Βιβλίο Πέμπτο: Από την Τραπεζούντα στην Κερασούντα και στα Κοτύωρα

<- Βιβλίο τέταρτο Βιβλίο έκτο ->

5.1. Χειρίσοφος και Δέξιππος φεύγουν για να βρουν πλοία

[Στα προηγούμενα αναφέρθηκαν όσα έκαναν οι Έλληνες στην ανάβασή τους με τον Κύρο, στην πορεία τους μέχρι τη θάλασσα τού Ευξείνου Πόντου, στην άφιξή τους στην ελληνική πόλη Τραπεζούς, όπου πρόσφεραν θυσία, όπως είχαν τάξει ότι θα έκαναν, όταν έφταναν ασφαλείς σε φιλική χώρα].1

Ύστερα συγκεντρώθηκαν και σκέφτονταν για το υπόλοιπο την πορείας. Σηκώθηκε πρώτος ο Λέων από τούς Θούριους2 και είπε τα εξής:

«Κουράστηκα να μαζεύω τα πράγματά μου, να βαδίζω, να τρέχω, να κουβαλάω όπλα, να οδοιπορώ, να φυλάω σκοπιά και να πολεμώ. Θέλω να σταματήσω όλες αυτές τις ταλαιπωρίες και αφού έχουμε θάλασσα μπροστά μας θέλω να πλεύσω την υπόλοιπη διαδρομή και ξαπλώνοντας να κοιμηθώ όπως ο Οδυσσέας και να φτάσω στην Ελλάδα».3

Ακούγοντάς τον οι στρατιώτες συμφώνησαν φωνάζοντας «Καλά λέει». Σηκώθηκε κι άλλος και είπε τα ίδια, ύστερα άλλος και τελικά όλοι οι παρόντες. Τότε σηκώθηκε ο Χειρίσοφος και είπε: 4

«Άνδρες, έχω έναν φίλο, τον Αναξίβιο,5 που τυχαίνει να είναι ναύαρχος. Αν θέλετε, στείλτε με σε αυτόν και υπόσχομαι να επιστρέψω με τριήρεις και άλλα πλοία που θα μάς πάρουν. Το μόνο που έχετε να κάνετε, αν πραγματικά θέλετε να γυρίσετε στην πατρίδα με πλοίο, είναι να με περιμένετε να γυρίσω. Θα επιστρέψω σύντομα».

Όταν άκουσαν αυτά οι στρατιώτες, ενθουσιάστηκαν και ψήφισαν να σαλπάρει ο Χειρίσοφος το συντομότερο δυνατό.6

Ύστερα από αυτόν σηκώθηκε ο Ξενοφών και μίλησε ως εξής:

«Ο Χειρίσοφος, όπως συμφωνήσαμε, έφυγε σε αναζήτηση πλοίων κι εμείς θα τον περιμένουμε. Επιτρέψτε μου να σάς πω τι κατά τη γνώμη μου πρέπει να κάνουμε ενώ περιμένουμε.7

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να αποκτήσουμε τα απαραίτητα από εχθρικό έδαφος, επειδή δεν υπάρχει εδώ επαρκής αγορά, αλλά ούτε κι αν ακόμη υπήρχε έχουμε εμείς, με λίγες μόνο εξαιρέσεις, τη δυνατότητα να αγοράσουμε. Η περιοχή είναι εχθρική. Αν λοιπόν ξεκινήσουν κάποιοι από εσάς την αναζήτηση προμηθειών χωρίς φροντίδα και προφύλαξη, είναι πολύ πιθανό, ότι πολλοί από εμάς θα χαθούν.8

Για να αποφύγουμε τον κίνδυνο, προτείνω να οργανώσουμε ομάδες αναζήτησης τροφής και οι υπόλοιποι να μην περιφέρονται στη χώρα στην τύχη. Η οργάνωση τού θέματος πρέπει να αφεθεί σε εμάς».

Η πρόταση ψηφίστηκε. Και συνέχισε:9

«Ακούστε λοιπόν κι αυτά. Κάποιοι από εσάς θα βγείτε έξω σε αναζήτηση λείας. Θα είναι καλύτερο για εμάς, όποιος σκοπεύει να βγει να ενημερώνει, καθώς και για την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει, έτσι ώστε να ξέρουμε πόσοι είναι έξω και πόσοι παραμένουν εδώ και να προετοιμαστούμε, αν χρειαστεί, να βοηθήσουμε κάποιους, γνωρίζοντας προς ποια κατεύθυνση πρέπει να βοηθήσουμε, ενώ πάλι, αν η προσπάθεια έχει αναληφθεί από λιγότερο έμπειρους, να προσπαθήσουμε να τούς συμβουλεύσουμε, γνωρίζοντας τη δύναμη εκείνων στους οποίους σχεδιάζουν να επιτεθούν».

Ψηφίστηκε κι αυτό.10

«Καταλαβαίνετε επίσης», είπε, «ότι οι εχθροί μας δεν θα αδρανούν και δικαίως θα σχεδιάζουν να μάς επιτεθούν, γιατί κατέχουμε αυτά που τούς ανήκουν. Βρίσκονται από πάνω μας σε επιφυλακή. Νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να στήσουμε τακτικά φυλάκια γύρω από το στρατόπεδο. Αν αναλάβουμε διαδοχικά τη φύλαξη και τις σκοπιές, θα δυσκολέψουμε τη δυνατότητα τού εχθρού να μάς κυνηγήσει.11

Προσέξτε κι αυτό. Αν γνωρίζαμε με βεβαιότητα ότι ο Χειρίσοφος θα επιστρέψει με επαρκή αριθμό πλοίων, δεν θα χρειαζόταν να πω αυτά που ετοιμάζομαι να πω, αλλά επειδή είναι ακόμη άγνωστο, νομίζω ότι πρέπει κι εμείς να προσπαθήσουμε να συγκεντρώσουμε πλοία. Αν λοιπόν έλθει, έχοντας εδώ κι άλλα θα σαλπάρουμε με περισσότερα. Αν δεν έλθει, τότε θα χρησιμοποιήσουμε τα εδώ.12

Βλέπω πλοία να περνούν συχνά. Χρειάζεται λοιπόν μόνο να ζητήσουμε από τούς Τραπεζούντιους να μάς δανείσουν μερικά πολεμικά πλοία, ώστε να οδηγήσουμε στο λιμάνι τα πλοία που περνούν και να τα φρουρούμε με τα πηδάλια νεκρωμένα, μέχρι να συγκεντρώσουμε αρκετά ώστε να μάς μεταφέρουν. Με αυτόν τρόπο νομίζω ότι δεν θα αποτύχουμε να βρούμε τα απαραίτητα μέσα μεταφοράς».

Η πρόταση αυτή ψηφίστηκε επίσης και συνέχισε:13

«Σκεφτείτε αν θεωρείτε δίκαιο, να αποζημιώσουμε από κοινού για τον απαιτούμενο χρόνο τούς ιδιοκτήτες των πλοίων που θα περιμένουν εδώ χωρίς δουλειά εξαιτίας μας και να συμφωνήσουμε σε ναύλο, ώστε ωφελώντας εμάς να ωφεληθούν και οι ίδιοι».

Κι αυτό ψηφίστηκε.14

«Νομίζω λοιπόν», είπε, «ότι αν παρ’ όλα αυτά δεν έχουμε αρκετά πλοία, πρέπει να διατάξουμε τις παράκτιες πόλεις να φτιάξουν τούς δρόμους, για τούς οποίους ακούμε ότι είναι αδιάβατοι. Θα συμφωνήσουν όχι μόνο γιατί μάς φοβούνται, αλλά κι επειδή θέλουν να απαλλαγούν από εμάς».15

Στο σημείο αυτό έβαλαν τις φωνές, ότι δεν ήθελαν πια να οδοιπορούν. Κι αυτός, όταν κατάλαβε την αφροσύνη τους, δεν έθεσε την πρόταση σε ψηφοφορία, αλλά έπεισε τις πόλεις να φτιάξουν τούς δρόμους με τη θέλησή τους, λέγοντας ότι αν φτιάχνονταν οι δρόμοι, τότε πιο εύκολα θα απαλλάσσονταν από αυτούς.16

Πήραν και πλοίο με πενήντα κουπιά από τούς Τραπεζούντιους, τη διοίκηση τού οποίου ανέθεσαν στον Σπαρτιάτη Δέξιππο, έναν από τούς περίοικους.17 Αυτός αμέλησε να συγκεντρώσει πλοία και απέδρασε με το πλοίο έξω από τον Πόντο, αλλά αργότερα υπέστη δίκαιη τιμωρία. Στη Θράκη, όντας δραστήριος στην αυλή τού Σεύθη, θανατώθηκε από τον Σπαρτιάτη Νίκανδρο.18

Πήραν επίσης πλοίο με τριάντα κουπιά, τη διοίκηση τού οποίου ανέθεσαν στον Αθηναίο Πολυκράτη, ο οποίος όσα πλοία συνέλεγε, τα οδηγούσε για ελλιμενισμό στο στρατόπεδο. Αν ήσαν φορτωμένα, ξεφόρτωναν τα εμπορεύματα και έβαζαν φρουρές να τα φυλάνε, ενώ χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα πλοία για μεταφορές.19

Ενώ έτσι συνέβαιναν τα πράγματα, οι Έλληνες έκαναν επιδρομές για προμήθειες, άλλοτε πετυχαίνοντας, άλλοτε όχι. Ο Κλεαίνετος, οδηγώντας λόχο σε δύσκολο τόπο, σκοτώθηκε μαζί με πολλούς άλλους.20

5.2. Στη χώρα των Δριλών

Ύστερα από κάποια στιγμή δεν ήταν πια δυνατό να αρπάζουν προμήθειες βγαίνοντας από το στρατόπεδο κι επιστρέφοντας αυθημερόν. Έτσι ο Ξενοφών, με Τραπεζούντιους οδηγούς, οδήγησε τον μισό στρατό εναντίον των Δριλών,21 αφήνοντας τούς άλλους μισούς να φρουρούν το στρατόπεδο. Αυτό ήταν απαραίτητο, επειδή οι Κόλχοι, τούς οποίους είχαν διώξει από τα σπίτια τους, είχαν συγκεντρωθεί αθρόα και τούς παρακολουθούσαν από τα υψώματα.22

Οι Τραπεζούντιοι, που ήσαν φίλοι των Κόλχων, δεν οδηγούσαν τούς Έλληνες σε αυτούς, εκεί που ήταν εύκολο να αρπάξουν προμήθειες. Όμως εναντίον των Δριλών, των πιο φιλοπόλεμων ανθρώπων τού Πόντου, από τούς οποίους είχαν υποφέρει, τούς οδηγούσαν πρόθυμα σε τόπους ορεινούς και δύσβατους.23

Όταν οι Έλληνες έφτασαν στην πάνω περιοχή, οι Δρίλες έβαλαν φωτιά σε εκείνα που θεώρησαν ότι μπορούσαν εύκολα να παρθούν και υποχώρησαν. Έτσι, εκτός από κανένα αγριογούρουνο, βόδι ή άλλο ζώο εδώ κι εκεί, που είχε σωθεί από τη φωτιά, δεν υπήρχε τίποτε να πάρουν. Υπήρχε όμως οχυρό, που ήταν η μητρόπολή τους και σε αυτό μαζεύτηκαν όλοι. Γύρω του υπήρχε βαθιά χαράδρα και η πρόσβαση ήταν δύσκολη.24

Οι πελταστές προχώρησαν πέντε ή έξι στάδια μπροστά από τούς οπλίτες και πέρασαν τη χαράδρα. Βλέποντας πολλά γελάδια και άλλα χρήσιμα, προχώρησαν να επιτεθούν. Τούς ακολουθούσαν άλλοι οπλισμένοι με δόρατα, που εξόρμησαν στη λεία. Έτσι οι επιτιθέμενοι ήσαν περισσότεροι από δύο χιλιάδες.25

Επειδή όμως, αν και μάχονταν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν το οχυρό, αφού γύρω του υπήρχε φαρδιά τάφρος με πασσαλοφράχτη στην κορυφή και πυκνά ξύλινα προπύργια, προσπάθησαν να οπισθοχωρήσουν, αλλά ο εχθρός έπεσε πάνω τους.26

Καθώς δεν μπορούσαν να φύγουν τρέχοντας, αφού η κατάβαση από το οχυρό προς τη χαράδρα επέτρεπε μόνο να κινούνται ένας-ένας, ειδοποίησαν τον Ξενοφώντα, που ήταν επικεφαλής των οπλιτών.27

Ο αγγελιοφόρος πήγε σε αυτόν το μήνυμα, ότι

«υπάρχει τόπος γεμάτος με κάθε είδους προμήθειες, αλλά δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε, γιατί είναι πολύ ισχυρός. Ούτε να ξεφύγουμε εύκολα μπορούμε. Ο εχθρός έχει βγει, μάς πολεμά και η επιστροφή είναι δύσκολη».28

Όταν το άκουσε ο Ξενοφών, προώθησε προς τη χαράδρα τούς οπλίτες διατάζοντας να πάρουν θέση, ενώ ο ίδιος με τούς λοχαγούς πέρασε απέναντι, για να αποφασίσει αν ήταν καλύτερο να απομακρύνει το τμήμα που ήταν ήδη απέναντι ή να περάσει εκεί και τούς οπλίτες, αν έκρινε ότι μπορούσε να καταληφθεί το οχυρό.29

Έκρινε ότι η απομάκρυνση θα κόστιζε πολλούς νεκρούς, ενώ και οι λοχαγοί νόμιζαν ότι έπρεπε να καταληφθεί ο τόπος. Ο Ξενοφών συμφώνησε, παίρνοντας υπόψη και τούς οιωνούς τής θυσίας, αφού οι μάντεις είχαν ανακοινώσει ότι θα γινόταν μάχη, αλλά το αποτέλεσμα τής αποστολής θα ήταν καλό.30

Έστειλε λοιπόν τούς λοχαγούς να φέρουν απέναντι τούς οπλίτες, ενώ ο ίδιος παρέμεινε, αποσύροντας όλους τούς πελταστές και διατάζοντάς τους να μη βάλλουν.31

Όταν έφτασαν οι οπλίτες, έδωσε εντολή σε κάθε λοχαγό να οργανώσει τον λόχο του με τον καλύτερο κατά τη γνώμη του τρόπο για την επερχόμενη μάχη. Οι λοχαγοί αυτοί στέκονταν συνεχώς ο ένας δίπλα στον άλλο, συναγωνιζόμενοι όλη την ώρα σε ανδραγαθία.32

Ενώ αυτά έκαναν εκείνοι, ο Ξενοφών διέταξε όλους τούς πελταστές να είναι έτοιμοι όταν σημάνει να εξακοντίσουν, τούς τοξότες να έχουν τεντωμένη τη χορδή, όταν σημάνει να τοξεύσουν και τούς γυμνήτες να έχουν τις σφεντόνες τους γεμάτες πέτρες. Έστειλε λοιπόν τούς υπασπιστές του να επιβλέψουν την εκτέλεση των διαταγών.33

Όταν ολοκληρώθηκαν οι προετοιμασίες, οι λοχαγοί, οι υπολοχαγοί, καθώς και όλοι οι άλλοι που ισχυρίζονταν ότι δεν ήσαν κατώτεροί τους, είχαν παραταχθεί. Είχαν όλοι θέα όλων, αφού η διάταξή τους ήταν ημικυκλική.34

Όταν παιάνισαν και σήμανε η σάλπιγγα, οι οπλίτες άρχισαν να τρέχουν με πολεμικές ιαχές, κάτω από την κάλυψη λογχών, βελών και εκσφενδονισμών, ενώ πολλές πέτρες ρίχνονταν με τα χέρια και άλλοι έριχναν αναμμένα βλήματα.35

Κάτω από το πλήθος των βελών οι εχθροί εγκατέλειψαν τούς πασσαλοφράχτες και τα προπύργιά τους. Έτσι ο Αγασίας ο Στυμφάλιος και ο Φιλόξενος, που ήταν από την Πελλήνη, αφήνοντας κάτω τα όπλα, ανέβηκαν φορώντας μόνο τον χιτώνα. Ο ένας τραβούσε πάνω τον άλλο, ενώ είχε ανεβεί κι άλλος κι έτσι ο τόπος καταλήφθηκε, όπως είχαν νομίσει.36

Ύστερα οι πελταστές και οι ψιλοί37 άρχισαν να αρπάζουν ό,τι μπορούσε καθένας. Στο μεταξύ ο Ξενοφών, που στεκόταν στις πύλες, κρατούσε έξω όσους οπλίτες μπορούσε, γιατί φαίνονταν τώρα και άλλοι εχθροί πάνω σε οχυρωμένα υψώματα.38

Ύστερα από λίγο ακούστηκαν από μέσα κραυγές και οι άνδρες έτρεχαν πίσω, κάποιοι κρατώντας αυτά που είχαν αρπάξει. Εδώ κι εκεί υπήρχε κάποιος τραυματισμένος. Στις πύλες δημιουργήθηκε συνωστισμός. Από αυτούς που οπισθοχωρούσαν, όσοι ρωτήθηκαν απαντούσαν το ίδιο: μέσα υπήρχε φρούριο και πλήθη εχθρών επιτίθεντο άγρια και χτυπούσαν τούς συντρόφους που είχαν μπει.39

Τότε ο Ξενοφών διέταξε τον κήρυκα Τολμίδη να εξαγγείλει:

«Μπείτε όλοι, όσοι θέλετε να πάρετε κάτι».

Ξεχύθηκαν λοιπόν πολλοί μέσα, κατανίκησαν τούς επιτιθέμενους κι έκλεισαν πάλι τούς εχθρούς στο φρούριο.40

Έτσι οι Έλληνες άρπαξαν και πήραν μαζί τους ό,τι υπήρχε έξω από το φρούριο, ενώ οι οπλίτες πήραν θέσεις, άλλοι γύρω από τούς πασσαλοφράχτες και άλλοι κατά μήκος τού δρόμου που οδηγούσε στο φρούριο.41

Στο μεταξύ ο Ξενοφών και οι λοχαγοί εξέταζαν τη δυνατότητα κατάληψης τού φρουρίου, πράγμα που αν πετύχαιναν, η σωτηρία τους ήταν εξασφαλισμένη. Διαφορετικά θα ήταν πολύ δύσκολη η αποχώρηση. Αφού συσκέφθηκαν, συμφώνησαν ότι ο τόπος ήταν απόρθητος κι άρχισαν να προετοιμάζονται για την αποχώρηση.42

Καθένας λοιπόν προχώρησε να ξηλώσει τον πασσαλοφράχτη που βρισκόταν μπροστά του. Οι ανίκανοι κι εκείνοι που ήσαν πολύ φορτωμένοι έφευγαν με το πλήθος των οπλιτών, ενώ κάθε λοχαγός κρατούσε πίσω μαζί του όσους πίστευε ότι χρειαζόταν.43

Καθώς όμως άρχισαν να αποχωρούν, όρμησαν πάνω τους από μέσα πολλοί, οπλισμένοι με ασπίδες, λόγχες, κνημίδες και παφλαγονικά κράνη. Άλλοι είχαν σκαρφαλώσει στα σπίτια, στις δύο πλευρές τού δρόμου που οδηγούσε στο φρούριο.44

Και η καταδίωξη προς το φρούριο ήταν δύσκολη. Οι εχθροί έριχναν πάνω τους από ψηλά μεγάλα ξύλα, έτσι ώστε ήταν εξίσου δύσκολο και να σταματήσουν και να αποχωρήσουν. Πλησίαζε και η νύχτα, γεμάτη φόβους.45

Μέσα όμως στη μάχη και την απόγνωσή τους κάποιος θεός τούς πρόσφερε μηχανή σωτηρίας. Ξαφνικά, όποιος κι αν την άναψε, πήρε φωτιά ένα σπίτι δεξιά. Καθώς η φωτιά επεκτεινόταν, αυτοί που βρίσκονταν στα σπίτια δεξιά άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν.46

Ο Ξενοφών, εκμεταλλευόμενος το τυχαίο γεγονός, διέταξε να βάλουν φωτιά και στα σπίτια αριστερά, τα οποία ήσαν ξύλινα και καίγονταν γρήγορα, με αποτέλεσμα να φεύγουν για να σωθούν και από εκείνα τα σπίτια.47

Οι άνθρωποι μπροστά τους αποτελούσαν πια τη μοναδική όχληση και ήταν προφανές ότι θα έπεφταν πάνω τους, καθώς θα ξεκινούσαν την έξοδο και την κατάβαση. Τότε παραγγέλθηκε σε εκείνους που βρίσκονταν έξω από το βεληνεκές των βελών, να κουβαλήσουν ξύλα και να τα στοιβάξουν μεταξύ αυτών και των εχθρών. Όταν συγκέντρωσαν αρκετά, τούς έβαλαν φωτιά. Έβαλαν φωτιά και στα σπίτια που ήσαν δίπλα στην ίδια την τάφρο, ώστε να αποσπάσουν την προσοχή τού εχθρού.48

Έτσι βγήκαν με δυσκολία και διέφυγαν από τον τόπο, βάζοντας φωτιά μεταξύ αυτών και τού εχθρού. Κάηκε ολόκληρη η πόλη, σπίτια, προπύργια και πασσαλοφράχτες, οτιδήποτε υπήρχε σε αυτήν, εκτός από το φρούριο.49

Την επόμενη μέρα οι Έλληνες ξεκίνησαν να επιστρέψουν με τις προμήθειες. Αλλά επειδή φοβούνταν την κατάβαση στην Τραπεζούντα, που ήταν κατηφορική και στενή, έστησαν ψευτοενέδρα.50

Κάποιος Μυσός, που είχε το όνομα τής φυλής του,51 πήρε δέκα Κρήτες και στάθηκε σε περιοχή με πυκνούς θάμνους, προσποιούμενος ότι προσπαθούσε να ξεφύγει από την προσοχή τού εχθρού. Οι ανταύγειες των χάλκινων ασπίδων τους φαίνονταν κάπου-κάπου.52

Τις έβλεπαν οι εχθροί μέσα από τις συστάδες και νόμιζαν ότι ήταν ενέδρα. Στο μεταξύ ο στρατός κατέβαινε. Όταν έκριναν ότι είχαν κατέβει αρκετά, ειδοποίησαν τον Μυσό να τραπεί σε φυγή όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι αυτός σηκώθηκε κι έτρεχε μαζί με τούς άνδρες του.53

Οι Κρήτες που ήσαν μαζί του είπαν «θα μάς πιάσουν αν τρέξουμε». Άφησαν τον δρόμο, μπήκαν σε δάσος και σώθηκαν τρέχοντας και κουτρουβαλώντας μέσα στα ρέματα.54

Ο Μυσός, που έτρεχε στον δρόμο, φώναζε συνεχώς για βοήθεια. Τον βοήθησαν και τον σήκωσαν μαζί τους τραυματισμένο. Έτρεχαν τώρα βαλλόμενοι κι αυτοί που είχαν σπεύσει σε βοήθεια, ενώ οι υπόλοιποι Κρήτες τούς κάλυπταν τοξεύοντας. Έτσι έφτασαν όλοι σώοι στο στρατόπεδο.55

5.3. Φτάνοντας στην Κερασούντα

Επειδή ο Χειρίσοφος δεν ερχόταν, επειδή τα διαθέσιμα πλοία δεν ήσαν αρκετά και επειδή ήταν αδύνατο πια να βρίσκουν προμήθειες, αποφάσισαν να αναχωρήσουν. Ανέβασαν στα πλοία τούς αρρώστους, τούς πάνω από σαράντα ετών, τα παιδιά και τις γυναίκες, καθώς και όλες τις αποσκευές που δεν ήσαν απολύτως αναγκαίες για τούς στρατιώτες. Ανέβασαν και τούς δύο μεγαλύτερους σε ηλικία στρατηγούς, τον Φιλήσιο και τον Σοφαίνετο και τούς ανέθεσαν την επιμέλεια.56

Οι υπόλοιποι πορεύονταν, αφού ο δρόμος είχε πια φτιαχτεί. Βαδίζοντας έφτασαν την τρίτη μέρα στην Κερασούντα,57 ελληνική παραθαλάσσια πόλη, αποικία τής Σινώπης στην χώρα των Κόλχων.58

Σταμάτησαν εδώ για δέκα ημέρες. Επιθεώρησαν και μέτρησαν τούς ενόπλους και τούς βρήκαν οκτώ χιλιάδες εξακόσιους. Τόσοι είχαν διασωθεί. Οι υπόλοιποι είχαν χαθεί, είτε στα χέρια τού εχθρού, είτε από το χιόνι ή από αρρώστια.59

Εδώ μοιράστηκαν τα χρήματα που εισέπραξαν από την πώληση των ομήρων. Το δέκατο που διάλεξαν για τον Απόλλωνα και την Εφέσια Άρτεμη60 το μοίρασαν στους στρατηγούς, για να φυλάει καθένας μέρος του για τούς θεούς. Στη θέση τού Χειρισόφου ανέλαβε ο Νέων ο Ασιναίος.61 62

Από το δικό του μερίδιο ο Ξενοφών πρόβλεψε αφιέρωμα για τον Απόλλωνα, που θα φτιαχνόταν και θα κρεμιόταν στον θησαυρό των Αθηναίων στους Δελφούς.63 Είχε πάνω του χαραγμένο το δικό του όνομα, καθώς και τού φίλου του Προξένου, που σκοτώθηκε μαζί με τον Κλέαρχο.64

Tα χρήματα για το δώρο του στην Εφέσια Άρτεμη τα άφησε πίσω του κατ’ αρχάς στην Ασία, όταν έφυγε από εκεί με τον Αγησίλαο για την πορεία στη Βοιωτία.65 Τα άφησε στην ευθύνη τού Μεγάβυζου, τού ιερέα τής Άρτεμης, θεωρώντας ότι το ταξίδι που ξεκινούσε ήταν επικίνδυνο.66 Ανέθεσε στον Μεγάβυζο να τού τα επιστρέψει αν γυρνούσε ζωντανός, αλλά αν πάθαινε κάτι, να τα αφιέρωνε εκείνος στην Άρτεμη για λογαριασμό του, με όποιον τρόπο έκρινε ότι θα ευχαριστούσε τη θεά.67

Τις ημέρες τής εξορίας του, όταν τον Ξενοφώντα είχαν εγκαταστήσει οι Σπαρτιάτες ως άποικο στη Σκιλλούντα,68 τόπο που βρίσκεται πάνω στον δρόμο προς την Ολυμπία, ο Μεγάβυζος, καθ’ οδόν προς την Ολυμπία για να παρακολουθήσει τούς αγώνες, ήρθε και τού επέστρεψε τα χρήματα. Ο Ξενοφών πήρε τα χρήματα και αγόρασε για τη θεά ένα κομάτι γης, στο σημείο που τού υπέδειξε το μαντείο.69

Συνέβη έτσι, ώστε να διατρέχει το κτήμα ο ποταμός Σελινούς, ακριβώς όπως και στην Έφεσο ο ποταμός Σελινούς τρέχει δίπλα από τον ναό τής Άρτεμης. Και τα δύο ποτάμια είχαν ψάρια και μύδια, αλλά στο κτήμα τής Σκιλλούντας υπήρχαν και θηράματα για κυνήγι απ’ όλα τα άγρια ζώα.70

Εδώ με τα ιερά χρήματα έφτιαξε βωμό και ναό και από τότε, κάθε χρόνο, με το ένα δέκατο των εσόδων από τούς καρπούς τού κτήματος, έκανε θυσία στη θεά και συμμετείχαν στη γιορτή όλοι οι πολίτες και οι γείτονες, άνδρες και γυναίκες. Η ίδια η θεά πρόσφερε στους δειπνούντες κρέας, ψωμί, κρασί και μεζέδες, τόσο από τα θυσιαζόμενα ζώα, όσο κι από εκείνα τού κυνηγιού.71

Γιατί τη μέρα τής γιορτής τα παιδιά τού Ξενοφώντος μαζί με τα παιδιά των άλλων πολιτών, πήγαιναν για κυνήγι, στο οποίο μπορούσαν να συμμετάσχουν και όσοι μεγάλοι ήθελαν. Tα θηράματα, αγριογούρουνα, ζαρκάδια και ελάφια, πιάνονταν είτε μέσα στον ιερό χώρο, είτε στη Φολόη.72 73

Ο τόπος βρισκόταν πάνω στον δρόμο από τη Λακεδαιμονία προς την Ολυμπία, είκοσι περίπου στάδια από τον ναό τού Δία στην Ολυμπία. Μέσα στον ιερό χώρο υπήρχαν λιβάδια και λόφοι γεμάτοι δέντρα, που επέτρεπαν την εκτροφή αγριογούρουνων, αιγών, βοδιών και αλόγων, ώστε και τα υποζύγια ακόμη των προσκυνητών να τρώνε καλά.74

Γύρω από το ιερό είχε φυτευτεί άλσος ήμερων δέντρων, που παρήγαγαν στην εποχή τους επιδόρπια. Ο ίδιος ο ναός ήταν αντίγραφο σε μικρή κλίμακα τού μεγάλου ναού τής Εφέσου, ενώ το άγαλμα τής θεάς, φτιαγμένο από ξύλο κυπαρισσιού κι όχι από χρυσάφι, έμοιαζε με το χρυσό άγαλμα τής Εφέσου.75

Δίπλα στον ναό υπήρχε στήλη με την εξής επιγραφή:

«Ο χώρος είναι αφιερωμένος στην Άρτεμη. Αυτός που τον κατέχει και τον καρπούται, να θυσιάζει κάθε χρόνο το ένα δέκατο τής παραγωγής. Από τα υπόλοιπα να μεριμνά και για τη συντήρηση τού ναού. Αν κάποιος δεν κάνει αυτά, τότε θα φροντίσει η θεά».76

5.4. Στη χώρα των Μοσσυνοίκων

Από την Κερασούντα συνέχισαν την πορεία τους, η ίδια μερίδα στρατιωτών μεταφερόμενη με τα πλοία όπως και πριν, ενώ οι υπόλοιποι βάδιζαν στη στεριά.77

Φτάνοντας στα σύνορα των Μοσσυνοίκων,78 έστειλαν σε αυτούς τον Τιμησίθεο τον Τραπεζούντιο που ήταν πρόξενος των Μοσσυνοίκων, για να ρωτήσει αν θα περνούσαν από την επικράτειά τους ως φίλοι ή ως εχθροί. Εκείνοι, έχοντας εμπιστοσύνη στα οχυρά τους, απάντησαν ότι απαγορεύουν τη διέλευση.79

Τότε ο Τιμησίθεος πληροφόρησε τούς Έλληνες, ότι οι Μοσσύνοικοι τής πέρα πλευράς τής χώρας ήσαν εχθροί με αυτή τη φυλή και αποφάσισαν να τούς προσκαλέσουν, για να κάνουν, αν ήθελαν, συμμαχία. Στάλθηκε λοιπόν ο Τιμησίθεος και γύρισε φέρνοντας τούς αρχηγούς τους.80

Όταν ήρθαν, έγινε σύσκεψη μεταξύ των αρχηγών των Μοσσυνοίκων και των στρατηγών των Ελλήνων.81

Ο Ξενοφών είπε τα εξής, τα οποία μετέφραζε ο Τιμησίθεος:

«Μοσσύνοικοι, επιθυμία μας είναι να φτάσουμε με ασφάλεια στην Ελλάδα πεζή, γιατί δεν έχουμε πλοία. Αυτοί, για τούς οποίους ακούμε ότι είναι εχθροί σας, μάς εμποδίζουν.82

Αν λοιπόν θέλετε, μπορείτε να πάρετε εμάς ως συμμάχους, να τούς τιμωρήσετε για όποιο κακό σάς έχουν κάνει και να τούς έχετε στο μέλλον υπηκόους.83

Αλλά αν μάς εγκαταλείψετε, αναλογιστείτε αν στο μέλλον θα έχετε ποτέ ξανά στο πλευρό σας τέτοια δύναμη».84

Ο αρχηγός των Μοσσυνοίκων απάντησε ότι θέλουν και αποδέχονται τη συμμαχία.85

«Ωραία», είπε ο Ξενοφών, «αλλά με ποιόν τρόπο σκέφτεστε να μάς χρησιμοποιήσετε αν γίνουμε σύμμαχοί σας; Κι εσείς με τη σειρά σας, με ποιόν τρόπο θα μπορέσετε να βοηθήσετε τη διέλευσή μας;»86

Εκείνοι απάντησαν:

«Μπορούμε να εισβάλουμε από την απέναντι πλευρά στη χώρα αυτή, που είναι εχθρός σας και εχθρός μας, και να σάς στείλουμε από εκεί πλοία και άνδρες, που θα σάς βοηθήσουν στη μάχη και θα σάς οδηγήσουν στον δρόμο».87

Αντάλλαξαν λοιπόν υποσχέσεις κι έφυγαν. Γύρισαν την επόμενη μέρα, φέρνοντας τριακόσια μονόξυλα σκάφη, με τρεις άνδρες στο καθένα, από τούς οποίους οι δύο αποβιβάζονταν κι έμπαιναν στη γραμμή, ενώ ο τρίτος παρέμενε στο σκάφος.88

Κι αυτοί που ήσαν μέσα έφυγαν με τα σκάφη, ενώ εκείνοι που έμειναν παρατάχθηκαν ως εξής: Στέκονταν ανά εκατό περίπου σε σειρές, σαν τις σειρές τού χορού, ο ένας απέναντι στον άλλο, φέροντας καλαμένιες ασπίδες με δασύτριχα δέρματα λευκών βοδιών που είχαν σχήμα φύλλου κισσού. Στο δεξί τους χέρι κρατούσαν ακόντιο μήκους έξι περίπου πήχεων, με λόγχη μπροστά και σφαιροειδές στην άλλη άκρη.89

Φορούσαν μικρούς χιτώνες μέχρι πάνω από τα γόνατα, των οποίων η υφή έμοιαζε με εκείνη τού λινού σάκου για τα στρωσίδια, ενώ στο κεφάλι φορούσαν δερμάτινα κράνη, σαν τα παφλαγονικά, με φούντα στη μέση, που έμοιαζαν στο σχήμα με τιάρες. Έφεραν επίσης σιδερένια τσεκούρια μάχης.90

Ξεκίνησε ένας από αυτούς και όλοι πορεύονταν τραγουδώντας με ρυθμό. Περνώντας μπροστά από τις τάξεις και τα ένοπλα σώματα των Ελλήνων βάδιζαν κατευθείαν εναντίον τού εχθρού στο σημείο εκείνο τού οχυρού του, που φαινόταν να είναι το πιο ευάλωτο.91

Αυτό βρισκόταν μπροστά από την πόλη, την οποία αποκαλούσαν Μητρόπολη και η οποία περιλάμβανε και το υψηλότερο φρούριο των Μοσσυνοίκων. Η κατάληψη τού φρουρίου αποτελούσε τον στόχο τού πολέμου, αφού εκείνοι που το κατείχαν κάθε εποχή αναγνωρίζονταν ως κύριοι όλων των άλλων Μοσσυνοίκων. Αυτοί που το κατείχαν τώρα, εξηγήθηκε στους Έλληνες, δεν είχαν το δικαίωμα κατοχής του, έχοντας από πλεονεξία αρπάξει εκείνο που αποτελούσε κοινή περιουσία.92

Την επιτιθέμενη ομάδα ακολούθησαν και κάποιοι από τούς Έλληνες, όχι με διαταγές των στρατηγών, αλλά με σκοπό την αρπαγή. Καθώς προχωρούσαν, ο εχθρός για κάποιο διάστημα παρέμενε ήσυχος. Αλλά όταν πλησίασαν, εξόρμησε και τούς επιτέθηκε, σκοτώνοντας πολλούς από τούς βαρβάρους, αλλά και μερικούς από τούς Έλληνες που είχαν ανέβει μαζί τους. Τούς καταδίωκε έως ότου είδε τούς Έλληνες που είχαν σπεύσει σε βοήθεια.93

Ύστερα οι εχθροί υποχώρησαν απωθούμενοι, έκοβαν τα κεφάλια των νεκρών και τα έδειχναν στους Έλληνες και στους ομόφυλους εχθρούς τους, χορεύοντας συγχρόνως και τραγουδώντας.94

Τώρα οι Έλληνες ήσαν πολύ εξοργισμένοι, επειδή είχαν δώσει θάρρος στους εχθρούς, αλλά κι επειδή οι Έλληνες που είχαν συμμετάσχει σε αυτή την έφοδο είχαν τραπεί σε φυγή, παρά τον αριθμό τους, πράγμα που δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στη διάρκεια ολόκληρης τής εκστρατείας.95

Ο Ξενοφών λοιπόν συγκάλεσε τούς Έλληνες και τούς μίλησε ως εξής:

«Στρατιώτες, μη σάς καταβάλλουν αυτά που συνέβησαν. Να είστε βέβαιοι, ότι κανένα καλό δεν κερδίζεται χωρίς ζημιά.96

Κατ’ αρχάς να ξέρετε, ότι αυτοί που θα μάς οδηγήσουν νιώθουν μεγάλη εχθρότητα για εκείνους με τούς οποίους η ανάγκη μάς οδηγεί να συγκρουστούμε. Έπειτα κάποιοι από το δικό μας σώμα, εκείνοι οι Έλληνες που παραμέλησαν τη στρατιωτική μας διάταξη και την κοινή με εμάς δράση και νόμισαν ότι θα μπορούσαν να πετύχουν μαζί με τούς βαρβάρους εκείνα που πετυχαίνουν μαζί μας, πλήρωσαν την τιμωρία και διδάχτηκαν, ότι στο μέλλον δεν πρέπει να είναι τόσο επιρρεπείς στην εγκατάλειψη των γραμμών μας.97

Πρέπει όμως να προετοιμαστείτε, ώστε να δείξετε σε αυτούς τούς φίλους βαρβάρους ότι είστε ανώτεροί τους και να δείξετε επίσης στον εχθρό, ότι άλλο πράγμα είναι η μάχη εναντίον ατάκτων και άλλο η μάχη με άνδρες σαν εσάς».98

Παρέμειναν λοιπόν έτσι εκείνη τη μέρα. Την επόμενη μέρα θυσίασαν και βρίσκοντας τούς οιωνούς αίσιους προγευμάτισαν, συγκροτήθηκαν σε λόχους, παράταξαν τούς βαρβάρους με την ίδια διάταξη στα αριστερά τους και άρχισαν να προχωρούν, έχοντας τούς τοξότες μεταξύ των λόχων, λίγο πιο πίσω από το μέτωπο των οπλιτών.99

Γιατί οι ελαφρά οπλισμένοι τού εχθρού έτρεχαν και τούς πετούσαν πέτρες. Tούς αναχαίτιζαν οι τοξότες και οι πελταστές, ενώ οι υπόλοιποι βάδιζαν αρχικά προς τη θέση όπου την προηγούμενη μέρα οι βάρβαροι και αυτοί που ήσαν μαζί τους είχαν τραπεί σε φυγή. Εδώ είχαν αντιπαραταχθεί οι εχθροί.100

Οι βάρβαροι υποδέχθηκαν τούς πελταστές και τούς πολεμούσαν μέχρι τη στιγμή που πλησίασαν οι οπλίτες, οπότε τράπηκαν σε φυγή. Οι πελταστές τούς ακολούθησαν και τούς καταδίωξαν πάνω, προς την πόλη, ενώ οι οπλίτες ακολουθούσαν σε διάταξη.101

Όταν έφτασαν πάνω, κοντά στα σπίτια τής Μητρόπολης, οι εχθροί συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί, μάχονταν και τούς έριχναν ακόντια ή προσπαθούσαν να αμυνθούν από κοντά σφίγγοντας στα χέρια τους μακριά και παχιά δόρατα, πολύ βαριά για να τα κρατά άνδρας.102

Αλλά όταν οι Έλληνες όχι μόνο δεν υποχωρούσαν, αλλά προχωρούσαν μαζί ολοένα πιο πυκνά, τότε οι βάρβαροι τράπηκαν και από εδώ σε φυγή και εγκατέλειψαν ομαδικά το οχυρό. Ο βασιλιάς τους, που βρισκόταν στον ψηλό του ξύλινο πύργο, τον ονομαζόμενο μόσσυνα, όπου αυτός κάθεται, τον συντηρούν από κοινού και τον φρουρούν, αρνιόταν να βγει, όπως δεν έβγαιναν ούτε εκείνοι από το φρούριο που πάρθηκε πρώτο κι έτσι τούς κατέκαψαν μαζί με τούς μόσσυνές τους.103

Οι Έλληνες, λεηλατώντας αυτά τα μέρη, εύρισκαν στα σπίτια θησαυρούς και σωρούς αποθεμάτων ψωμιού, τα περυσινά αποθέματα όπως τούς είπαν οι Μοσσύνοικοι. Το νέο σιτάρι ήταν αποθηκευμένο χωριστά, με τα στάχυα του ακόμη, ενώ ήταν το περισσότερο ποικιλίας «ζεία».104 105

Βρήκαν σε αμφορείς παστωμένα κομμάτια δελφινιού, καθώς και λίπος δελφινιών σε δοχεία, το οποίο οι Μοσσύνοικοι χρησιμοποιούσαν με τον τρόπο που οι Έλληνες χρησιμοποιούν το ελαιόλαδο.106 107

Στο επάνω πάτωμα υπήρχαν μεγάλα αποθέματα καρυδιών, εκείνων που είναι πλατιά και δεν έχουν σχισμή.108 Τα βρασμένα κάστανα και το ψημένο ψωμί αποτελούσαν βασικά στοιχείο τής διατροφής τους. Βρήκαν επίσης κρασί το οποίο ήταν ξηρό και οξύ, αλλά όταν αναμιγνυόταν με νερό ήταν γλυκό και αρωματικό.109

Οι Έλληνες προγευμάτισαν και συνέχισαν την πορεία τους, αφού πρώτα παρέδωσαν το οχυρό στους Μοσσυνοίκους συμμάχους τους. Στον δρόμο τους πέρασαν και από άλλα οχυρά, που ανήκαν σε συμμάχους των εχθρών. Τα πιο εύκολα προσπελάσιμα είτε είχαν εγκαταλειφθεί από τούς κατοίκους τους ή προσχώρησαν εθελοντικά.110

Tα περισσότερα είχαν τα παρακάτω χαρακτηριστικά: οι πόλεις απείχαν μεταξύ τους ογδόντα περίπου στάδια, άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο. Η χώρα ήταν τόσο υπερυψωμένη και κοίλη από βαθιές χαράδρες, ώστε μπορούσαν φωνάζοντας να ακούγονται από τη μια πόλη στην άλλη.111

Όταν προχωρώντας έφτασαν στους φίλους τους Μοσσυνοίκους, αυτοί τούς παρουσίασαν παχουλά παιδιά των πλουσίων, ταϊσμένα με βραστά κάστανα, απαλά και πολύ λευκά, το φάρδος των οποίων ήταν περίπου όσο και το ύψος τους, με τις πλάτες και τα στήθη τους διάστικτα με κάθε είδους σχέδια λουλουδιών.112

Ζητούσαν επίσης από τις εταίρες, που είχαν οι Έλληνες μαζί τους, να συνευρεθούν εμφανώς. Έλεγαν ότι αυτό ήταν το έθιμό τους. Όλοι, άνδρες και γυναίκες, ήσαν λευκοί.113

Οι Έλληνες συμφωνούσαν, ότι αυτοί ήσαν οι πιο βάρβαροι που είχαν συναντήσει, καθώς και οι πιο απομακρυσμένοι από τα ελληνικά έθιμα. Ευρισκόμενοι μέσα σε πλήθος έκαναν εκείνα που οι άλλοι λαοί προτιμούσαν να κάνουν σε απομόνωση, ενώ όταν ήσαν μόνοι, φέρονταν ακριβώς όπως θα φέρονταν οι άλλοι αν ήσαν με παρέα, παραμιλώντας και γελώντας μόνοι τους και χοροπηδώντας όπου κι αν βρίσκονταν, χωρίς λόγο, σαν να είχαν μοναδικό σκοπό να επιδειχθούν στους άλλους.114

5.5. Από τούς Χάλυβες και τούς Τιβαρηνούς στα Κοτύωρα

Μέσω αυτής τής χώρας, τής εχθρικής αλλά και φιλικής, οι Έλληνες πορεύτηκαν οκτώ ημέρες και έφτασαν στους Χάλυβες.115 Αυτοί ήσαν ολιγάριθμοι και υπήκοοι των Μοσσυνοίκων. Ζούσαν κυρίως από την εξόρυξη και επεξεργασία σιδήρου.116 117

Από εκεί έφτασαν στους Τιβαρηνούς.118 Η χώρα των Τιβαρηνών ήταν πολύ πιο πεδινή, τα φρούριά τους βρίσκονταν στην ακτή και ήσαν λιγότερο ισχυρά. Οι στρατηγοί ήθελαν να επιτεθούν σε αυτά τα μέρη, ώστε η στρατιά να επωφεληθεί κάτι. Δεν δέχθηκαν τα δώρα φιλοξενίας που προσφέρθηκαν από τούς Τιβαρηνούς. Τούς ζήτησαν να περιμένουν μέχρι να αποφασίσουν και προχώρησαν σε θυσίες.119

Ύστερα από πολλές άκαρπες προσπάθειες, οι μάντεις τελικά ανήγγειλαν, ότι οι θεοί δεν πρότειναν σε καμία περίπτωση πόλεμο. Τότε δέχθηκαν τα δώρα και πορευόμενοι πια μέσω φιλικής χώρας έφτασαν σε δύο ημέρες στα Κοτύωρα,120 ελληνική πόλη, αποικία τής Σινώπης, που βρισκόταν στη χώρα των Τιβαρηνών.121

[Μέχρι εδώ έφτασε η στρατιά. Η απόσταση τής καθόδου από τη μάχη τής Βαβυλώνας μέχρι τα Κοτύωρα ήταν εκατόν είκοσι δύο σταθμοί, εξακόσιοι είκοσι παρασάγγες, δεκαοκτώ χιλιάδες εξακόσια στάδια και κράτησε οκτώ μήνες].122 123

Έμειναν στα Κοτύωρα σαρανταπέντε ημέρες, στη διάρκεια των οποίων πρώτα θυσίασαν στους θεούς και ύστερα έκαναν παρελάσεις κατά φυλή Ελλήνων και γυμναστικούς αγώνες.124

Προμήθειες έπαιρναν εν μέρει από την Παφλαγονία125 και εν μέρει από τα κτήματα των Κοτυωριτών, οι οποίοι δεν τούς παρείχαν αγορά, ούτε δέχονταν τούς αρρώστους εντός των τειχών τους.126

Στο μεταξύ έφτασαν πρέσβεις από τη Σινώπη,127 φοβούμενοι όχι μόνο για τούς Κοτυωρίτες και την πόλη τους, η οποία ανήκε στη Σινώπη και τούς πλήρωνε φόρους, αλλά και για την ύπαιθρο, η οποία, όπως είχαν ακούσει, λεηλατιόταν. Ήρθαν λοιπόν στο στρατόπεδο και μίλησαν. Μίλησε πρώτος ο Εκατώνυμος, που θεωρούνταν δεινός ρήτορας:128

«Στρατιώτες», είπε, «μας έστειλε η πόλη τής Σινώπης για να σάς επαινέσουμε, που ως Έλληνες νικάτε τούς βαρβάρους, αλλά και για να σάς εκφράσουμε την ικανοποίησή μας, ότι αφού περάσατε από πολλές και φοβερές δυσκολίες, όπως ακούσαμε, φτάσατε εδώ με ασφάλεια.129

Απαιτούμε, ως Έλληνες κι εμείς, να μην υποστούμε κανένα κακό από εσάς, αλλά να μάς κάνετε κάποιο καλό, αν είναι δυνατό. Εμείς δεν κάναμε κανένα κακό σε εσάς.130

Οι Κοτυωρίτες είναι δικοί μας άποικοι και τη χώρα αυτή εμείς τούς την παραδώσαμε, όταν την πήραμε από τούς βαρβάρους. Γι’ αυτό και μάς πληρώνουν τον προκαθορισμένο φόρο, όπως και οι άνθρωποι τής Κερασούντας και τής Τραπεζούντας. Οτιδήποτε λοιπόν κακό τούς κάνετε, η πόλη των Σινωπέων θα θεωρεί ότι το έπαθε η ίδια.131

Aκούμε τώρα ότι ορισμένοι από εσάς μπήκατε βίαια στην πόλη τους και εγκατασταθήκατε σε σπίτια, παίρνοντας με τη βία από τα κτήματα των Κοτυωριτών οτιδήποτε χρειάζεστε.132

Διαμαρτυρόμαστε γι’ αυτά τα πράγματα. Αν συνεχίσετε να τα κάνετε, θα μάς αναγκάσετε να γίνουμε φίλοι με τον Κορύλα και τούς Παφλαγόνες ή με οποιονδήποτε άλλον μπορέσουμε να βρούμε».133

Για να αντικρούσει για λογαριασμό των στρατιωτών αυτές τις κατηγορίες, ο Ξενοφών σηκώθηκε και είπε:

«Εμείς, άνδρες τής Σινώπης, φτάσαμε ως εδώ ικανοποιημένοι ότι σώσαμε τα σώματα και τα όπλα μας. Γιατί δεν ήταν δυνατό ταυτόχρονα να πολεμάμε τούς εχθρούς και να τούς αποσπούμε τα χρήματα και την κινητή τους περιουσία.134

Τώρα που φτάσαμε σε ελληνικές πόλεις, στην Τραπεζούντα, όπου μάς παρείχαν αγορά, αγοράζαμε τις προμήθειές μας. Σε αντάλλαγμα για την τιμή που μάς έκαναν και για τα δώρα φιλοξενίας που έδωσαν στον στρατό, τούς τιμήσαμε κι εμείς με τη σειρά μας. Αν κάποιος βάρβαρος ήταν φίλος τους, δεν τον πειράζαμε, ενώ στους εχθρούς τους, στους οποίους αυτοί μάς οδηγούσαν, κάναμε όσο περισσότερο κακό μπορούσαμε.135

Ρωτήστε τους τι είδους ανθρώπους μάς βρήκαν. Υπάρχουν εδώ ορισμένοι από αυτούς, τούς οποίους, σε ένδειξη φιλίας, έστειλε μαζί μας η πόλη τής Τραπεζούντας ως οδηγούς».136

Και συνέχισε:

«Όμως όπου βρεθούμε, είτε σε βαρβαρικό έδαφος ή ελληνικό, όταν δεν βρίσκουμε αγορά για προμήθειες, παίρνουμε αυτά που χρειαζόμαστε όχι από θρασύτητα αλλά από ανάγκη.137

Φυλές όπως οι Καρδούχοι, οι Τάοχοι και οι Χαλδαίοι,138 παρά το γεγονός ότι δεν ήσαν υπήκοοι τού μεγάλου βασιλιά, υπήρξαν φοβεροί εχθροί. Τούς υποτάξαμε με τα όπλα μας εξαιτίας τής ανάγκης να προμηθευτούμε τα απαραίτητα, επειδή αρνήθηκαν να μάς παράσχουν αγορά.139

Τούς Μάκρωνες όμως, αν και ήσαν βάρβαροι, τούς θεωρήσαμε φίλους και δεν πήραμε τίποτε με τη βία από αυτούς, επειδή μάς παρείχαν αγορά, αυτήν που μπορούσαν.140

Όσο για τούς Κοτυωρίτες, που λέτε ότι είναι δικοί σας, αν έχουμε αρπάξει κάτι από αυτούς, υπεύθυνοι είναι οι ίδιοι. Γιατί δεν μάς αντιμετώπισαν ως φίλους, αλλά αφού έκλεισαν τις πύλες, ούτε μέσα μάς δέχθηκαν, ούτε έστειλαν έξω αγορά. Δικαιολόγησαν τη στάση τους λέγοντας, ότι αυτές ήσαν οι οδηγίες τού δικού σας αρμοστή.141 142

Όσο γι’ αυτά που λες», συνέχισε, «ότι εισήλθαμε με τη βία και καταλάβαμε σπίτια, το κάναμε πραγματικά. Τούς ζητήσαμε να παραλάβουν κάτω από στέγη τούς ασθενείς και τούς τραυματίες μας. Όταν αρνήθηκαν να μάς ανοίξουν τις πύλες τους, τότε εισήλθαμε μόνον εκεί όπου ο ίδιος ο τόπος μάς προσκαλούσε. Αυτή ήταν η μόνη βία που χρησιμοποιήσαμε, δηλαδή να βρεθούν οι άρρωστοί μας κάτω από στέγη, πληρώνοντας για τις δαπάνες τους και φρουρώντας τις πύλες, ώστε οι ασθενείς και οι τραυματίες μας να μη βρίσκονται στο έλεος τού αρμοστή σας και να μπορούμε να τούς πάρουμε όποτε θέλουμε.143

Οι υπόλοιποι, όπως βλέπετε, έχουμε κατασκηνώσει στην ύπαιθρο, σε κανονική διάταξη, όντας έτοιμοι να ανταποδώσουμε καλό στο καλό, αλλά να αποκρούσουμε σθεναρά το κακό.144

Όσο γι’ αυτά που απείλησες, ότι αν σάς εξυπηρετεί θα κάνετε τον Κορύλα και τούς Παφλαγόνες συμμάχους σας και αυτοί θα επιτεθούν εναντίον μας, εμείς, αν υπάρξει ανάγκη, θα πολεμήσουμε και με τούς δυο σας. Έχουμε ήδη πολεμήσει εναντίον άλλων, που ήσαν πολλαπλάσιοι από εσάς. Εξάλλου, αν μάς εξυπηρετεί, όπως το έθεσες, να κάνουμε τον Παφλαγόνα φίλο μας, ο οποίος, όπως ακούμε, λαχταρά την πόλη σας και κάποιες άλλες παραθαλάσσιες περιοχές, θα τον ανταμείψουμε για τη φιλία του, βοηθώντας τον και κατακτώντας για λογαριασμό του εκείνο που ποθεί».145

Τότε οι άλλοι πρέσβεις έδειξαν φανερά την ενόχλησή τους από τα λεγόμενα τού Εκατώνυμου όσον αφορά το είδος των παρατηρήσεών του και ένας από αυτούς βγήκε μπροστά για να εξηγήσει, ότι δεν είχαν έλθει για να κηρύξουν πόλεμο, αλλά για να επιδείξουν τη φιλία τους.

«Όταν φτάσετε στην ίδια τη Σινώπη», συνέχισε, «θα σάς υποδεχτούμε με δώρα φιλοξενίας. Στο μεταξύ θα διατάξουμε τούς πολίτες εδώ να σάς δώσουν ό,τι μπορούν. Γιατί πιστεύουμε ότι είναι αλήθεια όσα μάς είπατε».146

Ύστερα από αυτό οι Κοτυωρίτες έστειλαν δώρα φιλοξενίας, ενώ οι στρατηγοί των Ελλήνων φιλοξένησαν τούς πρέσβεις των Σινωπέων, συζητώντας φιλικά και πολύ για διάφορα πράγματα και ιδιαίτερα ανταλλάσσοντας πληροφορίες για το υπόλοιπο τής πορείας, ρωτώντας καθένας να μάθει αυτό που ζητούσε.147

5.6. Διαβουλεύσεις για την περαιτέρω πορεία

Αυτή ήταν η κατάληξη εκείνης τής ημέρας. Την επόμενη μέρα οι στρατηγοί συγκέντρωσαν τούς στρατιώτες και αποφάσισαν να προσκαλέσουν τούς Σινωπείς και να τούς συμβουλευτούν για το υπόλοιπο τού ταξιδιού. Αν συνέχιζαν πεζή, οι Σινωπείς θα τούς ήσαν χρήσιμοι, γιατί γνώριζαν την Παφλαγονία. Αλλά κι αν συνέχιζαν δια θαλάσσης, θα τούς ήσαν απαραίτητοι οι Σινωπείς, αφού μόνο εκείνοι θα μπορούσαν να τούς εφοδιάσουν με επαρκή αριθμό πλοίων για ολόκληρη τη στρατιά.148

Κάλεσαν λοιπόν τούς πρέσβεις και τούς συμβουλεύονταν, απαιτώντας στο όνομα των δεσμών μεταξύ των Ελλήνων, να ξεκινήσουν την καλή υποδοχή για την οποία είχαν μιλήσει, δείχνοντας καλοσύνη και δίνοντάς τους τις καλύτερες συμβουλές.149

Σηκώθηκε ο Εκατώνυμος και κατ’ αρχάς απολογήθηκε για εκείνα που είχε πει, ότι θα έκαναν φίλους τούς Παφλαγόνες.

«Δεν εννοούσα», είπε, «ότι απειλώ να κηρύξω τον πόλεμο στους Έλληνες, αλλά ότι, αν και είναι στο χέρι μας να γίνουμε φίλοι με τούς βαρβάρους, εμείς προτιμάμε τούς Έλληνες».

Τον πίεζαν να δώσει κάποια συμβουλή. Σηκώθηκε λοιπόν και κομπάζοντας είπε:150

«Αν σάς δώσω την καλύτερη δυνατή συμβουλή, τότε ο θεός ας μού δώσει πολλά αγαθά. Διαφορετικά, ας μού δώσει τα αντίθετα. Ιερή συμβουλή,151 όπως λέει και το ρητό, το οποίο εφόσον ισχύει, ισχύει και σήμερα. Αν λοιπόν αποδειχτεί ότι σάς έδωσα καλή συμβουλή, τότε πολλοί θα με επαινούν, αλλά αν σάς δώσω κακή, τότε πολλοί θα με καταριούνται.152

Όσο για προβλήματα, ξέρω καλά ότι θα έχουμε πολύ περισσότερα αν μεταφερθείτε δια θαλάσσης, γιατί πρέπει εμείς να σάς διαθέσουμε τα πλοία. Αλλά αν σάς στείλουμε από τη στεριά, θα βρεθείτε αντιμέτωποι με πολλές μάχες.153

Ας πω όμως αυτά που γνωρίζω. Γνωρίζω και τη χώρα των Παφλαγόνων και τη δύναμή τους. Η χώρα τα έχει και τα δύο: τις καλύτερες πεδιάδες και τα ψηλότερα βουνά.154

Κατ’ αρχάς λοιπόν, γνωρίζω επακριβώς το σημείο από το οποίο πρέπει να εισβάλετε, γιατί δεν υπάρχει άλλο. Είναι ακριβώς εκεί, όπου τα κέρατα τού βουνού υψώνονται πάνω και από τις δύο πλευρές τού δρόμου. Αν τα καταλάβουν ακόμη και λίγοι άνδρες, μπορούν εύκολα να κατέχουν το πέρασμα. Γιατί όταν γίνει αυτό, τότε ούτε όλοι οι εχθροί τού κόσμου δεν θα μπορούν να περάσουν. Μπορώ και να σάς τα δείξω με το δάχτυλό μου, αν θέλετε να στείλετε εκεί κάποιον μαζί μου.155

Αυτά για το ορεινό εμπόδιο. Στη συνέχεια γνωρίζω ότι υπάρχουν πεδιάδες και ιππικό, το οποίο οι ίδιοι οι βάρβαροι θεωρούν ανώτερο από ολόκληρο το ιππικό τού μεγάλου βασιλιά. Πρόσφατα αρνήθηκαν να παρουσιαστούν στην πρόσκληση τού βασιλιά και ο ηγεμόνας τους νιώθει πολύ περήφανος γι’ αυτό.156

Ας υποθέσουμε όμως τώρα, ότι θα μπορέσετε να καταλάβετε το ορεινό εμπόδιο, αθόρυβα ή με εκστρατεία, πριν μπορέσει να σάς σταματήσει ο εχθρός. Ας υποθέσουμε επίσης, ότι θα μπορέσετε να επικρατήσετε σε μάχη στην πεδιάδα, εναντίον όχι μόνο τού ιππικού τους, αλλά και τού πεζικού τους, που έχει δύναμη μεγαλύτερη από εκατόν είκοσι χιλιάδες άνδρες. Τότε θα βρεθείτε αντιμέτωποι με σειρά ποταμών. Πρώτος είναι ο Θερμώδων,157 που έχει πλάτος τρία πλέθρα, τον οποίο θεωρώ δύσκολο να περάσετε, έχοντας πολλούς εχθρούς μπροστά και πολλούς επίσης να σάς κυνηγούν από πίσω. Ύστερα είναι ο Ίρις158 ποταμός, που έχει επίσης πλάτος τρία πλέθρα. Ακολουθεί ο Άλυς,159 που έχει πλάτος τουλάχιστον δύο στάδια και τον οποίο δεν θα μπορέσετε να διασχίσετε χωρίς πλοία. Και ποιος θα σάς διαθέσει πλοία; Το ίδιο αδιάβατος είναι και ο Παρθένιος160 στον οποίο θα φτάσετε αν διασχίσετε τον Άλυ.161

Κατά τη γνώμη μου δεν θεωρώ απλά δύσκολη αυτή τη χερσαία πορεία, αλλά παντελώς αδύνατη. Ενώ δια θαλάσσης μπορείτε να πάτε από εδώ στη Σινώπη και από τη Σινώπη στην Ηράκλεια. Μετά την Ηράκλεια δεν υπάρχει δυσκολία, είτε από τη στεριά, είτε από τη θάλασσα, ενώ στην Ηράκλεια υπάρχουν και πολλά πλοία».162

Όταν τελείωσε την ομιλία του, άλλοι υποψιάζονταν ότι τα έλεγε αυτά λόγω τής φιλίας του με τον Κορύλα, τού οποίου ήταν και πρόξενος. Άλλοι ότι είχε πάρει και δώρα για τη συμβουλή αυτή. Άλλοι πάλι υποψιάζονταν ότι τα έλεγε για να τούς αποτρέψει να περάσουν πεζή από τη χώρα των Σινωπέων, για να μη τής προκαλέσουν ζημιές. Ωστόσο οι Έλληνες ψήφισαν να προχωρήσουν δια θαλάσσης.163

Ύστερα από αυτό ο Ξενοφών είπε:

«Σινωπείς, ο στρατός διάλεξε την πορεία που συμβουλεύσατε εσείς. Αυτή είναι η κατάσταση. Αν υπάρξουν πλοία σε επαρκή αριθμό, ώστε να μη μείνει ούτε ένας εδώ, τότε θα πάμε από τη θάλασσα. Αλλά αν κάποιοι από εμάς αφεθούν εδώ, ενώ οι υπόλοιποι θα πάνε με πλοία, τότε κανένας από εμάς δεν θα ανέβει στα πλοία.164

Γιατί ξέρουμε, ότι όταν είμαστε δυνατοί μπορούμε να αυτοπροστατευτούμε και να βρούμε προμήθειες. Αλλά αν μάς βρουν οι εχθροί αδύνατους, είναι προφανές ότι θα μάς υποτάξουν στη σκλαβιά».

Όταν τα άκουσαν αυτά οι πρέσβεις, τούς ζήτησαν να στείλουν πρεσβεία στη Σινώπη.165

Έστειλαν λοιπόν τον Αρκάδα Καλλίμαχο, τον Αθηναίο Αρίστωνα και τον Αχαιό Σαμόλα. Εκείνοι λοιπόν έφυγαν.166

Στο μεταξύ ο Ξενοφών, βλέποντας μπροστά του μεγάλο αριθμό Ελλήνων οπλιτών, καθώς και πολλούς πελταστές, τοξότες, σφεντονιστές και ιππείς, όλους πολύ ικανούς από τη μακροχρόνια άσκηση, ευρισκόμενους στον Πόντο, όπου η συγκρότηση μιας τέτοιας δύναμης θα κόστιζε πολλά χρήματα, θεώρησε ότι ήταν ευκαιρία να αποκτήσουν νέα εδάφη και δύναμη για την Ελλάδα, ιδρύοντας αποικία.167

Σκεφτόταν ότι η πόλη αυτή θα ήταν μεγάλη, υπολογίζοντας τον δικό τους αριθμό και μαζί με αυτόν τον πληθυσμό που θα αποίκιζε τις ακτές τού Πόντου. Τότε κάλεσε τον Σιλανό τον Αμπρακιώτη, τον μάντη τού Κύρου και πριν πει κουβέντα στους στρατιώτες του, θυσίασε για να συμβουλευτεί τούς οιωνούς.168

Αλλά ο Σιλανός, που φοβήθηκε μη γίνουν αυτά και παραμείνει κάπου εκεί η στρατιά, είπε στο στράτευμα, ότι ο Ξενοφών ήθελε να παραμείνει εκεί η στρατιά, να ιδρύσει πόλη και να αποκτήσει ο ίδιος φήμη και δύναμη.169

Ο ίδιος ο Σιλανός επιθυμούσε να φτάσει το συντομότερο δυνατό στην Ελλάδα. Είχε διασώσει εκεί τούς τρεις χιλιάδες δαρεικούς, που τού είχε δώσει ο Κύρος, όταν στη θυσία είχε προφητεύσει σωστά για τις δέκα ημέρες.170 171

Από τούς στρατιώτες που το άκουσαν, άλλοι θεώρησαν ότι θα ήταν πολύ καλό να παραμείνουν εκεί, αλλά η πλειοψηφία διαφωνούσε. Κατόπιν ο Δαρδανεύς Τιμασίων και ο Θώραξ από τη Βοιωτία είπαν σε κάποιους παρόντες εμπόρους από την Ηράκλεια και τη Σινώπη, ότι αν δεν εύρισκαν χρήματα να δώσουν στη στρατιά, ώστε να μπορεί αυτή να αγοράσει τα απαραίτητα για το ταξίδι τής επιστροφής, τότε υπήρχε κίνδυνος να εγκατασταθεί οριστικά στον Πόντο αυτή η μεγάλη δύναμη.

«Ο Ξενοφών θέλει και μάς παρακαλεί, να περιμένουμε μέχρι να έλθουν τα πλοία. Τότε θα στραφεί στη στρατιά και θα πει:172

Άνδρες, βλέπουμε τώρα ότι δεν έχετε χρήματα για να αγοράσετε τα απαραίτητα για το ταξίδι, αλλά και για να κάνετε στους οικείους σας κάποιο δώρο φεύγοντας από εδώ. Αν θέλετε να διαλέξετε κάποιον τόπο επί τής κατοικούμενης ακτής τού Πόντου και να εγκατασταθείτε εκεί, μπορείτε να το κάνετε. Αυτοί που θέλουν να γυρίσουν στην πατρίδα, ας φύγουν. Αυτοί που θέλουν να μείνουν εδώ, ας μείνουν. Τώρα υπάρχουν πλοία δίπλα μας και καθένας μπορεί ξαφνικά να ανέβει σε ένα και να φύγει όποτε το επιθυμεί».173

Ακούγοντας αυτά οι έμποροι, τα ανέφεραν στις πόλεις. Ο Δαρδανεύς Τιμασίων έστειλε μαζί τους τον Δαρδανέα Ευρύμαχο και τον Βοιωτό Θώρακα, για να επαναλαμβάνουν τα ίδια. Όταν το άκουσαν οι Σινωπείς και οι Ηρακλειώτες, έστειλαν ανθρώπους στον Τιμασίωνα, δίνοντάς του κάποια χρήματα και παρακαλώντας τον σε αντάλλαγμα να τούς προστατεύσει, κανονίζοντας για την αναχώρηση τής στρατιάς.174

Ο Τιμασίων το άκουσε με χαρά και βρήκε την ευκαιρία σε συγκέντρωση των στρατιωτών να πει τα εξής:

«Άνδρες, μη σκέφτεστε να μείνετε εδώ. Μη βάζετε τίποτε πάνω από την Ελλάδα. Ακούω ότι κάποιοι κάνουν θυσίες για το συγκεκριμένο ζήτημα χωρίς να σάς λένε τίποτε.175

Σάς υπόσχομαι, αν σαλπάρουμε, ότι θα σάς δίνω τακτικό μισθό, αρχίζοντας την πρώτη τού μηνός, ένα κυζικηνό176 τον μήνα. Θα σάς οδηγήσω στην Τρωάδα, φυγάς από την οποία είμαι177 και η πόλη μου θα είναι στη διάθεσή σας. Θα με δεχτούν με τη θέλησή τους.178

Θα σάς οδηγήσω εγώ προσωπικά σε τόπους, απ’ όπου θα πάρετε πολλά χρήματα. Γνωρίζω καλά την Αιολίδα,179 τη Φρυγία, την Τρωάδα, ολόκληρη τη σατραπεία τού Φαρνάβαζου,180 αφενός γιατί είναι ο τόπος καταγωγής μου κι αφετέρου γιατί συμμετείχα σε εκστρατείες σε αυτή την περιοχή μαζί με τον Κλέαρχο και τον Δερκυλίδα».181 182

Αμέσως μετά σηκώθηκε ο Βοιωτός Θώραξ, που βρισκόταν σε διαμάχη με τον Ξενοφώντα για τη στρατηγία και είπε, ότι μόλις έβγαιναν από τον Πόντο θα συναντούσαν τη Θρακική Χερσόνησο, όμορφη και ευημερούσα χώρα, όπου όποιοι ήθελαν, μπορούσαν να εγκατασταθούν, ενώ εκείνοι που το επιθυμούσαν, μπορούσαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Γιατί ήταν γελοίο, είπε, όταν στην Ελλάδα υπήρχαν τόσο πολλά και διαθέσιμα εδάφη, να ψάχνουν αυτοί στη χώρα των βαρβάρων.183

«Αλλά μέχρι να βρεθείτε εκεί», πρόσθεσε, «υπόσχομαι κι εγώ, όπως ο Τιμασίων, να σάς καταβάλλω τακτική μισθοδοσία».

Tα έλεγε αυτά γνωρίζοντας τις υποσχέσεις που είχαν δοθεί στον Τιμασίωνα από τούς Ηρακλειώτες και τούς Σινωπείς, για να τούς παρακινήσουν να σαλπάρουν. Στο μεταξύ ο Ξενοφών παρέμενε σιωπηλός.184

Τότε σηκώθηκαν οι Αχαιοί Φιλήσιος και Λύκων και είπαν:

«Ήταν φοβερό ότι ο Ξενοφών προσπαθούσε να πείσει κάποιους να παραμείνουν εδώ και συμβουλευόταν για τον σκοπό αυτόν τα σφάγια, χωρίς να το ανακοινώνει στον στρατό και χωρίς να μιλά δημοσίως γι’ αυτό το θέμα».

Αναγκάστηκε λοιπόν ο Ξενοφών να σηκωθεί και να πει τα εξής:185

«Άνδρες, γνωρίζετε όλοι, ότι κάνω θυσίες πάντοτε, είτε για λογαριασμό σας, είτε για δικό μου, προσπαθώντας με όσα σκέπτομαι, λέω και κάνω, να πετύχω το καλύτερο δυνατό για εσάς και για μένα τον ίδιο. Και τώρα μοναδικός μου σκοπός ήταν να μάθω, αν ήταν καλύτερο να ανακινήσω το θέμα και να αρχίσω να σάς μιλώ ή αν ήταν προτιμότερο να μην κάνω τίποτε με αυτό.186

Ο μάντης Σιλανός με διαβεβαίωσε με την απάντησή του επί τού κυρίου ζητήματος: οι οιωνοί είναι αίσιοι. Αναμφίβολα ο Σιλανός γνώριζε ότι εγώ δεν ήμουν άπειρος, αφού συχνά είχα βοηθήσει στις θυσίες. Αλλά είπε επίσης, ότι από τα ιερά σφάγια φαινόταν και δόλος και επιβουλή εναντίον μου και όπως τώρα καταλαβαίνω, ήταν ο ίδιος που με συκοφαντούσε σε εσάς. Γιατί αυτός ήταν που διέδωσε τον μύθο, ότι είχα αποφασίσει να τα κάνω αυτά χωρίς τη συγκατάθεσή σας.187

Εγώ, αν έβλεπα ότι βρισκόσαστε σε δυσκολίες, θα αναλάμβανα να σκεφτώ με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να καταλάβουμε κάποια πόλη, κατανοώντας φυσικά, ότι εκείνοι που επιθυμούσαν θα μπορούσαν να σαλπάρουν αμέσως, αφήνοντας τους άλλους, που δεν επιθυμούσαν, να ακολουθήσουν αργότερα, έχοντας ίσως αποκτήσει και κάποια πράγματα για να ωφελήσουν τούς οικείους τους στην πατρίδα.188

Όμως, αφού τώρα βλέπω ότι οι άνθρωποι τής Ηράκλειας και τής Σινώπης θα σάς στείλουν πλοία για να σάς βοηθήσουν να σαλπάρετε, ενώ βλέπω επίσης ότι περισσότεροι από έναν σάς εγγυώνται τακτικό μηνιαίο μισθό, παραδέχομαι ότι πρόκειται για σπάνια ευκαιρία να διασωθούμε, εισπράττοντας ταυτόχρονα και μισθό για τη σωτηρία μας. Σταματώ λοιπόν εκείνες τις σκέψεις, ενώ σε εκείνους που ήλθαν σε μένα, προτρέποντας γι’ αυτά τα σχέδια, συνιστώ να τα παρατήσουν.189

Αυτή είναι η γνώμη μου. Παραμένοντας ενωμένοι όπως σήμερα, θα σάς αντιμετωπίζουν με σεβασμό και θα βρίσκετε προμήθειες. Γιατί η δύναμη μπορεί να παίρνει από τούς αδύνατους. Αν όμως διασπαστείτε, τότε ούτε θα μπορείτε να παίρνετε τροφή, ούτε όμως να ξεφεύγετε χωρίς να πληρώνετε ακριβά γι’ αυτήν.190

Η απόφασή μου είναι ακριβώς ίδια με τη δική σας. Να ξεκινήσουμε για την Ελλάδα και αν κανείς μείνει πίσω ή συλληφθεί να λιποτακτεί πριν βρεθεί σε ασφαλή θέση ολόκληρο το στράτευμα, τότε να αντιμετωπιστεί ως αδικών. Όσοι συμφωνούν με αυτή την πρόταση να σηκώσουν το χέρι».

Tο σήκωσαν όλοι.191

Ο Σιλανός άρχισε να φωνάζει και να προσπαθεί να πει, ότι ήταν δίκαιο να φύγουν όσοι ήθελαν να φύγουν. Οι στρατιώτες δεν τον ανέχονταν και τον απειλούσαν, ότι αν τον έπιαναν να προσπαθεί να αποδράσει, θα τού επέβαλλαν την προαναφερθείσα ποινή.192

Κατόπιν, όταν οι Ηρακλειώτες έμαθαν ότι είχε αποφασιστεί η αναχώρηση δια θαλάσσης και ότι την είχε υπερψηφίσει και ο ίδιος ο Ξενοφών, έστειλαν τα πλοία. Αλλά για τα χρήματα που είχαν υποσχεθεί στον Τιμασίωνα και στον Θώρακα ως μισθοδοσία των στρατιωτών, είχαν πει ψέματα.193

Έτσι οι δύο αυτοί, που είχαν εγγυηθεί τακτική μηνιαία μισθοδοσία, βρίσκονταν σε αμηχανία και φοβούνταν τούς στρατιώτες. Πήραν λοιπόν και τούς άλλους στρατηγούς, στους οποίους ανακοίνωσαν τις προηγούμενες πράξεις τους, όλους τούς στρατηγούς, εκτός από τον Νέωνα τον Ασιναίο, που ήταν υποστράτηγος στη θέση τού Χειρισόφου που απουσίαζε ακόμη και πήγαν στον Ξενοφώντα. Τού είπαν ότι είχαν αλλάξει γνώμη και ότι νόμιζαν, αφού τώρα είχαν πλοία, ότι θα ήταν καλύτερο να πλεύσουν στη Φάση και να αρπάξουν τη χώρα των Φασιανών.194

Τύχαινε να βασιλεύει τότε σε αυτήν κάποιος απόγονος τού Αιήτη.

Ο Ξενοφών τούς απάντησε ότι δεν θα έλεγε τίποτε στον στρατό για το θέμα αυτό,

«αλλά», πρόσθεσε, «αν θέλετε, μπορείτε να συγκαλέσετε συνέλευση και να πείτε τη γνώμη σας».

Τότε ο Δαρδανεύς Τιμασίων είπε τη γνώμη να μη συγκαλέσουν συνέλευση, αλλά να προσπαθήσει πρώτα κάθε λοχαγός να πείσει τούς δικούς του στρατιώτες. Έφυγαν λοιπόν και αυτό προσπαθούσαν να κάνουν.195

5.7. Διαφορές με τούς Κερασούντιους

Έτσι οι στρατιώτες έμαθαν αυτά που προκαλούσαν την αναταραχή. Και ο Νέων έλεγε ότι ο Ξενοφών, έχοντας πείσει τούς άλλους στρατηγούς, σχεδίαζε να εξαπατήσει τούς στρατιώτες και να τούς οδηγήσει πάλι στη Φάση.196 197

Όταν το άκουσαν οι στρατιώτες, στενοχωρήθηκαν πολύ. Άρχισαν συζητήσεις. Μικρές ομάδες συγκεντρώνονταν απειλητικά. Άρχισε να διαφαίνεται πάλι ο κίνδυνος επανάληψης τής βίας, την οποία είχαν προσφάτως ασκήσει επί των κηρύκων των Κόλχων και επί των αγορανόμων, από τούς οποίους όσοι δεν σώθηκαν πέφτοντας στη θάλασσα, σκοτώθηκαν με λιθοβολισμό.198

Ο Ξενοφών διαισθάνθηκε τον αναβρασμό και αποφάσισε να συγκαλέσει τάχιστα συνέλευση των στρατιωτών, αποτρέποντας έτσι τις αυθόρμητες συγκεντρώσεις τους. Διέταξε λοιπόν τον κήρυκα να αναγγείλει συνέλευση.199

Μόλις άκουσαν τη φωνή τού κήρυκα, έσπευσαν σαν να ήσαν έτοιμοι. Τότε ο Ξενοφών, χωρίς να κατηγορήσει τούς στρατηγούς που είχαν έλθει σε αυτόν, είπε τα εξής:200

«Άνδρες, ακούω ότι με διαβάλλουν, ότι σκοπεύω να σάς εξαπατήσω και να σάς οδηγήσω στη Φάση. Ζητώ να με ακούσετε και αν με βρείτε ένοχο, τότε ας μη φύγω από αυτό το μέρος πριν πληρώσω για τις άδικες πράξεις μου. Αλλά αν βρεθούν ένοχοι οι κατήγοροί μου, τότε να τούς αντιμετωπίσετε όπως τούς αξίζει.201 202

Γνωρίζετε από πού ανατέλλει ο ήλιος και προς τα πού δύει και ότι για να προχωρήσουμε προς την Ελλάδα πρέπει να πορευτούμε προς τη δύση τού ήλιου, ενώ για να πορευτούμε προς τούς βαρβάρους πρέπει αντίθετα να πορευτούμε προς την αυγή. Άραγε μπορεί κανείς να σάς εξαπατήσει κάνοντάς σας να πιστέψετε, ότι ο ήλιος ανατέλλει εδώ και δύει εκεί ή ότι δύει εδώ και ανατέλλει εκεί;203

Aλλά γνωρίζετε επίσης, ότι ο βόρειος άνεμος οδηγεί τα πλοία έξω από τον Πόντο, προς την Ελλάδα, ενώ ο νότιος τα οδηγεί στη Φάση. Γι’ αυτό άλλωστε λέγεται ότι «όταν φυσά βοριάς, είναι καλό το ταξίδι προς την Ελλάδα».

Και συνέχισε:

«Θα ήταν έξυπνος εκείνος που θα σάς εξαπατούσε να σαλπάρετε όταν φυσά νότιος άνεμος.204

Ωραία, θα πείτε, αλλά θα μπορούσα να ζητήσω να επιβιβαστείτε στη διάρκεια γαλήνης. Εγώ λοιπόν θα ανέβω σ’ ένα πλοίο και εσείς οι υπόλοιποι σε άλλα τουλάχιστον εκατό. Με ποιόν τρόπο θα μπορούσα να σάς εξαναγκάσω να πλεύσετε μαζί μου ενάντια στη θέλησή σας ή να σάς εξαπατήσω;205

Ας θεωρήσουμε όμως ότι σάς εξαπάτησα ή σάς μάγεψα και σάς οδήγησα στη Φάση. Αποβιβαζόμαστε λοιπόν στη στεριά. Τουλάχιστον θα καταλάβετε, ότι όπου κι αν βρισκόμαστε, δεν βρίσκεστε στην Ελλάδα. Κι εγώ είμαι ο ένας που σάς εξαπάτησε, ενώ εσείς είστε οι περίπου δέκα χιλιάδες εξαπατημένοι, φέροντας μάλιστα όπλα. Δεν γνωρίζω καλύτερο τρόπο με τον οποίον κάποιος θα εξασφάλιζε την τιμωρία του, παρά υιοθετώντας μια τέτοια πολιτική απέναντι σε εσάς και στον εαυτό του.206

Αυτά είναι λόγια ανδρών που είναι ηλίθιοι και με φθονούν, λόγω τής τιμής που μού αποδώσατε. Και δεν με φθονούν δικαιολογημένα. Ποιον από αυτούς παρεμπόδισα εγώ να σάς πει οποιαδήποτε ιδέα του ή να αγωνιστεί με τον τρόπο που θέλει για εσάς και για τον εαυτό του ή να βρίσκεται σε εγρήγορση φροντίζοντας για τη δική σας ασφάλεια; Στην από μέρους σας εκλογή των αρχηγών στάθηκα εγώ εμπόδιο για κανένα; Παραμερίζω κι ας αναλάβει αυτός την αρχηγία. Αρκεί μόνο να αποδείξει ότι θα κάνει αυτό που συμφέρει εσάς.207

Σε μένα αρκούν αυτά που ειπώθηκαν. Αλλά αν κάποιος από εσάς νομίζει ότι εξαπατήθηκε ή ότι εξαπατήθηκαν άλλοι, ας μιλήσει κι ας εξηγήσει.208

Μη βιαστείτε, αλλά όταν έχετε καταλήξει, μη φύγετε πριν ακούσετε τι πράγμα νομίζω εγώ ότι αρχίζει να δημιουργείται μέσα στο στράτευμα. Αν αυτό ξεσπάσει και γίνει όπως τα πράγματα δείχνουν ότι γίνεται, τότε πρέπει εμείς να αναλογιστούμε και να αναρωτηθούμε, μήπως αποδεικνυόμαστε κάκιστοι και αίσχιστοι άνδρες στα μάτια των θεών και των ανθρώπων, φίλων και εχθρών».209

Τα λόγια αυτά προκάλεσαν την περιέργεια των στρατιωτών, που τον προέτρεπαν να συνεχίσει. Ξανάρχισε λοιπόν:

«Θα θυμάστε ασφαλώς κάποια βαρβαρικά φρούρια στους λόφους, αλλά φιλικά στους Κερασούντιους, από τα οποία οι άνθρωποι κατέβαιναν και μάς πουλούσαν μεγάλα ζώα και άλλα πράγματα που διέθεταν, ενώ, αν δεν κάνω λάθος, κάποιοι από εσάς πήγαιναν στους πιο κοντινούς από αυτούς τούς τόπους, ψώνιζαν στην αγορά και ξαναγύριζαν.210

Ο λοχαγός Κλεάρετος έμαθε ότι ο τόπος αυτός ήταν μικρός και αφύλακτος. Άλλωστε γιατί άραγε να φρουρούνταν, αφού ήταν φιλικός; Πήγε λοιπόν νύκτα για να τούς λεηλατήσει, χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν από εμάς.211

Σχεδίαζε, αν λεηλατούσε τον τόπο, να μην ξαναγυρίσει στον στρατό, αλλά να ανέβει σε πλοίο, στο οποίο επέβαιναν οι συνεργάτες του και το οποίο παρέπλεε εκεί κοντά, να φορτώσει όσα θα άρπαζε και να αποπλεύσει έξω από τον Πόντο. Όπως ανακαλύπτω τώρα, όλα αυτά είχαν συμφωνηθεί με τούς συντρόφους του επί τού πλοίου.212

Παίρνοντας στο πλευρό του όσους μπόρεσε να πείσει, ξεκίνησαν εναντίον τού μικρού αυτού τόπου. Ξημέρωσε όμως καθώς προχωρούσαν. Οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν έξω από τα οχυρά τους και εξ αποστάσεως ή εκ τού πλησίον έδωσαν τέτοια μάχη, που σκότωσαν τον Κλεάρετο και πολλούς από τούς άλλους, λίγοι μόνο από τούς οποίους επέστρεψαν σώοι στην Κερασούντα.213

Αυτά συνέβησαν τη μέρα που ξεκινήσαμε να έρθουμε εδώ πεζή. Από εκείνους που θα έρχονταν με πλοία, κάποιοι ήσαν ακόμη στην Κερασούντα, χωρίς να έχουν σηκώσει άγκυρα. Ύστερα, όπως λένε οι Κερασούντιοι, έφτασαν εκεί τρεις κάτοικοι τού τόπου, που είχαν υποστεί την επίθεση. Ήσαν τρεις ηλικιωμένοι, που ζητούσαν να παρουσιαστούν στη συνέλευσή μας.214

Επειδή δεν μάς πρόλαβαν εκεί, απευθύνθηκαν στους Κερασούντιους και τούς είπαν ότι τούς είχε προξενήσει κατάπληξη, ότι είχαμε σκεφτεί να τούς επιτεθούμε. Όταν όμως, όπως λένε οι Κερασούντιοι, διαβεβαιώθηκαν ότι το επεισόδιο δεν ήταν αποτέλεσμα κοινής μας απόφασης, ικανοποιήθηκαν και πρότειναν να πλεύσουν εδώ, όχι μόνο για να μάς αναφέρουν αυτά που συνέβησαν, αλλά και προσφερόμενοι, αν τούς ζητηθεί, να αναλάβουν να θάψουν τούς νεκρούς.215

Αλλά μεταξύ των Ελλήνων που ήσαν ακόμη στην Κερασούντα, βρίσκονταν και μερικοί από εκείνους που είχαν διαφύγει. Έμαθαν προς ποια κατεύθυνση σκόπευαν να κινηθούν οι βάρβαροι και όχι μόνο τόλμησαν να τούς πετάξουν πέτρες, αλλά παρακινούσαν και τούς άλλους να κάνουν το ίδιο. Οι τρεις άνδρες, που ήσαν επαναλαμβάνω πρέσβεις, θανατώθηκαν με λιθοβολισμό.216

Ύστερα από αυτό ήλθαν σε εμάς οι Κερασούντιοι και μάς το ανέφεραν. Εμείς οι στρατηγοί, όταν το ακούσαμε, λυπηθήκαμε γι’ αυτά που είχαν συμβεί και συζητούσαμε με τούς Κερασούντιους πώς θα θάβονταν οι Έλληνες νεκροί.217

Ενώ καθόμασταν και συζητούσαμε έξω από το στρατόπεδο, ξαφνικά ακούσαμε πολύ θόρυβο. Ακούσαμε κραυγές

«χτυπήστε τους, ρίξτε τους»

και είδαμε πολλούς να τρέχουν προς το μέρος μας με πέτρες στα χέρια και άλλους να μαζεύουν πέτρες από κάτω.218

Οι Κερασούντιοι φυσικά, έχοντας και την εμπειρία αυτού που είχαν δει πρόσφατα, φοβήθηκαν και έσπευσαν στα πλοία τους, ενώ, μα τον Δία, φοβήθηκαν και κάποιοι από εμάς.219

Πήγα προς το μέρος τους και ρώτησα τι σήμαιναν όλα αυτά. Μερικοί δεν είχαν την παραμικρή ιδέα, αν και κρατούσαν πέτρες στα χέρια τους. Πέτυχα κάποιον που γνώριζε και μού είπε ότι οι «αγορανόμοι» μεταχειρίζονται τον στρατό με πολύ κακό τρόπο.220

Τότε ένας από αυτούς είδε τον αγορανόμο Ζήλαρχο να αποχωρεί προς τη θάλασσα και υψώνοντας τη φωνή του κραύγαζε. Μόλις άκουσαν οι υπόλοιποι, άρχισαν να τον κυνηγούν σαν να είχαν δει αγριογούρουνο ή ελάφι.221

Οι Κερασούντιοι, βλέποντάς τους να ορμούν προς το μέρος τους, νόμισαν σαφώς ότι κατευθύνονταν εναντίον τους, τράπηκαν σε φυγή κι έπεσαν στη θάλασσα. Έπεσαν επίσης κάποιοι από τούς δικούς μας και πνίγηκαν όσοι δεν ήξεραν να κολυμπούν.222

Τι πιστεύετε λοιπόν γι’ αυτούς τούς ανθρώπους τής Κερασούντας; Δεν είχαν αδικήσει κανένα. Φοβήθηκαν απλώς ότι μάς είχε πιάσει κάποια λύσσα, όπως εκείνη που πιάνει τα σκυλιά. Λέω λοιπόν, ότι αν έτσι είναι τα πράγματα, τότε σκεφτείτε ποια είναι η κατάσταση τού στρατού μας.223

Ως σώμα δεν έχετε την εξουσία να αναλαμβάνετε πόλεμο εναντίον όποιου θέλετε, ούτε να συνάπτετε συνθήκες ειρήνης. Κατ’ ιδίαν όμως μπορεί όποιος θέλει να οδηγεί το στράτευμα εναντίον όποιου θέλει. Κι όταν έρχονται σε εσάς πρέσβεις, ζητώντας ειρήνη ή οτιδήποτε άλλο, ας τούς σκοτώνουν όποιοι θέλουν, έτσι ώστε να μη μπορέσετε να ακούσετε τούς λόγους που τούς έφεραν σε εσάς.224

Έπειτα εκείνοι τούς οποίους εσείς ως σώμα έχετε εκλέξει ως στρατηγούς, δεν θα έχουν κανένα ρόλο. Αλλά καθένας που αυτοεκλέγεται στρατηγός και θέλει να λέει

«χτύπα τον, χτύπα τον»,

αυτός θα μπορεί να σκοτώσει χωρίς δίκη όποιον θέλει, είτε στρατηγό ή ιδιώτη στρατιώτη, φτάνει να έχει αρκετούς υποστηρικτές, όπως ακριβώς έγινε και τώρα.225

Σκεφτείτε όμως τι πέτυχαν για εσάς αυτοί οι αυτοδιορισμένοι στρατηγοί. Ο αγορανόμος Ζήλαρχος, αν σάς είχε αδικήσει, έφυγε χωρίς να πληρώσει τιμωρία. Κι αν δεν σάς είχε αδικήσει, τον διώξαμε από το στράτευμα επειδή φοβήθηκε μήπως πεθάνει άδικα και χωρίς δίκη.226

Κι εκείνοι που λιθοβόλησαν τούς πρέσβεις τα κατάφεραν έτσι, ώστε εμείς μόνο απ’ όλους τούς Έλληνες να μη μπορούμε να πλησιάσουμε με ασφάλεια την Κερασούντα, χωρίς ισχυρή δύναμη. Ενώ τούς νεκρούς τούς οποίους οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι σκότωσαν και μάς προσκάλεσαν να τούς θάψουμε, δεν μπορούμε τώρα να τούς σηκώσουμε από εκεί με ασφάλεια, ούτε αν στείλουμε πριν κήρυκα. Γιατί ποιος θα μπορούσε να πάει ως κήρυκας με το αίμα των κηρύκων στα χέρια του; Το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε, θα ήταν να παρακαλέσουμε τούς Κερασούντιους να τούς θάψουν.227

Τώρα αν αυτά τα πράγματα είναι σωστά, ας πάρετε απόφαση, ώστε συμφωνώντας ότι έτσι πρέπει να γίνονται τα πράγματα, να μπορεί οποιοσδήποτε να συγκροτεί τη δική του φρουρά και να προσπαθεί να αναλάβει την κατοχή των ισχυρών θέσεων που βρίσκονται πάνω δεξιά του, όταν κατασκηνώνει.228

Αν όμως νομίζετε ότι τέτοιες είναι πράξεις άγριων θηρίων και όχι ανθρώπων, αναζητείστε κάποιον τρόπο για να τις σταματήσετε. Αλλιώς, πώς άραγε, μα τον Δία, θα προσφέρουμε με χαρά θυσίες στους θεούς, όταν κάνουμε ασεβείς πράξεις ή πώς άραγε θα πολεμάμε τούς εχθρούς, όταν θέλουμε να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο;229

Και ποια φιλική πόλη θα μάς δεχτεί, όταν βλέπει τόσο πολλή ανομία ανάμεσά μας; Ποιος άραγε θα τολμήσει να μάς εφοδιάσει με αγορά, όταν σε θέματα τόσο μεγάλης σημασίας φαινόμαστε ένοχοι για τέτοια αδικήματα; Και σε αυτή τη χώρα, όπου κομπάζουμε πάντοτε ότι θα μάς επαινούν όλοι, ποιος άραγε θα μάς επαινέσει, όταν είμαστε τέτοιου είδους άνδρες; Γιατί είμαι βέβαιος ότι εμείς, για ανθρώπους που έκαναν τέτοιες πράξεις, θα λέγαμε ότι είναι παλιάνθρωποι».230

Τότε σηκώθηκαν όλοι και πρότειναν ότι οι άνδρες που ξεκίνησαν αυτή την υπόθεση έπρεπε να τιμωρηθούν όπως τούς άξιζε και στο εξής να μην επιτρέπεται σε κανένα να ξεκινά πάλι παρανομίες, ενώ, αν κάποιοι ξεκινούσαν, να τούς οδηγούσαν σε δίκη και να τούς καταδίκαζαν σε θάνατο. Και οι στρατηγοί έπρεπε να οδηγήσουν όλους τούς παραβάτες σε δίκη και να γίνουν επίσης δίκες για όλα τα άλλα αδικήματα που είχαν διαπραχθεί από κάποιους, από την εποχή που είχε πεθάνει ο Κύρος. Και όρισαν ως δικαστές τούς λοχαγούς.231

Επίσης, ύστερα από εισήγηση τού Ξενοφώντος και συμβουλές των μάντεων, αποφάσισαν να εξαγνίσουν τον στρατό. Και έγιναν τελετές εξαγνισμού.232

5.8. Τιμωρία παραπτωμάτων στο στράτευμα

Αποφασίστηκε επίσης να αναλάβουν οι στρατηγοί και τη δικαστική διερεύνηση υποθέσεων τού παρελθόντος. Ύστερα από εξέταση, ο Φιλήσιος και ο Ξανθικλής καταδικάστηκαν να πληρώσουν είκοσι μνες, για την ίσης αξίας ζημιά των αγαθών των εμπόρων κατά τη διάρκεια τής φρούρησής τους. Ο Σοφαίνετος καταδικάστηκε σε πρόστιμο δέκα μνων για ανεπαρκή εκτέλεση των καθηκόντων του ως ένας από τούς εκλεγμένους αρχηγούς τού στρατού.

Από κάποιους διατυπώθηκε κατηγορία εναντίον τού Ξενοφώντος, ότι τούς είχε χτυπήσει και εξυβρίσει.233

Ο Ξενοφών σηκώθηκε και ζήτησε από τον πρώτο να πει πού και πότε τον χτύπησε.

Εκείνος απάντησε:

«όταν χανόμασταν από το κρύο και το χιόνι ήταν πολύ».234

Ο Ξενοφών είπε:

«Με καιρό όπως τον περιγράφεις, χωρίς τρόφιμα, χωρίς κρασί ούτε για μυρωδιά, όταν πολλοί έπεφταν από τις κακουχίες και οι εχθροί μάς ακολουθούσαν, αν κάτω από αυτές τις συνθήκες σού φέρθηκα με απαράδεκτο τρόπο, αναγνωρίζω την ενοχή μου καθώς και ότι είμαι πιο απαράδεκτος κι από τον γάιδαρο, ο οποίος, όπως λένε, είναι πολύ ανήθικος για να αισθανθεί κούραση.235

Πες μας όμως», είπε, «τι με οδήγησε να σε χτυπήσω; Σού ζήτησα κάτι, δεν μού το έδωσες και σε χτύπησα; Ήταν κάποιο χρέος τού οποίου απαιτούσα την πληρωμή; Ήταν φιλονικία για κάποιο αγόρι; Είχα μεθύσει και παραφέρθηκα;»236

Ο άνδρας απάντησε σε όλα αρνητικά. Τότε τον ρώτησε:

«Είσαι οπλίτης;»

«Όχι», απάντησε.

«Τότε πελταστής;»

«Ούτε», είπε. Ήταν ελεύθερος, αλλά τον είχαν διατάξει οι συγκάτοικοί του στη σκηνή να οδηγεί μουλάρι.237

Tότε τον αναγνώρισε και τον ρώτησε:

«Είσαι εκείνος που μετέφερε τον άρρωστο;»

«Ναι, μα τον Δία, εγώ είμαι», είπε εκείνος. «Εσύ με ανάγκασες. Ξεφόρτωσες μάλιστα από το μουλάρι και σκόρπισες τα σκεύη των συγκατοίκων μου».238

Ο Ξενοφών είπε λοιπόν:

«Ναι. Αλλά τα σκόρπισα ως εξής. Τα μοίρασα στους άλλους για να τα μεταφέρουν, τούς διέταξα να τα φέρουν πίσω σε μένα και όταν τα πήρα πίσω, στα επέστρεψα όλα ανέπαφα, όταν από την πλευρά σου μού έδειξες τον άρρωστο άνθρωπο».

«Ακούστε όλοι», συνέχισε, «για να μάθετε τι ακριβώς έγινε. Γιατί η ιστορία αξίζει να ακουστεί.239

Ένας άνδρας είχε εγκαταλειφθεί, επειδή δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Αναγνώρισα τον άνθρωπο, ότι ήταν ένας από εμάς. Ανάγκασα εσένα να τον κουβαλήσεις, για να μη χαθεί. Γιατί, αν δεν κάνω λάθος, ο εχθρός μάς ακολουθούσε από κοντά».

Ο άλλος συμφώνησε.240

«Ωραία λοιπόν», είπε ο Ξενοφών, «αφού σε έστειλα μπροστά σε ξανάφτασα ερχόμενος με την οπισθοφυλακή. Έσκαβες χαντάκι για να θάψεις τον άνθρωπο. Σταμάτησα και σε επαίνεσα.241

Καθώς στεκόμασταν στο πλάι, ο δύστυχος λύγισε το πόδι του και όλοι γύρω φώναξαν ότι ο άνθρωπος ζει, αλλά εσύ είπες:

«Είτε ζει είτε όχι, δεν πρόκειται να τον κουβαλήσω».

Τότε σε χτύπησα. Ναι, έχεις δίκιο, γιατί μού φάνηκε ότι ήσουν βέβαιος ότι ο άνθρωπος ήταν ζωντανός».242

«Λοιπόν, τι με αυτό;» είπε εκείνος. «Δεν πέθανε έτσι κι αλλιώς αφού σού τον έδειξα;»

«Κι εμείς», είπε ο Ξενοφών, «θα πεθάνουμε όλοι. Πρέπει άραγε γι’ αυτόν τον λόγο να θαφτούμε ζωντανοί;»243

Όσο για τον άνθρωπο, όλοι φώναζαν, ότι ο Ξενοφών τού είχε δώσει λιγότερα χτυπήματα απ’ όσα τού άξιζαν. Στη συνέχεια ζήτησε από τούς υπόλοιπους να αναφέρουν τον λόγο για τον οποίο είχε χτυπήσει καθένα.244

Όταν δεν σηκώθηκε κανείς να μιλήσει, ο Ξενοφών είπε:

«Άνδρες, παραδέχομαι ότι χτύπησα μερικούς που δεν πειθαρχούσαν, όσους δηλαδή κοίταζαν να σωθούν με τον δικό σας αγώνα, που προχωρούσατε παραταγμένοι και πολεμούσατε όπου υπήρχε ανάγκη, ενώ εκείνοι άφηναν τη θέση τους και έτρεχαν μπροστά, προσπαθώντας να λεηλατήσουν και να έχουν περισσότερα λάφυρα από εσάς. Αν όμως το κάναμε όλοι αυτό, όλοι θα χανόμασταν.245

Γι’ αυτό, όταν έβλεπα κάποιον να τεμπελιάζει και να μη δείχνει διάθεση να σηκωθεί, αλλά να αφήνεται με τη θέλησή του στους εχθρούς, τον χτυπούσα και τον ανάγκαζα να προχωρήσει. Γιατί κι εγώ κάποτε που ήταν βαρυχειμωνιά, περιμένοντας μερικούς που ετοίμαζαν τις αποσκευές τους, έμεινα καθισμένος πολλή ώρα και ύστερα πρόσεξα, ότι με μεγάλη δυσκολία σηκώθηκα και τέντωσα τα πόδια μου.246

Από τότε λοιπόν που το δοκίμασα στον εαυτό μου, όποιον άλλον έβλεπα να κάθεται και να βαριέται, τον έδιωχνα μπροστά. Γιατί το να κινείται κάποιος και να φέρεται σαν άνδρας συντελούσε στο να αποκτά το σώμα θερμότητα και ευλυγισία, ενώ όταν καθόταν και παρέμενε ακίνητος, έβλεπα ότι έκανε το αίμα να παγώνει και να σαπίζουν τα δάχτυλα των ποδιών, πράγματα που κι εσείς ξέρετε ότι τα έπαθαν πολλοί.247

Κάποιον άλλον πάλι, που έμενε πίσω για ξεκούραση και εμπόδιζε να προχωρήσουμε και εσάς που ήσασταν μπροστά κι εμάς τούς τελευταίους, ίσως τον χτύπησα με γροθιά, για να μη χτυπηθεί από τη λόγχη των εχθρών.248

Όλοι αυτοί λοιπόν έχουν το δικαίωμα, τώρα που γλύτωσαν, αν έπαθαν άδικα κάτι κακό από μένα, να ζητούν την τιμωρία μου. Αν όμως έπεφταν στα χέρια των εχθρών, θα πάθαιναν φοβερά κακά, χωρίς να μπορούν να ζητήσουν την τιμωρία κανενός.249

Η απολογία μου θα είναι απλή: αν τιμώρησα κάποιον για το καλό του, ζητώ να υποστώ την ίδια τιμωρία που πληρώνουν οι γονείς για τα παιδιά τους ή οι δάσκαλοι για τούς μαθητές τους. Γιατί και οι γιατροί μάς καυτηριάζουν και μάς κόβουν για το καλό μας.250

Αν όμως πραγματικά πιστεύετε, ότι τα έκανα αυτά από απρόκλητη θρασύτητα, σάς ζητώ να σημειώσετε ότι τώρα, με την ευλογία των θεών, έχω μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση απ’ όση είχα τότε και είμαι πιο τολμηρός από τότε και πίνω περισσότερο κρασί, αλλά δεν χτυπάω κανένα. Γιατί βλέπω ότι έχετε φτάσει σε ήρεμα νερά.251

Αλλά όταν υπάρχει θύελλα και κυκλώνει το σκάφος μανιασμένη θάλασσα, άραγε δεν βλέπετε ότι ένα απλό κούνημα τού κεφαλιού κάνει τον ναύκληρο να οργίζεται με το πλήρωμα στην πλώρη ή τον κυβερνήτη με τούς άνδρες στην πρύμνη; Γιατί σε μια τέτοια κρίση ακόμη κι ένα μικρό λάθος μπορεί να καταστρέψει τα πάντα.252

Κρίνατε και οι ίδιοι, ότι δικαιολογημένα χτύπησα αυτούς τούς άνδρες. Γιατί στεκόσασταν δίπλα τους με σπαθιά, όχι ψήφους, και ήταν στο χέρι σας να τούς βοηθήσετε, αν θέλατε. Αλλά μα τον Δία, ούτε δώσατε βοήθεια σε αυτούς τούς ανθρώπους, ούτε χτυπήσατε μαζί μου εκείνους που παραβίαζαν την πειθαρχία.253

Δώσατε συνεπώς στους κακούς ανάμεσά τους την ελευθερία να ενεργήσουν έτσι επιπόλαια, αφήνοντάς τους. Γιατί νομίζω, ότι αν σάς ενδιαφέρει να εξετάσουμε το θέμα, θα βρείτε ότι είναι τα ίδια άτομα, εκείνα που ήταν τότε τα πιο δειλά και τώρα τα πιο αχαλίνωτα.254

Ο Βοΐσκος λοιπόν, ο Θεσσαλός πυγμάχος, τότε προσπαθούσε πολύ να αποφύγει να κουβαλά την ασπίδα του, γιατί έλεγε ότι ήταν κουρασμένος, αλλά τώρα, όπως ακούω, έχει γδύσει πολλούς Κοτυωρίτες.255

Αν λοιπόν είστε σώφρονες, θα κάνετε σε αυτόν τα αντίθετα από εκείνα που κάνουν οι άνθρωποι στα σκυλιά. Γιατί τα άγρια σκυλιά τα κρατούν δεμένα τη μέρα και τη νύχτα τα λύνουν, αλλά αυτόν τον άνθρωπο, αν είστε σώφρονες, πρέπει να τον δένετε τη νύχτα και να τον λύνετε τη μέρα».256

«Αλλά πραγματικά», είπε, «εκπλήσσομαι, ότι αν προκάλεσα την απέχθεια κάποιου από εσάς, το θυμάστε και δεν παραμένετε σιωπηλοί, ενώ αν προστάτευσα κάποιον από το κρύο, ή αναχαίτισα τον εχθρό από αυτόν ή τον βοήθησα κάπως, όταν ήταν άρρωστος ή σε ανάγκη, τις πράξεις αυτές δεν τις θυμάται κανένας. Ούτε πάλι αν επαίνεσα κάποιον για μια πράξη ή όταν τίμησα, όσο μπορούσα, έναν άνδρα που ήταν γενναίος, ούτε κάποια από αυτά τα πράγματα θυμάστε.257

Ωστόσο είναι σίγουρα πιο έντιμο και δίκαιο, πιο δίκαιο και ευγενικό, να θυμόμαστε τις καλές πράξεις μάλλον παρά τις κακές».

Τότε άρχισαν να σηκώνονται και να υπενθυμίζουν προηγούμενα γεγονότα. Και στο τέλος ήσαν όλοι ευχαριστημένοι.258

<- Βιβλίο τέταρτο Βιβλίο έκτο ->
Review Your Cart
0
Add Coupon Code
Subtotal

 
error: Content is protected !!