δρόμο, στον οποίο θα μπορούσαν να κινηθούν ακόμη και τα υποζύγια.24
Όταν τον ρώτησαν αν υπήρχε κάποιο σημείο που ήταν δύσκολο να περάσουν, απάντησε ότι υπήρχε ύψωμα, από το οποίο δεν θα μπορούσαν ίσως να περάσουν, εκτός αν το καταλάμβαναν πριν.25
Στη συνέχεια αποφάσισαν να καλέσουν μαζί τούς λοχαγούς, τούς πελταστές και τούς οπλίτες, για να τούς εξηγήσουν την κατάσταση και να τούς ρωτήσουν αν κάποιος από αυτούς ήθελε να αποδείξει ότι ήταν γενναίος και να αναλάβει την αποστολή βγαίνοντας μπροστά ως εθελοντής.26
Βγήκε μπροστά από τούς οπλίτες ο Αρκάς Αριστώνυμος από το Μεθύδριον27 και ο Αρκάς Αγασίας από τον Στύμφαλο, ενώ σε αντιπαλότητα με αυτούς βγήκε επίσης ο Καλλίμαχος από την Παρρασία, Αρκάς και αυτός, που είπε ότι ήταν έτοιμος να πάει, παίρνοντας εθελοντές απ’ όλο το στράτευμα.
«Γιατί ξέρω», πρόσθεσε, «ότι θα ακολουθήσουν πολλοί νέοι, αν είμαι εγώ επικεφαλής».28
Ύστερα από αυτό, ρώτησαν αν ήθελε να συμμετάσχει στην πορεία κάποιος από τούς λοχαγούς των γυμνητών. Βγήκε μπροστά ο Αριστέας από τη Χίο,29 ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις είχε αποδειχθεί πολύτιμος στο στράτευμα για τέτοιες υπηρεσίες.30
4.2. Προχωρώντας και πολεμώντας τούς Καρδούχους
Ήταν πια αργά το απόγευμα και διέταξαν τούς εθελοντές να φάνε κάτι και να ξεκινήσουν. Έδεσαν επίσης τον οδηγό και τον παρέδωσαν στους εθελοντές και συμφώνησαν ότι τη νύχτα, αν καταλάμβαναν το ύψωμα, θα φρουρούσαν τον τόπο, ενώ μόλις ξημέρωνε θα έδιναν σήμα με σάλπιγγα. Στη συνέχεια εκείνοι που ήσαν στο ύψωμα θα επιτίθεντο στους Καρδούχους που κρατούσαν την ορατή δίοδο, ενώ ο κύριος στρατός θα έσπευδε να τούς συνδράμει, προωθούμενος όσο πιο γρήγορα μπορούσε.31
Έχοντας κάνει αυτή τη συμφωνία, οι εθελοντές, δύο περίπου χιλιάδες, ξεκίνησαν την πορεία τους. Και έπεφτε βαριά βροχή από τον ουρανό. Την ίδια στιγμή ο Ξενοφών με την οπισθοφυλακή άρχισε να προχωρεί προς την ορατή δίοδο, ώστε οι εχθροί να στρέψουν την προσοχή τους σε αυτόν τον δρόμο και να περάσει όσο πιο απαρατήρητο γινόταν το τμήμα που ακολουθούσε την κυκλική διαδρομή.32
Αλλά μόλις οι στρατιώτες τής οπισθοφυλακής βρέθηκαν σε χαράδρα την οποία έπρεπε να διασχίσουν πριν βαδίσουν προς τον απότομο λόφο, εκείνη τη στιγμή οι βάρβαροι άρχισαν να κυλούν στρογγυλές πέτρες, τόσο μεγάλες που γέμιζαν κάρρο, αλλά και μεγαλύτερες και μικρότερες, που πέφτοντας συντρίβονταν πάνω στα βράχια και τα θραύσματά τους σκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν λοιπόν αδύνατο ακόμη και να πλησιάσουν τον ανηφορικό δρόμο.33
Τότε μερικοί από τούς λοχαγούς, μη μπορώντας να προχωρήσουν από αυτόν τον δρόμο, δοκίμασαν άλλο. Και συνέχισαν να τον ανεβαίνουν μέχρι που νύχτωσε. Όταν θεώρησαν ότι είχαν αποχωρήσει απαρατήρητοι, επέστρεψαν για δείπνο. Τύχαινε κάποιοι από αυτούς, εκείνοι που ήσαν στην οπισθοφυλακή, να μην έχουν πάρει ούτε πρωινό. Οι εχθροί όμως δεν σταμάτησαν να κυλούν πέτρες σε όλη τη διάρκεια τής νύχτας, όπως μπορούσε κανείς να κρίνει από τον θόρυβο.34
Στο μεταξύ εκείνοι με τον οδηγό, προχωρώντας από κυκλική διαδρομή, έπιασαν τούς φρουρούς να κάθονται γύρω από φωτιά. Σκοτώνοντας μερικούς και καταδιώκοντας τούς υπόλοιπους παρέμειναν στη θέση τους, θεωρώντας ότι κατείχαν το ύψωμα.35
Στην πραγματικότητα δεν το κατείχαν, γιατί το ύψωμα ήταν ένας μαστοειδής λόφος από πάνω τους, από τον οποίο περνούσε ο στενός δρόμος στον οποίο κάθονταν οι φρουροί. Παρ’ όλα αυτά από τον τόπο που κατείχαν υπήρχε τρόπος προσέγγισης στο σημείο επί τού ορατού δρόμου, όπου στάθμευε το κύριο σώμα τού εχθρού.36
Στον χώρο αυτόν πέρασαν λοιπόν τη νύχτα. Όταν άρχισε να χαράζει, πορεύονταν σιωπηλά σε παράταξη μάχης εναντίον των εχθρών. Γιατί υπήρχε ομίχλη και έτσι έφτασαν κοντά τους χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Όταν είδαν οι μεν τούς δε, ήχησε η σάλπιγγα και οι Έλληνες, βγάζοντας κραυγή μάχης, όρμησαν πάνω στους εχθρούς. Οι Καρδούχοι όμως δεν στάθηκαν για να τούς αντιμετωπίσουν, αλλά εγκατέλειψαν τον δρόμο και τράπηκαν σε φυγή. Λίγοι όμως σκοτώθηκαν, γιατί ήσαν ευέλικτοι.37
Στο μεταξύ ο Χειρίσοφος και οι άνδρες του, μόλις άκουσαν τη σάλπιγγα, εφόρμησαν αμέσως πάνω από τον ορατό δρόμο. Και μερικοί από τούς άλλους στρατηγούς προχώρησαν χωρίς να ακολουθούν δρόμους, από τα σημεία όπου τύχαινε να βρίσκονται, σκαρφαλώνοντας όσο καλύτερα μπορούσαν, τραβώντας ο ένας τον άλλο με τα δόρατά τους.38
Και ήσαν αυτοί που πρώτοι ενώθηκαν με εκείνους που είχαν ήδη αποκτήσει την κατοχή τού τόπου. Αλλά ο Ξενοφών με τη μισή οπισθοφυλακή ξεκίνησε από την ίδια διαδρομή που είχε ακολουθήσει το τμήμα με τον οδηγό, γιατί αυτή ήταν η ευκολότερη για τα υποζύγια. Και πίσω από τα υποζύγια τοποθέτησε την άλλη μισή οπισθοφυλακή.39
Καθώς προχωρούσαν, έφτασαν σε λόφο πάνω από τον δρόμο, που είχε καταληφθεί από τούς εχθρούς και βρέθηκαν αναγκασμένοι είτε να τούς εκτοπίσουν ή να χωριστούν εντελώς από τούς υπόλοιπους Έλληνες. Και ενώ οι ίδιοι οι στρατιώτες μπορούσαν να ακολουθήσουν την ίδια διαδρομή που είχαν ακολουθήσει οι άλλοι, τα υποζύγια δεν μπορούσαν να περάσουν από άλλον δρόμο εκτός από αυτόν.40
Εκεί λοιπόν, παρακινώντας ο ένας τον άλλον, εφόρμησαν στον λόφο με τούς λόχους σε στήλες,41 όχι απ’ όλες τις πλευρές, αλλά αφήνοντας δίοδο διαφυγής στους εχθρούς, αν ήθελαν να διαφύγουν.42
Για κάποιο διάστημα, καθώς οι Έλληνες ανέβαιναν με όποιο τρόπο μπορούσε καθένας, οι βάρβαροι έριχναν πάνω τους βέλη και άλλα βλήματα. Δεν τούς άφησαν όμως να τούς πλησιάσουν, αλλά τράπηκαν σε φυγή και εγκατέλειψαν τον τόπο. Μόλις οι Έλληνες πέρασαν από αυτόν τον λόφο, είδαν μπροστά τους δεύτερο, επίσης κατειλημμένο και αποφάσισαν να προχωρήσουν και εναντίον αυτού.43
Ο Ξενοφών όμως, ανησυχώντας μήπως αφήνοντας έρημο τον λόφο που είχαν μόλις καταλάβει τον ξαναπάρει ο εχθρός και επιτεθεί στον συρμό αποσκευών καθώς περνούσε (και ο συρμός απλωνόταν σε μεγάλο μήκος, λόγω τής στενότητας τού δρόμου που ακολουθούσε), άφησε πάνω στον λόφο τρεις λοχαγούς, τον Αθηναίο Κηφισόδωρο τού Κηφισοφώντος, τον Αθηναίο Αμφικράτη τού Αμφιδήμου και τον Αρχαγόρα, Αργείο εξόριστο, ενώ ο ίδιος με τούς υπόλοιπους προχώρησε στον δεύτερο λόφο, τον οποίο κατέλαβαν με τον ίδιο τρόπο όπως τον πρώτο.44
Απέμενε ένας ακόμη τρίτος μαστοειδής λόφος, που ήταν ο πιο απότομος απ’ όλους, εκείνος που υψωνόταν πάνω από το φυλάκιο κοντά στη φωτιά, που είχε καταληφθεί κατά τη διάρκεια τής νύχτας από τούς εθελοντές.45
Αλλά όταν οι Έλληνες πλησίασαν σε αυτόν τον λόφο, οι βάρβαροι τον εγκατέλειψαν αμαχητί, με αποτέλεσμα να απορούν όλοι και να φαντάζονται, ότι τον είχαν εγκαταλείψει από φόβο ότι θα μπορούσαν να περικυκλωθούν και να αποκλειστούν. Εκείνοι όμως είχαν δει, κοιτάζοντας προς τα κάτω από το ύψωμα, τι συνέβαινε πιο πίσω, και προχώρησαν όλοι για να επιτεθούν στην ελληνική οπισθοφυλακή.46
Στο μεταξύ ο Ξενοφών με τούς πιο νέους ανέβαινε στην κορυφή, διατάσσοντας τούς υπόλοιπους να προχωρούν αργά, για να τούς προφτάσουν οι τελευταίοι λόχοι και στη συνέχεια να προχωρήσουν κατά μήκος τού δρόμου και να σταματήσουν με τα όπλα στα χέρια στο οροπέδιο στην κορυφή τού περάσματος.47
Τότε ήρθε ο Αργείος Αρχαγόρας έχοντας διαφύγει και ανέφερε ότι οι Έλληνες είχαν εκτοπιστεί από τον πρώτο λόφο, ότι ο Κηφισόδωρος και ο Αμφικράτης είχαν σκοτωθεί, όπως και όλοι οι άλλοι, εκτός από εκείνους που είχαν πηδήξει κάτω από τα βράχια και είχαν φτάσει στην οπισθοφυλακή.48
Όταν το πέτυχαν αυτό οι βάρβαροι, ήρθαν σε λόφο απέναντι από τον στρογγυλό λόφο και ο Ξενοφών, μέσω διερμηνέα, συνομίλησε μαζί τους για εκεχειρία και τούς ζήτησε να δώσουν τα πτώματα των νεκρών στους Έλληνες.49
Εκείνοι απάντησαν ότι θα τα έδιναν, αν οι Έλληνες δεν έκαιγαν τα σπίτια τους. Ο Ξενοφών συμφώνησε σε αυτό. Ενώ όμως περνούσε ο υπόλοιπος στρατός και είχαν εμπλακεί σε αυτή τη συζήτηση, όλοι οι εχθροί εκείνης τής περιοχής συγκεντρώθηκαν εκεί.50
Εκεί στέκονταν οι εχθροί. Και μόλις ο Ξενοφών και οι άνδρες του άρχισαν να κατεβαίνουν από τον στρογγυλό λόφο για να ενωθούν με τούς υπόλοιπους Έλληνες, στο σημείο που εκείνοι είχαν σταματήσει με τα όπλα στα χέρια, ο εχθρός βρήκε την ευκαιρία να ορμήσει πάνω τους με μεγάλη δύναμη και αναταραχή. Όταν έφτασαν στην κορυφή τού λόφου από τον οποίο κατέβαινε ο Ξενοφών, άρχισαν να κυλούν προς τα κάτω πέτρες. Έσπασαν το πόδι ενός ανθρώπου, ενώ λιποτάκτησε από τον Ξενοφώντα ο υπασπιστής, ο υπηρέτης που μετέφερε την ασπίδα του.51
Αλλά ο Λουσιεύς52 Ευρύλοχος από την Αρκαδία, ένας οπλίτης, έτρεξε πάνω του και προβάλλοντας την ασπίδα του μπροστά και από τούς δύο υποχώρησαν, ενώ και οι υπόλοιποι υποχώρησαν επίσης προς εκείνους που ήσαν παραταγμένοι.53
Στη συνέχεια ενώθηκε όλος ο ελληνικός στρατός και βρήκαν καταλύματα εκεί, σε πολλά όμορφα σπίτια ανάμεσα σε άφθονες προμήθειες. Γιατί οι κάτοικοι είχαν κρασί σε τέτοιες ποσότητες, που το διατηρούσαν σε σοβατισμένες στέρνες.54
Ο Ξενοφών και ο Χειρίσοφος κανόνισαν για την ανάκτηση των σωμάτων των νεκρών τους και έδωσαν πίσω τον οδηγό. Και πρόσφεραν στους νεκρούς τις τιμές που επέτρεπαν οι δυνατότητές τους, όλες τις συνήθεις τιμές που προσφέρονταν στους γενναίους άνδρες.55
Την άλλη μέρα πορεύονταν χωρίς οδηγό. Αλλά οι εχθροί τούς πολεμούσαν και πιάνοντας κάθε στενό πέρασμα τούς εμπόδιζαν να περάσουν.56
Κάθε φορά που εμπόδιζαν τούς πρώτους, ο Ξενοφών, βγαίνοντας από πίσω, ανέβαινε στα υψώματα και τούς άνοιγε δρόμο, προσπαθώντας να βρίσκεται ψηλότερα από εκείνους που εμπόδιζαν.57
Όταν όμως έκαναν επίθεση στους τελευταίους, τότε ο Χειρίσοφος τούς άνοιγε δρόμο, βγαίνοντας από τη γραμμή και προσπαθώντας να ανεβαίνει ψηλότερα από τούς εχθρούς. Έτσι βοηθούσαν αδιάκοπα και φρόντιζαν ο ένας τον άλλο.58
Υπήρχαν μάλιστα και φορές, που οι βάρβαροι προκαλούσαν μεγάλα προβλήματα, ακόμη και στους στρατιώτες που είχαν ανεβεί σε ψηλότερη θέση, όταν προσπαθούσαν να κατέβουν πάλι. Γιατί ήσαν τόσο ελαφρά οπλισμένοι, που ακόμη κι όταν τρέπονταν σε φυγή από πολύ κοντά, μπορούσαν να γλιτώσουν. Δεν μετέφεραν τίποτε άλλο εκτός από τόξα και σφεντόνες.59
Ήσαν μάλιστα και έξοχοι τοξότες. Τα τόξα τους είχαν μήκος τρεις περίπου πήχεις και τα βέλη περισσότερο από δύο πήχεις. Και κάθε φορά που χτυπούσαν, τέντωναν τις χορδές πατώντας το κάτω μέρος τού τόξου με το αριστερό πόδι. Έτσι τα βέλη περνούσαν μέσα από τις ασπίδες και τούς θώρακες. Όταν όμως τα έπιαναν οι Έλληνες, τα χρησιμοποιούσαν σαν ακόντια, προσαρμόζοντας πάνω τους θηλιά. Σ’ αυτά τα μέρη οι Κρήτες πρόσφεραν πολύ μεγάλες υπηρεσίες. Αρχηγός τους ήταν ο συμπατριώτης τους Στρατοκλής.60
4.3. Από τούς Καρδούχους στην Αρμενία
Εκείνη τη μέρα στρατοπέδευσαν στα χωριά που βρίσκονταν πάνω από την πεδιάδα τού ποταμού Κεντρίτη,61 ο οποίος είχε πλάτος δύο περίπου πλέθρα [διακόσια πόδια] και ήταν το σύνορο μεταξύ τής Αρμενίας και τής χώρας των Καρδούχων. Εδώ οι Έλληνες αναζωογονήθηκαν βλέποντας με χαρά την πεδιάδα. Το ποτάμι απείχε από τα βουνά των Καρδούχων έξι ή επτά στάδια.62
Στη συνέχεια πήγαν στα καταλύματά τους πολύ ευτυχισμένοι, γιατί είχαν προμήθειες και επίσης πολλές αναμνήσεις από τις δυσκολίες που ήσαν πια παρελθόν. Γιατί κατά τη διάρκεια και των επτά ημερών που πορεύτηκαν μέσα από τη χώρα των Καρδούχων, χρειάστηκε να πολεμήσουν και υπέφεραν περισσότερα δεινά από εκείνα που είχαν υποστεί συνολικά από τον βασιλιά και τον Τισσαφέρνη. Με το συναίσθημα λοιπόν ότι είχαν απαλλαγεί από αυτά τα προβλήματα, κοιμήθηκαν γλυκά.63
Το ξημέρωμα όμως πρωτοαντίκρυσαν ιππείς σε μια θέση κατά μήκος τού ποταμού, πλήρως οπλισμένους και έτοιμους να εμποδίσουν το πέρασμά τους, καθώς και πεζούς παραταγμένους σε απότομα βράχια πάνω από τούς ιππείς, για να εμποδίσουν την προώθησή τους στην Αρμενία.64
Αυτά ήσαν τα στρατεύματα τού Ορόντα και τού Αρτούχα, Αρμένιοι, Μάρδοι65 και Χαλδαίοι66 μισθοφόροι. Οι Χαλδαίοι λεγόταν ότι ήταν ανεξάρτητος και γενναίος λαός. Είχαν ως όπλα μακριές ασπίδες και λόγχες.67
Αυτά τα απότομα βράχια, πάνω στα οποία ήσαν παραταγμένοι οι πεζοί στρατιώτες, απείχαν τρία ή τέσσερα πλέθρα από το ποτάμι, ενώ φαινόταν μόνο ένας δρόμος που οδηγούσε σε αυτά, προφανώς τεχνητός δρόμος. Σε αυτό λοιπόν το σημείο προσπάθησαν οι Έλληνες να διασχίσουν το ποτάμι.68
Όταν όμως προσπάθησαν, το νερό έφτανε πάνω από το στήθος τους, ενώ ο πυθμένας τού ποταμού ήταν τραχύς, με μεγάλες, ολισθηρές πέτρες. Ούτε μπορούσαν να ακουμπήσουν τις ασπίδες τους στο νερό, γιατί τις άρπαζε μακριά το ρεύμα. Όταν κάποιος μετέφερε τα όπλα πάνω στο κεφάλι του, το σώμα του έμενε απροστάτευτο από βέλη και άλλα βλήματα. Έτσι γύρισαν και στρατοπέδευαν εκεί, δίπλα στο ποτάμι.69
Στο μεταξύ στο σημείο από το οποίο είχαν περάσει οι ίδιοι το προηγούμενο βράδυ, στην πλαγιά τού βουνού, έβλεπαν τούς Καρδούχους να συγκεντρώνονται με όπλα σε μεγάλους αριθμούς. Τότε ήταν που έπεσε βαθιά μελαγχολία πάνω στους Έλληνες, καθώς έβλεπαν μπροστά τους ένα ποτάμι δύσκολο να διασχίσουν, πέρα από αυτό στρατεύματα που θα εμπόδιζαν τη διέλευσή τους και πίσω τούς Καρδούχους, που θα έπεφταν πάνω τους όταν θα προσπαθούσαν να διασχίσουν το ποτάμι.70
Εκείνη λοιπόν τη μέρα και τη νύχτα παρέμειναν εκεί σε μεγάλη αμηχανία. Αλλά ο Ξενοφών είδε ένα όνειρο: Ήταν δεμένος με δεσμά, αλλά τα δεσμά έπεσαν από πάνω του αυτόματα, ώστε ελευθερώθηκε και μπορούσε να απλώσει τα πόδια του όσο ήθελε.71 Όταν ήρθε η αυγή, πήγε στον Χειρίσοφο και τού είπε ότι είχε ελπίδες ότι όλα θα πήγαιναν καλά και τού διηγήθηκε το όνειρό του.72
Ο Χειρίσοφος χάρηκε πολύ και αμέσως μόλις χάραξε όλοι οι στρατηγοί ήσαν παρόντες και προχώρησαν για να προσφέρουν θυσίες. Και με το πρώτο κιόλας σφάγιο οι οιωνοί ήσαν ευνοϊκοί. Αποχωρώντας τότε οι στρατηγοί και οι λοχαγοί από τη θυσία, έδωσαν εντολή στο στράτευμα να προγευματίσει.73
Ενώ ο Ξενοφών προγευμάτιζε, δύο νεαροί άνδρες ήρθαν τρέχοντας προς το μέρος του. Γιατί όλοι ήξεραν ότι μπορούσαν να πάνε σε αυτόν είτε προγευμάτιζε, είτε δειπνούσε, ενώ ακόμη κι αν κοιμόταν μπορούσαν να τον ξυπνήσουν και να τού πουν, αν είχαν κάτι σχετικό με τον πόλεμο.74
Στην περίπτωση αυτή οι νέοι άνδρες ανέφεραν, ότι τύχαινε να μαζεύουν ξερά κλαδιά για να ανάψουν φωτιά και ότι ενώ το έκαναν αυτό, διέκριναν απέναντι, ανάμεσα σε βράχια που έφταναν μέχρι την άκρη τού ποταμού, ένα γέρο, μια γυναίκα και μερικά μικρά κορίτσια να τοποθετούν κάτι που έμοιαζε με σακούλες ρούχων σε σπηλαιώδη βράχο.75
Όταν το είδαν, είπαν, σκέφτηκαν ότι θα ήταν ασφαλές να περάσουν, γιατί εκείνη η θέση δεν ήταν προσβάσιμη από το ιππικό τού εχθρού. Γδύθηκαν λοιπόν κρατώντας μόνο τα μαχαίρια τους και άρχισαν να προχωρούν γυμνοί, νομίζοντας ότι θα χρειαζόταν να κολυμπήσουν. Αλλά πέρασαν απέναντι χωρίς να βρέξουν ούτε τη μέση τους. Γυρίζοντας πήραν τα ρούχα και επέστρεψαν πάλι.76
Αμέσως λοιπόν ο Ξενοφών άρχισε να κάνει σπονδές και πρόσταξε τούς νέους άνδρες να κάνουν κι εκείνοι σπονδές και να προσεύχονται στους θεούς, που είχαν αποκαλύψει το όνειρο και το πέρασμα, για να εκπληρωθούν και οι άλλες ευλογίες. Μετά τις σπονδές οδήγησε αμέσως τούς νέους άνδρες στον Χειρίσοφο και επανέλαβαν την ιστορία τους σε αυτόν.77
Ακούγοντάς την ο Χειρίσοφος πρόσφερε επίσης σπονδή. Μετά τις σπονδές έδωσαν εντολή στα στρατεύματα να συσκευάζουν τις αποσκευές τους, ενώ οι ίδιοι κάλεσαν τούς άλλους στρατηγούς και συσκέπτονταν για το ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να περάσουν απέναντι, έτσι ώστε να νικήσουν τούς εχθρούς μπροστά, χωρίς να πάθουν κανένα κακό από εκείνους που βρίσκονταν πίσω.78
Και αποφάσισαν, ότι ο Χειρίσοφος έπρεπε να ηγηθεί τού μισού στρατού και να προσπαθήσει να περάσει το ποτάμι, ο Ξενοφών με τον άλλο μισό να μείνει πίσω για λίγο, ενώ τα υποζύγια και οι άοπλοι που τούς συνόδευαν να περάσουν μεταξύ των δύο τμημάτων.79
Όταν έγιναν καλά αυτές οι ρυθμίσεις, άρχισαν να πορεύονται. Οδηγούσαν οι δύο νεαροί άνδρες, κρατώντας το ποτάμι στα αριστερά. Η απόσταση από τη διάβαση ήταν περίπου τέσσερα στάδια.80
Καθώς προχωρούσαν, οι μοίρες τού ιππικού τού εχθρού προχωρούσαν και εκείνες, μένοντας απέναντί τους. Όταν έφτασαν στο πέρασμα και στις όχθες τού ποταμού, σταμάτησαν με τα όπλα στα χέρια, ενώ πρώτος ο ίδιος ο Χειρίσοφος, βάζοντας στεφάνι στο κεφάλι του και βγάζοντας τον μανδύα, πήρε τα όπλα του, δίνοντας εντολή σε όλους τούς άλλους να κάνουν το ίδιο. Πρόσταξε επίσης τούς λοχαγούς να οδηγήσουν τούς λόχους τους σε στήλες, άλλους αριστερά και άλλους δεξιά του. Στο μεταξύ οι μάντεις πρόσφεραν θυσία στο ποτάμι, ενώ τούς έριχναν οι εχθροί με τόξα και σφεντόνες, χωρίς να τούς φτάνουν.81
Όταν οι θυσίες αποδείχθηκαν ευνοϊκές, όλοι οι στρατιώτες τραγουδούσαν τον παιάνα και έβγαζαν πολεμικές κραυγές, ενώ κραύγαζαν μαζί τους και όλες οι γυναίκες. Γιατί υπήρχε μεγάλος αριθμός γυναικών στο στράτευμα.82 83
Έτσι ο Χειρίσοφος και το τμήμα του προχωρούσαν μέσα στο ποτάμι. Ο Ξενοφών όμως, παίρνοντας τούς πιο ευέλικτους στρατιώτες τής οπισθοφυλακής, άρχισε να τρέχει με πλήρη ταχύτητα προς το πέρασμα, που ήταν απέναντι από τον δρόμο που οδηγούσε προς τα βουνά τής Αρμενίας, προσποιούμενος ότι ήθελε να διασχίσει το ποτάμι σε εκείνο το σημείο και να αποκόψει έτσι τούς ιππείς που βρίσκονταν δίπλα στο ποτάμι.84
Τότε οι εχθροί, όταν είδαν τον Χειρίσοφο και το τμήμα του να διασχίζουν το ποτάμι χωρίς δυσκολία και είδαν επίσης τον Ξενοφώντα και τούς άνδρες του να τρέχουν πίσω, φοβήθηκαν μην αποκοπούν και έφυγαν με πλήρη ταχύτητα, για να φτάσουν στον δρόμο που οδηγούσε προς τα πάνω από το ποτάμι. Φτάνοντας σε εκείνο τον δρόμο, επιτάχυναν ανεβαίνοντας προς την κατεύθυνση τού βουνού.85
Τότε ο Λύκιος, που διοικούσε τη μοίρα τού ελληνικού ιππικού, και ο Αισχίνης, ο διοικητής τού τάγματος των πελταστών που ήσαν μαζί με τον Χειρίσοφο, βλέποντας τον εχθρό να τρέπεται με ταχύτητα σε φυγή, τον καταδίωκαν, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες στρατιώτες τούς φώναζαν να μη μείνουν πίσω, αλλά να ακολουθήσουν τούς φυγάδες μέχρι πάνω στο βουνό.86
Ο Χειρίσοφος, όταν πέρασε απέναντι, δεν καταδίωξε το εχθρικό ιππικό, αλλά προχώρησε αμέσως προς τα πάνω, στα απότομα βράχια που έφταναν μέχρι τον ποταμό, για να επιτεθεί στο πεζικό που βρισκόταν πάνω τους. Και οι πάνω, βλέποντας το δικό τους ιππικό να τρέπεται σε φυγή και βλέποντας τούς οπλίτες να επελαύνουν εναντίον τους, εγκατέλειψαν τα υψώματα πάνω από το ποτάμι.87
Μόλις ο Ξενοφών είδε ότι τα πράγματα πήγαιναν καλά απέναντι, γύρισε πίσω όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να ενωθεί με το στράτευμα που περνούσε το ποτάμι. Γιατί φαίνονταν ήδη οι Καρδούχοι που κατέβαιναν στην πεδιάδα, με προφανή πρόθεση να επιτεθούν στους τελευταίους.88
Στο μεταξύ ο Χειρίσοφος είχε καταλάβει τα απότομα βράχια, ενώ ο Λύκιος, αποτολμώντας καταδίωξη με τη μικρή του μοίρα, είχε καταλάβει εκείνο το τμήμα τού συρμού αποσκευών τού εχθρού που είχε μείνει πίσω και μαζί του είχε καταλάβει μερικά όμορφα ενδύματα και κύπελλα.89
Και τώρα περνούσε ο συρμός αποσκευών των Ελλήνων και οι άμαχοι που τούς συνόδευαν, ενώ ο Ξενοφών, στρέφοντας τα στρατεύματά του να κοιτάζουν προς τούς Καρδούχους, έδωσε εντολή στους λοχαγούς να διαμορφώσει καθένας τον λόχο του κατά ενωμοτίες, κινώντας κάθε ενωμοτία από τα αριστερά σε γραμμή μάχης. Οι λοχαγοί και οι ενωμοτάρχες έπρεπε να βλέπουν προς τη μεριά των Καρδούχων. Οι τελευταίοι στρατιώτες έπρεπε να στέκονται δίπλα στο ποτάμι.90
Μόλις όμως οι Καρδούχοι είδαν την οπισθοφυλακή απογυμνωμένη από το πλήθος των αμάχων να φαίνεται τώρα σαν μικρό σώμα, επιτέθηκαν ακόμη πιο γρήγορα τραγουδώντας κάποια τραγούδια. Και ο Χειρίσοφος, αφού όλα ήσαν ασφαλή από την πλευρά του, έστειλε πίσω στον Ξενοφώντα τούς πελταστές, τούς σφεντονιστές και τούς τοξότες, δίνοντάς τους εντολή να κάνουν ό,τι θα διέταζε ο Ξενοφών.91
Αλλά ο Ξενοφών, όταν τούς είδε να αρχίζουν να διασχίζουν το ποτάμι, έστειλε αγγελιοφόρο και έδωσε εντολή να παραμείνουν εκεί που βρίσκονταν, στην όχθη τού ποταμού, χωρίς να περάσουν απέναντι. Και όταν άρχιζαν οι δικοί του άνδρες να διασχίζουν το ποτάμι, τότε να έμπαιναν στο ποτάμι απέναντί τους σαν να επρόκειτο να το διασχίσουν, οι άνδρες με το ακόντιο στο χέρι και οι τοξότες με το βέλος στη χορδή. Αλλά να μην προχωρούσαν πολύ μέσα στο ποτάμι.92
Και στους δικούς του έδωσε εντολή, όταν τούς έφταναν οι πέτρες από τις σφεντόνες και χτυπούσαν οι ασπίδες, να τραγουδούσαν τον παιάνα και να εφορμούσαν στον εχθρό και όταν ο εχθρός τρεπόταν σε φυγή και σήμαινε έφοδο ο σαλπιγκτής από την όχθη τού ποταμού, να έκαναν μεταβολή από δεξιά και με πρώτους τούς τελευταίους να έτρεχαν όλοι να διαβούν το ποτάμι όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, διατηρώντας καθένας τη θέση του στη γραμμή, ώστε να μην εμποδίζει ο ένας τον άλλο. Και ότι θα ήταν καλύτερος εκείνος που θα περνούσε απέναντι πρώτος.93
Οι Καρδούχοι όμως, βλέποντας ότι εκείνοι που είχαν απομείνει ήσαν λίγοι (γιατί πολλοί, ακόμη και από εκείνους που είχαν οριστεί για να μείνουν, είχαν απομακρυνθεί για να φροντίσουν άλλοι υποζύγια, άλλοι αποσκευές, άλλοι γυναίκες), προχώρησαν εναντίον τους με τόλμη και άρχισαν να τούς βάλλουν με σφεντόνες και τόξα.94
Και οι Έλληνες, αφού τραγούδησαν τον παιάνα, όρμησαν τρέχοντας εναντίον τους. Εκείνοι όμως δεν στάθηκαν να τούς αντιμετωπίσουν. Γιατί ήσαν οπλισμένοι όπως και στα βουνά, κατάλληλα για να επιτίθενται και να τρέπονται σε φυγή, αλλά όχι κατάλληλα για μάχες σώμα με σώμα.95
Τότε σήμανε έφοδο ο Έλληνας σαλπιγκτής. Και ενώ οι εχθροί τρέπονταν σε φυγή πολύ πιο γρήγορα από πριν, οι Έλληνες έκαναν μεταβολή κι έτρεχαν μέσα από το ποτάμι όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.96
Λίγοι από τούς εχθρούς κατάλαβαν αυτή την κίνηση, έτρεξαν πίσω στο ποτάμι και τραυμάτισαν κάποιους Έλληνες με βέλη, αλλά οι περισσότεροι, ακόμη και όταν οι Έλληνες ήσαν απέναντι, ήταν φανερό ότι συνέχιζαν τη φυγή τους.97
Αλλά οι στρατιώτες που είχαν έρθει να συναντήσουν τον Ξενοφώντα, συμπεριφερόμενοι σαν άνδρες, είχαν προχωρήσει περισσότερο απ’ όσο έπρεπε και επέστρεφαν πάλι μέσα από το ποτάμι, πίσω από το τμήμα τού Ξενοφώντος. Μερικοί από αυτούς επίσης τραυματίστηκαν.98
4.4. Επίθεση στο στρατόπεδο τού Τιρίβαζου
Όταν πέρασαν, συντάχθηκαν σε γραμμή περίπου το μεσημέρι και βάδισαν μέσα στην Αρμενία απόσταση όχι μικρότερη από πέντε παρασάγγες, σε μεγάλη πεδιάδα με ομαλούς λοφίσκους. Εξαιτίας των πολέμων αυτών των ανθρώπων με τούς Καρδούχους, δεν υπήρχαν χωριά κοντά στο ποτάμι.99
Το χωριό στο οποίο έφτασαν τελικά ήταν μεγάλο και διέθετε παλάτι που ανήκε στον σατράπη, ενώ τα περισσότερα από τα σπίτια στέφονταν με πυργίσκους. Οι προμήθειες ήσαν άφθονες.100 101
Από το χωριό αυτό προχώρησαν δύο σταθμούς, δέκα παρασάγγες, μέχρι να περάσουν τις πηγές τού ποταμού Τίγρη. Και από εδώ προχώρησαν τρεις σταθμούς, δεκαπέντε παρασάγγες, μέχρι τον ποταμό Τηλεβόα.102 Ήταν ωραίο ποτάμι, αλλά όχι μεγάλο, ενώ γύρω του υπήρχαν πολλά χωριά.103 104
Η περιοχή ονομαζόταν δυτική Αρμενία. Διοικητής τής περιοχής ήταν ο Τιρίβαζος, φίλος τού βασιλιά, ενώ όταν ο τελευταίος επισκεπτόταν την περιοχή, αυτός μόνο είχε το προνόμιο να ανεβάζει τον βασιλιά στο άλογό του.105
Αυτός ο αξιωματικός προέλασε μέχρι τούς Έλληνες με σώμα ιππικού, στέλνοντας μπροστά διερμηνέα που είπε ότι ήθελε να συζητήσει με τούς ηγέτες. Οι στρατηγοί αποφάσισαν να ακούσουν τι είχε να τούς πει. Προσήλθαν λοιπόν σε απόσταση που μπορούσαν να τον ακούν και ρώτησαν τι ήθελε.106
Τούς απάντησε ότι ήθελε να κάνει συνθήκη, σύμφωνα με την οποία από την πλευρά του δεν θα έκανε κακό στους Έλληνες, αλλά ούτε εκείνοι θα έκαιγαν τα σπίτια, ενώ θα έπαιρναν όσες προμήθειες χρειάζονταν. Η πρόταση ικανοποίησε τούς στρατηγούς και έγινε συνθήκη με αυτούς τούς όρους.107
Από εδώ πορεύτηκαν τρεις σταθμούς, δεκαπέντε παρασάγγες, μέσω πεδινής χώρας. Ο Τιρίβαζος ακολουθούσε από κοντά, έχοντας τη δική του δύναμη σε απόσταση δέκα σταδίων. Έφτασαν τώρα σε παλάτι με πολλά χωριά γύρω του, γεμάτα με προμήθειες σε μεγάλη ποικιλία.108 109
Αλλά ενώ ήσαν στρατοπεδευμένοι, έπεσε τη νύχτα πολύ χιόνι. Το πρωί αποφάσισαν να βρουν καταλύματα τα διαφορετικά τμήματα με τούς στρατηγούς τους μέσα στα χωριά, επειδή δεν έβλεπαν κανέναν εχθρό και επειδή αυτό τούς φαινόταν ασφαλές λόγω τής ποσότητας τού χιονιού.110
Εδώ είχαν όλα τα καλά που υπήρχαν, όπως ζώα για θυσίες, σιτάρι, παλιά και εύγευστα κρασιά, σταφίδες και κάθε είδους όσπρια. Κάποιοι όμως που είχαν περιπλανηθεί μακριά από το στρατόπεδο, έλεγαν ότι είχαν δει τη νύχτα πολλές φωτιές να καίνε.111
Κατέληξαν λοιπόν οι στρατηγοί στο συμπέρασμα, ότι δεν θα ήταν συνετό να μοιραστούν οι στρατιώτες στα χωριά, αλλά ότι έπρεπε να μαζευτούν και πάλι μαζί. Επανενώθηκαν λοιπόν, αφού μάλιστα φαινόταν να ξαστεριάζει.112
Ενώ όμως αυτοί περνούσαν εκεί τη νύχτα, έπεσε τόσο πολύ χιόνι, που σκέπασε εντελώς και τα όπλα και τούς ανθρώπους που ήσαν ξαπλωμένοι. Το χιόνι ακινητοποιούσε και σακάτευε και τα υποζύγια, ενώ δεν είχε κανένας τη διάθεση να σηκωθεί, έτσι απαλά που έπεφτε το χιόνι, καθώς ήσαν ξαπλωμένοι ζεστά και άνετα, εκτός αν αυτό γλιστρούσε μέσα από τα ρούχα.113
Μόλις ο Ξενοφών σηκώθηκε χωρίς το πανωφόρι του, άρχισε να κόβει ξύλα και γρήγορα σηκώθηκε κι άλλος, ύστερα κι άλλος κι έκοβαν ξύλα. Τότε σηκώθηκαν και οι υπόλοιποι, άρχισαν να ανάβουν φωτιές και να αλείφονται.114
Γιατί υπήρχε εκεί σε αφθονία μια αλοιφή, που τη χρησιμοποιούσαν αντί για λάδι. Ήταν φτιαγμένη από λίπος χοίρου, λάδι από σουσάμι και πικραμύγδαλα και τερεβινθέλαιο. Υπήρχε επίσης και μύρο φτιαγμένο από τα ίδια συστατικά.115
Ύστερα από αυτό αποφασίστηκε ότι έπρεπε πάλι να χωρίσουν τα καταλύματά τους και να στεγαστούν στα χωριά. Με αυτή την είδηση οι στρατιώτες όρμησαν στα σπίτια και στις προμήθειες με πολύ χαρά και φωνάζοντας. Αλλά όλοι όσοι φεύγοντας είχαν βάλει φωτιά στα σπίτια, πλήρωναν τώρα ποινή παίρνοντας τα φτωχότερα καταλύματα.116
Από τη θέση αυτή έστειλαν μια νύχτα τον Τημνίτη117 Δημοκράτη στα βουνά με ομάδα ανδρών, όπου εκείνοι που είχαν περιπλανηθεί είχαν αναφέρει ότι είχαν δει φωτιές. Ο επιλεγμένος ηγέτης ήταν άνθρωπος από την κρίση τού οποίου μπορούσαν να εξαρτώνται, γιατί είχε το χάρισμα να ξεχωρίζει τα πραγματικά από τα φανταστικά.118
Πήγε λοιπόν και ανέφερε, ότι δεν είχε δει καμία φωτιά, αλλά είχε συλλάβει έναν άνδρα, τον οποίο έφερνε μαζί του πίσω, που κρατούσε περσικό τόξο και φαρέτρα, καθώς και πολεμικό τσεκούρι σαν εκείνα που είχαν οι Αμαζόνες.119
Όταν ρωτήθηκε από ποια χώρα είχε έρθει, απάντησε ότι ήταν Πέρσης και είχε φύγει από το στρατόπεδο τού Τιρίβαζου για να πάρει προμήθειες. Στη συνέχεια τον ρώτησαν πόσο μεγάλος ήταν ο στρατός και για ποιον σκοπό είχε συγκεντρωθεί.120
Απάντησε ότι ο Τιρίβαζος βρισκόταν επικεφαλής των δικών του δυνάμεων, καθώς και Χαλύβων121 και Ταόχων122 μισθοφόρων. Είπε ότι ο Τιρίβαζος τούς είχε συγκεντρώσει για να επιτεθούν στους Έλληνες στο ψηλό ορεινό πέρασμα, σε μια στενωπό που ήταν η μοναδική διάβαση.123
Όταν οι στρατηγοί άκουσαν αυτά, αποφάσισαν να συγκεντρώσουν το στράτευμα. Και αφήνοντας πίσω φρουρά με επικεφαλής αυτών που παρέμεναν στον καταυλισμό τον Στυμφάλιο Σοφαίνετο, ξεκίνησαν αμέσως, παίρνοντας μαζί τους τον αιχμάλωτο ως οδηγό.124
Μόλις ανέβηκαν στα βουνά, οι πελταστές που προχωρούσαν είδαν το στρατόπεδο και δεν περίμεναν τούς οπλίτες, αλλά με δυνατή κραυγή όρμησαν στο στρατόπεδο.125
Οι βάρβαροι ακούγοντας τον θόρυβο δεν στάθηκαν για να πολεμήσουν, αλλά τράπηκαν σε φυγή. Σκοτώθηκαν όμως μερικοί από αυτούς και πιάστηκαν είκοσι περίπου άλογα, ενώ αλώθηκε και το αντίσκηνο τού Τιρίβαζου, στο οποίο υπήρχαν κρεβάτια με ασημένια πόδια και κύπελλα, καθώς και ορισμένα άτομα, που έλεγαν ότι ήσαν αρτοποιοί και οινοχόοι.126
Μόλις τα έμαθαν αυτά οι στρατηγοί των οπλιτών, αποφάσισαν να επιστρέψουν στον καταυλισμό το συντομότερο δυνατό, φοβούμενοι μη δεχτούν επίθεση εκείνοι που είχαν μείνει πίσω. Η σάλπιγγα σήμανε υποχώρηση και έφυγαν, φτάνοντας στο στρατόπεδό τους την ίδια μέρα.127
4.5. Πορεία μέσα από τα χιόνια τής Αρμενίας
Την επόμενη μέρα αποφάσισαν ότι έπρεπε να πορευτούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, πριν ο εχθρός προλάβει να ξανασυγκεντρώσει το στράτευμά του και καταλάβει την ορεινή στενωπό. Συσκεύασαν αμέσως τα πράγματά τους και άρχισαν να πορεύονται κάτω από βαριά χιονόπτωση, έχοντας πολλούς οδηγούς. Και έχοντας διασχίσει την ίδια μέρα το ορεινό πέρασμα στο οποίο ο Τιρίβαζος σκόπευε να τούς επιτεθεί, στρατοπέδευσαν με ασφάλεια.128 129
Από εκείνο το σημείο πορεύτηκαν τρεις έρημους σταθμούς, δεκαπέντε παρασάγγες, φτάνοντας στον ποταμό Ευφράτη και διασχίζοντας το νερό βράχηκαν μέχρι τη μέση.130 131
Λεγόταν ότι οι πηγές τού ποταμού δεν απείχαν πολύ από εκεί. Από τη θέση αυτή βάδισαν μέσα από βαθύ χιόνι και πεδινή χώρα για τρεις σταθμούς, δεκαπέντε παρασάγγες.132 Η τελευταία από αυτές τις διαδρομές ήταν δύσκολη και φυσούσε αντίθετος βόρειος άνεμος, που ξέραινε τα πάντα και μούδιαζε τούς ανθρώπους.133
Εδώ ένας από τούς μάντεις τους πρότεινε να θυσιάσουν στον άνεμο και θυσίασαν. Και ήταν εμφανές σε όλους, ότι μειώθηκε η μανία τού ανέμου.134 Αλλά το χιόνι είχε βάθος μια οργιά και έτσι χάθηκαν πολλά υποζύγια και σκλάβοι, καθώς και τριάντα περίπου στρατιώτες.135
Πέρασαν όλη τη νύχτα συντηρώντας φωτιές, γιατί υπήρχαν πολλά ξύλα στο σημείο όπου είχαν σταματήσει. Μόνο εκείνοι που ήρθαν τελευταίοι δεν είχαν ξύλα. Έτσι εκείνοι που είχαν έρθει πρώτοι και είχαν ανάψει φωτιές, δεν επέτρεπαν στους αργοπορημένους να πλησιάσουν στη φωτιά, αν δεν τούς έδιναν σε αντάλλαγμα λίγο από το σιτάρι τους ή ό,τι άλλο φαγώσιμο είχαν.136
Ξεκίνησε λοιπόν εδώ γενική ανταλλαγή αγαθών. Στα σημεία που έκαιγαν φωτιές έλιωνε το χιόνι και δημιουργούνταν μεγάλες τρύπες μέχρι το έδαφος. Εκεί λοιπόν μπορούσαν να μετρήσουν το πάχος τού στρώματος τού χιονιού.137 138
Ξεκινώντας από εκεί, πορεύονταν ολόκληρη την επόμενη μέρα πάνω στο χιόνι και πολλοί από τούς ανθρώπους λιποθυμούσαν από βουλιμία. Ο Ξενοφών, που βρισκόταν στην οπισθοφυλακή, συναντούσε τούς ανθρώπους που είχαν πέσει κάτω, αλλά δεν ήξερε από τι έπασχαν.139
Αλλά όταν κάποιος έμπειρος τού είπε ότι έπασχαν σαφώς από βουλιμία και ότι αν τούς έδιναν κάτι να φάνε θα σηκώνονταν, πήγε γύρω από τα υποζύγια και όπου έβλεπε κάτι φαγώσιμο, το μοίραζε στους ασθενείς ή έστελνε εδώ κι εκεί ανθρώπους που είχαν τη δύναμη να τρέξουν κατά μήκος των γραμμών, για να το δώσουν στους πάσχοντες από βουλιμία.140
Και όταν έτρωγαν κάτι, σηκώνονταν και συνέχιζαν την πορεία. Καθώς πορεύονταν, ο Χειρίσοφος έφτασε σε ένα χωριό περίπου το σούρουπο και βρήκε στην πηγή έξω από το τείχος γυναίκες και κορίτσια, που είχαν έρθει από το χωριό για να πάρουν νερό.141
Εκείνες ρώτησαν τούς Έλληνες ποιοι ήσαν και ο διερμηνέας απάντησε στα περσικά, ότι βρίσκονταν στον δρόμο τους από τον βασιλιά προς τον σατράπη. Οι γυναίκες απάντησαν ότι ο σατράπης δεν ήταν εκεί, αλλά έναν παρασάγγη μακριά.142 Αυτοί λοιπόν, επειδή ήταν αργά, μπήκαν από το τείχος μαζί με τις γυναίκες που κουβαλούσαν νερό, για να επισκεφτούν τον αρχηγό τού χωριού.143
Ο Χειρίσοφος λοιπόν και όσοι μπόρεσαν από το στράτευμα εκεί στρατοπέδευσαν, αλλά οι άλλοι στρατιώτες, εκείνοι που δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν τη διαδρομή, πέρασαν τη νύχτα στην ύπαιθρο χωρίς τροφή ή φωτιά και με αυτόν τον τρόπο κάποιοι από τούς στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους.144
Στο μεταξύ τούς ακολουθούσαν οι εχθροί, μερικοί από τούς οποίους ενώνονταν και άρπαζαν τα ζώα που δεν είχαν τη δύναμη να συνεχίσουν και μάχονταν μεταξύ τους γι’ αυτά. Είχαν επίσης μείνει πίσω μερικοί από τούς στρατιώτες, εκείνοι των οποίων τα μάτια είχαν τυφλωθεί από το χιόνι και εκείνοι των οποίων τα δάχτυλα των ποδιών είχαν σαπίσει από το κρύο.145
Ήταν προστασία για τα μάτια κατά τού χιονιού, αν ένας άνδρας βάδιζε με κάτι μαύρο μπροστά του και προστασία για τα πόδια αν κινιόταν συνεχώς χωρίς να σταματάει και αν έβγαζε τα παπούτσια του τη νύχτα.146
Αλλά σε όλους τούς άνδρες που κοιμούνταν με τα παπούτσια, οι ιμάντες βυθίζονταν στη σάρκα και τα παπούτσια πάγωναν στα πόδια τους. Γιατί αυτά που φορούσαν, αφού τα παλιά τους παπούτσια είχαν φθαρεί, ήσαν αυτοσχέδιες αρβύλες φτιαγμένες από δέρματα πρόσφατα γδαρμένων βοδιών.147
Αναγκασμένοι λοιπόν από τέτοιες δυσκολίες, είχαν μείνει πίσω ορισμένοι από τούς στρατιώτες. Και όταν έβλεπαν ένα σημείο που ήταν σκούρο, γιατί το χιόνι είχε μόλις εξαφανιστεί από εκεί, νόμιζαν ότι είχε λιώσει. Και είχε λιώσει λόγω μιας πηγής που ήταν κοντά, βγάζοντας ατμούς σε στενή κοιλάδα.148 Εκεί κάθονταν έχοντας λυγίσει και αρνούνταν να προχωρήσουν.149
Αλλά ο Ξενοφών με την οπισθοφυλακή του, μόλις τούς αντιλαμβανόταν, τούς εκλιπαρούσε με κάθε τρόπο και τέχνασμα να μη μείνουν πίσω, λέγοντας ότι είχαν συγκεντρωθεί και ακολουθούσαν πολλοί εχθροί, ενώ στο τέλος αγρίευε. Εκείνοι όμως τον παρακαλούσαν να τούς σκοτώσει, επειδή δεν μπορούσαν να συνεχίσουν.150
Τότε τού φάνηκε καλύτερο να τρομάξουν τούς εχθρούς που ακολουθούσαν, αν μπορούσαν, για να μην επιτεθούν στους αποκαμωμένους. Είχε ήδη σκοτεινιάσει και οι εχθροί έρχονταν με μεγάλη αναταραχή, φιλονικώντας για τα λάφυρα που είχαν.151
Οι άνδρες τής οπισθοφυλακής, δεδομένου ότι ήσαν υγιείς και δυνατοί, σηκώθηκαν και όρμησαν στους εχθρούς, ενώ οι ανήμποροι, κραυγάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσαν, χτυπούσαν τα δόρατα στις ασπίδες τους. Και οι εχθροί, που τούς έπιασε φόβος, έτρεξαν μέσα από το χιόνι στην κοιλάδα και στη συνέχεια δεν ακούστηκε από αυτούς κανένας ήχος.152
Τότε ο Ξενοφών και οι άνδρες του, αφού είπαν στους ανήμπορους ότι την επόμενη μέρα θα γύριζαν κάποιοι σε αυτούς, συνέχισαν να πορεύονται, αλλά πριν περάσουν τέσσερα στάδια, συνάντησαν στον δρόμο τους στρατιώτες, τυλιγμένους στους μανδύες τους, να αναπαύονται πάνω στο χιόνι, χωρίς να έχουν στήσει καμία φρουρά. Προσπάθησαν να τούς σηκώσουν, αλλά οι άνδρες έλεγαν ότι οι στρατιώτες μπροστά δεν άνοιγαν δρόμο.153
Ο Ξενοφών λοιπόν τούς προσπέρασε και στέλνοντας προς τα εμπρός τούς πιο δυνατούς από τούς πελταστές, τούς έδωσε εντολή να βρουν ποιο ήταν το εμπόδιο. Επέστρεψαν και ανέφεραν ότι ολόκληρος ο στρατός αναπαυόταν με αυτόν τον τρόπο.154
Τότε λοιπόν και ο Ξενοφών και οι δικοί του στάθμευσαν εκεί όπου βρίσκονταν, χωρίς φωτιά και χωρίς δείπνο, αφού έστησαν φρουρές όπως μπορούσαν. Όταν άρχισε να χαράζει, ο Ξενοφών έστειλε τούς πιο νέους από τούς στρατιώτες του προς τούς αρρώστους, με εντολή να τούς σηκώσουν και να τούς αναγκάσουν να προχωρήσουν.155
Στο μεταξύ ο Χειρίσοφος έστειλε μερικούς από τούς στρατιώτες που είχαν διανυκτερεύσει στο χωριό, για να μάθουν πώς ήσαν οι άνδρες πίσω. Και εκείνοι χάρηκαν πολύ που τούς είδαν και τούς παρέδωσαν τούς αρρώστους για να τούς πάνε στο στρατόπεδο, ενώ οι ίδιοι συνέχισαν την πορεία τους και πριν προχωρήσουν είκοσι στάδια έφτασαν στο χωριό, στο οποίο είχε στρατοπεδεύσει ο Χειρίσοφος.156
Όταν βρέθηκαν όλοι μαζί, αποφάσισαν ότι θα ήταν ασφαλές για τα διάφορα τμήματα τού στρατού να διαμείνουν μέσα στα διάφορα χωριά. Και ο Χειρίσοφος παρέμεινε εκεί όπου βρισκόταν, ενώ οι άλλοι στρατηγοί, διαλέγοντας με κλήρο τα χωριά που έβλεπαν, πορεύονταν προς αυτά καθένας με τούς δικούς του.157 158
Τότε ήταν που ο Πολυκράτης, ένας Αθηναίος λοχαγός, ζήτησε να αποσπαστεί από το τμήμα του. Και παίρνοντας μια δραστήρια ομάδα ανδρών έτρεξε προς το χωριό που είχε πέσει με κλήρο στον Ξενοφώντα, συλλαμβάνοντας όλους τούς κατοίκους και τον αρχηγό τού χωριού, δεκαεπτά πουλάρια που είχαν εκτραφεί για να δοθούν ως φόρος υποτέλειας στον βασιλιά, καθώς και την κόρη τού αρχηγού τού χωριού, που είχε παντρευτεί πριν από οκτώ ημέρες. Ο σύζυγός της όμως είχε φύγει για να κυνηγήσει λαγούς και δεν συνελήφθη στο χωριό.159
Τα σπίτια εδώ ήσαν υπόγεια, με είσοδο στενή σαν πηγάδι, αλλά κάτω ευρύχωρα. Και ενώ οι είσοδοι για τα υποζύγια ήσαν σκαμμένες σήραγγες, οι άνθρωποι κατέβαιναν με σκάλες. Στα σπίτια υπήρχαν κατσίκες, πρόβατα, γελάδια, πουλερικά και τα μικρά τους. Όλα τα ζώα τρέφονταν με ζωοτροφές εκεί στα σπίτια.160
Εκεί υπήρχαν επίσης σιτάρι, κριθάρι, όσπρια και κρασί από κριθάρι σε μεγάλα δοχεία (κρατήρες). Στην επιφάνεια τού ποτού επέπλεαν οι κόκκοι κριθαριού και καλάμια, άλλα μεγαλύτερα και άλλα μικρότερα, χωρίς αρμούς (γόνατα).161
Όταν κάποιος διψούσε, αναγκαζόταν να παίρνει και αυτά τα καλαμάκια στο στόμα του και να τα πιπιλίζει. Ήταν εξαιρετικά δυνατό ποτό, εκτός αν το αραίωνε κανείς με νερό και πολύ καλό όταν το είχε συνηθίσει.162
Ο Ξενοφών κάλεσε τον αρχηγό τού χωριού σε δείπνο και τον προέτρεπε να μη φοβάται, λέγοντας ότι δεν επρόκειτο να στερηθεί τα παιδιά του, ενώ όταν θα έφευγαν, θα γέμιζαν το σπίτι του με προμήθειες ως ανταμοιβή, αν αποδεικνυόταν ότι είχε δώσει στον στρατό σωστή καθοδήγηση για να φτάσουν σε άλλη φυλή.163
Κι εκείνος υποσχέθηκε να το κάνει και σε πνεύμα καλοσύνης τούς είπε πού υπήρχε θαμμένο κρασί. Εκείνη λοιπόν τη νύχτα όλοι οι στρατιώτες τού Ξενοφώντος, που είχαν καταλύσει σε αυτό το χωριό σε χωριστά καταλύματα, πήγαν για ύπνο μέσα σε αφθονία όλων των πραγμάτων, κρατώντας τον αρχηγό τού χωριού υπό συνοδεία φρουράς και τα παιδιά του όλα μαζί κάτω από τα μάτια τους.164
Την επόμενη μέρα ο Ξενοφών, παίρνοντας μαζί και τον αρχηγό τού χωριού, επισκέφθηκε τον Χειρίσοφο. Όταν περνούσε κοντά από χωριό, έμπαινε μέσα για να επισκεφθεί τα στρατεύματα που διέμεναν εκεί και παντού τούς εύρισκε να πίνουν και να τρώνε καλά και να καλοπερνούν, ενώ σε κανένα σπίτι δεν άφηναν τούς άνδρες να φύγουν, πριν τούς παραθέσουν γεύμα.165
Δεν υπήρχε μέρος στο οποίο να μην προσφέρονταν πάνω στο ίδιο τραπέζι αρνί, κατσίκι, χοιρινό, μοσχάρι, πουλερικά, μαζί με πολλά καρβέλια ψωμί, σταρένιο και κριθαρένιο.166
Και όταν κάποιος ήθελε να πιει στην υγεία ενός άλλου, τον τραβούσε μαζί του στο δοχείο τού κρασιού, όπου έπρεπε να σκύψει πάνω από αυτό και να πιει ρουφώντας σαν βόδι.167 Στον αρχηγό τού χωριού πρόσφεραν το προνόμιο να παίρνει ό,τι ήθελε. Αυτός συνήθως αρνιόταν να δεχτεί οτιδήποτε, όπου όμως έβλεπε συγχωριανό του, έπαιρνε πάντοτε τον άνθρωπο στο πλευρό του.168
Όταν έφτασαν στον Χειρίσοφο, βρήκαν και τούς δικούς του στρατιώτες να γλεντούν στους χώρους διαμονής τους, στεφανωμένους με στεφάνια από ξερά χόρτα και εξυπηρετούμενους από αγόρια τής Αρμενίας ντυμένα με τις παράξενες στολές τους. Έδειχναν με νοήματα στα αγόρια τι να κάνουν, όπως συνεννοείται κανείς με κωφάλαλους.169
Αφού αντάλλαξαν θερμούς χαιρετισμούς, ο Χειρίσοφος και ο Ξενοφών ρώτησαν μαζί τον αρχηγό τού χωριού μέσω τού διερμηνέα τους που μιλούσε περσικά, ποια ήταν αυτή η χώρα. Τούς απάντησε ότι ήταν η Αρμενία. Τον ρώτησαν πάλι για ποιους εκτρέφονταν τα άλογα. Τούς απάντησε ότι εκτρέφονταν ως φόρος υποτέλειας για τον βασιλιά.170 Τούς είπε ότι η γειτονική χώρα ήταν εκείνη των Χαλύβων και τούς περιέγραψε πού ήταν ο δρόμος.171 172
Στη συνέχεια ο Ξενοφών οδήγησε πίσω τον αρχηγό τού χωριού στο δικό του νοικοκυριό και τού έδωσε ένα άλογο, που είχε πάρει όταν ήταν αρκετά μεγάλο, να το παχύνει και να το θυσιάσει, γιατί είχε ακούσει ότι το άλογο ήταν αφιερωμένο στον θεό Ήλιο και επειδή φοβόταν μην πεθάνει το άλογο, γιατί είχε τραυματιστεί από το ταξίδι. Πήρε για τον εαυτό του ένα πουλάρι και έδωσε επίσης ένα πουλάρι σε κάθε στρατηγό και λοχαγό.173
Τα άλογα αυτής τής περιοχής ήσαν μικρότερα από τα περσικά άλογα αλλά πολύ πιο ζωηρά. Εδώ επίσης ο αρχηγός τού χωριού τούς έμαθε να τυλίγουν μικρά σακιά γύρω από τα πόδια των αλόγων τους και των υποζυγίων, όταν περνούσαν από το χιόνι. Γιατί χωρίς αυτά τα σακιά, τα ζώα θα βυθίζονταν στο χιόνι μέχρι τις κοιλιές τους.174
4.6. Περνώντας στη χώρα των Ταόχων
Όταν πέρασαν επτά ημέρες, ο Ξενοφών παρέδωσε τον οδηγό στον Χειρίσοφο και άφησε στον αρχηγό τού χωριού την οικογένειά του, εκτός από τον γιο του, που μόλις έμπαινε στην εφηβική ηλικία. Αυτόν τον παρέδωσε για φύλαξη στον Πλεισθένη από την Αμφίπολη, ώστε αν τούς οδηγήσει καλά ο οδηγός, να τον πάρει μαζί του πίσω φεύγοντας. Ύστερα, αφού έβαλαν στο σπίτι του όσο περισσότερες προμήθειες μπορούσαν, μάζεψαν τα πράγματά τους και ξεκίνησαν την πορεία.175
Τούς οδηγούσε μέσα από το χιόνι, χωρίς να είναι δεμένος, ο αρχηγός τού χωριού. Αλλά στη διάρκεια τής τρίτης ημέρας τής διαδρομής ο Χειρίσοφος θύμωσε μαζί του, γιατί δεν τούς οδηγούσε σε χωριά. Εκείνος τού απάντησε ότι δεν υπήρχαν χωριά σε αυτή την περιοχή.176
Τότε ο Χειρίσοφος τον χτύπησε, αλλά αμέλησε να τον δέσει. Για τον λόγο αυτόν εκείνος απέδρασε κατά τη διάρκεια τής νύχτας, αφήνοντας πίσω τον γιο του. Και αυτή ήταν η μόνη διαφωνία μεταξύ τού Χειρισόφου και τού Ξενοφώντος κατά τη διάρκεια τής πορείας, δηλαδή η κακομεταχείριση τού οδηγού και η αμέλεια να τον φρουρήσουν. Ο Πλεισθένης όμως αγάπησε το παιδί, το πήρε μαζί του στην πατρίδα και το βρήκε απόλυτα πιστό.177
Ύστερα από αυτό, βάδισαν επτά σταθμούς, πέντε παρασάγγες τη μέρα, δίπλα στον ποταμό Φάσι,178 που είχε πλάτος ένα πλέθρο.179 180
Από εκεί βάδισαν δύο σταθμούς, δέκα παρασάγγες. Στο πέρασμα που οδηγούσε πάνω από την πεδιάδα συνάντησαν σώμα από Χάλυβες,181 Ταόχους και Φασιανούς.182 183
Μόλις ο Χειρίσοφος είδε τούς εχθρούς στο πέρασμα, σταμάτησε να προχωρά, απέχοντας από εκείνους τριάντα περίπου στάδια, προκειμένου να μην πλησιάσει κοντά στους εχθρούς έχοντας τα στρατεύματά του να βαδίζουν σε στήλη. Και έδωσε εντολές και στους άλλους αξιωματικούς να κινήσουν μπροστά τούς λόχους τους, ώστε να έρθει ο στρατός σε διάταξη μάχης.184
Όταν ήρθε και η οπισθοφυλακή, συγκέντρωσε τούς στρατηγούς και τούς λοχαγούς μαζί και μίλησε ως εξής:
«Οι εχθροί, όπως βλέπετε, κατέχουν το πέρασμα τού βουνού. Είναι λοιπόν ώρα να συσκεφθούμε, για να αποφασίσουμε τον καλύτερο τρόπο με τον οποίο θα δώσουμε τη μάχη. Άποψή μου είναι ότι πρέπει να δώσουμε εντολή στους στρατιώτες να προγευματίσουν, ενώ εμείς θα εξετάζουμε αν είναι καλύτερο να προσπαθήσουμε να περάσουμε πάνω από το βουνό σήμερα ή αύριο».185
«Γνώμη μου είναι», είπε ο Κλεάνωρ, «μόλις προγευματίσουμε, να οπλιστούμε και να βαδίσουμε εναντίον αυτών των ανδρών όσο πιο δυνατά μπορούμε. Γιατί αν μείνουμε εδώ σήμερα, οι εχθροί βλέποντάς μας εδώ θα γίνουν πιο τολμηροί και όταν ενθαρρυνθούν είναι πιθανό να ενωθούν μαζί τους και άλλοι».186
Μετά τον Κλεάνωρα ο Ξενοφών είπε:
«Εγώ πιστεύω τα εξής: Αν είναι απαραίτητο να πολεμήσουμε, χρειάζεται να ετοιμαστούμε γι’ αυτό, για να δώσουμε την πιο δυνατή μάχη. Αλλά αν θέλουμε να περάσουμε από το πέρασμα με τον ευκολότερο δυνατό τρόπο, τότε κατά τη γνώμη μου πρέπει να εξετάσουμε, με ποιόν τρόπο θα υποστούμε τα λιγότερα τραύματα και θα χάσουμε τούς λιγότερους ανθρώπους.187
Τώρα αυτό το βουνό ή το μέρος του που βλέπουμε, εκτείνεται περισσότερο από εξήντα στάδια, αλλά δεν φαίνονται πουθενά άνδρες να τον φρουρούν από εμάς, εκτός από εκείνους που βρίσκονται πάνω στον δρόμο. Είναι πολύ προτιμότερο να στραφούμε στο έρημο μέρος τού βουνού και είτε να προσπαθήσουμε να αποσπάσουμε μια θέση διαφεύγοντας από την παρατήρηση τού εχθρού ή να το κατακτήσουμε περνώντας μπροστά τους, με όποιον τρόπο μπορέσουμε, αντί να πολεμήσουμε εναντίον ισχυρών τόπων και προετοιμασμένων ανδρών.188
Γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να βαδίζουμε ανηφορίζοντας χωρίς να πολεμάμε, παρά να βαδίζουμε στο ίσιωμα με εχθρούς εδώ κι εκεί. Επίσης πιο εύκολα μπορεί κανείς να δει τι βρίσκεται μπροστά του βαδίζοντας νύχτα χωρίς να πολεμάει, παρά τη μέρα πολεμώντας. Και ο δύσβατος δρόμος είναι πιο άνετος για τούς άνδρες που τον βαδίζουν χωρίς να πολεμούν, απ’ όσο είναι ο ομαλός δρόμος με τα βλήματα να περνούν πάνω από τα κεφάλια τους.189
Και δεν μού φαίνεται αδύνατο να υποκλέψουμε κάποια θέση, βαδίζοντας νύχτα, ώστε να μη μάς δουν και πηγαίνοντας αρκετά μακριά από τον εχθρό, ώστε να μη μάς αντιληφθούν. Πιστεύω όμως ότι αν προσποιηθούμε επίθεση εδώ, θα βρούμε το υπόλοιπο βουνό ακόμη πιο έρημο, γιατί είναι πιο πιθανό να παραμείνουν οι εχθροί συγκεντρωμένοι εκεί που βρίσκονται.190
Αλλά γιατί πρέπει να κάνω προτάσεις για κλοπή; Επειδή οι Σπαρτιάτες, όπως ακούω Χειρίσοφε, τουλάχιστον κάποιοι από εσάς, ασκούνται στην κλοπή ακόμη και από την παιδική ηλικία, και δεν το θεωρούν ντροπή αλλά τιμή να κλέψουν κάτι που δεν απαγορεύει ο νόμος.191
Και για να μπορείτε να κλέβετε με ιδιαίτερη ικανότητα και να προσπαθείτε να μη συλληφθείτε όταν κλέβετε, είναι νόμος τής χώρας σας να μαστιγώνονται όσοι συλλαμβάνονται να κλέβουν. Τώρα λοιπόν είναι ακριβώς η στιγμή να επιδείξετε τη μόρφωσή σας επί τού θέματος και να προσέξετε, ώστε να μη μάς πιάσουν να κλέβουμε το βουνό, για να μη μάς χτυπήσουν».192
«Λοιπόν, για όλα αυτά», δήλωσε ο Χειρίσοφος, «ακούω κι εγώ από την πλευρά μου, ότι οι Αθηναίοι είναι τρομερά έξυπνοι στο να κλέβουν τα δημόσια χρήματα, έστω και αν είναι τρομερά επικίνδυνο για τον κλέφτη, ενώ μάλιστα κλέβουν περισσότερο οι καλύτεροί σας άνθρωποι, τουλάχιστον εκείνοι που θεωρούνται καλύτεροι να σάς κυβερνούν. Είναι λοιπόν καιρός, να επιδείξετε και εσείς τη μόρφωσή σας».193 194
«Καλά λοιπόν», είπε ο Ξενοφών, «είμαι έτοιμος να ξεκινήσω με την οπισθοφυλακή, μόλις δειπνήσουμε, για να πάμε να καταλάβουμε το βουνό. Και έχω και οδηγούς. Γιατί οι ελαφρά οπλισμένοι άνδρες (γυμνήτες) έστησαν ενέδρα και συνέλαβαν ορισμένους από τούς κλέφτες κατεργάρηδες που μάς ακολουθούσαν. Από αυτούς έχω μάθει επίσης ότι το βουνό δεν είναι αδιάβατο, αλλά βόσκουν εκεί κατσίκες και γελάδια. Έτσι, αν καταλάβουμε οποιοδήποτε μέρος τού βουνού, θα το βρουν βατό και τα υποζύγιά μας.195
Και ελπίζω ότι οι εχθροί θα φύγουν από τη θέση τους, μόλις μάς δουν στο ίδιο επίπεδο με εκείνους πάνω στα υψώματα. Γιατί δεν είναι διατεθειμένοι να κατέβουν και να μάς συναντήσουν στο επίπεδό μας».196
Τότε ο Χειρίσοφος είπε:
«Αλλά γιατί πρέπει να πας εσύ και να αφήσεις τη θέση σου στην οπισθοφυλακή; Στείλε άλλους, εκτός αν κάποιοι καλοί άνδρες προσφερθούν ως εθελοντές».197
Εκείνη τη στιγμή βγήκε μπροστά ο Αριστώνυμος από το Μεθύδριον μαζί με οπλίτες, ο Χίος Αριστέας με γυμνήτες και ο Οιταίος198 Νικόμαχος επίσης με γυμνήτες. Και συμφώνησαν ότι μόλις καταλάμβαναν τα υψώματα, θα άναβαν πολλές φωτιές.199
Αφού συμφώνησαν αυτά, προγευμάτιζαν. Και αμέσως μετά το πρωινό ο Χειρίσοφος οδήγησε το σύνολο τού στρατού δέκα περίπου στάδια μπροστά προς τούς εχθρούς, προκειμένου να βεβαιωθούν εκείνοι, ότι θα προχωρούσαν εναντίον τους από εκείνο τον δρόμο.200
Όταν δείπνησαν και σκοτείνιασε, έφυγαν εκείνοι που ορίστηκαν για την επιχείρηση και πήγαν να καταλάβουν το βουνό, ενώ οι άλλοι ξεκουράζονταν εκεί. Οι εχθροί πάλι, μόλις κατάλαβαν ότι το βουνό καταλήφθηκε, αγρύπνησαν όλη τη νύχτα, ανάβοντας πολλές φωτιές.201
Όταν ξημέρωσε, ο Χειρίσοφος θυσίασε και ύστερα οδηγούσε τον στρατό από τον δρόμο, ενώ εκείνοι που είχαν καταλάβει το βουνό, άρχισαν επίθεση από τις κορυφές.202
Όσο για τούς εχθρούς, το μεγάλο μέρος τους έμεινε στο πέρασμα τού βουνού, ενώ οι υπόλοιποι βάδιζαν εναντίον των Ελλήνων που είχαν πιάσει τις κορυφές. Πριν όμως βρεθούν αντιμέτωπα τα κύρια σώματα των δυο στρατών, συγκρούονταν εκείνοι που βρίσκονταν στις βουνοκορφές. Νίκησαν οι Έλληνες και καταδίωκαν τούς εχθρούς.203
Τότε όμως και από αυτούς που βρίσκονταν στην πεδιάδα, οι πελταστές των Ελλήνων όρμησαν εναντίον εκείνων που είχαν παραταχθεί απέναντί τους, ενώ ο Χειρίσοφος, μαζί με τούς οπλίτες, ακολουθούσε με γρήγορο βηματισμό.204
Οι βάρβαροι που βρίσκονταν στον δρόμο, όταν είδαν ότι νικήθηκαν οι δικοί τους στα υψώματα, τράπηκαν σε φυγή. Λίγοι από αυτούς σκοτώθηκαν, έπεσαν όμως στα χέρια των Ελλήνων πάρα πολλές ασπίδες, που τις αχρήστευαν κόβοντάς τις με μαχαίρια.205
Όταν ανέβηκαν στα υψώματα, αφού θυσίασαν και έστησαν τρόπαιο, κατέβηκαν στην πεδιάδα και πήγαν σε χωριά, που ήσαν γεμάτα με πολλά τρόφιμα.206 207
4.7. «Θάλαττα! Θάλαττα!»
Ύστερα από αυτά βάδισαν στη χώρα των Ταόχων πέντε σταθμούς, τριάντα παρασάγγες. Οι προμήθειές τους είχαν εξαντληθεί, ενώ οι Τάοχοι κατοικούσαν σε φυσικά ισχυρά οχυρωμένους τόπους, στους οποίους αποθήκευαν όλες τις προμήθειές τους.208
Όταν οι Έλληνες έφτασαν σε έναν από αυτούς τούς τόπους, που δεν είχε μέσα του ούτε πόλη ούτε σπίτια, αλλά ήσαν εκεί συγκεντρωμένοι άνδρες και γυναίκες και πολλά ζώα, ο Χειρίσοφος προχώρησε φτάνοντας, για να επιτεθεί αμέσως στο οχυρό. Και όταν το πρώτο του τάγμα κουράστηκε, προχώρησε άλλο στην επίθεση και άλλο ξανά. Γιατί δεν μπορούσαν να περικυκλώσουν τον τόπο σε γραμμή, αφού οι πλευρές του ήσαν απότομες.209 210
Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο Ξενοφών με την οπισθοφυλακή, πελταστές και οπλίτες, ενώ ο Χειρίσοφος είπε:
«Ήρθατε την κατάλληλη στιγμή. Γιατί ο τόπος αυτός πρέπει να καταληφθεί. Ο στρατός δεν θα έχει προμήθειες, αν δεν καταλάβουμε αυτόν τον τόπο».211
Συσκέπτονταν λοιπόν και όταν ο Ξενοφών ρώτησε τι τούς εμπόδιζε να μπουν, ο Χειρίσοφος απάντησε:
«Υπάρχει μόνο ένας τρόπος προσέγγισης, αυτός που βλέπεις. Αλλά όταν προσπαθούμε να πάμε προς τα εκεί, κυλούν πέτρες από τον βράχο που κρέμεται από πάνω, ενώ όποιον πετύχουν οι πέτρες, τον σακατεύουν έτσι».
Και με τα λόγια αυτά έδειξε άνδρες με σπασμένα πόδια και πλευρά.212
«Αλλά όταν τελειώσουν οι πέτρες τους», ρώτησε ο Ξενοφών, «θα υπάρχει άραγε τίποτε εκεί, που θα μάς εμποδίζει να περάσουμε; Γιατί βέβαια από εδώ απέναντι δεν μπορούμε να δούμε τίποτε άλλο, εκτός από τούς λίγους εκείνους άνδρες, από τούς οποίους μόνο δύο ή τρεις είναι οπλισμένοι.213
Επιπλέον, όπως βλέπεις κι εσύ, η απόσταση που πρέπει να διασχίσουμε βαλλόμενοι είναι περίπου ενάμιση πλέθρο [εκατόν πενήντα πόδια]. Ένα πλέθρο αυτής τής απόστασης είναι σκεπασμένο με πανύψηλα, διάσπαρτα πεύκα. Αν οι άνδρες σταθούν πίσω τους, τι άραγε κακό θα μπορούσαν να πάθουν είτε από τις πέτρες που πετούν ή από εκείνες που κυλούν; Η υπόλοιπη λοιπόν απόσταση είναι μισό περίπου πλέθρο και πρέπει να διανυθεί τρέχοντας, κάποια στιγμή που θα σταματήσουν να έρχονται πέτρες».214
«Αλλά αμέσως», είπε ο Χειρίσοφος, «μόλις αρχίσουμε να τρέχουμε προς τα δέντρα, πετούν πολλές πέτρες».
«Ακριβώς αυτό θέλουμε», είπε ο Ξενοφών, «γιατί θα καταναλώσουν τις πέτρες τους πιο γρήγορα. Αλλά ας προχωρήσουμε σε ένα σημείο, από το οποίο θα έχουμε μικρή απόσταση να διανύσουμε τρέχοντας, αν μπορέσουμε να το κάνουμε, καθώς και εύκολη υποχώρηση, αν θελήσουμε να γυρίσουμε πίσω».215
Από εκεί προχώρησαν ο Χειρίσοφος, ο Ξενοφών και ο λοχαγός Καλλίμαχος ο Παρράσιος. Γιατί εκείνος ήταν ο αξιωματικός που διοικούσε εκείνη τη μέρα τούς λοχαγούς τής οπισθοφυλακής. Οι άλλοι λοχαγοί παρέμειναν σε ασφαλές μέρος. Ύστερα λοιπόν από αυτό προχώρησαν υπό την κάλυψη των δέντρων εβδομήντα περίπου άνδρες, όχι όλοι μαζί, αλλά ένας-ένας, καθένας προστατευόμενος όσο καλύτερα μπορούσε.216
Αλλά ο Αγασίας από τον Στύμφαλο και ο Αριστώνυμος από το Μεθύδριον, που ήσαν επίσης λοχαγοί τής οπισθοφυλακής, καθώς και άλλοι επίσης, πήραν θέσεις έξω από την κάλυψη των δέντρων. Γιατί δεν μπορούσαν να σταθούν με ασφάλεια κάτω από τα δέντρα περισσότεροι από έναν λόχο.217
Τότε ο Καλλίμαχος μηχανεύτηκε κάτι. Έτρεχε προς τα εμπρός, από το δέντρο κάτω από το οποίο βρισκόταν, δύο ή τρία βήματα και, όταν άρχιζαν να πετούν πέτρες, γυρνούσε κάτω από το δέντρο χωρίς πρόβλημα. Σε καθεμιά από τις εξορμήσεις του καταναλώνονταν πέτρες που αντιστοιχούσαν σε δέκα ή περισσότερα φορτία αμαξών.218
Και ο Αγασίας, όταν είδε τι έκανε ο Καλλίμαχος με θεατές όλους τούς στρατιώτες, φοβούμενος ότι δεν θα έφτανε πρώτος τρέχοντας στο οχυρό, χωρίς να ζητήσει βοήθεια από τον Αριστώνυμο που ήταν κοντά του, ούτε από τον Ευρύλοχο τον Λουσιέα, που ήσαν και οι δύο φίλοι του, ούτε από κανέναν άλλο, προχώρησε προς τα εμπρός και τούς προσπέρασε όλους.219
Ο Καλλίμαχος όμως, όταν τον είδε να προσπερνά, τον κράτησε από το χείλος τής ασπίδας του. Και στη στιγμή ο Αριστώνυμος από το Μεθύδριον έτρεξε προσπερνώντας και τούς δύο, ακολουθούμενος από τον Λούσιο Ευρύλοχο. Γιατί αυτοί οι τέσσερις συναγωνίζονταν στην ανδρεία και συνεχώς προσπαθούσε να ξεπεράσει ο ένας τον άλλο. Και έτσι ανταγωνιζόμενοι κατέλαβαν το οχυρό, γιατί από τη στιγμή που μπήκαν, δεν ξανάπεσε πέτρα από ψηλά.220
Ακολούθησε φοβερό θέαμα: οι γυναίκες πετούσαν τα παιδιά τους από τούς βράχους και στη συνέχεια έπεφταν κι αυτές, ενώ και οι άνδρες έκαναν το ίδιο. Εδώ ο Στυμφάλιος λοχαγός Αινείας, βλέποντας άνδρα που φορούσε λεπτό χιτώνα να τρέχει να πέσει από τα βράχια, τον άρπαξε για να τον εμποδίσει.221
Αλλά ο άνδρας παρέσυρε τον Αινεία μαζί του, έπεσαν και οι δύο από τα βράχια και σκοτώθηκαν. Σε αυτό το οχυρό πολύ λίγοι άνθρωποι συνελήφθησαν, αλλά εξασφαλίστηκαν γελάδια, πολλά γαϊδούρια και πρόβατα.222
Από το σημείο εκείνο βάδισαν μέσα από τούς Χάλυβες223 επτά σταθμούς, πενήντα παρασάγγες. Αυτοί ήσαν οι πιο γενναίοι από τούς άνδρες που αντιμετώπισαν και δεν απέφευγαν να πολεμήσουν σώμα με σώμα. Φορούσαν λινούς θώρακες που έφταναν μέχρι τη βουβωνική χώρα, οι οποίοι αντί για πτερύγια στο κάτω μέρος είχαν παχύ κρόσσι από πλεγμένα κορδόνια.224
Είχαν επίσης περικνημίδες και κράνη και στη ζώνη μαχαίρι περίπου σαν σπαρτιατικό ξιφίδιο, με το οποίο έσφαζαν όποιον μπορούσαν να νικήσουν και κόβοντάς του το κεφάλι το μετέφεραν μαζί τους στην πορεία, ενώ τραγουδούσαν και χόρευαν κάθε φορά που ήταν πιθανό να τούς δει ο εχθρός. Είχαν επίσης δόρυ μήκους δεκαπέντε πήχεων, με μια αιχμή.225
Οι άνθρωποι αυτοί παρέμεναν μέσα στις πόλεις τους.226 Όταν περνούσαν οι Έλληνες, τούς ακολουθούσαν πάντοτε έτοιμοι να πολεμήσουν. Κατοικούσαν μέσα στα οχυρά, ενώ μέσα σε αυτά αποθήκευαν και όλες τις προμήθειές τους. Έτσι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτε σε αυτή τη χώρα, αλλά εξακολουθούσαν να τρέφονται με τα ζώα που είχαν πάρει από τούς Ταόχους.227
Αφήνοντας αυτή τη χώρα οι Έλληνες έφτασαν στον ποταμό Άρπασο,228 που είχε πλάτος τέσσερα πλέθρα. Από εκεί βάδισαν στη χώρα των Σκυθηνών229 τέσσερις σταθμούς, είκοσι παρασάγγες, μέσα σε πεδιάδα,230 φτάνοντας σε κάποια χωριά, στα οποία έμειναν τρεις ημέρες και ανεφοδιάστηκαν.231
Από εκεί προχώρησαν τέσσερις σταθμούς, είκοσι παρασάγγες, φτάνοντας σε μεγάλη, ευημερούσα και πολυάνθρωπη πόλη που ονομαζόταν Γυμνιάς. Από αυτή την πόλη ο ηγεμόνας τής χώρας έστειλε στους Έλληνες οδηγό, για να τούς οδηγήσει μέσα από το έδαφος χώρας που ήταν εχθρική προς τη δική του.232 233
Όταν ήρθε ο οδηγός, είπε ότι θα τούς οδηγούσε σε πέντε234 ημέρες σε τόπο, από τον οποίο θα μπορούσαν να δουν τη θάλασσα. Αν δεν το έκανε, είπε, ήταν πρόθυμος να τον σκοτώσουν. Οδηγώντας τους λοιπόν, μόλις μπήκαν στην εχθρική προς τούς δικούς του χώρα, τούς προέτρεπε συνεχώς να σκορπίζουν φωτιά και καταστροφή, καθιστώντας σαφές, ότι αυτός ήταν ο σκοπός για τον οποίο είχε έρθει και όχι από καλή διάθεση προς τούς Έλληνες.235
Την πέμπτη μέρα έφτασαν στο βουνό, το όνομα τού οποίου ήταν Θήχης.236 Μόλις οι άνδρες που προπορεύονταν ανέβηκαν το βουνό και είδαν από μακριά τη θάλασσα, ξεσηκώθηκε μεγάλη κραυγή.237
Ακούγοντάς την ο Ξενοφών, που βρισκόταν στην οπισθοφυλακή, νόμισε ότι κι άλλοι εχθροί επιτίθεντο μπροστά. Γιατί ακολουθούσαν τούς Έλληνες οι κάτοικοι τής καιγόμενης χώρας και η οπισθοφυλακή είχε σκοτώσει κάποιους, ενώ συνέλαβε άλλους ζωντανούς σε ενέδρα. Είχαν επίσης πάρει περίπου είκοσι ασπίδες, καλυμμένες με ακατέργαστα δέρματα δασύτριχων βοδιών.238 239
Καθώς όμως η κραυγή γινόταν δυνατότερη και πιο κοντινή, εκείνοι στους οποίους έφτανε η βοή άρχιζαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς αυτούς που φώναζαν, ενώ οι φωνές ξανάρχιζαν συνεχώς με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, καθώς μεγάλωνε ο αριθμός εκείνων που φώναζαν. Ο Ξενοφών σκέφτηκε ότι κάτι εξαιρετικό έπρεπε να συμβαίνει.240
Ίππευσε λοιπόν το άλογό του και παίρνοντας μαζί του τον Λύκιο και τούς ιππείς έσπευσε να βοηθήσει. Τώρα πια μπορούσαν να ακούν καθαρά τούς στρατιώτες να φωνάζουν και να μεταβιβάζουν σε εκείνους που ακολουθούσαν τη χαρούμενη κραυγή:
«Η θάλασσα! Η θάλασσα!»
Στη συνέχεια άρχισαν να τρέχουν, η οπισθοφυλακή και όλοι οι άλλοι, ενώ τα ζώα αποσκευών και τα άλογα ανέβαιναν καλπάζοντας.241
Κι όταν έφτασαν όλοι στην κορυφή, έπεφταν ο ένας στην αγκαλιά τού άλλου, στρατηγοί και λοχαγοί και όλοι, ενώ δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά τους. Ξαφνικά κάποιος, όποιος κι αν ήταν, έδωσε διαταγή και οι στρατιώτες άρχισαν να κουβαλούν πέτρες και να υψώνουν μεγάλο σωρό.242
Πάνω σε αυτόν αφιέρωσαν πλήθος ακατέργαστα δέρματα και μπαστούνια, καθώς και τις ασπίδες που είχαν πάρει, ενώ ο οδηγός έσπαγε με τα χέρια του τις ασπίδες σε κομμάτια, καλώντας και τούς άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.243
Τότε οι Έλληνες αποδέσμευσαν τον οδηγό με δώρα που συγκέντρωσαν από κοινού, δηλαδή, ένα άλογο, μια ασημένια φιάλη, ένα περσικό φόρεμα και δέκα δαρεικούς. Αυτός όμως ζητούσε τα δακτυλίδια τους και πήρε αρκετά τέτοια από τούς στρατιώτες. Έτσι, αφού τούς έδειξε ένα χωριό, στο οποίο θα μπορούσαν να βρουν κατάλυμα, καθώς και τον δρόμο μέσω τού οποίου θα προχωρούσαν προς τη χώρα των Μακρώνων, τούς γύρισε την πλάτη καθώς έπεφτε το σκοτάδι κι έφυγε.244
4.8. Μέσα από τις χώρες των Μακρώνων και των Κόλχων
Από αυτό το σημείο οι Έλληνες προέλασαν μέσα στη χώρα των Μακρώνων245 τρεις σταθμούς, δέκα παρασάγγες. Την πρώτη λοιπόν ημέρα έφτασαν στον ποταμό, που αποτελούσε το όριο μεταξύ τής χώρας των Μακρώνων και εκείνης των Σκυθηνών.246 247
Πάνω τους, στα δεξιά τους, είχαν δύσβατη χώρα και στα αριστερά τους άλλο ποτάμι, στο οποίο συνέβαλε ο ποταμός-όριο και το οποίο έπρεπε να διαβούν. Οι όχθες τού ποταμού αυτού ήσαν κατάφυτες με δέντρα, τα οποία, αν και δεν ήσαν ιδιαίτερα μεγάλα, συγκροτούσαν πολύ πυκνή βλάστηση. Φτάνοντας εκεί οι Έλληνες, στη βιασύνη τους να βγουν από αυτόν τον τόπο το συντομότερο δυνατόν, άρχισαν να τα κόβουν.248
Αλλά οι Μάκρωνες, οπλισμένοι με ξύλινες ασπίδες, λόγχες και μάλλινους χιτώνες, είχαν ήδη παραταχθεί στην απέναντι όχθη για να τούς αντιμετωπίσουν, παρακινώντας ο ένας τον άλλον και ρίχνοντας πέτρες στο ποτάμι, οι οποίες δεν έφταναν απέναντι και δεν προκαλούσαν καμία ζημιά.249
Εκείνη τη στιγμή κατέφθασε στον Ξενοφώντα κάποιος από τούς πελταστές, δηλαδή από το ελαφρύ πεζικό. Είπε ότι ήταν σκλάβος στην Αθήνα και ότι γνώριζε τη γλώσσα αυτών των ανθρώπων.
«Νομίζω», είπε, «ότι αυτή πρέπει να είναι η πατρίδα μου κι αν δεν υπάρχει αντίρρηση, θα έχω μια συζήτηση μαζί τους».250
«Δεν υπάρχει καμία αντίρρηση» απάντησε o Ξενοφών, «μίλησέ τους και ρώτησέ τους πρώτα ποιοι είναι».
Απαντώντας στο ερώτημα αυτό είπαν ότι «είναι Μάκρωνες».
«Καλά λοιπόν», είπε ο Ξενοφών, «ρώτησέ τους γιατί έχουν συνταχθεί σε μάχη και θέλουν να μάς πολεμήσουν;»251
Εκείνοι απάντησαν
«Επειδή εισβάλλετε στη χώρα μας».
Οι στρατηγοί τον διέταξαν να πει:
«Ναι, αλλά χωρίς πρόθεση να κάνουμε οποιοδήποτε κακό στη χώρα σας ή σε εσάς. Συμμετείχαμε όμως σε πόλεμο εναντίον τού βασιλιά, επιστρέφουμε τώρα στην Ελλάδα και το μόνο που θέλουμε είναι να φτάσουμε στη θάλασσα».252
Οι άλλοι ρώτησαν «Είσαστε πρόθυμοι να δώσετε υποσχέσεις ότι αυτός είναι ο σκοπός σας;»
Απάντησαν «Ναι, είμαστε έτοιμοι να δώσουμε και να πάρουμε υποσχέσεις».
Τότε οι Μάκρωνες έδωσαν μια βαρβαρική λόγχη στους Έλληνες και οι Έλληνες σε εκείνους μια ελληνική:
«Αυτές», είπαν, «θα χρησιμεύσουν ως ενέχυρα».
Και οι δύο πλευρές επικαλέστηκαν τη μαρτυρία των θεών.253
Μετά τις υποσχέσεις που ανταλλάχθηκαν, οι Μάκρωνες άρχισαν να κόβουν τα δέντρα και να φτιάχνουν δρόμο για να τούς βοηθήσουν να περάσουν απέναντι, αναμιγνυόμενοι ελεύθερα με τούς Έλληνες, παρέχοντάς τους όσο καλύτερες υπηρεσίες μπορούσαν και συνοδεύοντάς τους για τρεις ημέρες στην πορεία τους, μέχρι να τούς οδηγήσουν με ασφάλεια στα όρια τής χώρας των Κόλχων.254
Εκεί βρέθηκαν απέναντι σε μεγάλο βουνό, το οποίο όμως ήταν προσβάσιμο. Πάνω του ήσαν παραταγμένοι οι Κόλχοι.255 Στην αρχή οι Έλληνες συντάχθηκαν κι αυτοί σε φάλαγγα, σαν να ήσαν διατεθειμένοι να επιτεθούν στο βουνό. Αλλά στη συνέχεια οι στρατηγοί αποφάσισαν να συγκαλέσουν πολεμικό συμβούλιο και να εξετάσουν ποιός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να δώσουν αυτή τη μάχη.256 257
Είπε λοιπόν ο Ξενοφών:
«Δεν συμφωνώ να προχωρήσουμε κατά φάλαγγα, αλλά προτείνω να συγκροτήσουμε λόχους. Γιατί αν προχωρήσουμε σε φάλαγγα», είπε, «αυτή θα διασπαστεί αμέσως. Θα βρούμε το βουνό γεμάτο ανισότητες, αλλού χωρίς δίοδο κι αλλού εύκολα προσβάσιμο. Και μόνο το γεγονός ότι θα έχουμε ξεκινήσει σε φάλαγγα και στη συνέχεια θα μάς δουν διασπασμένους σε αταξία, θα τούς δώσει ψυχολογικό πλεονέκτημα.258
Επίσης, αν προχωρήσουμε αρκετά βαθιά, ο εχθρός οπωσδήποτε θα μάς προσπεράσει και θα χρησιμοποιήσει τούς υπεράριθμούς του με όποιον καλύτερο τρόπο επιθυμεί. Αντίθετα, αν πορευτούμε κατά μικρές ομάδες, τότε φυσικά θα πρέπει να περιμένουμε, ότι οι γραμμές μας θα κόβονται συνεχώς από την πυκνή βροχή βελών και τις εφορμήσεις ανδρών. Κι αν αυτό συμβεί σε οποιοδήποτε σημείο τής φάλαγγας, τότε θα είναι κακό για ολόκληρη τη φάλαγγα.259
Noμίζω λοιπόν, ότι πρέπει να συγκροτήσουμε λόχους με βάθος (κατά στήλες), που να καλύπτουν αρκετό έδαφος και να έχουν αποστάσεις μεταξύ τους, ώστε να μπορούν οι τελευταίοι λόχοι κάθε πτέρυγας να βρίσκονται έξω από τις πλευρές τού εχθρού. Έτσι, με τούς τελευταίους λόχους μας θα βρισκόμαστε έξω από τις γραμμές τού εχθρού, ενώ οι καλύτεροι δικοί μας, ευρισκόμενοι επικεφαλής των λόχων τους, θα οδηγούν την επίθεση. Κάθε λόχος θα διαλέγει τη διαδρομή του, εκεί όπου το έδαφος είναι εύκολο.260
Επίσης θα είναι δύσκολο για τον εχθρό να παρεμβληθεί στα ενδιάμεσα διαστήματα, αφού θα υπάρχουν λόχοι και στις δύο πλευρές. Ούτε θα είναι εύκολο γι’ αυτόν να διακόψει την πορεία κάθε ξεχωριστού λόχου. Όταν πιέζεται κάθε λόχος, τότε θα σπεύδει να τον βοηθήσει ο κοντινός του. Κι αν κάποιος λόχος καταφέρει να φτάσει στο ύψωμα, τότε κανένας από τούς εχθρούς δεν θα παραμείνει στη θέση του».261
Η πρόταση αυτή υιοθετήθηκε και συγκροτήθηκαν σε λόχους. Ο Ξενοφών, επιστρέφοντας από τη δεξιά πτέρυγα στην αριστερή, είπε στους στρατιώτες:
«Άνδρες, αυτοί που βλέπετε μπροστά σας είναι το μοναδικό εμπόδιο που παρεμβάλλεται πια ανάμεσα σε εμάς και στον τόπο προς τον οποίο κινούμαστε εδώ και καιρό.262 Αν μπορούμε, πρέπει να τούς φάμε ακόμη και ωμούς».263
Τα διάφορα τμήματα πήραν τις θέσεις τους και συγκροτήθηκαν οι λόχοι, ογδόντα περίπου λόχοι οπλιτών, καθένας με σχεδόν εκατό οπλίτες. Tούς πελταστές και τούς τοξότες τούς χώρισαν σε τρία τμήματα των εξακοσίων περίπου ανδρών, ένα εξωτερικά τής αριστερής πλευράς, ένα εξωτερικά τής δεξιάς και ένα στη μέση.264
Τότε οι στρατηγοί διέταξαν να προσευχηθούν. Αφού προσευχήθηκαν και τραγούδησαν τον παιάνα, άρχισαν την προέλαση. Ο Χειρίσοφος, ο Ξενοφών και οι πελταστές που ήσαν μαζί τους προχωρούσαν αριστερά και δεξιά αντίστοιχα, έξω από τη γραμμή των εχθρών.265
Οι εχθροί, βλέποντας την προέλασή τους, διασπάστηκαν για να τούς αντιμετωπίσουν κινούμενοι άλλοι προς τα δεξιά και άλλοι προς τα αριστερά, δημιουργώντας έτσι μεγάλο κενό στη μέση τής φάλαγγάς τους.266
Βλέποντας την κίνηση αυτή οι πελταστές υπό τον Ακαρνάνα267 Αισχίνη, που είχαν τοποθετηθεί μαζί με τούς Αρκάδες οπλίτες, νόμισαν ότι ο εχθρός τρεπόταν σε φυγή. Όρμησαν με δυνατές κραυγές και ήσαν οι πρώτοι που ανέβηκαν στην κορυφή. Τούς ακολούθησαν από κοντά οι Αρκάδες οπλίτες υπό τις διαταγές τού Ορχομένιου Κλεάνωρα.268
Μόλις λοιπόν άρχισαν να τρέχουν έτσι, οι εχθροί δεν μπορούσαν πια να κρατήσουν τις θέσεις τους, αλλά τράπηκαν σε φυγή, καθένας προς άλλη κατεύθυνση. Οι Έλληνες, αφού ανέβηκαν στον λόφο, στρατοπέδευσαν σε πολλά χωριά, που είχαν μεγάλες ποσότητες προμηθειών.269
Εδώ δεν υπήρχε γενικά κάτι αξιοθαύμαστο, αλλά οι κυψέλες μελισσών ήσαν πάρα πολλές, ενώ όσοι από τούς στρατιώτες έφαγαν τις κηρύθρες παραφρόνησαν, υπέφεραν από εμετούς και διάρροια και δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους.270 Μικρή δόση προκαλούσε κατάσταση έντονης μέθης ενώ μεγαλύτερη προκαλούσε κατάσταση παραφροσύνης, φέρνοντάς τους ακόμη και στα πρόθυρα τού θανάτου.271
Ήσαν λοιπόν πολλοί ξαπλωμένοι σαν να είχαν υποστεί ήττα, ενώ υπήρχε μεγάλη βαρυθυμία.
Την επόμενη όμως ημέρα δεν είχε πεθάνει κανένας, ενώ την ίδια περίπου ώρα με εκείνη που είχαν φάει το μέλι άρχισαν να ανακτούν τις αισθήσεις τους.272 Την τρίτη και την τέταρτη μέρα ξανασηκώθηκαν στα πόδια τους, σαν να συνέρχονταν έχοντας πιεί μεγάλες δόσεις φαρμάκου.273
Άφιξη στην Τραπεζούντα
Από το σημείο εκείνο πορεύτηκαν δύο σταθμούς, επτά παρασάγγες, κι έφτασαν στη θάλασσα στην Τραπεζούντα,274 που ήταν πολυάνθρωπη ελληνική πόλη στον Εύξεινο Πόντο, αποικία των Σινωπέων275 στη χώρα των Κόλχων.276 Εκεί έμειναν τριάντα περίπου ημέρες στα χωριά των Κόλχων και από εκεί ορμώμενοι ρήμαζαν ολόκληρη την Κολχίδα.277
Οι Τραπεζούντιοι εφοδίασαν τον στρατό με αγορά, φιλοξένησαν τούς Έλληνες και τούς έδωσαν ως δώρα φιλοξενίας βόδια, σιτηρά και κρασί.278
Διαπραγματεύθηκαν επίσης και για λογαριασμό των γειτονικών Κόλχων, κυρίως εκείνων που κατοικούσαν στην πεδιάδα και ήρθαν και από εκείνους βόδια ως δώρα φιλοξενίας.279
Τώρα οι Έλληνες ετοίμαζαν τη θυσία που είχαν τάξει. Έφτασαν σε αυτούς αρκετά βόδια, τα οποία είχαν τάξει για τις ιερές θυσίες στον Σωτήρα Δία, στον Ηρακλή και στους άλλους θεούς. Στην πλαγιά όπου είχαν κατασκηνώσει έκαναν και γυμναστικούς αγώνες. Επέλεξαν για να επιμεληθεί τής διαδρομής και να προΐσταται των αγώνων τον Σπαρτιάτη Δρακόντιο, που είχε διωχτεί από την πατρίδα του όταν ήταν παιδί, επειδή είχε σκοτώσει χωρίς να το θέλει ένα άλλο παιδί, χτυπώντας το με ξιφίδιο.280
Όταν τελείωσαν οι θυσίες, παρέδωσαν τα δέρματα των σφαγίων στον Δρακόντιο και τού ζήτησαν να τούς οδηγήσει εκεί όπου είχε φτιαχτεί η διαδρομή. Αυτός έδειξε με το χέρι του τον τόπο όπου στεκόταν ήδη και είπε:
«Αυτός ο λόφος είναι πολύ καλός για να τρέξει καθένας όπου θέλει».
Τον ρώτησαν
«Μα πώς θα μπορέσουν να αγωνιστούν σε τόσο σκληρό και θαμνώδες έδαφος;»
Κι αυτός είπε:
«Θα στενοχωρηθεί πιο πολύ εκείνος που θα πέσει».281
Τα αγόρια, τα περισσότερα από τα οποία ήσαν αιχμάλωτοι, αγωνίστηκαν σε αγώνα δρόμου επί μήκους ενός σταδίου, ενώ στον δόλιχο,282 στον δρόμο μεγάλης απόστασης, πήραν μέρος περισσότεροι από εξήντα Κρήτες. Έγιναν επίσης αγώνες πάλης, πυγμαχίας και παγκρατίου283 και το θέαμα ήταν ωραίο. Συμμετείχαν πολλοί και ο συναγωνισμός με τούς συντρόφους τους, αρσενικούς και θηλυκούς, που παρακολουθούσαν ως θεατές, ήταν μεγάλος.284
Έγιναν και ιππικοί αγώνες. Οι ιππείς έπρεπε να καλπάσουν προς τη θάλασσα από απότομη πλαγιά και στρέφοντας να ανέβουν πάλι στον βωμό. Κατά την κατάβαση οι περισσότεροι έπεσαν, ενώ στην ανάβαση, λόγω τής μεγάλης κλίσης, αποκαμωμένα τα άλογα προχωρούσαν σχεδόν βαδίζοντας. Πολλές ήσαν οι κραυγές, τα γέλια και οι παροτρύνσεις.285
<- Βιβλίο τρίτο | Βιβλίο πέμπτο -> |