Βιβλίο Έκτο: Από τα Κοτύωρα στη Σινώπη, την Ηράκλεια και τη Χρυσούπολη

<- Βιβλίο πέμπτο Βιβλίο έβδομο ->

6.1. Με πλοία από τα Κοτύωρα στη Σινώπη

Στη συνέχεια, καθώς περίμεναν, ζούσαν εν μέρει με προμήθειες από την αγορά και εν μέρει από επιδρομές στην Παφλαγονία. Οι Παφλαγόνες από τη μεριά τους απήγαγαν αυτούς που ξέμεναν, ενώ τη νύχτα προσπαθούσαν να κακοποιήσουν εκείνους των οποίων οι σκηνές βρίσκονταν σε κάποιαν απόσταση από το στρατόπεδο. Οι μεταξύ τους σχέσεις ήσαν λοιπόν πολύ εχθρικές.1

Έτσι ο Κορύλας, που ήταν τότε ηγεμόνας τής Παφλαγονίας, έστειλε πρέσβεις, που είχαν ωραία άλογα και στολές, να πουν στους Έλληνες ότι ο Κορύλας ήταν έτοιμος ούτε να αδικεί τούς Έλληνες, αλλά ούτε να αδικείται από αυτούς.2

Οι στρατηγοί απάντησαν ότι για το θέμα αυτό θα συμβουλεύονταν τη στρατιά και τούς υποδέχθηκαν φιλόξενα. Προσκάλεσαν επίσης κάποιους από τούς άνδρες τής στρατιάς, όσους θεωρούσαν ότι δικαιούνταν τέτοια πρόσκληση.3

Θυσίασαν λοιπόν κάποια από τα βόδια που είχαν πιάσει καθώς και άλλα σφάγια και πρόσφεραν πλούσιο γιορταστικό δείπνο, τρώγοντας ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα και πίνοντας με κεράτινα ποτήρια, που έτυχε να βρουν στην περιοχή.4

Και όταν τελείωσαν οι σπονδές και παιάνισαν, σηκώθηκαν πρώτα κάποιοι Θράκες, που χόρεψαν ένοπλοι υπό τούς ήχους άσκαυλου, πηδώντας ψηλά στον αέρα με μεγάλη ευκινησία, κραδαίνοντας τα μαχαίρια τους. Τέλος κάποιος κτύπησε τον συγχορευτή του και όλοι νόμιζαν ότι είχε πραγματικά τραυματιστεί, γιατί έπεσε πολύ έντεχνα.5

Οι Παφλαγόνες κραύγασαν. Tότε αυτός που έδωσε το χτύπημα πήρε τα όπλα τού άλλου και αποχώρησε τραγουδώντας τον «Σιτάλκα»6 και άλλοι Θράκες απομάκρυναν εκείνον που υποτίθεται ότι είχε χτυπηθεί και ήταν ξαπλωμένος σαν νεκρός, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε ούτε γρατζουνιά.7

Ύστερα σηκώθηκαν κάποιοι Αινιάνες8 και Μάγνητες9 και άρχισαν ένοπλοι να χορεύουν την αποκαλούμενη «καρπαία».10 11

Ο τρόπος τού χορού ήταν ο εξής: ένας άνδρας άφηνε παράμερα τα όπλα και άρχιζε να οργώνει και να σπέρνει, κοιτάζοντας συχνά δεξιά και αριστερά σαν να φοβόταν. Τότε εμφανιζόταν ληστής. Μόλις τον έβλεπε από μακριά ο ζευγολάτης, άρπαζε τα όπλα του και τον αντιμετώπιζε. Πολεμούσαν λοιπόν αυτοί στον ρυθμό τού άσκαυλου. Στο τέλος ο ληστής έδενε τον γεωργό και έπαιρνε το ζευγάρι του. Άλλες φορές ο γεωργός έδενε τον ληστή, τον έζευε δίπλα στα βόδια με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και τον οδηγούσε.12

Ύστερα μπήκε ο Μυσός με ελαφριές ασπίδες σε κάθε χέρι και χόρευε μιμούμενος ότι μάχεται ταυτόχρονα με δύο αντιπάλους, πότε χρησιμοποιώντας τις ασπίδες του δήθεν εναντίον τού ενός αντίπαλου, πότε στριφογυρίζοντας και κάνοντας τούμπες κρατώντας τις ασπίδες στα χέρια του, προσφέροντας έξοχο θέαμα.13

Στο τέλος χόρεψε και τον περσικό χορό, χτυπώντας τις ασπίδες μεταξύ τους, σκύβοντας το κορμί του προς τα κάτω και στη συνέχεια ξανασηκώνοντάς το. Και τα έκανε όλα αυτά σύμφωνα με τον ρυθμό τής μουσικής τού αυλού.14

Ύστερα από αυτόν σηκώθηκαν οι Μαντινείς15 και κάποιοι άλλοι Αρκάδες, εξοπλισμένοι όσο καλύτερα μπορούσαν. Παρέλασαν με τη συνοδεία αυλού που έπαιζε τον πολεμικό ρυθμό16 και τραγούδησαν τον παιάνα και χόρεψαν, όπως έκαναν οι Αρκάδες στις λιτανείες προς τιμήν των θεών. Κοιτάζοντάς τους οι Παφλαγόνες φαίνονταν να σκέφτονται, ότι ήταν πολύ περίεργο που όλοι οι χοροί ήσαν με όπλα.17

Βλέποντας ο Μυσός πόσο έκπληκτοι ήσαν, έπεισε έναν από τούς Αρκάδες που είχε κορίτσι που χόρευε να τον αφήσει να τη βάλει στον χορό, ντύνοντάς την όσο καλύτερα μπορούσε και δίνοντάς της ελαφριά ασπίδα.18

Και εκείνη χόρεψε τον πυρρίχειο με χάρη. Ακολούθησαν πολλές επιδοκιμασίες19 και οι Παφλαγόνες ρωτούσαν αν οι γυναίκες πολεμούσαν στο πλευρό τους. Και οι Έλληνες απάντησαν, ότι οι γυναίκες ήσαν εκείνες που έτρεψαν τον βασιλιά σε φυγή από το στρατόπεδό του. Έτσι τελείωσε εκείνη η νύχτα.20 21

Την επόμενη μέρα οι στρατηγοί παρουσίασαν στους πρέσβεις το στράτευμα. Οι στρατιώτες αποφάσισαν να μην αδικούν τούς Παφλαγόνες, αλλά ούτε να αδικούνται από αυτούς. Τότε οι πρέσβεις έφυγαν και οι Έλληνες, μόλις έκριναν ότι είχε φτάσει επαρκής αριθμός πλοίων, επιβιβάστηκαν κι έπλευσαν ημέρα και νύχτα με ευνοϊκό άνεμο, έχοντας στα αριστερά τους την Παφλαγονία.22

Την επόμενη μέρα έφτασαν στη Σινώπη και αγκυροβόλησαν στον όρμο τής Αρμένης,23 κοντά στη Σινώπη. Οι Σινωπείς κατοικούσαν στην Παφλαγονία, αλλά ήσαν άποικοι των Μιλησίων. Έστειλαν δώρα φιλοξενίας στους Έλληνες τρεις χιλιάδες μέδιμνους κριθαριού και χίλια πεντακόσια κεραμικά δοχεία κρασιού.24

Εδώ ήλθε και ο Χειρίσοφος έχοντας τριήρη. Οι στρατιώτες περίμεναν ότι ερχόμενος θα έφερνε κάτι, αλλά αυτός δεν τούς έφερε τίποτε. Τούς είπε απλώς ότι τούς επαινούσε και ο ναύαρχος Αναξίβιος και οι άλλοι και ότι ο Αναξίβιος υποσχόταν, ότι μόλις έβγαιναν από τον Εύξεινο Πόντο θα τούς έστελνε μισθοδοσία.25

Σε αυτή την Αρμένη οι στρατιώτες έμειναν πέντε ημέρες. Τώρα που τούς φαινόταν ότι ήσαν πια κοντά στην Ελλάδα, τούς απασχολούσε περισσότερο από πριν πώς θα εμφανίζονταν στα σπίτια τους με άδεια χέρια.26

Αποφάσισαν να εκλέξουν ένα και μόνο στρατηγό, αφού ένας θα μπορούσε να διαχειρίζεται καλύτερα τούς στρατιώτες νύχτα και μέρα, απ’ ό,τι η υφιστάμενη πολυαρχία. Αν κάτι έπρεπε να παραμείνει κρυφό, θα ήταν έτσι πιο εύκολο να παραμένει στο σκοτάδι, ενώ αν το ζητούμενο ήταν μια αποστολή, θα υπήρχε μικρότερος κίνδυνος άφιξης με καθυστέρηση, αφού θα αποφεύγονταν οι αμοιβαίες εξηγήσεις και οτιδήποτε αποφασιζόταν από την κρίση τού ενός θα έμπαινε άμεσα σε εφαρμογή. Μέχρι τότε οι στρατηγοί έκαναν πάντοτε αυτό που αποφάσιζε η πλειοψηφία.27

Με αυτές τις σκέψεις στράφηκαν προς τον Ξενοφώντα. Πήγαν σε αυτόν οι λοχαγοί και τού είπαν ότι ο στρατός έτσι έβλεπε τα πράγματα και δείχνοντας καθένας τους την προτίμησή του σε αυτόν, τον πίεζαν να αποδεχθεί το αξίωμα.28

Ο Ξενοφών από τη μια μεριά ήθελε να δεχτεί, γιατί σκεφτόταν ότι θα ήταν γι’ αυτόν μεγαλύτερη η τιμή που θα απολάμβανε μεταξύ των φίλων του και το όνομά του θα ακουγόταν μεγαλύτερο όταν έφτανε στην πόλη του, ενώ ίσως κάποιο τυχαίο γεγονός μπορούσε να αποτελέσει το μέσο για την επίτευξη κάποιο καλού αποτελέσματος για τον στρατό.29

Αυτές και παρόμοιες εκτιμήσεις ξυπνούσαν μέσα του ένθερμη επιθυμία να γίνει μόνος διοικητής. Από την άλλη πλευρά, όταν σκεφτόταν ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να δει ξεκάθαρα τι θα έφερνε το μέλλον και ότι γι’ αυτόν τον λόγο υπήρχε κίνδυνος να χάσει ακόμη και τη φήμη που είχε ήδη κερδίσει, έπεφτε σε αμφιβολία.30

Καθώς λοιπόν δεν μπορούσε να επιλύσει το ζήτημα, τού φάνηκε καλύτερο να συμβουλευτεί τούς θεούς. Οδήγησε δύο ζώα στον βωμό και προχώρησε για να προσφέρει θυσία στον βασιλιά Δία, στον θεό που είχε καθορίσει γι’ αυτόν το μαντείο των Δελφών. Πίστευε επίσης ότι το όνειρο από αυτόν τον θεό προερχόταν, εκείνο που είχε δει όταν άρχιζε να παίρνει μέρος στην ευθύνη τής διοίκησης τού στρατού.31

Θυμόταν επίσης ότι όταν ξεκινούσε από την Έφεσο για να τον συστήσουν στον Κύρο, ένας αετός έκραζε δεξιά του αλλά καθιστός και ο μάντης που τον συνόδευε τού είχε πει, ότι ενώ ο οιωνός ήταν κατάλληλος για μεγάλο και όχι συνηθισμένο άτομο και ενώ προοιωνιζόταν δόξα, προμήνυε όμως ταλαιπωρία, επειδή τα άλλα όρνια ήταν πιο εύκολο να επιτεθούν στον αετό, όταν καθόταν. Είχε πει ακόμη, ότι ο οιωνός δεν προμήνυε κέρδη, γιατί ο αετός παίρνει την τροφή του κυρίως πετώντας.32

Θυσίασε λοιπόν ο Ξενοφών και ο θεός τού έδωσε ξεκάθαρα σημάδι, ότι δεν έπρεπε να ζητήσει την αρχηγία τού στρατού, ούτε να την αποδεχθεί αν τον επέλεγαν. Τα πράγματα έγιναν έτσι:33

Η στρατιά συνήλθε σε συγκέντρωση και όλοι έλεγαν να εκλέξουν έναν αρχηγό. Ύστερα από αυτή την απόφαση πρόβαλλαν την εκλογή τού Ξενοφώντος. Όταν φάνηκε ότι θα τον εξέλεγαν αν το θέμα έμπαινε σε ψηφοφορία, σηκώθηκε και είπε τα εξής:34

«Άνδρες, σαν άνθρωπος που είμαι, με συγκινεί η εκτίμησή σας. Σάς χρωστώ ευγνωμοσύνη γι’ αυτό και εύχομαι να μού δώσουν οι θεοί να μπορέσω να σάς κάνω κάτι καλό. Εκλέγοντας όμως εμένα αρχηγό σας, ενώ βρίσκεται εδώ Σπαρτιάτης, μού φαίνεται ότι δεν είναι ωφέλιμο για εσάς και δυσκολότερα θα πετύχετε από τούς Σπαρτιάτες κάτι που θα χρειάζεστε. Νομίζω επίσης ότι αυτό για μένα είναι επικίνδυνο.35

Γιατί βλέπω ότι και εναντίον των ανθρώπων τής πατρίδας μου δεν έπαψαν να πολεμούν, παρά μόνο όταν τούς ανάγκασαν να παραδεχτούν ότι οι Σπαρτιάτες εξουσιάζουν και αυτούς.36

Όταν το παραδέχθηκαν, σταμάτησαν αμέσως τον πόλεμο και από εκεί και πέρα δεν πολιόρκησαν την πόλη. Αν λοιπόν εγώ, ενώ τα βλέπω αυτά, φαινόμουν ότι, όπως μπορώ, προσπαθώ να αδυνατίσω την εξουσία τους, σκέφτομαι μήπως πολύ γρήγορα με κάνουν να βάλω γνώση.37

Όσο για τη σκέψη που κάνατε, ότι δηλαδή θα γίνονται λιγότερες εξεγέρσεις όταν υπάρχει ένας αρχηγός, παρά όταν υπάρχουν πολλοί, να ξέρετε καλά, ότι αν εκλέξετε άλλον δεν θα με βρείτε να απειθαρχώ. Γιατί έχω τη γνώμη, ότι εκείνος που ξεσηκώνεται εναντίον τού αρχηγού του σε περίοδο πολέμου, ξεσηκώνεται εναντίον τής ίδιας τής σωτηρίας του. Αν όμως εκλέξετε εμένα, δεν θα παραξενευτώ, αν βρείτε μερικούς δυσαρεστημένους και με εσάς και με μένα».38

Όταν τα είπε αυτά, σηκώθηκαν πολύ περισσότεροι και έλεγαν ότι αυτός έπρεπε να γίνει αρχηγός. Ο Αγασίας μάλιστα ο Στυμφάλιος είπε ότι θα ήταν αστείο αν τα πράγματα ήσαν όπως τα παρουσίαζε ο Ξενοφών:

«Θα θυμώσουν άραγε οι Σπαρτιάτες, αν εκείνοι που βρίσκονται σε συμπόσιο δεν εκλέξουν Σπαρτιάτη να το διευθύνει; Αν είναι έτσι», είπε, «τότε φυσικά ούτε λοχαγοί δεν μπορούμε να είμαστε εμείς, επειδή καταγόμαστε από την Αρκαδία».

Τότε οι στρατιώτες επιδοκίμασαν κάνοντας θόρυβο, γιατί ο Αγασίας είχε μιλήσει σωστά.39

Ο Ξενοφών όμως, επειδή έβλεπε ότι ήταν ανάγκη να αντισταθεί περισσότερο, σηκώθηκε και είπε:

«Άνδρες, για να βεβαιωθείτε, σάς ορκίζομαι σε όλους τούς θεούς και τις θεές, ότι μόλις κατάλαβα τη γνώμη σας, έκανα θυσίες για να μάθω αν θα ήταν ωφέλιμο και για εσάς να μού αναθέσετε αυτό το αξίωμα και για μένα να το αναλάβω. Και οι θεοί μού έδωσαν με τις θυσίες τόσο φανερά σημάδια, ώστε κι ένας άνθρωπος που δεν έχει ιδέα από μαντική, θα μπορούσε να καταλάβει ότι πρέπει να σταθώ μακριά από τη διοίκηση τού στρατού».40

Εξέλεξαν λοιπόν τον Χειρίσοφο, ο οποίος, μετά την εκλογή του, σηκώθηκε, βγήκε μπροστά και είπε:

«Λοιπόν άνδρες, να είστε βέβαιοι, ότι εγώ δεν θα στασίαζα αν επιλέγατε άλλον. Όσο για τον Ξενοφώντα», συνέχισε, «τού κάνατε καλό που δεν τον επιλέξατε. Ακόμη και τώρα ο Δέξιππος τον συκοφαντούσε στον Αναξίβιο, παρά το γεγονός ότι προσπάθησα σκληρά να τον φιμώσω. Είπε ότι πίστευε ότι ο Ξενοφών θα προτιμούσε να μοιραστεί τη διοίκηση τού στρατού τού Κλεάρχου με τον Τιμασίωνα, ένα Δαρδανέα, παρά με μένα που είμαι Σπαρτιάτης.41

«Όμως», συνέχισε ο Χειρίσοφος, «αφού επιλέξατε εμένα, θα προσπαθήσω να σάς προσφέρω όποια υπηρεσία μπορώ. Και να ετοιμάζεστε να μπείτε στη θάλασσα αύριο, αν ο καιρός επιτρέπει να σαλπάρουμε. Προορισμός μας θα είναι η Ηράκλεια. Καθένας μας λοιπόν πρέπει να προσπαθήσει να αποβιβαστεί εκεί. Τα υπόλοιπα θα τα συζητήσουμε όταν φτάσουμε εκεί».42

6.2. Με πλοία από τη Σινώπη στην Ηράκλεια

Την επόμενη μέρα σήκωσαν άγκυρες και σάλπαραν από την Αρμένη με ευνοϊκό άνεμο, πλέοντας για δυο ημέρες κατά μήκος τής ακτής. [Έβλεπαν την Ιασωνία ακτή,43 όπου λέγεται ότι αγκυροβόλησε η Αργώ και κατόπιν τα στόμια των ποταμών, πρώτα τού Θερμώδοντα, ύστερα τού Ίρι, κατόπιν τού Άλυ και ύστερα από αυτόν τού Παρθένιου. Όταν πέρασαν κι αυτόν,] έφτασαν στην Ηράκλεια,44 ελληνική πόλη και αποικία των Μεγαρέων στη χώρα των Μαριανδυνών.45 46

Αγκυροβόλησαν κοντά στην Αχερουσιάδα Χερσόνησο,47 όπου λέγεται ότι ο Ηρακλής48 κατέβηκε για να πάρει τον Κέρβερο και όπου έδειχναν ακόμη τα σημεία τής κατάβασής του, το βάθος τής οποίας ήταν μεγαλύτερο από δύο στάδια.49

Έστειλαν εκεί οι Ηρακλειώτες δώρα φιλοξενίας στους Έλληνες, τρεις χιλιάδες μέδιμνους κριθαριού και δύο χιλιάδες πήλινα δοχεία κρασιού, είκοσι βόδια και εκατό πρόβατα. Tην πεδιάδα εκεί διέρρεε ο ονομαζόμενος Λύκος50 ποταμός, που είχε πλάτος δύο περίπου πλέθρα [διακόσια πόδια].51

Οι στρατιώτες συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν για το υπόλοιπο τού ταξιδιού, αν δηλαδή θα χρειαζόταν να βγουν από τον Πόντο δια ξηράς ή δια θαλάσσης. Σηκώθηκε ο Αχαιός Λύκων και είπε:

«Άνδρες, απορώ με τούς στρατηγούς, που δεν πασχίζουν να μάς εξασφαλίσουν επαρκείς προμήθειες. Αυτά τα δώρα φιλοξενίας δεν θα φτάσουν ούτε για τρεις ημέρες τροφοδοσίας τής στρατιάς. Ούτε βλέπω από ποια περιοχή θα εξασφαλίζουμε προμήθειες κατά την πορεία. Προτείνω λοιπόν να ζητήσουμε από τούς Ηρακλειώτες τουλάχιστον τρεις χιλιάδες κυζικηνούς».52

Άλλος ομιλητής πρότεινε:

«Τουλάχιστον δέκα χιλιάδες. Ας στείλουμε αμέσως πρέσβεις στην πόλη πριν διαλύσουμε αυτή τη συγκέντρωση, ας δούμε τι απαντούν στο αίτημά μας και ας σκεφτούμε ανάλογα».53

Πρότειναν λοιπόν ως πρέσβεις πρώτον και καλύτερο τον Χειρίσοφο, που είχε εκλεγεί αρχηγός τής στρατιάς, ενώ κάποιοι πρότειναν και τον Ξενοφώντα.

Όμως ο Χειρίσοφος και ο Ξενοφών διαφωνούσαν έντονα και ισχυρίζονταν και οι δύο, ότι δεν μπορούσαν να υποχρεώσουν μια ελληνική και φιλική πόλη να τούς δώσει περισσότερα από εκείνα τα οποία ήθελε η ίδια να δώσει.54

Επειδή λοιπόν έδειχναν απρόθυμοι, οι στρατιώτες έστειλαν τον Αχαιό Λύκωνα, τον Παρράσιο Καλλίμαχο και τον Στυμφάλιο Αγασία. Οι τρεις αυτοί πήγαν στην πόλη και ανακοίνωσαν την απόφαση τού στρατού. Λεγόταν ότι ο Λύκων τούς απείλησε κιόλας, αν αρνούνταν να συμμορφωθούν.55

Όταν τα άκουσαν οι Ηρακλειώτες, είπαν ότι θα συσκεφθούν. Μάζεψαν αμέσως τα ζώα και τα αγαθά τους από τούς αγρούς, διέλυσαν την αγορά και τη μετέφεραν μέσα, έκλεισαν τις πύλες και εμφανίστηκαν ένοπλοι στα τείχη.56

Τότε εκείνοι που προκάλεσαν αυτές τις ταραχές κατηγορούσαν τούς στρατηγούς, ότι είχαν υπονομεύσει την απόφαση. Οι Αρκάδες και οι Αχαιοί συνασπίστηκαν, με πρωτοστάτες τον Παρράσιο Καλλίμαχο και τον Αχαιό Λύκωνα.57

Έλεγαν ότι ήταν αισχρό να διοικούν τούς Πελοποννησίους ένας Αθηναίος και ένας Σπαρτιάτης, που δεν είχαν συνεισφέρει ούτε ένα στρατιώτη στη στρατιά. Και ότι οι δυσκολίες έπεφταν σε αυτούς και τα κέρδη στους άλλους, παρά το γεγονός ότι η διατήρηση τού στρατού ήταν επίτευγμά τους. Γιατί αυτοί έλεγαν, οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, ήσαν εκείνοι που είχαν πετύχει αυτό το αποτέλεσμα, ενώ ο υπόλοιπος στρατός δεν ήταν τίποτε (και ήταν αλήθεια ότι Αρκάδες και Αχαιοί αποτελούσαν περισσότερο από τον μισό στρατό).58

Αν λοιπόν έβαζαν μυαλό, θα συνασπίζονταν μόνοι τους, θα επέλεγαν στρατηγούς από τούς δικούς τους, θα έκαναν την πορεία μόνοι τους και θα προσπαθούσαν να βγάλουν κάτι.59

Αυτά αποφάσισαν. Όσοι Αρκάδες ή Αχαιοί βρίσκονταν κάτω από τον Χειρίσοφο ή κάτω από τον Ξενοφώντα, ένωσαν τις δυνάμεις τους και επέλεξαν δέκα στρατηγούς από τούς δικούς τους, αποφασίζοντας ότι αυτοί οι δέκα θα έκαναν ό,τι αποφάσιζαν κατά πλειοψηφία. Έτσι η ανώτατη διοίκηση τού Χειρισόφου τερματίστηκε εκεί, την έκτη ή έβδομη μέρα από την εκλογή του.60

Ο Ξενοφών όμως ήθελε να πορευτεί μαζί με τον Χειρίσοφο, πιστεύοντας ότι ήταν ασφαλέστερο από το να προχωρήσει καθένας χωριστά. Αλλά ο Νέων τον παρότρυνε να πορευτεί μόνος του, γιατί είχε ακούσει από τον Χειρίσοφο, ότι ο Κλέανδρος, ο Σπαρτιάτης κυβερνήτης τού Βυζαντίου,61 είχε δηλώσει ότι θα ερχόταν στον Λιμένα Κάλπης62 έχοντας τριήρεις.63

Σκοπός τού Νέωνος ήταν λοιπόν, να μη συμμετάσχει κανένας άλλος σε αυτή την ευκαιρία, αλλά να αποπλεύσουν με τις τριήρεις μόνο ο ίδιος και ο Χειρίσοφος με τούς στρατιώτες τους και γι’ αυτό έδινε αυτές τις συμβουλές στον Ξενοφώντα. Όσο για τον Χειρίσοφο, ήταν τόσο απελπισμένος με εκείνα που είχαν συμβεί, νιώθοντας επίσης τέτοιο μίσος για τον στρατό γι’ αυτόν τον λόγο, που επέτρεπε στον Νέωνα να κάνει ό,τι ήθελε.64

Κάποια στιγμή μάλιστα ο Ξενοφών προσπάθησε να απαλλαγεί από τον στρατό και να αποπλεύσει για την πατρίδα. Αλλά όταν θυσίασε στον Ηγεμόνα Ηρακλή, ρωτώντας αν θα ήταν καλύτερο και πιο αρμόζον γι’ αυτόν να συνεχίσει το ταξίδι με τούς στρατιώτες που είχαν παραμείνει μαζί του ή να απαλλαγεί από αυτούς, ο θεός τού υπέδειξε με τις θυσίες, ότι έπρεπε να μείνει μαζί τους.65

Έτσι το στράτευμα χωρίστηκε σε τρία τμήματα. Το πρώτο αποτελούσαν οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, περισσότεροι από τέσσερις χιλιάδες άνδρες, όλοι οπλίτες. Το δεύτερο αποτελούσαν ο Χειρίσοφος και οι άνδρες του, δηλαδή χίλιοι τετρακόσιοι οπλίτες και επτακόσιοι πελταστές, οι Θράκες τού Κλεάρχου. Το τρίτο τμήμα τού Ξενοφώντος περιλάμβανε χίλιους επτακόσιους οπλίτες και τριακόσιους πελταστές. Αλλά μόνο αυτός είχε και ιππικό, αποτελούμενο από σαράντα περίπου ιππείς.66

Οι Αρκάδες, που είχαν διαπραγματευτεί με τούς Ηρακλειώτες και είχαν πάρει από αυτούς μερικά πλοία, ήσαν οι πρώτοι που σάλπαραν. Έλπιζαν να πέσουν αιφνιδιαστικά πάνω στους Βιθυνούς67 και να πάρουν όσο πιο πολλά λάφυρα μπορούσαν. Με αυτό τον σκοπό αποβιβάστηκαν στον Λιμένα Κάλπης, κοντά στη μέση τής Θράκης.68 69

Ο Χειρίσοφος, ξεκινώντας πεζή από την Ηράκλεια, πορευόταν στο εσωτερικό τής χώρας. Όταν μπήκε στη Θράκη και επειδή είχε αρρωστήσει, προτίμησε να κατεβεί δίπλα στη θάλασσα.70

Τέλος ο Ξενοφών, αφού πήρε πλοία, αποβιβάστηκε στα όρια Θράκης και Ηρακλειώτιδας71 και πορευόταν μέσα από την ενδοχώρα.72

6.3. Η πορεία των τριών τμημάτων στη Βιθυνία

Καθένας από αυτούς λοιπόν έκανε το εξής:73

Οι Αρκάδες, όταν αποβιβάστηκαν νύχτα στον Λιμένα Κάλπης, προχώρησαν εναντίον των πρώτων χωριών, σε απόσταση τριάντα σταδίων από τη θάλασσα. Όταν ξημέρωσε, καθένας από τούς δέκα στρατηγούς οδήγησε την ομάδα του να επιτεθεί σε ένα χωριό ή, αν το χωριό ήταν μεγάλο, τού επιτίθεντο δύο ομάδες υπό τούς στρατηγούς τους.74

Συμφώνησαν επίσης για το σημείο, κάποιον λόφο, στο οποίο θα συγκεντρώνονταν μετά. Ήταν τόσο ξαφνική η επίθεσή τους, που άρπαξαν πολλούς ομήρους και περικύκλωσαν πολλά ζώα.75

Οι Θράκες που είχαν διαφύγει άρχισαν να ξανασυγκεντρώνονται, γιατί ήσαν ελαφρά οπλισμένοι πελταστές και είχαν ξεφύγει σε μεγάλους αριθμούς από τούς βαριά οπλισμένους οπλίτες. Αφού λοιπόν συγκεντρώθηκαν, επιτέθηκαν πρώτα στον λόχο τού Σμίκρητος, ενός από τούς στρατηγούς των Αρκάδων, που είχε τελειώσει τη δουλειά του και αποσυρόταν στον προκαθορισμένο τόπο συνάντησης μαζί με μεγάλο αριθμό ομήρων και ζώων.76

Οι Έλληνες πολεμούσαν προχωρώντας ταυτόχρονα, αλλά κατά τη διέλευση από χαράδρα ο εχθρός τούς επιτέθηκε, σκοτώνοντας τον ίδιο τον Σμίκρητα και όλους όσοι ήσαν μαζί του. Εξίσου κακή τύχη είχε και άλλος λόχος υπό τον Ηγήσανδρο, έναν ακόμη από τούς δέκα στρατηγούς. Μόνο οκτώ άνδρες διέφυγαν, ένας εκ των οποίων ήταν ο Ηγήσανδρος.77

Οι υπόλοιποι λόχοι συγκεντρώθηκαν εκεί, άλλοι με κάποια πράγματα που είχαν αρπάξει, άλλοι με άδεια χέρια.

Αλλά οι Θράκες, έχοντας κατορθώσει αυτή την επιτυχία, φώναζαν συνεχώς ο ένας τον άλλο και συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους δραστήρια κατά τη διάρκεια τής νύχτας. Όταν ξημέρωσε, κύκλωσαν τον λόφο όπου στρατοπέδευαν οι Έλληνες, με τα στρατεύματά τους αποτελούμενα από πολλούς ιππείς και πελταστές, ενώ συνέρρεαν συνεχώς ακόμη περισσότεροι.78

Και έκαναν επιθέσεις εναντίον των οπλιτών χωρίς κίνδυνο, γιατί οι Έλληνες δεν είχαν ούτε τοξότες, ούτε ακοντιστές, ούτε ιππείς. Έρχονταν λοιπόν τρέχοντας ή καλπάζοντας και έριχναν τα ακόντιά τους, ενώ όταν οι Έλληνες εξορμούσαν εναντίον τους, μπορούσαν εύκολα να ξεφεύγουν.79

Διαφορετικές ομάδες επιτίθεντο συνεχώς σε διαφορετικά σημεία. Από τη μια πλευρά τραυματίζονταν πολλοί και από την άλλη κανένας. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να κουνηθούν από εκείνο το σημείο, ενώ τελικά οι Θράκες τούς απέκοψαν την πρόσβαση στο νερό.80

Όταν βρέθηκαν σε μεγάλη αμηχανία, άρχισαν διαπραγματεύσεις για εκεχειρία. Είχε επιτευχθεί συμφωνία σε όλα τα σημεία, αλλά οι Θράκες αρνούνταν να δώσουν ομήρους όπως ζητούσαν οι Έλληνες και εκεί υπήρχε πρόβλημα. Αυτή λοιπόν ήταν η κατάσταση των Αρκάδων.81

Ο Χειρίσοφος, που πορευόταν με ασφάλεια δίπλα στη θάλασσα, έφτασε στον Λιμένα Κάλπης.

Ο Ξενοφών προχωρούσε στην ενδοχώρα και το ιππικό του που προπορευόταν συνάντησε κάποιους γέρους που κατευθύνονταν κάπου. Τούς οδήγησαν στον Ξενοφώντα, που τούς ρώτησε αν είχαν δει πουθενά άλλην ελληνική στρατιά.82

Τού είπαν όλα όσα είχαν συμβεί και ότι τη συγκεκριμένη στιγμή τούς πολιορκούσαν σε λόφο, όπου όλοι οι Θράκες τούς είχαν περικυκλώσει. Έθεσε αυτούς τούς ανθρώπους υπό αυστηρή φρούρηση, για να τούς χρησιμοποιήσει ως οδηγούς σε περίπτωση ανάγκης. Ύστερα, αφού εγκατέστησε σκοπιές, συγκέντρωσε τούς στρατιώτες και τούς είπε:83

«Στρατιώτες, κάποιοι από τούς Αρκάδες είναι ήδη νεκροί και οι υπόλοιποι πολιορκούνται πάνω σε λόφο. Noμίζω ότι αν χαθούν κι αυτοί, τότε ούτε κι εμείς θα σωθούμε, γιατί οι εχθροί θα είναι πολλοί και θα έχουν αναθαρρήσει.84

Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, είναι να σπεύσουμε να βοηθήσουμε τούς άνδρες, αν τούς βρούμε ακόμη ζωντανούς και να αγωνιστούμε στο πλευρό τους, ώστε να μην απομονωθούμε και βρεθούμε σε κίνδυνο.85

Γιατί δεν υπάρχει τόπος προς τον οποίο να αποδράσουμε από εδώ».

Και συνέχισε:

«Για να επιστρέψουμε στην Ηράκλεια είναι μακρύ ταξίδι, ενώ μακρύ είναι και το ταξίδι για να φτάσουμε στη Χρυσούπολη.86 Στο μεταξύ οι εχθροί είναι κοντά. Ενώ για τον Λιμένα Κάλπης, όπου θεωρούμε ότι βρίσκεται ο Χειρίσοφος, αν έχει φτάσει με ασφάλεια, η απόσταση είναι μικρή. Όμως εκεί ούτε πλοία έχουμε για να σαλπάρουμε, ούτε προμήθειες για περισσότερο από μία μέρα, αν παραμείνουμε στον τόπο.87

Είναι χειρότερο να χαθούν οι πολιορκούμενοι και να διακινδυνεύσουμε μόνο με τούς άνδρες τού Χειρισόφου, από το να τούς σώσουμε αυτούς όλους και ύστερα να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να αγωνιστούμε μαζί για τη σωτηρία. Πρέπει λοιπόν να ξεκινήσουμε, όντας προετοιμασμένοι, ότι ή θα πεθάνουμε σήμερα ένδοξα ή θα πετύχουμε ευγενέστατο κατόρθωμα σώζοντας τόσο πολλούς Έλληνες.88

Και ίσως ο θεός, αυτός που θέλει να ταπεινώσει όσους κομπάζουν σαν να κατέχουν ανώτερη σοφία, οδηγήσει τα πράγματα με τέτοιον τρόπο, ώστε να βάλει σε πιο τιμητική θέση από εκείνους εμάς, που ξεκινάμε πάντοτε με τούς θεούς. Και τώρα πρέπει να ακολουθήσετε και να βρίσκεστε σε εγρήγορση, έτσι ώστε να μπορείτε να εκτελείτε τις εντολές που δίνονται.89

Τώρα λοιπόν ας προχωρήσουμε όσο μπορούμε, μέχρι την ώρα που θα μάς φανεί κατάλληλη για να δειπνήσουμε. Και όσο πορευόμαστε, ας προελάσει ο Τιμασίων με το ιππικό μπροστά από εμάς, κρατώντας μαζί μας οπτική επαφή και ας κατασκοπεύσουν τι υπάρχει μπροστά, ώστε να μην ξεφύγει τίποτε από την προσοχή μας».90

Με αυτά τα λόγια προχώρησε να οδηγήσει τον δρόμο. Έστειλε επίσης στις πλαγιές και στα γειτονικά υψώματα μερικούς από τούς πιο δραστήριους από τούς ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες (γυμνήτες), για να κάνουν σήμα στον στρατό, αν έβλεπαν κάτι οπουδήποτε, από οποιοδήποτε σημείο παρατήρησης. Και έδωσε εντολή να κάψουν όλα όσα μπορούσαν να καούν.91

Έτσι οι ιππείς, διασκορπιζόμενοι όσο πιο πλατιά έπρεπε, έκαιγαν, ενώ οι πελταστές, προχωρώντας στα υψώματα στις πλευρές τού κυρίως στρατού, έκαιγαν όλα όσα έβλεπαν ότι μπορούσαν να καούν. Ο κυρίως στρατός έκαιγε ό,τι έβλεπε ότι είχε παραλειφθεί. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι ολόκληρη η χώρα φαινόταν να βρίσκεται στις φλόγες και ο στρατός φαινόταν να είναι μεγάλος.92

Όταν ήρθε η ώρα, ανέβηκαν σε λόφο και στρατοπέδευσαν και από εκεί μπορούσαν να δουν τις φωτιές τού στρατοπέδου των εχθρών, που βρίσκονταν σε απόσταση σαράντα περίπου σταδίων, ενώ και οι ίδιοι άναψαν όσο περισσότερες φωτιές μπορούσαν.93

Αλλά αμέσως μόλις δείπνησαν, δόθηκε εντολή να σβήσουν όλες τις φωτιές. Κατά τη διάρκεια τής νύχτας κοιμούνταν έχοντας βάλει φρουρές. Όταν ξημέρωσε, προσευχήθηκαν στους θεούς, συγκροτήθηκαν σε διάταξη μάχης και βάδιζαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.94

Ο Τιμασίων και οι ιππείς, καλπάζοντας μπροστά μαζί με τούς οδηγούς, βρέθηκαν χωρίς να το γνωρίζουν πάνω στον λόφο στον οποίο πολιορκούνταν οι Έλληνες. Δεν μπορούσαν όμως να δουν κανένα στρατό, ούτε φιλικό ούτε εχθρικό, παρά μόνο μερικούς άθλιους γέρους, άνδρες και γυναίκες, με λίγα πρόβατα και βόδια, που είχαν αφεθεί πίσω. Αυτά ανέφεραν στον Ξενοφώντα και στο κύριο σώμα.95

Στην αρχή αναρωτιούνταν τι είχε συμβεί, αλλά στη συνέχεια μπόρεσαν να μάθουν ρωτώντας εκείνους που είχαν μείνει πίσω, ότι οι Θράκες είχαν εξαφανιστεί αμέσως μόλις νύχτωσε και οι Έλληνες, έλεγαν, είχαν φύγει επίσης, αλλά δεν μπορούσαν να πουν προς ποια κατεύθυνση.96

Ακούγοντας αυτά ο Ξενοφών και οι άνδρες του μάζεψαν τα πράγματά τους, αφού προγευμάτισαν, και άρχισαν να πορεύονται, θέλοντας να ενωθούν το ταχύτερο δυνατό με τούς άλλους στον Λιμένα Κάλπης. Καθώς προχωρούσαν, έβλεπαν τα ίχνη των Αρκάδων και των Αχαιών κατά μήκος τού δρόμου προς την Κάλπη. Όταν τα δύο τμήματα ενώθηκαν, οι άνδρες ενθουσιάστηκαν βλέποντας οι μεν τούς δε και τούς ασπάζονταν σαν αδελφούς.

Και ρωτούσαν οι Αρκάδες τούς στρατιώτες τού Ξενοφώντος, γιατί είχαν σβήσει τις φωτιές.

«Σκεφτήκαμε αρχικά», έλεγαν, «όταν δεν βλέπαμε τις φωτιές, ότι θα επιτεθείτε στους εχθρούς μέσα στη νύχτα. Το ίδιο κατά τη γνώμη μας πίστεψαν και οι εχθροί, το φοβήθηκαν και γι’ αυτό έφυγαν, γιατί έφυγαν περίπου εκείνη την ώρα.97

Αλλά όταν δεν ήρθατε, ενώ είχε περάσει ο απαιτούμενος χρόνος, καταλήξαμε στο συμπέρασμα, ότι είχατε μάθει τι μάς συνέβαινε, φοβηθήκατε και φύγατε αθόρυβα προς τη θάλασσα. Αποφασίσαμε να μη μείνουμε πίσω σας. Έτσι λοιπόν κι εμείς προς τα εδώ πορευτήκαμε».98

6.4. Στον Λιμένα Κάλπης

Εκείνη τη μέρα στρατοπέδευσαν στην ύπαιθρο στον γιαλό τού λιμανιού. Το μέρος που ονομαζόταν Κάλπης Λιμήν βρισκόταν στην Ασιατική Θράκη. Η Θράκη αυτή άρχιζε από το στόμιο τού Πόντου και έφτανε μέχρι την Ηράκλεια, καθώς εισέπλεε κανείς στον Πόντο προς τα δεξιά.99

Το ταξίδι από το Βυζάντιο στην Ηράκλεια με τριήρη, χρησιμοποιώντας και τις τρεις σειρές κουπιών, κρατούσε μια ολόκληρη μέρα, ενώ μεταξύ των δύο αυτών πόλεων δεν υπήρχε καμία ελληνική ή φιλική πόλη, παρά μόνο Θράκες Βιθυνοί, οι οποίοι είχαν κακή φήμη για τον άγριο τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζονταν τούς Έλληνες, που ξέπεφταν εκεί σε ναυάγια ή συλλαμβάνονταν με άλλον τρόπο.100

Ο Κάλπης Λιμήν βρισκόταν ακριβώς στη μέση, διχοτομώντας το ταξίδι μεταξύ Βυζαντίου και Ηράκλειας. Ήταν μακρύ ακρωτήριο που εκτεινόταν στη θάλασσα, όπου το τμήμα του που κατέβαινε στη θάλασσα ήταν βραχώδης γκρεμός, όχι λιγότερο από είκοσι οργιές ψηλός στο χαμηλότερο σημείο του, ενώ προς την πλευρά τής στεριάς υπήρχε λαιμός με πλάτος τέσσερα περίπου πλέθρα [τετρακόσια πόδια]. Στον χώρο εντός τού λαιμού μπορούσαν να κατοικήσουν μέχρι δέκα χιλιάδες άνθρωποι.101

Στα πόδια τού βράχου υπήρχε λιμάνι, που είχε τον γιαλό προς τα δυτικά, καθώς και πηγή άφθονου γλυκού νερού, κοντά στη θάλασσα και κάτω από το ακρωτήριο. Υπήρχε επίσης άφθονη ξυλεία διαφόρων ειδών, αλλά ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα ωραίας ναυπηγικής ξυλείας, μέχρι την άκρη τής θάλασσας.102

Το βουνό εκτεινόταν προς το εσωτερικό για είκοσι περίπου στάδια και το κομμάτι αυτό ήταν χωμάτινο, απαλλαγμένο από πέτρες, ενώ η γη που συνόρευε με την ακτή καλυπτόταν πυκνά, σε μήκος μεγαλύτερο από είκοσι στάδια, από πολλά και κάθε είδους μεγάλα δέντρα.103

Η υπόλοιπη περιοχή ήταν όμορφη και εκτεταμένη και περιλάμβανε πολλά κατοικημένα χωριά. Η γη της παρήγαγε κριθάρι, σιτάρι, όσπρια όλων των ειδών, κεχρί και σουσάμι, επαρκή ποσότητα σύκων, άφθονα αμπέλια που παρήγαγαν καλό γλυκό κρασί, καθώς και όλα τα άλλα εκτός από ελιές.104

Τέτοια ήταν αυτή η περιοχή. Οι άνδρες κατασκήνωσαν στην παραλία κοντά στη θάλασσα, αρνούμενοι να κατασκηνώσουν στο σημείο όπου θα μπορούσε να φτιαχτεί πόλη, πιστεύοντας ότι η άφιξή τους σε εκείνο το μέρος ήταν αποτέλεσμα ραδιουργιών εκ μέρους κάποιων, που επιθυμούσαν να φτιάξουν πόλη.105

Γιατί οι περισσότεροι από τούς στρατιώτες είχαν πλεύσει μακριά από την Ελλάδα γι’ αυτή την έμμισθη υπηρεσία όχι επειδή τα μέσα τους ήσαν λιγοστά, αλλά επειδή είχαν ακούσει για τον ευγενή χαρακτήρα τού Κύρου. Κάποιοι είχαν φέρει και άλλους άνδρες μαζί τους, κάποιοι είχαν δαπανήσει ακόμη και δικά τους χρήματα για την επιχείρηση, ενώ άλλοι από αυτούς είχαν εγκαταλείψει πατέρες και μητέρες και άλλοι είχαν αφήσει πίσω παιδιά, σκοπεύοντας να αποκτήσουν χρήματα και να γυρίσουν στους δικούς τους, γιατί είχαν ακούσει, ότι άλλοι άνθρωποι που είχαν υπηρετήσει τον Κύρο απολάμβαναν άφθονη καλή τύχη. Όντας λοιπόν άνθρωποι αυτού τού είδους, επιθυμούσαν να επιστρέψουν με ασφάλεια στην Ελλάδα.106

Την ημέρα μετά την επανένωση των τριών τμημάτων ο Ξενοφών πρόσφερε θυσία ενόψει εξόρμησης. Γιατί ήταν απαραίτητο να βγουν για προμήθειες, ενώ είχε στο νου του να θάψει και τούς νεκρούς Αρκάδες. Όταν οι οιωνοί αποδείχθηκαν ευνοϊκοί, ακολούθησαν και οι Αρκάδες τούς υπόλοιπους και έθαψαν το μεγαλύτερο μέρος των νεκρών ακριβώς στο σημείο όπου είχε πέσει καθένας. Γιατί κείτονταν ήδη άταφοι πέντε ημέρες και δεν ήταν πια δυνατό να σηκώσουν τα πτώματα. Ωστόσο μερικούς, που κείτονταν πάνω στους δρόμους, τούς συγκέντρωσαν μαζί και τούς έθαψαν με τις μεγαλύτερες τιμές που μπορούσαν, ενώ για όσους δεν μπόρεσαν να βρουν, έφτιαξαν μεγάλο κενοτάφιο107 και έβαλαν πάνω του στεφάνια.108

Έχοντας κάνει όλα αυτά, επέστρεψαν στο στρατόπεδό τους, δείπνησαν και έπεσαν για ύπνο.

Την επόμενη μέρα όλοι οι στρατιώτες συγκεντρώθηκαν σε συνέλευση. Το θέμα υποκίνησαν κυρίως ο λοχαγός Αγασίας από τον Στύμφαλο, ο λοχαγός Ιερώνυμος από την Ήλιδα και κάποιοι άλλοι από τούς μεγαλύτερους σε ηλικία Αρκάδες.109

Πήραν απόφαση, ότι όποιος πρότεινε στο εξής τον διαχωρισμό τού στρατού, έπρεπε να τιμωρείται με θάνατο και επίσης ότι ο στρατός έπρεπε να επιστρέψει στην οργάνωση που είχε πριν και να διοικούν οι προηγούμενοι στρατηγοί. Τώρα πια ο Χειρίσοφος είχε πεθάνει, κάτω από την επίδραση κάποιων φαρμάκων που τού είχαν δώσει να πιει για τον πυρετό. Τη θέση του είχε πάρει ο Νέων από την Ασίνη.110 111

Ύστερα από αυτές τις αποφάσεις ο Ξενοφών σηκώθηκε και είπε:

«Άνδρες στρατιώτες, το ταξίδι πρέπει τώρα, όπως νομίζω, να συνεχιστεί με τα πόδια. Γιατί δεν υπάρχουν πλοία. Και πρέπει να ξεκινήσουμε, γιατί δεν έχουμε προμήθειες αν μείνουμε εδώ. Εμείς λοιπόν θα θυσιάσουμε. Εσείς πρέπει να προετοιμαστείτε να αγωνιστείτε περισσότερο από ποτέ, γιατί οι εχθροί έχουν αναθαρρήσει».112

Στη συνέχεια οι στρατηγοί θυσίασαν και παρευρισκόταν ο Αρκάς μάντης Αρηξίων. Γιατί ο Σιλανός ο Αμπρακιώτης είχε ήδη αποδράσει, έχοντας ναυλώσει πλοίο από την Ηράκλεια. Θυσιάζοντας με σκοπό την αναχώρηση, οι οιωνοί αποδείχθηκαν δυσμενείς.113

Παρέμειναν λοιπόν εκεί εκείνη τη μέρα. Ορισμένοι τολμούσαν να λένε ότι ο Ξενοφών, επιθυμώντας να κατοικήσει τον τόπο, είχε πείσει τον μάντη να πει ότι οι οιωνοί ήσαν δυσμενείς για την αναχώρηση.114

Διακήρυξε λοιπόν να αναγγείλουν, ότι όποιος ήθελε, μπορούσε να είναι παρών στη θυσία το επόμενο πρωί, ενώ όταν κάποιος ήταν μάντης, τον ειδοποιούσε να παρευρεθεί και να συμμετάσχει στην εξέταση των σφαγίων. Παρευρέθηκαν λοιπόν πολλοί.115

Αλλά, αν και θυσίασαν τρεις φορές με θέμα την αναχώρηση, οι οιωνοί ήσαν δυσμενείς. Οι στρατιώτες ήσαν εξαγριωμένοι από αυτό, γιατί οι προμήθειες που είχαν φέρει μαζί τους είχαν τελειώσει και δεν υπήρχε κοντά αγορά.116

Συγκεντρώθηκαν λοιπόν σε συνέλευση και τούς είπε πάλι ο Ξενοφών:

«Άνδρες, όπως βλέπετε οι θυσίες δεν έχουν ακόμη αποδειχθεί ευνοϊκές για το ταξίδι μας, αλλά βλέπω ότι χρειάζεστε προμήθειες. Νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να θυσιάσουμε και γι’ αυτό το θέμα».

Τότε κάποιος σηκώθηκε και είπε:117

«Φαίνεται ότι υπάρχει καλός λόγος που οι θυσίες μας δεν είναι ευνοϊκές. Γιατί άκουσα από άνθρωπο που έτυχε να έρθει με το πλοίο που έφτασε χτες, ότι ο Κλέανδρος, ο Σπαρτιάτης κυβερνήτης στο Βυζάντιο, πρόκειται να έρθει εδώ φέρνοντας εμπορικά πλοία και πολεμικές τριήρεις».118

Ύστερα από αυτή την είδηση θεώρησαν όλοι ότι ήταν καλύτερο να περιμένουν, αλλά ήταν ακόμη αναγκαίο να βγουν για προμήθειες. Με αυτό το αντικείμενο θυσίασαν πάλι τρεις φορές και οι οιωνοί ήσαν δυσμενείς. Τώρα πια οι άνθρωποι έρχονταν στη σκηνή τού Ξενοφώντος και έλεγαν ότι δεν είχαν τρόφιμα. Αλλά εκείνος είπε, ότι δεν θα τούς οδηγούσε έξω, μέχρι να αποδειχθούν ευνοϊκοί οι οιωνοί.119

Θυσίασαν λοιπόν πάλι την επόμενη μέρα και συγκεντρώθηκε γύρω από τον τόπο τής θυσίας σχεδόν όλος ο στρατός, γιατί το ζήτημα απασχολούσε κάθε άνθρωπο. Αλλά οι οιωνοί ήσαν ασαφείς. Τότε οι στρατηγοί, ενώ αρνιούνταν να οδηγήσουν έξω τούς άνδρες, τούς κάλεσαν σε συνέλευση.120

Είπε λοιπόν ο Ξενοφών:

«Ίσως οι εχθροί είναι συγκεντρωμένοι και χρειαστεί να αγωνιστούμε. Αν λοιπόν αφήσουμε τις αποσκευές μας στον οχυρό τόπο και αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε για τη μάχη, ίσως και οι θυσίες μας αποδειχθούν επιτυχείς».121

Μόλις το άκουσαν αυτό, οι στρατιώτες φώναζαν ότι δεν ήταν καθόλου απαραίτητο να μπουν σε εκείνον τον χώρο, αλλά μάλλον να προσφέρουν θυσία με κάθε ταχύτητα. Τώρα δεν είχαν πια κανένα πρόβατο, αλλά αγόρασαν ένα βόδι που ήταν ζευγμένο σε κάρρο και προχώρησαν στη θυσία. Και ο Ξενοφών ζήτησε από τον Αρκάδα Κλεάνορα να δώσει ιδιαίτερη προσοχή, για να δει αν υπήρχε κάτι ευοίωνο σε αυτή τη θυσία. Αλλά ούτε τώρα αποδείχθηκαν ευνοϊκοί οι οιωνοί.122

Ο Νέων ήταν τώρα στρατηγός στη θέση τού Χειρισόφου και όταν είδε σε πόσο άσχημη κατάσταση βρίσκονταν οι στρατιώτες από την ανέχεια, επιθυμώντας να τούς κάνει μια χάρη, αφού βρήκε κάποιον Ηρακλειώτη που ισχυριζόταν ότι ήξερε κοντινά χωριά, από τα οποία ήταν δυνατό να πάρουν προμήθειες, έβαλε να κηρύξουν, ότι όλοι όσοι ήθελαν, μπορούσαν να πάνε για προμήθειες με εκείνον επικεφαλής. Ξεκίνησαν λοιπά με δόρατα, ασκιά για κρασί, τσάντες και άλλα δοχεία περίπου δύο χιλιάδες άνθρωποι.123

Αλλά όταν έφτασαν στα χωριά και διασκορπίστηκαν εδώ κι εκεί για να εξασφαλίσουν τη λεία, δέχθηκαν επίθεση, πρώτα από τούς ιππείς τού Φαρνάβαζου. Γιατί είχαν έρθει για να βοηθήσουν τούς Βιθυνούς, επιθυμώντας μαζί με τούς Βιθυνούς να αποτρέψουν τούς Έλληνες, αν μπορούσαν, από την είσοδο στη Φρυγία. Οι ιππείς σκότωσαν όχι λιγότερους από πεντακόσιους στρατιώτες, ενώ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή ανεβαίνοντας στα υψώματα.124

Ύστερα από αυτό, ένας από τούς άνδρες που διέφυγαν έφερε νέα στο στρατόπεδο για εκείνα που είχαν συμβεί. Και ο Ξενοφών, επειδή οι θυσίες δεν είχαν αποδειχθεί ευνοϊκές για εκείνη τη μέρα, παίρνοντας ένα βόδι που ήταν ζευγμένο σε άμαξα, γιατί δεν υπήρχαν πια άλλα ζώα για θυσία, το έσφαξε και ξεκίνησε για να βοηθήσει εκείνους που κινδύνευαν, όπως έκαναν και όλοι οι άλλοι που ήσαν κάτω από τριάντα ετών.125

Πήραν τούς επιζήσαντες και επέστρεψαν στο στρατόπεδο. Τώρα πια σουρούπωνε και οι Έλληνες προετοιμάζονταν για το δείπνο με μεγάλη απογοήτευση, όταν ξαφνικά μέσα από τις συστάδες μερικοί Βιθυνοί όρμησαν στους εξωτερικούς φρουρούς, σκοτώνοντας μερικούς και καταδιώκοντας τούς υπόλοιπους μέχρι το στρατόπεδο.126

Ακούστηκε μια κραυγή και όλοι οι Έλληνες έτρεξαν με τα όπλα τους. Αλλά δεν τούς φαινόταν ασφαλές να τούς καταδιώξουν ή να μετακινήσουν το στρατόπεδο μέσα στη νύχτα, βλέποντας ότι η περιοχή είχε πυκνή βλάστηση. Έτσι πέρασαν τη νύχτα κάτω από τα όπλα, φρουρούμενοι από πολλούς φρουρούς.127

6.5. Σύγκρουση με τον στρατό τού Φαρνάβαζου

Έτσι πέρασαν τη νύχτα, αλλά τα ξημερώματα οι στρατηγοί οδήγησαν προς τον οχυρό τόπο και οι άνδρες ακολουθούσαν, κρατώντας τα όπλα και τις αποσκευές τους. Και πριν από την ώρα τού πρωινού έσκαψαν τάφρο εκεί όπου ήταν η είσοδος προς τον τόπο και έφραξαν όλο το μήκος της με πασσαλοφράχτη, αφήνοντας τρεις πύλες. Και τότε κατέπλευσε πλοίο από την Ηράκλεια, φέρνοντας κριθαρένιο ψωμί, ζώα για θυσίες και κρασί.128

Ο Ξενοφών σηκώθηκε νωρίς και έκανε τη συνηθισμένη θυσία πριν ξεκινήσει εξερευνητική αποστολή, ενώ οι οιωνοί ήσαν αίσιοι με το πρώτο κιόλας σφάγιο. Καθώς τελείωνε η θυσία, ο μάντης Αρηξίων Παρράσιος είδε αετό, το θεώρησε καλό σημάδι και διέταξε τον Ξενοφώντα να ηγηθεί.129

Διέσχισαν λοιπόν την τάφρο, ακούμπησαν τα όπλα καταγής και κάλεσαν με κήρυκα τούς στρατιώτες να προγευματίσουν και να ξεκινήσουν ένοπλη αποστολή, αφήνοντας στο στρατόπεδο τούς αμάχους και τούς σκλάβους που είχαν συλλάβει.130

Βγήκαν λοιπόν όλοι οι στρατιώτες, αλλά όχι και ο Νέων, γιατί τούς φάνηκε πιο σωστό να αφήσουν αυτόν τον στρατηγό και τούς άνδρες του να φυλάνε τα υπάρχοντα τού στρατοπέδου. Όταν όμως οι λοχαγοί και οι στρατιώτες τούς άφησαν εκεί, ντράπηκαν να περιμένουν στο στρατόπεδο ενώ οι άλλοι θα βάδιζαν έξω κι έτσι βγήκαν κι αυτοί, αφήνοντας μόνο όσους ήσαν πάνω από σαρανταπέντε ετών. Αυτοί λοιπόν έμειναν, ενώ οι άλλοι προχώρησαν σε πορεία.131

Πριν προχωρήσουν περισσότερο από δεκαπέντε στάδια, έπεσαν πάνω σε πτώματα. Και προχωρώντας μέχρι να φέρουν το πίσω μέρος τής φάλαγγάς τους απέναντι από τούς πρώτους νεκρούς που συνάντησαν, έθαψαν όλους όσους κάλυπτε η φάλαγγα.132

Μόλις έθαψαν αυτή την πρώτη ομάδα, βάδισαν προς τα εμπρός και έφεραν πάλι το πίσω μέρος τής φάλαγγάς τους σε γραμμή με τα πρώτα πτώματα που κείτονταν παραπέρα και στη συνέχεια με τον ίδιο τρόπο έθαψαν όλους όσους κάλυπτε ο στρατός. Όταν όμως έφτασαν στον δρόμο που οδηγούσε έξω από τα χωριά, όπου οι νεκροί ήσαν πολλοί, τούς μάζεψαν και τούς έθαψαν όλους μαζί.133

Είχε πια περάσει το μεσημέρι και οδηγώντας ακόμη τον στρατό προς τα εμπρός, έπαιρναν προμήθειες έξω από τα χωριά, οτιδήποτε υπήρχε στα όρια τής φάλαγγάς τους, όταν ξαφνικά αντίκρυσαν τούς εχθρούς, που περνούσαν πάνω από κάποιους λόφους απέναντί τους, συνταγμένοι σε σχηματισμό μάχης, πολλοί ιππείς και πεζοί στρατιώτες. Ήσαν μάλιστα ο Σπιθριδάτης και ο Ραθίνης, που είχαν σταλεί με τον στρατό τους από τον Φαρνάβαζο.134

Μόλις οι εχθροί είδαν τούς Έλληνες, σταμάτησαν σε απόσταση δεκαπέντε περίπου σταδίων από αυτούς. Τότε ο Αρηξίων, ο μάντης των Ελλήνων, θυσίασε αμέσως και με το πρώτο κιόλας σφάγιο οι οιωνοί αποδείχθηκαν ευνοϊκοί. Στη συνέχεια ο Ξενοφών είπε:135

«Μού φαίνεται, άνδρες στρατηγοί, ότι πρέπει να στήσουμε πίσω από τη φάλαγγά μας λόχους φρούρησης, έτσι ώστε να υπάρχουν άνδρες για να σπεύσουν σε βοήθεια τής φάλαγγας, αν χρειαστεί βοήθεια σε οποιοδήποτε σημείο και οι εχθροί, όταν βρεθούν σε αταξία, να πέσουν πάνω σε δικούς μας συντεταγμένους και σε καλή κατάσταση».

Συμφώνησαν όλοι με αυτή τη γνώμη.136

«Εσείς λοιπόν», είπε ο Ξενοφών, «θα προχωρήσετε προς τούς αντιπάλους μας, ώστε να μη μάς δουν να στεκόμαστε εδώ έχοντας δει τούς εχθρούς. Και θα έρθω μαζί κι εγώ, όταν τακτοποιήσω τούς τελευταίους λόχους με τον τρόπο που αποφασίσαμε».137

Έτσι, ενώ οι υπόλοιποι προχωρούσαν ήσυχα, απέσπασε τα τρία τελευταία τάγματα, που αποτελούνταν από διακόσιους άνδρες το καθένα και έστρεψε το πρώτο προς τα δεξιά, με εντολή να ακολουθεί τη φάλαγγα σε απόσταση ενός περίπου πλέθρου. Το τάγμα αυτό διοικούσε ο Αχαιός Σαμόλας. Έβαλε το δεύτερο τάγμα στο κέντρο, να ακολουθήσει με τον ίδιο τρόπο. Αρχηγός του ήταν ο Αρκάς Πυρρίας. Και τοποθέτησε το τελευταίο στα αριστερά, υπό τις διαταγές τού Αθηναίου Φρασία.138

Καθώς λοιπόν προχωρούσαν, οι άνδρες που ήσαν μπροστά έφτασαν σε μεγάλη χαράδρα, που ήταν δύσκολο να τη διαβούν και σταμάτησαν μη ξέροντας αν έπρεπε να διασχίσουν το φαράγγι. Και ειδοποίησαν τούς στρατηγούς και τούς λοχαγούς να έρθουν μπροστά.139

Τότε ο Ξενοφών, που αναρωτιόταν τι ήταν εκείνο που είχε σταματήσει την πορεία, άκουσε σύντομα την ειδοποίηση και έσπευσε προς τα εμπρός με κάθε βιασύνη. Μόλις συγκεντρώθηκαν, είπε ο Σοφαίνετος, που ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τούς στρατηγούς, ότι δεν άξιζε να συζητούν αν έπρεπε να διασχίσουν μια τέτοια χαράδρα.140

Και ο Ξενοφών επανήλθε με πολλή σοβαρότητα:

«Άνδρες, γνωρίζετε ότι ποτέ δεν σάς έβαλα με τη θέλησή μου σε οποιονδήποτε κίνδυνο. Γιατί όπως βλέπω την κατάσταση, δεν έχετε ανάγκη για φήμη γενναιότητας, αλλά για σωτηρία.141

Όμως οι συνθήκες αυτή τη στιγμή είναι οι εξής: δεν υπάρχει δυνατότητα να πάμε μακριά από εδώ χωρίς μάχη. Γιατί αν δεν προχωρήσουμε εμείς εναντίον των εχθρών, θα μάς ακολουθήσουν εκείνοι όταν φύγουμε και θα πέσουν επάνω μας.142

Σκεφτείτε λοιπόν αν είναι καλύτερο να προχωρήσουμε εναντίον αυτών των ανδρών με τα όπλα προτεταμένα ή με τα όπλα αντεστραμμένα να βλέπουμε τούς εχθρούς να πέφτουν πάνω μας από πίσω.143

Γνωρίζετε όμως ότι η φυγή μπροστά σε εχθρούς δεν ταιριάζει σε έντιμους άνδρες, ενώ η καταδίωξή τους δίνει θάρρος ακόμη και στους δειλούς. Από την πλευρά μου θα προτιμούσα να επιτεθώ με τούς μισούς άνδρες, παρά να υποχωρήσω με τούς διπλάσιους. Όσο για εκείνα τα στρατεύματα εκεί πέρα, ξέρω ότι αν τούς επιτεθούμε, ούτε κι εσείς περιμένετε ότι θα σταθούν για να μάς αντιμετωπίσουν, ενώ αν υποχωρήσουμε, γνωρίζουμε όλοι ότι θα βρουν το θάρρος να μάς ακολουθήσουν.144

Επίσης το να περάσετε μια δύσκολη χαράδρα και να την έχετε πίσω σας όταν θα είστε έτοιμοι να πολεμήσετε, δεν είναι άραγε μια ευκαιρία που αξίζει πραγματικά να αρπάξετε; Γιατί εγώ θα επιθυμούσα να φαίνονται στους εχθρούς όλοι οι δρόμοι εύκολοι για την υποχώρησή τους, ενώ εμείς οφείλουμε να μάθουμε από αυτό ακριβώς το έδαφος που βρίσκεται μπροστά μας, ότι δεν υπάρχει σωτηρία αν δεν νικήσουμε.145

Αναρωτιέμαι όμως αν θεωρεί κανείς αυτό το φαράγγι πιο τρομερό από τούς υπόλοιπους τόπους που διασχίσαμε. Γιατί πώς άραγε θα είναι εύκολο να προχωρήσουμε στην πεδιάδα, αν δεν νικήσουμε τούς ιππείς τού εχθρού; Πώς άραγε θα περάσουμε τα βουνά από τα οποία ήρθαμε, όταν θα μάς ακολουθούν τόσο πολλοί πελταστές;146

Κι αν καταφέρουμε να σωθούμε φτάνοντας στη θάλασσα, άραγε πόσο μεγάλη χαράδρα μπορεί να πει κανείς ότι είναι ο Εύξεινος Πόντος; Όπου ούτε πλοία έχουμε για να μάς πάρουν μακριά, ούτε τρόφιμα για να τραφούμε αν παραμείνουμε, ενώ όσο πιο γρήγορα φτάσουμε εκεί, τόσο πιο γρήγορα θα πρέπει να ξαναβγούμε σε αναζήτηση προμηθειών.147

Είναι λοιπόν καλύτερο να πολεμήσουμε σήμερα έχοντας προγευματίσει, παρά αύριο που θα είμαστε νηστικοί. Άνδρες, τα σφάγια τής θυσίας ήσαν ευνοϊκά, το πουλί-οιωνός ευοίωνο, οι οιωνοί τής θυσίας πολύ ευνοϊκοί. Ας επιτεθούμε στους εχθρούς. Οι άνθρωποι αυτοί, τώρα που μάς έχουν δει, δεν πρέπει να ξαναπάρουν ευχάριστο δείπνο ή να στρατοπεδεύουν όπου θέλουν».148

Ύστερα από αυτό οι λοχαγοί τού ζήτησαν να τεθεί επικεφαλής και κανένας δεν διαφώνησε. Μπήκε λοιπόν μπροστά δίνοντας εντολές, ότι κάθε άνδρας έπρεπε να διασχίσει το φαράγγι στο σημείο από το οποίο τύχαινε να βρίσκεται. Γιατί φαινόταν ότι με τον τρόπο αυτόν ο στρατός θα συγκεντρωνόταν απέναντι πιο γρήγορα, απ’ όσο αν περνούσαν από τη γέφυρα που υπήρχε πάνω από το φαράγγι.149

Όταν πέρασαν, πήγε δίπλα στη φάλαγγα και είπε:

«Άνδρες, θυμηθείτε πόσες μάχες έχετε κερδίσει με τη βοήθεια των θεών και πόσα υπέφεραν εκείνοι που τράπηκαν σε φυγή από τον εχθρό και συλλογιστείτε αυτό, ότι είμαστε στις πόρτες τής Ελλάδας.150

Να ακολουθείτε τον Ηγεμόνα Ηρακλή και να φωνάζετε ο ένας τον άλλο με το όνομά του. Θα είναι σίγουρα γλυκό, μέσω κάποιας γενναίας και ευγενούς πράξης που θα πει ή θα κάνει κάποιος σήμερα, να μείνει στη μνήμη εκείνων που θέλει να τον θυμούνται».151

Έτσι μιλούσε παρελαύνοντας δίπλα τους, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να οδηγεί τα στρατεύματα αργά στη γραμμή τής μάχης. Και αφού έβαλαν τούς πελταστές στις δύο πτέρυγες τής φάλαγγας, βάδιζαν εναντίον των εχθρών. Οι εντολές ήσαν να κρατούν τα δόρατά τους στον δεξιό ώμο, μέχρι να δοθεί σήμα με τη σάλπιγγα. Τότε, χαμηλώνοντάς τα για επίθεση, να ακολουθήσουν αργά και κανένας να μην καταδιώξει τρέχοντας. Τώρα περνούσε το σύνθημα «Σωτήρας Δίας, Ηρακλής Ηγεμόνας». Στο μεταξύ οι εχθροί στέκονταν εκεί, νομίζοντας ότι κατείχαν καλή θέση.152

Καθώς πλησίαζαν, βγάζοντας κραυγή μάχης οι Έλληνες πελταστές προχώρησαν να επιτεθούν στους εχθρούς, χωρίς να περιμένουν εντολές. Και οι εχθροί όρμησαν εναντίον τους, τόσο οι ιππείς όσο και η μάζα των Βιθυνών και έτρεψαν τούς πελταστές σε φυγή.153

Αλλά καθώς η φάλαγγα των οπλιτών συνέχιζε να κινείται για να τούς συναντήσει βαδίζοντας γρήγορα, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε η σάλπιγγα, τραγούδησαν τον παιάνα και μετά από αυτό έβγαζαν πολεμικές κραυγές και ταυτόχρονα κατέβαζαν τα δόρατά τους, τότε οι εχθροί δεν στάθηκαν για να τούς αντιμετωπίσουν, αλλά τράπηκαν σε φυγή.154

Ο Τιμασίων και το ιππικό τούς καταδίωξαν και σκότωσαν όσους μπορούσαν, όντας οι ίδιοι τόσο λίγοι. Η αριστερή πτέρυγα των εχθρών, απέναντι από την οποία ήσαν τοποθετημένοι οι Έλληνες ιππείς, σκορπίστηκε αμέσως, αλλά η δεξιά, που δεν καταδιώχθηκε με σφοδρότητα, συγκεντρώθηκε πάνω σε λόφο.155

Μόλις τούς είδαν οι Έλληνες να στέκονται εκεί, έκριναν ότι θα ήταν πολύ εύκολο και ασφαλές να τούς επιτεθούν. Τραγούδησαν λοιπόν τον παιάνα και κινήθηκαν αμέσως εναντίον τους. Εκείνοι δεν στάθηκαν για να τούς αντιμετωπίσουν. Και τότε οι πελταστές τούς καταδίωξαν, μέχρι που σκορπίστηκε η δεξιά πτέρυγα. Λίγοι όμως από τούς εχθρούς έχασαν τη ζωή τους, γιατί το ιππικό τους, μεγάλο όπως ήταν, προκαλούσε φόβο.156

Αλλά όταν οι Έλληνες είδαν το ιππικό τού Φαρνάβαζου να στέκεται ακόμη με αδιάσπαστες τάξεις και τούς Βιθυνούς ιππείς να μαζεύονται για να ενωθούν με αυτή τη δύναμη και να κοιτάζουν από ένα λόφο αυτά που συνέβαιναν, τότε, αν και ήσαν κουρασμένοι, παρ’ όλα αυτά σκέφτηκαν, ότι έπρεπε να επιτεθούν όσο πιο δυνατά μπορούσαν και σε αυτά τα στρατεύματα, ώστε να μην ξαναπάρουν θάρρος. Σχημάτισαν λοιπόν τις γραμμές τους και προχώρησαν μπροστά.157

Τότε οι ιππείς τού εχθρού τράπηκαν σε φυγή κατεβαίνοντας την πλαγιά, σαν να τούς καταδίωκαν ιππείς. Κατέληγαν σε χαράδρα, πράγμα που δεν γνώριζαν οι Έλληνες και έτσι σταμάτησαν την καταδίωξή τους πριν φτάσουν εκεί. Γιατί πλησίαζε το τέλος τής ημέρας.158

Επιστρέφοντας λοιπόν στο σημείο που άρχισε η μάχη και αφού έστησαν τρόπαιο, ξεκίνησαν να γυρίσουν στη θάλασσα καθώς έδυε ο ήλιος. Η απόσταση από το στρατόπεδο ήταν περίπου εξήντα στάδια.159

6.6. Από τον Λιμένα Κάλπης στη Χρυσούπολη τού Βοσπόρου

Ύστερα από αυτό οι εχθροί περιορίστηκαν στα δικά τους και απομάκρυναν τα νοικοκυριά και την περιουσία τους όσο περισσότερο μπορούσαν. Οι Έλληνες από την άλλη πλευρά περίμεναν ακόμη την άφιξη τού Κλεάνδρου με τις τριήρεις και τα εμπορικά πλοία. Έβγαιναν λοιπόν καθημερινά με τα υποζύγια και τούς σκλάβους και μάζευαν άφοβα σιτάρι, κριθάρι, όσπρια, κεχρί και σύκα, αφού η περιοχή παρήγαγε όλα τα αγαθά εκτός από λάδι.160

Όταν το στράτευμα παρέμενε στο στρατόπεδο αναπαυόμενο, επιτρεπόταν σε ομάδες λεηλασίας να βγαίνουν και αυτοί που έβγαιναν έπαιρναν λάφυρα. Όταν όμως έβγαινε ολόκληρο το στράτευμα, αν κάποιος απομακρυνόταν και άρπαζε κάτι, αυτό θεωρούνταν δημόσια περιουσία.161

Υπήρχε λοιπόν αφθονία από κάθε είδους προμήθειες. Εμπορεύσιμα είδη έφθαναν από τις ελληνικές πόλεις απ’ όλες τις πλευρές και θεσπίζονταν αγορές. Οι παραπλέοντες ναυτικοί εισέρχονταν με χαρά, ακούγοντας ότι οικιζόταν πόλη και ότι υπήρχε λιμάνι.162

Ακόμη και οι εχθρικές φυλές που κατοικούσαν στην περιοχή άρχιζαν να στέλνουν πρέσβεις στον Ξενοφώντα, ακούγοντας ότι ιδρύει πόλη και ρωτώντας με ποιους όρους θα εξασφάλιζαν τη φιλία του. Αυτός γνώριζε τούς επισκέπτες στους στρατιώτες.163

Στο μεταξύ έφτασε ο Κλέανδρος με δύο τριήρεις, αλλά χωρίς κανένα εμπορικό πλοίο. Κατά τη στιγμή τής άφιξής του το στράτευμα έτυχε να βρίσκεται έξω κι ενώ κάποιοι αναζητούσαν λεία, κάποιοι άλλοι στους λόφους είχαν αρπάξει πολλά πρόβατα. Φοβούμενοι μη τούς τα πάρουν, μίλησαν στον Δέξιππο, στον ίδιο που είχε φύγει από την Τραπεζούντα με την πεντηκόντορο και τού ζήτησαν να φυλάξει τα πρόβατά τους, κρατώντας μερικά ο ίδιος και επιστρέφοντας σε αυτούς τα υπόλοιπα.164 165

Έτσι εκείνος απομάκρυνε τούς στρατιώτες που στέκονταν κοντά και επαναλάμβαναν ότι η λεία αποτελούσε δημόσια περιουσία, ενώ πήγε στον Κλέανδρο λέγοντας ότι προσπαθούσαν να τα αρπάξουν. Ο Κλέανδρος τον διέταξε να οδηγήσει σε αυτόν τον κλέφτη.166

Ο Δέξιππος έπιασε κάποιον και τον οδηγούσε στον Σπαρτιάτη διοικητή. Τότε ακριβώς έτυχε να βρίσκεται εκεί ο Αγασίας και διέσωσε τον άνθρωπο που ανήκε στον δικό του λόχο. Οι υπόλοιποι στρατιώτες λιθοβολούσαν τον Δέξιππο, αποκαλώντας τον προδότη. Πολλοί από τα πληρώματα των τριήρεων φοβήθηκαν και διέφυγαν στη θάλασσα, μαζί τους και ο ίδιος ο Κλέανδρος.167

Ο Ξενοφών και οι άλλοι στρατηγοί προσπαθούσαν να τούς συγκρατήσουν, διαβεβαιώνοντας τον Κλέανδρο ότι δεν ήταν τίποτε σοβαρό, αλλά ότι το ζήτημα είχε προκύψει από σχετική απόφαση τού στρατεύματος.168

Ο Κλέανδρος όμως, παρακινούμενος από τον Δέξιππο και έχοντας φοβηθεί και ο ίδιος, απειλούσε ότι θα αποπλεύσει και ότι θα απαγορεύσει σε οποιανδήποτε πόλη να τούς δεχτεί, χαρακτηρίζοντάς τους δημόσιους εχθρούς. Την εποχή μάλιστα εκείνη οι Σπαρτιάτες εξουσίαζαν όλους τούς Έλληνες.169

Το πράγμα άρχισε λοιπόν να φαίνεται πονηρό στους Έλληνες, που παρακαλούσαν τον Κλέανδρο να μην το κάνει αυτό. Εκείνος απάντησε ότι θα το έκανε, εκτός αν τού παρέδιδαν τον άνθρωπο που τον λιθοβόλησε, καθώς κι εκείνον που απελευθέρωσε τον κρατούμενο.170

Μεταξύ εκείνων που ζητούσε ήταν και ο Αγασίας, που ήταν όλον αυτό τον καιρό φίλος τού Ξενοφώντος. Γι’ αυτό ακριβώς τον κατηγορούσε ο Δέξιππος. Εξαιτίας αυτής τής αμηχανίας οι στρατηγοί συγκάλεσαν συνέλευση τού στρατεύματος και κάποιοι ομιλητές προσπαθούσαν να ελαφρύνουν τη θέση του Κλεάνδρου. Αλλά ο Ξενοφών, που αντιμετώπισε το ζήτημα πιο σοβαρά, σηκώθηκε και είπε:171

«Στρατιώτες, το ζήτημα δεν μού φαίνεται εύκολο, αν επιτρέψουμε στον Κλέανδρο να φύγει, όπως απειλεί, έχοντας για εμάς αυτή τη γνώμη. Υπάρχουν κοντά ελληνικές πόλεις, αλλά οι Σπαρτιάτες είναι κύριοι τής Ελλάδας και μπορεί καθένας τους να μεταφέρει σε αυτές οτιδήποτε θέλει.172

Αν λοιπόν πρώτος αυτός μάς κλείσει τις πύλες τού Βυζαντίου και στη συνέχεια παραγγείλει και στους άλλους αρμοστές να μη μάς δεχτούν επειδή δεν είμαστε νομιμόφρονες στους Σπαρτιάτες και είμαστε παράνομοι, αν επίσης φτάσουν αυτά τα λόγια στον ναύαρχο Αναξίβιο, τότε θα είναι για μάς εξίσου δύσκολο και να μείνουμε εδώ και να σαλπάρουμε. Σήμερα οι Σπαρτιάτες εξουσιάζουν και στη στεριά και στη θάλασσα.173

Δεν είναι σωστό να στερηθούμε οι υπόλοιποι την Ελλάδα εξαιτίας ενός ή δύο ανθρώπων, αλλά πρέπει να υπακούσουμε σε αυτό που θα διατάξουν. Ακόμη και οι πόλεις από τις οποίες προερχόμαστε, υπακούουν σε αυτούς.174

Από την πλευρά μου, όσο ο Δέξιππος, όπως πιστεύω, συνεχίζει να λέει στον Κλέανδρο ότι ο Αγασίας δεν θα το έκανε αυτό ποτέ αν δεν τον είχα διατάξει εγώ, τότε εγώ σάς απαλλάσσω από κάθε συνενοχή, καθώς και τον Αγασία, αν ο ίδιος ο Αγασίας πει ότι εγώ είμαι με οποιονδήποτε τρόπο ο υποκινητής αυτού τού ζητήματος. Καταδικάζω τον εαυτό μου, αν εγώ ηγούμαι τού λιθοβολισμού ή οποιασδήποτε άλλης βίαιης πράξης. Μού αξίζει να υποστώ τη μεγαλύτερη τιμωρία και αποδέχομαι να την υποστώ.175

Λέω επίσης, ότι αν κατηγορείται και οποιοσδήποτε άλλος, τότε πρέπει αυτός να παραδοθεί στον Κλέανδρο για να δικαστεί. Γιατί με αυτόν τον τρόπο θα απαλλαγείτε οι υπόλοιποι από την κατηγορία. Αλλά όπως είναι τώρα τα πράγματα, είναι σκληρό, ενώ φιλοδοξούμε να κερδίσουμε επαίνους και τιμές σε όλη την Ελλάδα, να χαρακτηριστούμε ίδιοι με τούς άλλους και να διωχτούμε από τις ελληνικές πόλεις».176

Στη συνέχεια σηκώθηκε ο Αγασίας και είπε:

«Άνδρες, σάς ορκίζομαι στους θεούς και στις θεές, ότι ούτε ο Ξενοφών ούτε κανένας άλλος με διέταξε να διασώσω τον άνθρωπο. Είδα έναν τίμιο άνθρωπο τού δικού μου λόχου να οδηγείται στον Κλέανδρο από τον Δέξιππο, δηλαδή από τον άνθρωπο που σάς πρόδωσε όπως γνωρίζετε πολύ καλά και μού φάνηκε φοβερό. Παραδέχομαι ότι τον διέσωσα.177

Μη με παραδώσετε. Όπως προτείνει ο Ξενοφών, θα παραδοθώ μόνος μου στον Κλέανδρο, ώστε να κρίνει εκείνος τι πρέπει να κάνει. Μη γίνουμε εχθροί με τούς Σπαρτιάτες για ένα τέτοιο θέμα. Μακάρι καθένας από εσάς να πετύχει με ασφάλεια τον στόχο που επιθυμεί. Στείλτε όμως μαζί με μένα και κάποιους στον Κλέανδρο, οι οποίοι, αν κάτι ξεχάσω, να παράσχουν με τα λόγια και τις πράξεις τους αυτό που θα λείπει».178

Tότε ο στρατός τού ανέθεσε να διαλέξει ο ίδιος με ποιους θα ήθελε να πάει μαζί. Αυτός διάλεξε τούς στρατηγούς. Ξεκίνησαν λοιπόν να πάνε στον Κλέανδρο, ο Αγασίας, οι στρατηγοί και ο άνθρωπος τον οποίο είχε σώσει ο Αγασίας.179

Φτάνοντας οι στρατηγοί είπαν:

«Ο στρατός μάς έστειλε σε σένα Κλέανδρε και ζητούν, αν τούς κατηγορείς όλους, να τούς προσαγάγεις σε δίκη και να τούς αντιμετωπίσεις όπως θέλεις, αν όμως κατηγορείς έναν, δύο ή περισσότερους, τότε απαιτούν από τούς άνδρες αυτούς να παραδοθούν σε σένα για δίκη. Αν λοιπόν έχεις κάποια κατηγορία εναντίον οποιουδήποτε από εμάς, είμαστε τώρα εδώ ενώπιόν σου. Αν έχεις κάποια κατηγορία εναντίον οποιουδήποτε άλλου, να μάς το πεις. Γιατί κανένας που είναι έτοιμος να μάς υπακούσει δεν θα αρνηθεί να παρουσιαστεί μπροστά σου».180

Τότε βγήκε μπροστά ο Αγασίας και είπε:

«Εγώ είμαι, Κλέανδρε, εκείνος που απελευθέρωσε αυτόν τον άνδρα από τον Δέξιππο που τον οδηγούσε σε σένα και εγώ διέταξα να χτυπήσουν τον Δέξιππο.181

Το έκανα γιατί γνωρίζω ότι ο άνδρας αυτός είναι έντιμος. Όσο για τον Δέξιππο, γνωρίζω ότι τον επέλεξε η στρατιά να διοικήσει την πεντηκόντορο την οποία ζητήσαμε από τούς Τραπεζούντιους, με σκοπό να συλλέξει πλοία για να σωθούμε και ότι ο Δέξιππος απέδρασε προδίδοντας τούς στρατιώτες, μαζί με τούς οποίους σώθηκε από πολλά δεινά.182

Έτσι και από τούς Τραπεζούντιους στερήσαμε την πεντηκόντορο και φαινόμαστε σε αυτούς κακοί εξαιτίας του. Όσο για εμάς τούς ίδιους, μάς κατέστρεψε. Γιατί είχε ακούσει, όπως όλοι μας, πόσο αδύνατο ήταν να προχωρήσουμε πεζοί διαμέσου των ποταμών και να φτάσουμε με ασφάλεια στην Ελλάδα.183

Από τέτοιου λοιπόν είδους άνθρωπο διέσωσα τον κρατούμενό του. Αν ήσουν εσύ εκείνος που τον οδηγούσε ή κάποιος από τούς άνδρες σου και όχι ένας από τούς φυγάδες μας, να είσαι βέβαιος ότι δεν θα είχα κάνει τίποτε αυτού τού είδους. Και να ξέρεις ότι αν σκοτώσεις τώρα εμένα, θα σκοτώσεις έναν καλό άνθρωπο για χάρη ενός δειλού και αχρείου».184

Όταν τα άκουσε αυτά ο Κλέανδρος, είπε ότι δεν επαινούσε τον Δέξιππο, αν όντως είχε κάνει τέτοια πράγματα.

«Αλλά ακόμη κι αν ο Δέξιππος», πρόσθεσε στρεφόμενος προς τούς στρατηγούς, «ήταν τόσο μεγάλος απατεώνας, δεν έπρεπε να υποστεί βία, αλλά να δικαστεί, όπως και εσείς ζητάτε τώρα για τούς εαυτούς σας, παίρνοντας την τιμωρία που τού αξίζει.185

Πηγαίνετε λοιπόν τώρα, αφήνοντας εδώ αυτόν τον άνδρα. Και όταν δώσω εντολή, να είστε παρόντες για τη δίκη. Και δεν κατηγορώ ούτε τον στρατό, ούτε άλλον κανένα, τώρα που αυτός ο άνθρωπος παραδέχεται ο ίδιος ότι απελευθέρωσε τον κρατούμενο».186

Τότε εκείνος που είχε ελευθερωθεί είπε:

«Εγώ, Κλέανδρε, αν πραγματικά νομίζεις ότι με συνέλαβαν επειδή έκανα κάτι κακό, ούτε χτύπησα ούτε λιθοβόλησα κανέναν, αλλά απλώς είπα ότι τα πρόβατα ήσαν δημόσια περιουσία. Γιατί οι στρατιώτες είχαν πάρει απόφαση, ότι αν κάποιος έκανε κάποια λεηλασία όταν έβγαινε για λεία ολόκληρος ο στρατός, τότε αυτά που έπαιρνε ήσαν δημόσια περιουσία.187

Αυτά είπα. Κι έπειτα εκείνος ο άνθρωπος με συνέλαβε και με οδηγούσε μακριά, ώστε να μην αρθρώσει κανείς λέξη, αλλά ο ίδιος, παίρνοντας το μερίδιό του, να σώσει τη λεία για τούς ληστές, κατά παράβαση τής απόφασης».

Απαντώντας σε αυτό ο Κλέανδρος είπε:

«Αφού είναι έτσι, μείνε κι εσύ για να εξετάσουμε και τη δική σου υπόθεση».188

Ύστερα από αυτό ο Κλέανδρος και οι δικοί του προγευμάτιζαν. Και ο Ξενοφών συγκάλεσε συνέλευση και συμβούλευσε να στείλουν αντιπροσωπεία στον Κλέανδρο, για να μεσολαβήσει για τούς άνδρες.189

Οι στρατιώτες αποφάσισαν να στείλουν στρατηγούς και λοχαγούς, καθώς και τον Σπαρτιάτη Δρακόντιο και όσους άλλους θεωρούσαν κατάλληλους για την αποστολή, για να ζητήσουν από τον Κλέανδρο με όλους τούς τρόπους να απελευθερώσει τούς δύο άνδρες.190

Έτσι ο Ξενοφών ήρθε ενώπιόν του και τού είπε:

«Κλέανδρε, έχεις τούς άνδρες, ενώ ο στρατός έχει υποβληθεί στην κρίση σου και σού επιτρέπει να κάνεις ό,τι νομίζεις τόσο με αυτούς τούς άνδρες, όσο και με όλους τούς άλλους. Αλλά τώρα σού ζητούν και σε παρακαλούν, να τούς δώσεις τούς δύο άνδρες και να μην τούς θανατώσεις. Γιατί στο παρελθόν αυτοί οι δύο μόχθησαν πολύ για τον στρατό.191

Αν τούς κάνεις αυτή τη χάρη, σού υπόσχονται σε αντάλλαγμα, αν θέλεις, να είσαι ο ηγέτης τους και αν οι θεοί είναι ευνοϊκοί, θα σού δείξουν όχι μόνο ότι είναι εύτακτοι, αλλά ότι είναι σε θέση, με τη βοήθεια των θεών, υπακούοντας στον διοικητή τους, να μην αισθάνονται κανέναν φόβο για τούς εχθρούς.192

Σε παρακαλούν επίσης για το εξής: όταν ενωθείς μαζί τους και αναλάβεις τη διοίκησή τους, να περάσεις από δίκη τόσο τον Δέξιππο όσο και τούς άλλους, για να δούμε πώς συγκρίνονται τα δύο είδη ανδρών και στη συνέχεια να δώσεις σε καθέναν αυτό που τού αξίζει».193

Όταν ο Κλέανδρος τα άκουσε αυτά, είπε:

«Λοιπόν, μα τούς δίδυμους θεούς,194 η απάντησή μου θα δοθεί σε όλους σας σύντομα. Θα σάς δώσω τούς δύο άνδρες, θα ενωθώ μαζί σας και αν οι θεοί το επιτρέψουν, θα σάς οδηγήσω στην Ελλάδα. Γιατί αυτά τα λόγια σου είναι ακριβώς αντίθετα από εκείνα που άκουγα για σένα από μερικούς ανθρώπους, δηλαδή ότι θα προσπαθούσες να κάνεις τον στρατό να μην υπακούει στους Σπαρτιάτες».195

Ύστερα από αυτό η αντιπροσωπεία τον ευχαρίστησε και έφυγε, παίρνοντας και τούς δύο άνδρες μαζί τους. Και ο Κλέανδρος έκανε θυσίες για την πορεία, συνδέθηκε με τον Ξενοφώντα και οι δύο άνδρες έχτισαν σχέση φιλίας. Επιπλέον, όσο ο Κλέανδρος έβλεπε τούς στρατιώτες να εκτελούν τις εντολές του με πειθαρχία, τόσο πιο πολύ επιθυμούσε να γίνει διοικητής τους.196

Όταν όμως, αν και συνέχισε τις θυσίες του για τρεις ημέρες, τα σφάγια δεν αποδείχθηκαν ευνοϊκά, κάλεσε σε συνεδρίαση τούς στρατηγούς και είπε:

«Τα σφάγια δεν φαίνονται ευνοϊκά για μένα, ως τον άνθρωπο που θα σάς βγάλει από εδώ. Αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να απελπίζεστε, γιατί σε εσάς, όπως φαίνεται, προσφέρεται η τιμή να βγάλετε από εδώ τούς στρατιώτες. Προχωρήστε λοιπόν! Κι εμείς, όταν φτάσετε στο τέλος τού ταξιδιού σας, θα σάς επιφυλάξουμε την καλύτερη δυνατή υποδοχή».197

Τότε οι στρατιώτες αποφάσισαν να τού κάνουν δώρο τα πρόβατα που ήσαν δημόσια περιουσία. Εκείνος δέχθηκε το δώρο, αλλά τα έδωσε πάλι πίσω σε αυτούς. Αυτός λοιπόν απέπλευσε, αλλά οι στρατιώτες, αφού μοιράστηκαν τα τρόφιμα που είχαν μαζέψει και τα άλλα λάφυρα που είχαν αποκομίσει, άρχισαν την πορεία τους προς την πατρίδα μέσα από τα εδάφη των Βιθυνών.

Καθώς όμως στην απευθείας διαδρομή δεν κατάφερναν να βρουν λεία, ώστε να μπορέσουν να φτάσουν σε φιλικό έδαφος έχοντας κάτι στο χέρι, αποφάσισαν να στραφούν προς την αντίθετη κατεύθυνση για μία μέρα και μια νύχτα.198

Με τον τρόπο αυτόν εξασφάλισαν πολλούς δούλους και πρόβατα. Την έκτη μέρα έφτασαν στη Χρυσούπολη τής Χαλκηδονίας.199 Εκεί έμειναν επτά ημέρες και διέθεταν τη λεία τους προς πώληση.200

<- Βιβλίο πέμπτο Βιβλίο έβδομο ->
Review Your Cart
0
Add Coupon Code
Subtotal

 
error: Content is protected !!