Βιβλίο Δεύτερο: Κάθοδος των Μυρίων. Προδοσία Τισσαφέρνη. Θανάτωση των στρατηγών

<- Βιβλίο πρώτο Βιβλίο τρίτο ->

2.1. Oι Πέρσες ζητούν από τούς Έλληνες παράδοση όπλων

[Στο προηγούμενο βιβλίο υπάρχει πλήρης περιγραφή τού τρόπου με τον οποίο ο Κύρος συγκέντρωσε το στράτευμα των Ελλήνων όταν αποφάσισε εκστρατεία εναντίον τού αδελφού του Αρταξέρξη, καθώς επίσης και τα διάφορα περιστατικά τής πορείας μέχρι την ίδια τη μάχη και τον θάνατο τού Κύρου και τέλος ότι φτάνοντας οι Έλληνες στο στρατόπεδο μετά τη μάχη, έπεσαν για ύπνο νομίζοντας ότι όλα ήσαν νικηφόρα και ότι ο Κύρος ζούσε.]1 2

Όταν ξημέρωσε, οι στρατηγοί συγκεντρώθηκαν και απορούσαν που δεν είχε εμφανιστεί ο Κύρος, ούτε είχε στείλει κάποιον για να τούς πει τι να κάνουν. Αποφάσισαν λοιπόν να συσκευάσουν τα πράγματά τους και παίρνοντας τα όπλα τους να προχωρήσουν, μέχρι να συναντήσουν τον Κύρο.3

Ακριβώς καθώς ξεκινούσαν, με την ανατολή τού ήλιου, ήρθε ο Προκλής, ο κυβερνήτης τής Τευθρανίας,4 απόγονος τού Σπαρτιάτη Δαμάρατου.5 Μαζί του ήρθε επίσης ο Γλους, ο γιος τού Ταμώ. Εκείνοι τούς είπαν ότι ο Κύρος ήταν νεκρός και ότι ο Αριαίος είχε οπισθοχωρήσει μαζί με τούς υπόλοιπους βαρβάρους στη θέση από την οποία είχαν ξεκινήσει τα ξημερώματα τής προηγούμενης ημέρας. Και τούς είπαν ότι θα τούς περίμεναν εκείνη τη μέρα, αν ήσαν διατεθειμένοι να έρθουν, αλλά ότι την επόμενη θα έφευγαν, έλεγε, για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους Ιωνία, απ’ όπου είχαν έρθει.6

Οι στρατηγοί στενοχωρήθηκαν όταν άκουσαν αυτές τις κακές ειδήσεις, όπως και οι άλλοι Έλληνες όταν τις πληροφορήθηκαν. Στη συνέχεια ο Κλέαρχος μίλησε ως εξής:

«Μακάρι να ήταν ακόμη ζωντανός ο Κύρος! Αφού όμως είναι νεκρός, πηγαίνετε αυτή την απάντηση στον Αριαίο, ότι εμείς έχουμε κατανικήσει τον βασιλιά και όπως μπορείτε να δείτε κανένας δεν μάς πολεμά. Και αν εσείς δεν είχατε έλθει, θα είχαμε ήδη ξεκινήσει την πορεία μας εναντίον τού βασιλιά. Τώρα μπορούμε να υποσχεθούμε στον Αριαίο, ότι αν ενωθεί μαζί μας εδώ, θα τον τοποθετήσουμε στον θρόνο τού βασιλιά, πράγμα που σίγουρα αξίζει σε εκείνους που νικούν στη μάχη».7

Με αυτά τα λόγια έστειλε πίσω τούς αγγελιοφόρους και μαζί τους έστειλε τον Σπαρτιάτη Χειρίσοφο και τον Θεσσαλό Μένωνα, πράγμα που ήθελε ο ίδιος ο Μένων, τον οποίο συνέδεαν με τον Αριαίο δεσμοί φιλίας και φιλοξενίας.8

Έφυγαν λοιπόν αυτοί και ο Κλέαρχος τούς περίμενε. Οι στρατιώτες εφοδιάζονταν με τρόφιμα όσο καλύτερα μπορούσαν, τεμαχίζοντας βόδια και γαϊδούρια από τον συρμό αποσκευών. Ούτε υπήρχε έλλειψη καυσόξυλων. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να κάνουν μερικά βήματα μπροστά από τη γραμμή όπου έγινε η μάχη και θα εύρισκαν πολλά βέλη, τα οποία οι Έλληνες είχαν αναγκάσει τούς λιποτάκτες από τον στρατό τού βασιλιά να ρίξουν μακριά. Υπήρχαν επίσης ασπίδες από λυγαριά και οι τεράστιες ξύλινες ασπίδες των Αιγυπτίων. Υπήρχαν και πολλές μικρές ημικυκλικές ασπίδες και άδεια κάρρα που φαίνονταν παρατημένα εκεί. Χρησιμοποιώντας αυτό το απόθεμα ξύλων έψησαν τα κρέατά τους και γευμάτισαν εκείνη τη μέρα.9

Ήταν πια η ώρα που οι αγορές στις πόλεις γέμιζαν κόσμο,10 όταν έφτασαν αγγελιοφόροι από τον βασιλιά και τον Τισσαφέρνη. Ήσαν βάρβαροι με μία εξαίρεση. Υπήρχε ανάμεσά τους κάποιος Φαλίνος, Έλληνας που ζούσε στην αυλή τού Τισσαφέρνη και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Παρουσιαζόταν ως ειδικός τής τακτικής και τής τέχνης τής μάχης με βαριά όπλα.11

Αυτοί λοιπόν, αφού προσήλθαν και κάλεσαν τούς στρατηγούς των Ελλήνων, είπαν ότι ο μεγάλος βασιλιάς, έχοντας κερδίσει τη νίκη και σκοτώσει τον Κύρο, διέταζε τούς Έλληνες να παραδώσουν τα όπλα τους προσερχόμενοι στις πύλες τού παλατιού τού βασιλιά και εκεί θα εξασφάλιζαν όποιους όρους μπορούσαν.12

Αυτά είπαν οι κήρυκες τού βασιλιά και οι Έλληνες τα άκουσαν με βαριά καρδιά, αλλά ο Κλέαρχος μίλησε και τα λόγια του ήσαν λίγα:

«Δεν συνηθίζεται να παραδίδουν τα όπλα τους οι νικητές».

Τότε, στρέφοντας προς τούς άλλους, πρόσθεσε,

«Το αφήνω σε εσάς, άνδρες στρατηγοί, να δώσετε την καλύτερη και ευγενέστερη απάντηση κι εγώ θα επιστρέψω αμέσως».

Τον είχε καλέσει ένας από τούς υπηρέτες να έρθει και να εξετάσει τα σωθικά που είχαν ληφθεί από τα σφάγια, γιατί τύχαινε εκείνη την ώρα να κάνει θυσία.13

Μόλις έφυγε, απάντησε ο Αρκάς Κλεάνωρ ως μεγαλύτερος στην ηλικία, ότι θα πέθαιναν πριν παραδώσουν τα όπλα τους. Στη συνέχεια ο Θηβαίος Πρόξενος είπε:

«Από την πλευρά μου, Φαλίνε, απορώ αν απαιτεί τα όπλα μας ως κυρίαρχος βασιλιάς ή ως δώρα για χάρη τής φιλίας. Αν τα ζητά ως κυρίαρχος βασιλιάς, τότε γιατί χρειάζεται να τα ζητά και δεν έρχεται να τα πάρει; Αλλά αν θέλει να τα πάρει καλοπιάνοντάς μας, τότε ρωτώ τι αντάλλαγμα θα έχουν οι στρατιώτες για μια τέτοια ευγένεια;»14

Απαντώντας σε αυτόν ο Φαλίνος είπε:

«Ο βασιλιάς ισχυρίζεται ότι έχει νικήσει, γιατί σκότωσε τον Κύρο. Γιατί ποιος άραγε θα διεκδικήσει τώρα τον θρόνο από αυτόν; Πιστεύει επίσης ότι και εσείς βρίσκεστε υπό την εξουσία του, αφού σάς κρατά στην καρδιά τής χώρας του, περικλειόμενους από αδιάβατους ποταμούς και μπορεί ανά πάσα στιγμή να οδηγήσει εναντίον σας τόσο μεγάλο πλήθος, που ακόμη κι αν σάς δινόταν η άδεια, δεν θα μπορούσατε να τούς σκοτώσετε όλους».15

Ύστερα από αυτόν ο Θεόπομπος ο Αθηναίος είπε:16

«Φαλίνε, τη στιγμή αυτή, όπως μπορείς να δεις, δεν μάς έχει απομείνει τίποτε άλλο, εκτός από τα όπλα και την ανδρεία μας. Έχοντας λοιπόν όπλα, πιστεύουμε ότι μπορούμε να κάνουμε χρήση και τής ανδρείας μας, ενώ αν τα παραδώσουμε, θα στερηθούμε και τη ζωή μας. Να μην πιστεύεις λοιπόν ότι πρόκειται να παραδώσουμε σε εσάς τα μόνο καλά πράγματα που έχουμε στη διάθεσή μας. Προτιμάμε να τα κρατήσουμε και με τη βοήθειά τους να πολεμήσουμε εναντίον σας για τα δικά σας καλά πράγματα».17

Ο Φαλίνος γέλασε όταν άκουσε αυτά τα λόγια και είπε:

«Μιλάς σαν φιλόσοφος, νεαρέ άνδρα, πολύ όμορφα και πολύ λογικά. Όμως επίτρεψέ μου να σού πω ότι η λογική σου έχει πρόβλημα, αν νομίζεις ότι η ανδρεία σας θα υπερισχύσει τής δύναμης τού βασιλιά».18

Υπήρχαν κι ένας-δυο άλλοι, όπως ειπώθηκε, που με τόνο αδυναμίας στο ύφος τής επιχειρηματολογίας τους έλεγαν ότι όπως αποδείχθηκαν καλοί και έμπιστοι φίλοι τού Κύρου, έτσι και ο βασιλιάς θα τούς εύρισκε όχι λιγότερο πολύτιμους, αν ήθελε να είναι φίλος τους. Θα μπορούσε να τούς στρέψει σε οποιαδήποτε χρήση τον ευχαριστούσε, για παράδειγμα σε εκστρατεία εναντίον τής Αιγύπτου και θα τον βοηθούσαν να υποτάξει τη χώρα αυτή.19

Τότε ακριβώς επέστρεψε ο Κλέαρχος και θέλησε να μάθει τι απάντηση είχαν δώσει. Πριν καν τελειώσει την ερώτηση, ο Φαλίνος είπε διακόπτοντας:

«Όσο για τούς φίλους σου εδώ, Κλέαρχε, ο ένας λέει το ένα και ο άλλος το άλλο. Πες μας λοιπόν και τη δική σου γνώμη».20

Και εκείνος απάντησε:

«Φαλίνε, σε είδα με μεγάλη ευχαρίστηση, όχι μόνο εγώ, αλλά νομίζω όλοι μας. Γιατί είσαι και συ Έλληνας, όπως είμαστε όλοι εμείς που βλέπεις. Στην παρούσα δύσκολη κατάσταση θα θέλαμε τη δική σου συμβουλή για το τι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτά που μάς λες.21

Εσύ λοιπόν συμβούλευσέ μας μπροστά στους θεούς αυτό που θεωρείς καλύτερο και πιο άξιο και τέτοιο που θα σε τιμά στους μετέπειτα χρόνους, όταν θα λένε ότι κάποτε στάλθηκε από τον βασιλιά ο Φαλίνος για να διατάξει τούς Έλληνες να παραδώσουν τα όπλα και όταν ζήτησαν τη συμβουλή του, τούς έδωσε την εξής συμβουλή. Ξέρεις ότι όποια συμβουλή κι αν μάς δώσεις, θα μαθευτεί στην Ελλάδα».22

Ο Κλέαρχος είπε αυτά τα λόγια με την ελπίδα ότι και αυτός ο άνθρωπος, που ήταν ο πρεσβευτής τού βασιλιά, θα τούς συμβούλευε να μην παραδώσουν τα όπλα τους, ώστε να διατηρήσουν οι Έλληνες περισσότερες ελπίδες. Αλλά αντίθετα με τις προσδοκίες του, ο Φαλίνος γύρισε και είπε:23

«Λέω ότι αν έχετε μια ελπίδα στις δέκα χιλιάδες να σωθείτε πολεμώντας τον βασιλιά, σάς συμβουλεύω να μην παραδώσετε τα όπλα σας. Αν όμως δεν έχετε καμία πιθανότητα διαφυγής χωρίς τη συγκατάθεση τού βασιλιά, σάς συμβουλεύω να σωθείτε με τον μόνο τρόπο που μπορείτε».24

Ο Κλέαρχος απάντησε:

«Αν λοιπόν αυτή είναι η άποψή σου, να μεταφέρεις εκ μέρους μας τα εξής: Εμείς πιστεύουμε ότι αν αναμένεται να είμαστε φίλοι με τον βασιλιά, θα αξίζουμε περισσότερο ως φίλοι αν κρατάμε τα όπλα μας, παρά αν τα παραδώσουμε σε άλλον. Κι αν πρέπει να πάμε σε πόλεμο, θα πολεμήσουμε καλύτερα έχοντας τα όπλα μας, παρά αν τα έχουμε παραδώσει σε άλλον».25

Και ο Φαλίνος είπε:

«Θα αναφέρω αυτή την απάντηση. Αλλά ο βασιλιάς πρόσταξε να σάς πω κι αυτό. Όσο παραμένετε εδώ, υπάρχει εκεχειρία. Αλλά ένα βήμα μπροστά ή ένα βήμα πίσω, η εκεχειρία τερματίζεται και υπάρχει πόλεμος. Πείτε μου λοιπόν και γι’ αυτό. Θα σταματήσετε εδώ και θα διατηρηθεί η εκεχειρία ή πρόκειται να υπάρξει πόλεμος; Τι απάντηση θα πάρω από εσάς;»26

Και ο Κλέαρχος απάντησε:

«Να αναφέρεις λοιπόν και γι’ αυτό, ότι έχουμε την ίδια ακριβώς άποψη με τον βασιλιά».

«Ποια είναι αυτή η ίδια άποψη;» ρώτησε ο Φαλίνος.

Και ο Κλέαρχος απάντησε:

«Όσο μένουμε εδώ υπάρχει εκεχειρία, αλλά ένα βήμα μπρος ή ένα βήμα πίσω, η εκεχειρία τελειώνει και υπάρχει πόλεμος».27

Κι εκείνος ξαναρώτησε:

«Να αναφέρω λοιπόν εκεχειρία ή πόλεμο;»

Ο Κλέαρχος απάντησε πάλι με τα ίδια λόγια:

«Εκεχειρία αν σταματήσουμε, αλλά αν προχωρήσουμε προς τα μπρος ή προς τα πίσω, πόλεμο».

Αλλά αρνήθηκε να διευκρινίσει τι σκόπευε να κάνει.28

2.2. Οι Έλληνες ενώνονται με τον Αριαίο

Ο Φαλίνος και εκείνοι που ήσαν μαζί του έφυγαν, αλλά επέστρεψαν οι αγγελιοφόροι που είχαν σταλεί στον Αριαίο, ο Προκλής και ο Χειρίσοφος. Ο Μένων έμεινε πίσω με τον Αριαίο. Έφεραν την απάντηση τού Αριαίου, ότι υπήρχαν πολλοί Πέρσες που θεωρούσαν τον εαυτό τους καλύτερο από τον ίδιο και οι οποίοι δεν θα τού επέτρεπαν να καθίσει στον θρόνο τού βασιλιά. Αλλά αν ήσαν διατεθειμένοι να φύγουν μαζί του, έπρεπε να πάνε σε αυτόν την ίδια εκείνη νύχτα, διαφορετικά, έλεγαν, το επόμενο πρωί θα ξεκινούσε.29

Και ο Κλέαρχος είπε:

«Έτσι πρέπει να γίνει. Αν μεν έρθουμε, θα γίνει όπως λέτε. Αλλά αν δεν έρθουμε, κάνετε αυτό που φαίνεται πιο συμφέρον για εσάς».

Και ούτε σε εκείνους είπε τι σκόπευε να κάνει.30

Μετά από αυτό, όταν ο ήλιος είχε ήδη δύσει, κάλεσε τούς στρατηγούς και τούς λοχαγούς και είπε τα εξής:

«Άνδρες, θυσίασα και βρήκα τα σφάγια δυσμενή για προέλαση εναντίον τού βασιλιά. Αυτό δεν φαίνεται ίσως περίεργο γιατί, όπως μαθαίνω τώρα, ανάμεσα σε εμάς και τον βασιλιά ρέει ο ποταμός Τίγρης, πλωτός για μεγάλα σκάφη, τον οποίο δεν θα μπορέσουμε να διασχίσουμε χωρίς πλοία. Και πλοία εμείς δεν έχουμε. Από την άλλη πλευρά δεν μπορούμε να σταματήσουμε εδώ, γιατί δεν υπάρχει πιθανότητα να βρούμε προμήθειες. Όμως τα σφάγια ευνοούν να ενωθούμε με τούς φίλους τού Κύρου.31

Θα κάνουμε λοιπόν το εξής: Ας πάει καθένας και ας δειπνήσει με ό,τι έχει. Στον πρώτο ήχο τής σάλπιγγας θα συσκευάσετε τις αποσκευές σας. Στο δεύτερο σήμα θα τις φορτώσετε στα υποζύγια. Και στο τρίτο θα μπείτε στη σειρά και θα ακολουθήσετε τούς προηγούμενους, έχοντας τα υποζύγια προστατευμένα από το ποτάμι στην εσωτερική πλευρά και από τα στρατεύματα στην εξωτερική».32

Όταν άκουσαν αυτά οι στρατηγοί και οι λοχαγοί, αποσύρθηκαν και έκαναν εκείνο που είχε ζητηθεί. Και εφεξής διοικούσε ο Κλέαρχος και οι υπόλοιποι υπάκουαν, χωρίς να τον έχουν επιλέξει, αλλά βλέποντας ότι ήταν ο μόνος που είχε τη λογική και τη σοφία που ήταν απαραίτητη για ένα στρατηγό, ενώ οι υπόλοιποι ήσαν άπειροι.33

[Το συνολικό μήκος τής διαδρομής που διάνυσα από την Έφεσο τής Ιωνίας μέχρι το πεδίο τής μάχης ήταν 93 σταθμοί, 535 παρασάγγες ή 16.050 στάδια. Από το πεδίο τής μάχης λεγόταν ότι η Βαβυλώνα απείχε άλλα 360 στάδια].34 35

Στο σημείο εκείνο, υπό την κάλυψη τού σκότους, ο Θράκας Μιλτοκύθης, έχοντας μαζί του τούς σαράντα ιππείς και τούς τριακόσιους Θράκες πεζούς στρατιώτες, λιποτάκτησε στον βασιλιά. 36

Το υπόλοιπο στράτευμα οδηγούσε ο Κλέαρχος σύμφωνα με τις εντολές και οι άλλοι ακολουθούσαν. Περίπου τα μεσάνυχτα ολοκλήρωσαν τον πρώτο σταθμό τής διαδρομής τους, φτάνοντας στον Αριαίο και στον στρατό του. Αποθέσαν τα όπλα όπως ήσαν παραταγμένοι, ενώ οι στρατηγοί και οι λοχαγοί των Ελλήνων συναντήθηκαν στη σκηνή τού Αριαίου. Εκεί αντάλλαξαν όρκους οι Έλληνες από τη μία πλευρά και ο Αριαίος και οι δικοί του από την άλλη, να μην προδώσουν ο ένας τον άλλο και να είναι αληθινοί σύμμαχοι. Οι βάρβαροι ορκίστηκαν επίσης να οδηγούν στον δρόμο χωρίς προδοσία.37

Οι όρκοι επικυρώθηκαν με τη θυσία ενός ταύρου, ενός αγριογούρουνου και ενός κριαριού πάνω σε ασπίδα. Οι Έλληνες βούτηξαν στο αίμα των σφαγίων ένα ξίφος και οι βάρβαροι μια λόγχη.38

Όταν τελείωσαν οι όρκοι, ο Κλέαρχος είπε:

«Και τώρα Αριαίε, επειδή εσείς κι εμείς έχουμε μπροστά μας μία εκστρατεία, ποια είναι η γνώμη σου για τη διαδρομή; Θα επιστρέψουμε από τον δρόμο που ήρθαμε ή έχεις σκεφτεί καλύτερο δρόμο;»39

Εκείνος απάντησε:

«Αν επιστρέψουμε από τον ίδιο δρόμο, θα χαθούμε όλοι από την πείνα. Γιατί αυτή τη στιγμή δεν έχουμε κανενός είδους προμήθεια. Κατά τη διάρκεια των δεκαεπτά τελευταίων ημερών, όταν ερχόμασταν εδώ, δεν μπορούσαμε να πάρουμε τίποτε από τη χώρα. Κι αν υπήρχε κάτι, το καταναλώσαμε περνώντας. Σκοπεύουμε λοιπόν να ακολουθήσουμε μακρύτερη διαδρομή, στην οποία όμως δεν θα μάς λείψουν οι προμήθειες.40

Τις πρώτες ημερήσιες πορείες πρέπει να τις κάνουμε όσο γίνεται μακρύτερες, για να αποσπαστούμε όσο περισσότερο μπορούμε από το βασιλικό στράτευμα. Όταν αποσπαστούμε δύο ή τρεις ημέρες, δεν θα μπορέσει ο βασιλιάς να μάς φτάσει. Γιατί με λίγο στρατό δεν θα τολμήσει να μάς ακολουθήσει, ενώ αν έχει μεγάλο εξοπλισμό, δεν θα μπορεί να προχωρήσει γρήγορα. Ίσως επίσης αντιμετωπίσει πρόβλημα ανεφοδιασμού. Αυτή λοιπόν τη γνώμη έχω εγώ».41

Αυτό ήταν σχέδιο εκστρατείας, που δεν μπορούσε να πετύχει τίποτε άλλο, εκτός από την άτακτη φυγή ή την απόκρυψη. Αλλά η τύχη πρόσφερε καλύτερη στρατηγική. Γιατί μόλις ξημέρωσε ξανάρχισαν το ταξίδι, κρατώντας τον ήλιο στα δεξιά τους42 και υπολογίζοντας ότι κατά τη δύση τού ηλίου θα έφταναν στα χωριά τής Βαβυλωνίας. Και στην ελπίδα αυτή δεν διαψεύστηκαν.43

Ενώ ήταν ακόμη απόγευμα, τούς φάνηκε ότι είδαν ιππικό τού εχθρού. Και εκείνοι οι Έλληνες που έτυχε να μη βρίσκονται στις γραμμές τους, έτρεξαν σε αυτές. Ο Αριαίος, που ταξίδευε πάνω σε άμαξα επειδή είχε τραυματιστεί, κατέβηκε και φόρεσε τον θώρακά του, όπως και οι άλλοι που ήσαν μαζί του.44

Ενώ εξοπλίζονταν, γύρισαν οι ανιχνευτές που είχαν σταλεί και είπαν ότι δεν ήταν ιππικό, αλλά υποζύγια που βοσκούσαν. Ταυτόχρονα έγινε σαφές σε όλους, ότι κάπου εκεί κοντά στρατοπέδευε ο βασιλιάς. Φαινόταν μάλιστα καπνός από χωριά που δεν απείχαν πολύ.45

Ο Κλέαρχος δίσταζε να προχωρήσει προς τον εχθρό, γνωρίζοντας ότι οι στρατιώτες ήσαν κουρασμένοι και πεινασμένοι. Μάλιστα ήταν ήδη αργά. Από την άλλη πλευρά δεν ήθελε να παρεκκλίνει από την πορεία του, προσέχοντας μη φανεί ότι φεύγει, αλλά βαδίζοντας κατευθείαν μπροστά με τον ήλιο προς τη δύση του, μπήκε στα πλησιέστερα χωριά με την εμπροσθοφυλακή του και κατασκήνωσε. Από αυτά τα χωριά είχαν λεηλατηθεί από το βασιλικό στράτευμα ακόμη και τα ξύλα των σπιτιών.46

Η εμπροσθοφυλακή στρατοπέδευσε κατά κάποιον τρόπο. Όμως εκείνοι που ακολουθούσαν, ερχόμενοι μέσα στο σκοτάδι, κατασκήνωναν καθένας όπως μπορούσε καλύτερα και έκαναν μεγάλο θόρυβο φωνάζοντας ο ένας τον άλλο, με κίνδυνο να τούς ακούσει ο εχθρός. Κι εκείνοι τού εχθρού που ήσαν πιο κοντά τους, πραγματικά μάζεψαν τα πράγματά τους κι έφυγαν.47

Αυτό έγινε φανερό το επόμενο πρωί, γιατί δεν φαινόταν ούτε υποζύγιο, ούτε στρατόπεδο, ούτε καπνός πουθενά κοντά. Φαίνεται ότι ο βασιλιάς αιφνιδιάστηκε ο ίδιος αρκετά από την έλευση τού στρατεύματος, όπως έδειξαν πλήρως αυτά που έκανε την επόμενη μέρα.48

Καθώς προχωρούσε η νύχτα, έπεσε φόβος και στους Έλληνες, ενώ υπήρξε θόρυβος και γδούπος που έμοιαζε να προέρχεται από κάποιον ξαφνικό φόβο.49

Αλλά ο Κλέαρχος, που είχε μαζί του τον Ηλείο Τολμίδη, τον καλύτερο κήρυκα τής εποχής του, τον διέταξε να κηρύξει σιωπητήριο και στη συνέχεια να κάνει αυτή την ανακοίνωση των στρατηγών:

«Όποιος δώσει πληροφορία, ποιος άφησε λυμένο γάιδαρο στο στρατόπεδο, θα πάρει ως αμοιβή ένα τάλαντο».50 51

Στο άκουσμα αυτής τής ανακοίνωσης οι στρατιώτες κατάλαβαν ότι ο φόβος τους ήταν αβάσιμος και οι στρατηγοί τους σώοι και αβλαβείς. Μόλις ξημέρωσε, ο Κλέαρχος έδωσε εντολή στους Έλληνες να εξοπλιστούν σε διάταξη μάχης και να πάρουν τις θέσεις που είχαν τη μέρα τής μάχης.52

2.3. Συμφωνία Ελλήνων και Τισσαφέρνη

Αυτό λοιπόν που ανέφερα προηγουμένως, ότι ο βασιλιάς αιφνιδιάστηκε εντελώς από την ξαφνική εμφάνιση τού στρατού, αποδεικνύεται από τα εξής: Μόλις μια μέρα πριν είχε στείλει αγγελιοφόρους στους Έλληνες και είχε απαιτήσει την παράδοση των όπλων τους, ενώ τώρα, με την ανατολή τού ήλιου, έστειλε κήρυκες για να κανονίσουν ανακωχή.53

Όταν οι κήρυκες έφτασαν στην εμπροσθοφυλακή, ζήτησαν τούς στρατηγούς. Οι φρουροί ανέφεραν την άφιξή τους και ο Κλέαρχος, που ήταν απασχολημένος με την επιθεώρηση των τμημάτων, είπε στους φρουρούς να ζητήσουν από τούς κήρυκες να περιμένουν, μέχρι να τελειώσει τη δουλειά του.54

Όταν τοποθέτησε προσεκτικά τα στρατεύματα, ώστε από κάθε πλευρά να εμφανίζονται ως συμπαγής γραμμή μάχης, χωρίς να φαίνεται κανένας άοπλος άνθρωπος, κάλεσε τούς κήρυκες και ο ίδιος πήγε προς τα μπρος για να τούς συναντήσει, παίρνοντας μαζί του τούς καλύτερα οπλισμένους και με το καλύτερο παράστημα στρατιώτες του, ενώ στους άλλους στρατηγούς είπε να κάνουν το ίδιο.55

Όταν λοιπόν βρέθηκε μπροστά στους κήρυκες, τούς ρώτησε πρώτα τι ήθελαν. Απάντησαν ότι είχαν έρθει για να κανονίσουν ανακωχή και ότι ήσαν αρμόδιοι να μεταφέρουν στους Έλληνες τις προτάσεις τού βασιλιά και να πάνε στον βασιλιά την απάντηση των Ελλήνων.56

Ο Κλέαρχος απάντησε:

«Να αναφέρετε τότε σε αυτόν ότι χρειαζόμαστε πρώτα μια μάχη, γιατί δεν έχουμε προγευματίσει. Και πρέπει να είναι γενναίος εκείνος, που θα τολμήσει να μιλήσει για ανακωχή στους Έλληνες χωρίς να τούς εξασφαλίσει πρόγευμα».57

Μόλις τα άκουσαν αυτά, οι κήρυκες έφυγαν και επέστρεψαν σύντομα. Ήταν λοιπόν φανερό ότι κάπου κοντά βρισκόταν ο βασιλιάς ή κάποιος διορισμένος από εκείνον γι’ αυτές τις διαπραγματεύσεις. Είπαν ότι το μήνυμα φαινόταν λογικό στον βασιλιά και είχαν έρθει φέρνοντας οδηγούς, οι οποίοι, αν γινόταν ανακωχή, θα τούς οδηγούσαν στο μέρος από το οποίο θα έπαιρναν προμήθειες.58

Ο Κλέαρχος ρώτησε αν η ανακωχή προσφερόταν στους άνδρες που θα πήγαιναν και θα επέστρεφαν ή σε όλους εξίσου και οι κήρυκες απάντησαν:

«Σε όλους, μέχρι να πάρει ο βασιλιάς την τελική απάντησή σας».59

Όταν τα είπαν αυτά, ο Κλέαρχος απομάκρυνε τούς κήρυκες και συγκάλεσε συμβούλιο. Αποφασίστηκε να γίνει αμέσως ανακωχή και στη συνέχεια να πάνε ήσυχα να εξασφαλίσουν τις προμήθειες.60

Και ο Κλέαρχος είπε:

«Συμφωνώ με την απόφαση. Προτείνω όμως να μη την ανακοινώσουμε αμέσως, αλλά να καθυστερήσουμε μέχρι να αρχίσουν οι κήρυκες να φοβούνται ότι θα αποφασίσουμε εναντίον τής ανακωχής».

Και πρόσθεσε:

«Υποψιάζομαι όμως, ότι τον ίδιο φόβο θα έχουν και οι στρατιώτες μας».

Μόλις τούς φάνηκε ότι είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή, έδωσαν την απάντηση υπέρ τής ανακωχής και πρόσταξαν τούς κήρυκες να τούς οδηγήσουν αμέσως στις προμήθειες.61

Αυτοί λοιπόν οδηγούσαν και ο Κλέαρχος πορευόταν, έχοντας κάνει ανακωχή, αλλά διατηρώντας τον στρατό του στη γραμμή και αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη διοίκηση τής οπισθοφυλακής. Συναντούσαν τάφρους και αυλάκια γεμάτα νερό, απ’ όπου δεν μπορούσαν να περάσουν χωρίς γέφυρες. Αλλά έφτιαχναν περάσματα με τούς κορμούς των φοινίκων που είχαν πέσει ενώ, όταν χρειαζόταν, έκοβαν φοίνικες και τούς χρησιμοποιούσαν ως γέφυρες.62

Κι εδώ έβλεπε κανείς και διδασκόταν από τον τρόπο επιστασίας τού Κλεάρχου, που είχε δόρυ στο αριστερό του χέρι και μπαστούνι στο δεξί. Και όταν τού φαινόταν ότι κάποιος φυγοπονούσε σε αυτά που είχε ο ίδιος διατάξει, εντόπιζε τον υπεύθυνο, τον χτυπούσε με το μπαστούνι κι εκείνος έπεφτε μέσα στη λάσπη. Έτσι καθένας ντρεπόταν να μη δείχνει προθυμία όση και οι άλλοι.63

Η δουλειά αυτή ανατέθηκε σε άνδρες μέχρι τριάντα ετών. Αλλά βλέποντας την ενεργητικότητα τού Κλεάρχου, βοηθούσαν επίσης και οι μεγαλύτεροι.64

Ο Κλέαρχος βιαζόταν πολύ περισσότερο, επειδή υποψιαζόταν ότι αυτές οι τάφροι δεν ήσαν πάντοτε γεμάτες νερό, επειδή δεν ήταν η εποχή για την άρδευση τής πεδιάδας, αλλά ότι ο βασιλιάς είχε αφήσει το νερό να φτάσει στην πεδιάδα, με σκοπό να προκαλέσει στους Έλληνες πολλούς κινδύνους στην πορεία τους.65 66

Προχωρώντας έφτασαν σε ορισμένα χωριά, από τα οποία οι οδηγοί τούς έδειξαν ότι θα έπαιρναν προμήθειες. Υπήρχε εκεί πολύ σιτάρι και κρασί από χουρμάδες φοινίκων, καθώς και ξινό ποτό που προερχόταν από το βράσιμο τού ίδιου καρπού.67

Αυτοί οι χουρμάδες των φοινίκων ήσαν ίδιοι με εκείνους που έβλεπαν στην Ελλάδα να υπάρχουν για το υπηρετικό προσωπικό, ενώ εκείνοι που προορίζονταν για τούς άρχοντες ήσαν διαλεγμένοι, θαυμάσιοι στην ομορφιά και το μέγεθός τους, καθόλου διαφορετικοί από κεχριμπάρια.68 Αποξήραιναν μερικούς και τούς διατηρούσαν ως γλυκίσματα. Ήσαν πολύ γλυκοί συνοδεύοντας ποτό και προκαλούσαν πονοκέφαλο.69

Εδώ επίσης, για πρώτη φορά στη ζωή τους, οι στρατιώτες δοκίμασαν τον εγκέφαλο70 τού φοίνικα. Εντυπωσιάστηκαν όλοι από την ομορφιά του και την ιδιαιτερότητα τής νόστιμης γεύσης του. Προκαλούσε όμως και αυτός πονοκέφαλο, ενώ ο φοίνικας, όταν τού αφαιρούσαν τον εγκέφαλο, μαραινόταν όλος από πάνω μέχρι κάτω.71

Στα χωριά αυτά παρέμειναν τρεις ημέρες και έφτασε εκεί σταλμένος από τον μεγάλο βασιλιά ο Τισσαφέρνης, ο αδελφός τής γυναίκας τού βασιλιά και άλλοι τρεις Πέρσες, με συνοδεία πολλών δούλων. Μόλις τούς συνάντησαν οι στρατηγοί των Ελλήνων, ο Τισσαφέρνης είπε πρώτος μέσω διερμηνέα:72

«Εγώ, άνδρες Έλληνες, είμαι γείτονάς σας στην Ελλάδα και όταν είδα ότι είχατε πέσει σε πολλά προβλήματα, θεώρησα απροσδόκητο καλό, αν με οποιονδήποτε τρόπο μπορούσα να λάβω ως δώρο από τον βασιλιά το προνόμιο να σάς οδηγήσω με ασφάλεια στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι έτσι θα κερδίσω την ευγνωμοσύνη και τη δική σας και όλης τής Ελλάδας.73

Με αυτές τις σκέψεις το ζήτησα από τον βασιλιά, λέγοντάς του ότι θα ήταν δίκαιο να μού κάνει αυτή τη χάρη, επειδή ήμουν ο πρώτος που τον ενημέρωσε για την εχθρική προσέγγιση τού Κύρου και μαζί με την ενημέρωση έφτασα εδώ φέρνοντας ενισχύσεις, ενώ απ’ όλους στους οποίους είχε ανατεθεί να αντιμετωπίσουν τούς Έλληνες, ήμουν ο μόνος που δεν τράπηκε σε φυγή, αλλά έκανα έφοδο και ενώθηκα με τον βασιλιά μέσα στο στρατόπεδό σας, όπου ο βασιλιάς είχε φτάσει όταν είχε σκοτώσει τον Κύρο και καταδιώξει τούς βαρβάρους που βρίσκονταν μαζί του, με τη βοήθεια αυτών που είναι παρόντες τώρα εδώ μαζί μου, οι οποίοι είναι επίσης πιστότατοι στον βασιλιά. Μού υποσχέθηκε λοιπόν ο βασιλιάς ότι θα εξετάσει το ζήτημα.74

Αλλά στο μεταξύ μού ζήτησε να σάς ρωτήσω για ποιον λόγο εκστρατεύσατε εναντίον του. Σάς συμβουλεύω λοιπόν να απαντήσετε με μετριοπάθεια, ώστε να είναι ευκολότερο για μένα να κερδίσω από αυτόν για λογαριασμό σας ό,τι καλό μπορέσω».75

Τότε οι Έλληνες αποσύρθηκαν και συσκέφτηκαν. Ύστερα έδωσε την απάντησή τους ο Κλέαρχος, λέγοντας τα εξής:

«Εμείς ούτε συγκεντρωθήκαμε με πρόθεση να κάνουμε πόλεμο εναντίον τού βασιλιά, ούτε πορευτήκαμε κατά τού βασιλιά, αλλά ο Κύρος εύρισκε πολλές προφάσεις, όπως και συ γνωρίζεις καλά, ώστε να βρει εσάς απροετοίμαστους και να οδηγήσει εμάς προς τα εδώ.76

Όμως, όταν μετά από λίγο είδαμε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, νιώσαμε ντροπή στα μάτια των θεών και των ανθρώπων να τον εγκαταλείψουμε, γνωρίζοντας ότι σε προγενέστερους χρόνους είχαμε ευεργετηθεί από αυτόν.77

Αλλά από τη στιγμή που ο Κύρος είναι νεκρός, ούτε αξίωση έχουμε στην επικράτεια τού βασιλιά, ούτε υπάρχει λόγος για τον οποίο πρέπει να επιθυμούμε να κάνουμε ζημιά στη χώρα τού βασιλιά ή να θέλουμε να σκοτώσουμε τον ίδιο τον βασιλιά, αλλά θέλουμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας, αν δεν μάς ενοχλήσει κανείς. Αν όμως μάς βλάψει κάποιος, θα προσπαθήσουμε με τη βοήθεια των θεών να αμυνθούμε. Από την άλλη πλευρά αν κάποιος μάς φερθεί καλά, ούτε εμείς θα υστερήσουμε απέναντί του σε καλά έργα».78

Έτσι μίλησε ο Κλέαρχος και ο Τισσαφέρνης, αφού άκουσε, απάντησε:

«Θα τα αναφέρω αυτά στον βασιλιά και θα επιστρέψω φέρνοντας την απάντησή του. Μέχρι να επιστρέψω ισχύει η ανακωχή και θα σάς εφοδιάσουμε με αγορά».79

Την επόμενη μέρα δεν επέστρεψε και οι Έλληνες ανησυχούσαν. Αλλά την τρίτη μέρα ήρθε και είπε ότι είχε εξασφαλίσει την άδεια τού βασιλιά να διασώσει τούς Έλληνες, αν και πολλοί Πέρσες ήσαν αντίθετοι, λέγοντας ότι δεν ήταν αντάξιο ενός βασιλιά να αφήσει να φύγουν εκείνοι που είχαν εκστρατεύσει εναντίον του.80

Καταλήγοντας είπε:

«Και τώρα μπορείτε, αν θέλετε, να πάρετε την υπόσχεση από εμάς, ότι θα κάνουμε τη χώρα από την οποία θα περάσετε φιλική προς εσάς και ότι θα σάς οδηγήσουμε πίσω στην Ελλάδα χωρίς προδοσία, διαθέτοντάς σας αγορά. Και όπου είναι αδύνατο να αγοράζετε προμήθειες, θα σάς επιτρέπουμε να τις παίρνετε από τη χώρα.81

Εσείς από την πλευρά σας πρέπει να ορκιστείτε, ότι θα πορευτείτε ως πορευόμενοι μέσα από φιλική χώρα, χωρίς να προκαλείτε ζημιές, παίρνοντας απλώς τρόφιμα και ποτά όπου αδυνατούμε να σάς διαθέσουμε αγορά, ενώ όταν σάς παρέχουμε αγορά, θα παίρνετε προμήθειες πληρώνοντας γι’ αυτές».82

Αυτά συμφωνήθηκαν και αντάλλαξαν όρκους κι έδωσαν το δεξί τους χέρι, από τη μία πλευρά ο Τισσαφέρνης και ο αδελφός τής γυναίκας τού βασιλιά και από την άλλη οι στρατηγοί και οι λοχαγοί των Ελλήνων.83

Ύστερα ο Τισσαφέρνης είπε:

«Τώρα πηγαίνω πίσω στον βασιλιά. Μόλις κάνω αυτά που έχω στο μυαλό, θα γυρίσω εφοδιασμένος, για να οδηγήσω εσάς στην Ελλάδα και να επιστρέψω κι εγώ στη δική μου σατραπεία».84

2.4. Πορεία μαζί με τον Τισσαφέρνη μέχρι τις Καινές

Ύστερα από αυτά οι Έλληνες και ο Αριαίος, στρατοπεδευμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, περίμεναν τον Τισσαφέρνη για περισσότερες από είκοσι ημέρες. Στο διάστημα αυτό ήρθαν επισκέπτες στον Αριαίο οι αδελφοί του και άλλοι συγγενείς, ενώ μαζί τους ήρθαν και ορισμένοι άλλοι Πέρσες, που τούς ενθάρρυναν και έφερναν υποσχέσεις σε κάποιους από αυτούς από τον ίδιο τον βασιλιά, ότι δεν τούς κρατούσε μνησικακία που είχαν εκστρατεύσει εναντίον του με τον Κύρο, ούτε για οτιδήποτε άλλο είχε συμβεί στο παρελθόν.85

Ενώ γίνονταν αυτά, ήταν φανερό ότι ο Αριαίος και οι φίλοι του έδιναν λιγότερη προσοχή στους Έλληνες, σε τέτοιο βαθμό, που η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν ήσαν ευχαριστημένοι και πηγαίνοντας στον Κλέαρχο είπαν σε αυτόν και στους άλλους στρατηγούς:86

«Γιατί καθυστερούμε εδώ; Άραγε δεν καταλαβαίνουμε ότι ο βασιλιάς θα ήθελε πάνω απ’ όλα να μάς καταστρέψει, ώστε και οι υπόλοιποι Έλληνες να φοβούνται να βαδίσουν εναντίον τού μεγάλου βασιλιά; Προς το παρόν τον συμφέρει να μάς κρατά εδώ, επειδή ο στρατός του έχει διασκορπιστεί, αλλά όταν συγκεντρώσει τις δυνάμεις του και πάλι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα μάς επιτεθεί.87

Πώς ξέρουμε ότι αυτή τη στιγμή δεν σκάβει ορύγματα ή δεν κατασκευάζει τείχη, ώστε να κάνει τον δρόμο αδιάβατο για εμάς; Γιατί αν μπορούσε, δεν θα προτιμούσε ποτέ να μάς πάει πίσω στην Ελλάδα και να αναφέρουμε ότι, όντας τόσο λίγοι, νικήσαμε τον βασιλιά στις ίδιες τις πύλες του και αφού τον περιφρονήσαμε γελώντας, επιστρέψαμε στην πατρίδα».88

Σε εκείνους που μιλούσαν με αυτόν τον τρόπο ο Κλέαρχος απαντούσε:

«Τα έχω υπόψη μου όλα αυτά. Αλλά σκέφτομαι ότι αν φύγουμε τώρα, θα φανεί ότι βαδίζουμε για πόλεμο και παραβιάζουμε την ανακωχή. Και τότε κατ’ αρχάς κανένας δεν θα μάς διαθέσει αγορά ή τόπο από τον οποίο να παίρνουμε προμήθειες. Επίσης δεν θα έχουμε κανένα να μάς οδηγήσει. Και μόλις τα κάνουμε αυτά, ο Αριαίος θα μάς εγκαταλείψει αμέσως, με αποτέλεσμα να μη μάς απομείνει κανένας φίλος, αφού ακόμη κι εκείνοι που ήσαν πριν φίλοι, θα είναι εχθροί μας.89

Δεν ξέρω αν υπάρχουν κι άλλα ποτάμια από τα οποία πρέπει να περάσουμε, αλλά γνωρίζουμε ότι τον Ευφράτη είναι αδύνατο να τον διαβούμε όταν μάς εμποδίζει εχθρός. Επιπλέον, σε περίπτωση που χρειαστούν μάχες, δεν έχουμε ιππικό για να μάς βοηθήσει, ενώ οι ιππείς τού εχθρού είναι υπερβολικά πολλοί και εξαιρετικά αποτελεσματικοί. Έτσι, αν νικήσουμε, δεν θα μπορέσουμε να σκοτώσουμε κανέναν από αυτούς, ενώ αν ηττηθούμε, δεν θα μπορέσει να σωθεί κανένας από εμάς.90

Από την πλευρά μου δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί ο βασιλιάς, που έχει τόσο πολλά πλεονεκτήματα με το μέρος του αν θέλει να μάς καταστρέψει, δίνει όρκους και υποσχέσεις και γίνεται επίορκος στους θεούς και φαίνεται στα μάτια των Ελλήνων και των βαρβάρων ότι δεν τηρεί τις συμφωνίες».

Τέτοια πολλά επιχειρήματα έλεγε ο Κλέαρχος.91

Στο μεταξύ επέστρεψε ο Τισσαφέρνης με τη δική του δύναμη, προφανώς έτοιμος να γυρίσει στην επαρχία του, καθώς και ο Ορόντας με τη δύναμή του, έχοντας μαζί του και την κόρη τού βασιλιά, την οποία είχε μόλις παντρευτεί.92

Άρχισαν λοιπόν να πορεύονται, με επικεφαλής τον Τισσαφέρνη, που διέθετε στους Έλληνες αγορά. Πορευόταν και ο Αριαίος δίπλα στον Τισσαφέρνη και τον Ορόντα, έχοντας το βαρβαρικό στράτευμα τού Κύρου, ενώ στρατοπέδευε μαζί τους.93

Οι Έλληνες τούς υποψιάζονταν και βάδιζαν χωριστά έχοντας οδηγούς. Στρατοπέδευαν κάθε φορά σε απόσταση ενός παρασάγγη ή περισσότερο από εκείνους. Οι δύο πλευρές παρακολουθούσαν η μια την άλλη σαν να ήσαν εχθροί, πράγμα που ενέτεινε την καχυποψία.94

Μερικές φορές, ενώ μάζευαν ξύλα και χόρτα και άλλα τέτοια από το ίδιο σημείο, έρχονταν στα χέρια και αντάλλασσαν χτυπήματα, πράγμα που προκαλούσε περαιτέρω έχθρα.95

Αφού πορεύτηκαν για τρεις ημέρες, έφτασαν στο ονομαζόμενο τείχος τής Μηδίας και πέρασαν μέσα από αυτό. Ήταν φτιαγμένο από τούβλα πάνω σε πίσσα και είχε πλάτος είκοσι πόδια και ύψος εκατό. Λεγόταν ότι είχε μήκος είκοσι παρασάγγες και ότι δεν απείχε πολύ από τη Βαβυλώνα.96

Από το σημείο εκείνο προχώρησαν δύο ημέρες, οκτώ παρασάγγες, διασχίζοντας δύο μεγάλα κανάλια, το πρώτο από κανονική γέφυρα και το δεύτερο από γέφυρα φτιαγμένη με επτά ζευγμένα πλοία. Τα μεγάλα κανάλια ξεκινούσαν από τον Τίγρη, ενώ από εκείνα ξεκινούσε ολόκληρο σύστημα μικρότερων τάφρων που αναπτυσσόταν στη χώρα, από τις οποίες οι πρώτες ήσαν μεγάλες, οι επόμενες όλο και μικρότερες, ενώ κατέληγαν σε μικρούς οχετούς, σαν εκείνους που χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα για να ποτίζονται τα χωράφια με το κεχρί. Έφτασαν έτσι στον ποταμό Τίγρη. Στο σημείο εκείνο υπήρχε μεγάλη και πολυάνθρωπη πόλη, η Σιττάκη,97 που απείχε από το ποτάμι δεκαπέντε στάδια.98

Οι Έλληνες λοιπόν στρατοπέδευσαν δίπλα σε αυτή την πόλη, κοντά σε μεγάλο και όμορφο πάρκο, γεμάτο με κάθε είδους δέντρα. Οι βάρβαροι είχαν διασχίσει τον Τίγρη, αλλά δεν τούς έβλεπαν πουθενά απέναντι.99

Μετά το δείπνο ο Πρόξενος και ο Ξενοφών περπατούσαν μπροστά από τον χώρο εναπόθεσης των όπλων, όταν ήρθε κάποιος και ρώτησε την εμπροσθοφυλακή πού μπορούσε να βρει τον Πρόξενο ή τον Κλέαρχο. Δεν ζήτησε τον Μένωνα, παρά το γεγονός ότι ερχόταν από τον Αριαίο που ήταν φίλος τού Μένωνα.100

Μόλις τού είπε ο Πρόξενος «εγώ είμαι αυτός που ζητάς», ο άνθρωπος απάντησε:

«Με έστειλαν ο Αριαίος και ο Αρτάοζος, που ήσαν έμπιστοι φίλοι τού Κύρου και έχουν καλή διάθεση απέναντί σας. Σάς προειδοποιούν να φυλάγεστε, γιατί μπορεί να σάς επιτεθούν τη νύχτα οι βάρβαροι. Υπάρχει πολύς στρατός στο γειτονικό πάρκο.101

Σας προειδοποιούν επίσης να στείλετε να φρουρούν τη γέφυρα πάνω από τον Τίγρη, γιατί ο Τισσαφέρνης σκοπεύει να την αποσυναρμολογήσει τη νύχτα, αν μπορέσει, ώστε να μη μπορέσετε να περάσετε και να παραμείνετε αποκλεισμένοι ανάμεσα στο ποτάμι και το μεγάλο κανάλι».102

Μόλις τα άκουσαν αυτά, οδήγησαν τον άνθρωπο στον Κλέαρχο και τού είπαν τι ειπώθηκε. Όταν τα άκουσε ο Κλέαρχος, ταράχτηκε πολύ και φοβήθηκε.103

Ήταν όμως παρών ένας νεαρός, που είπε ότι, όπως καταλάβαινε, τα δύο επιχειρήματα δεν συμβιβάζονταν, δηλαδή αυτό για τη σχεδιαζόμενη επίθεση και το άλλο για την αποσυναρμολόγηση τη γέφυρας. Ήταν προφανές ότι οι επιτιθέμενοι έπρεπε ή να νικήσουν ή να ηττηθούν. Αν λοιπόν νικούσαν, γιατί άραγε χρειαζόταν να αποσυναρμολογήσουν τη γέφυρα;

«Ακόμη κι αν υπάρχουν πολλές γέφυρες», είπε, «που άραγε θα μπορούσαμε να διαφύγουμε εμείς για να σωθούμε;104

Αν όμως νικήσουμε εμείς, με τη γέφυρα αποσυναρμολογημένη δεν θα έχουν εκείνοι τρόπο να διαφύγουν. Και μάλιστα με λυμένη τη γέφυρα δεν θα μπορέσει κανένας από τούς πολλούς που βρίσκονται απέναντι να σπεύσει να τούς βοηθήσει».105

Ακούγοντας ο Κλέαρχος αυτά τα επιχειρήματα, ρώτησε τον αγγελιοφόρο πόσο μεγάλη ήταν η χώρα ανάμεσα στον Τίγρη και το μεγάλο κανάλι.

«Μεγάλη περιοχή», απάντησε εκείνος «και υπάρχουν σε αυτήν χωριά και πόλεις πολλές και μεγάλες».106

Τότε συνειδητοποίησαν ότι οι βάρβαροι είχαν στείλει τον άνθρωπο κρυφά, φοβούμενοι μην καταστρέψουν οι Έλληνες τη γέφυρα και καταλάβουν την περιοχή που ήταν πρακτικά νησί, έχοντας ως φυσικές οχυρώσεις τον Τίγρη από τη μία πλευρά και το μεγάλο κανάλι από την άλλη, εφοδιαζόμενοι με προμήθειες από τη χώρα ανάμεσα στα νερά, μεγάλη και πλούσια όπως ήταν και χωρίς καμία έλλειψη χεριών που θα την όργωναν. Μάλιστα έτσι επρόκειτο να δημιουργηθεί εκεί καταφύγιο και άσυλο για καθέναν που σκόπευε να κάνει κακό στον βασιλιά.107

Ύστερα από αυτό πήγαν να αναπαυτούν, χωρίς όμως να παραβλέψουν να στείλουν φρουρά στη γέφυρα. Και ούτε υπήρξε επίθεση από πουθενά, ούτε πλησίασε κανένας εχθρός τη γέφυρα, όπως ανέφεραν οι φρουροί το επόμενο πρωί.108

Μόλις όμως ξημέρωσε, προχώρησαν και διέσχισαν τη γέφυρα που ήταν φτιαγμένη από τριανταεπτά ζευγμένα πλοία, βαδίζοντας με κάθε δυνατή προφύλαξη. Γιατί είχαν έρθει αναφορές από κάποιους από τούς Έλληνες που ήσαν με τον Τισσαφέρνη, ότι θα γινόταν προσπάθεια να τούς επιτεθούν καθώς περνούσαν το ποτάμι. Όλα αυτά αποδείχθηκαν ψέματα, αν και ήταν αλήθεια ότι καθώς διάβαιναν είδαν κάποιοι τον Γλου να παρακολουθεί μαζί με μερικούς άλλους, για να δει αν θα περνούσαν το ποτάμι. Μόλις όμως τούς είδε να περνούν, κάλπασε κι έφυγε.109

Από τον Τίγρη ποταμό προχώρησαν τέσσερις ημέρες, είκοσι παρασάγγες, μέχρι τον ποταμό Φύσκο, που είχε πλάτος ένα πλέθρο [εκατό πόδια] και υπήρχε από πάνω του γέφυρα.110 Εδώ βρισκόταν μεγάλη και πολυάνθρωπη πόλη που ονομαζόταν Ώπις, κοντά στην οποία οι Έλληνες συνάντησαν τον νόθο αδελφό τού Κύρου και τού Αρταξέρξη, που oδηγούσε μεγάλη στρατιά από τα Σούσα111 στα Εκβάτανα112 για να βοηθήσει τον βασιλιά. Σταμάτησε τον στρατό του και παρακολουθούσε τούς Έλληνες να περνούν.113 114

Ο Κλέαρχος τούς οδηγούσε σε φάλαγγα ανά δύο, ενώ άλλοτε προχωρούσε κι άλλοτε σταματούσε. Και για όσο χρόνο σταματούσε η εμπροσθοφυλακή, τόσο χρειαζόταν να σταματά και το υπόλοιπο στράτευμα, έτσι που ακόμη και στους ίδιους τούς Έλληνες το στράτευμα φαινόταν τεράστιο, ενώ ο Πέρσης είχε εκπλαγεί βλέποντας το θέαμα.115

Από το σημείο εκείνο πορεύτηκαν μέσα από τη Μηδία116 για έξι ημέρες σε ακατοίκητη περιοχή, τριάντα παρασάγγες, φτάνοντας στα χωριά που ονομάζονταν Παρυσάτιδος κώμαι,117 στα χωριά δηλαδή τής μητέρας τού Κύρου και τού βασιλιά Αρταξέρξη. Τα χωριά αυτά ο Τισσαφέρνης, για να περιγελάσει τον Κύρο, παρέδωσε στους Έλληνες για λεηλασία, μη επιτρέποντας μόνο να πάρουν τούς ανθρώπους τους σκλάβους. Στα χωριά υπήρχε πολύ σιτάρι, γελάδια και άλλα πράγματα.118

Από το σημείο εκείνο προχώρησαν τέσσερις ημέρες σε έρημη περιοχή, είκοσι παρασάγγες, έχοντας συνεχώς τον Τίγρη αριστερά τους. Στο πρώτο κομμάτι αυτής τής διαδρομής υπήρχε απέναντι από το ποτάμι μεγάλη και ευημερούσα πόλη, που ονομαζόταν Καιναί,119 από την οποία οι βάρβαροι περνούσαν απέναντι καρβέλια ψωμί, τυριά και κρασί με σχεδίες φτιαγμένες από δέρματα.120

2.5. Σύλληψη και θανάτωση των στρατηγών των Ελλήνων

Στη συνέχεια έφτασαν στον ποταμό Ζαπάτα, που είχε πλάτος τέσσερα πλέθρα [τετρακόσια πόδια] κι εκεί σταμάτησαν για τρεις ημέρες.121 Στο διάστημα αυτό υπήρξαν υποψίες, αλλά δεν φανερώθηκε καμία προδοσία.122

Ο Κλέαρχος λοιπόν αποφάσισε να θέσει τέρμα σε αυτά τα συναισθήματα δυσπιστίας, πριν οδηγήσουν σε πόλεμο. Έστειλε αγγελιοφόρο στον Τισσαφέρνη, να πει ότι χρειαζόταν να συναντηθούν.123

Σε αυτό ο άλλος συναίνεσε εύκολα. Μόλις συναντήθηκαν, ο Κλέαρχος είπε:

«Εγώ, Τισσαφέρνη, δεν ξεχνώ τούς όρκους που έχουμε ανταλλάξει και το δεξί μας χέρι που έχουμε δώσει, ότι δεν θα αδικήσουμε ο ένας τον άλλο. Διαπιστώνω όμως ότι φυλάγεσαι από εμάς σαν να είμαστε εχθροί και εμείς, βλέποντας αυτό, φυλαγόμαστε επίσης.124

Αλλά καθώς δεν μπόρεσα να ανακαλύψω, αν και ερεύνησα, ότι θα προσπαθήσεις να μάς κάνεις κακό, ενώ είμαι βέβαιος ότι εμείς δεν έχουμε σκεφτεί ποτέ να κάνουμε κακό σε εσάς, μού φάνηκε καλό να έρθω και να μιλήσω για το θέμα αυτό μαζί σου, ώστε, αν είναι δυνατό, να διαλύσουμε την αμοιβαία δυσπιστία και στις δύο πλευρές.125

Γιατί ξέρω ανθρώπους, που είτε από συκοφαντία ή από απλή υποψία, φοβήθηκαν ο ένας τον άλλο και έσπευσαν να προλάβουν να επιφέρουν το πρώτο πλήγμα πριν το υποστούν, διαπράττοντας ανεπανόρθωτο λάθος εναντίον εκείνων, που ούτε σκόπευαν, ούτε σκέφτονταν να τούς κάνουν οποιοδήποτε κακό.126

Ήρθα λοιπόν σε σένα με την πεποίθηση ότι τέτοιες παρεξηγήσεις είναι δυνατό να σταματήσουν με την προσωπική επαφή και θέλοντας να σού πω ξεκάθαρα, ότι κάνεις λάθος που δεν μάς εμπιστεύεσαι.127

Πρώτο λοιπόν και κυριότερο είναι ότι οι όρκοι που δώσαμε στους θεούς απαγορεύουν τη μεταξύ μας εχθρότητα. Δεν ζηλεύω τον άνθρωπο που λέει ότι η συνείδησή του δεν τα λαμβάνει υπόψη αυτά. Γιατί πολεμώντας εναντίον τού θεού, δεν ξέρω πώς μπορεί κανείς να ξεφύγει, πού μπορεί να βρει καταφύγιο, σε ποιο σκοτάδι να μπει κρυφά και να κρυφτεί, σε ποιο ισχυρό φρούριο να σκαρφαλώσει και να βρεθεί μακριά. Όλα τα πράγματα, με όλους τούς τρόπους, υπόκεινται στους θεούς και όλους μας οι θεοί μάς κρατούν υπό τον έλεγχό τους.128

Για τούς θεούς λοιπόν και για τούς όρκους αυτά πιστεύω, στους οποίους εμείς αναθέσαμε τη φύλαξη τής φιλίας που συνάψαμε. Αλλά και για τα ανθρώπινα πράγματα, πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή είσαι για εμάς το μεγαλύτερο αγαθό που διαθέτουμε.129

Γιατί μαζί σου είναι εύκολο για εμάς να διασχίσουμε κάθε δρόμο, κάθε ποτάμι είναι βατό και δεν λείπουν οι προμήθειες. Χωρίς εσένα όλος μας ο δρόμος θα είναι στο σκοτάδι, γιατί δεν ξέρουμε τίποτε γι’ αυτόν. Κάθε ποτάμι θα είναι δυσκολοδιάβατο, κάθε πλήθος θα μάς προκαλεί φόβο και πιο πολύ απ’ όλα θα μάς φοβίζει η ερημιά, που είναι γεμάτη με κάθε είδους ελλείψεις.130

Κι αν μάλιστα κάποια στιγμή μάς έπιανε τρέλλα και σε σκοτώναμε, σκοτώνοντας τον ευεργέτη μας δεν θα μπλέκαμε άραγε σε φοβερό ανταγωνισμό με τον ίδιο τον βασιλιά; Θα σού πω πόσες μεγάλες ελπίδες θα είχαμε στερήσει από τούς εαυτούς μας, αν επιχειρούσαμε να σού κάνουμε κάποιο κακό.131

Γιατί εγώ θέλησα να είμαι φίλος τού Κύρου, πιστεύοντας ότι από τούς άνδρες τής εποχής ήταν ο πιο ικανός να κάνει καλό σε όποιον επέλεγε. Αλλά τώρα βλέπω ότι εσύ κατέχεις τη δύναμη και τα εδάφη τού Κύρου, διατηρώντας και τα δικά σου εδάφη, ενώ η εξουσία τού βασιλιά, την οποία ο Κύρος εύρισκε εχθρική, είναι σύμμαχός σου.132

Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν τρέλλα να μην επιθυμώ να είμαι φίλος σου. Αλλά θα προχωρήσω και θα αναφέρω τούς λόγους για τούς οποίους ελπίζω ότι και συ θα επιθυμείς τη φιλία μας.133

Ξέρω ότι οι Μυσοί είναι αιτία προβλημάτων για σένα και νομίζω ότι με την παρούσα δύναμή μου θα μπορούσαν να γίνουν ταπεινά υπάκουοι σε σένα. Το ίδιο ισχύει και για τούς Πισίδες. Ακούω ότι υπάρχουν και πολλές άλλες τέτοιες φυλές και νομίζω ότι μπορώ να τις κάνω να παύσουν να ενοχλούν συνεχώς την ειρήνη και την ευημερία σου. Έπειτα υπάρχουν και οι Αιγύπτιοι,134 με τούς οποίους γνωρίζω ότι είσαι οργισμένος και δεν βλέπω ποια καλύτερη δύναμη από αυτήν που βρίσκεται τώρα μαζί μου, θα εύρισκες για να σε βοηθήσει να τούς τιμωρήσεις.135

Αν λοιπόν επιδιώκεις τη φιλία εκείνων που κατοικούν γύρω σου, δεν θα υπάρχει μεγαλύτερος φίλος από σένα, ενώ αν κάποιος σε ενοχλεί, με εμάς ως πιστούς υπηρέτες σου θα κυριαρχήσεις πάνω του, γιατί θα σε υπηρετούμε όχι απλώς ως μισθοφόροι, αλλά και από την ευγνωμοσύνη που δικαίως θα αισθανόμαστε για σένα, που θα μάς έχεις διασώσει.136

Όσο λοιπόν τα σκέφτομαι όλα αυτά, τόσο περισσότερο απορώ με την ιδέα ότι δυσπιστείς απέναντί μας, που θα έδινα πολλά για να ανακαλύψω το όνομα τού άνδρα, ο οποίος είναι τόσο έξυπνος στην ομιλία, που μπορεί να σε πείσει ότι σχεδιάζουμε εναντίον σου».

Ο Κλέαρχος λοιπόν αυτά είπε και απάντησε ως εξής ο Τισσαφέρνης: 137

«Είμαι ευτυχής, Κλέαρχε, ακούγοντας τα λογικά σου λόγια. Γιατί εσύ, γνωρίζοντας όλα αυτά, αν σκεφτόσουν κάποιο κακό εναντίον μου, δεν θα μπορούσε παρά να είναι από μοχθηρία για τον εαυτό σου. Αλλά αν νομίζεις ότι εσύ από την πλευρά σου έχεις καλύτερο λόγο να δυσπιστείς απέναντι σε μένα και τον βασιλιά, άκουσε με τη σειρά σου αυτά που θα σού πω.138

Αν λοιπόν θέλαμε να σάς καταστρέψουμε, μήπως νομίζεις ότι δεν έχουμε αρκετούς ιππείς ή πεζικό, ή οποιοδήποτε άλλο όπλο, ώστε να μπορέσουμε να σάς βλάψουμε, χωρίς να διακινδυνεύσουμε να πάθουμε τίποτε;139

Ή μήπως σού φαίνεται ότι μάς λείπει το κατάλληλο φυσικό περιβάλλον για να σάς επιτεθούμε; Δεν βλέπεις άραγε όλες αυτές τις μεγάλες πεδιάδες, τις οποίες δυσκολεύεστε πολύ να διασχίσετε, ακόμη και όταν είναι φιλικές; Δεν βλέπεις όλα αυτά τα μεγάλα βουνά, που πρέπει να διασχίσετε, τα οποία μπορούμε ανά πάσα στιγμή να καταλάβουμε και να καταστήσουμε αδιάβατα, καθώς και όλα αυτά τα ποτάμια, στις όχθες των οποίων μπορούμε να αντιμετωπίσουμε όσους από εσάς θέλουμε να πολεμήσουμε; Και υπάρχουν μερικά, τα οποία δεν θα μπορέσετε να διαβείτε με κανένα τρόπο, παρά μόνο αν σάς περάσουμε εμείς απέναντι.140

Αλλά ακόμη και αν σε όλα αυτά τα σημεία ηττηθούμε, η φωτιά, όπως λένε, είναι ισχυρότερη από τούς καρπούς, τούς οποίους μπορούμε να κάψουμε και να χρησιμοποιήσουμε εναντίον σας την πείνα, την οποία εσείς, παρ’ όλη τη γενναιότητά σας, δεν θα μπορέσετε ποτέ να πολεμήσετε.141

Γιατί λοιπόν, ενώ έχουμε στη διάθεσή μας όλους αυτούς τούς τρόπους να σάς πολεμήσουμε, από τούς οποίους κανένας δεν είναι επικίνδυνος για εμάς, γιατί λοιπόν να επιλέξουμε απ’ όλους αυτούς εκείνο τον τρόπο, τον μόνο που είναι ασεβής απέναντι στους θεούς και τον μόνο που είναι αισχρός για τούς ανθρώπους;142

Σίγουρα ανάμεσα σε όλους εκείνους που δεν διαθέτουν πόρους, που αγωνίζονται αβοήθητοι και βρίσκονται σε ανάγκη, υπάρχουν κάποιοι κακοί, που θα επιδιώξουν να πετύχουν κάτι με ψευδορκία απέναντι στους θεούς και προδοσία των συνανθρώπων τους. Δεν θα το κάνουμε εμείς αυτό, Κλέαρχε, γιατί δεν είμαστε ούτε τόσο παράλογοι, ούτε τόσο ανόητοι.143

Γιατί άραγε, όταν ήταν στο χέρι μας να σάς καταστρέψουμε, δεν προχωρήσαμε να το κάνουμε; Να γνωρίζεις καλά, ότι η αιτία γι’ αυτό δεν ήταν παρά το πάθος μου να αποδειχθώ πιστός στους Έλληνες και όπως ο Κύρος ανέβηκε μέχρι εδώ στηριζόμενος σε ξένη δύναμη που προσέλκυσε με την καταβολή χρημάτων, εγώ με τη σειρά μου θα κατέβω μέχρι κάτω, όντας ισχυρός με τον τρόπο που θα σάς έχω ευεργετήσει.144

Ανέφερες διάφορους τρόπους με τούς οποίους οι Έλληνες μπορείτε να είστε χρήσιμοι για μένα, αλλά υπάρχει ένας ακόμη μεγαλύτερος. Είναι προνόμιο τού μεγάλου βασιλιά και μόνο να φορά το στέμμα σε όρθια θέση πάνω στο κεφάλι του, αλλά με εσάς παρόντες μπορεί να δοθεί και σε άλλον θνητό να το φορά σε όρθια θέση, εδώ, πάνω στην καρδιά του».145

Όταν τελείωσε, ο Κλέαρχος πίστευε ότι είχε πει την αλήθεια και επανήλθε:

«Τότε λοιπόν δεν αξίζουν άραγε τη μεγαλύτερη τιμωρία εκείνοι, που παρ’ όλα όσα υπάρχουν για να εδραιωθεί η φιλία μας, προσπαθούν με συκοφαντίες να μάς κάνουν εχθρούς;»146

«Ακόμη κι έτσι», απάντησε ο Τισσαφέρνης, «αν οι στρατηγοί και οι λοχαγοί σας έρθουν εδώ, τότε θα κατονομάσω εκείνους που μού λένε ότι συνωμοτείτε εναντίον μου και εναντίον τού δικού μου στρατού».147

«Εγώ», απάντησε ο Κλέαρχος, «θα τούς φέρω όλους και θα σού αναφέρω την πηγή, από την οποία ακούω αυτά τα πράγματα για σένα».148

Ύστερα από αυτή τη συνομιλία ο Τισσαφέρνης τού ζήτησε από φιλοφροσύνη να μείνει μαζί του και δείπνησαν μαζί. Την επόμενη μέρα ο Κλέαρχος επέστρεψε στο στρατόπεδο και δεν έκρυβε ότι ήταν πολύ φιλικά διατεθειμένος απέναντι στον Τισσαφέρνη, ενώ ανέφερε αυτά που είχε πει εκείνος, επιμένοντας ότι έπρεπε να πάνε στον Τισσαφέρνη εκείνοι που θα καλούσε και ότι κάθε Έλληνας που θα καταδικαζόταν για συκοφαντία έπρεπε να τιμωρηθεί, όχι μόνο ως προδότης ο ίδιος, αλλά και ως συκοφαντών τούς ηγέτες του στους Έλληνες.149

Υποπτευόταν ότι ο συκοφάντης ήταν ο Μένων, γιατί ήξερε ότι είχε συναντήσεις με τον Τισσαφέρνη όταν ήταν με τον Αριαίο και τον αντιπολιτευόταν και συνωμοτούσε για να κερδίσει με το μέρος του όλο τον στρατό, ως τρόπο για να κερδίσει την εύνοια τού Τισσαφέρνη.150

Αλλά και ο Κλέαρχος ήθελε ολόκληρος ο στρατός να αναφέρεται στον ίδιο και να βγουν από τη μέση οι ανυπότακτοι. Μερικοί από τούς στρατιώτες διαφωνούσαν, λέγοντας ότι δεν έπρεπε να πάνε όλοι οι λοχαγοί και οι στρατηγοί, ούτε να έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στον Τισσαφέρνη.151

Ο Κλέαρχος επέμενε τόσο πολύ, που τελικά κανόνισαν να πάνε πέντε στρατηγοί και είκοσι λοχαγοί. Θα τούς συνόδευαν, πηγαίνοντας με την ευκαιρία και στην αγορά, διακόσιοι περίπου άλλοι στρατιώτες.152

Μόλις έφτασαν στην είσοδο τού καταλύματος τού Τισσαφέρνη, οι στρατηγοί κλήθηκαν μέσα. Ήσαν ο Πρόξενος από τη Βοιωτία, ο Θεσσαλός Μένων, ο Αρκάς Αγίας, ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος και ο Σωκράτης από την Αχαΐα, ενώ οι λοχαγοί παρέμειναν στην είσοδο.153

Λίγο αργότερα, με το ίδιο σινιάλο, συνέλαβαν τους μέσα και πετσόκοψαν τους έξω. Στη συνέχεια μερικοί από τούς ιππείς των βαρβάρων κάλπασαν στην πεδιάδα, σκοτώνοντας κάθε Έλληνα που συναντούσαν, δούλο ή ελεύθερο.154

Οι Έλληνες, όπως κοίταζαν από το στρατόπεδο, έβλεπαν με έκπληξη αυτή την παράξενη ιππασία και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τι σήμαιναν όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή που ήρθε ο Αρκάς Νίκαρχος, χτυπημένος στην κοιλιά και κρατώντας τα έντερά του με τα χέρια του και τούς είπε όλα όσα είχαν συμβεί.155

Αμέσως οι Έλληνες έτρεξαν στα όπλα τους, όλοι σε απόλυτη κατάπληξη και νομίζοντας ότι ο εχθρός θα ερχόταν αμέσως στο στρατόπεδό τους.156

Δεν ήρθαν όμως όλοι παρά μόνο ο Αριαίος, ο Αρτάοζος και ο Μιθραδάτης, που ήσαν οι πιο πιστοί φίλοι τού Κύρου. Αλλά ο διερμηνέας των Ελλήνων είπε ότι είδε και αναγνώρισε μαζί τους και τον αδελφό τού Τισσαφέρνη. Πίσω τους υπήρχαν κι άλλοι Πέρσες, περίπου τριακόσιοι, εξοπλισμένοι με θώρακες.157

Μόλις βρέθηκαν σε μικρή απόσταση, ζήτησαν να πλησιάσει κάποιος στρατηγός ή λοχαγός των Ελλήνων, αν βρισκόταν εκεί, για να τού ανακοινώσουν μήνυμα από τον βασιλιά.158

Τότε βγήκαν με όλες τις προφυλάξεις δύο στρατηγοί των Ελλήνων, ο Κλεάνωρ από τον Ορχομενό159 και ο Σοφαίνετος από τον Στύμφαλο, ενώ μαζί τους βγήκε και ο Αθηναίος Ξενοφών για να μάθει νέα για τον Πρόξενο. Ο Χειρίσοφος τύχαινε να απουσιάζει σε κάποιο χωριό μαζί με άλλους, συγκεντρώνοντας προμήθειες.160

Μόλις σταμάτησαν σε απόσταση που μπορούσαν να τούς ακούν, είπε ο Αριαίος τα εξής:

«Άνδρες Έλληνες, ο Κλέαρχος, που φαίνεται ότι διέπραξε ψευδορκία και παραβίασε την ανακωχή, έχει υποστεί την τιμωρία του και είναι νεκρός. Αλλά ο Πρόξενος και ο Μένων, που κατάγγειλαν τη συνωμοσία του, χαίρουν μεγάλης εκτίμησης και τιμής. Από εσάς τώρα ο βασιλιάς απαιτεί τα όπλα σας. Λέει ότι είναι δικά του, αφού ανήκαν στον Κύρο, που ήταν δούλος του».161

Σε αυτά απάντησαν οι Έλληνες με τον Κλεάνορα από τον Ορχομενό, που είπε:

«Χείριστε των ανθρώπων Αριαίε και όλοι οι άλλοι, που ήσασταν φίλοι τού Κύρου, άραγε δεν ντρέπεστε ούτε τούς θεούς, ούτε τούς ανθρώπους, πρώτα να ορκιστείτε ότι θα έχετε με εμάς τούς ίδιους φίλους και τούς ίδιους εχθρούς και στη συνέχεια να μάς προδώσετε, παίρνοντας το μέρος τού ασεβέστατου και αθλιότατου Τισσαφέρνη, με τον οποίο δολοφονήσατε εκείνους τούς ανθρώπους με τούς οποίους είχατε ορκιστεί, ενώ, έχοντας προδώσει όλους εμάς τούς υπόλοιπους, έρχεστε εναντίον μας μαζί με τούς εχθρούς μας;»162

Ο Αριαίος απάντησε:

«Ο Κλέαρχος συνωμοτούσε εδώ και καιρό και τα σχέδιά του τα έμαθαν ο Τισσαφέρνης και ο Ορόντας και όλοι εμείς μαζί τους».

Τότε ο Ξενοφών είπε τα εξής:163

«Αν λοιπόν ο Κλέαρχος παραβίασε την ανακωχή, καλώς τιμωρήθηκε. Γιατί είναι δίκαιο να χάνονται οι επίορκοι. Αλλά τον Πρόξενο και τον Μένωνα, που είναι δικοί σας φίλοι και ευεργέτες και δικοί μας στρατηγοί, να τούς στείλετε εδώ. Γιατί είναι προφανές ότι επειδή είναι φίλοι και των δύο πλευρών, θα προσπαθήσουν να δώσουν τις καλύτερες συμβουλές και σε εσάς και σε εμάς».164

Σε αυτό οι βάρβαροι, αφού συζήτησαν μεταξύ τους για πολύ χρόνο, δεν αποκρίθηκαν τίποτε κι έφυγαν.165

2.6. Νεκρολογία Κλεάρχου και των άλλων στρατηγών

Οι στρατηγοί που συνελήφθησαν με αυτόν τον τρόπο, οδηγήθηκαν στον βασιλιά και εκεί αποκεφαλίστηκαν. Ο πρώτος από αυτούς, ο Κλέαρχος, όπως μαρτυρούσαν όλοι όσοι τον γνώριζαν στενά, ήταν πραγματικός στρατιώτης και αγαπούσε τον πόλεμο.166

Όσο διαρκούσε ο πόλεμος μεταξύ Σπαρτιατών και Αθηναίων, μπορούσε να βρίσκει απασχόληση στην πατρίδα. Όταν όμως έγινε ειρήνη, έπεισε τη δική του πόλη ότι οι Θράκες αδικούσαν τούς Έλληνες και με την εξουσιοδότηση των εφόρων απέπλευσε για να πολεμήσει τούς Θράκες που βρίσκονταν πάνω από τη Χερσόνησο167 και την Πέρινθο.168 169

Μόλις όμως έφυγε, οι έφοροι άλλαξαν γνώμη για κάποιον λόγο και προσπάθησαν να τον ξαναφέρουν πίσω από τον Ισθμό.170 Αυτός αρνήθηκε να υπακούσει και προχώρησε πλέοντας προς τον Ελλήσποντο.171

Καταδικάστηκε λοιπόν σε θάνατο από τις αρχές τής Σπάρτης για ανυπακοή σε διαταγές. Όντας πια φυγάς και κατάδικος, ήρθε στον Κύρο και για διάφορους λόγους που γράφονται αλλού έπεισε τον Κύρο, ενώ ο Κύρος τού δώρισε δέκα χιλιάδες δαρεικούς.172

Έχοντας πάρει τα χρήματα δεν στράφηκε σε ζωή ευκολίας και νωθρότητας, αλλά συγκέντρωσε στρατό με αυτά και πολεμούσε εναντίον των Θρακών και τούς νίκησε σε μάχη και από τότε τούς ταλαιπωρούσε και τούς πολεμούσε αδιάκοπα, μέχρι τη στιγμή που ο Κύρος θέλησε το στράτευμά του. Οπότε και αυτός έφυγε αμέσως, με την ελπίδα να πολεμήσει πάλι μαζί του.173

Αυτές μού φαίνονται ως χαρακτηριστικές πράξεις ανθρώπου που αγαπούσε τον πόλεμο. Όταν είχε τη δυνατότητα να απολαύσει την ειρήνη με τιμή, χωρίς ντροπή, χωρίς ζημιά, εκείνος εξακολουθούσε να προτιμά τον πόλεμο. Όταν μπορούσε να ζήσει στην πατρίδα άνετα, επέμενε στον μόχθο, αρκεί μόνο να κατέληγε σε μάχες. Όταν μπορούσε να κρατήσει τα πλούτη του χωρίς κίνδυνο, προτιμούσε να τα μειώσει πολεμώντας. Ακριβώς όπως ένας άλλος άνθρωπος θα δαπανούσε τα χρήματά του για έναν αγαπημένο ή για να ικανοποιήσει κάποιαν άλλη ηδονή, αυτός προτιμούσε να σπαταλά την περιουσία του στα πολεμικά.174

Τέτοιος εραστής τού πολέμου ήταν. Από την άλλη πλευρά φαινόταν κατάλληλος για πόλεμο, αφού αγαπούσε τον κίνδυνο, ήταν έτοιμος τη μέρα ή τη νύχτα να οδηγήσει τα στρατεύματά του εναντίον τού εχθρού και ήταν ψύχραιμος στις δυσκολίες, όπως συμφωνούσαν όλοι όσοι ήσαν μαζί του στις διάφορες περιπτώσεις.175

Λεγόταν επίσης ότι ήταν κατάλληλος για τη διοίκηση, στο μέτρο που αυτό ήταν δυνατό για άνδρα με τέτοια διάθεση όπως η δική του. Για παράδειγμα ήταν ικανός όσο κανένας άλλος να φροντίζει να βρίσκει για τον στρατό του τα τρόφιμα και να τού τα έχει έτοιμα την ώρα που έπρεπε, ενώ ήταν επίσης ικανός να επιβάλλει σε εκείνους που ήσαν μαζί του ότι έπρεπε να υπακούουν στον Κλέαρχο.176

Αυτό το πετύχαινε όντας αυστηρός. Γιατί είχε βλοσυρό παρουσιαστικό και τραχιά φωνή,177 τιμωρούσε αυστηρά, πολλές φορές με οργή, πράγμα για το οποίο μερικές φορές μετάνιωνε και ο ίδιος.178

Τιμωρούσε όμως και σκόπιμα. Γιατί πίστευε ότι δεν υπήρχε καμιά ωφέλεια από στρατιώτες που δεν τιμωρούνταν. Αναφέρουν επίσης ότι έλεγε, ότι ο στρατιώτης έπρεπε να φοβάται περισσότερο τον αρχηγό του παρά τούς εχθρούς, αν επρόκειτο να φυλάξει φρουρά ή να αποφύγει να βλάψει φίλους ή να βαδίσει εναντίον των εχθρών χωρίς αντίρρηση.179

Στις δύσκολες καταστάσεις οι στρατιώτες πειθαρχούσαν πρόθυμα σε εκείνον, δεν ήθελαν άλλον στρατηγό. Γιατί έλεγαν ότι τότε η σκυθρωπότητά του φαινόταν ανάμεσα στα άλλα πρόσωπα ως χαρούμενη διάθεση, ενώ η αυστηρότητα έμοιαζε με ανδρεία απέναντι στους εχθρούς. Δεν φαινόταν λοιπόν τότε ότι προκαλούσε φόβο, αλλά ότι έφερνε τη σωτηρία.180 181

Όταν όμως οι στρατιώτες βρίσκονταν έξω από τον κίνδυνο και μπορούσαν να πάνε να τούς διοικήσει άλλος στρατηγός, τότε πολλοί τον άφηναν κι έφευγαν. Γιατί δεν είχε χαριτωμένους τρόπους, αλλά πάντοτε ήταν άγριος και σκληρός. Γι’ αυτό οι στρατιώτες είχαν απέναντί του αισθήματα, όπως εκείνα που έχουν τα παιδιά απέναντι στον δάσκαλο.182

Ποτέ δεν είχε ανθρώπους που να τον ακολουθούν από φιλία και αγάπη. Αλλά εκείνους που βρίσκονταν κοντά του ύστερα από διαταγή τής πατρίδας τους ή επειδή χρειάζονταν κάτι ή επειδή πιέζονταν από κάποιαν ανάγκη, τούς κρατούσε σε απόλυτη πειθαρχία.183

Όταν όμως άρχιζαν να νικούν μαζί με αυτόν τούς εχθρούς, από τότε υπήρχαν σοβαροί λόγοι, που έκαναν χρήσιμους τούς στρατιώτες του. Γιατί είχαν την τόλμη να αντιμετωπίζουν τούς εχθρούς, ενώ ο φόβος μήπως τιμωρηθούν από εκείνον τούς έκανε πειθαρχικούς.184

Τέτοιος αρχηγός ήταν. Έλεγαν ακόμη ότι δεν είχε μεγάλη διάθεση να παίρνει διαταγές από άλλους. Όταν πέθανε, ήταν περίπου πενήντα ετών.185

Ο Πρόξενος από τη Βοιωτία ήθελε από την εποχή που ήταν παιδί, να γίνει άνθρωπος ικανός για μεγάλα επιτεύγματα. Για να πετύχει αυτή την επιθυμία, πλήρωσε δίδακτρα στον Γοργία τον Λεοντίνο.186 187

Έχοντας σπουδάσει κάτω από εκείνον και πιστεύοντας ότι είχε γίνει πια κατάλληλος να κυβερνά, ενώ είχε φιλικές σχέσεις με τούς ηγέτες τής εποχής, για να μην υστερεί στην αμοιβαιότητα εξυπηρετήσεων συμμετείχε σε αυτή την επιχείρηση με τον Κύρο, αναμένοντας να κερδίσει από αυτήν διάσημο όνομα, μεγάλη δύναμη και μεγάλο πλούτο.188

Αλλά ενώ επιθυμούσε σφοδρά αυτούς τούς μεγάλους σκοπούς, ήταν όμως φανερό ότι δεν ενδιαφερόταν να πετύχει κάποιον από αυτούς άδικα, αλλά ή θα τούς εξασφάλιζε δίκαια και έντιμα ή καθόλου.189

Ως ηγέτης μπορούσε να διοικεί έντιμους και ευγενείς ανθρώπους, αλλά δεν ήταν σε θέση να εμπνεύσει στους στρατιώτες του ούτε τον σεβασμό για τον ίδιο, ούτε τον φόβο, ενώ αισθανόταν μεγαλύτερο δέος για τούς στρατιώτες, απ’ όσο οι διοικούμενοι γι’ αυτόν. Ήταν προφανές ότι φοβόταν περισσότερο το μίσος των στρατιωτών του από την ανυπακοή τους.190

Πίστευε ότι για να θεωρείται ένας άνδρας ικανός να διοικεί, αρκούσε να επαινεί εκείνον που έκανε το σωστό και να μην επαινεί εκείνον που έκανε λάθος. Κατά συνέπεια όλοι οι έντιμοι και ευγενείς συνεργάτες του συνδέθηκαν μαζί του, ενώ οι ασυνείδητοι συνωμοτούσαν εναντίον του, θεωρώντας ότι θα τον αντιμετώπιζαν εύκολα. Όταν πέθανε ήταν περίπου τριάντα ετών.191

Ο Θεσσαλός Μένων ήταν προφανές ότι επιθυμούσε τεράστιο πλούτο, ότι επιθυμούσε να διοικεί για να μαζεύει περισσότερο πλούτο και ότι επιθυμούσε τις τιμές, προκειμένου να αυξάνει τα κέρδη του. Και ήθελε να είναι φίλος με εκείνους που κατείχαν μεγαλύτερη δύναμη, ώστε να μπορεί να διαπράττει άδικες πράξεις χωρίς να υφίσταται τιμωρία.192

Για την επίτευξη εκείνων που επιθυμούσε, θεωρούσε ότι η συντομότερη διαδρομή ήταν μέσω τής ψευδορκίας, τού ψεύδους και τής εξαπάτησης, ενώ θεωρούσε ηλιθιότητα την ευθύτητα και την αλήθεια.193

Δεν ένιωθε στοργή για κανέναν, ενώ όταν έλεγε ότι ήταν φίλος κάποιου, ήταν φανερό ότι επρόκειτο για τον άνθρωπο εναντίον τού οποίου συνωμοτούσε. Ποτέ δεν γελοιοποιούσε τον εχθρό, αλλά στις συζητήσεις έδινε πάντοτε την εντύπωση ότι γελοιοποιούσε όλους τούς συνεργάτες του.194

Δεν είχε ποτέ κακά σχέδια εναντίον τής περιουσίας των εχθρών του, γιατί έβλεπε ότι ήταν δύσκολο να πάρει από εκείνους που φυλάγονταν από αυτόν. Αλλά πίστευε ότι ήταν ο μόνος που ήξερε, ότι ήταν πολύ εύκολο να βάλει χέρι στην περιουσία των φίλων, ακριβώς επειδή ήταν αφύλακτη.195

Όσους θεωρούσε επίορκους και παραβάτες τούς φοβόταν, θεωρώντας τους καλά εξοπλισμένους, ενώ όσους ήσαν ευσεβείς και έλεγαν την αλήθεια, προσπαθούσε να τούς εκμεταλλευθεί θεωρώντας τους άνανδρους.196

Όπως ένας άνθρωπος υπερηφανευόταν για την ευσέβεια, την ειλικρίνεια και τη δικαιοσύνη του, έτσι ο Μένων υπερηφανευόταν όταν μπορούσε να εξαπατά, να διαπλάθει ψέματα και να χλευάζει τούς φίλους. Όποιον δεν ήταν κάθαρμα, τον θεωρούσε πάντοτε ανεκπαίδευτο. Όταν προσπαθούσε να είναι πρώτος στη φιλία με κάποιον, πίστευε ότι ο σωστός τρόπος για να πετύχει τον σκοπό του ήταν να συκοφαντεί εκείνους που ήσαν ήδη πρώτοι.197

Κατάφερνε να κάνει τούς στρατιώτες του υπάκουους με το να γίνεται συνεργός στα παραπτώματά τους. Αξίωνε να τον προσέχουν και να τον τιμούν, προβάλλοντας ότι είχε την ικανότητα και την ετοιμότητα να διαπράξει τις μεγαλύτερες αδικίες. Όταν κάποιος απομακρυνόταν από αυτόν, παρουσίαζε ως ευεργεσία το γεγονός, ότι όσο εξακολουθούσαν να είναι μαζί δεν τον είχε καταστρέψει.198

Για θέματα τα οποία είναι αμφίβολα, ίσως κανείς σφάλλει γι’ αυτόν, αλλά τα γεγονότα που όλοι γνώριζαν ήσαν τα εξής. Από τον Αρίστιππο εξασφάλισε, όταν ήταν ακόμη νέος, τη θέση τού στρατηγού των μισθοφόρων του. Με τον Αριαίο, που ήταν βάρβαρος, έγινε εξαιρετικά οικείος, επειδή ο Αριαίος ήταν λάτρης των όμορφων νέων. Τέλος ο ίδιος, ενώ ήταν ακόμη χωρίς γένια, είχε ένα γενειοφόρο ευνοούμενο, που ονομαζόταν Θαρύπας.199

Όταν οι συνάδελφοί του στρατηγοί θανατώθηκαν για τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία τού Κύρου εναντίον τού βασιλιά, αυτός, που είχε κάνει το ίδιο πράγμα, δεν θανατώθηκε, ενώ πέθανε μετά την εκτέλεση των άλλων στρατηγών, όταν ο βασιλιάς τού επέβαλε την ποινή τού θανάτου, όχι όπως στον Κλέαρχο και τούς άλλους στρατηγούς με αποκεφαλισμό, τρόπο θανάτου που θεωρείται ταχύτερος, αλλά, όπως λέγεται, ύστερα από βασανιστήρια ενός έτους, έχοντας έτσι τον θάνατο καθάρματος.200

Ο Αγίας από την Αρκαδία και ο Αχαιός Σωκράτης ήσαν οι άλλοι δύο που θανατώθηκαν. Κανένας δεν περιγέλασε ποτέ αυτούς τούς άνδρες ως δειλούς στον πόλεμο, ούτε τούς κατηγόρησαν ποτέ στο θέμα τής φιλίας. Ήσαν και οι δύο τριανταπέντε περίπου ετών.201

<- Βιβλίο πρώτο Βιβλίο τρίτο ->
Review Your Cart
0
Add Coupon Code
Subtotal

 
error: Content is protected !!