<- Βιβλίο δεύτερο | Βιβλίο τέταρτο -> |
3.1. Οι Έλληνες εκλέγουν νέους στρατηγούς
[Αναφέρθηκαν μέχρι τώρα όσα έκαναν οι Έλληνες κατά την ανάβαση τού Κύρου στην Περσία μέχρι τη μάχη, αλλά και όσα έγιναν μετά τον θάνατο τού Κύρου, όταν άρχισαν οι Έλληνες να αποχωρούν μαζί με τον Τισσαφέρνη, όντας σε ανακωχή με αυτόν.]1
Όταν συνελήφθησαν οι στρατηγοί και σκοτώθηκαν οι λοχαγοί και οι στρατιώτες που τούς συνόδευαν, οι Έλληνες έπεσαν σε βαθιά αμηχανία, σκεπτόμενοι ότι βρίσκονταν στις πύλες τού βασιλιά, έχοντας γύρω τους απ’ όλες τις πλευρές πολλές φυλές ανθρώπων και εχθρικές πόλεις, ότι τώρα κανένας δεν επρόκειτο να τούς διαθέσει αγορά, ενώ βρίσκονταν μακριά από την Ελλάδα περισσότερα από δέκα χιλιάδες στάδια,2 χωρίς να υπάρχει κανένας οδηγός για να τούς δείξει τον δρόμο. Υπήρχαν αδιάβατοι ποταμοί στον δρόμο προς την πατρίδα, ενώ τούς είχαν προδώσει και οι βάρβαροι που είχαν βαδίσει μαζί τους υπό τον Κύρο. Ήσαν εγκαταλειμμένοι μόνοι, χωρίς ούτε έναν έστω ιππέα να τούς βοηθήσει. Ήταν λοιπόν απολύτως σαφές, ότι αν κέρδιζαν μια μάχη, οι εχθροί τους θα διέφευγαν όλοι, ενώ αν έχαναν, δεν θα επιζούσε κανένας.3
Προβληματισμένοι με αυτά και απελπισμένοι, λίγοι έφαγαν το βράδυ, λίγοι άναψαν φωτιά και πολλοί δεν πήγαν στις σκοπιές εκείνη τη νύχτα, αλλά ήσαν ξαπλωμένοι όπου τύχαινε να βρισκόταν καθένας, χωρίς να μπορούν να κοιμηθούν, από τη θλίψη και τη λαχτάρα για τις πατρίδες, τούς γονείς τους, τις συζύγους και τα παιδιά, που νόμιζαν ότι δεν θα ξανάβλεπαν. Τέτοια ήταν λοιπόν η κατάσταση και όλοι ήσαν ξαπλωμένοι.4
Στο στράτευμα υπήρχε κι ένας Αθηναίος, ο Ξενοφών, που δεν είχε συνοδεύσει τον Κύρο ούτε ως στρατηγός, ούτε ως αξιωματικός, ούτε καν ως στρατιώτης, αλλά απλώς με πρόσκληση από παλιό του φίλο, τον Πρόξενο. Αυτός ο παλιός φίλος τού είχε υποσχεθεί ότι, αν ερχόταν, θα τον γνώριζε στον Κύρο, «ο οποίος», έλεγε ο Πρόξενος, «πιστεύω ότι αξίζει για μένα όσο η πατρίδα μου και ακόμη περισσότερο».5
Ο Ξενοφών, όταν διάβασε την επιστολή, συμβουλεύτηκε τον Σωκράτη τον Αθηναίο, αν έπρεπε ή όχι να δεχτεί την πρόσκληση. Και ο Σωκράτης, που υποψιαζόταν ότι το κράτος τής Αθήνας ίσως στραβοκοίταζε τη φιλία του με τον Κύρο, τού οποίου η ένθερμη συνεργασία με τούς Σπαρτιάτες εναντίον των Αθηναίων στον πόλεμο δεν είχε ξεχαστεί,6 συμβούλευσε τον Ξενοφώντα να πάει στους Δελφούς και να συμβουλευτεί εκεί τον θεό για τη σκοπιμότητα ενός τέτοιου ταξιδιού.7
Ο Ξενοφών πήγε και έθεσε στον Απόλλωνα το ερώτημα, σε ποιον από τούς θεούς να προσευχηθεί και να κάνει θυσίες ώστε να πετύχει με τον καλύτερο τρόπο το ταξίδι που σχεδίαζε και να επιστρέψει ασφαλής και με καλή τύχη. Τού απάντησε λοιπόν ο Απόλλων σε ποιους θεούς έπρεπε να θυσιάσει.8
Όταν γύρισε στην Αθήνα, ανέφερε τον χρησμό στον Σωκράτη, ο οποίος, όταν τον άκουσε, κατηγόρησε τον Ξενοφώντα, ότι δεν είχε ρωτήσει τον θεό αν ήταν καλύτερο να μείνει ή να πάει στο ταξίδι, αλλά έχοντας ο ίδιος πάρει την απόφαση, είχε ρωτήσει ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να πορευτεί.
«Αφού λοιπόν», συνέχισε ο Σωκράτης, «αυτά ρώτησες, πρέπει να κάνεις εκείνα που πρόσταξε ο θεός».9
Έτσι, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, ο Ξενοφών θυσίασε στους θεούς που είχε κατονομάσει το μαντείο και ξεκίνησε το ταξίδι του με πλοίο. Πρόλαβε τον Πρόξενο και τον Κύρο στις Σάρδεις, ακριβώς όταν ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν την άνοδο προς το εσωτερικό τής χώρας και τον συνέστησαν στον Κύρο.10
Ο Πρόξενος τον πίεσε να μείνει, ενώ το ίδιο ζητούσε ένθερμα και ο Κύρος, προσθέτοντας ότι μόλις τελείωνε η εκστρατεία, θα τον έστελνε αμέσως στην πατρίδα. Και λεγόταν ότι η εκστρατεία ήταν εναντίον των Πισίδων.11
Έτσι πήρε μέρος ο Ξενοφών στην εκστρατεία, έχοντας εξαπατηθεί, όχι όμως από τον Πρόξενο, ο οποίος επίσης δεν γνώριζε τη σχεδιαζόμενη επίθεση εναντίον τού βασιλιά, όπως δεν τη γνώριζε κανένας άλλος από τούς Έλληνες, εκτός από τον Κλέαρχο. Όταν λοιπόν έφτασαν στην Κιλικία, φαινόταν σαφές σε όλους, ότι η εκστρατεία κατευθυνόταν εναντίον τού βασιλιά. Οι περισσότεροι φοβούνταν το ταξίδι, που δεν είχαν καθόλου στο μυαλό τους, όμως από ντροπή ο ένας για τον άλλο και για τον Κύρο συνέχισαν να τον ακολουθούν. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ξενοφών.12
Και τώρα, όντας σε αμηχανία, λυπόταν και αυτός μαζί με τούς άλλους και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κι όταν κοιμήθηκε για λίγο, είδε ένα όνειρο. Τού φάνηκε ότι υπήρχε καταιγίδα με βροντές και αστραπές κι ένας κεραυνός έπεσε στο σπίτι τού πατέρα του, που πήρε όλο φωτιά.13
Σηκώθηκε τρομαγμένος και μελετώντας το θέμα αποφάσισε ότι το όνειρο ήταν εν μέρει καλό. Ότι ευρισκόμενος μέσα σε μόχθους και κινδύνους είχε δει μεγάλο φως από τον Δία. Από την άλλη μεριά φοβόταν ότι το όνειρο προερχόταν από τον Δία τον βασιλιά. Και η φωτιά είχε απλωθεί σε όλο το σπίτι, που σήμαινε ότι τον κύκλωναν διάφορες δυσκολίες και δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τη χώρα τού βασιλιά.14
Όμως το πλήρες νόημα το ανακάλυψε από εκείνα που συνέβησαν ύστερα από το όνειρο. Και έγιναν τα εξής. Μόλις ξύπνησε, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν:
«Γιατί είμαι ξαπλωμένος εδώ; Η νύχτα προχωράει. Μόλις ξημερώσει είναι πολύ πιθανό ότι ο εχθρός θα πέσει πάνω μας. Αν πέσουμε στα χέρια τού βασιλιά, τι άλλο μάς απομένει άραγε, από το να δούμε τα πιο φρικτά πράγματα και να υποστούμε τα μεγαλύτερα δεινά, πεθαίνοντας με ατιμωτικό θάνατο;15
Κανένας δεν προετοιμάζεται για να υπερασπιστούμε τούς εαυτούς μας, κανένας δεν φροντίζει, αλλά είμαστε ξαπλωμένοι εδώ σαν να ησυχάζουμε. Εγώ ποιας πόλης τον στρατηγό περιμένω να τα κάνει αυτά; Σε ποια ηλικία περιμένω να φτάσω; Γιατί δεν θα γίνω μεγαλύτερος, αν σήμερα προδώσω τον εαυτό μου στους εχθρούς μου».16
Τότε σηκώθηκε και ταυτόχρονα κάλεσε τούς λοχαγούς που υπάγονταν πριν στον Πρόξενο. Και όταν συγκεντρώθηκαν, είπε:
«Άνδρες λοχαγοί, ούτε να κοιμηθώ μπορώ, όπως φαντάζομαι ούτε εσείς, ούτε να κάθομαι εδώ, όταν βλέπω σε τι δυσκολίες βρισκόμαστε.17
Είναι προφανές ότι ο εχθρός δεν εξαπέλυσε εναντίον μας ανοιχτό πόλεμο πριν νιώσει ότι τα είχε ετοιμάσει όλα καλά. Από εμάς όμως δεν φροντίζει κανείς τίποτε, για να πολεμήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε.18
Κι όμως, αν υποκύψουμε και πέσουμε κάτω από την εξουσία τού βασιλιά, πρέπει να αναρωτηθούμε ποια θα είναι η μοίρα μας. Αυτός ο άνθρωπος ακόμη και τού ομοαίματου αδελφού του, που ήταν νεκρός, έκοψε το κεφάλι και το χέρι και τα κάρφωσε σε σταυρό. Εμείς λοιπόν, που ούτε δεσμό αίματος έχουμε υπέρ μας, που εκστρατεύσαμε εναντίον του για να τον κάνουμε δούλο αντί για βασιλιά και να τον σκοτώσουμε αν μπορούσαμε, άραγε τι νομίζουμε ότι θα πάθουμε στα χέρια του;19
Δεν θα έκανε άραγε κάθε δυνατή προσπάθεια για να μάς επιβάλει τα πιο ακραία βασανιστήρια και έτσι να κάνει όλους τούς ανθρώπους να μην εκστρατεύσουν ποτέ εναντίον του; Εμείς λοιπόν πρέπει να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια, ώστε να μην πέσουμε στα χέρια του.20
Από την πλευρά μου, όσο διαρκούσε η ανακωχή, ποτέ δεν έπαψα να συμπονώ εμάς και να συγχαίρω τον βασιλιά και τούς δικούς του, βλέποντας πόσο μεγάλη και τι είδους ήταν η χώρα του, πόσο άφθονες ήσαν οι προμήθειες, πόσοι οι υπηρέτες, τα ζώα τους, ο χρυσός και τα ενδύματά τους.21
Όταν πάλι σκεφτόμουν την κατάσταση των δικών μας στρατιωτών, ότι δεν είχαμε μερίδιο σε αυτά τα καλά πράγματα, εκτός αν τα αγοράζαμε, αλλά λίγοι από εμάς είχαν ακόμη χρήματα για να αγοράσουν, ήξερα ότι οι όρκοι μάς συγκρατούσαν να μην πάρουμε προμήθειες με άλλον τρόπο παρά μόνο με αγορά. Με αυτές τις σκέψεις μερικές φορές φοβόμουν περισσότερο την ανακωχή, απ’ όσο φοβάμαι τώρα τον πόλεμο.22
Τώρα όμως που τερμάτισαν απότομα την ανακωχή, τερματίστηκε κατά τη γνώμη μου και η δική τους αυθάδεια και η καχυποψία μας. Όλα αυτά τα καλά πράγματα βρίσκονται τώρα στη μέση και προσφέρονται ως έπαθλα για όποιο από τα δύο μέρη αποδείξει ότι είναι οι πιο θαρραλέοι άνδρες. Και κριτές τού αγώνα είναι οι θεοί, οι οποίοι, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι στο πλευρό μας.23
Γιατί οι εχθροί μας έχουν παραβιάσει τούς όρκους τους στους θεούς, ενώ εμείς, με άφθονα αγαθά μπροστά στα μάτια μας, κρατήσαμε σταθερά τα χέρια μας μακριά από αυτά, λόγω των όρκων μας προς τούς θεούς. Νομίζω λοιπόν ότι θα πάμε σε αυτόν τον αγώνα με πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από τούς εχθρούς μας.24
Επίσης έχουμε σώματα πιο ικανά από τα δικά τους, που αντέχουν το κρύο, τη ζέστη και τον μόχθο. Με την ευλογία των θεών, έχουμε και καλύτερες ψυχές. Και αυτοί οι άνδρες θα είναι πιο τρωτοί και θνητοί από εμάς, αν οι θεοί, όπως και πριν από ημέρες, μάς δώσουν τη νίκη.25
Επειδή μπορεί και άλλοι να έχουν αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, στο όνομα των θεών, ας μην περιμένουμε από άλλους να έρθουν σε εμάς και να μάς καλέσουν στα ευγενέστερα έργα, αλλά ας πάρουμε εμείς την πρωτοβουλία να διεγείρουμε τούς εαυτούς μας και τούς άλλους στην ανδρεία. Φανείτε οι καλύτεροι από τούς λοχαγούς και πιο άξιοι στρατηγοί από τούς στρατηγούς.26
Όσο για μένα, αν επιλέξετε να εξορμήσετε σε αυτή την αναζήτηση, θα σάς ακολουθήσω. Αλλά αν μού αναθέσετε την ηγεσία, δεν θα επικαλεστώ την ηλικία μου ως δικαιολογία. Έχω τουλάχιστον την ηλικία για να αποκρούσω τούς κινδύνους από το κεφάλι μου».27
Αυτά λοιπόν είπε ο Ξενοφών και οι αξιωματικοί, όταν τον άκουσαν, τού ζητούσαν να αναλάβει την αρχηγία, όλοι εκτός από τον Απολλωνίδη, που μιλούσε με τη βοιωτική διάλεκτο. Εκείνος υποστήριξε ότι έλεγε ανοησίες όποιος ισχυριζόταν ότι θα πετύχαινε τη σωτηρία με άλλο τρόπο, εκτός από το να πείσει τον βασιλιά, αν μπορούσε να το κάνει. Και ταυτόχρονα άρχισε να μιλάει για τις δυσκολίες τής κατάστασής τους. Ο Ξενοφών όμως τον διέκοψε και είπε:28
«Πιο θαυμαστέ απ’ όλους τούς άνδρες, εσύ βλέποντας δεν αντιλαμβάνεσαι και ακούγοντας δεν θυμάσαι. Θα ήσουν παρών μαζί μας, όταν ο βασιλιάς, μετά τον θάνατο τού Κύρου και κομπάζοντας για εκείνο το γεγονός, έστειλε αγγελιοφόρους και μάς διέταξε να παραδώσουμε τα όπλα μας.29
Αλλά όταν εμείς, αντί να τα παραδώσουμε, εξοπλιστήκαμε με αυτά και πήγαμε και στρατοπεδεύσαμε δίπλα του, μήπως άραγε δεν έστειλε πρεσβευτές, ζητώντας ανακωχή και προσφέροντάς μας προμήθειες μέχρι να πετύχει τελικά την ανακωχή;30
Όταν όμως οι στρατηγοί και οι λοχαγοί μας, κάνοντας ακριβώς αυτό που προτείνεις τώρα, προσήλθαν άοπλοι σε διάσκεψη με αυτούς, εμπιστευόμενοι την ανακωχή, μήπως δεν τούς ξυλοκόπησαν, δεν τούς βασάνισαν, δεν τούς πρόσβαλαν, χωρίς να μπορούν οι άμοιροι ούτε να πεθάνουν, πράγμα που νομίζω ότι θα προτιμούσαν; Γνωρίζοντας όλα αυτά, ισχυρίζεσαι ότι λένε ανοησίες εκείνοι που παροτρύνουν για αυτοάμυνα και προτείνεις να πάμε πάλι και να προσπαθήσουμε να πείσουμε τούς εχθρούς;31
Άνδρες, κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει απλώς να αρνηθούμε να τον δεχτούμε σε συντροφικότητα μαζί μας, αλλά πρέπει να τού στερήσουμε το αξίωμα τού λοχαγού, να τού φορτώσουμε αποσκευές στην πλάτη και να τού φερόμαστε σαν τέτοιο.32 Γιατί αυτός και τον τόπο του ντροπιάζει και όλη την Ελλάδα, αφού, αν και Έλληνας, είναι τέτοιος άνθρωπος».33
Τότε διέκοψε ο Στυμφάλιος Αγασίας λέγοντας:
«Όχι, αυτός ο άνθρωπος δεν έχει καμία σχέση ούτε με τη Βοιωτία ούτε με άλλο μέρος τής Ελλάδας, γιατί έχω παρατηρήσει ότι έχει και τα δυο του αυτιά τρυπημένα σαν Λυδός».34
Και έτσι ήταν. Τον έδιωξαν λοιπόν και οι άλλοι επισκέφθηκαν τα τμήματα τού στρατού. Όπου υπήρχε στρατηγός ζωντανός, καλούσαν τον στρατηγό να ενωθεί μαζί τους. Όπου ο στρατηγός είχε φύγει, καλούσαν τον υποστράτηγο. Και όπου είχε απομείνει λοχαγός, καλούσαν τον λοχαγό.35
Μόλις συγκεντρώθηκαν όλοι, κάθησαν μπροστά από τον χώρο απόθεσης των όπλων. Οι συγκεντρωμένοι στρατηγοί και λοχαγοί ήσαν περίπου εκατό. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα, όταν έγινε αυτό.36
Τότε ο Ηλείος Ιερώνυμος, ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τούς λοχαγούς τού Προξένου, άρχισε να μιλά ως εξής:
«Άνδρες στρατηγοί και λοχαγοί, κρίναμε καλύτερο, εν όψει τής σημερινής κατάστασης, να μαζευτούμε και να καλέσουμε κι εσάς, για να σκεφτούμε κάποια καλή λύση. Επανάλαβε Ξενοφώντα, αυτά ακριβώς που μάς είπες».37
Στη συνέχεια μίλησε ο Ξενοφών και είπε τα εξής:
«Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, ότι ο βασιλιάς και ο Τισσαφέρνης συνέλαβαν όσους μπόρεσαν από εμάς, ενώ είναι σαφές ότι σχεδιάζουν να καταστρέψουν, αν μπορούν, εμάς τούς υπόλοιπους. Κατά τη γνώμη μου πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε, ώστε να μην πέσουμε ποτέ κάτω από την εξουσία των βαρβάρων, αλλά, αν μπορούμε, να τούς βάλουμε εμείς κάτω από την εξουσία μας. 38
Να ξέρετε λοιπόν ότι εσείς, όσοι συγκεντρωθήκατε τώρα εδώ, έχετε τη μεγαλύτερη ευκαιρία. Γιατί όλοι αυτοί οι στρατιώτες μας κοιτάζουν εσάς. Αν δουν ότι είστε λιπόψυχοι, όλοι τους θα είναι δειλοί, ενώ αν δείξετε ότι προετοιμάζεστε να επιτεθείτε στους εχθρούς και καλέσετε και τούς άλλους να κάνουν το ίδιο, να είστε βέβαιοι ότι θα σάς ακολουθήσουν και θα προσπαθήσουν να σάς μιμηθούν.39
Ίσως όμως είναι σωστό και δίκαιο να υπερέχετε κάπως απέναντί τους. Γιατί εσείς είστε στρατηγοί, ταξίαρχοι και λοχαγοί. Και όταν υπήρχε ειρήνη, εσείς υπερείχατε απέναντί τους σε πλούτο και τιμές. Τώρα λοιπόν που υπάρχει πόλεμος, είναι σωστό να περιμένουμε από εσάς να είστε ανώτεροι από τούς απλούς στρατιώτες και να προγραμματίζετε γι’ αυτούς, να μοχθείτε γι’ αυτούς, όποτε υπάρχει ανάγκη.40
Κατ’ αρχάς νομίζω ότι θα προσφέρετε στον στρατό μεγάλη υπηρεσία, αν μεριμνήσετε ώστε να διοριστούν το ταχύτερο δυνατό στρατηγοί και λοχαγοί, στη θέση εκείνων που έχουν χαθεί. Γιατί χωρίς ηγέτες τίποτε καλό ή ευγενές δεν μπορεί να επιτευχθεί πουθενά, για να το θέσω συνοπτικά, και σίγουρα όχι στον πόλεμο. Γιατί η πειθαρχία, όπως φαίνεται, σώζει τούς άνδρες, ενώ η έλλειψή της υπήρξε μέχρι τώρα η καταστροφή πολλών.41
Όταν θα έχετε διορίσει όλους τούς απαραίτητους διοικητές, νομίζω ότι θα ήταν σκόπιμο να μαζέψετε και τούς υπόλοιπους στρατιώτες και να προσπαθήσετε να τούς ενθαρρύνετε.42
Ακόμη και τώρα ίσως κι εσείς έχετε παρατηρήσει, ότι με κατήφεια ήρθαν στους χώρους τους και με κατήφεια ανέλαβαν τις βάρδιες τους στις φρουρές. Εφ’ όσον τέτοια είναι η κατάσταση, δεν ξέρω για ποια υπηρεσία θα μπορούσαν αυτοί να είναι χρήσιμοι, είτε τη νύχτα, αν υπάρχει ανάγκη ή ακόμη και τη μέρα.43
Αν όμως μπορέσει κάποιος να τούς γυρίσει τα μυαλά, ώστε να σκέφτονται όχι μόνο τι πρόκειται να υποφέρουν, αλλά επίσης τι πρόκειται να κάνουν, θα είναι πολύ πιο χαρούμενοι.44
Γιατί γνωρίζετε, είμαι βέβαιος, ότι τη νίκη στον πόλεμο δεν τη δίνουν ούτε οι αριθμοί, ούτε η δύναμη, αλλά ότι οι εχθροί τις περισσότερες φορές, με την ευλογία των θεών, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν εκείνους που είναι γενναιότεροι στην ψυχή και επιτίθενται στους εχθρούς.45
Άνδρες, από τη δική μου εμπειρία έχω παρατηρήσει ότι αυτοί που αγωνιούν στον πόλεμο να σώσουν τις ζωές τους με οποιονδήποτε τρόπο, είναι συνήθως εκείνοι που πεθαίνουν με κακό και επαίσχυντο θάνατο, ενώ εκείνοι που έχουν αναγνωρίσει ότι ο θάνατος είναι κοινό και αναπόφευκτο πεπρωμένο όλων των ανθρώπων και αγωνίζονται για να πεθάνουν αξιοπρεπώς, είναι ακριβώς αυτοί που, όπως παρατηρώ, είναι πιο πιθανό να φτάσουν στα γερατειά και να περάσουν τις ημέρες τους πιο ευτυχισμένα, όσο διαρκεί η ζωή τους.46
Εσείς λοιπόν, έχοντας πειστεί γι’ αυτά τα πράγματα, αφού βρισκόμαστε ακριβώς σε τέτοιο κρίσιμο σημείο, πρέπει να είστε οι ίδιοι γενναίοι άνδρες και να παρακινείτε με τη γενναιότητά σας και τούς άλλους».47
Έχοντας πει αυτά, σταμάτησε. Και ύστερα από αυτόν ο Χειρίσοφος είπε:
«Ξενοφώντα, μέχρι τώρα ήξερα μόνο ότι ήσουν Αθηναίος, αλλά τώρα θέλω να σε συγχαρώ για τα λόγια σου και για τις πράξεις σου και θα ήθελα να είχαμε πολλούς σαν εσένα. Θα ήταν καλό για όλους μας».48
«Και τώρα», συνέχισε, «ας μην χάνουμε χρόνο, αλλά αποσυρθείτε αμέσως για να επιλέξετε τούς διοικητές σας, όσοι χρειάζεται να το κάνετε, και αφού τούς επιλέξετε να έρθετε στη μέση τού στρατοπέδου, φέρνοντας μαζί σας και τούς άνδρες που θα έχετε επιλέξει. Τότε θα συγκαλέσουμε εκεί συνέλευση όλου τού στρατεύματος. Και να είναι παρών και ο κήρυκας Τολμίδης».49
Με αυτά τα λόγια σηκώθηκε αμέσως, για να μην υπάρξει καθυστέρηση στην λήψη των απαιτούμενων μέτρων. Ύστερα από αυτό επιλέχτηκαν διοικητές ο Τιμασίων από τη Δάρδανο50 στη θέση τού Κλεάρχου, ο Αχαιός Ξανθικλής στη θέση τού Σωκράτη, ο Κλεάνωρ από την Αρκαδία στη θέση τού Αγία, ο Αχαιός Φιλήσιος στη θέση τού Μένωνα και ο Αθηναίος Ξενοφών στη θέση τού Προξένου.51
3.2. Ο Ξενοφών προτείνει σχέδιο σωτηρίας
Μέχρι να επιλεγούν οι νέοι στρατηγοί, είχε αρχίσει να χαράζει. Οι ηγέτες συναντήθηκαν στο κέντρο τού στρατοπέδου και αποφάσισαν να οργανώσουν εμπροσθοφυλακή και να συγκαλέσουν συνέλευση των στρατιωτών. Όταν μαζεύτηκαν και οι άλλοι στρατιώτες, σηκώθηκε πρώτος ο Σπαρτιάτης Χειρίσοφος και είπε τα εξής:52
«Άνδρες στρατιώτες, είναι επώδυνη η κατάστασή μας, έχοντας χάσει τέτοιους στρατηγούς, λοχαγούς και στρατιώτες, ενώ επίσης ο Αριαίος και οι δικοί του, που ήσαν πριν σύμμαχοί μας, μάς έχουν προδώσει.53
Πρέπει όμως να είμαστε στις παρούσες συνθήκες γενναίοι άνδρες και να μην υποκύψουμε, αλλά να προσπαθήσουμε να σωθούμε με ένδοξη νίκη αν μπορούμε, ή αν όχι, τουλάχιστον να πεθάνουμε ένδοξα και ποτέ να μην πέσουμε ζωντανοί στα χέρια των εχθρών μας. Γιατί νομίζω ότι στην περίπτωση αυτή θα υποφέρουμε εκείνα που προσεύχομαι να κάνουν οι θεοί στους εχθρούς μας».54
Σε αυτό το σημείο σηκώθηκε ο Κλεάνωρ από τον Ορχομενό και μίλησε ως εξής:
«Βλέπετε, άνδρες, την ψευδορκία και την ασέβεια τού βασιλιά. Βλέπετε την απιστία τού Τισσαφέρνη, που ενώ έλεγε ότι είναι γείτονας τής Ελλάδας και θα έκανε ό,τι μπορούσε για να μάς σώσει, μάλιστα μάς ορκίστηκε γι’ αυτό κι έσφιξε μαζί μας το δεξί του χέρι, ο ίδιος συνέλαβε με απάτη τούς στρατηγούς μας, δεν σεβάστηκε ούτε τον Ξένιο Δία, αλλά αφού φιλοξένησε τον Κλέαρχο ως φίλο σε δείπνο, χρησιμοποίησε τη φιλοξενία του για να εξαπατήσει και να καταστρέψει τούς άνδρες.55
Και ο Αριαίος, τον οποίο προσφερθήκαμε να κάνουμε βασιλιά και με τον οποίο ανταλλάξαμε υποσχέσεις να μην προδώσει ο ένας τον άλλο, ακόμη και αυτός ο άνθρωπος ούτε τούς θεούς φοβήθηκε, ούτε τον νεκρό Κύρο ντράπηκε, αν και είχε τιμηθεί πολύ από τον Κύρο όταν ζούσε, ακόμη και αυτός έχει αποστατήσει στους χειρότερους εχθρούς τού Κύρου και προσπαθεί να κάνει κακό σε εμάς, στους φίλους τού Κύρου.56
Αλλά σε εκείνους οι θεοί θα ανταποδώσουν αυτό που τούς αξίζει. Εμείς όμως, βλέποντας αυτά τα πράγματα, δεν πρέπει πια να εξαπατηθούμε από εκείνους, αλλά πολεμώντας όσο πιο δυνατά μπορούμε, να δεχτούμε αυτό που θα κρίνουν σκόπιμο οι θεοί».57
Ύστερα σηκώθηκε ο Ξενοφών, στολισμένος για τον πόλεμο με τα καλύτερα ρούχα του. Γιατί πίστευε ότι αν οι θεοί τούς έδιναν τη νίκη, τα καλύτερα ρούχα ήσαν κατάλληλα για τη νίκη, ενώ αν η μοίρα του ήταν να πεθάνει, πίστευε ότι ήταν σωστό, αφού είχε αξιωθεί να έχει αυτή την όμορφη ενδυμασία, φορώντας αυτήν να πεθάνει. Ξεκίνησε την ομιλία του ως εξής:58
«Για την ψευδορκία και την απιστία των βαρβάρων μιλά ο Κλεάνωρ, αλλά νομίζω ότι τα γνωρίζετε κι εσείς. Αν λοιπόν θέλουμε να είμαστε και πάλι μαζί τους με όρους φιλίας, πρέπει να αισθανόμαστε μεγάλη απελπισία, όταν βλέπουμε τι έπαθαν οι στρατηγοί μας, που έθεσαν τούς εαυτούς τους με εμπιστοσύνη στα χέρια τους. Αλλά αν πρόθεσή μας είναι με τα δικά μας όπλα να τούς επιβάλουμε τιμωρία γι’ αυτά που έχουν κάνει και από δω και μπρος να τούς αντιμετωπίζουμε συνεχώς με πόλεμο, τότε με τη βοήθεια των θεών έχουμε πολλές και ωραίες ελπίδες σωτηρίας».59
Καθώς το έλεγε αυτό, φταρνίστηκε κάποιος. Όταν τον άκουσαν οι στρατιώτες, προσκύνησαν όλοι αυθόρμητα τον θεό και ο Ξενοφών είπε:
«Άνδρες, μού φαίνεται ότι επειδή μιλώντας για τη σωτηρία μας, εμφανίστηκε οιωνός τού Δία τού Σωτήρα, πρέπει να τάξουμε σε αυτόν τον θεό, ότι θα θυσιάσουμε προς τιμήν του μόλις φτάσουμε σε φιλική χώρα και να προσθέσουμε κι ένα ακόμη τάμα, ότι θα θυσιάσουμε και στους άλλους θεούς αυτά που μπορούμε. Όσοι εγκρίνουν αυτή την πρόταση να σηκώσουν το χέρι τους».
Και το σήκωσαν όλοι. Στη συνέχεια ορκίστηκαν και τραγούδησαν τον παιάνα, τον ύμνο τη μάχης. Όταν ολοκληρώθηκαν τα ιερά θέματα, ο Ξενοφών ξεκίνησε πάλι με αυτά τα λόγια:60
«Έλεγα ότι είναι πολλές και ωραίες οι ελπίδες που έχουμε για να σωθούμε. Γιατί πρώτα απ’ όλα εμείς τηρούμε τούς όρκους που δίνουμε στους θεούς, ενώ οι εχθροί μας ψευδορκούν και παραβιάζουν την ανακωχή, παρά τούς επίσημους όρκους. Αφού έτσι είναι τα πράγματα, είναι φυσικό οι θεοί να είναι αντίπαλοι των εχθρών μας, αλλά δικοί μας σύμμαχοι. Οι θεοί, που μπορούν να κάνουν τούς μεγάλους γρήγορα μικρούς, μπορούν επίσης, όταν θέλουν, να σώζουν με ευκολία τούς μικρούς, ακόμη κι αν βρίσκονται αυτοί σε δύσκολη θέση.61
Έπειτα θα σάς υπενθυμίσω και τούς κινδύνους που πέρασαν οι δικοί μας πρόγονοι, για να γνωρίζετε όχι μόνο ότι είναι δικαίωμά σας να είστε γενναίοι άνδρες, αλλά ότι οι γενναίοι άνδρες σώθηκαν, με τη βοήθεια των θεών, ακόμη και από πιο φοβερούς κινδύνους. Γιατί όταν οι Πέρσες και οι δικοί τους62 ήρθαν με μεγάλο εξοπλισμό για να αφανίσουν την Αθήνα, οι Αθηναίοι τόλμησαν να τούς αντισταθούν και τούς νίκησαν.63
Επειδή είχαν τάξει στην Άρτεμη, ότι όσους εχθρούς σκότωναν, τόσες κατσίκες θα θυσίαζαν στη θεά και επειδή δεν μπορούσαν να βρουν τόσες κατσίκες, απoφάσισαν να θυσιάζουν κάθε χρόνο πεντακόσιες και ακόμη και τώρα θυσιάζουν.64
Λίγο αργότερα, όταν ο Ξέρξης συγκέντρωσε τον αμέτρητο στρατό του και βάδισε κατά τής Ελλάδας, πάλι τότε65 οι πρόγονοί μας νίκησαν τούς δικούς τους προγόνους και στη στεριά και στη θάλασσα. Και οι αποδείξεις αυτών των πραγμάτων υπάρχουν στα τρόπαια των νικών. Αλλά η μεγαλύτερη απόδειξη απ’ όλες είναι η ελευθερία των πόλεων στις οποίες γεννηθήκατε και ανατραφήκατε. Γιατί δεν προσκυνάτε κανέναν άνθρωπο δεσπότη, αλλά μόνο τούς θεούς.66
Από τέτοιους λοιπόν προγόνους κατάγεστε. Με αυτό δεν θέλω να πω ότι εσείς τούς ντροπιάζετε. Μάλιστα δεν έχουν περάσει πολλές ημέρες από τότε που εσείς αντιταχθήκατε στους απογόνους εκείνων των Περσών και με τη βοήθεια των θεών τούς νικήσατε, αν και ήσαν πολύ περισσότεροι από εσάς.67
Και τότε λοιπόν αποδείξατε την ανδρεία σας πολεμώντας για τον θρόνο τού Κύρου. Τώρα που ο αγώνας είναι για τη δική σας σωτηρία, πρέπει να αποδειχτείτε ακόμη πιο γενναίοι και ενθουσιώδεις.68
Επίσης πρέπει τώρα να είστε πιο θαρραλέοι στην αντιμετώπιση των εχθρών. Γιατί τότε, αν και δεν τούς γνωρίζατε και βλέπατε το πλήθος τους αμέτρητο, τολμήσατε να τούς επιτεθείτε έχοντας το φρόνημα των πατέρων σας. Ενώ τώρα, που τούς έχετε μάθει, ότι δεν θέλουν, αν και πολύ περισσότεροι, να μάς αντιμετωπίσουν, ποιος λόγος απομένει άραγε για να τούς φοβάστε;69
Ούτε πρέπει να θεωρείτε ως μειονέκτημα ότι τα στρατεύματα τού Κύρου, που στο παρελθόν συντάχθηκαν στο πλευρό μας, τώρα έχουν λιποτακτήσει από εμάς. Γιατί αυτοί είναι ακόμη πιο δειλοί από εκείνους που νικήσαμε. Γιατί τράπηκαν σε φυγή προς εκείνους εγκαταλείποντας εμάς. Και είναι πολύ καλύτερο να βλέπουμε εκείνους που θέλουν να είναι ηγέτες τρεπόμενοι σε φυγή, να συντάσσονται με τον εχθρό, παρά με τη δική μας πλευρά.70
Αλλά αν κάποιος από εσάς απελπίζεται επειδή βρισκόμαστε χωρίς ιππείς, ενώ ο εχθρός έχει πολλούς στη διάθεσή του, να θυμάστε ότι δέκα χιλιάδες ιππείς δεν είναι τίποτε περισσότερο από δέκα χιλιάδες άνδρες. Γιατί στη μάχη κανένας δεν έχασε ποτέ τη ζωή του από δάγκωμα ή κλωτσιά αλόγου, αλλά είναι οι άνδρες εκείνοι που κάνουν αυτά που γίνονται στις μάχες.71
Επιπλέον εμείς πατάμε πολύ ασφαλέστερα από τούς ιππείς. Εκείνοι κρέμονται στις πλάτες των αλόγων και φοβούνται όχι μόνο εμάς, αλλά και την πτώση. Ενώ εμείς, πατώντας στο έδαφος, μπορούμε να χτυπήσουμε με πολύ μεγαλύτερη δύναμη κάποιον που μάς επιτίθεται και πολύ περισσότερο όταν θέλουμε να τον πετύχουμε. Σε ένα μόνο σημείο πλεονεκτούν οι ιππείς: μπορούν να τραπούν σε φυγή με μεγαλύτερη ασφάλεια από εμάς.72
Αν όμως έχετε θάρρος να πολεμήσετε, αλλά στενοχωριέστε επειδή δεν θα έχετε πια τον Τισσαφέρνη να σάς οδηγήσει ή τον βασιλιά να σάς διαθέσει αγορά, τότε σκεφτείτε τι είναι προτιμότερο: να είχαμε οδηγό τον Τισσαφέρνη που είναι φανερό ότι συνωμοτούσε εναντίον μας ή να συλλάβουμε εκείνους που θα κρίνουμε κατάλληλους και να τούς διατάξουμε να γίνουν οδηγοί μας, γνωρίζοντας εκείνοι, ότι αν κάνουν κάποιο λάθος σε βάρος μας, θα έχουν κάνει λάθος σε βάρος των δικών τους ψυχών και σωμάτων;73
Όσο για τις προμήθειες, άραγε τι νομίζετε ότι είναι καλύτερο; Να τις αγοράζαμε από την αγορά που μάς διέθεταν οι βάρβαροι σε μικρές ποσότητες και υψηλές τιμές, όταν μάλιστα δεν είχαμε χρήματα, ή να τις παίρνουμε από εκείνους τούς οποίους νικάμε και να τις χρησιμοποιούμε στην ποσότητα που θέλει καθένας μας;74
Αν όμως στα σημεία αυτά έχετε καταλάβει ότι η σημερινή μας κατάσταση είναι καλύτερη, αλλά νομίζετε ότι τα ποτάμια είναι αδιάβατα και πιστεύετε ότι δεν θα κατορθώσετε να τα περάσετε, τότε να σκεφτείτε αν αυτό δεν είναι πραγματικά το πιο ανόητο που έκαναν οι βάρβαροι.75 Γιατί όλους τούς ποταμούς, ακόμη κι αν είναι αδιάβατοι σε απόσταση από τις πηγές τους, τούς περνάει κανείς πλησιάζοντας στις πηγές, χωρίς να βρέξει ούτε το γόνατό του.76
Αν όμως δεν μπορέσουμε να περάσουμε τα ποτάμια και δεν βρούμε κανέναν να μάς οδηγήσει, ούτε τότε πρέπει να απογοητευτούμε. Γιατί γνωρίζουμε ότι οι Μυσοί, που δεν μπορούμε να παραδεχτούμε ότι είναι καλύτεροι από εμάς, κατοικούν σε πολλές μεγάλες και πλούσιες περιοχές τής επικράτειας τού βασιλιά, χωρίς να τού ζητούν την άδεια. Και γνωρίζουμε ότι το ίδιο ισχύει και με τούς Πισίδες, ενώ είδαμε και ότι οι Λυκάονες77 έχουν καταλάβει τα οχυρά των πεδιάδων και δρέπουν τούς καρπούς τής επικράτειας των Περσών.78
Έτσι κι εμείς, κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει ακόμη να αφήσουμε να γίνει αντιληπτό ότι είμαστε αποφασισμένοι να επιστρέψουμε στην πατρίδα, αλλά οφείλουμε μάλλον να εξοπλιζόμαστε, σαν να πρόκειται να εγκατασταθούμε εδώ. Ξέρω ότι και στους Μυσούς ο βασιλιάς θα έδινε πολλούς οδηγούς, αλλά και άφθονους ομήρους, για να τούς βγάλει χωρίς δόλο από τη χώρα του. Μάλιστα θα έφτιαχνε και δρόμο γι’ αυτούς, ακόμη κι αν ήθελαν να αναχωρήσουν με τέθριππες79 άμαξες. Και ξέρω ότι και για εμάς θα έκανε το ίδιο με τρεις φορές μεγαλύτερη ευχαρίστηση, αν έβλεπε ότι ετοιμαζόμασταν να μείνουμε εδώ.80
Φοβάμαι όμως μήπως, αν κάποτε μάθουμε να ζούμε στην τεμπελιά και την πολυτέλεια και να συνδεόμαστε με τις ψηλές και όμορφες γυναίκες και κόρες αυτών των Μήδων και Περσών, μήπως σαν τούς Λωτοφάγους81 ξεχάσουμε τον δρόμο προς την πατρίδα μας.82
Μου φαίνεται λοιπόν σωστό, ότι η πρώτη μας προσπάθεια πρέπει να είναι να επιστρέψουμε στους συγγενείς και φίλους μας στην Ελλάδα, έστω και μόνο για να αποδείξουμε στους άλλους Έλληνες ότι από δικά τους λάθη είναι φτωχοί. Γιατί μπορούσαν να φέρουν εδώ τούς ανθρώπους που ζουν σήμερα σκληρή ζωή στην πατρίδα και να τούς δουν να απολαμβάνουν τον πλούτο. Άνδρες, αυτά τα καλά πράγματα όμως ανήκουν σε εκείνους που έχουν τη δύναμη να τα κατέχουν.83
Χρειάζεται να μιλήσω και γι’ αυτό, δηλαδή πώς θα μπορούμε να βαδίζουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια και να αγωνιζόμαστε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όταν πολεμάμε. Κατ’ αρχάς νομίζω ότι πρέπει να κάψουμε τις άμαξες που έχουμε, έτσι ώστε να μην είναι κυβερνήτες μας τα βόδια μας, αλλά να μπορούμε να πάρουμε όποια διαδρομή είναι καλύτερη για τον στρατό. Επίσης πρέπει να κάψουμε και τις σκηνές μας. Γιατί κι αυτές πάλι αποτελούν ενόχληση στη μεταφορά και δεν βοηθούν καθόλου, ούτε στη μάχη ούτε στην απόκτηση προμηθειών.84
Επίσης ας απαλλαγούμε απ’ όλες τις περιττές αποσκευές, εκτός μόνο από εκείνα που χρειαζόμαστε για τον πόλεμο, το φαγητό ή το ποτό, έτσι ώστε να κρατούν όπλα όσο περισσότεροι γίνεται από εμάς και να είναι όσο το δυνατόν λιγότεροι οι αχθοφόροι. Ξέρετε ότι σε περίπτωση ήττας όλα τα υπάρχοντά μας περιέρχονται στην κυριότητα των άλλων. Αλλά αν νικήσουμε, μπορούμε να κάνουμε αχθοφόρους μας τούς εχθρούς μας.85
Μένει να αναφέρω ένα θέμα που πιστεύω ότι έχει πραγματικά τη μεγαλύτερη σημασία. Βλέπετε λοιπόν ότι οι εχθροί μας δεν τόλμησαν να κάνουν πόλεμο εναντίον μας πριν συλλάβουν τούς στρατηγούς μας, επειδή πίστευαν, ότι εφόσον είχαμε τούς διοικητές μας και υπακούαμε σε αυτούς, ήμασταν σε θέση να υπερισχύσουμε στον πόλεμο, αλλά ότι αν συλλάμβαναν τούς διοικητές μας, πίστευαν ότι θα χανόμασταν από την απώλεια τής ηγεσίας και τής πειθαρχίας.86
Πρέπει λοιπόν τώρα οι διοικητές μας να φανούν πολύ πιο προσεκτικοί από τούς προκατόχους τους και οι άνδρες στο στράτευμα πολύ πιο τακτικοί και υπάκουοι στους διοικητές τους απ’ όσο στο παρελθόν.87
Πρέπει να παρθεί απόφαση, ότι αν κάποιος είναι ανυπάκουος, θα τον τιμωρεί μαζί με τον διοικητή όποιος από εσάς βρεθεί κοντά τη συγκεκριμένη στιγμή. Με αυτόν τον τρόπο οι εχθροί θα διαψευστούν εντελώς. Γιατί εκείνη τη μέρα θα δουν όχι έναν Κλέαρχο, αλλά δέκα χιλιάδες, που δεν θα επιτρέπουν σε κανένα να είναι κακός στρατιώτης.88
Αλλά είναι καιρός να τελειώσω. Γιατί ίσως εμφανιστούν σύντομα οι εχθροί. Όποιος λοιπόν θεωρεί ότι οι προτάσεις είναι καλές, πρέπει να τις επικυρώσει το συντομότερο δυνατό για να μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή. Αλλά αν θεωρείται καλύτερο οποιοδήποτε άλλο σχέδιο, μη διστάσει και ο απλός στρατιώτης να το παρουσιάσει. Η κοινή σωτηρία είναι ανάγκη όλων μας».89
Μετά από αυτό ο Χειρίσοφος είπε:
«Θα μπορέσουμε να εξετάσουμε σύντομα, αν υπάρχει κάτι που πρέπει να γίνει, πέρα από εκείνα που προτείνει ο Ξενοφών. Αλλά για τις προτάσεις που έκανε, νομίζω ότι είναι καλύτερο για εμάς να ψηφίσουμε όσο το δυνατόν ταχύτερα. Όποιος είναι υπέρ των μέτρων αυτών, ας σηκώσει το χέρι του».90
Το σήκωσαν όλοι. Ο Ξενοφών σηκώθηκε πάλι και είπε:
«Άνδρες ακούστε τις άλλες προτάσεις που έχω να κάνω. Είναι σαφές ότι πρέπει να βαδίσουμε προς τα εκεί, απ’ όπου θα μπορέσουμε να πάρουμε προμήθειες. Ακούω ότι υπάρχουν ωραία χωριά σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από είκοσι στάδια.91
Δεν πρέπει λοιπόν να μάς εκπλήσσει αν ο εχθρός, που όπως τα δειλά σκυλιά κυνηγούν τούς περαστικούς και τούς δαγκώνουν αν μπορούν, αλλά τρέχουν μακριά από εκείνους που τα κυνηγούν,92 αν λοιπόν ο εχθρός με τον ίδιο τρόπο μάς ακολουθήσει καθώς αποχωρούμε.93
Ίσως είναι λοιπόν ασφαλέστερο για εμάς να προχωρήσουμε με τούς οπλίτες να σχηματίζουν τετράγωνο, έτσι ώστε να έχει μεγαλύτερη ασφάλεια ο συρμός αποσκευών και το μεγάλο πλήθος των ακολούθων. Αν λοιπόν αποδειχτεί ότι χρειάζονται κάποιοι, για να οδηγούν το τετράγωνο και να κατευθύνουν την εμπροσθοφυλακή, καθώς και κάποιοι που πρέπει να βρίσκονται στις δύο πτέρυγες και κάποιοι για να φυλάνε πίσω, δεν πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε όταν θα έρθει ο εχθρός εναντίον μας, αλλά πρέπει να ορίσουμε αυτούς τούς άνδρες αμέσως.94
Αν κάποιος έχει καλύτερη άποψη, δεν χρειάζεται να υιοθετήσουμε τη δική μου. Αλλιώς ας ηγηθεί ο Χειρίσοφος, που είναι και Σπαρτιάτης. Τις πτέρυγες ας αναλάβουν αντίστοιχα οι δύο παλαιότεροι στρατηγοί, ενώ ο Τιμασίων κι εγώ, οι δύο νεότεροι, θα αναλάβουμε την οπισθοφυλακή.95
Για τα υπόλοιπα δεν μπορούμε παρά να επιχειρήσουμε αυτή τη διάταξη και να την τροποποιήσουμε με σύσκεψη, αν μάς φανεί ότι κάτι άλλο είναι καλύτερο. Αν κάποιος έχει καλύτερο σχέδιο να προτείνει, ας το πράξει».
Επειδή δεν διαφώνησε κανένας, είπε:
«Εκείνοι που είναι υπέρ αυτής τής πρότασης, να σηκώσουν το χέρι τους».
Η πρόταση εγκρίθηκε.96
«Και τώρα», συνέχισε, «πρέπει να πάμε πίσω και να θέσουμε σε εφαρμογή αυτά που αποφασίστηκαν. Και όποιος από εσάς θέλει να δει τούς οικείους του και πάλι, ας θυμάται ότι πρέπει να αποδειχθεί γενναίος άνδρας. Γιατί με κανέναν άλλο τρόπο δεν θα πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία. Και όποιος θέλει να διασωθεί, ας αγωνιστεί για τη νίκη. Γιατί οι νικητές σκοτώνουν και οι ηττημένοι σκοτώνονται. Κι αν κάποιος αποζητά τον πλούτο, ας προσπαθήσει επίσης να τον κατακτήσει. Γιατί οι νικητές δεν διασώζουν μόνο τα δικά τους υπάρχοντα, αλλά παίρνουν και εκείνα των ηττημένων».97
3.3. Οι Έλληνες οργανώνουν σφεντονιστές και ιππείς
Όταν ειπώθηκαν αυτά, σηκώθηκαν και φεύγοντας από εκεί έκαιγαν τις άμαξες και τις σκηνές, ενώ αντάλλασσαν μεταξύ τους τα πράγματα που δεν χρειαζόταν καθένας και τα υπόλοιπα τα έριχναν στη φωτιά. Όταν το έκαναν αυτό, κάθισαν να προγευματίσουν. Καθώς προγευμάτιζαν ήρθε ο Μιθραδάτης με τριάντα περίπου ιππείς και αφού κάλεσε τούς στρατηγούς σε απόσταση ακοής, μίλησε ως εξής:98
«Άνδρες Έλληνες, εγώ ήμουν πιστός στον Κύρο, όπως γνωρίζετε καλά, και τώρα έχω καλή διάθεση απέναντί σας. Βρίσκομαι λοιπόν εδώ ζώντας με μεγάλο φόβο. Αν έβλεπα ότι παίρνετε μέτρα για τη σωτηρία σας, θα ερχόμουν μαζί σας φέρνοντας και όλους τούς ακόλουθούς μου. Πείτε μου λοιπόν τι έχετε στο μυαλό σας, όντας βέβαιοι ότι είμαι φίλος και με καλή διάθεση απέναντί σας και θέλω να κάνω το ταξίδι μαζί σας».99
Οι στρατηγοί συσκέφτηκαν και αποφάσισαν να απαντήσουν τα εξής. Είπε λοιπόν ο Χειρίσοφος:
«Έχουμε αποφασίσει, αν μάς αφήσουν να επιστρέψουμε στην πατρίδα, να προχωρήσουμε μέσα από τη χώρα, προκαλώντας τη μικρότερη δυνατή ζημιά. Αλλά αν κάποιος προσπαθήσει να μάς εμποδίσει, να τον πολεμήσουμε όσο πιο δυνατά μπορούμε».100
Τότε ο Μιθραδάτης προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν υπήρχε δυνατότητα ασφαλούς επανόδου χωρίς τη συγκατάθεση τού βασιλιά. Στη συνέχεια κατάλαβαν ότι ο σκοπός τής αποστολής του ήταν προδοτικός. Μάλιστα τον είχε ακολουθήσει κι ένας συγγενής τού Τισσαφέρνη, για να εξασφαλίσει ότι παρέμενε πιστός.101
Ύστερα από αυτό οι στρατηγοί αποφάσισαν ότι θα ήταν καλύτερο να περάσουν ψήφισμα, ότι δεν θα έκαναν διαπραγματεύσεις με τον εχθρό σε αυτόν τον πόλεμο, όσο βρίσκονταν στη χώρα τού εχθρού. Γιατί οι βάρβαροι έρχονταν και προσπαθούσαν να διαφθείρουν τούς στρατιώτες, ενώ μάλιστα το πέτυχαν με ένα λοχαγό, τον Αρκάδα Νίκαρχο, που έφυγε νύχτα με είκοσι περίπου άνδρες.102
Στη συνέχεια προγευμάτισαν και αφού πέρασαν τον ποταμό Ζαπάτα βάδιζαν συνταγμένοι με τον τρόπο που είχαν αποφασίσει, έχοντας τα υποζύγια και τούς ακόλουθους τού στρατοπέδου στη μέση τού τετραγώνου. Δεν είχαν προχωρήσει πολύ, όταν εμφανίστηκε και πάλι ο Μιθραδάτης με διακόσιους περίπου ιππείς και τετρακόσιους τοξότες και σφεντονιστές εξαιρετικά δραστήριους και ευκίνητους.103
Πλησίασε τούς Έλληνες σαν να ήταν φίλος, αλλά όταν η ομάδα του βρέθηκε κοντά, ξαφνικά κάποιοι από αυτούς, ιππείς και πεζοί μαζί, άρχισαν να βάλλουν με τόξα και άλλοι με σφεντόνες, τραυματίζοντας τούς άνδρες. Η οπισθοφυλακή των Ελλήνων, ενώ υφίστατο σοβαρά πλήγματα, δεν μπορούσε να ανταποδώσει, γιατί οι Κρήτες τόξευαν με μικρότερη εμβέλεια από τούς Πέρσες, ενώ όντας ελαφρά οπλισμένοι, χωρίς προστατευτικούς θώρακες, βρίσκονταν μέσα από τις γραμμές των οπλιτών. Οι Έλληνες ακοντιστές πάλι δεν μπορούσαν να βάλλουν αρκετά μακριά, ώστε να χτυπούν τούς σφεντονιστές τού εχθρού.104
Ο Ξενοφών αποφάσισε λοιπόν ότι έπρεπε να καταδιώξει τούς Πέρσες. Και τούς καταδίωκαν όσοι από τούς οπλίτες και τούς πελταστές τύχαιναν να είναι μαζί του στην οπισθοφυλακή. Καταδιώκοντας όμως, δεν μπορούσαν να συλλάβουν κανέναν από τούς εχθρούς.105
Γιατί ούτε ιππείς είχαν οι Έλληνες, ούτε οι πεζοί τους μπορούσαν να πιάσουν τούς πεζούς τού εχθρού, που άρχιζαν αμέσως να τρέπονται σε φυγή μέσα σε στενό χώρο, ενώ μεγάλη καταδίωξη, μακριά από το κύριο σώμα τού ελληνικού στρατού, δεν ήταν δυνατή.106
Από την άλλη πλευρά οι βάρβαροι ιππείς, ακόμη και όταν υποχωρούσαν, τούς τραυμάτιζαν βάλλοντάς τους με τόξα πάνω από τα άλογά τους, ενώ όση απόσταση κάλυπταν κάθε φορά οι Έλληνες στην καταδίωξη, όλη αυτή την απόσταση ήσαν υποχρεωμένοι να υποχωρήσουν μαχόμενοι.107
Το αποτέλεσμα ήταν ότι κατά τη διάρκεια όλης τής ημέρας δεν ταξίδεψαν περισσότερο από εικοσιπέντε στάδια, αλλά αργά το απόγευμα έφτασαν στα χωριά. Εδώ υπήρχε πάλι μελαγχολία. Ο Χειρίσοφος και οι παλαιότεροι από τούς στρατηγούς κατηγορούσαν τον Ξενοφώντα, που είχε βγει από το κύριο σώμα για να καταδιώξει θέτοντας σε κίνδυνο τον εαυτό του και χωρίς να προξενήσει στον εχθρό καμία ζημιά.108
Όταν ο Ξενοφών άκουσε τα λόγια τους, παραδέχθηκε ότι σωστά τον κατηγορούσαν, όπως αποδεικνυόταν και από τα πράγματα.
«Αλλά εγώ», είπε, «αναγκάστηκα να τούς καταδιώξω, όταν είδα ότι μένοντας στις θέσεις σας υποφέραμε πολύ, χωρίς ταυτόχρονα να είμαστε σε θέση να επιφέρουμε εμείς πλήγμα.109
Για το τι συνέβη όμως όταν τούς καταδιώξαμε, έχετε απόλυτο δίκιο. Δεν βρεθήκαμε σε καλύτερη θέση για να επιφέρουμε πλήγμα στον εχθρό, ενώ αποσυρθήκαμε με πολύ μεγάλη δυσκολία.110
Ας ευχαριστούμε λοιπόν τούς θεούς που δεν ήρθαν εναντίον μας με μεγάλη δύναμη, αλλά μόνο με λίγους, ώστε χωρίς να μάς κάνουν μεγάλη ζημιά, να μάς δείξουν τι χρειαζόμαστε.111
Γιατί τώρα οι εχθροί τοξεύουν βέλη και εκσφενδονίζουν πέτρες σε απόσταση, που δεν μπορούν να φτάσουν ούτε οι Κρήτες τοξότες μας ούτε οι ακοντιστές μας. Και όταν τούς καταδιώκουμε, δεν είναι δυνατό να τούς κυνηγήσουμε μακριά από το κύριο σώμα μας, ενώ σε μικρού μήκους καταδίωξη κανένας πεζός, όσο γρήγορος κι αν είναι, δεν μπορεί να συλλάβει άλλον πεζό, που ξεκινά τοξεύοντας.112
Αν λοιπόν πρέπει να αποκλείσουμε την πιθανότητα να μάς βλάψουν κατά τη διάρκεια τής πορείας μας, χρειαζόμαστε σφεντονιστές το συντομότερο δυνατό, καθώς και ιππικό. Μού είπαν ότι υπάρχουν στον στρατό κάποιοι Ρόδιοι, οι περισσότεροι από τούς οποίους λένε ότι ξέρουν να χρησιμοποιούν τη σφεντόνα και ότι τα βλήματά τους φτάνουν σε διπλάσια απόσταση από εκείνη που φτάνουν οι περσικές σφεντόνες.113
Αυτές έχουν μικρό βεληνεκές, επειδή τις γεμίζουν με όσες πέτρες χωρούν στο χέρι, ενώ οι Ρόδιοι είναι εξοικειωμένοι με τη χρήση βλημάτων από μολύβι.114
Αν λοιπόν εξακριβώσουμε ποιοι από αυτούς έχουν σφεντόνες και όχι μόνο τούς πληρώσουμε για τις σφεντόνες τους, αλλά πληρώσουμε και όποιον είναι πρόθυμος να πλέξει νέες και αν επιπλέον επινοήσουμε κάποιο είδος απαλλαγής για τον άνθρωπο, που θα έρθει εθελοντικά να χρησιμεύσει ως σφεντονιστής στη διορισμένη θέση, νομίζω ότι θα βρούμε κάποιους ικανούς να μάς βοηθήσουν.115
Βλέπω επίσης ότι υπάρχουν άλογα στον στρατό, κάποια λίγα στο δικό μου τμήμα, άλλα που ανήκαν στο στράτευμα τού Κλεάρχου και αφέθηκαν πίσω, καθώς και πολλά που πάρθηκαν από τον εχθρό και χρησιμοποιούνται ως υποζύγια. Αν λοιπόν πάρουμε όλα αυτά τα άλογα, τα αντικαταστήσουμε με μουλάρια και τα εξοπλίσουμε κατάλληλα για ιππικό, ίσως αυτό το ιππικό προκαλέσει επίσης κάποια ενόχληση στον εχθρό, όταν τρέπεται σε φυγή».116
Οι προτάσεις αυτές εγκρίθηκαν επίσης και εκείνη τη νύχτα οργανώθηκε σώμα διακοσίων σφεντονιστών, ενώ την επόμενη μέρα δοκιμάστηκαν και εγκρίθηκαν πενήντα άλογα και ιππείς, στους οποίους δόθηκαν λινοθώρακες και θώρακες, ενώ διοικητής τού ιππικού διορίστηκε ο Αθηναίος Λύκιος, γιος τού Πολυστράτου.117
3.4. Συγκρούσεις με τον Τισσαφέρνη κοντά στον Τίγρη
Την ημέρα εκείνη παρέμειναν ανενεργοί, αλλά την επόμενη σηκώθηκαν νωρίτερα από το συνηθισμένο, γιατί έπρεπε να διασχίσουν χαράδρα και φοβούνταν μην τούς επιτεθεί ο εχθρός καθώς τη διέσχιζαν.118
Όταν πέρασαν απέναντι, εμφανίστηκε και πάλι ο Μιθραδάτης έχοντας χίλιους ιππείς και τέσσερις χιλιάδες τοξότες και σφεντονιστές. Τόσους είχε ζητήσει από τον Τισσαφέρνη και τούς πήρε έχοντας υποσχεθεί, ότι αν τούς έπαιρνε, θα τού παρέδιδε τούς Έλληνες, έχοντας γίνει περιφρονητικός, επειδή στην προηγούμενη επίθεσή του, έχοντας τόσο μικρή στρατιωτική δύναμη, είχε κάνει πολλά, όπως νόμιζε, χωρίς καμία δική του απώλεια.119
Όταν οι Έλληνες είχαν πια περάσει τη χαράδρα και βρίσκονταν οκτώ περίπου στάδια μακριά, πέρασε και ο Μιθραδάτης με τις δυνάμεις του. Τώρα είχαν δοθεί εντολές σε εκείνους τούς Έλληνες πελταστές και οπλίτες που θα καταδίωκαν τον εχθρό, ενώ στους ιππείς είχε ειπωθεί να είναι τολμηροί στην καταδίωξη, με τη διαβεβαίωση ότι θα τούς ακολουθούσε επαρκής δύναμη.120
Μόλις λοιπόν τούς πρόλαβε ο Μιθραδάτης και άρχισαν να βάλλουν τα τόξα και οι σφεντόνες τους, η σάλπιγγα έδωσε σήμα στους Έλληνες και αμέσως οι πεζοί στρατιώτες που είχαν τέτοιες εντολές όρμησαν πάνω στους εχθρούς και οι ιππείς έκαναν έφοδο. Οι εχθροί δεν στάθηκαν για να τούς αντιμετωπίσουν, αλλά τράπηκαν σε φυγή προς τη χαράδρα.121
Σε αυτή την καταδίωξη σκοτώθηκαν πολλοί πεζοί στρατιώτες των βαρβάρων, ενώ από το ιππικό τους δεκαοκτώ πιάστηκαν αιχμάλωτοι μέσα στη χαράδρα. Οι Έλληνες στρατιώτες με δική τους πρωτοβουλία παραμόρφωσαν τα σώματα των νεκρών, ώστε η θέα τους να προκαλεί μέγιστο τρόμο στους εχθρούς.122
Οι εχθροί λοιπόν, έχοντας υποστεί αυτά απομακρύνθηκαν, ενώ οι Έλληνες, συνεχίζοντας την πορεία τους με ασφάλεια την υπόλοιπη μέρα, έφτασαν στον ποταμό Τίγρη.123
Εδώ υπήρχε μεγάλη ερημική πόλη, τής οποίας το όνομα ήταν Λάρισα.124 Στο παρελθόν κατοικούσαν σε αυτήν Μήδοι, ενώ τα τείχη της είχαν πλάτος εικοσιπέντε πόδια και ύψος εκατό και η συνολική περίμετρός τους ήταν δύο παρασάγγες. Ήσαν φτιαγμένα από τούβλα, που στηρίζονταν σε πέτρινο κρηπίδωμα ύψους είκοσι ποδιών.125
Την πόλη αυτή ο βασιλιάς των Περσών,126 τότε που οι Πέρσες προσπαθούσαν να αρπάξουν την αυτοκρατορία από τούς Μήδους, πολιορκούσε αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει με κανένα τρόπο. Τότε ένα σύννεφο έκρυψε τον ήλιο και έσβησε το φως του, μέχρι να φύγουν οι κάτοικοι από την πόλη, που έτσι καταλήφθηκε.127
Δίπλα στην πόλη υπήρχε πέτρινη πυραμίδα πλάτους ενός πλέθρου (εκατό ποδιών) και ύψους δύο πλέθρων. Πάνω της βρίσκονταν πολλοί από τούς βαρβάρους από τα γειτονικά χωριά, που είχαν καταφύγει εκεί.128
Από τη θέση εκείνη βάδισαν πορεία μιας ημέρας, έξι παρασάγγες, φτάνοντας σε μεγάλο έρημο φρούριο που βρισκόταν πάνω από πόλη. Το όνομα αυτής τής πόλης ήταν Μέσπιλα.129 Κάποτε κατοικούσαν σε αυτήν Μήδοι. Το κρηπίδωμα ήταν από λειασμένη πέτρα γεμάτη κοχύλια και είχε πλάτος πενήντα πόδια και ύψος πενήντα.130
Πάνω σε αυτό ήταν χτισμένο τείχος από τούβλα, με πλάτος πενήντα πόδια και ύψος εκατό. Η περίμετρος τού τείχους ήταν έξι παρασάγγες. Εδώ λεγόταν ότι είχε καταφύγει η Μήδεια,131 η γυναίκα τού βασιλιά, όταν οι Μήδοι έχασαν την αυτοκρατορία τους από τούς Πέρσες.132
Αυτήν επίσης την πόλη ο βασιλιάς των Περσών πολιορκούσε αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει, ούτε με παρατεταμένη πολιορκία, ούτε με έφοδο. Ο Δίας όμως τρόμαξε τούς κατοίκους της με κεραυνό και έτσι καταλήφθηκε.133
Από το σημείο εκείνο προχώρησαν πορεία μιας ημέρας, τέσσερις παρασάγγες. Στη διάρκεια αυτής τής διαδρομής εμφανίστηκε ο Τισσαφέρνης. Είχε μαζί του το δικό του ιππικό και δύναμη που ανήκε στον Ορόντα, ο οποίος είχε παντρευτεί την κόρη τού βασιλιά, καθώς και εκείνους τούς βαρβάρους που είχε πάρει μαζί του ο Κύρος στην πορεία, όπως και εκείνους που είχε φέρει ο αδελφός τού βασιλιά ως ενίσχυση στον βασιλιά και εκείνους που είχε δώσει ο ίδιος ο βασιλιάς στον Τισσαφέρνη. Το στράτευμα λοιπόν φαινόταν πολύ μεγάλο.134
Όταν πλησίασε, σταμάτησε μερικά από τα στρατιωτικά τμήματα στο πίσω μέρος και έστρεψε άλλα στις δύο πτέρυγες, αλλά δίστασε να επιτεθεί, γιατί δεν ήθελε να διακινδυνεύσει, ενώ έδωσε εντολή στους σφεντονιστές και στους τοξότες να βάλλουν.135
Αλλά όταν οι Ρόδιοι σφεντονιστές και οι Κρήτες τοξότες ανταπέδωσαν τα χτυπήματα και καμία βολή δεν αστοχούσε (γιατί ήταν δύσκολο να αστοχήσουν κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες), τότε ο Τισσαφέρνης αποσύρθηκε ταχύτατα έξω από το βεληνεκές των βελών και ακολούθησαν αμέσως και τα άλλα τμήματα.136
Την υπόλοιπη μέρα οι Έλληνες πορεύονταν και οι άλλοι ακολουθούσαν. Αλλά τώρα οι βάρβαροι είχαν πάψει να είναι επικίνδυνοι με τις βολές τους. Γιατί οι Ρόδιοι τόξευαν πιο μακριά από τούς Πέρσες σφεντονιστές και τοξότες.137
Τα περσικά τόξα ήσαν επίσης μεγάλα και έτσι οι Κρήτες μπορούσαν να κάνουν καλή χρήση όλων των βελών που έπεφταν στα χέρια τους. Μάλιστα χρησιμοποιούσαν συνεχώς τα βέλη τού εχθρού και ασκούνταν σε βολές μεγάλης απόστασης τοξεύοντας στον αέρα.138 Εξάλλου στα χωριά οι Έλληνες βρήκαν έντερα σε αφθονία και μολύβι, για χρήση από τούς σφεντονιστές τους.139
Εκείνη λοιπόν τη μέρα, όταν οι Έλληνες βρήκαν μερικά χωριά και στρατοπέδευαν, οι βάρβαροι αποσύρθηκαν, έχοντας ηττηθεί στην αψιμαχία. Την επόμενη μέρα οι Έλληνες παρέμειναν ήσυχοι και μάζευαν προμήθειες, γιατί υπήρχαν πολλά τρόφιμα στα χωριά. Τη μεθεπόμενη πορεύονταν στην πεδιάδα και τούς ακολουθούσε ο Τισσαφέρνης σε απόσταση ασφαλείας.140
Τότε ήταν που οι Έλληνες ανακάλυψαν ότι το τετράγωνο ήταν ανεπαρκής σχηματισμός όταν οι εχθροί ακολουθούσαν. Γιατί όταν οι πλευρές συμπτύσσονταν, είτε επειδή ο δρόμος ήταν πολύ στενός ή επειδή βουνά ή γέφυρα καθιστούσαν αναγκαία τη σύμπτυξη, αναπόφευκτα οι οπλίτες σπρώχνονταν κι έβγαιναν από τη γραμμή τους πιεζόμενοι και σε σύγχυση, με αποτέλεσμα να υπάρχει αταξία και να μη μπορούν να προσφέρουν ιδιαίτερη υπηρεσία.141
Επίσης, όταν οι πλευρές αναπτύσσονταν και πάλι, εκείνοι που είχαν προηγουμένως σπρωχτεί από τη γραμμή τους είχαν αναπόφευκτα διασκορπιστεί, ο χώρος μεταξύ των πλευρών είχε παραμείνει κενός και οι άνδρες έχαναν την εμπιστοσύνη τους, ιδιαίτερα με τον εχθρό κοντά και πίσω. Και όταν χρειαζόταν να διασχίσουν γέφυρα ή κάποια άλλη διάβαση, βιαζόταν καθένας, επιθυμώντας να περάσει πρώτος και αυτό έδινε στον εχθρό καλή ευκαιρία να επιτεθεί.142
Όταν οι στρατηγοί συνειδητοποίησαν αυτές τις δυσκολίες, έφτιαξαν έξι λόχους με εκατό άνδρες στον καθένα και τοποθέτησαν λοχαγούς επικεφαλής των λόχων, προσθέτοντας επίσης διμοιρίτες και ενωμοτάρχες. Όταν λοιπόν οι πλευρές συμπτύσσονταν κατά την πορεία, αυτοί οι λόχοι έμεναν πίσω, ώστε να μην παρεμβάλλονται στις πλευρές και για το διάστημα εκείνο κινούνταν πίσω από τις πλευρές.143
Όταν όμως οι πλευρές τού τετραγώνου αναπτύσσονταν και πάλι, γέμιζαν το κενό ανάμεσα στις πλευρές, κατά λόχους αν το κενό ήταν μάλλον στενό, κατά διμοιρίες αν ήταν ευρύτερο, ή, αν ήταν πολύ ευρύ, κατά ενωμοτίες, ώστε το κενό να γεμίζει πάντοτε.144
Αν πάλι ήταν απαραίτητο να διασχίσει ο στρατός διάβαση ή γέφυρα, δεν υπήρχε σύγχυση, αλλά κάθε λόχος περνούσε με τη σειρά του. Και αν χρειαζόταν βοήθεια οποιοδήποτε τμήμα τού στρατεύματος, οι στρατιώτες έσπευδαν σε εκείνο το σημείο. Με αυτό τον τρόπο οι Έλληνες προχώρησαν τέσσερις ημέρες.145
Όταν όμως βρίσκονταν στην πέμπτη μέρα, είδαν κάποιου είδους παλάτι με πολλά χωριά γύρω του,146 ενώ ο δρόμος που οδηγούσε σε εκείνο το μέρος περνούσε από ψηλούς λόφους, που εκτείνονταν κάτω από το βουνό, στους πρόποδες τού οποίου βρίσκονταν τα χωριά. Και οι Έλληνες ευχαριστήθηκαν που είδαν τούς λόφους, αφού πίστευαν φυσικά ότι η δύναμη τού εχθρού ήταν το ιππικό.147
Όταν όμως, στην πορεία τους από την πεδιάδα, ανέβηκαν στον πρώτο λόφο και κατέβαιναν για να ανέβουν στον επόμενο, τότε τούς επιτέθηκαν οι βάρβαροι, βάλλοντάς τους από την κορυφή τού λόφου με σφεντόνες και τόξα, κάτω από το μαστίγιο.148 149
Όχι μόνο τραυματίστηκαν πολλοί, αλλά οι Έλληνες πήραν τούς γυμνήτες και τούς έκλεισαν μέσα στις γραμμές των οπλιτών, έτσι ώστε αυτοί οι στρατιώτες, που αναμίχθηκαν με τούς μη μάχιμους, να είναι εντελώς άχρηστοι εκείνη τη μέρα, τόσο οι σφεντονιστές όσο και οι τοξότες.150
Και όταν οι Έλληνες, πιεζόμενοι όπως ήσαν, επιχείρησαν να καταδιώξουν, έφτασαν στην κορυφή αλλά με καθυστέρηση, όντας βαριά οπλισμένοι (οπλίτες), ενώ ο εχθρός πήδηξε γρήγορα κι απομακρύνθηκε.151
Κάθε φορά που επέστρεφαν από καταδίωξη για να ενωθούν με το υπόλοιπο στράτευμα, πάθαιναν τα ίδια, που επαναλήφθηκαν και στον δεύτερο λόφο, κι έτσι όταν ανέβηκαν τον τρίτο λόφο αποφάσισαν να μην κινήσουν τα στρατεύματα από την κορυφογραμμή, πριν ανεβάσουν πελταστές από τη δεξιά πλευρά τού τετραγώνου προς το βουνό.152
Μόλις αυτή η δύναμη έφτασε πάνω από τα εχθρικά στρατεύματα που ακολουθούσαν τούς Έλληνες από πίσω, οι εχθροί δεν επιτέθηκαν στον ελληνικό στρατό κατά την κάθοδό του, φοβούμενοι μην αποκοπούν και βρεθούν κυκλωμένοι και από τις δύο πλευρές.153
Με τον τρόπο αυτόν οι Έλληνες συνέχισαν την προέλασή τους για το υπόλοιπο τής ημέρας, το ένα τμήμα από τον δρόμο που οδηγούσε πάνω από τούς λόφους και το άλλο ακολουθώντας παράλληλη πορεία κατά μήκος τής πλαγιάς τού βουνού, και έτσι έφτασαν στα χωριά. Εκεί διόρισαν οκτώ χειρουργούς, γιατί ήσαν πολλοί οι τραυματίες.154
Εδώ έμειναν τρεις ημέρες, όχι μόνο για χάρη των τραυματιών, αλλά επειδή υπήρχαν προμήθειες σε αφθονία, σιτάρι και κρασί και μεγάλα αποθέματα κριθαριού που είχε μαζευτεί για τα άλογα. Αυτές οι προμήθειες είχαν συγκεντρωθεί από εκείνον που ασκούσε καθήκοντα σατράπη τής περιοχής.155
Την τέταρτη μέρα προχώρησαν να κατέβουν στην πεδιάδα. Αλλά όταν τούς προσπέρασε ο Τισσαφέρνης με τη δύναμή του, η ανάγκη τούς δίδαξε να στρατοπεδεύσουν στο πρώτο χωριό που είδαν και να μη συνεχίσουν να προχωρούν και ταυτόχρονα να πολεμούν. Γιατί ήσαν πολλοί οι μη μάχιμοι, όχι μόνο οι τραυματίες, αλλά και εκείνοι που τούς μετέφεραν, καθώς και αυτοί που κουβαλούσαν τα όπλα εκείνων που μετέφεραν τούς τραυματίες.156
Όταν οι Έλληνες είχαν στρατοπεδεύσει και οι βάρβαροι, πλησιάζοντας προς το χωριό, έκαναν προσπάθεια να τούς πλήξουν από μακριά, η ανωτερότητα των Ελλήνων ήταν έντονη. Γιατί το να καταλαμβάνεις μια θέση και από αυτήν να αποκρούεις την επίθεση είναι πολύ διαφορετικό πράγμα, από το να βρίσκεσαι σε πορεία και να πολεμάς ταυτόχρονα τούς εχθρούς που ακολουθούν από πίσω.157
Όταν άρχισε να σουρουπώνει, ήρθε η ώρα να αποσυρθούν οι εχθροί. Γιατί οι βάρβαροι ποτέ δεν στρατοπέδευαν σε απόσταση μικρότερη από εξήντα στάδια από το ελληνικό στρατόπεδο, από φόβο μην τούς επιτεθούν οι Έλληνες κατά τη διάρκεια τής νύχτας.158
Για ένα περσικό στρατό η νύχτα ήταν θλιβερό πράγμα. Τα άλογά τους ήσαν δεμένα και συνήθως τα πόδια τους ακινητοποιημένα, για να μη φύγουν μακριά, αν λύνονταν. Έτσι σε περίπτωση συναγερμού ο Πέρσης έπρεπε να βάλει σέλα, πανί και χαλινάρι στο άλογό του, να φορέσει τον δικό του θώρακα και να ανέβει στο άλογο. Όλα αυτά ήσαν δύσκολα τη νύχτα και μέσα σε σύγχυση. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Πέρσες στρατοπέδευαν μακριά από τούς Έλληνες.159
Όταν οι Έλληνες κατάλαβαν ότι οι Πέρσες ήθελαν να αποσυρθούν και δινόταν η σχετική εντολή, ο κήρυκας φώναξε στους Έλληνες να συσκευάσουν τα πράγματά τους, με τρόπο ώστε να τον ακούσουν οι εχθροί. Για κάποιο διάστημα οι βάρβαροι καθυστερούσαν την αποχώρησή τους, αλλά όταν άρχισε να σουρουπώνει, έφυγαν. Γιατί πίστευαν ότι δεν θα κέρδιζαν τίποτε αν πορεύονταν κι έφταναν στο στρατόπεδό τους μέσα στη νύχτα.160
Όταν οι Έλληνες είδαν τελικά ότι πραγματικά αποχωρούσαν, τότε τα μάζεψαν κι εκείνοι από το στρατόπεδό τους και συνέχισαν την πορεία τους, προχωρώντας όχι λιγότερο από εξήντα στάδια. Έτσι η απόσταση μεταξύ των δύο στρατών μεγάλωσε τόσο πολύ, που ο εχθρός δεν φάνηκε καθόλου την επόμενη μέρα, ούτε και την τρίτη μέρα, αλλά την τέταρτη, έχοντας προχωρήσει οι βάρβαροι κατά τη διάρκεια τής νύχτας, κατέλαβαν επιβλητική θέση δεξιά τού δρόμου από τον οποίο έπρεπε να περάσουν οι Έλληνες, δηλαδή σε κορυφογραμμή τού βουνού, στη βάση τού οποίου περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε κάτω στην πεδιάδα.161
Όταν ο Χειρίσοφος είδε την κορυφογραμμή να έχει καταληφθεί, φώναξε τον Ξενοφώντα από την οπισθοφυλακή και τον διέταξε να πάρει τούς πελταστές του και να έρθει μπροστά.162
Ο Ξενοφών όμως δίστασε, γιατί έβλεπε τον Τισσαφέρνη και ολόκληρο τον στρατό του να ξεπροβάλλουν. Καλπάζοντας μπροστά, ρώτησε:
«Γιατί με κάλεσες;»
Ο άλλος τού απάντησε:
«Ο λόγος είναι προφανής. Ο λόφος που βρίσκεται πάνω από τον δρόμο, τον οποίο πρέπει να κατέβουμε, έχει καταληφθεί και δεν θα μπορέσουμε να περάσουμε από εκεί, αν δεν τούς εκτοπίσουμε.163
Αλλά γιατί δεν έφερες τούς πελταστές;»
Ο Ξενοφών είπε ότι δεν είχε κρίνει σκόπιμο να αφήσει την πίσω πλευρά απροστάτευτη, με τον εχθρό να έχει εμφανιστεί.
«Είναι όμως καιρός», πρόσθεσε, «να σκεφτούμε πώς θα διώξουμε αυτούς τούς άνδρες από την κορυφή».164
Tότε ο Ξενοφών παρατηρώντας την κορυφή τού βουνού πάνω από το δικό τους στράτευμα, είδε ότι από αυτήν υπήρχε δρόμος που οδηγούσε προς το ύψωμα όπου βρίσκονταν οι εχθροί και είπε:
«Είναι προτιμότερο Χειρίσοφε, να ορμήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται προς την κορυφή. Γιατί αν καταφέρουμε να την καταλάβουμε, δεν θα μπορέσουν να μείνουν στη θέση τους οι εχθροί που βρίσκονται πάνω από τον δρόμο. Αν θέλεις λοιπόν, μείνε εσύ κοντά στον στρατό κι εγώ θα ανέβω επάνω. Αν όμως προτιμάς, πήγαινε εσύ στο βουνό κι εγώ θα μείνω εδώ».165
«Σε αφήνω», είπε ο Χειρίσοφος, «να διαλέξεις όποιο από τα δύο θέλεις».
Ο Ξενοφών είπε ότι σαν πιο νέος, προτιμούσε να ανέβει στο βουνό, αλλά τού ζήτησε να στείλει μαζί του στρατιώτες από την εμπροσθοφυλακή. Γιατί ήταν μεγάλη απόσταση να πάει να πάρει άνδρες από την οπισθοφυλακή.166
Και ο Χειρίσοφος έστειλε με τον Ξενοφώντα τούς πελταστές τής εμπροσθοφυλακής, παίρνοντας εκείνους που ήσαν στη μέση τού τετραγώνου. Έδωσε όμως διαταγή να πάνε μαζί του και οι τριακόσιοι διαλεχτοί, που τούς είχε βάλει ο ίδιος στο μπροστινό μέρος τού τετραγώνου.167
Από εκεί ξεκίνησαν και προχωρούσαν, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αλλά οι εχθροί που βρίσκονταν στον λόφο, μόλις κατάλαβαν ότι οι Έλληνες βάδιζαν προς την κορυφή, αμέσως κι εκείνοι, βάζοντας όλες τις δυνάμεις τους, όρμησαν να φτάσουν επάνω πρώτοι.168
Και τότε ακούγονταν δυνατές κραυγές από το ελληνικό στράτευμα, καθώς οι Έλληνες έδιναν κουράγιο στους δικούς τους, το ίδιο όμως και από τούς στρατιώτες τού Τισσαφέρνη, που φώναζαν στους δικούς τους να έχουν θάρρος.169
Ο Ξενοφών πάλι, περνώντας δίπλα από τούς στρατιώτες πάνω στο άλογό του, τούς εμψύχωνε με αυτά τα λόγια:
«Άνδρες, τώρα να σκεφτείτε ότι αγωνίζεστε για την Ελλάδα, για τα παιδιά και για τις γυναίκες μας, ενώ αν κοπιάσουμε τώρα λίγο, θα προχωρήσουμε χωρίς μάχη στην υπόλοιπη διαδρομή».170
Ο Σωτηρίδας όμως ο Σικυώνιος171 είπε:
«Δεν βρισκόμαστε κάτω από τις ίδιες συνθήκες Ξενοφώντα, γιατί εσύ είσαι πάνω στο άλογο, ενώ εγώ κουράζομαι πολύ κρατώντας την ασπίδα».172
Μόλις τα άκουσε αυτά ο Ξενοφών, πήδησε από το άλογο, τον έσπρωξε έξω από τη γραμμή, πήρε την ασπίδα του και κρατώντας την βάδιζε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τύχαινε όμως να φοράει και τον ιππικό θώρακα, πράγμα που τον έκανε να υποφέρει. Σε εκείνους που πήγαιναν μπροστά του, έλεγε να προχωρούν, σε κείνους που βρίσκονταν πίσω του, να τον προσπερνούν, ενώ ο ίδιος ακολουθούσε με κόπο.173
Τότε οι άλλοι στρατιώτες χτυπούσαν κι έβριζαν τον Σωτηρίδα, μέχρι που τον ανάγκασαν να ξαναπάρει την ασπίδα και να προχωρήσει. Και ο Ξενοφών ανέβηκε στο άλογο και πήγαινε έφιππος, όσο μπορούσε να προχωράει το ζώο. Όταν όμως το μέρος έγινε αδιάβατο, άφησε το άλογο και πήγαινε πεζός. Τελικά έφτασαν στην κορυφή πριν από τούς εχθρούς.174
3.5. Απόφαση για πορεία μέσα από τα όρη των Καρδούχων
Εκεί τότε οι βάρβαροι στράφηκαν και τράπηκαν σε φυγή όσο καλύτερα μπορούσε καθένας και οι Έλληνες κρατούσαν την κορυφή. Τα στρατεύματα με τον Τισσαφέρνη και τον Αριαίο έστριψαν και εξαφανίστηκαν από άλλον δρόμο. Το κύριο σώμα με τον Χειρίσοφο, κατεβαίνοντας στην πεδιάδα, στρατοπέδευσε σε χωριό γεμάτο καλά πράγματα διαφόρων ειδών. Υπήρχαν και άλλα πολλά χωριά γεμάτα με πολλά καλά πράγματα σε αυτή την πεδιάδα κοντά στον Τίγρη ποταμό.175 176
Κι ενώ ήταν απόγευμα, εμφανίστηκαν ξαφνικά οι εχθροί στην πεδιάδα και πετσόκοψαν μερικούς από τούς Έλληνες, που ήσαν διασκορπισμένοι στην πεδιάδα αναζητώντας λάφυρα. Πράγματι, πολλά κοπάδια γελαδιών είχαν αρπαχτεί, καθώς μεταφέρονταν στην άλλη πλευρά τού ποταμού.177
Τώρα ο Τισσαφέρνης και τα στρατεύματά του έκαναν προσπάθεια να κάψουν τα χωριά. Και μερικοί από τούς Έλληνες δυσαρεστήθηκαν πολύ, ανησυχώντας ότι αν ο εχθρός έκαιγε τα χωριά, δεν θα ήξεραν πού να βρουν προμήθειες.178
Ο Χειρίσοφος και οι άνδρες του επέστρεφαν από την αμυντική τους εξόρμηση, ενώ ο Ξενοφών, όταν κατέβηκε με το τμήμα του, κάλπασε δίπλα στην ομάδα διάσωσης που ερχόταν και τούς χαιρέτησε ως εξής:179
«Δεν βλέπετε, άνδρες τής Ελλάδας, ότι παραδέχονται ότι η χώρα είναι τώρα δική μας; Αυτά που απαιτούσαν όταν έκαναν την ανακωχή, δηλαδή να μην πυρπολούμε τη χώρα τού βασιλιά, τα κάνουν τώρα οι ίδιοι, βάζοντας σε αυτήν φωτιά σαν να μην είναι δική τους. Αλλά αν αφήσουν κάπου προμήθειες για τον εαυτό τους, θα μάς δουν και εμάς να πορευόμαστε εκεί».180
Και γυρνώντας στον Χειρίσοφο:
«Αλλά μού φαίνεται ότι πρέπει να κάνουμε έφοδο εναντίον αυτών των πυρπολητών, για να προστατεύσουμε τη χώρα μας».
Και ο Χειρίσοφος απάντησε:
«Δεν συμφωνώ. Ας βάλουμε κι εμείς κάποιες φωτιές κι έτσι θα σταματήσουν πιο γρήγορα».181
Όταν είχαν φτάσει πίσω στα χωριά, ενώ οι υπόλοιποι ήσαν απασχολημένοι με τις προμήθειες, οι στρατηγοί και οι λοχαγοί συναντήθηκαν. Και υπήρχε εδώ βαθιά μελαγχολία. Γιατί από τη μια πλευρά υπήρχαν πανύψηλα βουνά και από την άλλη ποτάμι με τέτοιο βάθος, που τα δόρατά τους δεν έφταναν μέχρι τον πυθμένα.182
Ενώ λοιπόν απορούσαν για το τι θα έκαναν, ήρθε ένας Ρόδιος με την εξής πρόταση:
«Μπορώ, άνδρες, να σάς μεταφέρω απέναντι, τέσσερις χιλιάδες οπλίτες τη φορά, αν μού διαθέσετε ό,τι χρειάζομαι και μού δώσετε ένα τάλαντο για τον κόπο μου».183
Όταν τον ρώτησαν τι θα χρειαστεί, απάντησε:
«Δύο χιλιάδες ασκιά. Βλέπω ότι υπάρχουν πολλά πρόβατα και κατσίκες και βόδια και γαϊδούρια, που αφού τα γδάρουμε και φουσκώσουμε το δέρμα τους, εύκολα θα μάς δώσουν το πέρασμα.184
Θα χρειαστώ επίσης τα λουριά που χρησιμοποιείτε για τα υποζύγια. Με αυτά θα δέσω τα ασκιά το ένα με το άλλο και θα σταθεροποιήσω κάθε ασκί, κρεμώντας από αυτό πέτρες, που θα τις αφήσω στο νερό σαν άγκυρες. Ύστερα θα τα περάσω απέναντι και όταν τα δέσω και από τις δύο άκρες, θα τοποθετήσω πάνω τους στρώματα ξύλου και χώμα.185
Θα δείτε αμέσως, ότι δεν υπάρχει κίνδυνος πνιγμού, γιατί κάθε ασκί μπορεί να αντέχει πάνω του δύο άνδρες χωρίς να βουλιάζει.186
Το ξύλο και το χώμα θα αποτρέπουν το γλίστρημα».
Όταν τα άκουσαν αυτά, οι στρατηγοί πίστευαν ότι ήταν όμορφη εφεύρεση, αλλά ανέφικτη στην υλοποίησή της. Γιατί στην απέναντι όχθη τού ποταμού υπήρχαν πολλοί ιππείς, που θα εμπόδιζαν τη διέλευση, πράγμα που δεν θα επέτρεπε να περάσει απέναντι ούτε καν η πρώτη ομάδα.187
Υπό αυτές τις συνθήκες την επόμενη μέρα στράφηκαν προς τα πίσω και άρχισαν να βαδίζουν προς την κατεύθυνση τής Βαβυλώνας, στα χωριά που δεν είχαν καεί, έχοντας προηγουμένως βάλει φωτιά σε εκείνα που άφησαν. Έτσι οι εχθροί δεν κατευθύνθηκαν σε αυτά, αλλά στέκονταν και κοίταζαν, απορώντας σε ποια κατεύθυνση θα στρέφονταν οι Έλληνες και τι είχαν στον νου τους.188
Εδώ και πάλι, ενώ οι υπόλοιποι στρατιώτες ήσαν απασχολημένοι με τις προμήθειες, οι στρατηγοί συνεδρίασαν και αφού συγκέντρωσαν μαζί τους αιχμαλώτους, τούς υπέβαλαν σε κατ’ αντιπαράσταση ανάκριση για ολόκληρη τη γύρω χώρα, τα ονόματα και τα άλλα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής.189
Οι αιχμάλωτοι τούς είπαν ότι οι περιοχές προς τα νότια, μέσω των οποίων είχαν έρθει, ανήκαν στην περιοχή προς τη Βαβυλώνα και τη Μηδία. Ο δρόμος ανατολικά οδηγούσε στα Σούσα και τα Εκβάτανα, όπου ο βασιλιάς περνούσε το καλοκαίρι και την άνοιξη. Διασχίζοντας τον ποταμό, ο δρόμος προς τα δυτικά οδηγούσε στη Λυδία και την Ιωνία,190 ενώ εκείνος μέσα από τα βουνά, που ήταν στραμμένος προς τη Μεγάλη Άρκτο,191 οδηγούσε στους Καρδούχους.192
Οι αιχμάλωτοι είπαν ότι οι Καρδούχοι193 κατοικούσαν στα βουνά και ήσαν φιλοπόλεμος λαός που δεν υπάκουε στον βασιλιά, ενώ όταν κάποτε εισέβαλε σε αυτούς βασιλικός στρατός εκατόν είκοσι χιλιάδων ανδρών, δεν επέστρεψε ούτε ένας άνδρας, λόγω τής εξαιρετικά δύσβατης περιοχής. Όμως κάθε φορά που έκαναν συνθήκη με τον σατράπη στην πεδιάδα, μερικοί από τούς ανθρώπους τού κάμπου είχαν δοσοληψίες με τούς Καρδούχους και ορισμένοι από τούς Καρδούχους με αυτούς.194
Αφού άκουσαν αυτές τις δηλώσεις από τούς ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν τον δρόμο προς κάθε κατεύθυνση, οι στρατηγοί τούς ανάγκασαν να αποσυρθούν, χωρίς να τούς δώσουν καμία ένδειξη ως προς την κατεύθυνση προς την οποία θα πορεύονταν. Η γνώμη των στρατηγών ήταν όμως ότι έπρεπε να περάσουν μέσα από τα βουνά στη χώρα των Καρδούχων. Γιατί οι αιχμάλωτοι τούς είχαν πει, ότι περνώντας από αυτή τη χώρα θα έφταναν στην Αρμενία,195 μεγάλη και ευημερούσα επαρχία, τής οποίας σατράπης ήταν ο Ορόντας. Και από εκεί, τούς είχαν πει, θα ήταν εύκολο να πάνε σε οποιαδήποτε κατεύθυνση επέλεγαν.196
Κατόπιν αυτού πρόσφεραν θυσία, ώστε να είναι έτοιμοι να αρχίσουν την πορεία μόλις φαινόταν ότι είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή. Κύριος φόβος τους ήταν μην καταληφθεί το υψηλό πέρασμα πάνω από τα βουνά. Και δόθηκε εντολή, αφού δειπνήσουν, να συσκευάσει καθένας τα πράγματά του και να αναπαύεται, έτοιμος να ακολουθήσει μόλις δινόταν η εντολή.197
<- Βιβλίο δεύτερο | Βιβλίο τέταρτο -> |