Όπως αναφέραμε στο δεύτερο κεφάλαιο,1 από τα γραπτά έργα τού Φωτίου, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως 858-867 και 877-886, το πιο γνωστό είναι η Βιβλιοθήκη του ή Μυριόβιβλος, συλλογή αποσπασμάτων και συνόψεων από τόμους 280 κλασικών συγγραφέων, τα πρωτότυπα των οποίων έχουν πια χαθεί σε μεγάλο βαθμό. Στον Φώτιο οφείλουμε σχεδόν όλα όσα διασώζονται από τα έργα τού Κτησία, τού Μέμνονος Ηρακλείας, τού Κόνωνος, από τα χαμένα βιβλία τού Διόδωρου Σικελιώτη και από τα χαμένα γραπτά τού Αρριανού.
Τα Περσικά αποτελούνται από εικοσιτρία βιβλία. Τα σχετικά με την Κύρου Ανάβαση αναφέρονται στα πέντε τελευταία. Στο δέκατο ένατο βιβλίο ο Κτησίας αναφέρει ότι ο Κύρος κατηγορήθηκε από τον Τισσαφέρνη ότι συνωμοτούσε εναντίον τού αδελφού του Αρταξέρξη. Ο Κύρος κατέφυγε στη μητέρα του Παρυσάτιδα, με την παρέμβαση τής οποίας απαλλάχθηκε από την κατηγορία και αναχώρησε για τη σατραπεία του. Στη συνέχεια ο Κύρος εξεγέρθηκε εναντίον τού αδελφού του και συγκέντρωσε στρατό αποτελούμενο από Έλληνες και βαρβάρους. Διοικητής των Ελλήνων ήταν ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος. Αυτός και ο Θεσσαλός Μένων, που συνόδευαν τον Κύρο, βρίσκονταν πάντοτε σε διάσταση, επειδή ο Κύρος συμβουλευόταν τον Κλέαρχο για όλα, ενώ αγνοούσε τον Μένωνα.
Ο Κτησίας αναγνωρίζει ότι πολλοί λιποτακτούσαν από τον Αρταξέρξη στον Κύρο και κανένας από τον Κύρο στον Αρταξέρξη. Γράφει ότι ο Κύρος επιτέθηκε στον στρατό τού βασιλιά και κέρδισε τη νίκη, αλλά έχασε τη ζωή του αγνοώντας τη συμβουλή τού Κλεάρχου. Το σώμα του Κύρου ακρωτηριάστηκε από τον αδελφό του Αρταξέρξη, ο οποίος διέταξε να κοπεί το κεφάλι του και το χέρι με το οποίο τον είχε χτυπήσει. Ο Κλέαρχος αναχώρησε τη νύχτα με τούς Έλληνες που ήσαν μαζί του. Αφού κατέλαβε μια από τις πόλεις που ανήκαν στην Παρυσάτιδα, ο βασιλιάς έκανε ειρήνη μαζί του.
Ο Κτησίας περιγράφει ότι η Παρύσατις έφτασε στη Βαβυλώνα πενθώντας για τον θάνατο τού Κύρου και με δυσκολία ανέκτησε το κεφάλι και το χέρι του, που τα έστειλε στα Σούσα για ταφή. Τον Βαγαπάτη, που είχε κόψει το κεφάλι από το σώμα τού Κύρου με εντολή τού Αρταξέρξη, η Παρύσατις τον πήρε ως έπαθλο από τον βασιλιά, όταν τον κέρδισε στα ζάρια. Στη συνέχεια τον έγδαρε ζωντανό και τον σταύρωσε. Ο Αρταξέρξης αντάμειψε τον στρατιώτη που τού είχε φέρει το καπέλο του Κύρου, καθώς και εκείνον που θεωρούσαν ότι τον είχε τραυματίσει, τον οποίο η Παρύσατις αργότερα βασάνισε και δολοφόνησε. Τον Μιτραδάτη, που καυχιόταν στο τραπέζι ότι σκότωσε τον Κύρο, η Παρύσατις τον ζήτησε από τον βασιλιά. Όταν τής τον παρέδωσε, τον σκότωσε με μεγάλη σκληρότητα.
Στα βιβλία εικοστό πρώτο, εικοστό δεύτερο και εικοστό τρίτο, που ολοκληρώνουν τα Περσικά, ο Κτησίας περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο Τισσαφέρνης, έχοντας προσεταιριστεί τον Μένωνα τον Θεσσαλό, έβαλε στο χέρι μέσω αυτού τον Κλέαρχο και τούς άλλους στρατηγούς με εξαπάτηση και όρκους, αν και ο Κλέαρχος υποψιαζόταν την προδοσία και προσπαθούσε να την αποτρέψει. Εξαπατημένοι από τα λόγια τού Μένωνος, οι στρατιώτες υποχρέωσαν τον απρόθυμο Κλέαρχο να επισκεφτεί τον Τισσαφέρνη, ενώ και ο Βοιωτός Πρόξενος, εξαπατημένος κι αυτός, τον προέτρεψε επίσης να πάει. Ο Κτησίας αναφέρει ότι ο Κλέαρχος και οι άλλοι στρατηγοί στάλθηκαν αλυσοδεμένοι στον Αρταξέρξη στη Βαβυλώνα, όπου συνέρρεαν όλοι οι άνθρωποι για να δουν τον Κλέαρχο. Αναφέρει επίσης ότι ο ίδιος, ως γιατρός τής Παρυσάτιδος, έδειξε κάθε προσοχή στον Κλέαρχο όταν βρισκόταν στη φυλακή και έκανε μέσω εκείνης ό,τι μπορούσε για την ευχαρίστηση και εξυπηρέτησή του.
Κατά τον Κτησία η Παρύσατις θα έδινε στον Κλέαρχο την ελευθερία του και θα τον άφηνε να φύγει, αν η Στάτειρα δεν έπειθε τον σύζυγό της Αρταξέρξη να τον θανατώσει. Μετά την εκτέλεση τού Κλεάρχου σηκώθηκε δυνατός άνεμος, σωρεύοντας ποσότητα χώματος πάνω στο σώμα του, σχηματίζοντας φυσικό τάφο. Θανατώθηκαν επίσης και οι άλλοι Έλληνες που είχαν σταλεί μαζί του, εκτός από τον Μένωνα. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο τάφος τού Κλεάρχου βρέθηκε καλυμμένος με φοινικόδεντρα, τα οποία είχε φυτέψει κρυφά η Παρύσατις με τούς ευνούχους της τον καιρό που είχε πεθάνει εκείνος.
Ας δούμε όμως πώς συνοψίζει ο Φώτιος,2 έχοντας διαβάσει τα Περσικά τού Κτησία.3
Διάβασα τα Περσικά τού Κτησία από την Κνίδο, που αποτελούνται από εικοσιτρία βιβλία. Όμως στα έξι πρώτα ασχολείται με τούς Ασσύριους και με όσα έγιναν πριν από τούς Πέρσες, ενώ τις περσικές υποθέσεις εξετάζει από το έβδομο βιβλίο και μετά. Στα βιβλία 7, 8, 10, 11, 12 και 13 εξετάζει την εποχή τού Κύρου Β’, τού Καμβύση Β’ και τού μάγου που τον διαδέχθηκε, καθώς και τού Δαρείου Α’ και τού Ξέρξη Α’, ιστορώντας, σχεδόν σε όλα, πράγματα αντίθετα από τον Ηρόδοτο, τον οποίο κατηγορεί επίσης ως ψεύτη σε πολλές περιπτώσεις, ενώ τον αποκαλεί και λογοποιό. Γιατί ο Κτησίας είναι μεταγενέστερος τού Ηροδότου. Και λέει ότι στα περισσότερα απ’ όσα εξιστορεί ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, ενώ για εκείνα στα οποία δεν ήταν παρών, τα άκουσε από τούς ίδιους τούς Πέρσες. Με αυτόν τον τρόπο έγραψε την ιστορία του. Όχι μόνο εξιστορεί τα αντίθετα από τον Ηρόδοτο, αλλά σε μερικά διαφωνεί και με τον Ξενοφώντα, τον γιο τού Γρύλλου. Έγινε γνωστός την εποχή τού Κύρου, τού γιου τού Δαρείου και τής Παρυσάτιδος, που ήταν αδελφός τού Αρταξέρξη, στον οποίο πέρασε η Περσική αυτοκρατορία.4
Κύρος Β’ (559-530 π.Χ.)
Ο Κτησίας ξεκινάει5 λέγοντας ότι ο Αστυάγης (τον οποίο ονομάζει και Αστυΐγα) δεν είχε καμία συγγενική σχέση με τον Κύρο. Ότι διέφυγε από αυτόν στα Εκβάτανα, και κρύφτηκε στους θόλους6 τού βασιλικού παλατιού με τη βοήθεια τής κόρης του Αμύτιος και τού συζύγου της Σπιτάμα. Ότι ο Κύρος, όταν ήρθε στον θρόνο, έδωσε εντολές στον Οιβάρα να ανακρίνει με βασανιστήρια όχι μόνο τον Σπιτάμα και την Αμύτι, αλλά και τούς γιους τους Σπιτάκη και Μεγαβέρνη, για να βρεθεί ο Αστυάγης. Ότι ο τελευταίος παραδόθηκε για να μη βασανιστούν τα εγγόνια του για λογαριασμό του. Ότι τον πήραν αφού τον έδεσε ο Οιβάρας με βαριές αλυσίδες, αλλά λίγο αργότερα τον έλυσε ο Κύρος και τον τίμησε ως πατέρα του. Ότι η κόρη του Αμύτις τιμήθηκε αρχικά από τον Κύρο ως μητέρα και στη συνέχεια έγινε γυναίκα του. Όμως ο σύζυγός της Σπιτάμας θανατώθηκε επειδή, όταν ρωτήθηκε, δήλωσε ψευδώς ότι δεν ήξερε πού βρισκόταν ο Αστυάγης. Αυτά λέει ο Κτησίας για τον Κύρο και όχι εκείνα που λέει ο Ηρόδοτος. Λέει επίσης ότι ο Κύρος έκανε πόλεμο με τούς Βάκτριους, χωρίς να κερδίσει αποφασιστική νίκη. Αλλά όταν έμαθαν οι Βάκτριοι ότι ο Κύρος τιμούσε τον Αστυάγη ως πατέρα του και την Αμύτι ως μητέρα και σύζυγό του, υποτάχθηκαν εθελοντικά στην Αμύτι και τον Κύρο.7
Αναφέρει επίσης ότι ο Κύρος πολέμησε εναντίον των Σκυθών8 και συνέλαβε τον βασιλιά τους Aμόργη, τον σύζυγο τής Σπαρέθρης, η οποία, μετά τη σύλληψη τού συζύγου της, συγκέντρωσε στρατό 300.000 ανδρών και 200.000 γυναικών, πολέμησε τον Κύρο και τον νίκησε. Στον μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που συνέλαβαν οι Σκύθες περιλαμβανόταν και ο Παρμίσης, αδελφός τής Αμύτιος, καθώς και οι τρεις γιοι του, οι οποίοι στη συνέχεια απελευθερώθηκαν με αντάλλαγμα τον Aμόργη.9
Ο Κύρος, επικουρούμενος από τον Aμόργη, εκστράτευσε εναντίον τού Κροίσου και τής πόλης των Σάρδεων. Με τη συμβουλή τού Oιβάρα έστησε ξύλινα είδωλα των Περσών στα τείχη, το θέαμα των οποίων τρομοκράτησε τούς κατοίκους τόσο πολύ, που πάρθηκε εύκολα η πόλη. Πριν από αυτό παραδόθηκε ο γιος τού Κροίσου ως όμηρος, επειδή ο ίδιος ο βασιλιάς εξαπατήθηκε από θεϊκό όραμα. Καθώς ο Κροίσος σκεφτόταν προφανώς προδοσία, θανατώθηκε ο γιος του μπροστά στα μάτια του. Η μητέρα του, η οποία ήταν μάρτυρας τής εκτέλεσής του, αυτοκτόνησε πέφτοντας από τα τείχη. Μετά την άλωση τής πόλης ο Κροίσος κατέφυγε στον ναό τού Απόλλωνα μέσα στην πόλη. Τρεις φορές αλυσοδέθηκε μέσα στον ναό από τον Κύρο και τις τρεις φορές τον έλυσαν αόρατα χέρια από τα δεσμά του, παρά το γεγονός ότι ο ναός ήταν κλειδωμένος και τα κλειδιά τα είχαν εμπιστευθεί στον Oιβάρα. Εκείνους που ήσαν δεμένοι μαζί με τον Κροίσο τούς έκοψαν τα κεφάλια, με την υποψία ότι είχαν συνωμοτήσει για να τον απελευθερώσουν. Στη συνέχεια τον ανέβασαν στο παλάτι και τον έδεσαν με μεγαλύτερη ασφάλεια, αλλά ξαναλύθηκε από βροντές και κεραυνούς που στάλθηκαν από τον ουρανό. Τελικά, ο Κύρος τον άφησε ελεύθερο, τού φερόταν ευγενικά από εκείνη τη στιγμή και τού έδωσε μεγάλη πόλη κοντά στα Εκβάτανα που ονομαζόταν Βαρήνη, στην οποία υπήρχαν 5.000 ιππείς και 10.000 πελταστές, ακοντιστές και τοξότες.10
Ο συγγραφέας αναφέρει επίσης ότι ο Κύρος έστειλε στην Περσία τον ευνούχο Πετησάκα, που είχε μεγάλη δύναμη δίπλα του, για να φέρει τον Αστυάγη από τούς Βαρκάνιους. Ανυπομονούσε να τον δει, όπως ανυπομονούσε και η κόρη του Αμύτις να δει τον πατέρα της. Αναφέρει ότι ο Οιβάρας συμβούλευσε τον Πετησάκα να εγκαταλείψει τον Αστυάγη σε έρημο τόπο, για να χαθεί από την πείνα και τη δίψα. Πράγμα που έκανε. Αλλά το έγκλημα αποκαλύφθηκε σε όνειρο και ο Πετησάκας, ύστερα από επίμονα αιτήματα τής Αμύτιος, τής παραδόθηκε από τον Κύρο για τιμωρία. Εκείνη διέταξε να τού βγάλουν τα μάτια, να τον γδάρουν ζωντανό και να τον σταυρώσουν. Ο Οιβάρας, φοβούμενος ότι θα υποστεί την ίδια τιμωρία, αν και ο Κύρος τον διαβεβαίωνε ότι δεν θα το επέτρεπε, πέθανε από ασιτία μένοντας νηστικός για δέκα ημέρες. Η κηδεία τού Αστυάγη υπήρξε μεγαλοπρεπής. Το σώμα του είχε παραμείνει ανέγγιχτο από τα άγρια θηρία στην έρημο, γιατί λένε ότι το φύλαγαν λιοντάρια, μέχρι να έρθει ο Πετησάκας και να το πάρει.11
Ο Κύρος εκστράτευσε εναντίον των Δερβίκων, των οποίων βασιλιάς ήταν ο Αμοραίος. Οι Δέρβικες σήκωσαν ξαφνικά μερικούς ελέφαντες που είχαν κρατήσει σε ενέδρα και έτρεψαν το ιππικό τού Κύρου σε φυγή. Ο ίδιος ο Κύρος έπεσε από το άλογό του και ένας Ινδός τον τραυμάτισε θανάσιμα με ακόντιο κάτω από τον μηρό. Οι Ινδοί πολεμούσαν στο πλευρό των Δερβίκων και γι’ αυτό τούς είχαν εφοδιάσει με ελέφαντες. Οι φίλοι τού Κύρου τον πήραν ενώ ήταν ακόμη ζωντανός και επέστρεψαν στο στρατόπεδο. Στη μάχη σκοτώθηκαν πολλοί Πέρσες και ίδιος αριθμός Δερβίκων, 10.000 από κάθε πλευρά.12
Όταν έμαθε ο Aμόργης τι είχε συμβεί στον Κύρο, έσπευσε με μεγάλη βιασύνη με 20.000 Σκύθες ιππείς. Στη μάχη που ακολούθησε μεταξύ Περσών και Δερβίκων, οι Πέρσες και οι Σκύθες κέρδισαν λαμπρή νίκη. Σκοτώθηκε και ο Αμοραίος, ο βασιλιάς των Δερβίκων, καθώς και οι δυο του γιοι. Τριάντα χιλιάδες Δέρβικες έπεσαν στη μάχη και 9.000 Πέρσες. Στη συνέχεια η χώρα υποτάχθηκε στον Κύρο.13
Ο Κύρος, όταν πλησίαζε το τέλος του, έκανε βασιλιά τον μεγαλύτερο γιο του, τον Καμβύση, ενώ τον μικρότερο, τον Τανυοξάρκη, τον έκανε κυβερνήτη της Βακτρίας, της Χωραμνίας, της Παρθίας και της Καρμανίας, απαλλαγμένον από φόρο υποτέλειας. Από τα παιδιά του Σπιτάμα, διόρισε τον Σπιτάκη σατράπη των Δερβίκων και τον Μεγαβέρνη σατράπη των Βαρκανίων. Τούς πρόσταξε να υπακούουν σε όλα τη μητέρα τους. Προσπάθησε επίσης να τούς κάνει φίλους με τον Αμόργη, προσφέροντας την ευλογία του σε όσους θα παρέμεναν σε φιλικούς όρους μεταξύ τους και ξεστομίζοντας κατάρα εναντίον εκείνων που θα άρχιζαν να αδικούν. Με αυτά τα λόγια πέθανε, τρεις ημέρες μετά τον τραυματισμό του, έχοντας βασιλεύσει τριάντα χρόνια. Αυτό είναι το τέλος του ενδέκατου βιβλίου τού Κτησία από την Κνίδο.14
Καμβύσης Β’ (530-522 π.Χ.)
Το δωδέκατο βιβλίο ξεκινάει με τη βασιλεία τού Καμβύση. Αυτός, αμέσως μετά την άνοδό του στον θρόνο, έστειλε το σώμα τού πατέρα του με τον ευνούχο Βαγαπάτη στην Περσία για ταφή, ενώ απ’ όλες τις άλλες απόψεις διοικούσε σύμφωνα με τις επιθυμίες τού πατέρα του. Οι άνδρες που είχαν δίπλα του τη μεγαλύτερη επιρροή ήσαν ο Αρτασύρας από την Υρκανία και οι ευνούχοι Ιζαβάτης, Ασπαδάτης και Βαγαπάτης. Ο τελευταίος ήταν ο ευνοούμενος τού πατέρα του μετά τον θάνατο τού Πετησάκα. Ο Βαγαπάτης ήταν διοικητής στην εκστρατεία εναντίον τής Αιγύπτου και τού βασιλιά της Αμυρταίου, τον οποίο νίκησε μέσω τής προδοσίας τού επικεφαλής συμβούλου του, τού ευνούχου Κομβάφεως, που πρόδωσε τις γέφυρες και άλλα σημαντικά μυστικά των Αιγυπτίων με αντάλλαγμα να τον κάνει ο Καμβύσης κυβερνήτη τής Αιγύπτου. Ο Καμβύσης κατέληξε αρχικά σε συνεννόηση με αυτόν μέσω τού Ιζαβάτη, τού ανηψιού τού Κομβάφεως, ενώ στη συνέχεια την επιβεβαίωσε με προσωπική του υπόσχεση. Αφού συνέλαβε ζωντανό τον Αμυρταίο, δεν τού έκανε άλλο κακό, αλλά απλώς τον απομάκρυνε στα Σούσα μαζί με 6.000 Αιγύπτιους που επέλεξε ο ίδιος. Στη συνέχεια ο Καμβύσης υπέταξε όλη την Αίγυπτο. Οι Αιγύπτιοι έχασαν 50.000 άνδρες στη μάχη και οι Πέρσες 7.000.15
Στο μεταξύ ένας μάγος που ονομαζόταν Σφενδαδάτης,16 ο οποίος είχε μαστιγωθεί από τον Τανυοξάρκη για κάποιο παράπτωμα, πήγε στον Καμβύση και τον ενημέρωσε ότι ο αδελφός του συνωμοτούσε εναντίον του. Είπε ότι σημάδι αυτής τής εξέγερσης θα ήταν ότι ο Τανυοξάρκης θα αρνιόταν να προσέλθει, όταν θα τον καλούσε. Ο Καμβύσης κάλεσε τότε τον αδελφό του, ο οποίος, όντας απασχολημένος με κάποιο ζήτημα, καθυστερούσε να έρθει. Ο μάγος τον κατηγορούσε πια πιο ανοιχτά. Η Αμύτις, η μητέρα τού βασιλιά, που υποψιαζόταν τον μάγο, συμβούλευσε τον Καμβύση να μην τον ακούει. Εκείνος προσποιούνταν ότι δεν τον πίστευε, ενώ στην πραγματικότητα τον πίστευε πολύ. Αφού κάλεσε ο Καμβύσης για τρίτη φορά τον αδελφό του, παρουσιάστηκε ο Τανυοξάρκης και τον αγκάλιασε, αλλά παρ’ όλα αυτά ο Καμβύσης είχε αποφασίσει να τον σκοτώσει και κρυφά από τη μητέρα του Αμύτι έπαιρνε μέτρα για την εφαρμογή τού σχεδίου του. Πράγμα που έγινε. Ο μάγος, συζητώντας με τον βασιλιά, έκανε την ακόλουθη πρόταση. Καθώς ο ίδιος έμοιαζε πολύ με τον Τανυοξάρκη, συμβούλευσε τον βασιλιά να διατάξει δημοσίως να κοπεί το κεφάλι του, επειδή είχε κατηγορήσει ψευδώς τον αδελφό του βασιλιά. Στο μεταξύ θα θανατωνόταν κρυφά ο Τανυοξάρκης και ο μάγος θα φορούσε τα ρούχα του, έτσι ώστε να θεωρούσαν τον Τανυοξάρκη ζωντανό. Έγιναν λοιπόν αυτά. Ο Τανυοξάρκης πέθανε όταν τον υποχρέωσαν να πιεί αίμα ταύρου. Ο μάγος φόρεσε τα ρούχα του και παρίστανε τον Τανυοξάρκη ξεγελώντας όλους τούς ανθρώπους για πολύ καιρό, εκτός από τον Αρτασύρα, τον Βαγαπάτη και τον Ιζαβάτη, τούς μόνους στους οποίους ο Καμβύσης είχε εμπιστευθεί το μυστικό.17
Στη συνέχεια ο Καμβύσης, αφού προσκάλεσε τον Λάβυξο, τον αρχηγό των ευνούχων τού Τανυοξάρκη, καθώς και τούς άλλους ευνούχους, τούς έδειξε τον μάγο που καθόταν ντυμένος με τα ρούχα τού αδελφού του και τούς ρώτησε: «Νομίζετε ότι αυτός είναι ο Τανυοξάρκης;» Ο Λάβυξος απάντησε με έκπληξη: «Γιατί; Ποιος άλλος πρέπει να νομίζουμε ότι είναι;» Η ομοιότητα τού μάγου ήταν τόσο μεγάλη που εξαπατούσε. Στάλθηκε λοιπόν ο μάγος στη Βακτρία, όπου φερόταν ως Τανυοξάρκης. Η Αμύτις έμαθε την αλήθεια πέντε χρόνια αργότερα από τον ευνούχο Τίβεθι, τον οποίο είχε κτυπήσει ο μάγος. Ζήτησε από τον Καμβύση να τής παραδοθεί ο Σφενδαδάτης, εκείνος όμως αρνήθηκε. Τότε αυτή τον καταράστηκε, ήπιε δηλητήριο και πέθανε.18
Κάποια φορά ο Καμβύσης πρόσφερε θυσίες, αλλά από τα σφαγμένα ζώα δεν έτρεχε αίμα. Αυτό τον ανησύχησε πολύ. Τού γέννησε η Ρωξάνη έναν γιο χωρίς κεφάλι, πράγμα που τον ανησύχησε περισσότερο. Αυτός ο κακός οιωνός ερμηνεύθηκε από τούς μάγους ως σημάδι ότι δεν θα άφηνε διάδοχο. Εμφανίστηκε επίσης η μητέρα του σε όνειρο, απειλώντας με τιμωρία για τη δολοφονία που είχε διαπράξει, πράγμα που τον ανησύχησε ακόμη περισσότερο. Φτάνοντας στη Βαβυλώνα κι ενώ σκάλιζε ένα κομμάτι ξύλου με μαχαίρι για διασκέδαση, τραυματίστηκε κατά λάθος στον μηρό και πέθανε έντεκα μέρες αργότερα, στο δέκατο όγδοο έτος τής βασιλείας του.19
Μάγος (522 π.Χ.)
Οι Βαγαπάτης και Αρτασύρας, πριν από τον θάνατο τού Καμβύση, συνωμοτούσαν για να ανεβάσουν τον μάγο στον θρόνο, όπως έκαναν αργότερα. Ο Ιζαβάτης, ο οποίος είχε πάει για να μεταφέρει το σώμα τού Καμβύση στην Περσία, βρίσκοντας στην επιστροφή του ότι ο μάγος βασίλευε με το όνομα Τανυοξάρκης, αποκάλυψε την αλήθεια στον στρατό και ξεσκέπασε τον μάγο που κατέφυγε σε ναό. Εκεί συνελήφθη και θανατώθηκε.20
Τότε επτά διακεκριμένοι Πέρσες συνωμοτούσαν εναντίον τού μάγου. Τα ονόματά τους ήσαν Ονόφας, Ιδέρνης, Νορονδαβάτης, Μαρδόνιος, Βαρίσσης, Αταφέρνης και ∆αρείος τού Υστάσπη.21 Έχοντας δώσει και λάβει τις πιο επίσημες υποσχέσεις, προσέλαβαν ως συμβούλους τους τον Αρτασύρα και αργότερα τον Βαγαπάτη, που κρατούσε όλα τα κλειδιά τού παλατιού. Οι επτά, αφού έγιναν δεκτοί στο παλάτι από τον Βαγαπάτη, βρήκαν τον μάγο να κοιμάται μαζί με παλλακίδα από τη Βαβυλωνία. Μόλις τούς είδε, πήδηξε, αλλά μη βρίσκοντας κανένα όπλο πρόσφορο (γιατί ο Βαγαπάτης τα είχε απομακρύνει όλα κρυφά), έσπασε μια χρυσή καρέκλα και υπερασπιζόταν τον εαυτό του με ένα από τα πόδια της. Τελικά μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου από τούς επτά. Είχε βασιλεύσει επτά μήνες.22
Δαρείος Α’ (522-486 π.Χ.)
Ο Δαρείος επιλέχθηκε ως βασιλιάς από τούς επτά συνωμότες με βάση εκείνα που είχαν συμφωνήσει, αφού το άλογό του ήταν το πρώτο που χλιμίντρισε με την ανατολή τού ήλιου ως αποτέλεσμα πονηρού στρατηγήματος.23 Οι Πέρσες γιορτάζουν με γιορτή που ονομάζεται μαγοφονία την ημέρα κατά την οποία θανατώθηκε ο μάγος. Ο Δαρείος πρόσταξε να χτιστεί τάφος για τον ίδιο σε βουνό με δύο κορυφές, πράγμα που έγινε. Όταν θέλησε να πάει και να τον δει, τον απέτρεψαν οι Χαλδαίοι και οι γονείς του. Οι γονείς όμως ανυπομονούσαν να ανέβουν. Όταν τούς είδαν οι ιερείς που τούς τραβούσαν επάνω, φοβήθηκαν και από τον φόβο τους άφησαν τα σχοινιά κι εκείνοι έπεσαν και σκοτώθηκαν. Ο Δαρείος λυπήθηκε πολύ και πρόσταξε να κοπούν τα κεφάλια εκείνων των σαράντα ανδρών που ήσαν υπεύθυνοι.24
Ο Δαρείος διέταξε τον Αριαράμνη, σατράπη τής Καππαδοκίας, να περάσει στη Σκυθία και να συλλάβει αιχμαλώτους πολλούς άνδρες και γυναίκες. Εκείνος πέρασε με τριάντα πεντηκοντόρους25 και μεταξύ άλλων συνέλαβε αιχμάλωτο τον Μαρσαγέτη, τον αδελφό τού βασιλιά των Σκυθών, ο οποίος είχε φυλακιστεί από τον αδελφό του για κάποιο αδίκημα.26
Ο Σκυθάρβης, ο βασιλιάς των Σκυθών, εξοργίστηκε και έγραψε βρίζοντας τον Δαρείο, ο οποίος απάντησε στον ίδιο τόνο. Τότε ο Δαρείος συγκέντρωσε στρατό 800.000 ανδρών, διέσχισε τον Βόσπορο και τον Ίστρο27 πάνω σε γέφυρες φτιαγμένες από πλοία και προχώρησε μέσα στη σκυθική επικράτεια με πορεία δεκαπέντε ημερών. Οι δύο βασιλείς έστειλαν ο ένας στον άλλον τόξο. Ο Δαρείος, βλέποντας ότι το τόξο των Σκυθών ήταν ισχυρότερο, στράφηκε πίσω κι έφυγε περνώντας από τις γέφυρες, καταστρέφοντας μερικές πάνω στη βιασύνη του, πριν τις διασχίσει ολόκληρος ο στρατός. Οκτώ χιλιάδες άνδρες που εγκαταλείφθηκαν έτσι στην Ευρώπη, θανατώθηκαν από τον Σκυθάρβη, τον βασιλιά των Σκυθών. Ο Δαρείος, αφού διέσχισε τη γέφυρα [τού Βοσπόρου], πυρπόλησε τα σπίτια και τούς ναούς των Χαλκηδονίων, επειδή είχαν προσπαθήσει να λύσουν τις γέφυρες που είχαν φτιαχτεί κοντά στην πόλη τους και επειδή επίσης είχαν καταστρέψει τον βωμό προς τιμή τού Διαβατηρίου ∆ιός,28 τον οποίο είχε ανεγείρει ο Δαρείος όταν διέσχισε τη θάλασσα.29
Ο Δάτις, ο διοικητής τού περσικού στόλου, κατά την επιστροφή του από τον Πόντο λεηλατούσε τα νησιά και την Ελλάδα. Στον Μαραθώνα ο Μιλτιάδης συνάντησε τούς βαρβάρους και τούς νίκησε, ενώ σκοτώθηκε και ο ίδιος ο Δάτις και οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να παραδώσουν το σώμα του στους Πέρσες που το ζήτησαν.30
Ο Δαρείος τότε επέστρεψε στην Περσία, όπου, αφού πρόσφερε θυσίες, πέθανε ύστερα από τριάντα ημέρες ασθένειας, έχοντας ζήσει εβδομηνταδύο χρόνια και βασιλεύσει τριανταένα. Πέθανε επίσης ο Αρτασύρας, ενώ ο Βαγαπάτης, αφού υπήρξε φρουρός τού τάφου τού Δαρείου για επτά χρόνια, πέθανε κι αυτός.31
Ξέρξης Α’ (486-465 π.Χ.)
Τον Δαρείο διαδέχθηκε ο γιος του Ξέρξης, ενώ ο Αρτάπανος, ο γιος τού Αρτασύρα, είχε τώρα τόσο μεγάλη επιρροή, όση ο πατέρας του δίπλα στον Δαρείο. Οι άλλοι έμπιστοι σύμβουλοί του ήσαν ο ηλικιωμένος Μαρδόνιος και ο ευνούχος Νατάκας. Ο Ξέρξης παντρεύτηκε την Αμήστρι, την κόρη τού Ονόφα, που τού έκανε γιο, τον ∆αρειαίο, δύο χρόνια μετά τον Υστάσπη και αργότερα τον Αρταξέρξη, καθώς και δύο κόρες, από τις οποίες η μία ονομαζόταν Ροδογούνη και η άλλη Αμύτις, έχοντας πάρει το όνομα τής γιαγιάς της.32
Ο Ξέρξης αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον των Ελλήνων, επειδή οι Χαλκηδόνιοι είχαν προσπαθήσει να λύσουν τη γέφυρα, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχαν καταστρέψει και τον βωμό που είχε στήσει ο Δαρείος, ενώ οι Αθηναίοι είχαν σκοτώσει τον ∆άτι και είχαν αρνηθεί να παραδώσουν το σώμα του. Αλλά πρώτα επισκέφθηκε τη Βαβυλώνα, θέλοντας να δει τον τάφο τού Βήλου, τον οποίο τού έδειξε ο Μαρδόνιος.33 Δεν μπόρεσε όμως να γεμίσει το δοχείο τού λαδιού σύμφωνα με εκείνο που ήταν γραμμένο.34
Από εκεί προχώρησε στα Εκβάτανα, όπου έμαθε για την εξέγερση των Βαβυλωνίων και για την εκ μέρους τους θανάτωση τού σατράπη τους Ζωπύρου. Με αυτόν τον τρόπο μιλάει γι’ αυτά ο Κτησίας και όχι όπως ο Ηρόδοτος. Μάλιστα αυτά που λέει ο τελευταίος για τον Ζώπυρο εκτός από το ότι ένα μουλάρι τού γέννησε πουλάρι, αποδίδονται από τον Κτησία στον Μεγάβυζο, τον γαμπρό τού Ξέρξη και σύζυγο τής κόρης του Αμύτιος. Έτσι λοιπόν καταλήφθηκε η Βαβυλώνα από τον Μεγάβυζο, στον οποίο ο Ξέρξης έδωσε, μεταξύ άλλων ανταμοιβών, κι έναν χρυσό μύλο που ζύγιζε έξι τάλαντα, το πιο αξιόλογο από τα βασιλικά δώρα.35
Τότε ο Ξέρξης, έχοντας συγκεντρώσει περσικό στρατό 800.000 ανδρών και 1.000 τριήρεων, χωρίς να υπολογίζονται τα άρματα, ξεκίνησε να επιτεθεί κατά τής Ελλάδας, αφού πρώτα έζευξε [τον Ελλήσποντο] στην Άβυδο. Ο Σπαρτιάτης ∆ημάρατος, που είχε φτάσει εκεί πρώτος και συνόδευσε τον Ξέρξη στο πέρασμά του, τον αποθάρρυνε να εισβάλει στη Σπάρτη. Ο Ξέρξης λοιπόν, με τον στρατηγό του Αρτάπανο και 10.000 άνδρες, επιτέθηκε στις Θερμοπύλες στον Σπαρτιάτη στρατηγό Λεωνίδα. Το περσικό στράτευμα πετσοκόπηκε, ενώ σκοτώθηκαν μόνο δύο ή τρεις Σπαρτιάτες. Στη συνέχεια ο βασιλιάς διέταξε επίθεση με 20.000 άνδρες, αλλά κι αυτοί νικήθηκαν. Έπειτα μαστιγώθηκαν για να πολεμήσουν, αλλά αφού τούς μαστίγωσαν, ηττήθηκαν και πάλι. Την επόμενη μέρα διέταξε επίθεση με 50.000 άνδρες αλλά χωρίς επιτυχία. Σταμάτησε λοιπόν τον πόλεμο.36
Ο Θώραξ ο Θεσσαλός καθώς και οι Καλλιάδης και Τιμαφέρνης, οι ηγέτες των Τραχινίων, ήσαν παρόντες με τις δυνάμεις τους. Τούς κάλεσε ο Ξέρξης μαζί με τον Δημάρατο και τον Ηγία τον Εφέσιο και έμαθε από αυτούς ότι δεν θα νικούσε τούς Σπαρτιάτες, παρά μόνο αν τούς κύκλωνε. Οδηγούμενο λοιπόν από τούς δύο ηγέτες των Τραχινίων σε σχεδόν απρόσιτο ορεινό μονοπάτι, περσικό στράτευμα 40.000 ανδρών πέρασε και βρέθηκε στα νώτα των Λακεδαιμονίων, που κυκλώθηκαν και πέθαναν όλοι πολεμώντας γενναία.37
Ο Ξέρξης έστειλε άλλο στράτευμα με 120.000 άνδρες εναντίον των Πλαταιών, βάζοντας επικεφαλής του τον Μαρδόνιο. Οι Θηβαίοι ήσαν εκείνοι που υποκινούσαν τον Ξέρξη εναντίον των Πλαταιέων. Τούς αντιτάχθηκε ο Σπαρτιάτης Παυσανίας, έχοντας μόνο 300 Σπαρτιάτες,38 1.000 περίοικους39 και 6.000 από τις άλλες πόλεις. Οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρή ήττα. Ο Μαρδόνιος τραυματίστηκε και υποχρεώθηκε να αναχωρήσει. Αυτός ο Μαρδόνιος στάλθηκε από τον Ξέρξη για να λεηλατήσει τον ναό τού Απόλλωνα κι εκεί, όπως λέγεται, πέθανε από τα τραύματα που τού είχε προκαλέσει σφοδρή χαλαζόπτωση, προς μεγάλη θλίψη τού Ξέρξη.40
Ο Ξέρξης εξόρμησε εναντίον τής ίδιας τής Αθήνας, οι κάτοικοι τής οποίας επάνδρωσαν 110 τριήρεις και κατέφυγαν στη Σαλαμίνα. Ο Ξέρξης κατέλαβε την άδεια πόλη και την πυρπόλησε με εξαίρεση την Ακρόπολη, την οποία υπερασπίστηκε μικρή ομάδα ανδρών που είχαν παραμείνει. Στο τέλος, όταν διέφυγαν τη νύχτα κι εκείνοι, οι Πέρσες πυρπόλησαν κι αυτήν. Ύστερα ο Ξέρξης προχώρησε σε στενή λωρίδα γης στην Αττική που ονομάζεται Ηράκλειο και άρχισε να κατασκευάζει ανάχωμα προς τη Σαλαμίνα, με σκοπό να περάσει σε αυτήν πεζή. Με συμβουλή τού Αθηναίου Θεμιστοκλή και τού Αριστείδη προσκλήθηκαν και ήρθαν τοξότες από την Κρήτη.41 Στη συνέχεια έγινε ναυμαχία μεταξύ Περσών και Ελλήνων, όπου οι Πέρσες είχαν περισσότερα από 1.000 πλοία υπό τον Οινόφα και οι Έλληνες 700 πλοία. Οι Αθηναίοι νίκησαν, χάρη στη συμβουλή και την έξυπνη στρατηγική τού Αριστείδη και τού Θεμιστοκλή. Οι Πέρσες έχασαν 500 πλοία και ο Ξέρξης τράπηκε σε φυγή. Στις υπόλοιπες μάχες σκοτώθηκαν 120.000 Πέρσες.42
Ο Ξέρξης, αφού πέρασε στη Μικρά Ασία και προχώρησε προς τις Σάρδεις, έστειλε τον Μεγάβυζο να λεηλατήσει τον ναό στους Δελφούς. Όταν εκείνος αρνήθηκε να πάει, στάλθηκε ο ευνούχος Ματάκας στη θέση του, για να προσβάλει τον Απόλλωνα και να λεηλατήσει τον ναό. Μετά την εκτέλεση των εντολών του επέστρεψε στον Ξέρξη.43
Στο μεταξύ ο Ξέρξης έφτασε στην Περσία από τη Βαβυλώνα. Εδώ ο Μεγάβυζος κατηγόρησε τη σύζυγό του Αμύτι, την κόρη τού Ξέρξη όπως προαναφέρθηκε, ότι διέπραξε μοιχεία. Η Αμύτις δέχθηκε επιπλήξεις από τον πατέρα της και υποσχέθηκε να φέρεται με σύνεση.44
Ο έμπιστος τού Ξέρξη Αρτάπανος, μαζί με τον ευνούχο Ασπαμίτρη, επίσης έμπιστο, αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Ξέρξη. Αφού τον σκότωσαν, έπεισαν τον γιο του τον Αρταξέρξη ότι τον είχε δολοφονήσει ο αδελφός του ∆αρειαίος. Ο ∆αρειαίος παρουσιάστηκε στο ανάκτορο τού Αρταξέρξη, στο οποίο οδηγήθηκε από τον Αρτάπανο. Εκεί δολοφονήθηκε, αν και διαμαρτυρήθηκε έντονα, φωνάζοντας ότι δεν είχε σκοτώσει εκείνος τον πατέρα του.45
Αρταξέρξης Α’ (464-424 π.Χ.)
Έτσι ο Αρταξέρξης έγινε βασιλιάς, χάρη στον Αρτάπανο, ο οποίος συνωμότησε εναντίον και τού ιδίου. Συνεργάστηκε με τον Μεγάβυζο, τον οποίο στενοχωρούσε πολύ η υποψία τής μοιχείας τής συζύγου του. Ορκίστηκαν να παραμείνουν πιστοί ο ένας στον άλλο. Παρ’ όλα αυτά ο Μεγάβυζος τα αποκάλυψε όλα και θανατώθηκε ο Αρτάπανος, με τον τρόπο με τον οποίο είχε θανατώσει τον Αρταξέρξη. Αποκαλύφθηκαν όλα όσα είχαν διαπραχθεί εναντίον τού Ξέρξη και τού Δαρειαίου και θανατώθηκε με πολύ πικρό και σκληρό τρόπο ο Ασπαμίτρης, ο οποίος είχε συμμετάσχει στις δολοφονίες τού Ξέρξη και τού Δαρειαίου. Τον έβαλαν στη σκάφη46 και με αυτόν τον τρόπο πέθανε. Μετά τον θάνατο τού Αρταπάνου υπήρξε μάχη ανάμεσα στους υπόλοιπους συνωμότες και τούς άλλους Πέρσες, στην οποία σκοτώθηκαν οι τρεις γιοι τού Αρταπάνου και τραυματίστηκε σοβαρά ο Μεγάβυζος. Θρήνησαν πολύ ο Αρταξέρξης, η Αμύτις, η Ροδογούνη και η μητέρα τους Αμήστρις, τής οποίας έσωσε τη ζωή η επιδεξιότητα και προσοχή τού γιατρού Απολλωνίδη τού Κώου.47
Επαναστάτησαν εναντίον τού Αρταξέρξη τα Βάκτρα και ο σατράπης τους, ένας άλλος Αρτάπανος. Στην πρώτη μάχη δεν επικράτησε καμία πλευρά, αλλά σε μια δεύτερη οι Βάκτριοι ηττήθηκαν, επειδή είχαν αντίθετο τον άνεμο. Υποτάχθηκε λοιπόν ολόκληρη η Βακτρία.48
Η Αίγυπτος υπό την ηγεσία τού Ινάρου από τη Λυδία, τον οποίο βοηθούσε ένας άλλος Αιγύπτιος, εξεγέρθηκε και γίνονταν προετοιμασίες για πόλεμο. Ύστερα από αίτημα τού Ινάρου, οι Αθηναίοι έστειλαν για βοήθεια σαράντα πλοία. Ο Αρταξέρξης ήθελε να συμμετάσχει ο ίδιος στην εκστρατεία, αλλά τον απέτρεψαν οι φίλοι του. Έστειλε λοιπόν τον αδελφό του Αχαιμενίδη, με στράτευμα 400.000 πεζών στρατιωτών και ογδόντα πλοία. Ο Ίναρος συγκρούστηκε σε μάχη με τον Αχαιμενίδη, νίκησαν οι Αιγύπτιοι, σκοτώθηκε ο Αχαιμενίδης από τον Ίναρο και στάλθηκε το σώμα του στον Αρταξέρξη. Ο Ίναρος νίκησε και στη θάλασσα, όπου θριάμβευσε ο Χαριτιμίδης, που ήταν διοικητής των σαράντα αθηναϊκών πλοίων. Είκοσι από πενήντα περσικά πλοία συνελήφθησαν με τα πληρώματά τους, ενώ τα υπόλοιπα τριάντα βυθίστηκαν.49
Ο βασιλιάς έστειλε έπειτα τον Μεγάβυζο εναντίον τού Ἰνάρου, με επιπλέον στρατό 200.000 ανδρών και 300 πλοία που διοικούσε ο Ορίσκος. Έτσι, χωρίς να υπολογίζονται τα πληρώματα των πλοίων, ο στρατός του ανερχόταν σε 500.000. Γιατί όταν έπεσε ο Αχαιμενίδης, 100.000 από τούς 400.000 άνδρες του έχασαν επίσης τη ζωή τους. Ακολούθησε σκληρή μάχη, στην οποία έπεσαν πολλοί και από τις δύο πλευρές, ενώ οι περισσότεροι ήσαν Αιγύπτιοι. Ο Μεγάβυζος τραυμάτισε τον Ίναρο στον μηρό, τον έτρεψε σε φυγή και οι Πέρσες επικράτησαν ολοκληρωτικά. Ο Ίναρος διέφυγε στη Βύβλο, που ήταν αιγυπτιακό οχυρό, συνοδευόμενος από τούς Έλληνες που δεν είχαν σκοτωθεί στη μάχη.50
Τότε ολόκληρη η Αίγυπτος, εκτός από τη Βύβλο, υποτάχθηκε στον Μεγάβυζο. Όμως, καθώς εκείνο το φρούριο φαινόταν ανυπέρβλητο, κατέληξε σε συμφωνία με τον Ίναρο και τούς Έλληνες (που ήσαν 6.000 και περισσότεροι), με βάση την οποία δεν θα υφίσταντο κανένα κακό από τον βασιλιά, ενώ θα επιτρεπόταν στους Έλληνες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους όποτε επιθυμούσαν.51
Αφού διόρισε σατράπη τής Αιγύπτου τον Σαρσάμα, ο Μεγάβυζος πήρε τον Ίναρο και τούς Έλληνες και παρουσιάστηκε στον Αρταξέρξη, τον οποίο βρήκε πολύ θυμωμένο με τον Ίναρο, επειδή είχε σκοτώσει τον αδελφό του Αχαιμενίδη. Ο Μεγάβυζος τού διηγήθηκε τα γεγονότα και είπε ότι είχε δώσει τον λόγο του στον Ίναρο και στους Έλληνες όταν κατέλαβε τη Βύβλο. Ζήτησε με ειλικρίνεια από τον βασιλιά να τούς χαρίσει τη ζωή κι εκείνος έδωσε τη συγκατάθεσή του. Κι αναφέρθηκε αμέσως στο στράτευμα ότι ο Ίναρος και οι Έλληνες δεν έπρεπε να πάθουν κανένα κακό.52
Αλλά η Αμύτις στενοχωριόταν με την ιδέα ότι ο Ίναρος και οι Έλληνες θα απέφευγαν την τιμωρία για τον θάνατο τού γιου της Αχαιμενίδη. Ζήτησε λοιπόν αυτά από τον βασιλιά [δηλαδή να τούς παραδώσει σε εκείνην], αλλά ο βασιλιάς αρνήθηκε. Στη συνέχεια στράφηκε στον Μεγάβυζο, ο οποίος την έδιωξε. Όμως στο τέλος, με τη συνεχή της επιμονή, τής έγινε η χάρη από τον γιο της και ύστερα από πέντε χρόνια ο βασιλιάς τής παρέδωσε τον Ίναρο και τούς Έλληνες. Ο Ίναρος παλουκώθηκε σε τρεις πασσάλους. Πενήντα Έλληνες αποκεφαλίστηκαν, όλοι όσοι έπεσαν στα χέρια της.53
Ο Μεγάβυζος στενοχωρήθηκε πολύ με αυτό, πένθησε και ζήτησε την άδεια να αποσυρθεί στη σατραπεία του στη Συρία. Αφού έστειλε κρυφά τούς υπόλοιπους Έλληνες εκεί, φτάνοντας συγκέντρωσε μεγάλο στρατό, 150.000 άνδρες χωρίς το ιππικό, και επαναστάτησε εναντίον τού βασιλιά. Στάλθηκε εναντίον του ο Ούσιρις με 200.000 άνδρες. Έγινε μάχη στην οποία οι Μεγάβυζος και Ούσιρις τραυμάτισαν ο ένας τον άλλο. Ο Ούσιρις προκάλεσε τραύμα με δόρυ στον μηρό τού Μεγαβύζου με βάθος δύο δάχτυλα. Ο Μεγάβυζος με τη σειρά του τραυμάτισε πρώτα τον Ούσιρι στον μηρό και στη συνέχεια στον ώμο, με αποτέλεσμα να πέσει από το άλογό του. Όταν έπεσε όμως, ο Μεγάβυζος τον προστάτευσε και διέταξε να μην τον σκοτώσουν. Πολλοί Πέρσες σκοτώθηκαν στη μάχη, στην οποία διακρίθηκαν ο Ζώπυρος και ο Αρτύφιος, οι γιοι τού Μεγαβύζου. Ο Μεγάβυζος πέτυχε αποφασιστική νίκη. Μεταχειρίστηκε με προσοχή τον Ούσιρι και τον έστειλε στον Aρταξέρξη, όπως αυτός ζήτησε.54
Εναντίον του στάλθηκε κι άλλος στρατός υπό τον Μενοστάτη, τον γιο τού Aρταρίου, σατράπη τής Βαβυλώνας και αδελφό τού Aρταξέρξη. Έγινε κι άλλη μάχη, στην οποία οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή. Ο Μενοστάτης χτυπήθηκε πρώτα στον ώμο από τον Μεγάβυζο και στη συνέχεια στο κεφάλι, αλλά το πλήγμα δεν ήταν καίριο. Τράπηκε όμως σε φυγή μαζί με τον στρατό του και ο Μεγάβυζος πέτυχε λαμπρή νίκη. Στη συνέχεια ο Αρτάριος έστειλε αγγελιοφόρους στον Μεγάβυζο, συμβουλεύοντάς τον να καταλήξει σε συμφωνία με τον βασιλιά.55
Ο Μεγάβυζος απάντησε ότι ήταν έτοιμος να το πράξει, αλλά με την προϋπόθεση ότι δεν θα υποχρεωνόταν να εμφανιστεί ενώπιον τού βασιλιά και ότι θα τού επιτρεπόταν να παραμείνει στη σατραπεία του. Όταν ανέφεραν την απάντησή του στον βασιλιά, ο Παφλαγόνας ευνούχος Αρτοξάρης αλλά και η Αμήστρις τον προέτρεψαν να κάνει ειρήνη χωρίς καθυστέρηση. Στάλθηκαν λοιπόν στον Μεγάβυζο γι’ αυτόν τον σκοπό ο Αρτάριος, η σύζυγός του Αμύτις, ο Αρτοξάρης (τότε είκοσι ετών) και ο Πετήσας, ο γιος τού Ουσίρη και πατέρας τού Σπιτάμα. Ύστερα από πολλές παρακλήσεις και επίσημες υποσχέσεις, με μεγάλη δυσκολία κατάφεραν να πείσουν τον Μεγάβυζο να επισκεφθεί τον βασιλιά, ο οποίος τελικά τον συγχώρησε για όλα τα παραπτώματά του.56
Λίγο καιρό αργότερα βγήκε ο βασιλιάς για κυνήγι και δέχθηκε επίθεση από λιοντάρι. Καθώς το θηρίο είχε πηδήξει και ετοιμαζόταν να πέσει πάνω του, ο Μεγάβυζος έριξε ακόντιο και το σκότωσε. Ο Αρταξέρξης οργίστηκε, επειδή ο Μεγάβυζος είχε σκοτώσει το ζώο πριν προλάβει να ρίξει αυτός. Διέταξε λοιπόν να αποκεφαλίσουν τον Μεγάβυζο, αλλά χάρη στις παρακλήσεις τής Αμήστριος, τής Αμύτιος και άλλων γλύτωσε τον θάνατο αλλά εξορίστηκε σε κάποια πόλη τού Περσικού κόλπου57 που ονομαζόταν Κύρτα. Ο ευνούχος Αρτοξάρης εξορίστηκε επίσης στην Αρμενία, επειδή συχνά μιλούσε με θάρρος στον βασιλιά υπέρ τού Μεγαβύζου.58
Αφού πέρασε πέντε χρόνια στην εξορία, ο Μεγάβυζος δραπέτευσε προσποιούμενος ότι ήταν πισάγας. Πισάγας λέγεται από τούς Πέρσες ο λεπρός, τον οποίο δεν πλησιάζει κανείς. Αφού λοιπόν απέδρασε, εμφανίστηκε στην Αμύτι και στην πατρίδα του, όπου με δυσκολία τον γνώρισαν. Με τη μεσολάβηση τής Αμήστριος και τής Αμύτιος ο βασιλιάς ξεπέρασε την έχθρα του και τον δέχθηκε στο τραπέζι του όπως και πριν. Αφού έζησε εβδομηνταέξι χρόνια, ο Μεγάβυζος πέθανε και θρηνήθηκε πολύ από τον βασιλιά.59
Μετά τον θάνατο τού Μεγαβύζου, στη σύζυγό του Αμύτι, όπως και στη μητέρα της Αμήστρι πριν από αυτήν, άρεσε να συναναστρέφεται με άνδρες. Ο γιατρός Απολλωνίδης από την Κω, όταν η Αμύτις αρρώστησε από όχι σοβαρή ασθένεια και κλήθηκε να την παρακολουθήσει, την ερωτεύτηκε. Είπε λοιπόν ότι θα επανερχόταν στην υγεία της αν σχετιζόταν με άνδρες, γιατί το νόσημα ήταν τής μήτρας. Τού επιτράπηκε αυτή η πρακτική και συνουσιαζόταν μαζί της, αλλά επειδή η γυναίκα έσβηνε, σταμάτησε τη συνουσία. Όταν πλησίαζε το τέλος της, το είπε στη μητέρα της για να τιμωρηθεί ο Απολλωνίδης κι εκείνη τα είπε όλα στον βασιλιά Αρταξέρξη, ότι δηλαδή συνουσιαζόταν μαζί της και ότι σταμάτησε την κακομεταχείριση και ότι η κόρη της ζήτησε να τιμωρηθεί ο Απολλωνίδης. Εκείνος επέτρεψε στη μητέρα να κάνει ό,τι ήθελε με τον δράστη. Κι εκείνη, παίρνοντας τον Απολλωνίδη, τον αλυσόδεσε δύο μήνες για τιμωρία. Στη συνέχεια, τη μέρα που πέθανε η Αμύτις, τον έθαψε ζωντανό.60
Ο Ζώπυρος, γιος τού Μεγαβύζου και τής Αμύτιος, μετά τον θάνατο τού πατέρα και τής μητέρας του εξεγέρθηκε εναντίον τού βασιλιά κι έφτασε στην Αθήνα, όπου τον δέχθηκαν καλά, λόγω των υπηρεσιών που είχε προσφέρει η μητέρα του στους Αθηναίους.61 Από εκεί απέπλευσε για την Καύνο με Αθηναίους στρατιώτες και κάλεσε την πόλη να παραδοθεί. Οι Καύνιοι είπαν ότι θα παρέδιδαν την πόλη σε αυτόν, αλλά όχι και στους Αθηναίους που τον συνόδευαν. Καθώς ο Ζώπυρος ανέβαινε στο τείχος, ένας Καύνιος που ονομαζόταν Αλκίδης τον χτύπησε στο κεφάλι με πέτρα και τον σκότωσε. Ο Καύνιος σταυρώθηκε με εντολή τής γιαγιάς τού Ζωπύρου, τής Αμήστριος. Λίγο καιρό αργότερα πέθανε και η Αμήστρις σε μεγάλη ηλικία, ενώ πέθανε και ο Αρταξέρξης έχοντας βασιλεύσει σαρανταδύο χρόνια. Εδώ τελειώνει το δέκατο έβδομο βιβλίο και αρχίζει το δέκατο όγδοο.62
Ξέρξης B’ (424 π.Χ.)
Τον Αρταξέρξη διαδέχθηκε ο γιος του Ξέρξης, ο μόνος νόμιμος γιος του από τη Δαμασπία, η οποία πέθανε την ίδια μέρα με τον σύζυγό της Αρταξέρξη. Τα σώματα τού βασιλιά και τής βασίλισσας μεταφέρθηκαν από τον Βαγόραζο στην Περσία. Ο Αρταξέρξης είχε δεκαοκτώ νόθους γιους, μεταξύ των οποίων τον Σεκυνδιανό63 από τη Βαβυλώνια Αλογούνη, τον Ώχο (μετέπειτα βασιλιά) και τον Αρίστη από την Κοσμαρτιδηνή, που ήταν επίσης Βαβυλώνια. Εκτός από αυτούς τούς τρεις, είχε επίσης έναν γιο Βαγαπαίο και μια κόρη την Παρυσάτιδα από την Ανδία, που ήταν επίσης Βαβυλώνια. Αυτή η Παρύσατις υπήρξε μητέρα τού Αρταξέρξη και τού Κύρου. Κατά τη διάρκεια τής ζωής του, ο πατέρας του έκανε τον Ώχο σατράπη τής Υρκανίας και τού έδωσε σε γάμο την Παρυσάτιδα, την κόρη τού Αρταξέρξη και αδελφή του.64
Ο Σογδιανός, έχοντας πάρει με το μέρος του τον ευνούχο Φαρνακύα ο οποίος είχε τη μεγαλύτερη επιρροή δίπλα στον Ξέρξη μετά τον Βαγόραζο και τον Μενοστάνη, μπήκε στο παλάτι με μερικούς άλλους ύστερα από κάποια γιορτή, ενώ ο Ξέρξης είχε μεθύσει και κοιμόταν. Τον σκότωσαν σαρανταπέντε μέρες μετά τον θάνατο τού πατέρα του. Τα σώματα τού πατέρα και τού γιου μεταφέρθηκαν μαζί στην Περσία, επειδή τα μουλάρια που τραβούσαν το άρμα στο οποίο βρισκόταν το σώμα τού πατέρα, αρνούνταν να κινηθούν, σαν να περίμεναν εκείνο τού γιου. Κι όταν εκείνο έφτασε,65 αμέσως προχώρησαν γρήγορα.66
Σογδιανός (424-423 π.Χ.)
Έτσι έγινε βασιλιάς ο Σογδιανός και διόρισε αζαβαρίτη του67 τον Μενοστάνη. Όταν ο Βαγόραζος επέστρεψε στην αυλή, ο Σογδιανός, που έτρεφε μακρόχρονη εχθρότητα εναντίον του, πρόσταξε να λιθοβοληθεί μέχρι θανάτου, με το πρόσχημα ότι είχε αφήσει το σώμα τού πατέρα του χωρίς την άδειά του. Ο στρατός στενοχωρήθηκε πολύ και παρόλο που ο Σογδιανός τούς μοίρασε δώρα, οι στρατιώτες τον μισούσαν για τη δολοφονία τόσο τού αδελφού του, τού Ξέρξη, όσο και για εκείνη τού Βαγοράζου.68
Τότε ο Σεκυδιανός κάλεσε τον Ώχο στην αυλή, ο οποίος υποσχέθηκε να παρουσιαστεί, αλλά δεν παρουσιάστηκε. Αφού κλήθηκε αρκετές φορές, συγκέντρωσε ο Ώχος μεγάλη δύναμη με προφανή πρόθεση να καταλάβει τον θρόνο. Λιποτάκτησε στον Ώχο ο Αρβάριος, ο διοικητής τού ιππικού, καθώς και ο Αρξάνης, ο σατράπης τής Αιγύπτου. Ήρθε επίσης από την Αρμενία ο ευνούχος Αρτοξάρης και έβαλε το στέμμα69 στο κεφάλι τού Ώχου ενάντια στη θέλησή του.70
Έτσι ο Ώχος έγινε βασιλιάς και άλλαξε το όνομά του σε Δαρειαίος. Με εισήγηση τής Παρυσάτιδος προσπάθησε με εξαπάτηση και επίσημες υποσχέσεις να κερδίσει τον Σογδιανό. Ο Μενοστάνης έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει τον Σογδιανό να δίνει πίστη σε αυτές τις υποσχέσεις ή να έρθει σε συμφωνία με εκείνους που προσπαθούσαν να τον εξαπατήσουν. Παρ’ όλα αυτά πείστηκε ο Σογδιανός, συνελήφθη, ρίχτηκε στα κάρβουνα71 και πέθανε, έχοντας βασιλεύσει έξι μήνες και δεκαπέντε ημέρες.72
Ώχος (Δαρείος Β’ ο Νόθος, 423-404 π.Χ.)
Ο Ώχος (που ονομαζόταν επίσης ∆αρειαίος) έγινε μοναδικός ηγεμόνας. Τρεις ευνούχοι, οι Αρτοξάρης, Αρτιβαρζάνης, και Αθώος, είχαν δίπλα του τη μεγαλύτερη δύναμη, αλλά κύριος σύμβουλός του ήταν η σύζυγός του, από την οποία είχε δύο παιδιά πριν γίνει βασιλιάς: την κόρη Αμήστρι και τον γιο Αρσάκη, που στη συνέχεια ονομάστηκε Αρταξέρξης. Μετά την άνοδό του στον θρόνο, τού έκανε κι άλλον γιο η βασίλισσα, που ονομάστηκε Κύρος από τον ήλιο.73 Ένας τρίτος γιος ονομάστηκε Αρτόστης, ενώ ακολούθησαν κι άλλα, συνολικά δεκατρία παιδιά. Ο συγγραφέας λέει ότι πήρε αυτές τις πληροφορίες από την ίδια την Παρυσάτιδα. Τα περισσότερα παιδιά πέθαναν σύντομα και οι μόνοι που επέζησαν ήσαν εκείνοι που αναφέρθηκαν πιο πάνω, καθώς κι ένας τέταρτος γιος που ονομάστηκε Οξένδρας.74
Εξεγέρθηκε εναντίον τού βασιλιά ο Αρσίτης, ο ίδιος του ο αδελφός, από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα, καθώς και ο Αρτύφιος, ο γιος τού Μεγαβύζου. Στάλθηκε ο Αρτασύρας εναντίον τους, πολέμησε τον Αρτύφιο και ηττήθηκε σε δύο μάχες. Ύστερα, αφού συγκέντρωσε πάλι τούς άνδρες του, νίκησε τον Αρτύφιο έχοντας δωροδοκήσει τούς Έλληνες που ήσαν μαζί του, από τούς οποίους μόνο τρεις Μιλήσιοι παρέμειναν πιστοί σε αυτόν. Τελικά ο Αρτύφιος, βλέποντας ότι δεν εμφανιζόταν ο Αρσίτης, παραδόθηκε στον βασιλιά, όταν ο Αρτασύρας υποσχέθηκε επίσημα ότι θα τού χάριζε τη ζωή.75
Ο βασιλιάς σκόπευε να θανατώσει τον Αρτύφιο, αλλά η Παρύσατις τον συμβούλευσε να μην το κάνει αμέσως, για να εξαπατήσει τον Αρσίτη και να τον αναγκάσει να υποταχθεί. Έλεγε πως όταν παραδινόταν κι εκείνος εξαπατημένος, τότε θα μπορούσαν να θανατώσουν και τούς δύο. Το σχέδιο πέτυχε, η συμβουλή βγήκε σωστή και οι Αρτύφιος και Αρσίτης ρίχτηκαν στα κάρβουνα, αν και ο βασιλιάς δεν ήθελε να χάσει τον Αρσίτη, αλλά η Παρύσατις, αφενός με την πειθώ και αφετέρου με τη φορτικότητά της, τον οδήγησε στον θάνατο. Λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου και ο Φαρνακίας, ο οποίος είχε βοηθήσει τον Σογδιανό να σκοτώσει τον Ξέρξη. Συνελήφθη και καταδικάστηκε και ο Μενοστάνης, αλλά πρόλαβε να αυτοκτονήσει.76
Εξεγέρθηκε επίσης ο Πισούθνης και στάλθηκαν εναντίον του οι Τισσαφέρνης, Σπιθραδάτης, και Παρμίσης. Βγήκε o Πισούθνης να τούς αντιμετωπίσει, έχοντας μαζί του τον Λύκωνα τον Αθηναίο και σώμα Ελλήνων υπό τις διαταγές του. Οι στρατηγοί τού βασιλιά δωροδόκησαν τον Λύκωνα και τούς Έλληνες και εκείνοι εγκατέλειψαν τον Πισούθνη. Ύστερα, αφού τού έδωσαν διαβεβαιώσεις και πήραν αντίστοιχες από αυτόν, τον οδήγησαν στον βασιλιά, αλλά εκείνος τον έριξε στα κάρβουνα κι έδωσε τη σατραπεία τού Πισούθνη στον Τισσαφέρνη. Επίσης ο Λύκων πήρε κωμοπόλεις και εκτάσεις ως ανταμοιβή για την προδοσία του.77
Ο ευνούχος Αρτοξάρης, ο οποίος επηρέαζε πολύ τον βασιλιά, θέλοντας να αποκτήσει ο ίδιος τον θρόνο συνωμοτούσε εναντίον τού κυρίου του. Πρόσταξε τη σύζυγό του να τού φτιάξει ψεύτικα γένια και μουστάκι, ώστε να μοιάζει με άνδρα. Εκείνη όμως τον πρόδωσε. Συνελήφθη, παραδόθηκε στην Παρυσάτιδα και θανατώθηκε.78
Ο Αρσάκης ο γιος τού βασιλιά, ο οποίος στη συνέχεια άλλαξε το όνομά του σε Αρταξέρξης, παντρεύτηκε τη Στάτειρα, κόρη τού Ιδέρνη, ενώ ο γιος τού Ιδέρνη παντρεύτηκε την κόρη τού βασιλιά. Το όνομα τής κόρης ήταν Αμήστρις και το όνομα τού συζύγου της ήταν Τεριτούχμης, ο οποίος, μετά τον θάνατο τού πατέρα του, διορίστηκε σατράπης στη θέση του. Ο Τεριτούχμης είχε από τον πατέρα του ετεροθαλή αδελφή, τη Ρωξάνη, πολύ όμορφη και πολύ επιδέξια στον χειρισμό τού τόξου και τού ακόντιου. Ο Τεριτούχμης την ερωτεύτηκε και σχετιζόμενος μαζί της μισούσε την Αμήστρι. Στο τέλος αποφάσισε να τη βάλει σε σάκο, όπου θα την μαχαίρωναν μέχρι θανάτου 300 άνδρες, με τούς οποίους συνωμοτούσε για να προκαλέσει εξέγερση. Αλλά κάποιος Ουδιάστης, ο οποίος είχε μεγάλη δύναμη δίπλα στον Τεριτούχμη, αφού έλαβε επιστολές από τον βασιλιά που υποσχόταν να τον ανταμείψει γενναιόδωρα αν μπορούσε να σώσει την κόρη του, επιτέθηκε και σκότωσε τον Τεριτούχμη, ο οποίος υπερασπίστηκε με θάρρος τον εαυτό του και έσφαξε, όπως λένε, τριανταεπτά από εκείνους που τού επιτέθηκαν.79
Ο Μιτραδάτης,80 ο γιος τού Ουδιάστη, ο υπασπιστής τού Τεριτούχμη, δεν πήρε μέρος σε αυτή την υπόθεση και όταν έμαθε τι συνέβη, καταράστηκε τον πατέρα του και κατέλαβε την πόλη Ζάρις, για να την παραδώσει στον γιο τού Τεριτούχμη. Η Παρύσατις διέταξε να θάψουν ζωντανούς τη μητέρα τού Τεριτούχμη, τούς αδελφούς του Μιτρώστη και Ήλικο και τις αδελφές του, που ήσαν δύο πέρα από τη Στάτειρα. Επίσης τη Ρωξάνη να την κόψουν ζωντανή σε κομμάτια. Κι αυτά έγιναν.81
Ο βασιλιάς είπε στη σύζυγό του Παρυσάτιδα να επιβάλει την ίδια τιμωρία στη Στάτειρα, τη σύζυγο τού γιου του Αρσάκη. Όμως ο Αρσάκης με πολλά δάκρυα και θρήνους κατεύνασε την οργή τού πατέρα και τής μητέρας του. Όταν κάμφθηκε η Παρύσατις, ο Ώχος ο Δαρειαίος χάρισε τη ζωή στη Στάτειρα, αλλά είπε στην Παρυσάτιδα ότι μια μέρα θα το μετάνιωνε. Εδώ τελειώνει το δέκατο όγδοο βιβλίο.82
Αρταξέρξης Β’ (404-358 π.Χ.)
Στο δέκατο ένατο βιβλίο ο συγγραφέας αναφέρει ότι ο Ώχος ο ∆αρειαίος αρρώστησε και πέθανε στη Βαβυλώνα, έχοντας βασιλεύσει τριανταπέντε χρόνια. Ο Αρσάκης, ο οποίος τον διαδέχθηκε, άλλαξε το όνομά του σε Αρταξέρξης. Έκοψαν τη γλώσσα τού Ουδιάστη, την ξερίζωσαν κι έτσι πέθανε. Ο γιος του Μιτραδάτης διορίστηκε σατράπης στη θέση του. Αυτό οφειλόταν στην υποκίνηση τής Στάτειρας και στενοχωρούσε πολύ την Παρυσάτιδα. Ο Κύρος, που κατηγορήθηκε από τον Τισσαφέρνη ότι συνωμοτούσε εναντίον τού αδελφού του Αρταξέρξη, κατέφυγε στη μητέρα του Παρυσάτιδα, με την παρέμβαση τής οποίας απαλλάχθηκε από την κατηγορία. Ατιμασμένος από τον αδελφό του, ο Κύρος αναχώρησε για τη σατραπεία του και σχεδίαζε επανάσταση. Ο Σατιβαρζάνης κατηγόρησε τον Ορόντη για μηχανορραφίες με την Παρυσάτιδα, αν και η συμπεριφορά της ήταν άψογη. Θανατώθηκε ο Ορόντης και η μητέρα εξοργίστηκε πολύ με τον βασιλιά. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι η Παρύσατις δηλητηρίασε τον γιο τού Τεριτούχμη. Αναφέρει επίσης για εκείνον ότι έκαψε το σώμα τού πατέρα του σε αντίθεση με τον νόμο.83 Επομένως ο Ελλάνικος και ο Ηρόδοτος ελέγχονται ως ψευδόμενοι.84
Ο Κύρος, που εξεγέρθηκε εναντίον τού αδελφού του,85 συγκέντρωσε στρατό αποτελούμενο από Έλληνες και βαρβάρους. Ο Κλέαρχος ήταν διοικητής των Ελλήνων. Ο βασιλιάς τής Κιλικίας Συέννεσις βοήθησε τόσο τον Κύρο όσο και τον Αρταξέρξη. Ο συγγραφέας αναφέρει στη συνέχεια την ομιλία τού Κύρου προς το στράτευμά του και τού Αρταξέρξη προς το δικό του. Ο Κλέαρχος ο Σπαρτιάτης, ο οποίος ήταν διοικητής των Ελλήνων, και ο Μένων ο Θεσσαλός, οι οποίοι συνόδευαν τον Κύρο, βρίσκονταν πάντοτε σε διάσταση, επειδή ο Κύρος συμβουλευόταν τον Κλέαρχο για όλα, ενώ αγνοούσε τον Μένωνα. Πολλοί λιποτακτούσαν από τον Αρταξέρξη στον Κύρο και κανένας από τον Κύρο στον Αρταξέρξη. Γι’ αυτόν τον λόγο και ο Αρβάριος, που σχεδίαζε να προσχωρήσει στον Κύρο, κατηγορήθηκε και ρίχτηκε στα κάρβουνα. Ο Κύρος επιτέθηκε στον στρατό τού βασιλιά και κέρδισε τη νίκη, αλλά έχασε τη ζωή του αγνοώντας τη συμβουλή τού Κλεάρχου. Το σώμα του ακρωτηριάστηκε από τον αδελφό του Αρταξέρξη, ο οποίος διέταξε να κοπεί το κεφάλι του και το χέρι με το οποίο τον χτύπησε και τα περιέφερε σε θρίαμβο. Ο Κλέαρχος ο Σπαρτιάτης αναχώρησε τη νύχτα με τούς Έλληνες που ήσαν μαζί του. Αφού κατέλαβε μια από τις πόλεις που ανήκαν στην Παρυσάτιδα, ο βασιλιάς έκανε ειρήνη μαζί του.86
Ο Κτησίας περιγράφει ότι η Παρύσατις έφτασε στη Βαβυλώνα πενθώντας για τον θάνατο τού Κύρου και με δυσκολία ανέκτησε το κεφάλι και το χέρι του, που τα έστειλε στα Σούσα για ταφή. Αναφέρεται στον Βαγαπάτη, που είχε κόψει το κεφάλι από το σώμα τού Κύρου με εντολή τού Αρταξέρξη. Η Παρύσατις, όταν έπαιξε ζάρια με τον βασιλιά και κέρδισε το παιχνίδι, πήρε τον Βαγαπάτη ως έπαθλο και στη συνέχεια τον έγδαρε ζωντανό και τον σταύρωσε. Τελικά πείστηκε από τις παρακλήσεις τού Αρταξέρξη να σταματήσει το πένθος για τον γιο της. Ο βασιλιάς αντάμειψε τον στρατιώτη που τού έφερε το καπέλο τού Κύρου,87 καθώς και τον Κάρα που θεωρούσαν ότι τον είχε τραυματίσει, τον οποίο η Παρύσατις αργότερα βασάνισε και δολοφόνησε. Τον Μιτραδάτη που καυχιόταν στο τραπέζι ότι σκότωσε τον Κύρο, η Παρύσατις τον ζήτησε από τον βασιλιά. Όταν τής τον παρέδωσε, τον σκότωσε με μεγάλη σκληρότητα. Αυτά είναι τα περιεχόμενα τού δέκατου ένατου και τού εικοστού βιβλίου.88
Στο εικοστό πρώτο, εικοστό δεύτερο και εικοστό τρίτο βιβλία, που ολοκληρώνουν την ιστορία, έχουν περιληφθεί τα εξής. Ο Τισσαφέρνης άρχισε να στρέφεται εναντίον των Ελλήνων. Έχοντας προσεταιριστεί τον Μένωνα τον Θεσσαλό, έβαλε στο χέρι μέσω αυτού τον Κλέαρχο και τούς άλλους στρατηγούς με εξαπάτηση και όρκους, αν και ο Κλέαρχος υποψιαζόταν την προδοσία και προσπαθούσε να την αποτρέψει. Αλλά αφενός οι στρατιώτες, εξαπατημένοι από τα λόγια τού Μένωνος, υποχρέωσαν τον απρόθυμο Κλέαρχο να επισκεφτεί τον Τισσαφέρνη, ενώ ο Πρόξενος ο Βοιωτός, που είχε ήδη εξαπατηθεί, τον προέτρεψε επίσης να πάει. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι ο Κλέαρχος και οι άλλοι στρατηγοί στάλθηκαν αλυσοδεμένοι στον Αρταξέρξη στη Βαβυλώνα, όπου όλοι οι άνθρωποι συνέρρεαν για να δουν τον Κλέαρχο. Ότι ο ίδιος ο Κτησίας, ο γιατρός τής Παρυσάτιδος, έδειξε κάθε προσοχή στον Κλέαρχο όταν βρισκόταν στη φυλακή και έκανε μέσω αυτής ό,τι μπορούσε για την ευχαρίστηση και εξυπηρέτησή του. Η Παρύσατις θα τού έδινε την ελευθερία του και θα τον άφηνε να φύγει, αν η Στάτειρα δεν έπειθε τον σύζυγό της Αρταξέρξη να τον θανατώσει. Μετά την εκτέλεση τού Κλεάρχου συνέβη κάτι θαυμαστό. Σηκώθηκε δυνατός άνεμος, σωρεύοντας ποσότητα χώματος πάνω στο σώμα του, που σχημάτισε φυσικό τάφο. Θανατώθηκαν επίσης οι άλλοι Έλληνες που είχαν σταλεί μαζί του, εκτός από τον Μένωνα.89
Ο συγγραφέας αφηγείται στη συνέχεια την κακομεταχείριση τής Στάτειρας από την Παρυσάτιδα και τη δηλητηρίαση τής Στάτειρας, που έγινε με τον ακόλουθο τρόπο, παρόλο που η Στάτειρα φυλαγόταν από καιρό, για να μην πάθει εκείνο που έπαθε. Η μία πλευρά ενός μαχαιριού ήταν αλειμμένη με δηλητήριο ενώ η άλλη ήταν καθαρή. Ένα από τα μικρά πουλιά, στο μέγεθος περίπου τού αυγού, το οποίο ονομάζεται ρυνδάκκη από τούς Πέρσες, κόπηκε με το μαχαίρι αυτό στη μέση από την Παρυσάτιδα, η οποία πήρε και έτρωγε το μέρος που δεν είχε αγγιχτεί από το δηλητήριο, ενώ παράλληλα πρόσφερε στη Στάτειρα το δηλητηριασμένο μισό. Η Στάτειρα, βλέποντας ότι η Παρύσατις έτρωγε το δικό της μισό, δεν υποψιάστηκε και έβαλε στο στόμα της το θανατηφόρο δηλητήριο. Ο βασιλιάς, εξοργισμένος με τη μητέρα του, διέταξε να συλληφθούν, να βασανιστούν και να θανατωθούν οι ευνούχοι της. Συνελήφθη επίσης η Γίγγη, η έμπιστη τής Παρυσάτιδος, που κατηγορήθηκε, δικάστηκε και αθωώθηκε από τούς δικαστές, αλλά ο βασιλιάς την καταδίκασε και διέταξε να βασανιστεί η Γίγγη και να θανατωθεί, γεγονός που προκάλεσε την οργή τής Παρυσάτιδος εναντίου τού γιου, αλλά και εκείνου εναντίον τής μητέρας.90
Ο τάφος τού Κλεάρχου, οκτώ χρόνια αργότερα, βρέθηκε καλυμμένος με φοινικόδεντρα, τα οποία είχε φυτέψει κρυφά η Παρύσατις με τούς ευνούχους της τον καιρό που είχε πεθάνει εκείνος.91
Ο συγγραφέας αναφέρει τις αιτίες τής διαμάχης τού Αρταξέρξη με τον Ευαγόρα, βασιλιά τής Σαλαμίνας τής Κύπρου.92 Τούς αγγελιοφόρους που έστειλε ο Ευαγόρας στον Κτησία για την παραλαβή επιστολών από τον Αβουλήτη. Την επιστολή τού Κτησία προς τον Ευαγόρα για τη συμφιλίωσή του με τον Αναξαγόρα, βασιλιά των Κυπρίων. Την επιστροφή των αγγελιοφόρων τού Ευαγόρα στην Κύπρο και την παράδοση των επιστολών από τον Κτησία στον Ευαγόρα. Την ομιλία τού Κόνωνος στον Ευαγόρα για την επίσκεψή του στον βασιλιά. Την επιστολή τού Ευαγόρα για τις τιμές που τού απέδωσε ο βασιλιάς. Την επιστολή τού Κόνωνος προς τον Κτησία, τη συμφωνία τού Ευαγόρα να αποτίσει φόρο τιμής στον βασιλιά και την παράδοση των επιστολών στον Κτησία. Την ομιλία τού Κτησία στον βασιλιά για τον Κόνωνα και την επιστολή προς αυτόν. Την παράδοση στον Σατιβαρζάνη των δώρων που έστειλε ο Ευαγόρας. Την άφιξη των αγγελιοφόρων στην Κύπρο. Τις επιστολές τού Κόνωνος προς τον βασιλιά και τον Κτησία. Τη σύλληψη των Σπαρτιατών αγγελιοφόρων προς τον βασιλιά. Την επιστολή τού βασιλιά προς τον Κόνωνα και τούς Σπαρτιάτες, που τούς παραδόθηκε από τον ίδιο τον Κτησία. Τον διορισμό τού Κόνωνος από τον Φαρνάβαζο ως διοικητή τού στόλου.93
Την επίσκεψη τού Κτησία στην πατρίδα του Κνίδο και στη Σπάρτη. Τις διαδικασίες εναντίον των πρεσβευτών τής Σπάρτης στη Ρόδο και την απαλλαγή τους. Τον αριθμό των σταθμών, ημερών και παρασαγγών από την Έφεσο στη Βακτρία και την Ινδία. Τον κατάλογο των βασιλέων από τον Νίνο και τη Σεμίραμι μέχρι τον Αρταξέρξη, με τον οποίο τελειώνει το έργο. Το ύφος τού συγγραφέα είναι σαφές και πολύ απλό, πράγμα που κάνει το έργο ευχάριστο στην ανάγνωση. Χρησιμοποιεί την ιωνική διάλεκτο, όχι παντού όπως ο Ηρόδοτος, αλλά μόνο σε συγκεκριμένες εκφράσεις. Ούτε διακόπτει το νήμα τής αφήγησής του, όπως ο Ηρόδοτος, με άκαιρες παρεκβάσεις. Αν και κατακρίνει τον Ηρόδοτο για παραμύθια, ούτε αυτός είναι απαλλαγμένος από το ίδιο ελάττωμα, ιδιαίτερα στην περιγραφή του για την Ινδία. Η γοητεία τής ιστορίας του συνίσταται κυρίως στον τρόπο συσχετισμού των γεγονότων, ο οποίος είναι έντονα συναισθηματικός και απροσδόκητος, καθώς και στην ποικίλη χρήση τού εξωραϊσμού τής αφήγησης με μύθους. Το ύφος του είναι πιο απρόσεκτο απ’ όσο έπρεπε να είναι και η φρασεολογία συχνά υποβιβάζεται σε κοινοτοπία, ενώ εκείνη τού Ηροδότου, τόσο από την άποψη αυτή όσο και από την άποψη τού σφρίγους και τής τέχνης, αντιπροσωπεύει τον κανόνα τής ιωνικής διαλέκτου.94