Βιβλίο Έβδομο: Από τη Χρυσούπολη στο Βυζάντιο, τη Θράκη και την Πέργαμο

<- Βιβλίο έκτο

7.1. Πέρασμα στο Βυζάντιο

[Στο προηγούμενο μέρος τής αφήγησης αναφέρθηκαν όσα έκαναν οι Έλληνες κατά τη διάρκεια τής πορείας τους με τον Κύρο μέχρι τη μέρα τής μάχης, στη συνέχεια όσα έγιναν ύστερα από τον θάνατό του, στην πορεία τους μέχρι να φτάσουν στον Εύξεινο Πόντο, καθώς επίσης και όσα έκαναν στην προσπάθειά τους να βγουν από τον Εύξεινο Πόντο, ταξιδεύοντας στη στεριά ή στη θάλασσα, μέχρι να βρεθούν έξω από το στόμιο τού Ευξείνου Πόντου στη Χρυσούπολη τής Ασίας.]1

Σε αυτό το σημείο ο Φαρνάβαζος, που φοβόταν μήπως ο στρατός αναλάβει εκστρατεία εναντίον τής σατραπείας του, έστειλε μήνυμα στον Σπαρτιάτη ναύαρχο Αναξίβιο που τύχαινε να βρίσκεται στο Βυζάντιο και τον παρακάλεσε να περάσει απέναντι από την Ασία τον στρατό, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να ικανοποιήσει όλες τις επιθυμίες του.2

Και ο Αναξίβιος έστειλε να καλέσουν τούς στρατηγούς και τούς λοχαγούς στο Βυζάντιο και υποσχέθηκε ότι αν περνούσαν το στενό (τον Βόσπορο), θα πλήρωνε μισθό στους στρατιώτες.3

Οι άλλοι τού είπαν ότι θα συζητούσαν και θα τού απαντούσαν, ενώ ο Ξενοφών τού είπε ότι ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τον στρατό αμέσως και ήθελε να σαλπάρει. Όμως ο Αναξίβιος τον πρόσταξε να περάσει μαζί με τούς άλλους και να τούς αφήσει μόνο ύστερα από αυτό. Είπε λοιπόν ο Ξενοφών ότι αυτό θα κάνει.4

Τότε ο Θράκας Σεύθης έστειλε τον Μηδοσάδη και παρακάλεσε τον Ξενοφώντα να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να περάσει ο στρατός απέναντι. Και είπε στον Ξενοφώντα ότι αν βοηθούσε σε αυτό το θέμα, δεν θα το μετάνιωνε. Ο Ξενοφών απάντησε:5

«Μα ο στρατός θα περάσει. Ας μην πληρώσει λοιπόν ο Σεύθης τίποτε, ούτε σε μένα ούτε σε οποιονδήποτε άλλον. Αλλά μόλις περάσει, εγώ θα αφήσω τον στρατό και εκείνος ας ασχοληθεί, με όποιον τρόπο τού φαίνεται πιο κατάλληλος, με αυτούς που θα μείνουν και θα βρίσκονται στη διοίκηση».6

Ύστερα από αυτό όλοι οι στρατιώτες πέρασαν στο Βυζάντιο. Όμως ο Αναξίβιος δεν τούς έδινε τον μισθό τους και διακήρυξε ότι τα στρατεύματα έπρεπε να πάρουν τα όπλα τους και τις αποσκευές τους και να βγουν από την πόλη, λέγοντας ότι επρόκειτο να τούς στείλει πίσω στην πατρίδα και ταυτόχρονα να τούς καταμετρήσει. Τότε οι στρατιώτες θύμωσαν, επειδή δεν είχαν χρήματα για να προμηθευτούν τρόφιμα για το ταξίδι. Μάζευαν λοιπόν τα πράγματά τους με απροθυμία.7

Στο μεταξύ ο Ξενοφών, που είχε γίνει φίλος με τον Κλέανδρο, τον κυβερνήτη, τον επισκέφθηκε και τον αποχαιρετούσε, λέγοντας ότι επρόκειτο να σαλπάρει αμέσως για την πατρίδα. Και ο Κλέανδρος τού είπε:

«Μην το κάνεις αυτό. Αν το κάνεις, θα σε κατηγορήσουν ακόμη και τώρα ορισμένοι, ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο στρατός αργεί να βγει από εδώ».8

Ο Ξενοφών απάντησε:

«Υπεύθυνος όμως γι’ αυτό δεν είμαι εγώ. Είναι μάλλον ότι οι στρατιώτες δεν έχουν αποθέματα τροφίμων και γι’ αυτό στενοχωριούνται για την αναχώρησή τους».9

«Ωστόσο», είπε ο Κλέανδρος, «σε συμβουλεύω να βγεις μαζί τους από την πόλη σαν να σχεδιάζεις να ταξιδέψεις μαζί τους και να τούς αφήσεις μόνο όταν ο στρατός βγει έξω».

«Καλά λοιπόν», είπε ο Ξενοφών, «θα πάμε στον Αναξίβιο και θα διαπραγματευθούμε για το θέμα αυτό».

Έτσι πήγαν και τού έθεσαν το ερώτημα.10

Κι εκείνος τούς έδωσε εντολή αυτό να κάνουν και να βγουν από την πόλη το συντομότερο δυνατό με τις αποσκευές τους, ενώ δήλωσε επίσης ότι όσοι δεν θα ήσαν παρόντες στην επιθεώρηση και καταμέτρηση, θα ευθύνονταν οι ίδιοι για τις συνέπειες.11

Ύστερα από αυτό βγήκαν από την πόλη, πρώτοι οι στρατηγοί και στη συνέχεια οι υπόλοιποι. Και τώρα ολόκληρο το σώμα, με εξαίρεση λίγους άνδρες, βρισκόταν έξω, ενώ ο Ετεόνικος στεκόταν δίπλα στις πύλες, έτοιμος, μόλις βγει και ο τελευταίος, να κλείσει τις πύλες και να βάλει την αμπάρα.12

Στη συνέχεια ο Αναξίβιος κάλεσε τούς στρατηγούς και τούς λοχαγούς και τούς είπε:

«Προμήθειες θα πάρετε από τα χωριά τής Θράκης. Υπάρχει εκεί άφθονο κριθάρι και σιτάρι και άλλα τρόφιμα. Όταν τα πάρετε, θα προχωρήσετε στη Χερσόνησο και εκεί θα σάς δώσει τον μισθό σας ο Κυνίσκος».13

Μερικοί από τούς στρατιώτες κρυφάκουσαν αυτά τα λόγια ή ίσως ένας από τούς λοχαγούς τα ανακοίνωσε στο στράτευμα. Στο μεταξύ οι στρατηγοί ζητούσαν πληροφορίες για τον Σεύθη, αν ήταν εχθρικός ή φιλικός και αν ήταν καλύτερα να πάνε μέσω τού Ιερού Όρους14 ή να πάνε γύρω από το κέντρο τής Θράκης.15

Ενώ μιλούσαν για τα θέματα αυτά, οι στρατιώτες άρπαξαν τα όπλα τους και έσπευσαν ταχύτατα προς τις πύλες, σκοπεύοντας να περάσουν πάλι μέσα από το τείχος στην πόλη. Αλλά όταν ο Ετεόνικος και οι άνδρες του είδαν τούς οπλίτες να τρέχουν προς το μέρος τους, έκλεισαν τις πύλες και έβαλαν την αμπάρα.16

Οι στρατιώτες όμως σφυροκοπούσαν τις πύλες και έλεγαν ότι ήταν η πιο άδικη μεταχείριση να τούς ρίξουν έξω στους εχθρούς. Έλεγαν ότι θα έσπαγαν τις πύλες, αν δεν τις άνοιγαν οι φρουροί με τη θέλησή τους.17

Στο μεταξύ άλλοι έτρεξαν προς τη θάλασσα, πέρασαν από τον κυματοθραύστη και έτσι σκαρφάλωσαν στο τείχος και βρέθηκαν μέσα στην πόλη, ενώ άλλοι πάλι στρατιώτες, που τύχαινε να βρίσκονται εντός των τειχών, βλέποντας τι συνέβαινε στις πύλες, έσπασαν τις κλειδαριές με τσεκούρια και τις άνοιξαν, οπότε όρμησαν μέσα και οι υπόλοιποι.18

Όταν ο Ξενοφών είδε τι γινόταν, φοβούμενος μην εκτραπεί ο στρατός σε λεηλασίες και γίνουν ανεπανόρθωτες ζημιές στην πόλη, στον ίδιο και στους στρατιώτες, έτρεξε και έπεσε μέσα στις πύλες μαζί με το υπόλοιπο πλήθος.19

Οι Βυζάντιοι, μόλις είδαν τον στρατό να εισορμά με βία, έφυγαν από την αγορά, πηγαίνοντας άλλοι στα πλοία και άλλοι στα σπίτια τους, ενώ όλοι όσοι έτυχε να βρίσκονται μέσα έτρεξαν έξω, κάποιοι κατεβάζοντας στη θάλασσα τις πολεμικές τριήρεις για να βρουν καταφύγιο σε αυτές, ενώ όλοι νόμιζαν ότι θα χάνονταν, επειδή είχε αλωθεί η πόλη.20

Ο Ετεόνικος διέφυγε στην ακρόπολη. Ο Αναξίβιος έτρεξε στην ακτή, μπήκε σε αλιευτικό σκάφος, έπλευσε πίσω από την ακρόπολη και κάλεσε αμέσως φρουρούς από τη Χαλκηδόνα.21 Γιατί αυτοί που βρίσκονταν στην ακρόπολη δεν φαίνονταν επαρκείς για να θέσουν το ελληνικό στράτευμα υπό έλεγχο.22

Οι στρατιώτες, μόλις είδαν τον Ξενοφώντα, έπεσαν πάνω του φωνάζοντας:

«Τώρα, Ξενοφών, είναι η ώρα να αποδείξεις ότι είσαι άνδρας. Έχεις μια πόλη, έχεις τριήρεις, έχεις λεφτά, έχεις τόσους άνδρες. Τώρα, αν ήθελες, θα πρόσφερες σε εμάς υπηρεσία και εμείς θα σε κάναμε μεγάλο».23

Και ο Ξενοφών τούς απάντησε:

«Πολύ σωστά μιλάτε και θα τα κάνω αυτά. Αν όμως θέλετε να πραγματοποιηθούν, καταθέστε όσο το δυνατόν ταχύτερα τα όπλα σας».

Είχε μιλήσει έτσι θέλοντας να τούς καθησυχάσει. Τότε και ο ίδιος διαβίβαζε όσα πρότεινε σε όλο τον στρατό και τούς άλλους συμβούλευε να τα διαβιβάζουν και να καταθέσουν τα όπλα.24

Και οι στρατιώτες μόνοι τους και με τη θέλησή τους έμπαιναν σε τάξη. Οι οπλίτες σε ελάχιστο χρόνο μπήκαν σε γραμμή βάθους οκτώ ανδρών, ενώ οι πελταστές πήραν θέση στις δύο πλευρές.25

Το μέρος στο οποίο βρίσκονταν, που ήταν πολύ κατάλληλο για την παράταξη στρατιωτών, ήταν το ονομαζόμενο Θράκιον,26 που ήταν έρημο από σπίτια και πεδινό. Αφού κατέθεσαν τα όπλα και ησύχασαν εντελώς οι στρατιώτες, ο Ξενοφών συγκάλεσε τον στρατό σε συνέλευση και είπε τα εξής:27

«Δεν απορώ, άνδρες στρατιώτες, που εξοργίζεστε και πιστεύετε ότι σάς εξαπατούν αντιμετωπίζοντάς σας τόσο άσχημα. Αλλά αν, παρασυρμένοι από την οργή μας, τιμωρήσουμε τούς εδώ Σπαρτιάτες για την απάτη που μάς έκαναν και λεηλατήσουμε αυτή την πόλη που δεν φταίει σε τίποτε, σκεφτείτε τι θα επακολουθήσει.28

Θα κηρυχθούμε εχθροί των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους. Το είδος τού πολέμου που θα έρθει είναι εύκολο να το φανταστείτε, έχοντας δει και ξαναφέρνοντας στη μνήμη τα γεγονότα που συνέβησαν πρόσφατα.29

Γιατί εμείς οι Αθηναίοι πολεμήσαμε τούς Σπαρτιάτες και τούς συμμάχους τους, έχοντας τριήρεις, άλλες στη θάλασσα και άλλες στα καρνάγια, όχι λιγότερες από τριακόσιες, ενώ υπήρχαν πολλά χρήματα στην πόλη και ετήσια έσοδα, προερχόμενα από την ίδια την πόλη ή από τις κτήσεις μας, όχι λιγότερα από χίλια τάλαντα. Εξουσιάζαμε όλα τα νησιά, είχαμε κάτω από την εξουσία μας πολλές πόλεις στην Ασία, ενώ στην Ευρώπη κατείχαμε ανάμεσα σε πολλές άλλες και αυτήν εδώ την πόλη τού Βυζαντίου, όπου βρισκόμαστε τώρα, και μάς πολέμησαν με τον τρόπο, που όλοι εσείς γνωρίζετε καλά.30

Μπορούμε να φανταστούμε τι θα υποστούμε τώρα, όπου οι Σπαρτιάτες εξακολουθούν να έχουν τούς παλιούς συμμάχους τους, οι Αθηναίοι και όλοι όσοι ήσαν τότε σύμμαχοί τους ήρθαν με το μέρος των Σπαρτιατών, ο Τισσαφέρνης και όλοι οι άλλοι βάρβαροι στη θάλασσα είναι ήδη εχθρικοί απέναντί μας, ενώ πιο εχθρικός προς εμάς είναι απ’ όλους ο βασιλιάς, εναντίον τού οποίου βαδίσαμε με σκοπό να τού πάρουμε την εξουσία και να τον σκοτώσουμε, αν μπορούσαμε. Με όλους αυτούς να είναι μαζί, άραγε υπάρχει κανένας τόσο ανόητος, που να φαντάζεται ότι εμείς θα μπορέσουμε να κυριαρχήσουμε;31

Στο όνομα των θεών, μην κάνουμε σαν τρελοί, ούτε να αφήσουμε να καταστραφούμε ατιμωτικά, ως εχθροί των πατρίδων μας και των δικών μας φίλων και συγγενών. Γιατί όλοι αυτοί βρίσκονται στις πόλεις που θα εκστρατεύσουν εναντίον μας και δικαίως θα εκστρατεύσουν, εφόσον κυριεύσουμε και λεηλατήσουμε την πρώτη ελληνική πόλη στην οποία ήρθαμε, ενώ δεν θελήσαμε να καταλάβουμε μέχρι τώρα καμία βάρβαρη πόλη, αν και είχαμε τη δύναμη.32

Εγώ λοιπόν εύχομαι, πριν ακόμη δω να συμβαίνουν από εσάς τέτοια έκτροπα, να βρεθώ χιλιάδες οργιές κάτω από τη γη. Και σάς συμβουλεύω ως Έλληνες, να προσπαθείτε να κερδίσετε το δίκιο σας υπακούοντας στους ηγεμόνες των Ελλήνων. Κι αν δεν μπορείτε να βρείτε το δίκιο σας, τότε να ανεχθούμε την αδικία, τουλάχιστον για να μη στερηθούμε την επιστροφή μας στην Ελλάδα.33

Πιστεύω λοιπόν τώρα, ότι πρέπει να στείλουμε απεσταλμένους στον Αναξίβιο και να τού πούμε: Δεν μπήκαμε στην πόλη με σκοπό να βιαιοπραγήσουμε, αλλά για να πάρουμε από σένα κάτι καλό, αν μπορούμε, ή αν αυτό είναι αδύνατο, τουλάχιστον να δηλώσουμε ότι βγαίνουμε από την πόλη όχι ως εξαπατημένοι, αλλά ως υπακούοντες».34

Η πρόταση αυτή εγκρίθηκε και έστειλαν τον Ηλείο Ιερώνυμο, τον Αρκάδα Ευρύλοχο και τον Αχαιό Φιλήσιο να τα πουν αυτά. Έφυγαν λοιπόν εκείνοι για να τα πουν.35

Ενώ οι στρατιώτες βρίσκονταν ακόμη καθισμένοι στη συνέλευση, ήρθε ο Θηβαίος Κοιρατάδας, ένας άνθρωπος που περιπλανιόταν στην Ελλάδα, όχι ως εξόριστος, αλλά από φλογερή επιθυμία να είναι στρατηγός, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε οποιαδήποτε πόλη ή ανθρώπους ήθελαν στρατηγό. Έτσι ήρθε και τότε και είπε στους στρατιώτες, ότι ήταν έτοιμος να τούς οδηγήσει στο ονομαζόμενο Δέλτα τής Θράκης, όπου θα μπορούσαν να πάρουν πολλά καλά πράγματα. Και μέχρι να φτάσουν εκεί, είπε ότι θα τούς προμήθευε σε αφθονία φαγητό και ποτό.36 37

Οι στρατιώτες άκουσαν αυτή την πρόταση και πήραν ταυτόχρονα την απάντηση τού Αναξίβιου, ότι αν ήσαν υπάκουοι δεν θα άλλαζε γνώμη, αλλά θα ανέφερε το ζήτημα στην κυβέρνηση τής πατρίδας του και θα προσπαθούσε ο ίδιος να κάνει γι’ αυτούς ό,τι καλό μπορούσε.38

Τότε οι στρατιώτες δέχθηκαν τον Κοιρατάδα ως στρατηγό τους και βγήκαν έξω από τα τείχη. Και ο Κοιρατάδας έκανε συμφωνία με αυτούς, ότι θα εντασσόταν στον στρατό την επόμενη μέρα, έχοντας ζώα θυσίας, μάντη, καθώς και φαγητά και ποτά για τον στρατό.39

Μόλις όμως βγήκαν, ο Αναξίβιος έκλεισε τις πύλες και διακήρυξε, ότι όποιος στρατιώτης πιανόταν μέσα στην πόλη, θα πουλιόταν ως δούλος.40

Την επόμενη μέρα ήρθε ο Κοιρατάδας έχοντας τα ζώα θυσίας και τον μάντη, ενώ τον ακολουθούσαν είκοσι άνδρες φορτωμένοι με κριθαρένιο ψωμί, άλλοι είκοσι με κρασί, τρεις με ελιές, ένας άνδρας που κουβαλούσε όσα σκόρδα μπορούσε, καθώς κι ένας ακόμη με κρεμμύδια. Ακουμπώντας κάτω όλα αυτά τα πράγματα, σαν να επρόκειτο να τα μοιράσει, προχώρησε να θυσιάσει.41

Και ο Ξενοφών έστειλε να φωνάξουν τον Κλέανδρο και τον προέτρεπε να κανονίσει, ώστε να μπορέσει να περάσει μέσα από το τείχος και να σαλπάρει από το Βυζάντιο.42

Όταν επέστρεψε ο Κλέανδρος, τού είπε ότι με μεγάλη δυσκολία είχε πετύχει τη συμφωνία, γιατί ο Αναξίβιος έλεγε ότι δεν ήταν καλό να βρίσκονται οι στρατιώτες κοντά στο τείχος και ο Ξενοφών μέσα από αυτό. Οι Βυζάντιοι επίσης ήσαν χωρισμένοι σε παρατάξεις και ήσαν εχθρικοί μεταξύ τους.

«Παρ’ όλα αυτά», συνέχισε ο Κλέανδρος, «ο Αναξίβιος πρόσταξε να μπεις μέσα, αν σκοπεύεις να σαλπάρεις μαζί του».43

Ο Ξενοφών αποχαιρέτισε τούς στρατιώτες με ασπασμούς και έφυγε πίσω από το τείχος μαζί με τον Κλέανδρο.

Ο Κοιρατάδας λοιπόν, την πρώτη μέρα δεν μπόρεσε να πάρει καλούς οιωνούς από τις θυσίες, ούτε μοίρασε μερίδες σε όλους τούς στρατιώτες. Την επόμενη μέρα τα ζώα για τη θυσία στέκονταν δίπλα στον βωμό και ο Κοιρατάδας φορούσε στεφάνι και ετοιμαζόταν για τη θυσία. Τότε ήρθαν ο Τιμασίων από τη Δάρδανο, ο Νέων από την Ασίνη και ο Κλεάνωρ από τον Ορχομένο και είπαν στον Κοιρατάδα να μη θυσιάσει, γιατί δεν θα ήταν αρχηγός τού στρατού αν δεν τούς έδινε τις προμήθειες.44

Διέταξε λοιπόν αυτός να σερβιριστούν μερίδες. Όταν όμως αποδείχθηκε ότι οι ποσότητες που είχε υπολείπονταν πολύ εκείνων που χρειάζονταν για να τραφούν για μια μέρα όλοι οι στρατιώτες, τότε πήρε τα ζώα τής θυσίας κι έφυγε, αποκηρύσσοντας τη στρατηγία του.45

7.2. Διαπραγματεύσεις Ελλήνων με Σεύθη

Παρέμεναν τώρα στη διοίκηση τού στρατού ο Ασιναίος Νέων, ο Αχαιός Φρυνίσκος, ο Αχαιός Φιλήσιος, ο Αχαιός Ξανθικλής και ο Τιμασίων από τη Δάρδανο. Προχώρησαν σε ορισμένα χωριά των Θρακών που βρίσκονταν κοντά στο Βυζάντιο και στρατοπέδευσαν εκεί.46

Οι στρατηγοί είχαν αντίθετες απόψεις. Ο Κλεάνωρ και ο Φρυνίσκος ήθελαν να οδηγήσουν τον στρατό στον Σεύθη, που είχε προσπαθήσει να τούς πείσει και είχε δώσει στον έναν άλογο και στον άλλο γυναίκα. Ο Νέων ήθελε να πάει στη Χερσόνησο, νομίζοντας ότι αν τα στρατεύματα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Σπαρτιατών, θα ήταν ηγέτης ολόκληρου τού στρατού. Ο Τιμασίων όμως ήταν πρόθυμος να περάσει και πάλι στην Ασία, γιατί πίστευε ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να πετύχει την επιστροφή του στο σπίτι του. Και οι στρατιώτες το ίδιο ήθελαν.47

Καθώς περνούσε ο καιρός, πολλοί από τούς στρατιώτες είτε πωλούσαν τα όπλα τους σε διάφορα σημεία τής χώρας και σάλπαραν για το σπίτι τους με όποιον τρόπο μπορούσαν ή αναμιγνύονταν με τούς ανθρώπους των γειτονικών ελληνικών πόλεων.48

Και ο Αναξίβιος χαιρόταν που άκουγε ότι ο στρατός διαλυόταν. Γιατί σκεφτόταν ότι αν αυτό συνεχιζόταν, ο Φαρνάβαζος θα ήταν πολύ ευχαριστημένος.49

Όταν ο Αναξίβιος απέπλευσε από το Βυζάντιο για τη Σπάρτη, συνάντησε στην Κύζικο50 τον Αρίσταρχο, τον διάδοχο τού Κλεάνδρου ως κυβερνήτη τού Βυζαντίου. Και αναφερόταν ότι ο δικός του διάδοχος ως ναύαρχος, ο Πώλος, είχε ήδη φτάσει στον Ελλήσποντο.51

Ο Αναξίβιος τότε ανέθεσε στον Αρίσταρχο να πουλήσει ως σκλάβους όλους τούς στρατιώτες τού στρατού τού Κύρου, τους οποίους θα εύρισκε να έχουν μείνει πίσω στο Βυζάντιο. Όσο για τον Κλέανδρο, δεν είχε πουλήσει ούτε έναν από αυτούς, αλλά φρόντιζε από οίκτο όσους ήσαν άρρωστοι, αναγκάζοντας τούς Βυζαντίους να τούς παίρνουν στα σπίτια τους. Αλλά ο Αρίσταρχος, από τη στιγμή που έφτασε, πούλησε ταχύτατα όχι λιγότερους από τετρακόσιους.52

Όταν το πλοίο τού Αναξίβιου έπιασε στο Πάριον,53 εκείνος έστειλε μήνυμα στον Φαρνάβαζο, σύμφωνα με τούς όρους τής συμφωνίας τους. Αλλά όταν ο Φαρνάβαζος έμαθε ότι ο Αρίσταρχος είχε έρθει στο Βυζάντιο ως κυβερνήτης και ότι ο Αναξίβιος δεν ήταν πια ναύαρχος, αγνόησε τον Αναξίβιο και ξεκίνησε να κάνει με τον Αρίσταρχο την ίδια συμφωνία για τον στρατό τού Κύρου, όπως εκείνη που είχε κάνει με τον Αναξίβιο.54

Τότε ο Αναξίβιος κάλεσε τον Ξενοφώντα55 και τον παρότρυνε με κάθε τρόπο και μέσο να σαλπάρει το συντομότερο δυνατό,56 να ενταχθεί στον στρατό και όχι μόνο να τον κρατήσει ενωμένο, αλλά επίσης να μαζέψει όσο περισσότερους μπορούσε από εκείνους που είχαν διασκορπιστεί από το κύριο σώμα και στη συνέχεια, έχοντας οδηγήσει το σύνολο τής δύναμης κατά μήκος τής ακτής στην Πέρινθο, να τη μεταφέρει τάχιστα στην Ασία. Και έδωσε στον Ξενοφώντα πολεμικό πλοίο με τριάντα κουπιά και μια επιστολή, ενώ έστειλε μαζί του άνθρωπο, για να διατάξει τούς Περίνθιους να εφοδιάσουν τον Ξενοφώντα με άλογα και να τον επιταχύνουν στον δρόμο του προς τον στρατό, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Έτσι ο Ξενοφών διέπλευσε την Προποντίδα και από εκεί κατευθύνθηκε στον στρατό.57

Και οι στρατιώτες τον δέχθηκαν με ευχαρίστηση και τον ακολούθησαν πρόθυμα, για να περάσουν από τη Θράκη στην Ασία.58

Στο μεταξύ ο Σεύθης, όταν άκουσε για την άφιξη τού Ξενοφώντος, έστειλε πάλι τον Μηδοσάδη σε αυτόν από τη θάλασσα και τον παρακάλεσε να τού φέρει τον στρατό, δίνοντας κάθε υπόσχεση με την οποία φανταζόταν ότι θα μπορούσε να τον πείσει. Ο Ξενοφών απάντησε ότι δεν ήταν δυνατό να γίνει αυτό και ο Μηδοσάδης, όταν το άκουσε, έφυγε.59

Όσο για τούς Έλληνες, όταν έφτασαν στην Πέρινθο, ο Νέων με οκτακόσιους περίπου άνδρες διαχωρίστηκε από τούς άλλους και στρατοπέδευσε χωριστά, αλλά όλος ο υπόλοιπος στρατός ήταν μαζί στον ίδιο χώρο, δίπλα στο τείχος των Περινθίων.60

Ύστερα από αυτό ο Ξενοφών προχώρησε σε διαπραγματεύσεις για πλοία, ώστε να περάσουν στην Ασία με κάθε δυνατή ταχύτητα. Στο μεταξύ όμως ο Αρίσταρχος, ο κυβερνήτης τού Βυζαντίου, έφτασε στην Πέρινθο με δύο τριήρεις και έχοντας πειστεί γι’ αυτό από τον Φαρνάβαζο, όχι μόνο απαγόρευσε στους πλοίαρχους να περάσουν τον στρατό απέναντι, αλλά ήρθε στο στρατόπεδο και είπε στους στρατιώτες να μην περάσουν στην Ασία.61

Ο Ξενοφών είπε,

«έτσι διέταξε ο Αναξίβιος και με έστειλε εδώ γι’ αυτόν τον σκοπό».

Και απάντησε ο Αρίσταρχος:

«Ο Αναξίβιος δεν είναι πια ναύαρχος και εγώ είμαι κυβερνήτης εδώ. Αν πιάσω κάποιον από εσάς στη θάλασσα, θα τον βουλιάξω».

Και έχοντας πει αυτά, πέρασε εντός των τειχών τής Περίνθου. Την επόμενη ημέρα έστειλε να καλέσουν τούς στρατηγούς και τούς λοχαγούς τού στρατού.62

Όταν είχαν ήδη φτάσει κοντά στο τείχος, κάποιος ειδοποίησε τον Ξενοφώντα ότι αν πήγαινε μέσα θα τον συλλάμβαναν και είτε θα πάθαινε εκεί κάποιο κακό η θα τον παρέδιδαν στον Φαρνάβαζο. Μόλις το άκουσε αυτό, έστειλε τούς υπόλοιπους μπροστά, λέγοντάς τους ότι ο ίδιος επιθυμούσε να προσφέρει κάποια θυσία.63

Και γυρνώντας πίσω θυσίασε για να μάθει αν επέτρεπαν οι θεοί την προσπάθειά του να οδηγήσει τον στρατό στον Σεύθη. Γιατί έβλεπε ότι δεν ήταν ασφαλές να προσπαθήσουν να περάσουν στην Ασία, όταν εκείνος που θα εμπόδιζε τη διέλευσή τους είχε πολεμικές τριήρεις, ενώ από την άλλη πλευρά δεν ήθελε να πάει ο στρατός στη Χερσόνησο και να βρεθεί αποκλεισμένος και σε επώδυνη ανάγκη για τα πάντα, σε μέρος όπου θα ήταν απαραίτητο να υπακούουν στον εκεί κυβερνήτη και όπου ο στρατός δεν θα έπαιρνε καθόλου προμήθειες.64

Ενώ ο Ξενοφών ήταν απασχολημένος με τη θυσία του, οι στρατηγοί και οι λοχαγοί επέστρεψαν από την επίσκεψή τους στον Αρίσταρχο και είπαν ότι τούς διέταξε να φύγουν προς το παρόν, αλλά να επιστρέψουν το απόγευμα. Φαινόταν λοιπόν ακόμη πιο προφανής ο σχεδιασμός εναντίον τού Ξενοφώντος.65

Και ο Ξενοφών, καθώς οι θυσίες φαίνονταν να είναι ευνοϊκές, προαναγγέλλοντας ότι ο ίδιος και ο στρατός μπορούσαν να πάνε με ασφάλεια στον Σεύθη, πήρε τον Αθηναίο λοχαγό Πολυκράτη και έναν άνδρα από καθέναν από τούς στρατηγούς, εκτός από τον Νέωνα, που ήταν άνθρωπος στον οποίο κανένας δεν είχε εμπιστοσύνη, και ξεκίνησαν τη νύχτα για να επισκεφθούν τον στρατό τού Σεύθη, που βρισκόταν εξήντα στάδια μακριά.66

Όταν πλησίασαν, βρήκαν φωτιές χωρίς ανθρώπους γύρω τους. Το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν ότι ο Σεύθης είχε μετακινήσει το στρατόπεδό του σε κάποιο άλλο μέρος. Αλλά όταν ο Ξενοφών αντιλήφθηκε γενική αναταραχή και άκουσε τούς άνδρες τού Σεύθη να ανταλλάσσουν συνθήματα, κατάλαβε ότι ο λόγος για τον οποίο ο Σεύθης είχε ανάψει αυτές τις φωτιές μπροστά στους νυχτερινούς φρουρούς ήταν για να παραμένουν οι φρουροί αθέατοι, καθώς βρίσκονταν στο σκοτάδι, έτσι ώστε να μη μπορεί κανείς να ξέρει ούτε πόσοι ήσαν ή που ήσαν, ενώ από την άλλη μεριά οι άνθρωποι που πλησίαζαν δεν θα μπορούσαν να διαφύγουν τής προσοχής, αλλά θα ήσαν ορατοί στο φως από τις φωτιές.67

Όταν είδε τελικά τούς φρουρούς, έστειλε προς τα εμπρός τον διερμηνέα που τύχαινε να έχει, για να τούς ζητήσει να πουν στον Σεύθη ότι είχε έρθει ο Ξενοφών και ήθελε να τον συναντήσει. Εκείνοι ρώτησαν αν ήταν ο Αθηναίος Ξενοφών από τον στρατό.68

Και όταν ο Ξενοφών απάντησε ότι αυτός ήταν, αναπήδησαν και απομακρύνθηκαν τρέχοντας. Λίγο αργότερα εμφανίστηκαν διακόσιοι περίπου πελταστές και παίρνοντας τον Ξενοφώντα και τούς άνδρες που ήσαν μαζί του, τούς οδήγησαν στον Σεύθη.69

Αυτός βρισκόταν σε πύργο καλά φρουρούμενο, γύρω από τον οποίο υπήρχαν άλογα φορώντας χαλινάρια, επειδή από φόβο τάιζε τα άλογά του τη μέρα, ενώ τη νύχτα τα κρατούσε έτοιμα με χαλινάρια για να φυλάγεται.70

Γιατί υπήρχε μια ιστορία, ότι παλιά ο Τήρης, ένας πρόγονος τού Σεύθη, όντας σε αυτήν την περιοχή με μεγάλο στρατό, έχασε πολλούς από τούς άνδρες του από αυτούς τούς ανθρώπους, που έκλεψαν και τον συρμό αποσκευών του. Αυτοί ήσαν Θυνοί και λεγόταν ότι ήσαν οι πιο φιλοπόλεμοι απ’ όλους τούς ανθρώπους, ιδιαίτερα τη νύχτα.71

Όταν οι Έλληνες πλησίασαν, ο Σεύθης πρόσταξε τον Ξενοφώντα να μπει, παίρνοντας μαζί του δύο άνδρες, εκείνους που ήθελε. Μόλις μπήκαν μέσα, ασπάστηκαν πρώτα ο ένας τον άλλο και ύστερα ήπιαν κατά το θρακικό έθιμο κρασί σε κέρατα. Ο Σεύθης είχε και τον Μηδοσάδη μαζί του, τον ίδιο άνθρωπο που πήγαινε παντού ως απεσταλμένος του.72

Ύστερα από αυτό ο Ξενοφών άρχισε να λέει:

«Έστειλες σε μένα, Σεύθη, πρώτα στη Χαλκηδόνα αυτόν τον Μηδοσάδη, ζητώντας μου να κάνω κάθε προσπάθεια για λογαριασμό σου για να περάσω τον στρατό απέναντι από την Ασία, με την υπόσχεση ότι αν το έκανα αυτό, θα μού φερόσουν καλά, όπως είπε αυτός ο Μηδοσάδης».73

Όταν τα είπε αυτά, ρώτησε τον Μηδοσάδη αν ήταν αλήθεια. Εκείνος απάντησε ότι ήταν. Και ο Ξενοφών συνέχισε:

«Ήρθε πάλι αυτός ο Μηδοσάδης όταν πέρασα ξανά εδώ από το Πάριον για να επανασυνδεθώ με τον στρατό και υποσχέθηκε ότι αν έφερνα τον στρατό σε σένα, όχι μόνο θα με αντιμετώπιζες από κάθε άποψη σαν φίλο και αδελφό, αλλά και ότι θα μού έδινες και τούς τόπους στην ακτή, τούς οποίους κατείχες».74

Τότε ξαναρώτησε τον Μηδοσάδη αν τα είχε πει αυτά και εκείνος συμφώνησε και πάλι ότι τα είχε πει.

«Εμπρός λοιπόν», συνέχισε ο Ξενοφών, «πες στον Σεύθη τι σού απάντησα εγώ την πρώτη φορά στη Χαλκηδόνα».75

«Μού απάντησες ότι ο στρατός θα περνούσε στο Βυζάντιο και ότι δεν υπήρχε λοιπόν ανάγκη να πληρωθούν χρήματα σε σένα ή σε οποιονδήποτε άλλον. Ανέφερες επίσης ότι μόλις περνούσες απέναντι, θα άφηνες τον στρατό. Και τα πράγματα έγιναν ακριβώς όπως είχες πει».76

Ο Ξενοφών ρώτησε:

«Τι είπα όταν ήρθες και με βρήκες κοντά στη Σηλυμβρία;»77

«Είπες ότι η δουλειά δεν μπορούσε να γίνει, αλλά θα ερχόσασταν στην Πέρινθο για να περάσετε από εκεί στην Ασία».78

Και ο Ξενοφών είπε:

«Λοιπόν αυτή τη στιγμή βρίσκομαι εδώ, μαζί με τον Φρυνίσκο από εδώ, έναν από τούς στρατηγούς, και τον Πολυκράτη εκεί πέρα, έναν από τούς λοχαγούς, ενώ έξω είναι οι εκπρόσωποι των άλλων στρατηγών πλην τού Σπαρτιάτη Νέωνος, ο πιο έμπιστος άνδρας κάθε στρατηγού.79

Αν θέλετε λοιπόν να προστατευτεί καλύτερα η συμφωνία, να καλέσετε κι εκείνους. Πήγαινε να τούς πεις, Πολυκράτη, ότι δίνω εντολή να αφήσουν τα όπλα τους έξω και να αφήσεις κι εσύ το σπαθί σου εκεί, πριν ξαναγυρίσεις».80

Όταν τα άκουσε αυτά ο Σεύθης, είπε ότι δεν δυσπιστούσε ποτέ απέναντι σε Αθηναίο. Γιατί ήξερε, είπε, ότι οι Αθηναίοι ήσαν συγγενείς του και πίστευε ότι ήσαν πιστοί φίλοι.81 Στη συνέχεια, όταν μπήκαν μέσα εκείνοι που έπρεπε, ο Ξενοφών ξεκίνησε ρωτώντας τον Σεύθη πού σκόπευε να χρησιμοποιήσει τον στρατό.82

Τότε ο Σεύθης μίλησε ως εξής:

«Ο Μαισάδης ήταν ο πατέρας μου και το βασίλειό του περιλάμβανε τούς Μελανδίτες,83 τούς Θυνούς και τούς Τρανίψες.84 Όταν οι υποθέσεις των Οδρυσών85 έπεσαν σε κακή κατάσταση, διώχτηκε ο πατέρας μου από αυτή τη χώρα και στη συνέχεια αρρώστησε και πέθανε, ενώ εγώ ανατράφηκα όντας ορφανός στην αυλή τού Μηδόκου, τού τωρινού βασιλιά.86

Όταν όμως έγινα νεαρός άνδρας, δεν άντεχα να ζω με τα μάτια μου στραμμένα στο τραπέζι άλλου. Έτσι κάθισα στο ίδιο κάθισμα με τον Μήδοκο και τον ικέτευσα να μού δώσει όσους άνδρες μπορούσε, για να κάνω όσο κακό μπορούσα σε εκείνους που μάς έδιωξαν και να μπορώ να ζω χωρίς τα μάτια μου στραμμένα στο τραπέζι του.87

Τότε μού έδωσε τούς άνδρες και τα άλογα, που θα δείτε και μόνοι σας όταν ξημερώσει. Και τώρα ζω μαζί τους λεηλατώντας τη δική μου προγονική γη. Αν όμως έρθετε μαζί μου, νομίζω ότι με τη βοήθεια των θεών θα ανακτήσω εύκολα το βασίλειό μου. Αυτά θέλω».88

«Τι θα μπορούσες λοιπόν», ρώτησε ο Ξενοφών, «να δώσεις στους στρατιώτες, στους λοχαγούς και στους στρατηγούς, αν ερχόμασταν; Πες μας, ώστε αυτοί οι άνδρες εδώ να μπορέσουν να τα μεταβιβάσουν».89

Και ο Σεύθης υποσχέθηκε να δώσει σε κάθε στρατιώτη ένα κυζικηνό,90 στους λοχαγούς διπλάσια και στους στρατηγούς τετραπλάσια, καθώς και όση γη ήθελαν, ζευγάρια βόδια και μια οχυρωμένη θέση πάνω στη θάλασσα.91

«Αλλά», είπε ο Ξενοφών, «αν προσπαθήσουμε και δεν τα καταφέρουμε, λόγω κάποιου εκφοβισμού εκ μέρους των Σπαρτιατών, άραγε θα δεχτείς στη χώρα σου όποιον θέλει να φύγει από τον στρατό και να έρθει σε σένα;»92

Και εκείνος απάντησε:

«Και αδελφούς μου θα σάς κάνω και ομοτράπεζους και κοινωνούς σε όλα όσα μπορέσουμε να αποκτήσουμε. Και σε σένα Ξενοφώντα, θα δώσω και την κόρη μου, ενώ αν έχεις κόρη, θα την αγοράσω κατά το θρακικό έθιμο. Και θα σού δώσω τη Βισάνθη93 για κατοικία, το πιο όμορφο απ’ όλα τα μέρη που έχω στην ακτή».94

7.3. Οι Έλληνες με τον Σεύθη στο Δέλτα τής Θράκης

Αφού άκουσαν αυτά τα λόγια και έδωσαν και πήραν υποσχέσεις, κάλπασαν κι έφυγαν. Και πριν ξημερώσει έφτασαν στο στρατόπεδο και ανέφεραν καθένας σε εκείνον που τον είχε στείλει.95

Όταν ξημέρωσε, ο Αρίσταρχος κάλεσε και πάλι τούς στρατηγούς. Αυτοί όμως αποφάσισαν να αγνοήσουν την κλήση τού Αρίσταρχου και να συγκαλέσουν συνέλευση τού στρατού. Και συγκεντρώθηκαν όλοι οι στρατιώτες, εκτός από τούς άνδρες τού Νέωνος, που ήσαν στρατοπεδευμένοι δέκα περίπου στάδια μακριά.96

Όταν συγκεντρώθηκαν, ο Ξενοφών σηκώθηκε και μίλησε ως εξής:

«Άνδρες, για να περάσουμε απέναντι στο μέρος που θέλουμε να πάμε, θα μάς εμποδίσει ο Αρίσταρχος έχοντας τριήρεις. Έτσι δεν είναι ασφαλές να μπούμε σε πλοία. Αλλά ο ίδιος μάς διατάζει να πορευτούμε χωρίς να θέλουμε στη Χερσόνησο, μέσω τού Ιερού Όρους. Και αν γίνουμε κυρίαρχοι τού βουνού και φτάσουμε στην Χερσόνησο, ούτε θα συνεχίσει να σάς πουλάει, λέει, όπως έκανε στο Βυζάντιο, ούτε θα σάς εξαπατά, αλλά θα παίρνετε μισθό και δεν θα κλείνει πια τα μάτια του, όπως κάνει τώρα, που υποφέρετε από έλλειψη προμηθειών.97

Ο Αρίσταρχος λοιπόν αυτά λέει. Αλλά ο Σεύθης λέει ότι αν πάτε σε εκείνον, θα σάς φερθεί καλά. Σκεφτείτε λοιπόν, αν θα εξετάσετε το ζήτημα αυτό εδώ και τώρα ή όταν επιστρέψετε από την αναζήτηση προμηθειών.98

Η δική μου άποψη είναι, αφού εδώ ούτε χρήματα έχουμε για να αγοράσουμε, ούτε μάς επιτρέπουν να πάρουμε τίποτε χωρίς χρήματα, να επιστρέψουμε στα χωριά από τα οποία οι κάτοικοί τους, που είναι πιο αδύναμοι από εμάς, μάς επιτρέπουν να πάρουμε, και εκεί, έχοντας προμήθειες, να ακούσουμε ποια υπηρεσία θέλει καθένας τους από εμάς και να διαλέξουμε εκείνο που μάς φαίνεται καλύτερο.99

Όποιος συμφωνεί», είπε, «να σηκώσει το χέρι του».

Και το σήκωσαν όλοι.

«Φύγετε λοιπόν», συνέχισε ο Ξενοφών, «και ετοιμάστε τις αποσκευές σας. Και όταν σάς ειδοποιήσουν, ακολουθείστε εκείνον που θα οδηγεί».100

Ύστερα από αυτό ο Ξενοφών μπήκε επικεφαλής και οι στρατιώτες ακολουθούσαν. Μάλιστα ο Νέων καθώς και αγγελιοφόροι σταλμένοι από τον Αρίσταρχο προσπάθησαν να τούς πείσουν να γυρίσουν πίσω, αλλά δεν τούς υπάκουσαν. Όταν είχαν προχωρήσει τριάντα περίπου στάδια, τούς συνάντησε ο Σεύθης. Και ο Ξενοφών, μόλις τον είδε, τού ζήτησε να ιππεύσει κοντά στους στρατιώτες, ώστε να μπορέσει να τού πει, σε επήκοο τού μεγαλύτερου δυνατού αριθμού, εκείνα που είχαν αποφασίσει ως συμφέροντα.101

Όταν εκείνος πλησίασε, ο Ξενοφών είπε:

«Πορευόμαστε προς ένα μέρος, από το οποίο θα μπορέσει ο στρατός να πάρει τρόφιμα. Εκεί θα ακούσουμε και σένα και τούς αγγελιοφόρους των Σπαρτιατών και θα επιλέξουμε εκείνο που θα μάς φανεί καλύτερο. Αν λοιπόν μάς οδηγήσεις εκεί, όπου υπάρχουν οι πιο άφθονες προμήθειες, θα θεωρήσουμε ότι μάς φιλοξένησες».102

Και ο Σεύθης απάντησε:

«Γνωρίζω μεγάλο αριθμό χωριών, γειτονικών μεταξύ τους, που περιέχουν όλων των ειδών τις προμήθειες και βρίσκονται σε τόση απόσταση από εμάς εδώ, που όταν καλύψετε την απόσταση, θα απολαύσετε το φαγητό σας».103

«Οδήγησέ μας τότε», είπε ο Ξενοφών.

Όταν έφτασαν στα χωριά το απόγευμα, συγκεντρώθηκαν οι στρατιώτες και μίλησε ο Σεύθης ως εξής:

«Άνδρες, σάς ζητώ να συστρατευτείτε μαζί μου και υπόσχομαι να δίνω στους στρατιώτες ένα κυζικηνό και στους λοχαγούς και τούς στρατηγούς τη συνήθη αμοιβή. Εκτός από αυτό, θα τιμήσω τον άνθρωπο που αξίζει. Τρόφιμα και ποτά θα παίρνετε, όπως ακριβώς σήμερα, από τη χώρα. Αλλά ό,τι συλλαμβάνεται πρέπει να το κρατώ εγώ, ώστε πουλώντας το να σάς δίνω τον μισθό σας.104

Θα μπορούμε να καταδιώκουμε και να βρίσκουμε όλους, όσοι θα φεύγουν και θα κρύβονται. Αλλά αν κάποιος αντισταθεί, με τη βοήθειά σας θα προσπαθήσουμε να τον υποτάξουμε».105

Ο Ξενοφών ρώτησε:

«Και πόσο μακριά από τη θάλασσα περιμένεις να σε ακολουθήσει ο στρατός;»

Εκείνος απάντησε:

«Πουθενά περισσότερο από επτά ημέρες ταξίδι και σε πολλά μέρη λιγότερο».106

Ύστερα από αυτό, δόθηκε άδεια σε όσους ήθελαν να μιλήσουν. Και πολλοί μιλούσαν στο ίδιο πνεύμα, λέγοντας ότι οι προτάσεις του ήσαν πολύ καλές. Γιατί ήταν χειμώνας και ήταν αδύνατο να πλεύσει πίσω στην πατρίδα εκείνος που ήθελε, ενώ ήταν επίσης αδύνατο να τα βγάλουν πέρα σε φιλική χώρα, αν χρειαζόταν να συντηρηθούν αγοράζοντας. Από την άλλη πλευρά ήταν ασφαλέστερο να περνούν το χρόνο τους και να συντηρούνται σε εχθρική χώρα μαζί με τον Σεύθη παρά μόνοι τους, με τόσα καλά που υπήρχαν. Αν μάλιστα έπαιρναν και μισθό, θα το θεωρούσαν απροσδόκητο καλό.107

Ύστερα από αυτά ο Ξενοφών είπε:

«Αν κάποιος έχει αντίθετη γνώμη, ας μιλήσει. Αν όχι, θα θέσω αυτό το ερώτημα σε ψηφοφορία».

Και καθώς κανένας δεν διαφωνούσε, έγινε ψηφοφορία και εγκρίθηκε η πρόταση. Και είπαν αμέσως στον Σεύθη ότι θα συστρατεύονταν μαζί του.108

Ύστερα από αυτό οι στρατιώτες στρατοπέδευσαν κατά τμήματα, αλλά οι στρατηγοί και οι λοχαγοί προσκλήθηκαν σε δείπνο από τον Σεύθη σε κοντινό χωριό που κατείχε.109

Όταν είχαν φτάσει στην πόρτα και ετοιμάζονταν να μπουν στο δείπνο, βρισκόταν εκεί κάποιος Ηρακλείδης από τη Μαρώνεια.110 Αυτός ο άνθρωπος πήγαινε σε καθέναν από τούς επισκέπτες, οι οποίοι, όπως φανταζόταν, ήσαν σε θέση να δώσουν κάτι στον Σεύθη, πρώτα σε κάποιους από το Πάριον, που είχαν έρθει να συνάψουν φιλία με τον Μήδοκο, τον βασιλιά των Οδρυσών και έφερναν μαζί τους δώρα γι’ αυτόν και τη σύζυγό του. Τούς είπε ο Ηρακλείδης ότι ο Μήδοκος βρισκόταν στην ενδοχώρα, σε απόσταση ταξιδιού δώδεκα ημερών από τη θάλασσα, ενώ ο Σεύθης, τώρα που είχε πάρει αυτόν τον στρατό, θα γινόταν κύριος τής ακτής.111

«Αυτός λοιπόν», συνέχισε ο Ηρακλείδης, «είναι ο γείτονάς σας και θα είναι ικανός να σάς κάνει και καλό και κακό. Αν λοιπόν είστε σώφρονες, σε αυτόν να δώσετε ό,τι έχετε. Και θα ήταν καλύτερο για εσάς, παρά να κάνετε τα δώρα σας στον Μήδοκο, που κατοικεί μακριά».

Έτσι προσπαθούσε να πείσει αυτούς τούς ανθρώπους.112

Στη συνέχεια πήγε στον Τιμασίωνα από τη Δάρδανο, επειδή είχε ακούσει ότι αυτός είχε περσικά κύπελλα και χαλιά, και έλεγε ότι συνηθιζόταν, όταν ο Σεύθης προσκαλούσε ανθρώπους σε δείπνο, οι προσκαλούμενοι να τού προσφέρουν δώρα. Και συνέχισε:

«Αν ο Σεύθης γίνει μεγάλος σε αυτή την περιοχή, θα είναι σε θέση είτε να σάς επαναφέρει στην πατρίδα σας ή να σάς κάνει πλούσιους εδώ».

Έτσι ενοχλούσε πηγαίνοντας σε καθένα.113

Ήρθε και στον Ξενοφώντα και τού είπε:

«Εσύ είσαι πολίτης πολύ μεγάλου κράτους και ο Σεύθης σε θεωρεί πολύ μεγάλον άνδρα. Ίσως αναμένεις να αποκτήσεις φρούρια σε αυτή τη χώρα, όπως απέκτησαν και άλλοι συμπατριώτες σου,114 καθώς και γη. Είναι λοιπόν σωστό να τιμήσεις κι εσύ τον Σεύθη με τον πιο μεγαλοπρεπή τρόπο.115

Σού δίνω αυτή τη συμβουλή από καλή διάθεση απέναντί σου, γιατί είμαι απόλυτα βέβαιος, ότι όσο μεγαλύτερα δώρα κάνεις σε αυτόν τον άνθρωπο, τόσο μεγαλύτερης εύνοιας θα τύχεις από αυτόν».

Μόλις ο Ξενοφών το άκουσε αυτό, απογοητεύτηκε. Γιατί είχε περάσει απέναντι από το Πάριον χωρίς να έχει μαζί του παρά μόνο ένα αγόρι και όσα χρήματα χρειάζονταν για τα έξοδα τού ταξιδιού.116

Όταν εισήλθαν για το δείπνο, οι ευγενέστεροι των Θρακών που ήσαν παρόντες, οι στρατηγοί και οι λοχαγοί των Ελλήνων και όποια πρεσβεία από άλλο κράτος βρισκόταν εκεί, το δείπνο σερβιρίστηκε με τούς επισκέπτες καθισμένους σε κύκλο. Τότε έφεραν σε όλους τρίποδες. Αυτοί ήσαν γεμάτοι με κρέας κομμένο σε κομμάτια και υπήρχαν μεγάλα ψωμιά με προζύμι στερεωμένα με σουβλιά στα κομμάτια τού κρέατος.117

Μάλιστα τα τραπέζια ήσαν πάντοτε τοποθετημένα απέναντι από τούς ξένους. Γιατί υπήρχε έθιμο στους Θράκες, που εφάρμοζε τώρα πρώτος ο Σεύθης, παίρνοντας τα ψωμιά που βρίσκονταν δίπλα του, σπάζοντάς τα σε μικρά κομμάτια και πετώντας τα σε όποιον ήθελε, ενώ έκανε το ίδιο και με το κρέας, αφήνοντας στον εαυτό του λίγο μόνο, για απλή γεύση.118

Στη συνέχεια και οι άλλοι που βρίσκονταν απέναντι από τα τραπέζια έκαναν το ίδιο πράγμα. Αλλά ένας Αρκάς που ονομαζόταν Αρύστας, φοβερός φαγάς, που δεν είχε πάρει κανένα από τα κομμάτια που πετούσαν, παίρνοντας στο χέρι του ένα καρβέλι μεγέθους τριών χοινίκων119 και βάζοντας στα γόνατά του μερικά κομμάτια κρέατος, δειπνούσε.120

Έφερναν γύρω κέρατα με κρασί και έπαιρναν όλοι. Αλλά ο Αρύστας, όταν ήρθε ο οινοχόος φέρνοντάς του κέρατο με κρασί, βλέποντας ότι ο Ξενοφών είχε τελειώσει το δείπνο του, είπε στον άνθρωπο:

«Δώσε το σε εκείνον που ξεκουράζεται, εγώ δεν τελείωσα ακόμη».121

Όταν ο Σεύθης άκουσε τον ήχο τής φωνής του, ρώτησε τον οινοχόο τι έλεγε. Και ο οινοχόος, που καταλάβαινε ελληνικά, τού είπε. Και ξέσπασαν όλοι σε γέλια.122

Καθώς συνεχιζόταν η οινοποσία, μπήκε ένας Θράκας με λευκό άλογο και παίρνοντας κέρατο γεμάτο κρασί, είπε:

«Πίνω στη υγειά σου Σεύθη και σού δωρίζω αυτό το άλογο. Καταδιώκοντας πάνω στην πλάτη του, θα συλλάβεις όποιον θέλεις, ενώ υποχωρώντας δεν θα φοβάσαι τον εχθρό».123

Ένας άλλος έφερε ένα αγόρι και το δώρισε με τον ίδιο τρόπο, πίνοντας στην υγειά τού Σεύθη, ενώ άλλος δώρισε ρούχα για τη σύζυγό του. Ο Τιμασίων, πίνοντας στην υγειά του, τού δώρισε μια ασημένια φιάλη κι ένα χαλί αξίας δέκα μνων.124

Τότε ένας Αθηναίος, ο Γνήσιππος, σηκώθηκε και είπε ότι ήταν αρχαίο και άριστο έθιμο, όσοι είχαν, να δίνουν στον βασιλιά για να τον τιμήσουν, ενώ σε εκείνους που δεν είχαν, έπρεπε να τούς δώσει ο βασιλιάς,

«έτσι ώστε», συνέχισε, «να έχω κι εγώ για να σού κάνω δώρο και να σε τιμήσω».125

Και ο Ξενοφών βρισκόταν σε αμηχανία, μη ξέροντας τι να κάνει. Γιατί τύχαινε, ως τιμώμενος, να κάθεται στο πλησιέστερο προς τον Σεύθη σκαμνί. Και ο Ηρακλείδης ζήτησε από τον οινοχόο να τού προσφέρει το κέρατο με το κρασί. Τότε ο Ξενοφών, που είχε ήδη πιει κάπως, σηκώθηκε με θάρρος αφού πήρε το κέρατο και είπε:126

«Κι εγώ, Σεύθη, σού δίνω τον εαυτό μου και αυτούς τούς συντρόφους μου να είναι πιστοί σου φίλοι και κανένας από αυτούς χωρίς τη θέλησή του, αλλά επιθυμώντας όλοι, ακόμη περισσότερο από μένα, να είναι φίλοι σου.127

Και τώρα παρευρίσκονται εδώ, ζητώντας από σένα τίποτε περισσότερο, αλλά θέτοντας μάλλον οι ίδιοι τούς εαυτούς τους στα χέρια σου και όντας πρόθυμοι να υπομείνουν μόχθους και κίνδυνους για λογαριασμό σου. Μαζί τους, αν θέλουν οι θεοί, θα αποκτήσεις πολλά εδάφη, ανακτώντας όλα εκείνα που ανήκαν στον πατέρα σου και κερδίζοντας ακόμη περισσότερα, ενώ θα αποκτήσεις πολλά άλογα και πολλούς άνδρες και ωραίες γυναίκες. Και όλα αυτά δεν θα χρειαστεί να τα πάρεις ως λάφυρα, αλλά οι σύντροφοί μου με τη δική τούς θέληση θα σού τα φέρουν ως δώρα».128

Τότε σηκώθηκε ο Σεύθης, στράγγισε το κέρατο μαζί με τον Ξενοφώντα και ράντισε μαζί του με τις τελευταίες σταγόνες.129

Ύστερα μπήκαν οι μουσικοί φυσώντας τα κέρατά τους, όπως εκείνα που χρησιμοποιούσαν για να στέλνουν σήματα, και παίζοντας με σάλπιγγες από ακατέργαστα δέρματα βοδιών, όχι μόνο ρυθμούς, αλλά και μουσική όπως εκείνη τής άρπας.130

Σηκώθηκε και ο ίδιος ο Σεύθης, έβγαλε πολεμική κραυγή και πήδησε πολύ εύστροφα, σαν να απόφευγε βέλος. Μπήκαν επίσης κάποιοι γελωτοποιοί.131

Όταν ο ήλιος άρχιζε να δύει, σηκώθηκαν οι Έλληνες και είπαν ότι ήταν ώρα να οργανώσουν τις νυχτερινές φρουρές και να δώσουν το σύνθημα. Ζήτησαν επίσης από τον Σεύθη να βγάλει διαταγή, ότι κανένας από τούς Θράκες δεν θα έμπαινε τη νύχτα στο ελληνικό στρατόπεδο.

«Γιατί», είπαν, «Θράκες είναι και οι εχθροί μας και εσείς οι φίλοι μας».132

Καθώς ξεκινούσαν, σηκώθηκε μαζί τους και ο Σεύθης, που δεν φαινόταν μεθυσμένος. Και βγαίνοντας κάλεσε παράμερα τούς στρατηγούς και τούς είπε:

«Άνδρες, οι εχθροί μας δεν γνωρίζουν ακόμη τη συμμαχία μας. Αν λοιπόν τούς επιτεθούμε πριν βάλουν φρουρές για να μη συλληφθούν ή πριν προετοιμαστούν για να αμυνθούν, σίγουρα θα πάρουμε περισσότερους αιχμαλώτους και περιουσία».133

Οι στρατηγοί συμφώνησαν σε αυτό και τού ζήτησαν να τούς οδηγήσει. Εκείνος είπε:

«Ετοιμαστείτε και να με περιμένετε. Την κατάλληλη στιγμή θα επιστρέψω σε εσάς και παίρνοντας τούς πελταστές και εσάς, θα σάς οδηγήσω με τη βοήθεια των θεών».134

Και ο Ξενοφών είπε:

«Σκέψου όμως, αν κάνουμε νυχτερινή πορεία, μήπως είναι καλύτερη η ελληνική πρακτική. Γιατί στις ημερήσιες πορείες μας προχωρά μπροστά εκείνο το μέρος τού στρατού, που είναι πιο κατάλληλο για τη φύση τού εδάφους, είτε πρόκειται για οπλίτες ή πελταστές ή ιππικό. Αλλά τη νύχτα πρακτική των Ελλήνων είναι να πηγαίνει μπροστά το σώμα που είναι βραδύτερο.135

Γιατί έτσι τα διάφορα τμήματα τού στρατού είναι λιγότερο πιθανό να διασπαστούν και οι άνδρες είναι λιγότερο πιθανό να βρεθούν μακριά ο ένας από τον άλλο, χωρίς να το γνωρίζουν. Και συμβαίνει συχνά τα διάσπαρτα τμήματα να επιτίθενται τη νύχτα το ένα στο άλλο και μέσα στην άγνοιά τους να προκαλούν και να υφίστανται βλάβες».136

Τότε ο Σεύθης απάντησε:

«Έχετε δίκιο και θα υιοθετήσω την πρακτική σας. Θα σάς δώσω οδηγούς από τούς μεγαλύτερους σε ηλικία μεταξύ των ανδρών, οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα τη χώρα, ενώ εγώ ο ίδιος θα ακολουθώ τελευταίος με τούς ιππείς μου. Γιατί θα μπορώ εύκολα να φτάσω γρήγορα μπροστά, αν χρειαστεί».

Επέλεξαν για λόγους συγγένειας το σύνθημα «Αθηναία». Έχοντας πει αυτά, πήγαν να ξεκουραστούν.137

Όταν ήταν περίπου μεσάνυχτα, ο Σεύθης βρέθηκε κοντά τους, έχοντας τούς ιππείς του με θώρακες και τούς πελταστές του οπλισμένους. Και μόλις παρέδωσε τούς οδηγούς στους Έλληνες, προχώρησαν οι οπλίτες μπροστά, ακολουθούσαν οι πελταστές και οι ιππείς βρίσκονταν στην οπισθοφυλακή.138

Όταν ξημέρωσε, ο Σεύθης κάλπασε μπροστά και επαίνεσε την ελληνική πρακτική. Γιατί πολλές φορές, είπε, ενώ προχωρούσε τη νύχτα, ακόμη και με μικρή δύναμη, ο ίδιος μαζί με το ιππικό του είχαν αποσπαστεί από το πεζικό.

«Αλλά τώρα», συνέχισε, «είμαστε τη μέρα όλοι μαζί, ακριβώς όπως πρέπει. Εσείς όμως μείνετε λίγο εκεί που είστε και ξεκουραστείτε και θα επιστρέψω αφού κοιτάξω λίγο γύρω».

Με αυτά τα λόγια προχώρησε κατά μήκος τής πλαγιάς ενός βουνού, ακολουθώντας ένα δρόμο.139

Όταν έφτασε σε μέρος όπου υπήρχε πολύ χιόνι, κοίταξε να δει αν υπήρχαν ανθρώπινα ίχνη, που οδηγούσαν είτε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω. Μόλις είδε ότι ο δρόμος ήταν απάτητος, επέστρεψε γρήγορα και είπε:140

«Άνδρες, όλα θα πάνε καλά, αν θέλει ο θεός. Γιατί θα πέσουμε πάνω σε αυτούς τούς ανθρώπους πριν το καταλάβουν. Τώρα θα ανοίξω τον δρόμο με το ιππικό, ώστε αν δούμε κάποιον, να μη διαφύγει και ειδοποιήσει τούς εχθρούς. Εσείς να ακολουθείτε. Κι αν μείνετε πίσω, ακολουθείστε τα ίχνη των αλόγων. Όταν περάσουμε πάνω από τα βουνά, θα φτάσουμε σε πολλά και πλούσια χωριά».141

Όταν ήταν πια μεσημέρι, βρισκόταν ήδη πάνω στα υψώματα και αφού είδε τα χωριά κάτω, ήρθε καλπάζοντας στους οπλίτες και είπε:

«Τώρα θα αφήσω τούς ιππείς να κάνουν έφοδο στην πεδιάδα, ενώ θα στείλω τούς πελταστές εναντίον των χωριών. Ακολουθείστε κι εσείς όσο πιο γρήγορα μπορείτε, ώστε αν υπάρξει οποιαδήποτε αντίσταση, να την αντιμετωπίσετε».142

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο Ξενοφών κατέβηκε από το άλογό του. Και ο Σεύθης ρώτησε:

«Γιατί κατεβαίνεις, ενώ πρέπει να βιαστούμε;»

«Ξέρω», απάντησε ο Ξενοφών, «ότι δεν είμαι ο μόνος που χρειάζεσαι. Και οι οπλίτες θα τρέξουν πιο γρήγορα και πιο χαρούμενα, αν είμαι κι εγώ πεζός και επικεφαλής τους».143

Στη συνέχεια ο Σεύθης απομακρύνθηκε και μαζί του ο Τιμασίων, έχοντας σαράντα περίπου Έλληνες ιππείς. Τότε ο Ξενοφών έδωσε εντολή να περάσουν μπροστά στους διάφορους λόχους οι ευέλικτοι άνδρες ηλικίας μέχρι τριάντα ετών. Έτσι έτρεχε και ο ίδιος μαζί τους, ενώ ο Κλεάνωρ ήταν επικεφαλής των υπόλοιπων.144

Όταν έφτασαν στα χωριά, ο Σεύθης, έχοντας τριάντα περίπου ιππείς, κάλπασε προς αυτόν και τού είπε:

«Να λοιπόν Ξενοφών, αυτά ακριβώς που έλεγες. Οι άνθρωποι έχουν συλληφθεί. Αλλά δυστυχώς οι ιππείς μου απομακρύνθηκαν αβοήθητοι, διασκορπίστηκαν στην καταδίωξη και φοβάμαι μήπως συγκεντρωθούν κάπου εχθροί και μάς προξενήσουν ζημιά. Πρέπει επίσης κάποιοι από εμάς να παραμείνουν στα χωριά, γιατί είναι γεμάτα ανθρώπους».145

«Εγώ λοιπόν», απάντησε ο Ξενοφών, «μαζί με τούς στρατιώτες που έχω θα πιάσω τα υψώματα. Εσύ δώσε εντολή στον Κλεάνορα, να επεκτείνει τη φάλαγγα μέσα από την πεδιάδα, δίπλα στα χωριά».

Όταν έκαναν αυτά τα πράγματα, συγκέντρωσαν χίλιους περίπου αιχμαλώτους, δύο χιλιάδες γελάδια και δέκα χιλιάδες άλλα μικρότερα ζώα. Και τότε στρατοπέδευσαν εκεί.146

7.4. Με τον Σεύθη στη χώρα των Θυνών

Την επόμενη μέρα, αφού ο Σεύθης έκαψε εντελώς τα χωριά και δεν άφησε ούτε σπίτι, για να ενσπείρει και στους άλλους εχθρούς του φόβο για το είδος τής τύχης που θα υφίσταντο, αν δεν υπάκουαν σε αυτόν, πήγε πάλι πίσω.147

Στη συνέχεια έστειλε τον Ηρακλείδη στην Πέρινθο για να πουλήσει τη λεία, ώστε να μπορέσει να πάρει χρήματα για να πληρώσει τούς στρατιώτες, ενώ ο ίδιος και οι Έλληνες στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα των Θυνών. Οι κάτοικοι εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και έφευγαν προς τα βουνά.148

Υπήρχε πολύ χιόνι και έκανε τόσο κρύο, που το νερό που έφερναν στο δείπνο έπηζε, ενώ πάγωνε το κρασί στις κανάτες και πολλών Ελλήνων υπέφεραν από κρυοπαγήματα οι μύτες και τα αυτιά.149

Τότε κατάλαβαν τον λόγο για τον οποίο οι Θράκες φορούσαν πάνω στα κεφάλια και στα αυτιά τους γούνες αλεπούς, όπως και χιτώνες όχι απλώς γύρω από το στήθος τους, αλλά και γύρω από τούς μηρούς τους, καθώς και για ποιον λόγο, όταν ήσαν έφιπποι, φορούσαν μακριούς μανδύες που έφταναν στα πόδια τους και όχι χλαμύδες.150

Ο Σεύθης επέτρεψε σε μερικούς από τούς αιχμαλώτους να φύγουν προς τα βουνά και να πουν ότι αν οι Θυνοί δεν κατέβαιναν στην πεδιάδα για να ζήσουν και αν δεν τού υπέβαλαν υπακοή, θα έκαιγε τα χωριά τους και το σιτάρι και θα χάνονταν από την πείνα. Έτσι κατέβαιναν οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γέροι, αλλά οι νεότεροι άνδρες στρατοπέδευαν στα χωριά κάτω από το βουνό.151

Όταν ο Σεύθης το πληροφορήθηκε, ζήτησε από τον Ξενοφώντα να πάρει τούς νεαρότερους οπλίτες και να τον ακολουθήσει. Σηκώθηκαν λοιπόν τη νύχτα και τα ξημερώματα έφτασαν στα χωριά. Οι περισσότεροι χωρικοί διέφυγαν, γιατί το βουνό ήταν κοντά. Αλλά όσους συνέλαβε ο Σεύθης, τούς σκότωσε χωρίς έλεος.152

Υπήρχε κάποιος Επισθένης από την Όλυνθο, που τού άρεσαν τα αγόρια. Βλέποντας ότι ένα όμορφο αγόρι, ακριβώς στην εφηβεία του, που κρατούσε ελαφριά ασπίδα, επρόκειτο να το θανατώσουν, έτρεξε στον Ξενοφώντα και τον ικέτευε να σώσει το όμορφο παλικάρι.153

Έτσι ο Ξενοφών πήγε στον Σεύθη και τον παρακάλεσε να μη σκοτώσει το παιδί, μιλώντας του για τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόταν ο Επισθένης, ότι κάποτε είχε συγκροτήσει λόχο με μοναδικό κριτήριο να είναι οι άνδρες όμορφοι και ότι με αυτόν τον λόχο αποδείχθηκε ο ίδιος γενναίος άνδρας.154

Και ο Σεύθης ρώτησε:

«Μήπως θέλεις Επισθένη, να πεθάνεις για χάρη αυτού τού αγοριού;»

Τότε ο Επισθένης άπλωσε τον λαιμό του και είπε,

«Χτύπα, αν προστάζει το παλικάρι και πρόκειται να τού χαρίσεις τη ζωή».155

Ο Σεύθης ρώτησε το παιδί αν έπρεπε να χτυπήσει τον Επισθένη αντί για εκείνο. Το αγόρι είπε όχι και ικέτευε να μην τον σκοτώσει. Στη συνέχεια ο Επισθένης αγκάλιασε το παιδί και είπε:

«Είναι ώρα, Σεύθη, να παλέψεις μαζί μου γι’ αυτό το αγόρι. Γιατί δεν θα το εγκαταλείψω».156

Και ο Σεύθης γέλασε και παράτησε το θέμα.

Αποφάσισε όμως να στρατοπεδεύσει εκεί όπου ήταν, ώστε οι άνθρωποι τού βουνού να μην εφοδιάζονται με τρόφιμα ούτε από αυτά τα χωριά. Έτσι ο ίδιος κατέβηκε από το βουνό και στρατοπέδευσε στην πεδιάδα, ενώ ο Ξενοφών με τούς επίλεκτους άνδρες του στρατοπέδευσε στο πιο ψηλό χωριό κάτω από την κορυφή και οι υπόλοιποι Έλληνες κοντά, ανάμεσα στους αποκαλούμενους Ορεινούς Θράκες.157

Δεν είχαν περάσει πολλές ημέρες μετά από αυτό, όταν οι Θράκες κατέβηκαν από το βουνό και άρχισαν διαπραγματεύσεις με τον Σεύθη για ανακωχή και ομήρους. Και ήρθε ο Ξενοφών και είπε στον Σεύθη ότι οι άνδρες του βρίσκονταν σε άσχημα καταλύματα και οι εχθροί ήσαν κοντά. Θα προτιμούσε, είπε, να στρατοπέδευαν στην ύπαιθρο, σε κάποια ισχυρή θέση, από το να είναι στα σπίτια και να διατρέχουν τον κίνδυνο να καταστραφούν. Αλλά ο Σεύθης τού ζήτησε να έχει θάρρος και τού έδειξε τούς ομήρους που είχαν έρθει από τον εχθρό.158

Στο μεταξύ μερικοί από τούς ανθρώπους στο βουνό κατέβηκαν και μάλιστα ζήτησαν από τον ίδιο τον Ξενοφώντα να τούς βοηθήσει να συνάψουν ανακωχή. Συμφώνησε να το κάνει, τούς είπε να μη φοβούνται και τούς εγγυήθηκε ότι δεν θα πάθαιναν κανένα κακό αν ήσαν υπάκουοι στον Σεύθη. Αλλά όπως αποδείχθηκε, μιλούσαν γι’ αυτό το θέμα απλώς και μόνο για να κατασκοπεύσουν την κατάσταση.159

Όλα αυτά συνέβησαν κατά τη διάρκεια τής ημέρας, αλλά τη νύχτα που ακολούθησε οι Θυνοί κατέβηκαν από το βουνό και επιτέθηκαν. Οδηγός προς κάθε σπίτι ήταν ο ίδιος ο κύριος τού σπιτιού. Διαφορετικά στο σκοτάδι θα ήταν δύσκολο να βρουν με άλλον τρόπο τα σπίτια αυτά στα χωριά. Κάθε σπίτι περιβαλλόταν από περίφραξη από μεγάλα στυλιάρια, για να κρατά μέσα τα γελάδια.160

Όταν έφταναν στην πόρτα κάθε σπιτιού, άλλοι έριχναν μέσα ακόντια, άλλοι χτυπούσαν με τα ρόπαλα που είχαν μαζί τους, όπως λεγόταν, για να αποκόπτουν τις λόγχες από τα δόρατα των εχθρών και άλλοι έβαζαν στο σπίτι φωτιά και καλώντας τον Ξενοφώντα με το όνομά του, τού ζητούσαν να βγει έξω και να πεθάνει, για να μην τον κάψουν ζωντανό.161

Είχε ήδη αρπάξει φωτιά η στέγη και ο Ξενοφών και οι άνδρες του μέσα στο σπίτι τους είχαν φορέσει τούς θώρακες και είχαν εξοπλιστεί με ασπίδες, ξίφη και κράνη, όταν ο Μακίστιος162 Σιλανός, ένα παλικάρι δεκαοκτώ περίπου ετών, σήμανε τη σάλπιγγα. Και αμέσως πήδηξαν έξω με τα ξίφη στα χέρια, όπως και οι Έλληνες από τα άλλα σπίτια.163

Οι Θράκες τράπηκαν σε φυγή, όπως συνήθιζαν, κρατώντας πίσω τους τις ασπίδες τους. Προσπαθώντας μερικοί να πηδήσουν πάνω από τούς φράχτες, βρέθηκαν να κρέμονται στον αέρα, με τις ασπίδες τους πιασμένες στους πασσάλους, ενώ άλλοι έχασαν τούς δρόμους που οδηγούσαν έξω και σκοτώθηκαν. Και οι Έλληνες συνέχισαν την καταδίωξη και έξω από το χωριό.164

Μερικοί όμως από τούς Θυνούς επέστρεψαν μέσα στο σκοτάδι και έριξαν ακόντια στους άνδρες που έτρεχαν δίπλα από ένα σπίτι που καιγόταν, περνώντας από το σκοτάδι στο φως. Και τραυμάτισαν τον Ιερώνυμο, Ευοδέα165 λοχαγό, και τον Θεογένη, Λοκρό λοχαγό. Αλλά δεν σκοτώθηκε κανείς. Κάηκαν όμως τα ρούχα και οι αποσκευές μερικών.166

Στο μεταξύ έσπευσε ο Σεύθης σε βοήθειά τους, με επτά ιππείς τής πρώτης γραμμής του, έχοντας και τον σαλπιγκτή Θράκιο, τού οποίου η σάλπιγγα ηχούσε συνεχώς από τη στιγμή που έμαθε για το περιστατικό, μέχρι τη στιγμή που έφτασε σε βοήθεια. Προκάλεσε λοιπόν και αυτή φόβο στους εχθρούς. Όταν έφτασε, τούς έσφιγγε τα χέρια και έλεγε ότι περίμενε να βρει πολλούς από αυτούς σκοτωμένους.167

Τότε ο Ξενοφών ζήτησε από τον Σεύθη να τού δώσει τούς ομήρους και να ενωθεί μαζί του, αν ήθελε, σε αποστολή στο βουνό. Διαφορετικά, να τον άφηνε να πάει ο ίδιος.168

Την επόμενη μέρα λοιπόν τού παρέδωσε ο Σεύθης τούς ομήρους, άνδρες ηλικιωμένους και με τη μεγαλύτερη δύναμη, όπως λεγόταν, απ’ όλους τούς Ορεινούς Θράκες, ενώ ήρθε και ο ίδιος με το στράτευμά του. Ήδη η στρατιωτική δύναμη τού Σεύθη είχε τριπλασιαστεί. Γιατί πολλοί Οδρύσες, ακούγοντας για τις επιτυχίες τού Σεύθη, κατέβαιναν από την πάνω χώρα για να συστρατευτούν μαζί του.169

Και οι Θυνοί,170 όταν είδαν από το βουνό πολλούς ιππείς, πολλούς οπλίτες και πολλούς πελταστές, κατέβηκαν και τον ικέτευαν να τούς χορηγήσει εκεχειρία, συμφωνώντας να κάνουν τα πάντα και ζητώντας του να δεχτεί τις υποσχέσεις τους.171

Και ο Σεύθης, αφού κάλεσε τον Ξενοφώντα, τον ενημέρωσε για τις προτάσεις που έκαναν και είπε ότι δεν θα τούς χορηγούσε εκεχειρία, αν ο Ξενοφών ήθελε να τούς τιμωρήσει για την επίθεσή τους.172

Και ο Ξενοφών είπε:

«Νομίζω ότι και τώρα θα έχουν επαρκή τιμωρία, αν αυτοί οι άνθρωποι είναι από εδώ και πέρα δούλοι αντί για ελεύθεροι».

Πρόσθεσε όμως συμβουλεύοντας τον Σεύθη, ότι στο μέλλον έπρεπε να παίρνει ως ομήρους τούς πιο ικανούς να κάνουν ζημιά και να αφήνει τούς γέροντες στα σπίτια τους. Παραδόθηκαν λοιπόν όλοι οι άνθρωποι σε αυτή την περιοχή.173

7.5. Στη Σαλμυδησσό και πίσω στη Σηλυμβρία

Τώρα περνούσαν στη χώρα των πάνω από το Βυζάντιο Θρακών, στην περιοχή τού ονομαζόμενου Δέλτα. Αυτή δεν ήταν επικράτεια τού Μαισάδη, αλλά τού Τήρη, τού γιου τού Οδρύση.174

Παρουσιάστηκε και ο Ηρακλείδης με τα έσοδα από την πώληση των λαφύρων. Ο Σεύθης, οδηγώντας εμπρός τρία ζεύγη μουλαριών (γιατί δεν υπήρχαν περισσότερα) και τα υπόλοιπα ζευγάρια βοδιών, κάλεσε τον Ξενοφώντα και τον πρόσταξε να λάβει για τον εαυτό του και στη συνέχεια να διανείμει τα υπόλοιπα στους στρατηγούς και στους λοχαγούς.175

Και ο Ξενοφών απάντησε:

«Από την πλευρά μου είμαι ικανοποιημένος να πάρω κάτι αργότερα. Αυτά να τα δωρίσεις στους στρατηγούς που με ακολούθησαν και στους λοχαγούς».176

Έτσι από τα ζευγάρια μουλαριών πήρε ένα ο Τιμασίων ο Δαρδανεύς, ένα ο Κλεάνωρ ο Ορχομένιος και ένα ο Αχαιός Φρυνίσκος, ενώ τα ζευγάρια βοδιών μοιράστηκαν στους λοχαγούς. Ο Σεύθης πλήρωσε επίσης τούς μισθούς των στρατευμάτων, αλλά για είκοσι μόνο ημέρες τού μήνα που είχε περάσει. Γιατί ο Ηρακλείδης είπε ότι δεν είχε συγκεντρώσει περισσότερα χρήματα από την πώληση των λαφύρων.177

Ο Ξενοφών θύμωσε γι’ αυτό και είπε με όρκο:

«Μού φαίνεται, Ηρακλείδη, ότι δεν φροντίζεις για το συμφέρον τού Σεύθη όσο θα έπρεπε. Γιατί αν φρόντιζες, θα έφερνες πίσω μαζί σου τούς μισθούς μας στο ακέραιο, ακόμη και αν αναγκαζόσουν να δανειστείς κάτι, αν δεν μπορούσες να το κάνεις με άλλον τρόπο, ή ακόμη και να πουλήσεις τα δικά σου ρούχα».178

Αυτό έκανε τον Ηρακλείδη όχι μόνο να θυμώσει, αλλά και να φοβηθεί ότι θα διωχνόταν από την εύνοια τού Σεύθη και από εκείνη τη μέρα συκοφαντούσε τον Ξενοφώντα στον Σεύθη όσο περισσότερο μπορούσε.179

Όσο για τούς στρατιώτες, κατηγορούσαν τον Ξενοφώντα επειδή δεν είχαν πάρει τον μισθό τους. Και ο Σεύθης, από την άλλη πλευρά, ήταν θυμωμένος μαζί του, γιατί απαιτούσε επίμονα να πληρωθούν οι στρατιώτες.180

Μέχρι τότε είχε συνεχώς αναφέρει, ότι όταν επέστρεφαν στην ακτή, θα έδινε στον Ξενοφώντα τη Βισάνθη, τη Γάνο181 και το Νέον Τείχος.182 Αλλά από τότε δεν αναφέρθηκε άλλη φορά σε αυτούς τούς τόπους. Γιατί ο Ηρακλείδης τον είχε συκοφαντήσει και γι’ αυτό στον Σεύθη, ότι δηλαδή δεν θα ήταν ασφαλές να παραδώσει οχυρωμένους τόπους σε έναν άνδρα που είχε δύναμη στρατευμάτων.183

Έτσι ο Ξενοφών άρχισε να εξετάζει τι ήταν καλύτερο να κάνει με τη συνέχιση τής πορείας ακόμη μακρύτερα στην ενδοχώρα, ενώ ο Ηρακλείδης, από την άλλη πλευρά, πήρε τούς υπόλοιπους στρατηγούς και επισκέφθηκε τον Σεύθη και τούς πρόσταξε να πουν ότι θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον στρατό ακριβώς όπως και ο Ξενοφών, ενώ τούς υποσχέθηκε ότι σε λίγες ημέρες θα είχαν τον μισθό τους στο ακέραιο για δύο μήνες και τούς παρότρυνε να συνεχίσουν την εκστρατεία με τον Σεύθη.184

Και ο Τιμασίων είπε:

«Εγώ ούτε με μισθό πέντε μηνών δεν θα εκστράτευα χωρίς τον Ξενοφώντα».

Και ο Φρυνίσκος και ο Κλεάνωρ συμφώνησαν με τον Τιμασίωνα.185

Τότε ο Σεύθης λοιδορούσε τον Ηρακλείδη, ότι δεν είχε προσκαλέσει και τον Ξενοφώντα. Κάλεσαν λοιπόν μόνο αυτόν. Και ο Ξενοφών, κατανοώντας την αχρειότητα τού Ηρακλείδη, ότι ήθελε να τον διαβάλει στους άλλους στρατηγούς, προσήλθε φέρνοντας μαζί του όλους τούς στρατηγούς και τούς λοχαγούς.186

Και όταν συμφώνησαν όλοι, συνέχισαν την εκστρατεία και έχοντας δεξιά τον Εύξεινο Πόντο έφτασαν στη Σαλμυδησσό,187 περνώντας από τη χώρα των ονομαζόμενων Μελινοφάγων Θρακών.188 Εδώ προσάραζαν και ναυαγούσαν πολλά από τα πλοία που ταξίδευαν στον Εύξεινο Πόντο, λόγω κάποιου είδους ελώδους αμμουδιάς, που αναπτυσσόταν αρκετά μέσα στη θάλασσα.189 190

Και οι Θράκες που κατοικούσαν στην ακτή, την είχαν οριοθετήσει με πέτρες και κάθε ομάδα τους λεηλατούσε τα πλοία που ναυαγούσαν μέσα στα όριά της. Σε παλαιότερες όμως εποχές, πριν οριοθετήσουν την ακτή, λεγόταν ότι κατά τη διάρκεια τής λεηλασίας σκότωναν πολλοί ο ένας τον άλλο.191

Εδώ υπήρχαν πολλά κρεβάτια, πολλά κιβώτια, πολλά βιβλία και πληθώρα απ’ όλα τα άλλα είδη που μετέφεραν οι κυβερνήτες των πλοίων σε ξύλινες κασέλες. Αφού υπέταξαν και αυτή την περιοχή, ξεκίνησαν να επιστρέψουν.192

Τώρα πια ο Σεύθης είχε στρατό μεγαλύτερο από τον ελληνικό. Γιατί αφενός οι Οδρύσες κατέβαιναν προς αυτόν σε ακόμη μεγαλύτερους αριθμούς, ενώ και οι λαοί που υποτάσσονταν κάθε τόσο συμμετείχαν στην εκστρατεία. Στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα πάνω από τη Σηλυμβρία, σε απόσταση τριάντα περίπου σταδίων από την ακτή.193

Στο μεταξύ δεν φαινόταν κανένας μισθός. Οι στρατιώτες ήσαν πολύ δυσαρεστημένοι με τον Ξενοφώντα, αλλά και ο Σεύθης δεν τού φερόταν πια φιλικά, ενώ όποτε ο Ξενοφών πήγαινε και ζητούσε να τον συναντήσει, τού έλεγαν πάντοτε ότι ήταν πολύ απασχολημένος.194

7.6. Οι Σπαρτιάτες ζητούν από τον Σεύθη τούς Έλληνες

Τότε, ενώ είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες, ήρθαν από τον Θίβρωνα ο Σπαρτιάτης Χαρμίνος και ο Πολύνικος και είπαν ότι οι Σπαρτιάτες είχαν αποφασίσει να αναλάβουν εκστρατεία εναντίον τού Τισσαφέρνη και ο Θίβρων είχε ξεκινήσει να πολεμήσει και ήθελε αυτόν τον στρατό. Είπαν επίσης ότι ο μισθός για τούς στρατιώτες θα ήταν ένας δαρεικός τον μήνα, το διπλάσιο ποσό για τούς λοχαγούς και το τετραπλάσιο για τούς στρατηγούς.195

Όταν έφτασαν οι Σπαρτιάτες, ο Ηρακλείδης έμαθε αμέσως ότι είχαν έρθει για να πάρουν τον στρατό και είπε στον Σεύθη ότι είχε συμβεί πολύ ευτυχές γεγονός:

«Οι Σπαρτιάτες θέλουν τον στρατό, ενώ εσύ δεν τον θέλεις πια. Δίνοντάς τους τον στρατό θα κάνεις χάρη στους Σπαρτιάτες, ενώ οι στρατιώτες θα σταματήσουν να σού ζητούν τούς μισθούς και θα εγκαταλείψουν τη χώρα».196

Όταν τα άκουσε αυτά ο Σεύθης, τού έδωσε εντολή να οδηγήσει τούς απεσταλμένους μπροστά του. Και όταν τού είπαν ότι είχαν έρθει ζητώντας τον στρατό, εκείνος απάντησε ότι θα τούς τον έδινε, γιατί επιθυμούσε να είναι φίλος και σύμμαχός τους, ενώ τούς προσκάλεσε σε δείπνο και τούς δεξιώθηκε μεγαλοπρεπώς. Δεν κάλεσε όμως ούτε τον Ξενοφώντα, ούτε κανέναν από τούς άλλους στρατηγούς.197

Όταν οι Σπαρτιάτες ρώτησαν τι είδος άνθρωπος ήταν ο Ξενοφών, τούς απάντησε ότι δεν ήταν κακός κατά τα άλλα, αλλά ήταν φίλος των στρατιωτών και ότι γι’ αυτόν τον λόγο τα πράγματα πήγαιναν άσχημα γι’ αυτόν. Κι εκείνοι ρώτησαν:

«Δηλαδή δημαγωγεί με τούς στρατιώτες;»

Και ο Ηρακλείδης είπε

«Πάρα πολύ».198

Εκείνοι ξαναρώτησαν:

«Μήπως λοιπόν εναντιωθεί στο ζήτημα τής απομάκρυνσης τού στρατού;»

Και ο Ηρακλείδης είπε:

«Αν εσείς συγκεντρώσετε τούς στρατιώτες και τούς υποσχεθείτε τον μισθό τους, θα σπεύσουν να σάς ακολουθήσουν, δίνοντας λίγη προσοχή σε εκείνον».199

«Πώς, λοιπόν», ρώτησαν, «θα τούς συγκεντρώναμε;»

«Αύριο το πρωί», απάντησε ο Ηρακλείδης, «θα σάς οδηγήσουμε σε αυτούς». Και συνέχισε: «Ξέρω ότι μόλις σάς δουν, θα μαζευτούν με μεγάλη προθυμία».

Έτσι τελείωσε εκείνη η μέρα.200

Την επόμενη μέρα ο Σεύθης και ο Ηρακλείδης οδήγησαν τούς Σπαρτιάτες στον στρατό και οι στρατιώτες συγκεντρώθηκαν. Και οι δύο Σπαρτιάτες είπαν:

«Οι Σπαρτιάτες έχουν αποφασίσει να κάνουν πόλεμο εναντίον τού Τισσαφέρνη, τού ανθρώπου που σάς αδίκησε. Αν λοιπόν έρθετε μαζί μας, θα τιμωρήσετε τον εχθρό σας, ενώ καθένας από εσάς θα παίρνει ένα δαρεικό τον μήνα, κάθε λοχαγός το διπλάσιο και κάθε στρατηγός το τετραπλάσιο».201

Οι στρατιώτες άκουσαν αυτά τα λόγια με ευχαρίστηση και σηκώθηκε αμέσως ένας από τούς Αρκάδες για να κατηγορήσει τον Ξενοφώντα. Ήταν παρών και ο Σεύθης, θέλοντας να γνωρίζει τι θα γίνει και στεκόταν σε απόσταση ακρόασης μαζί με διερμηνέα, αν και καταλάβαινε τα περισσότερα απ’ όσα ειπώθηκαν στα ελληνικά.

Στη συνέχεια αυτός ο Αρκάς είπε:

«Εμείς, Σπαρτιάτες, θα είμασταν μαζί σας εδώ και καιρό, αν δεν μάς είχε πείσει ο Ξενοφών και δεν μάς είχε οδηγήσει μακριά σε αυτή την περιοχή, όπου εμείς δεν σταματήσαμε ποτέ να εκστρατεύουμε μέρα και νύχτα, με φοβερό χειμώνα, ενώ εκείνος δρέπει τούς καρπούς των κόπων μας. Γιατί ο Σεύθης τον έχει πλουτίσει προσωπικά, ενώ εκείνος μάς στερεί τον μισθό μας.202

Έτσι, αν έβλεπα να λιθοβολείται μέχρι θανάτου ως τιμωρία για τον τρόπο με τον οποίο μάς έχει σύρει, θα νόμιζα ότι είχα πάρει τον μισθό μου και δεν θα ένιωθα τέτοιο βάρος για τα βάσανα που έχω υποστεί».

Ύστερα από αυτόν σηκώθηκε κι άλλος και μίλησε με τον ίδιο τρόπο και στη συνέχεια κι άλλος. Έπειτα ο Ξενοφών μίλησε ως εξής:203

«Λοιπόν είναι αλήθεια τελικά, ότι ο άνθρωπος πρέπει να τα περιμένει όλα, βλέποντας ότι τώρα βρίσκομαι κατηγορούμενος από εσάς για ένα θέμα, στο οποίο γνωρίζω, τουλάχιστον κατά τη δική μου γνώμη, ότι έχω δείξει τον μεγαλύτερο δυνατό ζήλο για λογαριασμό σας. Γύρισα πίσω, έχοντας ήδη ξεκινήσει για την πατρίδα, όχι, μα τον Δία, επειδή έμαθα ότι περνούσατε καλά, αλλά μάλλον γιατί άκουγα ότι βρισκόσασταν σε δυσκολίες, θέλοντας να σάς βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορούσα.204

Όταν επέστρεψα, αν και αυτός εδώ ο Σεύθης μού έστειλε πολλούς αγγελιοφόρους και μού έδωσε πολλές υποσχέσεις, αν σάς έπειθα να έρθετε σε αυτόν, δεν επιχείρησα να το κάνω, όπως γνωρίζετε κι εσείς οι ίδιοι. Αντίθετα, σάς οδήγησα σε θέση από την οποία νόμιζα ότι θα περνούσατε ταχύτατα στην Ασία. Γιατί πίστευα ότι αυτή η πορεία ήταν η καλύτερη επιλογή για εσάς και ήξερα ότι ήταν αυτό που θέλατε.205

Αλλά όταν ήρθε ο Αρίσταρχος με πολεμικές τριήρεις και εμπόδισε το πέρασμά μας απέναντι με πλοία, τότε, όπως ακριβώς έπρεπε να κάνω, σάς συγκέντρωσα για να σκεφτούμε τι ήταν καλύτερο να κάνουμε.206

Έτσι, ακούγοντας με τα αυτιά σας τον Αρίσταρχο να σάς προστάζει να πορευτείτε στη Χερσόνησο και ακούγοντας και τον Σεύθη να σάς παροτρύνει να συστρατευτείτε με εκείνον, ταχθήκατε όλοι υπέρ τής μετάβασης στο πλευρό τού Σεύθη και όλοι το ψηφίσατε αυτό. Άραγε λοιπόν, τι λάθος έκανα σε αυτό το θέμα, όταν σάς οδήγησα στον τόπο όπου είχατε όλοι αποφασίσει να πάμε;207

Όταν ο Σεύθης άρχισε να ψεύδεται στο ζήτημα τού μισθού σας, αν τον υποστήριζα σε αυτό, θα ήταν δίκαιο να με κατηγορείτε και να με μισείτε. Αλλά αν η αλήθεια είναι ότι εγώ, που πριν από αυτό ήμουν ο πιο φίλος με εκείνον απ’ όλους μας, τώρα βρίσκομαι στη μεγαλύτερη αντίθεση με εκείνον, πώς άραγε, όταν δικαίως συντάχθηκα με εσάς και όχι με τον Σεύθη, κατηγορούμαι από εσάς για τα πράγματα, για τα οποία βρίσκομαι σε αντίθεση με εκείνον;208

Αλλά ίσως, θα μπορούσε να πει κανείς, έχω πραγματικά πάρει από τον Σεύθη τα χρήματα που ανήκουν σε εσάς και σάς έχω ξεγελάσει. Τότε είναι τουλάχιστον σαφές, ότι αν ο Σεύθης έδινε σε μένα χρήματα, σίγουρα δεν μού τα έδινε πιστεύοντας ότι θα έχανε όσα μού είχε δώσει και ταυτόχρονα θα πλήρωνε άλλα ποσά σε εσάς, αλλά μάλλον υποθέτω, αν έδινε κάποια χρήματα σε μένα, τα έδινε πιστεύοντας ότι δίνοντας μικρότερο ποσό σε μένα, θα απέφευγε να πληρώσει το μεγαλύτερο ποσό σε εσάς.209

Αν λοιπόν νομίζετε ότι αυτό έχει συμβεί, είναι μέσα στις δυνατότητές σας να καταστήσετε μάταιη αυτή την πράξη και για τούς δυο μας, αν αποσπάσετε από εκείνον τα χρήματά σας. Γιατί είναι σαφές ότι, αν έχω πάρει χρήματα από τον Σεύθη, θα μού τα ζητήσει πίσω και επίσης θα τα ζητήσει πίσω δικαίως, αν δεν αποδείξω ότι πραγματικά έκανα την πράξη για την οποία δωροδοκήθηκα.210

Αλλά νομίζω ότι απέχει πολύ από την αλήθεια η κατηγορία που μού προσάπτετε, ότι δηλαδή έχω εγώ στα χέρια μου εκείνο που σάς ανήκει. Γιατί σάς ορκίζομαι σε όλους τούς θεούς και τις θεές, ότι δεν έχω πάρει ούτε εκείνα που υποσχέθηκε ο Σεύθης σε μένα. Είναι παρών εδώ και ακούγοντας γνωρίζει και ο ίδιος, όπως κι εγώ, αν ψευδορκώ.211

Επίσης, για να εκπλαγείτε ακόμη περισσότερο, σάς ορκίζομαι επιπλέον ότι δεν έλαβα ούτε όσα έλαβαν οι άλλοι στρατηγοί, αλλά ούτε ακόμη και όσα έλαβαν μερικοί από τούς λοχαγούς.212

Και γιατί άραγε το έκανα αυτό; Επειδή νόμιζα, άνδρες, ότι όσο περισσότερο βοηθούσα αυτόν τον άνθρωπο, τον Σεύθη, να αντέξει τη φτώχια στην οποία βρισκόταν τότε, τόσο περισσότερο θα γινόταν φίλος μου, όταν θα αποκτούσε δύναμη. Είδα όμως αργότερα τον Σεύθη να ευημερεί και κατάλαβα τον πραγματικό χαρακτήρα του.213

Αλλά θα έλεγε κανείς: «Δεν ντρέπεσαι λοιπόν, που εξαπατήθηκες τόσο ανόητα;» Ναι, μα τον Δία, θα ντρεπόμουν οπωσδήποτε, αν με είχε εξαπατήσει εχθρός μου. Αλλά για κάποιον που είναι φίλος, θεωρώ πιο ντροπιαστικό να τον εξαπατήσω παρά να εξαπατηθώ από αυτόν.214

Γιατί αν υπάρχει αυτό που θα λέγαμε απαιτούμενη προσοχή για τούς φίλους, γνωρίζω ότι τηρήσαμε κάθε τέτοια προσοχή, ώστε να μη δώσουμε σε αυτόν (στον Σεύθη) δίκαιη πρόφαση να μάς αρνείται εκείνα που υποσχέθηκε. Γιατί ούτε τον αδικήσαμε σε τίποτε, ούτε παραμελήσαμε τις υποθέσεις του από οκνηρία, αλλά ούτε και φανήκαμε έστω και κατ’ ελάχιστον άνανδροι, όπου μάς κάλεσε σε βοήθειά του.215

Αλλά θα λέγατε ίσως, ότι έπρεπε από τότε να παρθούν μέτρα, ώστε να μη μπορεί να μάς εξαπατήσει, ακόμη κι αν ήθελε. Απαντώντας σε αυτό λοιπόν, ακούστε εκείνα που δεν θα σάς έλεγα ποτέ παρουσία αυτού τού ανθρώπου, αν δεν μού είχατε φανεί εντελώς παράλογοι ή πολύ αχάριστοι απέναντί μου.216

Θυμηθείτε κάτω από ποιες δύσκολες περιστάσεις τύχαινε να βρίσκεστε, από τις οποίες σάς απάλλαξα, όταν σάς οδήγησα στον Σεύθη. Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι βρισκόσασταν κοντά στην Πέρινθο και ότι ο Σπαρτιάτης Αρίσταρχος σάς εμπόδισε να μπείτε σε αυτήν, κλείνοντάς σας έξω από τις πύλες της; Και όλοι σας τότε στρατοπεδεύατε στην ύπαιθρο, μέσα στον χειμώνα, ενώ αγοράζατε τις προμήθειές σας σε αγορά, αν και ήσαν σπάνια αυτά που σάς προσφέρονταν προς πώληση, ενώ σπάνια είχατε και τα χρήματα για τις αγορές αυτές.217

Μάλιστα είμασταν αναγκασμένοι να παραμένουμε στη Θράκη. Γιατί βρίσκονταν από πάνω μας οι τριήρεις και μάς εμπόδιζαν να περάσουμε απέναντι στην Ασία. Και παραμένοντας εκεί, βρισκόμασταν σε εχθρική χώρα, όπου υπήρχαν πολλοί ιππείς εχθρικοί προς εμάς και πολλοί πελταστές.218

Είχαμε στη διάθεσή μας μόνο τούς οπλίτες μας, με τούς οποίους επιτιθέμενοι όλοι μαζί στα χωριά, ίσως κατορθώναμε να προμηθευτούμε τροφή, όχι βέβαια άφθονη, αλλά δεν είχαμε τα μέσα για να καταδιώξουμε και να συλλάβουμε αιχμαλώτους ή ζώα. Γιατί εγώ δεν είχα βρει να υπάρχουν πια ανάμεσά σας ούτε ιππείς, ούτε πελταστές.219

Αν λοιπόν, όταν βρισκόσασταν σε αυτές τις δυσκολίες, αν είχα απλώς κερδίσει για εσάς, χωρίς να ζητήσω οποιαδήποτε αμοιβή, τη συμμαχία τού Σεύθη, που είχε τούς ιππείς και τούς πελταστές που εσείς χρειαζόσασταν, θα σκεφτόσασταν ότι είχα διεκπεραιώσει κακό σχέδιο για λογαριασμό σας;220

Γιατί θυμάστε υποθέτω, ότι όταν ενώσατε τις δυνάμεις σας μαζί τους, όχι μόνο βρίσκατε τρόφιμα σε μεγαλύτερη αφθονία στα χωριά, επειδή οι Θράκες τρέπονταν σε φυγή με μεγαλύτερη βιασύνη, αλλά είχατε και μεγαλύτερο μερίδιο σε αιχμαλώτους και γελάδια.221

Γιατί δεν ξαναείδαμε εχθρό από τη μέρα που το ιππικό ενώθηκε μαζί μας. Πιο πριν, όμως, οι εχθροί μάς ακολουθούσαν θαρραλέα με ιππείς και πελταστές και μάς εμπόδιζαν να διασκορπιστούμε προς κάθε κατεύθυνση σε μικρές ομάδες, αποκομίζοντας έτσι πλουσιότερη συγκομιδή προμηθειών.222

Αλλά αν εκείνος, που σάς έδωσε εν μέρει αυτή την ασφάλεια, δεν σάς έχει καταβάλει στο ακέραιο τούς μισθούς που σάς οφείλονται, είναι άραγε αυτό τόσο τρομερή κακοτυχία, για την οποία μάλιστα να νομίζετε ότι δεν πρέπει να με αφήσετε να συνεχίσω να ζω;223

Τώρα λοιπόν πώς φεύγετε από εδώ; Μήπως δεν περάσατε τον χειμώνα μέσα σε αφθονία προμηθειών, ενώ όσα πήρατε από τον Σεύθη, μήπως δεν αποτελούν καθαρό κέρδος; Γιατί ήσαν τα υπάρχοντα των εχθρών εκείνα που καταναλώνατε. Και κάνοντάς το, ούτε είδατε κανέναν από εσάς να σκοτώνεται, ούτε χάσατε κανέναν από εκείνους που ζούσαν.224

Κι αν είχατε πετύχει πριν οποιαδήποτε ένδοξα κατορθώματα εναντίον των βαρβάρων στην Ασία, μήπως δεν διασφαλίσατε εκείνα, αποκτώντας επίσης δόξα νικώντας τούς Θράκες στην Ευρώπη, εναντίον των οποίων πολεμήσατε και επικρατήσατε; Από την πλευρά μου πιστεύω, ότι εκείνες ακριβώς τις πράξεις, για τις οποίες νιώθετε τώρα θυμό απέναντί μου, πρέπει να τις θεωρείτε ευλογίες και να ευγνωμονείτε τούς θεούς.225

Αυτά λοιπόν για την κατάστασή σας. Και τώρα, στο όνομα των θεών, ελάτε και σκεφτείτε πώς είναι η δική μου κατάσταση. Όταν ξεκινούσα για να επιστρέψω στην πατρίδα, είχα, καθώς αναχωρούσα, πολλούς επαίνους από εσάς, ενώ είχα επίσης, μέσα από εσάς, καλή φήμη και στους υπόλοιπους Έλληνες. Με εμπιστεύονταν επίσης οι Σπαρτιάτες, γιατί διαφορετικά δεν θα με είχαν ξαναστείλει πίσω σε εσάς.226

Τώρα φεύγω έχοντας συκοφαντηθεί από εσάς στους Σπαρτιάτες και έχοντας μισηθεί για λογαριασμό σας από τον Σεύθη, τον άνθρωπο μέσω τού οποίου έλπιζα, προσφέροντάς του καλές υπηρεσίες με τη βοήθειά σας, να εξασφαλίσω καλό καταφύγιο για μένα και για τα παιδιά μου, αν αποκτήσω ποτέ παιδιά.227

Κι εσείς, για χάρη των οποίων έχω υποστεί πολύ μίσος και μάλιστα μίσος ανθρώπων πολύ πιο δυνατών από μένα, για χάρη των οποίων ούτε καν αυτή τη στιγμή δεν έχω σταματήσει να προσπαθώ να πετύχω ό,τι καλό μπορώ, έχετε τέτοια γνώμη για μένα.228

Με έχετε λοιπόν υπό την εξουσία σας, όχι ως αιχμάλωτο που καταδιώξατε ή ως δραπέτη σκλάβο που συλλάβατε. Και αν κάνετε αυτά που προτείνετε, να είστε βέβαιοι ότι θα έχετε σκοτώσει κάποιον, που ξαγρύπνησε πολλές φορές για χάρη σας, που έχει υπομείνει πολλούς κόπους και κινδύνους μαζί σας, τόσο από τη θέση που είχε, αλλά και έξω από αυτή τη θέση, που έχει επίσης, με την ευσπλαχνία των θεών, στήσει μαζί σας πολλά τρόπαια νικών εναντίον των βαρβάρων και ο οποίος, για να μη γίνετε εχθροί με κανέναν Έλληνα, έκανε ό,τι μπορούσε, ερχόμενος σε αντίθεση με εσάς.229

Μάλιστα είστε τώρα ελεύθεροι να ταξιδέψετε με ασφάλεια οπουδήποτε επιλέξετε, είτε από τη στεριά ή από τη θάλασσα. Και άραγε εσείς, τη στιγμή που σάς φανερώνεται τόσο άφθονη ελευθερία, όταν ξεκινάτε για να πλεύσετε στον τόπο όπου από καιρό θέλατε να πάτε και ζητούν τη βοήθειά σας οι ισχυρότεροι, όταν φαίνεται στον ορίζοντα μισθός και όταν οι Σπαρτιάτες, που θεωρούνται οι πιο ισχυροί ηγέτες, έχουν έρθει να σάς οδηγήσουν, άραγε θεωρείτε ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή, για να με θανατώσετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε;230

Βέβαια δεν ήταν έτσι τις ημέρες που βρισκόμασταν σε δυσκολίες, όπως θυμάστε καλύτερα απ’ όλους τούς άλλους ανθρώπους. Τότε με αποκαλούσατε πατέρα και υποσχόσασταν να με θυμάστε πάντοτε ως ευεργέτη. Δεν είναι όμως καθόλου αγνώμονες ούτε αυτοί οι άνθρωποι, που έχουν έρθει τώρα σε εσάς. Φαντάζομαι λοιπόν, ότι και κανένας από αυτούς δεν θα έχει την καλύτερη γνώμη για εσάς, βλέποντας τη συμπεριφορά σας απέναντί μου».

Όταν είπε αυτά, σταμάτησε.231

Τότε σηκώθηκε ο Σπαρτιάτης Χαρμίνος και είπε:

«Όχι, μα τούς δίδυμους θεούς. Νομίζω ότι είστε άδικα θυμωμένοι με αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί μπορώ και ο ίδιος να μιλήσω γι’ αυτόν. Όταν ο Πολύνικος κι εγώ ρωτήσαμε τον Σεύθη για τον Ξενοφώντα, για να μάθουμε τι είδους άνθρωπος ήταν, ο Σεύθης δεν είχε τίποτε άλλο να τον κατηγορήσει, εκτός από το ότι, όπως είπε, ήταν πολύ φίλος με τούς στρατιώτες και ότι γι’ αυτόν τον λόγο, πρόσθεσε, τα πράγματα πήγαιναν χειρότερα για εκείνον, τόσο σε σχέση με εμάς τούς Σπαρτιάτες, όσο και με τον ίδιο τον Σεύθη».232

Ύστερα από εκείνον σηκώθηκε ο Λουσιάτης Ευρύλοχος από την Αρκαδία και είπε:

«Πιστεύω κι εγώ, άνδρες Σπαρτιάτες, ότι πρέπει να αναλάβετε την ηγεσία μας σε αυτό το εγχείρημα, απαιτώντας πρώτα απ’ όλα τούς μισθούς μας από τον Σεύθη, είτε με τη θέλησή του ή χωρίς αυτή και ότι δεν θα μάς πάρετε από εδώ μέχρι να γίνει αυτό».233

Και ο Αθηναίος Πολυκράτης είπε, με προτροπή τού Ξενοφώντος:

«Κοιτάξτε, άνδρες, βλέπω και τον Ηρακλείδη παρόντα εδώ, τον άνθρωπο που πήρε τα λάφυρα που είχαμε κερδίσει με τον κόπο μας και στη συνέχεια τα πούλησε, χωρίς να παραδώσει τα έσοδα ούτε στον Σεύθη ούτε σε εμάς, αλλά έκλεψε τα χρήματα και τα κράτησε για τον εαυτό του. Αν είμαστε λοιπόν σώφρονες, πρέπει να τον συλλάβουμε». Και συνέχισε: «Γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν είναι Θράκας αλλά όντας Έλληνας αδικεί τούς Έλληνες».234

Μόλις τα άκουσε αυτά ο Ηρακλείδης, τρόμαξε πολύ. Και πηγαίνοντας στον Σεύθη τού είπε:

«Εμείς, αν είμαστε σώφρονες, πρέπει να ξεφύγουμε από το μέρος αυτό, όπου επικρατούν εκείνοι».

Και αφού ανέβηκαν στα άλογά τους, απομακρύνθηκαν καλπάζοντας στο δικό τους στρατόπεδο.235

Ύστερα από αυτό ο Σεύθης έστειλε στον Ξενοφώντα τον διερμηνέα του, τον Αβροζέλμη, με εντολή να τον παρακαλέσει να μείνει μαζί του με χίλιους οπλίτες και με υπόσχεση να τού δώσει και τα παραθαλάσσια μέρη και όσα άλλα τού είχε υποσχεθεί. Να τού πει επίσης εμπιστευτικά, ότι είχε μάθει από τον Πολύνικο, ότι αν περιερχόταν στην εξουσία των Σπαρτιατών, σίγουρα θα θανατωνόταν από τον Θίβρωνα.236

Και άλλοι πολλοί έστελναν τέτοιες πληροφορίες στον Ξενοφώντα, ότι τον είχαν δηλαδή συκοφαντήσει στους Σπαρτιάτες και ότι έπρεπε να φυλάγεται. Εκείνος, όταν τα άκουσε αυτά, πήρε δύο σφάγια και θυσιάζοντάς τα στον Δία τον βασιλέα, τον ρωτούσε τι ήταν ποιο καλό και ωφέλιμο: να μείνει κοντά στον Σεύθη με τούς όρους που τού είχε προτείνει αυτός ή να φύγει μαζί με το στράτευμα; Και ο Δίας τού απάντησε ότι έπρεπε να φύγει.237

7.7. Ο Σεύθης πληρώνει στους Έλληνες τα οφειλόμενα

Ύστερα από αυτό ο Σεύθης έστησε το στρατόπεδό του πιο μακριά. Και οι Έλληνες κατασκήνωσαν σε χωριά, από τα οποία θα εξασφάλιζαν προμήθειες με τη μεγαλύτερη δυνατή αφθονία πριν αναχωρήσουν προς τη θάλασσα. Αυτά τα χωριά είχαν δοθεί από τον Σεύθη στον Μηδοσάδη.238

Ο Μηδοσάδης θύμωσε όταν είδε να καταναλώνονται από τούς Έλληνες τα δικά του αγαθά στα χωριά. Και παίρνοντας μαζί του έναν πολύ ισχυρό Οδρύση, έναν από εκείνους που είχαν κατέβει από το εσωτερικό, καθώς και περίπου τριάντα ιππείς, ήρθε και κάλεσε τον Ξενοφώντα να βγει από το ελληνικό στρατόπεδο. Εκείνος πήρε μαζί του μερικούς λοχαγούς και άλλους κατάλληλους άνδρες και βγήκε μπροστά.239

Τότε είπε ο Μηδοσάδης:

«Κάνετε λάθος, Ξενοφών, που λεηλατείτε τα χωριά μας. Σάς προειδοποιούμε λοιπόν δημόσια, εγώ για λογαριασμό τού Σεύθη και αυτός ο άνθρωπος που έχει έρθει από τον Μήδοκο, που είναι βασιλιάς στο εσωτερικό, να φύγετε από αυτή τη χώρα. Αν αρνηθείτε, δεν θα σάς αφήσουμε ελεύθερους, αλλά όταν προκαλείτε ζημιές στα εδάφη μας, θα αμυνόμαστε θεωρώντας σας εχθρούς».240

Όταν ο Ξενοφών τα άκουσε αυτά, απάντησε:

«Μού είναι δύσκολο να σού απαντήσω, όταν λες τέτοια πράγματα. Θα προσπαθήσω όμως να μιλήσω για χάρη τού νεαρού άνδρα, ώστε να μπορέσει να καταλάβει τι είδους άνθρωποι είμαστε εμείς και τι είδους εσείς».241

Και συνέχισε: «Εμείς είμασταν πριν φίλοι σας, πορευόμασταν ελεύθερα σε αυτή τη χώρα όπου θέλαμε, λεηλατώντας αν θέλαμε, πυρπολώντας αν θέλαμε.242

Κι εσύ Μηδοσάδη, κάθε φορά που ερχόσουν σε εμάς ως πρεσβευτής, στρατοπέδευες μαζί μας, χωρίς να φοβάσαι κανέναν από τούς εχθρούς. Εσείς δεν ερχόσασταν ποτέ σε αυτή τη χώρα ή, αν κάποτε ερχόσασταν, στρατοπεδεύατε σαν να βρισκόσασταν σε χώρα πιο δυνατών από εσάς, κρατώντας όλη τη νύχτα τα άλογά σας με χαλινάρια.243

Αλλά αφού γίνατε φίλοι με εμάς και όταν χάρη σε εμάς, με τη βοήθεια των θεών, καταλάβατε αυτή τη χώρα, προσπαθείτε τώρα να μάς διώξετε από αυτήν, που την πήρατε από εμάς, που την κερδίσαμε με τη δική μας δύναμη και τη δώσαμε σε εσάς. Γιατί όπως γνωρίζεις και ο ίδιος, οι εχθροί δεν ήσαν ικανοί να μάς βγάλουν από εδώ.244

Και μάλιστα αντί να μάς κάνεις δώρα και να μάς φερθείς καλά, σε αντάλλαγμα για το καλό που σάς κάναμε, αξιώνεις να μάς διώξεις, ενώ, καθώς φεύγουμε από εδώ, δεν μάς επιτρέπεις, στον βαθμό που μπορείς, ούτε να στρατοπεδεύσουμε στη χώρα.245

Και λέγοντας αυτά τα λόγια δεν ντρέπεσαι ούτε τούς θεούς, ούτε αυτόν τον άνδρα, ο οποίος σε βλέπει σήμερα πλούσιο, ενώ πριν γίνεις φίλος μας ζούσες από τη ληστεία, όπως έλεγες και ο ίδιος.246

Γιατί όμως απευθύνεσαι σε μένα; Δεν διοικώ πια εγώ, αλλά οι Σπαρτιάτες, στους οποίους παραδώσατε οι ίδιοι τον στρατό για να τον αποσύρουν από εδώ και μάλιστα, φοβεροί άνθρωποι, χωρίς καν να με προσκαλέσετε, ώστε, έχοντας κερδίσει το μίσος τους, όταν έφερα τα στρατεύματα σε εσάς, να μην κέρδιζα τώρα την εύνοιά τους, επιστρέφοντάς τα».247

Μόλις ο Οδρύσης τα άκουσε αυτά, είπε:

«Εγώ, Μηδοσάδη, βυθίζομαι κάτω από τη γη από ντροπή ακούγοντάς τα. Αν γνώριζα πριν την αλήθεια, ποτέ δεν θα σε συνόδευα. Και τώρα αποχωρώ, γιατί ποτέ δεν θα με επαινέσει ο βασιλιάς Μήδοκος, αν εκστρατεύσω εναντίον των ευεργετών του».248

Με αυτά τα λόγια ανέβηκε στο άλογό του και κάλπασε μακριά και μαζί του και οι άλλοι ιππείς, εκτός από τέσσερις ή πέντε. Αλλά ο Μηδοσάδης, που εξακολουθούσε να είναι εξοργισμένος από τη λεηλασία τής χώρας, ζήτησε από τον Ξενοφώντα να καλέσει τούς δύο Σπαρτιάτες.249

Και εκείνος, παίρνοντας τούς πιο επίλεκτους, πήγε στον Χαρμίνο και στον Πολύνικο και τούς ενημέρωσε ότι τούς καλούσε ο Μηδοσάδης, για να τούς δώσει την ίδια προειδοποίηση που είχε δώσει και στον ίδιο, να φύγουν δηλαδή από τη χώρα.250

Και πρόσθεσε:

«Νομίζω λοιπόν, ότι θα μπορέσετε να πάρετε για λογαριασμό τού στρατού τον οφειλόμενο μισθό, αν τούς πείτε ότι ο στρατός σάς ζήτησε να τον βοηθήσετε να αποσπάσετε τον μισθό τους από τον Σεύθη, είτε το θέλει είτε όχι και ότι μόλις τον πάρουν, λένε ότι θα σάς ακολουθήσουν πρόθυμα. Και ότι σάς φαίνονται δίκαια αυτά που λένε και ότι τούς υποσχεθήκατε ότι δεν θα αναχωρήσουν, πριν πάρουν οι στρατιώτες τα οφειλόμενα σε αυτούς».251

Όταν τα άκουσαν, οι Σπαρτιάτες είπαν ότι θα τα έλεγαν αυτά τα επιχειρήματα, καθώς και άλλα, όσο πιο ισχυρά εύρισκαν. Και ξεκίνησαν αμέσως παίρνοντας μαζί τους όλους τούς σημαντικούς άνδρες τού στρατού.

Όταν έφτασαν, ο Χαρμίνος είπε:

«Αν έχεις κάτι να μάς πεις, Μηδοσάδη, να το πεις. Αν δεν έχεις, έχουμε εμείς να σού πούμε».252

Και ο Μηδοσάδης απάντησε πολύ πειθήνια:

«Λέω», είπε, «ενώ και ο Σεύθης λέει το ίδιο, ότι έχουμε την απαίτηση εκείνοι που έχουν γίνει φίλοι μας να μην υφίστανται κακομεταχείριση από εσάς. Γιατί ό,τι κακό κάνετε σε εκείνους είναι σαν να το κάνετε σε εμάς, γιατί είναι δικοί μας».253

«Εμείς λοιπόν», απάντησαν οι Σπαρτιάτες, «θα φύγουμε μόλις πάρουν τον μισθό τους εκείνοι που κέρδισαν για εσάς αυτά τα εδάφη. Αν δεν γίνει αυτό, σκοπεύουμε χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση να τούς βοηθήσουμε και να τιμωρήσουμε εκείνους τούς άνδρες, που παραβίασαν τούς όρκους τους και τούς αδίκησαν. Αν ανήκεις κι εσύ σε αυτούς, θα αρχίσουμε με σένα να αποδίδουμε δικαιοσύνη».254

Και ο Ξενοφών πρόσθεσε:

«Μήπως θα προτιμούσες Μηδοσάδη, να αφήσουμε αυτούς τούς ίδιους τούς ανθρώπους, στων οποίων τη χώρα βρισκόμαστε, επειδή είπες ότι είναι φίλοι σας, να αποφασίσουν με ψηφοφορία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ποιοι πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα, εσείς ή εμείς;»255

Ο Μηδοσάδης απάντησε «όχι», αλλά πρότεινε ότι προτιμούσε να πάνε οι δύο Σπαρτιάτες στον Σεύθη για τούς μισθούς των στρατιωτών και πίστευε, έλεγε, ότι θα έπειθαν τον Σεύθη. Αν δεν πήγαιναν, τούς ζήτησε να στείλουν τον Ξενοφώντα μαζί του και υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθούσε. Και τούς παρακαλούσε να μην καίνε τα χωριά.256

Έτσι έστειλαν τον Ξενοφώντα και μαζί του εκείνους που θεωρούσαν καταλληλότερους. Όταν έφτασαν, ο Ξενοφών απευθύνθηκε στον Σεύθη ως εξής:257

«Σεύθη, είμαι εδώ όχι για να απαιτήσω κάτι, αλλά για να σού δείξω, αν μπορέσω, πόσο άδικο ήταν από την πλευρά σου να εξοργιστείς μαζί μου, επειδή απαιτούσα με ζήλο για λογαριασμό των στρατιωτών εκείνα που τούς είχες υποσχεθεί. Γιατί πίστευα ότι δεν ήταν λιγότερο συμφέρον για σένα να τούς πληρώσεις, απ’ όσο ήταν για εκείνους να πάρουν τον μισθό τους.258

Γνωρίζω ότι, ύστερα από τούς θεούς, αυτοί οι άνδρες ήσαν εκείνοι που σε τοποθέτησαν σε προβεβλημένη θέση, όταν σε έκαναν βασιλιά μεγάλης περιοχής και πολλών ανθρώπων. Σε θέση στην οποία δεν μπορείς να διαφεύγεις τής προσοχής, είτε κάνεις κάτι καλό ή κάνεις κακό.259

Θεωρούσα σημαντικό πράγμα, ένας άνθρωπος σε τέτοια θέση να μη διώχνει χωρίς ευγνωμοσύνη τούς ευεργέτες του, σημαντικό πράγμα επίσης να μιλάνε καλά γι’ αυτόν έξι χιλιάδες άνδρες, αλλά πιο σημαντικό απ’ όλα να μη γίνεσαι ο ίδιος αναξιόπιστος σε εκείνα που λες.260

Γιατί βλέπω ότι τα λόγια των αναξιόπιστων ανδρών περιφέρονται εδώ κι εκεί, χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς δύναμη και χωρίς τιμή. Αλλά όταν οι άνδρες φαίνεται ότι λένε την αλήθεια, τότε τα λόγια τους, αν θέλουν κάτι, έχουν τη δύναμη να πετύχουν όχι λιγότερα απ’ όσα ο καταναγκασμός στα χέρια άλλων ανθρώπων. Κι αν θέλουν να οδηγήσουν κάποιον στη λογική, γνωρίζω ότι οι απειλές τους το πετυχαίνουν αυτό όχι λιγότερο, απ’ όσο οι άλλοι ήδη τιμωρώντας. Και ότι όταν αυτοί οι άνθρωποι υπόσχονται κάτι, δεν καταφέρνουν λιγότερα από εκείνους που μοιράζουν αμέσως δώρα.261

Και θυμήσου κι εσύ πόσα χρήματα μάς έδωσες προκαταβολικά, για να μάς κερδίσεις ως συμμάχους. Ξέρεις ότι το ποσό ήταν ασήμαντο. Αλλά επειδή εμπιστεύτηκαν ότι θα πραγματοποιούσες ειλικρινά εκείνα που έλεγες, παρακινήθηκαν τόσοι άνθρωποι να σε βοηθήσουν στην εκστρατεία σου και έτσι να αποκτήσουν για σένα ένα βασίλειο, που αξίζει πολλές φορές περισσότερα από τα τριάντα τάλαντα που ισχυρίζονται ότι πρέπει τώρα να πάρουν.262

Πρώτα απ’ όλα λοιπόν η ίδια η εμπιστοσύνη, εκείνη που κέρδισε για σένα το βασίλειό σου, πουλήθηκε για ένα τέτοιο ποσό.263

Θυμήσου πόσο μεγάλο πράγμα θεωρούσες τότε, να πετύχεις τις κατακτήσεις που τώρα έχουν επιτευχθεί. Από την πλευρά μου είμαι σίγουρος ότι θα ευχόσουν οι πράξεις που έχουν γίνει τώρα να μπορούσαν να επιτευχθούν για λογαριασμό σου ακόμη κι αν χρειαζόταν να πληρώσεις στο στράτευμα πολλές φορές αυτό το ποσό των χρημάτων.264

Θεωρώ μεγαλύτερη ζημιά και ντροπή να μην κρατήσεις τώρα σταθερά αυτές τις κτήσεις, από το να μην τις είχες αποκτήσει τότε, ακριβώς όπως το να γίνει κανείς φτωχός έχοντας υπάρξει πλούσιος είναι πιο δύσκολο από το να μην είχε υπάρξει ποτέ πλούσιος, καθώς και το να γίνει κανείς υπήκοος έχοντας υπάρξει βασιλιάς, είναι πιο δύσκολο από το να μην είχε γίνει ποτέ βασιλιάς.265

Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι εκείνοι που έχουν γίνει τώρα υπήκοοί σου δεν πείστηκαν να ζήσουν κάτω από την εξουσία σου από αγάπη για σένα, αλλά από την πίεση τής ανάγκης, και ότι αν δεν τούς συγκρατεί κάποιος φόβος, θα προσπαθήσουν να γίνουν και πάλι ελεύθεροι.266

Σε ποια λοιπόν από τις δύο περιπτώσεις νομίζεις ότι θα ένιωθαν μεγαλύτερο φόβο και θα ήσαν πιο λογικοί στις σχέσεις τους με σένα; Αν έβλεπαν τούς στρατιώτες να τρέφουν τέτοια αισθήματα για σένα, που θα έμεναν μαζί σου τώρα αν τούς πρόσταζες και θα επανέρχονταν σύντομα πάλι σε σένα, αν τούς χρειαζόσουν, ενώ θα φρόντιζαν επίσης ώστε άλλοι, ακούγοντας πολλά καλά πράγματα για σένα από αυτούς τούς στρατιώτες, να παρουσιάζονταν γρήγορα για να αναλάβουν υπηρεσία σε σένα κάθε φορά που θα τούς χρειαζόσουν, ή αν σχημάτιζαν την κακή γνώμη, ότι δεν έπρεπε να έρθουν σε σένα άλλοι στρατιώτες, ως συνέπεια μιας δυσπιστίας, απορρέουσας από εκείνο που έχει συμβεί τώρα και ότι οι στρατιώτες που έχεις είναι πιο φιλικοί προς εκείνους απ’ όσο προς εσένα;267

Επίσης αυτοί οι άνθρωποι δεν υποτάχθηκαν σε σένα λόγω τού μεγάλου αριθμού μας, αλλά επειδή δεν διέθεταν ηγέτες. Υπάρχει λοιπόν κι εδώ ο κίνδυνος, να πάρουν ως ηγέτες τους ορισμένους από αυτούς τούς στρατιώτες, που θεωρούν ότι αδικήθηκαν από σένα, ή ακόμη και άνδρες ακόμη πιο ισχυρούς από αυτούς, δηλαδή τούς Σπαρτιάτες, αν οι στρατιώτες υποσχεθούν να τούς προσφέρουν υπηρεσίες με μεγαλύτερο ζήλο, εφόσον τώρα αποσπάσουν από σένα εκείνα που τούς οφείλονται και αν οι Σπαρτιάτες, επειδή χρειάζονται τον στρατό, συναινέσουν σε αυτό το αίτημά τους.268

Επίσης είναι βέβαιο ότι οι Θράκες, που έχουν πέσει πια κάτω από την εξουσία σου, πολύ πιο πρόθυμα θα βαδίσουν εναντίον σου απ’ όσο μαζί σου. Γιατί αν επικρατήσεις εσύ, θα παραμείνουν στη δουλεία, ενώ αν νικηθείς, θα ελευθερωθούν.269

Κι αν χρειάζεται πια να σκεφτείς και κάτι για το καλό τού τόπου, βλέποντας ότι είναι δικός σου, με ποιον τρόπο νομίζεις άραγε ότι θα ήταν πιο απαλλαγμένος από δεινά; Αν αυτοί οι στρατιώτες ανακτούσαν όσα διεκδικούν και έφευγαν μακριά αφήνοντας πίσω τους κατάσταση ειρήνης, ή αν παρέμεναν εδώ ως ευρισκόμενοι σε εχθρική χώρα και εσύ ήσουν υποχρεωμένος να διατηρείς αντίπαλο στρατόπεδο με άλλα στρατεύματα, που έπρεπε να είναι πιο πολυάριθμα από αυτά και θα χρειάζονταν προμήθειες;270

Και σε ποια περίπτωση θα δαπανούσες περισσότερα χρήματα; Αν εξοφλούσες σε αυτούς τούς άνδρες τα οφειλόμενα, ή αν το ποσό παρέμενε οφειλόμενο και εσύ έπρεπε να προσλάβεις άλλους στρατιώτες, ισχυρότερους από αυτούς;271

Ο Ηρακλείδης όμως πιστεύει, όπως μού εξηγούσε, ότι αυτό το ποσό είναι πολύ μεγάλο. Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ μικρότερο πράγμα για σένα τώρα να πάρεις ή να πληρώσεις αυτό το ποσό, απ’ όσο θα ήταν να πάρεις ή να πληρώσεις το ένα δέκατο αυτού τού ποσού, πριν έρθουμε εμείς σε σένα.272

Γιατί το τι είναι πολύ και τι είναι λίγο δεν το καθορίζει ο αριθμός, αλλά η ικανότητα τού ανθρώπου που πληρώνει το ποσό και εκείνου που το παίρνει. Και σε σένα τώρα τα ετήσια έσοδα είναι περισσότερα απ’ όλα τα περιουσιακά στοιχεία που κατείχες πριν.273

Από την πλευρά μου, Σεύθη, σε προέτρεψα να ακολουθήσεις αυτή την πορεία από ενδιαφέρον ως φίλος, ώστε εσύ να αποδειχθείς αντάξιος των καλών πραγμάτων που σού έχουν δώσει οι θεοί και εγώ να μη χάσω την εμπιστοσύνη τού στρατού.274

Γιατί πρέπει να σε διαβεβαιώσω ότι σήμερα, αν ήθελα να βλάψω έναν εχθρό, δεν θα μπορούσα να το κάνω με αυτόν τον στρατό, ενώ ούτε αν ήθελα να σπεύσω και πάλι σε βοήθειά σου θα ήμουν ικανός να το κάνω. Αυτά είναι τα αισθήματα τού στρατού απέναντί μου.275

Και όμως, μπορώ να έχω και σένα μάρτυρα, μαζί με τούς θεούς που γνωρίζουν, ότι ούτε έχω πάρει κάτι από σένα που προοριζόταν για τούς στρατιώτες, ούτε έχω ζητήσει τίποτε δικό τους για ιδιωτική μου χρήση, ούτε απαίτησα από σένα εκείνα που μού είχες υποσχεθεί.276

Και σού ορκίζομαι ότι ακόμη κι αν προσφερόσουν να πληρώσεις όσα οφείλονται σε μένα, δεν θα το αποδεχόμουν, εκτός αν οι στρατιώτες ανακτούσαν επίσης την ίδια στιγμή εκείνα που τούς οφείλονται. Γιατί θα ήταν ντροπή να τακτοποιήσω τις δικές μου υποθέσεις και να αφήσω τις δικές τους σε κακή κατάσταση, έχοντας μάλιστα τιμηθεί από εκείνους.277

Και όμως, ο Ηρακλείδης νομίζει ότι όλα αυτά είναι ανοησίες σε σύγκριση με την κατοχή χρημάτων, με οποιονδήποτε τρόπο. Αλλά πιστεύω, Σεύθη, ότι καμία κατοχή δεν είναι πιο τιμητική για έναν άνδρα, ιδιαίτερα για έναν ηγέτη, ούτε πιο υπέροχη, από την ανδρεία, τη δικαιοσύνη και τη γενναιοδωρία.278

Γιατί εκείνος που διαθέτει αυτά τα πράγματα, είναι πλούσιος, επειδή πολλοί είναι οι φίλοι του και πλούσιος επίσης, γιατί πολλοί ακόμη θέλουν να γίνουν φίλοι του. Όταν ευημερεί, έχει εκείνους που θα χαρούν μαζί του, ενώ όταν αντιμετωπίσει μια κακοτυχία, δεν θα στερείται εκείνων που θα σπεύσουν να τον βοηθήσουν.279

Αλλά αν δεν έχεις μάθει από τα έργα μου ότι ήμουν φίλος σου από τα βάθη τής καρδιάς μου, ούτε μπορείς να το αντιληφθείς αυτό από τα λόγια μου, τουλάχιστον σκέψου τι λένε συμφωνώντας οι στρατιώτες. Γιατί ήσουν παρών και άκουσες τι είπαν εκείνοι που ήθελαν να με επικρίνουν.280

Γιατί με κατηγορούσαν στους Σπαρτιάτες ότι σε είχα σε μεγαλύτερη υπόληψη από τούς Σπαρτιάτες, ενώ οι ίδιοι με κατηγορούσαν ότι ενδιαφερόμουν περισσότερο για το καλό των δικών σου υποθέσεων, απ’ όσο για το καλό των δικών τους.281

Είπαν επίσης ότι είχα πάρει δώρα από σένα. Αναφερόμενος σε αυτά τα δώρα, μήπως νομίζεις άραγε ότι έχοντας παρατηρήσει κάποια δική μου κακή διάθεση απέναντί σου με κατηγορούσαν ότι είχα πάρει δώρα από σένα, ή επειδή αντιλαμβάνονταν την πλήρη καλή διάθεσή μου για σένα;282

Από την πλευρά μου νομίζω ότι καθένας πιστεύει, ότι πρέπει να δείχνει καλή διάθεση προς τον άνθρωπο από τον οποίο λαμβάνει δώρα. Ωστόσο εσύ, πριν σού προσφέρω οποιαδήποτε υπηρεσία, με υποδέχθηκες με ευχαρίστηση που φαινόταν στα μάτια σου, στη φωνή σου και στη φιλοξενία σου, χωρίς να μπορείς να δώσεις αρκετές υποσχέσεις για όλα όσα έπρεπε να γίνουν για μένα. Τώρα όμως που έχεις πετύχει αυτό που επιθυμούσες και έχεις γίνει τόσο μεγάλος, όσο μπόρεσα να σε κάνω, άραγε έχεις τώρα την καρδιά να επιτρέπεις να θεωρούμαι έτσι άτιμος ανάμεσα στους στρατιώτες;283

Παρ’ όλα αυτά έχω εμπιστοσύνη, όχι μόνο ότι ο χρόνος θα σε διδάξει ότι πρέπει να αποφασίσεις να πληρώσεις τα οφειλόμενα, αλλά επίσης ότι δεν θα αντέξεις να βλέπεις να σε κατηγορούν εκείνοι οι άνδρες, που σού έχουν προσφέρει ελεύθερα καλές υπηρεσίες. Σού ζητώ λοιπόν, όταν κάνεις την πληρωμή, να χρησιμοποιήσεις όλο σου τον ζήλο, ώστε να με κάνεις στα μάτια των στρατιωτών όπως ακριβώς ήμουν όταν με έκανες φίλο σου» 284

Όταν τα άκουσε αυτά ο Σεύθης, καταριόταν εκείνον που ήταν υπεύθυνος για τη μη εξόφληση τού μισθού εδώ και πολύ καιρό. Όλοι υποψιάζονταν ότι εννοούσε τον Ηρακλείδη.

«Γιατί εγώ», είπε ο Σεύθης, «ποτέ δεν διανοήθηκα να τούς στερήσω τα χρήματα και θα τα πληρώσω».285

Τότε ο Ξενοφών είπε πάλι:

«Αφού λοιπόν σκοπεύεις να πληρώσεις, τώρα σού ζητώ να το κάνεις μέσω εμένα και να μην επιτρέψεις να με αντιμετωπίζει εξαιτίας σου διαφορετικά ο στρατός τώρα, από τον τρόπο με τον οποίο με αντιμετώπιζε όταν ήρθα σε σένα».286

Και ο Σεύθης απάντησε:

«Όμως οι στρατιώτες δεν θα σε τιμήσουν εξαιτίας μου λιγότερο, αν μείνεις μαζί μου κρατώντας μόνο χίλιους οπλίτες και σού δώσω ταυτόχρονα τα οχυρά και τα άλλα πράγματα που σού είχα υποσχεθεί».287

Κι ο Ξενοφών απάντησε πάλι:

«Αυτό το σχέδιο δεν είναι εφαρμόσιμο. Γι’ αυτό διώξε μας».

«Όμως πραγματικά», είπε ο Σεύθης, «ξέρω ότι είναι επίσης ασφαλέστερο για σένα να μείνεις μαζί μου παρά να φύγεις».288

Κι ο Ξενοφών απάντησε:

«Λοιπόν, σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου. Όμως δεν είναι δυνατόν για μένα να μείνω. Αλλά όπου κι αν απολαύσω μεγαλύτερη τιμή, να είσαι βέβαιος ότι αυτό θα είναι καλό για σένα, καθώς και για μένα».289

Στη συνέχεια ο Σεύθης είπε:

«Χρήματα σε ρευστό δεν έχω, αλλά τα λίγα που έχω, ένα τάλαντο, θα σάς τα δώσω. Έχω όμως εξακόσια γελάδια, τέσσερις χιλιάδες πρόβατα και περίπου εκατόν είκοσι σκλάβους. Πάρτε αυτά, καθώς και ομήρους από τούς ανθρώπους που σάς αδίκησαν και πηγαίνετε».290

Ο Ξενοφών γέλασε και είπε:

«Αν αυτά δεν φτάσουν για να καλύψουν το ποσό των μισθών, τότε τίνος τάλαντα πρέπει να πω ότι έχω; Δεν θα ήταν άραγε καλύτερο, βλέποντας ότι αποτελεί πραγματικά πηγή κινδύνου για μένα, να φυλάγομαι από τις πέτρες που θα μού έριχναν όταν θα γύριζα πίσω; Γιατί έχεις ακούσει τις απειλές».

Προσωρινά λοιπόν παρέμεινε εκεί [στο στρατόπεδο τού Σεύθη].291

Τις επόμενες ημέρες ο Σεύθης τούς έδωσε εκείνα που τούς είχε υποσχεθεί και έστειλε άνδρες μαζί για να οδηγήσουν τα ζώα. Όσο για τούς στρατιώτες, μέχρι τότε έλεγαν ότι ο Ξενοφών είχε πάει να κατοικήσει μαζί με τον Σεύθη και να πάρει εκείνα που τού είχε υποσχεθεί αυτός. Αλλά όταν τον είδαν, χάρηκαν και έτρεξαν να τον συναντήσουν.292

Μόλις ο Ξενοφών είδε τον Χαρμίνο και τον Πολύνικο, τούς είπε:

«Αυτή η περιουσία σώθηκε για τον στρατό από εσάς και σε εσάς την παραδίδω. Εσείς λοιπόν να τη διαθέσετε και να μοιράσετε τα χρήματα στους στρατιώτες».

Κι εκείνοι, διορίζοντας πωλητές των λαφύρων, προχώρησαν να την πουλήσουν. Και τούς κατηγόρησαν πολύ.293

Ο Ξενοφών δεν πήγαινε κοντά τους, αλλά ήταν σαφές ότι προετοιμαζόταν για το ταξίδι τής επιστροφής στην πατρίδα. Γιατί δεν είχε ακόμη απαγγελθεί εναντίον του στην Αθήνα η ποινή τής εξορίας.294 Οι αρμόδιοι όμως στο στρατόπεδο έρχονταν σε αυτόν και τον παρακαλούσαν να μη φύγει, πριν οδηγήσει τον στρατό μακριά και τον παραδώσει στον Θίβρωνα.295

7.8. Πέρασμα στην Ασία, άφιξη στην Πέργαμο

Από εκεί πέρασαν με πλοία απέναντι στη Λάμψακο,296 όπου ο Ξενοφών συνάντησε τον μάντη Ευκλείδη, έναν Φλειάσιο,297 γιο τού Κλεαγόρα, που είχε ζωγραφίσει τις τοιχογραφίες298 στο Λύκειο. Ο Ευκλείδης συνεχάρη τον Ξενοφώντα για την ασφαλή επιστροφή του και τον ρώτησε πόσο χρυσάφι είχε πάρει.299

Απάντησε, ορκιζόμενος για την αλήθεια τής δήλωσής του, ότι δεν θα είχε αρκετά για να φτάσει στην πατρίδα, αν δεν πουλούσε το άλογό του και όλα τα προσωπικά του είδη. Ο άλλος δεν μπορούσε να τον πιστέψει.300

Αλλά όταν οι Λαμψακηνοί301 έστειλαν δώρα φιλοξενίας στον Ξενοφώντα και θυσίαζε στον Απόλλωνα, ήταν παρών και ο Ευκλείδης. Βλέποντας τα σφάγια, ο Ευκλείδης είπε ότι πείστηκε ότι δεν είχε χρήματα.

«Αλλά είμαι βέβαιος», συνέχισε, «ότι ακόμη κι αν βρεθούν χρήματα στον δρόμο σου, θα εμφανίζεται πάντοτε εμπόδιο, αν όχι άλλο, ο ίδιος ο εαυτός σου».

Σε αυτό ο Ξενοφών συμφώνησε μαζί του.302

Τότε ο άλλος είπε:

«Ο Δίας ο Μειλίχιος αποτελεί εμπόδιο στον δρόμο σου»,

και τον ρώτησε αν είχε θυσιάσει στον θεό, «όπως στην πατρίδα», συνέχισε, «όπου θυσίαζα για σένα προσφέροντας ολόκληρα σφάγια».303

Ο Ξενοφών απάντησε ότι από τότε που βρέθηκε μακριά από την πατρίδα δεν είχε θυσιάσει σε αυτόν τον θεό. Ο Ευκλείδης λοιπόν τον συμβούλευσε να θυσιάσει με τον παλιό συνήθη τρόπο. Ήταν σίγουρος, έλεγε, ότι η τύχη του θα βελτιωνόταν.304

Την επόμενη μέρα, φτάνοντας στο Οφρύνιον,305 ο Ξενοφών θυσίασε προσφέροντας χοίρους σε ολοκαύτωμα κατά το έθιμο τής οικογένειάς του και οι οιωνοί που πήρε ήσαν ευνοϊκοί.306

Μάλιστα εκείνη ακριβώς τη μέρα έφτασαν ο Βίων και ο Ναυσικλείδης με χρήματα για να δώσουν στον στρατό και έγιναν δεκτοί από τον Ξενοφώντα και ξαναγόρασαν το άλογό του, που είχε πουλήσει στη Λάμψακο για πενήντα δαρεικούς, υποψιαζόμενοι ότι το είχε πουλήσει από ανάγκη χρημάτων, αφού είχαν ακούσει ότι λάτρευε το άλογο. Τού το επέστρεψαν και δεν θέλησαν να πάρουν τα χρήματα.307

Από εκεί προχώρησαν μέσω τής Τρωάδας και διασχίζοντας το όρος Ίδη308 έφτασαν στην Άντανδρο309 και από εκεί πορεύτηκαν κατά μήκος τής ασιατικής ακτής προς την πεδιάδα τής Θήβης.310 311

Προχωρώντας μέσω Αδραμυττίου312 και Κερτωνού313 ήρθαν στην πεδιάδα τού Καΐκου314 και έφτασαν στην Πέργαμο τής Μυσίας.315 Εκεί ο Ξενοφών φιλοξενήθηκε στο σπίτι τής Ελλάδας, συζύγου τού Γογγύλου από την Ερέτρια,316 μητέρας τού Γοργίωνα και τού Γογγύλου.317

Από αυτήν έμαθε ότι ο Ασιδάτης, ένας Πέρσης επίσημος, βρισκόταν στην πεδιάδα.

«Όταν νυχτώσει, μπορείς με τριάντα άνδρες να πας και να τον πιάσεις αιχμάλωτο», τού είπε, «καθώς και τη γυναίκα και τα παιδιά του και να πάρεις τα χρήματα που είναι πολλά».

Και για να τούς δείξει τον δρόμο προς αυτόν τον θησαυρό, έστειλε τον ανηψιό της και τον Δαφναγόρα, στον οποίο έδινε μεγάλη σημασία.318

Έτσι ο Ξενοφών, με αυτούς τούς δύο ως βοηθούς, θυσίασε. Και ο Βασίας από την Ήλιδα,319 ο μάντης που παρακολουθούσε τη θυσία, είπε ότι οι οιωνοί ήσαν πολύ καλοί και ο Πέρσης θα ήταν εύκολο θύμα.320

Μετά το δείπνο ξεκίνησε, παίρνοντας μαζί του τούς λοχαγούς που ήσαν οι πιο στενοί του φίλοι και άλλους που είχαν αποδειχθεί απολύτως αξιόπιστοι, για να μπορέσει να τούς κάνει κάποιο καλό. Αλλά ενώνονταν μαζί του κι άλλοι, θέλοντας να τον αναγκάσουν να τούς δεχτεί, που ήσαν περίπου εξακόσιοι. Οι λοχαγοί τούς έδιωχναν, ώστε να μη χρειαστεί να τούς δώσουν μερίδιο από τη λεία, σαν να είχαν κιόλας πάρει τα λάφυρα.321

Όταν έφτασαν στην τοποθεσία, περίπου τα μεσάνυχτα, οι σκλάβοι που ήσαν γύρω από τον πύργο και τα περισσότερα από τα ζώα διέφυγαν, αφού οι Έλληνες τούς αγνόησαν, για να συλλάβουν τον ίδιο τον Ασιδάτη και τα υπάρχοντά του.322

Βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον πύργο εξ εφόδου (γιατί ήταν μεγάλος, εφοδιασμένος με επάλξεις και υπήρχε μεγάλη δύναμη υπερασπιστών), προσπάθησαν να σκάψουν κάτω από το τείχος.323

Το τείχος είχε πάχος οκτώ τούβλα. Το ξημέρωμα όμως είχαν σκάψει μια τρύπα. Και ακριβώς μόλις μπήκε το φως μέσα, κάποιος από το εσωτερικό τρύπησε με κεντρί για βόδια τον μηρό τού ανθρώπου που ήταν πιο κοντά στην τρύπα, ενώ από τότε έριχναν βέλη, που καθιστούσαν ανασφαλές ακόμη και να στέκεται πια κανείς στη θέση του.324

Τότε, επειδή οι εχθροί φώναζαν και άναβαν φωτιές, έσπευσε να τούς βοηθήσει ο Ιταμένης με τη δική του δύναμη, που ήσαν και αυτοί μισθοφόροι στην υπηρεσία τού βασιλιά, ογδόντα περίπου Ασσύριοι325 οπλίτες και Υρκάνιοι326 ιππείς από την Κομανία,327 ενώ έσπευσαν και οκτακόσιοι πελταστές, άλλοι από το Παρθένιον328 και οι περισσότεροι από την Απολλωνία329 και από τις κοντινές περιοχές, συμπεριλαμβανομένων και ιππέων.330

Ήταν πια λοιπόν ώρα να εξετάσουν πώς θα αποχωρούσαν. Και παίρνοντας όσα γελάδια βρίσκονταν εκεί καθώς και πρόβατα και δούλους, τούς έβαλαν σε τετράγωνο, όχι επειδή είχαν πια τον νου τους στη λεία, αλλά από φόβο μη μετατραπεί η υποχώρηση σε ήττα, αν έφευγαν αφήνοντας πίσω τη λεία τους και γίνονταν οι εχθροί πιο τολμηροί και οι στρατιώτες πιο αποκαρδιωμένοι. Ενώ όπως ήταν, υποχωρούσαν ως άνδρες έτοιμοι να πολεμήσουν για τα λάφυρά τους.331

Αλλά μόλις είδε ο Γογγύλος ότι οι Έλληνες ήσαν λίγοι και εκείνοι που τούς είχαν επιτεθεί ήσαν πολλοί, βγήκε κι αυτός παρά τη διαφωνία τής μητέρας του, επικεφαλής τής δικής του δύναμης, επιθυμώντας να πάρει μέρος στη δράση. Επίσης και ο Προκλής από την Αλίσαρνα332 και την Τευθρανία, ο απόγονος τού Δαμάρατου.333

Ο Ξενοφών και οι άνδρες του, επειδή πιέζονταν πια πολύ από τα τόξα και τις σφεντόνες, πορεύονταν σε καμπύλη γραμμή, προκειμένου να κρατούν τις ασπίδες τους απέναντι στα βέλη και κατάφεραν με δυσκολία να διασχίσουν τον ποταμό Κάρκασο,334 σχεδόν οι μισοί από αυτούς τραυματίες.335

Εκεί τραυματίστηκε ο Αγασίας, ο Στυμφάλιος λοχαγός, αν και συνέχισε να μάχεται όλη την ώρα εναντίον των εχθρών. Έτσι βγήκαν από αυτή τη σύγκρουση με ασφάλεια, με περίπου διακόσιους σκλάβους και πρόβατα αρκετά για θυσίες.336

Την επόμενη μέρα ο Ξενοφών πρόσφερε θυσία και στη συνέχεια οδήγησε τη νύχτα ολόκληρο το στράτευμα, με σκοπό να κάνει όσο το δυνατόν μακρύτερη πορεία μέσα στη Λυδία, ώστε ο Ασιδάτης να μη φοβάται από την εγγύτητά τους και να μείνει αφύλακτος.337

Ο Ασιδάτης όμως, μαθαίνοντας ότι ο Ξενοφών είχε θυσιάσει και πάλι με σκοπό να επιτεθεί σε αυτόν και ότι επρόκειτο να έρθει με ολόκληρο τον στρατό, άφησε τον πύργο του και στρατοπέδευσε σε χωριά που βρίσκονταν κάτω από την πόλη τού Παρθενίου.338

Εκεί τον βρήκαν ο Ξενοφών και οι άνδρες του και συνέλαβαν τον ίδιο, τη γυναίκα και τα παιδιά του, τα άλογά του και όλα όσα είχε. Και έτσι οι οιωνοί τής προηγούμενης θυσίας αποδείχθηκαν αληθινοί.339

Ύστερα από αυτό επέστρεψαν στην Πέργαμο. Και εκεί ο Ξενοφών προσκύνησε τον θεό. Γιατί οι Σπαρτιάτες, οι λοχαγοί, οι άλλοι στρατηγοί και οι στρατιώτες μαζεύτηκαν για να κανονίσουν τα θέματα, με αποτέλεσμα να πάρει αυτός διαλεχτά άλογα και ζευγάρια βοδιών και όλα τα άλλα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τώρα πια μπορούσε να κάνει καλοσύνες σε άλλους.340

Στο μεταξύ έφτασε ο Θίβρων, παρέλαβε το στράτευμα και αφού το ενσωμάτωσε στις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις του, προχώρησε και πολεμούσε τον Τισσαφέρνη και τον Φαρνάβαζο.341 342

[Οι άρχοντες εκείνου τού τμήματος τής χώρας τού βασιλιά από το οποίο περάσαμε ήσαν: Τής Λυδίας ο Αρτίμας, τής Φρυγίας ο Αρτακάμας, τής Λυκαονίας και τής Καππαδοκίας ο Μιθραδάτης, τής Κιλικίας ο Συέννεσις, τής Φοινίκης και τής Αραβίας ο Δέρνης, τής Συρίας και τής Ασσυρίας ο Βέλεσυς, τής Βαβυλώνας ο Ροπάρας, τής Μηδίας ο Αρβάκας, των Φασιανών και των Εσπεριτών ο Τιρίβαζος. Αυτόνομοι ήσαν οι Καρδούχοι, οι Χάλυβες, οι Χαλδαίοι, οι Μάκρωνες, οι Κόλχοι, οι Μοσσύνοικοι, οι Κοίτοι και οι Τιβαρηνοί. Άρχοντας τής Παφλαγονίας ήταν ο Κορύλας, των Βιθυνών ο Φαρνάβαζος, των Θρακών τής Ευρώπης ο Σεύθης.343

Το σύνολο τής διαδρομής ανάβασης στην Περσία και καθόδου ήταν 215 σταθμοί, 1.150 παρασάγγες, 34.255 στάδια. Χρονική διάρκεια ανάβασης και κατάβασης ένα έτος και τρεις μήνες].344 345

<- Βιβλίο έκτο
Review Your Cart
0
Add Coupon Code
Subtotal

 
error: Content is protected !!