<-2. Ο Ξενοφών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα | 4. Πρώτη προσέγγιση τής διαδρομής-> |
Η ιστορία τής Κύρου Ανάβασης (401-399 π.Χ.) τού Ξενοφώντος, δηλαδή η ιστορία τής συμμετοχής Ελλήνων στην εκστρατεία τού σατράπη τής δυτικής Μικράς Ασίας Κύρου εναντίον τού Αρταξέρξη Β’, αδελφού του και βασιλιά τής μεγάλης Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, λαμβάνει χώρα σε περιβάλλον που δεν γίνεται εύκολα κατανοητό από τον αναγνώστη. Τι δουλειά είχαν άραγε κάθε είδους Έλληνες —Σπαρτιάτες, Αθηναίοι, Αχαιοί, Αρκάδες, Θεσσαλοί— να εμπλακούν την επαύριον τού τερματισμού τού σχεδόν τριακονταετούς Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.) στις υποθέσεις τού θρόνου τής Περσικής αυτοκρατορίας, σε ένα ακόμη επεισόδιο τής σύνθετης ιστορίας των σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και Περσών; Στο κεφάλαιο αυτό θα διατρέξουμε επί τροχάδην δύο αιώνες ελληνο-περσικών σχέσεων και πολέμων. Ξεκινούν με την κατάλυση τής αυτοκρατορίας τής Λυδίας από τον Κύρο Β’ τον Μεγάλο τον 6ο π.Χ. αιώνα και τη συνακόλουθη κυριαρχία των Περσών στη δυτική Μικρά Ασία και στις αποικισμένες από Έλληνες ακτές της, ενώ ολοκληρώνονται με την κατάλυση τής Περσικής αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο τον 4ο π.Χ. αιώνα. Στη μέση περίπου αυτής τής περιόδου τοποθετείται χρονικά η Κύρου Ανάβασις. Τα γεγονότα που συνέβησαν πριν και μετά από αυτήν προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό εκείνο που έχει γίνει γνωστό ως θαύμα τής κλασσικής και ελληνιστικής αρχαιότητας.1
Τα πριν από την «Κύρου Ανάβαση»
Ο Κύρος και ο Δαρείος συγκροτούν την Περσική αυτοκρατορία (559-499 π.Χ.)
Ο Πέρσης βασιλιάς Κύρος Β’ ο Μέγας (600 ή 576–530 π.Χ.) ήταν ο ιδρυτής τής δυναστείας των Αχαιμενιδών. Υπό την εξουσία του (559-530 π.Χ.) η αυτοκρατορία αγκάλιασε όλα τα προηγούμενα πολιτισμένα κράτη τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής. Αμέσως μόλις υπέταξε τούς Μήδους και κατέλαβε την πρωτεύουσά τους Εκβάτανα (549 π.Χ.), κάνοντας έτσι το πρώτο βήμα για τη δημιουργία τεράστιας αυτοκρατορίας, που θα εκτεινόταν από το Ανατολικό Ιράν και την Κεντρική Ασία μέχρι το Αιγαίο, ο Κύρος ξεκίνησε την πρώτη του εκστρατεία προς τα δυτικά, όπως ακριβώς είχαν κάνει και οι Μήδοι πριν από σαράντα περίπου χρόνια, όταν είχαν κατακτήσει την Ανατολική Μικρά Ασία μέχρι τον ποταμό Άλυ.
Το 547 π.Χ. ο Κύρος Β’ στράφηκε εναντίον τής Λυδίας και τού βασιλιά της Κροίσου, ο οποίος έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος τής Δυτικής Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών πόλεων κατά μήκος των ακτών τού Αιγαίου. Ο Κροίσος θέλησε προφανώς να εκμεταλλευθεί προς όφελός του την αναταραχή στη Μηδία και την Περσία την εποχή τής κατάλυσης τής παλαιάς αυτοκρατορίας τής Μηδίας και έναρξης τής συγκρότησης τής Περσικής αυτοκρατορίας:
Και ο Κροίσος, όταν πέρασε το ποτάμι με τον στρατό του, έφτασε σε εκείνη τη θέση στην Καππαδοκία που ονομάζεται Πτερία, είναι ο ισχυρότερος τόπος σε αυτή τη χώρα και βρίσκεται στην ενδοχώρα, στο ύψος τής πόλης Σινώπης τού Ευξείνου Πόντου….2
Ο λυδικός και ο περσικός στρατός βρέθηκαν αντιμέτωποι. Η μάχη τελείωσε το ίδιο βράδυ χωρίς να έχει κριθεί. Ο Κύρος δεν συνέχισε τη μάχη την επόμενη μέρα και έτσι ο Κροίσος αποχώρησε προς την κατεύθυνση τής πρωτεύουσάς του, των Σάρδεων, διαλύοντας τον στρατό του. Ο Κύρος, όταν ενημερώθηκε γι’ αυτό, άρχισε αμέσως το κυνήγι, πολιόρκησε τις Σάρδεις και ύστερα από δύο βδομάδες κατέλαβε την πόλη και συνέλαβε τον Κροίσο. Κατακτώντας τις Σάρδεις και συνεπώς αρπάζοντας την εξουσία στο σύνολο τής αυτοκρατορίας τής Λυδίας, ο Κύρος έγινε επίσης ηγεμόνας τού μεγαλύτερου μέρους τής Δυτικής Μικράς Ασίας. Ωστόσο η εξουσία του επιβλήθηκε μόνο όταν αρκετοί από τούς στρατηγούς του υπέταξαν τις απείθαρχες ή ακόμη και επαναστατικές ελληνικές πόλεις τής ακτής τού Αιγαίου. Από τότε και για δύο αιώνες οι Πέρσες υπήρξαν γείτονες τού ελληνικού πληθυσμού που κατοικούσε στη Μικρά Ασία και έγιναν συνεργάτες των Ελλήνων στο εμπόριο, καθώς και αντίπαλοί τους στον πόλεμο, αφού μακροπρόθεσμα ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Το βασικό αιώνιο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες ήταν ότι οι ξεχωριστές πόλεις-κράτη στην Ελλάδα, καθώς και στη Μικρά Ασία, ήσαν πολιτικά ανεξάρτητες και ένωναν τις δυνάμεις τους μόνο σε περίπτωση κινδύνου.
Ο Κύρος πέθανε σε μάχη τον Δεκέμβριο τού 530 π.Χ., πολεμώντας τη σκυθική φυλή των Μασσαγετών στον ποταμό Ιαξάρτη (Σουρ Ντάρυα) τής Κεντρικής Ασίας. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Καμβύσης Β’ (βασ. 530-522 π.Χ.), ο οποίος, στο μικρό διάστημα τής βασιλείας του, κατάφερε να προσθέσει εδάφη στην Περσική αυτοκρατορία, κατακτώντας την Αίγυπτο, τη Νουβία και την Κυρηναϊκή.
Ο Δαρείος Α’ ο Μέγας (550-486 π.Χ.) ήταν ο τρίτος βασιλιάς τής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Βασίλευσε 36 χρόνια (522-486 π.Χ.). Αφού κατέστειλε τη βαβυλωνιακή εξέγερση, ο Δαρείος εκστράτευσε εναντίον των Σκυθών στα δυτικά και βόρεια τού Ευξείνου Πόντου (514-513 π.Χ.). Επιστρέφοντας από τη σκυθική εκστρατεία ο Δαρείος άφησε τον Μεγάβυζο να κατακτήσει τη Θράκη και επέστρεψε στις Σάρδεις για να περάσει τον χειμώνα. Πριν από την επιστροφή του κατέκτησε πολλές πόλεις τού βορείου Αιγαίου, ενώ οι Μακεδόνες υποτάχθηκαν σε αυτόν οικειοθελώς:
Εκείνοι λοιπόν οι Πέρσες, που είχαν σταλεί στον Αμύντα, όταν έφτασαν, ήρθαν ενώπιον τού Αμύντα και ζήτησαν γη και ύδωρ για τον βασιλιά Δαρείο. Αυτός τούς τα έδωσε και τούς προσκάλεσε επίσης σε δείπνο φιλοξενίας. Ετοίμασε υπέροχο δείπνο και υποδέχθηκε τούς Πέρσες πολύ φιλικά. Όταν τελείωσε το δείπνο, οι Πέρσες, πίνοντας με προπόσεις, είπαν τα εξής: «Μακεδόνα φίλε και οικοδεσπότη, σε εμάς τούς Πέρσες υπάρχει το εξής έθιμο: όταν ξεκινάμε για μεγάλο δείπνο, να φέρνουμε να καθίσουν δίπλα μας και τις παλλακίδες και τις νόμιμες συζύγους μας. Εσύ λοιπόν, που μάς υποδέχθηκες με μεγάλη προθυμία και μάς φιλοξενείς καλά, όντας μάλιστα πρόθυμος να προσφέρεις στον βασιλιά Δαρείο γη και ύδωρ, πρέπει να συναινέσεις στο έθιμό μας». Σε αυτό ο Αμύντας απάντησε: «Πέρσες, σε εμάς δεν υπάρχει τέτοιο έθιμο, αλλά οι άνδρες πρέπει να βρίσκονται χωριστά από τις γυναίκες. Επειδή όμως το ζητάτε εσείς, που είσαστε οι αφέντες μας, θα το επιτρέψουμε και αυτό».3
Οι Έλληνες τής Μικράς Ασίας και των ελληνικών νησιών είχαν υποταγεί στην περσική κυριαρχία πριν από το 510 π.Χ., αφού ο στόλος τους συμμετείχε στην εκστρατεία τού Δαρείου Α’ εναντίον των Σκυθών (514-513 π.Χ.), περνώντας μάλιστα το στράτευμα των Περσών από τον Βόσπορο αλλά και από τον Δούναβη, όπως θα δούμε πιο κάτω. Υπήρχαν επίσης φιλο-Πέρσες αυτόνομοι Έλληνες, οι αποκαλούμενοι «μηδίζοντες», οι οποίοι στην Αθήνα αποτελούσαν σημαντική ομάδα. Η ύπαρξη αυτής τής ομάδας βελτίωνε τις ελληνο-περσικές σχέσεις, καθώς ο Δαρείος άνοιγε την αυλή του και το θησαυροφυλάκιό του για τούς Έλληνες που ήθελαν να τον υπηρετήσουν. Οι Έλληνες αυτοί υπηρετούσαν τον Δαρείο Α’ ως τεχνίτες, στρατιώτες, πολιτικοί και ναυτικοί.
Η Ιωνική Επανάσταση (499 π.Χ.)
Σταδιακά υποχώρησε η αναταραχή ανάμεσα στους Ίωνες και τούς άλλους Έλληνες των μικρασιατικών παραλίων, η οποία είχε προκληθεί από την εμφάνιση στην περιοχή ενός νέου επικυρίαρχου, των Περσών. Οι Έλληνες τής Μικράς Ασίας έκαναν ειρήνη με τούς νέους κυρίους τους και έμαθαν να ζουν υπό την περσική κυριαρχία ως περισσότερο ή λιγότερο πιστοί υπήκοοι τού μεγάλου βασιλέα. Ωστόσο κάποια σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, επειδή οι ελληνικές πόλεις φοβούνταν την περαιτέρω αύξηση τής περσικής δύναμης και είχαν κουραστεί από τις περσικές αυτοκρατορικές φιλοδοξίες, ενώ αφετέρου οι Πέρσες υποψιάζονταν πιθανή παρέμβαση στη Μικρά Ασία των Ελλήνων τής άλλης πλευράς τού Αιγαίου. Οι Έλληνες ένιωθαν όλο και περισσότερο παρεμποδιζόμενοι όταν οι Πέρσες επεκτάθηκαν στην Αίγυπτο (υπό τον Καμβύση Β’) και στον Εύξεινο Πόντο και στην περιοχή τής Προποντίδας (υπό τον Δαρείο Α’), αρχίζοντας να ευνοούν το φοινικικό εμπόριο. Η δυσαρέσκειά τους εντάθηκε από την αύξηση των φόρων, την πίεση για προσφορά στρατιωτικής υπηρεσίας, καθώς και από το συνολικό πολιτικό σύστημα, που φαινόταν στους Έλληνες τυραννικό. Στο τέλος, με πρώτη τη Μίλητο, οι Έλληνες προχώρησαν σε σοβαρή εξέγερση, που υποκινήθηκε το 499 π.Χ. από τον Αρισταγόρα, τον τύραννο τής Μιλήτου.
Προοίμιο και αφορμή αυτής τής εξέγερσης υπήρξε η αποτυχία περσικής επίθεσης εναντίον τής Νάξου από τον υποτελή των Περσών Αρισταγόρα και από περσικό στόλο με επικεφαλής έναν από τούς εξαδέλφους τού βασιλιά, τον ναύαρχο Μεγαβάτη. Ο Αρισταγόρας εγκατέλειψε το αξίωμά του, κάλεσε τούς Ίωνες να ανατρέψουν τούς υποστηριζόμενους από τούς Πέρσες τυράννους τους, ενώ κέρδισε και κάποια στρατιωτική υποστήριξη μικρών σωμάτων από την Αθήνα και την Ερέτρια. Έτσι πραγματοποιήθηκε η λεγόμενη Ιωνική Επανάσταση, η οποία περιγράφεται με μεγάλη λεπτομέρεια από τον Ηρόδοτο (5.23-6.42), που παρέχει τη μόνη διασωζόμενη και συνεκτική περιγραφή αυτών των γεγονότων.
Λόγω τής άρνησης τής Σπάρτης, τού Άργους, καθώς και άλλων πόλεων να προσφέρουν την αναμενόμενη βοήθεια, η μόνη στρατιωτική επιτυχία των επαναστατών υπήρξε η κατάληψη και καταστροφή τής κάτω πόλης των Σάρδεων το 498 π.Χ.:
Με αυτή τη δύναμη οι Ίωνες ήλθαν στη συνέχεια στην Έφεσο και αφήνοντας τα πλοία τους στην Κορησό τής χώρας τής Εφέσου, ανέβηκαν με μεγάλο σώμα, παίρνοντας Εφέσιους ως οδηγούς στην πορεία τους. Βαδίζοντας λοιπόν κατά μήκος τού ποταμού Καΰστρου και περνώντας στη συνέχεια το όρος Τμώλος έφτασαν στις Σάρδεις και κατέλαβαν, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση, τα πάντα εκτός από την ακρόπολη. Την ακρόπολη έσωσε από την κατάληψη ο ίδιος ο Αρταφέρνης, έχοντας σημαντική δύναμη ανδρών.4
Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε κι άλλες πόλεις τού Ελλησπόντου και τής Καρίας να ενωθούν μαζί τους. Συνολικά οι ενέργειές τους δεν ήσαν συστηματικές και συντονισμένες, αν και ο Ηρόδοτος (5.109.3) αναφέρεται μία φορά σε «Κοινόν» (συμμαχία ή κοινό συμβούλιο) των Ιώνων:
Σε αυτά οι Ίωνες απάντησαν: «Μας έστειλε το Κοινόν των Ιώνων για να φυλάξουμε τη θάλασσα και όχι για να παραδώσουμε τα πλοία μας στους Κύπριους, καθώς και για να πολεμήσουμε οι ίδιοι τούς Πέρσες στη στεριά. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να ανταποκριθούμε στα καθήκοντα που μάς ανατέθηκαν».5
Χάρτης 3.1: Εξέλιξη της πρόσχωσης της περιοχής Μιλήτου από τον ποταμό Μαίανδρο.
Πηγή: Eric Gaba από Wikimedia Commons
Οι ελληνικές πόλεις τής Κύπρου επαναστάτησαν επίσης την ίδια εποχή υπό τον Ονήσιλο τής Σαλαμίνας, αλλά είχαν ήδη ανακαταληφθεί το 497 π.Χ. από τούς Πέρσες, με τη βοήθεια των φοινικικών πόλεων που είχαν ιδρυθεί στο νησί. Έτσι οι ελληνικές πόλεις τής Κύπρου δεν υπήρξαν σημαντικές για την ιωνική αντίσταση. Όταν άρχισε η περσική αντεπίθεση με επικεφαλής τούς τρεις γαμπρούς τού Δαρείου, τον Δαυρίση, τον Υμαίη και τον Οτάνη, καθώς και με τον αδελφό τού Δαρείου και σατράπη τής Λυδίας Αρταφέρνη, η προέλαση δεν μπορούσε να αναχαιτιστεί από τα διασπασμένα ιωνικά στρατεύματα, παρά τις κάποιες επιτυχίες. Τελικά οι Πέρσες ένωσαν όλες τις ένοπλες δυνάμεις τους στη στεριά και τη θάλασσα και ετοίμασαν την επίθεση εναντίον τής Μιλήτου. Το φθινόπωρο τού 494 π.Χ., όταν αριθμός Ελλήνων επαναστατών είχαν ήδη εγκαταλείψει τον αγώνα και ύστερα από την ήττα τού ιωνικού στόλου στο νησί τής Λάδης, που βρισκόταν στα ανοιχτά τής Μιλήτου, στον κόλπο (βλέπε Χάρτη 3.1),6 η πόλη πολιορκήθηκε:
Ύστερα οι Πέρσες, έχοντας νικήσει τούς Ίωνες στη ναυμαχία, πολιόρκησαν τη Μίλητο από στεριά και θάλασσα, υπονομεύοντας τα τείχη και φέρνοντας εναντίον της κάθε είδους μηχανές. Και την κατέλαβαν όλη κατά το έκτο έτος από την εξέγερση τού Αρισταγόρα και υποδούλωσαν τούς ανθρώπους, έτσι ώστε να επαληθευτεί η καταστροφή την οποία είχε προβλέψει ο χρησμός για τη Μίλητο.7
Γιατί όταν οι Αργείοι ρώτησαν στους Δελφούς για την ασφάλεια τής πόλης τους, τούς δόθηκε χρησμός που ίσχυε και για τις δύο πόλεις, δηλαδή μέρος του είχε σχέση με τούς ίδιους τούς Αργείους, ενώ η προσθήκη στη συνέχεια αναφερόταν στους Μιλήσιους. Το τμήμα του που είχε σχέση με τούς Αργείους θα το αναφέρω όταν φτάσω στο αντίστοιχο σημείο τής ιστορίας, αλλά εκείνο που έλεγε ο χρησμός για τούς Μιλήσιους, που δεν ήσαν παρόντες εκεί, ήταν το εξής: 8
“Και τότε λοιπόν, Μίλητε, που επινόησες κακές πράξεις,
θα γίνεις για πολλούς λαμπρό δώρο και συμπόσιο.
Τότε οι γυναίκες σου θα υποχρεωθούν
να πλένουν τα πόδια εκείνων με τα μακριά μαλλιά
και τότε στα Δίδυμα το ιερό μου θα το φροντίζουν άλλοι».9
Την εποχή λοιπόν για την οποία μιλώ, αυτά τα πράγματα συνέβησαν στους Μιλήσιους, αφού οι περισσότεροι από τούς άνδρες σκοτώθηκαν από τούς Πέρσες που έχουν μακριά μαλλιά και οι γυναίκες και τα παιδιά υποδουλώθηκαν. Και ο ναός στα Δίδυμα,10 με το ιερό κτίριο και το μαντείο, λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν. Για τα πράγματα που υπήρχαν μέσα σε αυτόν τον ναό έχω αναφερθεί συχνά σε άλλα τμήματα τής ιστορίας.11
Όσοι κάτοικοι τής Μιλήτου δεν θανατώθηκαν, εκτοπίστηκαν ή υποδουλώθηκαν:
Ύστερα από αυτό οι Μιλήσιοι που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στα Σούσα. Ο βασιλιάς Δαρείος δεν τούς έκανε άλλο κακό, αλλά τούς εγκατέστησε στη θάλασσα που ονομάζεται Ερυθρά,12 στην πόλη Άμπη, περνώντας από την οποία ο ποταμός Τίγρης χύνεται στη θάλασσα. Από τη χώρα τής Μιλήτου οι Πέρσες κράτησαν την πόλη με τα περίχωρά της και την πεδιάδα, αλλά τα υψώματα τα ανέθεσαν για κατοχή στους Κάρες των Πηδάσων.13 14
Έτσι οι Πέρσες πήραν την εκδίκησή τους για την καταστροφή των Σάρδεων και στη συνέχεια η περσική κυριαρχία πάνω σε ολόκληρη την περιοχή τού Αιγαίου και των παράκτιων νησιών επιβλήθηκε και πάλι με ανελέητο τρόπο:
Αυτά λοιπόν συνέβησαν με τον Ιστιαίο. Στο μεταξύ ο περσικός στόλος, αφού διαχείμασε κοντά στη Μίλητο, όταν ξαναμπήκε στη θάλασσα το επόμενο έτος κατέκτησε χωρίς δυσκολία τα νησιά που βρίσκονται κοντά στην ηπειρωτική χώρα, δηλαδή τη Χίο, τη Λέσβο και την Τένεδο. Και όποτε καταλάμβαναν ένα από τα νησιά, οι βάρβαροι, καθώς το κατακτούσαν, συλλάμβαναν τούς κατοίκους. Το έκαναν με τον ακόλουθο τρόπο: Εκτείνονταν από τη θάλασσα στα βόρεια προς τη θάλασσα στα νότια, κρατώντας κάθε άνδρας το χέρι τού επόμενου και περνούσαν μέσα από ολόκληρο το νησί κυνηγώντας τούς ανθρώπους. Κατέλαβαν επίσης τις ιωνικές πόλεις στην ηπειρωτική χώρα με τον ίδιο τρόπο, χωρίς όμως να συλλάβουν τούς κατοίκους, γιατί δεν ήταν δυνατό.15
Ο απόηχος τής καταστροφής τής Μιλήτου υπήρξε πολύ μεγάλος στην Αθήνα, κάτοικοι τής οποίας είχαν στο παρελθόν αποικίσει την πόλη, η οποία την εποχή τής καταστροφής της από τούς Πέρσες ήταν η πιο δυνατή και διάσημη απ’ όλες τις πόλεις των μικρασιατικών παραλίων. Ο Ηρόδοτος γράφει:
Όταν οι Μιλήσιοι υπέστησαν αυτά τα δεινά από τούς Πέρσες, οι άνδρες τής Σύβαρης, που κατοικούσαν στη Λάο και τη Σκίδρο έχοντας στερηθεί τη δική τους πόλη, δεν φέρθηκαν όπως είχαν φερθεί οι Μιλήσιοι.16
Γιατί όταν η Σύβαρις αλώθηκε από τούς άνδρες τού Κρότωνα, όλοι οι Μιλήσιοι από τούς έφηβους και πάνω ξύρισαν τα κεφάλια τους και ξεκίνησαν μεγάλο πένθος, επειδή αυτές οι πόλεις ήσαν δεμένες μεταξύ τους με δεσμούς φιλίας, περισσότερο απ’ όσες άλλες γνωρίζουμε. Οι Αθηναίοι όμως δεν φέρθηκαν σαν τούς Συβαρίτες.17
Γιατί οι Αθηναίοι κατέστησαν σαφές ότι θρηνούσαν για την άλωση τής Μιλήτου με πολλούς τρόπους, ένας από τούς οποίους είναι αυτός που ακολουθεί. Όταν ο Φρύνιχος έγραψε τραγωδία που ονομαζόταν Μιλήτου Ἅλωσις και την ανέβασε, οι θεατές άρχισαν να κλαίνε και οι Αθηναίοι έβαλαν πρόστιμο στον συγγραφέα χίλιες δραχμές, με την αιτιολογία ότι τούς υπενθύμιζε δικές τους συμφορές. Διέταξαν επίσης να μην ξαναπαρουσιάσει κανένας στο μέλλον αυτό το θεατρικό έργο.18
Όμως η καταστροφή των ελληνικών πόλεων στη Μικρά Ασία από τούς Πέρσες μετά την Ιωνική Επανάσταση και η μείωση τού πληθυσμού τους δεν υπήρξε γενικευμένη, αφού ήδη το 480 π.Χ. οι Ίωνες διέθεσαν ναυτικά στρατιωτικά σώματα για την εκστρατεία τού Ξέρξη και το λιμάνι τής Φώκαιας χρησιμοποιήθηκε ως σημείο συγκέντρωσης τού στόλου. Ύστερα από αυτά τα γεγονότα οι αντι-περσικές παρατάξεις κέρδισαν περισσότερη δύναμη στην Αθήνα και οι φιλο-Πέρσες ευγενείς εξορίστηκαν από την Αθήνα και τη Σπάρτη. Από την πρώτη στιγμή η απαίτηση για ισονομία, για «ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων», όπως διακηρύχθηκε από τον Αρισταγόρα, υπήρξε από τα καθοριστικά σημεία:
Έτσι παύτηκαν οι τύραννοι στις διάφορες πόλεις και ο Μιλήσιος Αρισταγόρας, μετά την κατάργηση των τυράννων, έδωσε εντολή σε κάθε πόλη να ορίσει τούς δικούς της διοικητές…19
Η Ιωνική Επανάσταση πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί ως σημαντικό στάδιο στη σύγκρουση μεταξύ περσικού δεσποτισμού και ελληνικής δημοκρατίας και ελευθερίας. Ωστόσο έχει παρατηρηθεί ότι οι Έλληνες δεν αξιοποίησαν την πολύ πιο ευνοϊκή ευκαιρία των εσωτερικών προβλημάτων των Περσών την εποχή τής ανόδου τού Δαρείου A’ στον θρόνο, όταν τόσες άλλες περιοχές τής αυτοκρατορίας απέκτησαν την αυτονομία τους. Ίσως αυτό οφειλόταν εν μέρει στην περιορισμένη κατανόηση από τούς Έλληνες τής φύσης τής περσικής αυτοκρατορικής εξουσίας.
Οι Περσικοί Πόλεμοι (490-480/79 π.Χ.)
Η Ιωνική Επανάσταση δεν ήταν παρά το προοίμιο μιας πολύ μεγαλύτερης σύγκρουσης μεταξύ Ελλήνων και Περσών ή μεταξύ Ελλήνων και «βαρβάρων», όπως γράφει ο πρόλογος των Ιστοριών τού Ηροδότου:
Αυτή είναι η απόδειξη ιστορίας τού Ηροδότου από την Αλικαρνασσό, έτσι ώστε να μην ξεχαστούν με το πέρασμα τού χρόνου οι πράξεις των ανθρώπων, ούτε να χάσουν τη φήμη τους τα μεγάλα και θαυμαστά έργα, άλλα των Ελλήνων και άλλα των βαρβάρων, καθώς και οι αιτίες για τις οποίες πολέμησαν μεταξύ τους.20
Δική του είναι η μόνη λεπτομερής περιγραφή αυτών των συγκρούσεων. Οι «Περσικοί Πόλεμοι» χρησιμοποιούνται ως ονομασία για τα γεγονότα που συνέβησαν από το 490 μέχρι το 480/79 π.Χ., όταν τα περσικά στρατεύματα και ο στόλος που εισέβαλαν στην Ελλάδα νικήθηκαν από τούς Έλληνες στον Μαραθώνα, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ήδη κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Δαρείου Α’ οι Πέρσες κοίταζαν πέρα από τα δυτικά σύνορα τής αυτοκρατορίας τους. Απώτερη λοιπόν αιτία των Περσικών Πολέμων ήταν η διάθεση των Περσών για επέκταση προς τα δυτικά, σε συνδυασμό με τη σκυθική εκστρατεία τού Δαρείου, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία περσικού προγεφυρώματος στην Ευρώπη μεταξύ βόρειου Αιγαίου και κάτω ρου τού ποταμού Δούναβη.
Ο Ηρόδοτος λέει ότι ο βασιλιάς έστειλε τον γιατρό του, τον Δημοκήδη, να κατοπτεύσει για αγκυροβόλια και συνθήκες ναυσιπλοΐας κατά μήκος τής ελληνικής ακτής:
Γιατί μόλις ξημέρωσε, κάλεσε δεκαπέντε Πέρσες, άνδρες με φήμη, και τούς πρόσταξε να περάσουν μαζί με τον Δημοκήδη από τις ακτές τής Ελλάδας και να φροντίσουν να μην αφήσουν να τούς ξεφύγει ο Δημοκήδης, αλλά να τον φέρουν πίσω οπωσδήποτε….21
Ο Ηρόδοτος μάς λέει επίσης ότι
ύστερα από αυτά ο βασιλιάς Δαρείος κατέκτησε τη Σάμο πρώτη απ’ όλες τις ελληνικές και βαρβαρικές πόλεις…22
Όμως, ίσως μόνο μέσα από τα γεγονότα τής Ιωνικής Επανάστασης, όταν η Αθήνα και η Ερέτρια είχαν υποστηρίξει τούς Ίωνες επαναστάτες, οι Πέρσες κατανόησαν τη στενή σχέση μεταξύ των Ελλήνων τής δυτικής Μικράς Ασίας και των συγγενών τους στην άλλη πλευρά τού Αιγαίου, καθώς και τις σοβαρές επιπτώσεις αυτής τής κατάστασης για τούς ίδιους. Ύστερα από αυτές τις εμπειρίες ο Δαρείος είχε ενδεχομένως σκεφτεί ότι οι ελληνικές πόλεις τής Ιωνίας θα διατηρούσαν την ειρήνη μόνο αν οι συγγενείς τους πέρα από το Αιγαίο πέλαγος εξαλείφονταν ως πιθανοί συμπαθούντες και ενεργοί υποστηρικτές.
Η πρώτη επίθεση σε ευρωπαϊκό έδαφος είχε λοιπόν ως στόχο τη Θράκη και τούς Σκύθες στη δυτική και βόρεια ακτή τού Ευξείνου Πόντου. Το 492 π.Χ. ο Μαρδόνιος, γαμπρός τού Δαρείου, διέσχισε τον Ελλήσποντο και ανέλαβε εκστρατεία με μεγάλο στρατό και μεγάλο αριθμό πλοίων, αλλά η εκστρατεία υπήρξε σχεδόν απόλυτη αποτυχία:
…αλλά όταν υπέταξε αυτούς, οδήγησε τον στρατό του πίσω, επειδή ο χερσαίος στρατός του είχε υποστεί μεγάλες απώλειες πολεμώντας τη θρακική φυλή των Βρυγών, όπως και ο στόλος του γύρω από τη χερσόνησο τού Άθωνα. Έτσι αυτή η εκστρατεία αναχώρησε επιστρέφοντας στην Ασία, έχοντας πολεμήσει με ντροπιαστικό αποτέλεσμα.23
Το μόνο που κατάφεραν οι Πέρσες ήταν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στη Θράκη και τη Μακεδονία, στην ακτή τού Βόρειου Αιγαίου, ενώ πραγματικός προορισμός τους ήταν η Αθήνα και η Ερέτρια. Ο Ηρόδοτος είναι κατηγορηματικός:
Όταν τα έκανε αυτά, έσπευσε στον Ελλήσποντο. Και μόλις μαζεύτηκε μεγάλος αριθμός πλοίων καθώς και μεγάλος στρατός ξηράς, περνώντας τον Ελλήσποντο με αυτά τα πλοία άρχισαν να πορεύονται στην Ευρώπη και κατευθύνονταν εναντίον τής Ερέτριας και τής Αθήνας.24
Στο μεταξύ η Αθήνα υιοθετούσε τώρα αντι-περσική γραμμή, την οποία ευνοούσαν ο Θεμιστοκλής και ο Μιλτιάδης, ενώ πριν οι Πεισιστρατίδες και το 507 π.Χ. ο Κλεισθένης25 επίσης είχαν ακολουθήσει φιλο-περσική πολιτική και οι Αθηναίοι κατά το ίδιο έτος είχαν πάρει βοήθεια από την Περσία εναντίον τής Σπάρτης και των συμμάχων της, με την προϋπόθεση ότι θα υποτάσσονταν στον Δαρείο. Στο παρακάτω απόσπασμα τού Ηροδότου οι Πέρσες τής Δύσης, των Σάρδεων τής Μικράς Ασίας, μάθαιναν για πρώτη φορά το 507 π.Χ. την ύπαρξη λαού που ονομαζόταν Αθηναίοι. Έτσι,
όταν οι απεσταλμένοι έφτασαν στις Σάρδεις και είπαν αυτά που είχαν εντολή να πουν, ο Αρταφέρνης, ο γιος τού Υστάσπη, ο διοικητής των Σάρδεων, ρώτησε ποιοι ήσαν οι άνδρες αυτοί που ζητούσαν να είναι σύμμαχοι των Περσών και σε ποιο σημείο τής γης κατοικούσαν. Και αφού τον ενημέρωσαν οι απεσταλμένοι, συνόψισε την απάντησή του ως εξής: αν οι Αθηναίοι ήσαν πρόθυμοι να δώσουν γη και ύδωρ στον Δαρείο, ήταν πρόθυμος να συμμαχήσει μαζί τους, αλλά αν όχι, τούς διέτασσε να εξαφανιστούν αμέσως. Και οι απεσταλμένοι, παίρνοντας πάνω τους το ζήτημα, δήλωσαν ότι ήσαν πρόθυμοι να προσφέρουν γη και ύδωρ, γιατί ήθελαν να συνάψουν τη συμμαχία. Αυτοί, όταν επέστρεψαν στην πατρίδα τους, επικρίθηκαν πολύ.26
Έτσι το 491 π.Χ. ο Δαρείος
έστειλε αγγελιοφόρους παντού στην Ελλάδα, απαιτώντας «γη και ύδωρ», τα σύμβολα τής υποταγής στον βασιλιά. Αυτούς τούς έστειλε στην Ελλάδα, ενώ στις παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις τής επικράτειάς του έστειλε άλλους αγγελιοφόρους, με εντολή να κατασκευάσουν πολεμικά πλοία και πλοία μεταφοράς για τα άλογά του.27
Επομένως οι Έλληνες ήσαν σε θέση να προβλέψουν την επικείμενη εισβολή. Η πρώτη άμεση εκστρατεία εναντίον τής Ελλάδας πραγματοποιήθηκε τον επόμενο χρόνο (490 π.Χ.) υπό τη διοίκηση τού Δάτι (δηλαδή τού Μήδου ο οποίος κατά τη διάρκεια τής Ιωνικής Επανάστασης βρισκόταν ήδη σε περιοδεία επιθεώρησης τής Μικράς Ασίας) και τού Αρταφέρνη, τού ανηψιού τού βασιλιά, γιου τού προαναφερθέντα Αρταφέρνη. Φαίνεται πιο πιθανό ότι οι ίδιοι οι Πέρσες θεωρούσαν αυτή την εκστρατεία ως πειθαρχική πράξη που είχε σκοπό την προστασία τής θαλάσσιας κυριαρχίας τους. Τα περσικά στρατεύματα περιλάμβαναν και Έλληνες από τις πόλεις τής Μικράς Ασίας:
Ο Δάτις, αφού έκανε αυτά, απέπλευσε με τον στρατό του, πρώτα εναντίον τής Ερέτριας, παίρνοντας μαζί του Ίωνες και Αιολείς…28
Οι Πέρσες διέσχισαν το Αιγαίο και προχώρησαν με αργούς ρυθμούς. Υποχρέωσαν σε εκ νέου υποταγή τη Νάξο και άλλα νησιά και στη συνέχεια στράφηκαν προς την Κάρυστο στο νότιο άκρο τής Εύβοιας και κατέλαβαν την Ερέτρια με προδοσία:
Στο μεταξύ οι Ερετριείς, έχοντας μάθει ότι η περσική στρατιά έπλεε στη θάλασσα για να τούς επιτεθεί, ζήτησαν από τούς Αθηναίους να τούς βοηθήσουν. Και οι Αθηναίοι δεν αρνήθηκαν να τούς βοηθήσουν, αλλά τούς έδωσαν ως επικουρία εκείνους τούς τέσσερις χιλιάδες, στους οποίους είχε παραχωρηθεί η γη των πλουσίων Χαλκιδέων. Οι Ερετριείς όμως δεν είχαν ξεκάθαρο σχέδιο δράσης, γιατί ενώ ζητούσαν βοήθεια από τούς Αθηναίους, είχαν στο μυαλό τους δύο διαφορετικές γνώμες: μερικοί από αυτούς σκέφτονταν να εγκαταλείψουν την πόλη και να καταφύγουν στα υψώματα τής Εύβοιας, ενώ άλλοι, προσδοκώντας να εξασφαλίσουν κέρδη για τον εαυτό τους από τούς Πέρσες, ήσαν έτοιμοι να παραδώσουν την πόλη.29
Στο τέλος οι Πέρσες και ο πιστός τους οπαδός Ιππίας, ο εξόριστος Αθηναίος τύραννος, αποβιβάστηκαν κατά τις πρώτες ημέρες τού Σεπτεμβρίου 490 π.Χ. στον Μαραθώνα τής Αττικής:
Αυτοί λοιπόν περίμεναν την πανσέληνο και στο μεταξύ ο Ιππίας, ο γιος τού Πεισίστρατου, οδηγούσε τούς βαρβάρους στον Μαραθώνα…30
Η θέση ήταν θεωρητικά κατάλληλη για μάχη τού ιππικού των Περσών. Τα αθηναϊκά στρατιωτικά σώματα, εννέα χιλιάδες οπλίτες, ενισχυμένοι με χίλιους περίπου Πλαταιείς, καθώς και με τούς ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες τους, έσπευσαν εναντίον τους. Χάρη στην πολεμική τακτική που χρησιμοποίησε ο Μιλτιάδης, κατάφεραν να απωθήσουν τούς αριθμητικά πολύ ανώτερους Πέρσες (ίσως περίπου 90.000 άνδρες και 1.200 άλογα) και να τούς οδηγήσουν πίσω στα πλοία:
…και οι βάρβαροι ήρθαν και απλώθηκαν με τα πλοία τους στα ανοιχτά τού Φαλήρου, γιατί αυτό ήταν τότε το λιμάνι τής Αθήνας, αγκυροβόλησαν λοιπόν τα πλοία τους στα ανοιχτά αυτού τού μέρους και στη συνέχεια έπλευσαν πίσω στη Μικρά Ασία.31
Οι Αθηναίοι είχαν νικήσει ακόμη και πριν φτάσει η σπαρτιατική δύναμη επικουρίας, που είχε καθυστερήσει υπακούοντας σε θρησκευτικό νόμο:
…Αυτός λοιπόν είπε εκείνα που τού είχαν αναθέσει, ότι ήσαν πρόθυμοι να έρθουν και να βοηθήσουν τούς Αθηναίους, αλλά ήταν αδύνατο να το κάνουν αμέσως, γιατί δεν ήθελαν να παραβιάσουν το έθιμό τους. Ήταν η ένατη μέρα τού μήνα και την ένατη μέρα, έλεγαν, δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν, πριν συμπληρωθεί ο κύκλος τής σελήνης.32
Έχοντας υποστεί σημαντικές απώλειες (6.400 άνδρες) και μη βλέποντας πιθανότητα επιτυχίας, οι Πέρσες έπλευσαν πίσω στη Μικρά Ασία. Μετά την αποτυχία τής πρώτης αυτής εκστρατείας στην Ελλάδα, ήταν απλώς θέμα χρόνου μια δεύτερη προσπάθεια και μάλιστα ο Δαρείος ετοίμαζε πολύ μεγαλύτερο στρατό γι’ αυτόν τον πόλεμο:
Όταν έφτασαν στον Δαρείο, τον γιο τού Υστάσπη, τα νέα τής μάχης τού Μαραθώνα, ο βασιλιάς, ο οποίος ακόμη και πριν από αυτό ήταν πολύ εξοργισμένος με τούς Αθηναίους λόγω τής εισβολής στις Σάρδεις, αγανάκτησε περισσότερο και ήθελε πολύ να εκστρατεύσει εναντίον τής Ελλάδας.33
Η δεύτερη αυτή εκστρατεία επρόκειτο να είναι σοβαρή προσπάθεια μετακίνησης δυτικότερα από το Αιγαίο των δυτικών συνόρων τής αυτοκρατορίας και μετατροπής τής Ελλάδας σε νέα περσική σατραπεία ή τουλάχιστον σε υποτελές κράτος εξαρτώμενο από τον Πέρση βασιλιά. Αλλά οι Έλληνες δεν παρέμειναν αδρανείς. Η Σπάρτη κατάφερε επιτέλους να ξεπεράσει τα εσωτερικά της προβλήματα μετά τον πρόσφατο πόλεμο με τη Μεσσηνία και η Αθήνα ενεργοποιήθηκε επίσης δραστήρια σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Όσοι θεωρήθηκαν ευνοϊκά διακείμενοι προς τούς Πέρσες κατηγορήθηκαν για «μηδισμό», δηλαδή για φιλική στάση προς τού Μήδους (Πέρσες) και εξοστρακίστηκαν με τον ίδιο τρόπο, όπως είχαν εξοστρακιστεί οι υποστηρικτές τής (προηγούμενης) τυραννίας. Ακριβώς τότε επιτράπηκε στον Θεμιστοκλή να δημιουργήσει ισχυρό ναυτικό και ως εκ τούτου να θέσει τα θεμέλια για την καθιέρωση τής Αθήνας ως ηγετικής ναυτικής δύναμης στην Ελλάδα. Και κάπως καθυστερημένα, το 481 π.Χ., σφυρηλατήθηκε ένα είδος στρατιωτικής ένωσης τής πλειοψηφίας των ελληνικών πόλεων υπό την ηγεσία τής Σπάρτης για τον επικείμενο κοινό αγώνα εναντίον των Περσών. Υπήρξαν φυσικά και τότε εξαιρέσεις:
…και ανάμεσα σε εκείνους που πρόσφεραν [στους Πέρσες] αυτά που ζητήθηκαν ήσαν οι Θεσσαλοί, Δόλοπες, Αινιάνες, Περραιβοί, Λοκροί, Μαγνήσιοι, Μάλιοι, Φθιώτες, Αχαιοί και Θηβαίοι, καθώς και οι άλλοι Βοιωτοί εκτός από τούς Θεσπιείς και τούς Πλαταιείς. Εναντίον αυτών οι Έλληνες, που ανέλαβαν πόλεμο κατά τού βαρβάρου, έδωσαν όρκο. Και ο όρκος ήταν αυτός: όσοι Έλληνες είχαν δώσει τον εαυτό τους στους Πέρσες χωρίς να εξαναγκαστούν, αυτοί, αν τα πράγματα πήγαιναν καλά, θα πλήρωναν ως τιμωρία φόρο δεκάτης στον θεό των Δελφών.34
Οι στρατιωτικές προετοιμασίες και ο επανεξοπλισμός από την περσική πλευρά καθυστέρησαν για μερικά χρόνια λόγω τού θανάτου τού Δαρείου Α’ τον Νοέμβριο τού 486 π.Χ. και των εξεγέρσεων που ακολούθησαν στην Αίγυπτο και στη Βαβυλωνία. Συστηματικά μέτρα πάρθηκαν μόνο μετά το 483 π.Χ. από τον γιο και διάδοχο τού Δαρείου, τον Ξέρξη Α’ (519-465 π.Χ.). Περιλάμβαναν την κατασκευή πολύπλοκου συστήματος γεφυρών πάνω από τον Ελλήσποντο και την κατασκευή διώρυγας 2.200 μέτρων στη Χαλκιδική, προκειμένου να αποφευχθεί η επανάληψη τής πανωλεθρίας τού Μαρδόνιου το 492 π.Χ. Ο Ηρόδοτος γράφει:
Κατά τη γνώμη μου, όταν σκέφτομαι αυτό το έργο, πιστεύω ότι ο Ξέρξης διέταξε να σκαφτεί παρακινούμενος από αγάπη για μεγαλείο και από επιθυμία να κάνει επίδειξη τής δύναμής του και να αφήσει μνημείο πίσω του. Γιατί ενώ μπορούσαν να τραβήξουν τα πλοία πάνω από τον ισθμό χωρίς ιδιαίτερο κόπο, τούς διέταξε να σκάψουν κανάλι για να μπει το θαλασσινό νερό, με τέτοιο πλάτος, ώστε να μπορούν να πλέουν μέσα του δύο τριήρεις η μία δίπλα στην άλλη.35
Τα μέτρα που πάρθηκαν για την αποθήκευση προμηθειών για τούς στρατιώτες και τα ζώα τονίζονται επίσης από τον Ηρόδοτο:
Έτσι λοιπόν έκανε ο Ξέρξης αυτά τα πράγματα, ενώ ζήτησε επίσης να φτιαχτούν από πάπυρο και λευκό λινάρι σχοινιά για τις γέφυρες, αναθέτοντας τη δουλειά στους Φοίνικες και τούς Αιγύπτιους. Έκανε και προετοιμασίες για την αποθήκευση προμηθειών, ώστε ούτε ο στρατός, ούτε τα ζώα αποσκευών να μην υποφέρουν από ελλείψεις κατά την πορεία τους εναντίον τής Ελλάδας.36
Ο ίδιος ο μεγάλος βασιλέας ήταν επικεφαλής τεράστιου στρατού, που προέλαυνε από τα βόρεια. Τα στοιχεία που δίνονται από τούς αρχαίους συγγραφείς, όπως για παράδειγμα από τον Ηρόδοτο, είναι υπερβολικά:
Αν λοιπόν αυτές οι μυριάδες προστεθούν σε εκείνες από την Ασία, κάνουν συνολικό αριθμό διακοσίων εξηντατεσσάρων μυριάδων πολεμιστών [2.640.000] και εκτός από αυτούς άλλες εκατόν εξηνταμία μυριάδες [1.610.000].37
Παρουσιάζει όμως ενδιαφέρον η πολυφυλετική σύνθεση τού στρατού και τού στόλου τού Πέρση αυτοκράτορα, την οποία ο Ηρόδοτος περιγράφει αναλυτικά. Στον στρατό υπήρχαν Πέρσες, Μήδοι, Κίσσιοι, Υρκάνιοι, Ασσύριοι, Χαλδαίοι, Βάκτριοι, Σκύθες, Ινδοί, Άριοι, Πάρθοι, Χοράσμιοι, Σόγδοι, Γανδάριοι και Δαδίκαι, Κάσπιοι, Σαρράγγαι, Πάκτυες, Ούτιοι, Μύκοι και Παρικάνιοι, Άραβες, Αιθίοπες, Αφρικανοί, Παφλαγόνες, Λίγυες, Ματιηνοί, Μαριανδυνοί και Καππαδόκες, Φρύγες, Αρμένιοι, Λυδοί, Μυσοί, Θράκες, Λασόνιοι, Μιλύαι, Μόσχοι, Τιβαρηνοί, Μάκρωνες και Μοσσύνοικοι, Μάρες, Κόλχοι, Αλαρόδιοι και Σάσπειρες, καθώς και στρατιώτες από τις νησιωτικές φυλές τού Ινδικού ωκεανού (Ηρόδ. 7.61-80). Στο στράτευμα τού Ξέρξη ο Ηρόδοτος περιγράφει ουσιαστικά όλες τις φυλές τής Περσικής αυτοκρατορίας. Ακόμη κι αν είναι υπερβολή, έχει ενδιαφέρον για εμάς εδώ, γιατί πολλές από αυτές τις φυλές θα τις συναντήσουμε στο βιβλίο κατά τη διαδρομή τής επιστροφής των Μυρίων στην πατρίδα. Ας κρατήσουμε λοιπόν στο μυαλό μας τις λιγότερο γνωστές από αυτές τις φυλές, που κατοικούσαν στα ορεινά, πάνω από τις ελληνικές πόλεις τἠς ακτής τού Πόντου: Μαριανδυνοί, Μόσχοι, Τιβαρηνοί, Μάκρωνες, Μοσσύνοικοι, Κόλχοι.
Ο Ηρόδοτος (7.89-95) περιγράφει επίσης τη σύνθεση τού στόλου τού Ξέρξη. Τον αποτελούσαν 1.207 πλοία, από τα οποία 300 ήσαν φοινικικά και συριακά, 200 αιγυπτιακά, 150 κυπριακά, 100 από την Κιλικία, 30 από την Παμφυλία, 50 από τη Λυκία, 30 από τούς Δωριείς τής Ασίας, 70 από την Καρία, 100 από τούς Ίωνες, 17 από τα ελληνικά νησιά τού Αιγαίου, 60 από τούς Αιολείς και 100 από τούς Έλληνες τού Ελλησπόντου και τού Ευξείνου Πόντου, πλην εκείνων τής Αβύδου, στους οποίους είχε ανατεθεί η φρούρηση των γεφυρών τού Ελλησπόντου. Με άλλα λόγια τον στόλο των Περσών αποτελούσαν τα πλοία των υποτελών τους στη Μεσόγειο, το Αιγαίο, τον Ελλήσποντο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, πολλά από τα οποία ανήκαν στις παραθαλάσσιες μικρασιατικές ελληνικές πόλεις και στα γειτονικά τους ελληνικά νησιά.
Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και στην εκστρατεία τού Δαρείου Α’ στη Σκυθία (514-513 π.Χ.), όπου μάλιστα η ενδοτικότητα των Ελλήνων ηγετών τού στόλου τού Δαρείου είχε σχολιαστεί περιπαικτικά από τούς Σκύθες. Γιατί ο Δαρείος, όταν πέρασε τον στρατό του από τη νότια στη βόρεια όχθη τού Δούναβη πάνω σε γέφυρα φτιαγμένη από τα πλοία τού ιωνικού του στόλου,
…αφού έφτιαξε εξήντα κόμπους σε λουρί, κάλεσε σε συνομιλία τούς τυράννους των Ιώνων και τούς είπε τα εξής: «Άνδρες Ίωνες, να ξέρετε ότι άλλαξα την προηγούμενη γνώμη που σάς ανακοίνωσα για τη γέφυρα. Κρατήστε λοιπόν αυτό το λουρί και θα κάνετε τα εξής: μόλις με δείτε να εκστρατεύω τάχιστα εναντίον των Σκυθών, αρχίζοντας από εκείνη τη μέρα θα λύνετε καθημερινά έναν κόμπο. Αν λυθούν όλοι οι κόμποι και δείτε ότι μέχρι τότε δεν έχω γυρίσει, να αποπλεύσετε για τις πατρίδες σας…»38
Μια μοίρα Σκυθών, φτάνοντας στον Δούναβη, έκανε λογική πρόταση στους Ίωνες:
«Ίωνες, ερχόμαστε φέρνοντας σε εσάς ελευθερία, αν θέλετε να μάς ακούσετε. Μάθαμε ότι ο Δαρείος σάς διέταξε να φρουρείτε τη γέφυρα αυτή μόνο για εξήντα ημέρες και ύστερα, αν δεν έχει επιστρέψει μέχρι τότε, να απαλλαγείτε και να επιστρέψετε στη χώρα σας. Αν κάνετε αυτά που σάς λέμε, δεν θα έχει εκείνος λόγο να σάς κατηγορήσει, αλλά ούτε κι εμείς. Μείνετε λοιπόν εδώ για τις ημέρες που σάς έχει ζητηθεί και ύστερα φύγετε».39
Τελικά όμως έγιναν τα εξής (Ηρόδ. 4.136-142):
Οι δύο στρατοί έχασαν ο ένας τον άλλο και οι Σκύθες έφτασαν στη γέφυρα πολύ πιο πριν από τούς Πέρσες. Όταν έμαθαν ότι οι Πέρσες δεν είχαν φτάσει ακόμη, είπαν στους Ίωνες που βρίσκονταν στα πλοία: «Ίωνες, ο αριθμός των ημερών σας πέρασε και δεν κάνετε σωστά που παραμένετε ακόμη εδώ. Αλλά επειδή μέχρι τώρα παραμείνατε από φόβο, λύστε τώρα τη διάβαση όσο πιο γρήγορα μπορείτε και φύγετε σώοι και ελεύθεροι, ευχαριστώντας τούς θεούς και τούς Σκύθες. Εκείνον που ήταν μέχρι τώρα δεσπότης σας, θα τον πείσουμε εμείς ότι δεν πρέπει ποτέ ξανά να εκστρατεύσει εναντίον οποιουδήποτε έθνους».40
Οι Ίωνες άρχισαν να συζητούν αυτή την πρόταση. Από τη μια πλευρά ο Αθηναίος Μιλτιάδης, που ήταν στρατηγός και τύραννος των κατοίκων τής Χερσονήσου τού Ελλησπόντου, είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να ακολουθήσουν τη συμβουλή των Σκυθών και να απελευθερώσουν την Ιωνία. Όμως ο Μιλήσιος Ιστιαίος είχε την αντίθετη άποψη, λέγοντας ότι τη δεδομένη στιγμή καθένας τους κυβερνούσε μια πόλη ως τύραννος μέσω τού Δαρείου. Αν καταστρεφόταν η δύναμη τού Δαρείου, ούτε αυτός ο ίδιος θα μπορούσε να κυβερνά τούς Μιλήσιους, ούτε κανένας άλλος θα μπορούσε να κυβερνά την πόλη του. Γιατί κάθε πόλη θα επέλεγε δημοκρατικό μάλλον παρά τυραννικό πολίτευμα. Όταν ο Ιστιαίος είπε αυτή τη γνώμη, τότε όλοι στράφηκαν υπέρ της, ενώ αρχικά υιοθετούσαν τη γνώμη τού Μιλτιάδη.41
Αυτοί που άλλαξαν άποψη και μίλησαν υπέρ τού βασιλιά ήσαν κατ’ αρχάς οι τύραννοι των Ελλησποντίων, δηλαδή ο Δάφνις τής Αβύδου, ο Ίπποκλος τής Λαμψάκου, ο Ηρόφαντος τού Παρίου, ο Μητρόδωρος τής Προκοννήσου, ο Αρισταγόρας τής Κυζίκου και ο Αρίστων τού Βυζαντίου. Αυτοί ήσαν από τον Ελλήσποντο. Από την Ιωνία ήσαν ο Στράττις τής Χίου, ο Αιάκης τής Σάμου, ο Λαοδάμας τής Φώκαιας και ο Ιστιαίος τής Μιλήτου, η γνώμη τού οποίου είχε προταθεί ως αντίθετη με εκείνη τού Μιλτιάδη. Από τούς Αιολείς ο μόνος αξιόλογος από τούς παρευρισκόμενους ήταν ο Αρισταγόρας τής Κύμης.42
Όταν λοιπόν υιοθέτησαν τη γνώμη τού Ιστιαίου, αποφάσισαν να προσθέσουν σε αυτήν τα εξής λόγια και έργα: να λύσουν εκείνο το τμήμα τής γέφυρας που βρισκόταν προς την πλευρά των Σκυθών, να το λύσουν επί μήκους ίσου με το βεληνεκές των βελών, ώστε αφενός να φαίνονται ότι κάνουν κάτι, αλλά και επειδή φοβούνταν μήπως οι Σκύθες χρησιμοποιήσουν τη γέφυρα με τη βία, θέλοντας να περάσουν στην απέναντι πλευρά τού Δούναβη. Λύνοντας το προς τη Σκυθία τμήμα τής γέφυρας, αποφάσισαν να πουν ότι έκαναν ακριβώς εκείνο που ζητούσαν οι Σκύθες. Tο πρόσθεσαν αυτό στη γνώμη που είχαν ψηφίσει και ο Ιστιαίος ανέλαβε για λογαριασμό όλων να υποκριθεί λέγοντας: «Σκύθες, μάς φέρατε καλά νέα και σε κατάλληλο χρόνο. Μάς δώσατε καλές συμβουλές κι εμείς από την πλευρά μας σάς παρέχουμε κατάλληλες υπηρεσίες. Όπως βλέπετε, διαλύουμε το πέρασμα και θα δείξουμε όλη την προθυμία μας, θέλοντας να είμαστε ελεύθεροι. Ενώ εμείς θα διαλύουμε τη γέφυρα, καλό θα είναι εσείς να αναζητήσετε εκείνους για τούς οποίους μιλάτε και όταν τούς βρείτε να πάρετε από αυτούς εκδίκηση για λογαριασμό δικό μας και δικό σας, με τον τρόπο που τούς αξίζει».43
Tότε οι Σκύθες, πιστεύοντας για δεύτερη φορά ότι οι Ίωνες έλεγαν την αλήθεια, γύρισαν πίσω να ψάξουν για τούς Πέρσες και έχασαν εντελώς την κατεύθυνση τής πορείας τους στην περιοχή. Υπεύθυνοι γι’ αυτό ήσαν οι ίδιοι, γιατί είχαν καταστρέψει σε αυτή την περιοχή τα λιβάδια των αλόγων και είχαν μπαζώσει με χώμα τις πηγές νερού. Αν δεν το είχαν κάνει, θα μπορούσαν εύκολα, αν το επιθυμούσαν, να βρουν τούς Πέρσες. Τώρα όμως είχαν αποτύχει εξαιτίας εκείνων ακριβώς των πραγμάτων, για τα οποία νόμιζαν ότι είχαν πάρει τα πιο κατάλληλα μέτρα. Οι Σκύθες λοιπόν περνούσαν από εκείνες τις περιοχές τής ίδιας τους τής χώρας, όπου υπήρχε χορτάρι για τα άλογα καθώς και πηγές νερού. Έψαχναν εκεί για τον εχθρό, νομίζοντας ότι κι αυτός για να διαφύγει θα ακολουθούσε πορεία μέσα από τέτοιου είδους χώρα. Οι Πέρσες όμως προχωρούσαν ακολουθώντας με προσοχή τα ίχνη που είχαν οι ίδιοι αφήσει κι έτσι βρήκαν το πέρασμα τού ποταμού, αν και με δυσκολία. Έφτασαν νύχτα και βρίσκοντας τη γέφυρα διαλυμένη, φοβήθηκαν πολύ ότι οι Ίωνες τούς είχαν εγκαταλείψει.44
Μαζί με τον Δαρείο ήταν κι ένας Αιγύπτιος, που είχε πιο δυνατή φωνή απ’ όλους τούς ανθρώπους. Ο Δαρείος διέταξε αυτόν τον άνδρα να σταθεί στο χείλος τού Δούναβη και να φωνάξει τον Μιλήσιο Ιστιαίο. Το έκανε και ο Ιστιαίος, ακούγοντας την πρώτη διαταγή, παρουσίασε όλα τα πλοία για να περάσουν τον στρατό απέναντι, ενώ ξαναέστηνε τη γέφυρα.45
Διέφυγαν λοιπόν οι Πέρσες, ενώ οι Σκύθες ψάχνοντας έχασαν τούς Πέρσες για δεύτερη φορά. Κρίνοντας τούς Ίωνες έλεγαν ότι αν θεωρούνταν ελεύθεροι άνθρωποι, ήσαν οι χειρότεροι και πιο άνανδροι απ’ όλους, αλλά, από την άλλη πλευρά, αν θεωρούνταν δούλοι, ήσαν οι πιο αφοσιωμένοι στους κυρίους τους και εκείνοι που είχαν τη μικρότερη επιθυμία να αποδράσουν. Αυτή τη μομφή απέδιδαν οι Σκύθες στους Ίωνες.46
Αυτά λοιπόν είχαν γίνει στη Σκυθία. Τώρα οι Έλληνες κατέλαβαν πρώτη αμυντική θέση στην κοιλάδα των Τεμπών μεταξύ των βουνών Ολύμπου και Όσσας, αλλά την εγκατέλειψαν όταν συνειδητοποίησαν ότι υπήρχε εναλλακτική παράκαμψη, βατή χωρίς δυσκολία. Έτσι βγήκαν από τη Θεσσαλία και κατέλαβαν νέα θέση στο πέρασμα των Θερμοπυλών, ενώ ο ελληνικός στόλος συγκεντρώθηκε στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο, στο βόρειο άκρο τής Εύβοιας. Τον Σεπτέμβριο τού 480 το πέρασμα των Θερμοπυλών έπεσε στα χέρια των Περσών, αφού μπόρεσαν να ξεπεράσουν τις θέσεις που κατείχαν οι Έλληνες υπερασπιστές χάρη στην προδοσία τού Εφιάλτη και μπόρεσαν έτσι να κάμψουν την αντίσταση τού Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα Α’ και των Θεσπιέων και Θηβαίων που τον συνόδευαν, ύστερα από ηρωική αντίσταση τριών ημερών. Ο ελληνικός στόλος αρχικά αμύνθηκε με δεξιοτεχνία και με κάποια επιτυχία εναντίον των Περσών, αλλά στη συνέχεια αποσύρθηκε στον Σαρωνικό και πήρε μέρος σε επιτυχή εκκένωση τής Αθήνας από τούς κατοίκους της, όταν οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τούς Πέρσες στη Σαλαμίνα.
Έτσι η Αθήνα καταλήφθηκε από τούς Πέρσες και καταστράφηκε από τον στρατό τού Ξέρξη. Οι Έλληνες φαίνονταν να βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση, αλλά ο Θεμιστοκλής επέμεινε στη στρατηγική του να ξεκινήσει την αποφασιστική ναυμαχία στη Σαλαμίνα (και όχι στον Ισθμό τής Κορίνθου, όπου είχε υποχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος τού στόλου). Καθώς η περίοδος ήταν σχετικά προχωρημένη (η ναυμαχία έγινε προς το τέλος Σεπτεμβρίου), οι Πέρσες παρασύρθηκαν στην επιχείρηση. Ο περσικός στόλος προχώρησε στα στενά μεταξύ τής αττικής ακτής και τού νησιού τής Σαλαμίνας, όπου καιροφυλακτούσαν οι Αθηναίοι και ο Θεμιστοκλής, που γνώριζαν καλύτερα τις τοπικές συνθήκες. Στο τέλος οι Πέρσες νικήθηκαν κάτω από τα μάτια τού Ξέρξη, που παρακολουθούσε τη ναυμαχία καθισμένος σε θρόνο στην ακτή, αν και οι Έλληνες είχαν πολύ λιγότερα πλοία από τούς Πέρσες όπως γράφει ο Ηρόδοτος:
…και ο συνολικός αριθμός των πλοίων, εκτός από εκείνα με πενήντα κουπιά, ήταν τριακόσια εβδομήντα οκτώ.47
Τον αριθμό αυτό επιβεβαιώνει και ο Θουκυδίδης:
Τα πλοία ήσαν συνολικά τετρακόσια και από αυτά η δική μας μοίρα (των Αθηναίων) αποτελούσε σχεδόν τα δύο τρίτα. Το γεγονός ότι ναυμαχήσαμε στο στενό οφειλόταν κυρίως στον στρατηγό μας Θεμιστοκλή…48
Οι Έλληνες αποδείχθηκαν ανώτεροι στην τακτική διεμβολίζοντας τούς αντιπάλους τους και επιδεικνύοντας μεγαλύτερη κινητικότητα και δυνατότητα ελιγμών, αντί να επικεντρώνονται στην επιβίβαση επί των πλοίων τού εχθρού. Αυτή η μεγάλη νίκη των Ελλήνων περιγράφεται λεπτομερώς, αν και με σειρά από παρεκβάσεις, από τον Ηρόδοτο (8.56.96) και με πιο άμεσο τρόπο από τον Αγγελιοφόρο στους Πέρσες τού Αισχύλου,49 σε αυτόν τον υπέροχο ποιητικό πανηγυρισμό των Περσικών Πολέμων και τού ηγεμονικού ρόλου τής Αθήνας σε εκείνον τον ελληνικό αγώνα για ελευθερία.
Αφού πέρασε μερικές ημέρες κάνοντας προετοιμασίες για περαιτέρω επιθέσεις, ο Ξέρξης φαίνεται ότι ξαφνικά άλλαξε τα σχέδιά του, επιστρέφοντας απρόσμενα στη Μικρά Ασία με τον υπόλοιπο στόλο. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τούς λόγους που το υπαγόρευσαν αυτό. Υπήρχε άραγε κάπου εξέγερση στην αυτοκρατορία ή απλώς φοβόταν την πιθανότητα τέτοιας εξέγερσης; Ή μήπως ήταν απλά ο εποχιακός παράγοντας, εκείνος που τον έκανε να θεωρήσει ότι ο χρόνος ήταν ακατάλληλος για να ξεκινήσει εκστρατεία; Χωρίς αμφιβολία η λάθος επιλογή εποχής για την προέλασή του και η από μέρους του ανάληψη επιθετικής δράσης εναντίον των Ελλήνων υπήρξαν σημαντικά λάθη από την πλευρά τού Ξέρξη.
Ο στρατιωτικός του διοικητής Μαρδόνιος και ο κατά πάσα πιθανότητα μικρότερος πια στρατός έφυγαν και πέρασαν τον χειμώνα στη Θεσσαλία. Ο Μαρδόνιος προσπάθησε, μέσω τού Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρου Α’,50 να κερδίσει την Αθήνα ως σύμμαχο των Περσών εναντίον τής Σπάρτης και των Πελοποννησίων, αλλά απέτυχε:
Ο Μαρδόνιος, έχοντας διαβάσει τα λεγόμενα των χρησμών, όποια και αν ήσαν αυτά, έστειλε στη συνέχεια ως απεσταλμένο στην Αθήνα τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, γιο τού Αμύντα…51
Στις αρχές τού 479 π.Χ. ο Μαρδόνιος ξεκίνησε για την Αθήνα, αλλά κοντά στις Πλαταιές τής Βοιωτίας το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων των Πελοποννησίων, που είχαν εγκαταλείψει τις οχυρώσεις τους, καθώς και των Αθηναίων, των οποίων οι αριθμοί αυξάνονταν καθημερινά, ανέλαβαν δράση υπό την ηγεσία τού Σπαρτιάτη Παυσανία εναντίον των Περσών (Ηρόδ. 9.19-89) και κέρδισαν αποφασιστική νίκη, πιο σημαντική για την παγκόσμια ιστορία από εκείνες τού Μαραθώνα και τής Σαλαμίνας. Την ίδια μέρα, λέει ο Ηρόδοτος (9.90), ελληνικός στρατός με επικεφαλής τον Λεωτυχίδη Β’, τον βασιλιά τής Σπάρτης, κέρδισε μια ακόμη νίκη στο όρος Μυκάλη,52 απέναντι από τη Σάμο:
Την ίδια μέρα που συνέβη η ήττα στις Πλαταιές, συνέβη επίσης κι άλλη μια, όπως το έφερε η τύχη, στη Μυκάλη τής Ιωνίας. Γιατί όταν οι Έλληνες που είχαν έρθει με τα πλοία μαζί με τον Σπαρτιάτη Λεωτυχίδη…53
Η ίδρυση τής Δηλιακής Συμμαχίας (478 π.Χ.)
Αυτές οι μεγάλες νίκες των Ελλήνων το 480 και το 479 π.Χ. δεν κατέστησαν δυνατή μόνο την απελευθέρωση τής Ελλάδας, αλλά ενθάρρυναν επίσης τούς Έλληνες τής Μικράς Ασίας για έναν πιο επιθετικό πολιτικό αγώνα για ανεξαρτησία. Καθώς η Σπάρτη, ο αρχηγός τής νικηφόρας ελληνικής συμμαχίας, δεν έδειχνε ιδιαίτερη διάθεση να αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση προς όφελος των Ελλήνων τής Μικράς Ασίας, η Αθήνα επωφελήθηκε από την ευκαιρία και το 478 π.Χ. ίδρυσε τη Δηλιακή Συμμαχία. Η Αθηναϊκή αυτοκρατορία (όπως ήταν) μετατράπηκε έτσι σε ηγετική δύναμη στο Αιγαίο για τις επόμενες δεκαετίες. Ήδη το ίδιο έτος ο Σπαρτιάτης Παυσανίας είχε αναλάβει επιθετική δράση στην Κύπρο και στον Βόσπορο, όπου μπόρεσε να ανακαταλάβει το Βυζάντιο, πριν ανακληθεί στη Σπάρτη. Κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών ο Κίμων, ο γιος τού Μιλτιάδη, που είχε προικίσει την Αθήνα με τόση δύναμη και κύρος, εξάλειψε τις υπόλοιπες περσικές βάσεις στην περιοχή τού Αιγαίου και προώθησε τον πόλεμο ακόμη πιο μακριά στην Ανατολή, όπως φαίνεται από τη νίκη του επί τού περσικού στρατού και στόλου στον ποταμό Ευρυμέδοντα τής Παμφυλίας το 466 π.Χ. Ο Θουκυδίδης γράφει:
Λίγο αργότερα οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους έδωσαν δύο μάχες, μια στη στεριά και μια στη θάλασσα, εναντίον των Περσών, στον ποταμό Ευρυμέδοντα τής Παμφυλίας. Οι Αθηναίοι, υπό την ηγεσία τού Κίμωνα, τού γιου τού Μιλτιάδη, νίκησαν την ίδια μέρα και στις δύο μάχες και κατέλαβαν και κατέστρεψαν όλες τις φοινικικές τριήρεις, που ήσαν διακόσιες.54
Ύστερα από τη νίκη στον Ευρυμέδοντα, όχι μόνο οι Έλληνες τής νότιας ακτής τής Ανατολίας, αλλά και οι πόλεις τής Καρίας και τής Λυκίας, προσχώρησαν στη Δηλιακή Συμμαχία.
Το 465 π.Χ. ο Ξέρξης δολοφονήθηκε από τον Αρτάβανο, τον διοικητή τής βασιλικής σωματοφυλακής και πιο ισχυρό αξιωματούχο στην περσική αυλή. Στον θρόνο ανέβηκε ο γιος τού Ξέρξη, ο Αρταξέρξης Α’, που βασίλευσε από το 465 μέχρι το 424 π.Χ.
Μετά την περσική ήττα στον Ευρυμέδοντα το 466 π.Χ. η στρατιωτική δραστηριότητα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Περσία παρουσίασε στασιμότητα. Ο Αρταξέρξης Α’ εισήγαγε νέα περσική στρατηγική αποδυνάμωσης των Αθηναίων, με τη χρηματοδότηση των εχθρών τους στην Ελλάδα.
Ο «Χρυσός Αιώνας» τής Αθήνας (479-431 π.Χ.)
Ολόκληρος ο 5ος π.Χ. αιώνας, αλλά ιδιαίτερα τα 30-40 χρόνια από το τέλος των Περσικών Πολέμων (479 π.Χ.) μέχρι την έναρξη τού Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.), υπήρξε περίοδος λαμπρότητας τού πολιτισμού με επίκεντρο την Αθήνα. Η πολιτιστική αυτή άνθηση συνεχίστηκε και σε όλη τη διαδρομή τού 4ου π.Χ. αιώνα και ύστερα διαχύθηκε ευρύτερα με τις κατακτήσεις τού Μεγάλου Αλεξάνδρου και την ελληνιστική περίοδο που ακολούθησε.
Στην Αθήνα και αλλού στον κόσμο τής ελληνικής Μεσογείου ο 5ος π.Χ. αιώνας σηματοδότησε μεγάλη στιγμή στην ανάπτυξη τής φιλοσοφίας, των πολιτικών θεσμών, τής τέχνης, τής αρχιτεκτονικής και τής λογοτεχνίας. Μερικά γεγονότα-σταθμοί τού «Χρυσού Αιώνα», η ολοκληρωμένη παρουσίαση τού οποίου ξεφεύγει ασφαλώς από τούς σκοπούς αυτού τού βιβλίου, είναι ενδεικτικά τα εξής: Οι Αθηναίοι άρχοντες επιλέγονται με κλήρο, σημαντικό ορόσημο στην πορεία προς την απόλυτη αθηναϊκή δημοκρατία (487 π.Χ.). Ο Αισχύλος γράφει την τραγωδία «Πέρσες» (472 π.Χ.). Γεννιέται ο φιλόσοφος Σωκράτης (470 π.Χ.). Ο Αισχύλος ολοκληρώνει την τριλογία Ορέστεια, που θα ασκήσει μεγάλη επίδραση στους μελλοντικούς συγγραφείς (458 π.Χ.). Ο Αθηναίος πολιτικός Περικλής εισάγει τη μεγαλύτερη μεταρρύθμισή του, που επέτρεψε στους απλούς ανθρώπους να υπηρετούν σε οποιοδήποτε κρατικό αξίωμα (457 π.Χ.). Ξεκινά η κατασκευή τού ναού τού Ηφαίστου στην Αθήνα (449 π.Χ.). Ο Ηρόδοτος ολοκληρώνει την ιστορία του, στην οποία καταγράφει τα γεγονότα των Περσικών Πολέμων (449 π.Χ.). Ο Φειδίας ολοκληρώνει το ύψους εννέα μέτρων άγαλμα τής Αθηνάς στην Ακρόπολη (448 π.Χ.). Η Αθήνα ξεκινά την κατασκευή τού Παρθενώνα, με πρωτοβουλία τού Περικλή (447 π.Χ.). Ο Σοφοκλής γράφει την Αντιγόνη (442 π.Χ.). Ο Δημόκριτος προτείνει την ύπαρξη αόρατων σωματιδίων, τα οποία ο ίδιος αποκαλεί άτομα (440 π.Χ.). Ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης ολοκληρώνουν την κατασκευή τού Παρθενώνα στην Ακρόπολη τής Αθήνας (438 π.Χ.). Ολοκληρώνεται από τον Φειδία το χρυσελεφάντινο άγαλμα τού Δία στην Ολυμπία, ένα από τα επτά θαύματα τού αρχαίου κόσμου (435 π.Χ.). Ο Αναξαγόρας επιχειρεί να τετραγωνίσει τον κύκλο με χάρακα και διαβήτη (434 π.Χ.). Ο Έλληνας ιατρός και φιλόσοφος Εμπεδοκλής εκφράζει την άποψη ότι το ανθρώπινο σώμα έχει τέσσερις χυμούς: αίμα, χολή, μαύρη χολή και φλέγμα, πεποίθηση που κυριάρχησε στην ιατρική σκέψη για αιώνες (431 π.Χ.). Πρώτη παράσταση τού Οιδίποδα τού Σοφοκλή (430 π.Χ.). Γεννιέται ο φιλόσοφος Πλάτων (427 π.Χ.).
Η Ειρήνη τού Καλλία (449 π.Χ.)
Κατά τη διάρκεια τής περιόδου μετά το 478 π.Χ. η επιθετική πολιτική τής Δηλιακής Συμμαχίας, τής Αθήνας στην πραγματικότητα, οδήγησε σε σειρά στρατιωτικών συγκρούσεων, για παράδειγμα στην Αίγυπτο και στην Κύπρο, που δεν ήσαν πάντοτε επιτυχείς. Ενώ αρκετοί από τούς συμμάχους τής Δηλιακής Συμμαχίας είχαν κουραστεί από τις αδιάκοπες μάχες και εχθροπραξίες, στην ίδια την Αθήνα η αντι-περσική πολιτική έφτασε στο τέλος της μόλις το 450 π.Χ., μετά τον θάνατο τού Κίμωνα, που ήταν άνθρωπος με επιρροή, όταν πολιτικός ηγέτης τής πόλης έγινε ο Περικλής και απέσυρε τα αθηναϊκά αγήματα από τις συγκρούσεις στην ανατολική Μεσόγειο. Τότε πρεσβεία με επικεφαλής τον Καλλία πήγε στα Σούσα και το 449 π.Χ. σύναψε συνθήκη ειρήνης, με την οποία συμφωνήθηκε να θεωρείται όλο το Αιγαίο και η λωρίδα τής ακτής τής Μικράς Ασίας, που ανήκε στη Δηλιακή Συμμαχία, ως απαγορευμένη περιοχή, από την οποία αποκλείονταν οι περσικές δυνάμεις.
Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στη μετάβαση τού Καλλία στα Σούσα:
Επίσης μερικοί Έλληνες αναφέρουν ότι το ακόλουθο συμβάν, σε συμφωνία με αυτή την περιγραφή, συνέβη πολλά χρόνια μετά από αυτά τα πράγματα: Συνέβη, λένε, να βρίσκονται στα Σούσα, την πόλη τού Μέμνονος, απεσταλμένοι των Αθηναίων που είχαν πάει για κάποιο άλλο θέμα, δηλαδή ο Καλλίας, ο γιος τού Ιππόνικου, καθώς και οι άλλοι που είχαν πάει μαζί του στην Περσία, ενώ και οι Αργείοι την ίδια ακριβώς εποχή είχαν στείλει επίσης απεσταλμένους στα Σούσα…55
Για το ίδιο θέμα ο Διόδωρος γράφει:
Καθώς οι Αθηναίοι υπήρξαν ευνοϊκοί και έστειλαν πληρεξούσιους πρεσβευτές, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Καλλίας, ο γιος τού Ιππόνικου, έγινε συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στους Αθηναίους με τούς συμμάχους τους και τούς Πέρσες, βασικοί όροι τής οποίας ήσαν οι εξής: Όλες οι ελληνικές πόλεις στη Μικρά Ασία θα ήσαν αυτόνομες. Οι σατράπες των Περσών δεν θα πλησίαζαν στη θάλασσα σε απόσταση μικρότερη από ταξίδι τριών ημερών, ενώ κανένα περσικό πολεμικό πλοίο δεν θα έπλεε μεταξύ τής Φασηλίδος και των Κυανέων Πετρών.56
Η Φασηλίς ήταν αρχαία πόλη τής Λυκίας στη σημερινή τουρκική επαρχία τής Αττάλειας (Αντάλυα). Κυανέες Πέτρες ήσαν οι Συμπληγάδες τής μυθολογίας, βράχια στο προς Εύξεινο Πόντο άκρο τού Βοσπόρου.
Ο Δημοσθένης γράφει ότι οι Αθηναίοι ήσαν απογοητευμένοι από τις διπλωματικές προσπάθειες τού Καλλία και από τούς όρους τής ειρήνης που διαπραγματεύθηκε και γι’ αυτό τον καταδίκασαν:57
Κατά τη γνώμη μου, άνδρες Αθηναίοι, καλά θα κάνετε να μιμηθείτε τούς προγόνους σας όχι μόνο σε ένα ζήτημα, αλλά να ακολουθήσετε κατά βήμα όλα όσα έκαναν. Είμαι βέβαιος ότι έχετε ακούσει όλοι τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν τον Καλλία, τον γιο τού Ιππόνικου, ο οποίος διαπραγματεύθηκε την περίφημη ειρήνη, σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς τής Περσίας δεν θα προσέγγιζε τη θάλασσα σε απόσταση μικρότερη από έφιππο ταξίδι μιας ημέρας, ούτε θα έπλεε πολεμικό του πλοίο μεταξύ τού ακρωτηρίου Χελιδόνια58 και των Κυανέων Πετρών. Ερευνώντας τη διαγωγή του σχεδόν κατέληξαν να τον θανατώσουν, ενώ τού επέβαλαν ποινή πενήντα τάλαντα, γιατί υπήρξε η εντύπωση ότι είχε δωροδοκηθεί σε αυτή την πρεσβεία.59
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.)
Το 431 π.Χ. άρχισε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος μεταξύ τής Σπάρτης και τής Αθήνας και των συμμάχων τους. Ο πόλεμος έχει περιγραφεί από τον Θουκυδίδη στην Ιστορία του. Το 430 π.Χ. η Αθήνα υπέφερε από μεγάλο λοιμό, που υπήρχε η άποψη ότι προκλήθηκε από επιδημία τύφου. Στις πρώτες μάχες νίκησαν οι Αθηναίοι. Το 429 π.Χ. νίκησαν στη μάχη τής Χαλκίδας τούς Χαλκιδείς και τούς συμμάχους τους, ενώ την ίδια χρονιά στη Ναύπακτο ο Αθηναίος ναύαρχος Φορμίων νίκησε τον πελοποννησιακό στόλο. Επίσης το 429 π.Χ. επιδημία πανούκλας σκότωσε πάνω από το ένα τρίτο τού πληθυσμού τής Αθήνας. Το 428 π.Χ. η Μυτιλήνη εξεγέρθηκε εναντίον τής Αθήνας, αλλά συντρίφτηκε, ενώ η Σπάρτη προσπάθησε να συντρίψει εξέγερση στην Κέρκυρα, αλλά εγκατέλειψε την προσπάθεια, όταν οι Αθηναίοι επιχείρησαν να επωφεληθούν. Το 427 π.Χ. εκτελέστηκαν οι Μυτιληναίοι ηγέτες τής εξέγερσης και την ίδια χρονιά οι Πλαταιές παραδόθηκαν στους Σπαρτιάτες, που εκτέλεσαν πάνω από διακόσιους αιχμαλώτους και κατέστρεψαν την πόλη.
Την ίδια χρονιά (427 π.Χ.) οι Αθηναίοι επενέβησαν στη Σικελία, για να αποκλείσουν τη Σπάρτη από το νησί. Το 426 π.Χ. ο Δημοσθένης πολιόρκησε ανεπιτυχώς την κορινθιακή αποικία τής Λευκάδας, ενώ η Αμβρακία εισέβαλε στην Ακαρνανία και οι δύο πόλεις ζήτησαν βοήθεια από τούς Σπαρτιάτες και τούς Αθηναίους αντίστοιχα. Στη συνέχεια οι Αθηναίοι νίκησαν τούς Σπαρτιάτες σε μάχη στις Όλπες. Το 425 π.Χ. ο Δημοσθένης κατέλαβε το λιμάνι τής Πύλου στην Πελοπόννησο και οι Αθηναίοι εισέβαλαν στη Σφακτηρία και νίκησαν τούς Σπαρτιάτες στη ναυμαχία τής Πύλου.
Το 424 π.Χ. η Σικελία αποσύρθηκε από τον πόλεμο και έδιωξε κάθε ξένη δύναμη. Οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από το νησί. Την ίδια χρονιά οι Αθηναίοι προσπάθησαν να καταλάβουν τα Μέγαρα, αλλά ηττήθηκαν από τούς Σπαρτιάτες, ενώ ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας κατέλαβε την Αμφίπολη, πράγμα που αποτέλεσε πλήγμα για την Αθήνα. Ο Θουκυδίδης θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αθηναϊκή αποτυχία και εξοστρακίστηκε. Βρήκε λοιπόν χρόνο για να αρχίσει να γράφει την Ιστορία του.
Το 423 π.Χ. οι Αθηναίοι πρότειναν κατάπαυση τού πυρός, την οποία αρνήθηκε ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας. Το 422 π.Χ. οι Σπαρτιάτες νίκησαν τούς Αθηναίους στη μάχη τής Αμφίπολης, όπου σκοτώθηκαν ο Αθηναίος Κλέων και ο Σπαρτιάτης Βρασίδας. Το 421 π.Χ. η ειρήνη τού Νικία έβαλε προσωρινό τέλος στις εχθροπραξίες μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης.
Το 420 π.Χ. ο Αλκιβιάδης εκλέχτηκε στρατηγός τής Αθήνας και άρχισε να κυριαρχεί στην αθηναϊκή πολιτική. Το 419 π.Χ. παραβιάστηκε η ειρήνη τού Νικία, όταν η Σπάρτη νίκησε το Άργος. Το 418 π.Χ. οι Σπαρτιάτες πέτυχαν σημαντική νίκη επί των Αθηναίων στη μάχη τής Μαντινείας, στη μεγαλύτερη χερσαία μάχη τού Πελοποννησιακού Πολέμου. Το 416 π.Χ. οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί τής Μήλου και μεταχειρίστηκαν τούς κατοίκους του με μεγάλη σκληρότητα. Την ίδια χρονιά οι Αθηναίοι ανταποκρίθηκαν σε έκκληση για βοήθεια από τη Σικελία και άρχισαν να σχεδιάζουν εισβολή στο νησί.
Το 415 π.Χ., την παραμονή τής αναχώρησης τής εκστρατείας για τη Σικελία, ακρωτηριάστηκαν οι προτομές των ιερών Ερμών στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια τής απουσίας του στην εκστρατεία ο Αλκιβιάδης θεωρήθηκε υπεύθυνος, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Μαθαίνοντας τη θανατική του καταδίκη ο Αλκιβιάδης αποσκίρτησε από την Αθήνα στη Σπάρτη. Το 414 π.Χ. οι Αθηναίοι προσπάθησαν να προωθήσουν την πολιορκία των Συρακουσών, αλλά ηττήθηκαν από τούς Σπαρτιάτες. Το 413 π.Χ. ο στρατηγός Δημοσθένης πρότεινε να φύγουν οι Αθηναίοι από τις Συρακούσες και να επιστρέψουν στην Αθήνα, που χρειαζόταν βοήθεια. Ο Νικίας αρνήθηκε και οι Αθηναίοι ηττήθηκαν και πάλι σε μάχη με τούς Σπαρτιάτες. Σκοτώθηκαν ο Δημοσθένης και ο Νικίας. Την ίδια χρονιά η Καρία συμμάχησε με τη Σπάρτη. Το 412 π.Χ. η Περσική αυτοκρατορία άρχισε να προετοιμάζεται για εισβολή στην Ιωνία και υπέγραψε σχετική συνθήκη με τη Σπάρτη.
Η περσική πολιτική γίνεται φιλο-σπαρτιατική (412/11-400 π.Χ.)
Μέχρι το 412/11 π.Χ., επίσημα υπήρχε ειρήνη μεταξύ Περσικής Αυτοκρατορίας και Αθήνας από την εποχή τής Ειρήνης τού Καλλία (449 π.Χ.), ακόμη κι αν εντάσεις δεν μπορούσαν να αποκλειστούν. Η σχέση όμως τής Περσίας με τη Σπάρτη επίσημα καθοριζόταν ακόμη από την κατάσταση πολέμου, που διαρκούσε από την εισβολή τού Ξέρξη στην Ελλάδα.
Προφανώς αμέσως μετά το ξέσπασμα τού Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.) η Σπάρτη έκανε τις πρώτες προσπάθειες για έναρξη διαπραγματεύσεων με τούς Πέρσες. Ήδη το καλοκαίρι τού 430 π.Χ. οι Αθηναίοι σταμάτησαν κάποιους αγγελιοφόρους των Πελοποννησίων στην αυλή τού βασιλιά τής Θράκης και τούς εκτέλεσαν στην Αθήνα. Ο Θουκυδίδης (2.67) γράφει:
Στο τέλος τού ίδιου καλοκαιριού, ο Αριστεύς από την Κόρινθο και οι πρέσβεις των Σπαρτιατών Ανήριστος, Νικόλαος και Πρατόδαμος, καθώς και ο Τεγεάτης Τιμαγόρας και ο ιδιώτης Πόλλις από το Άργος, καθώς ταξίδευαν προς την Ασία, προς τον βασιλιά, για να πάρουν χρήματα από αυτόν και να τον προσελκύσουν στη συμμαχία τους, έφτασαν στη Θράκη και πήγαν στον Σιτάλκη, τον γιο τού Τήρη, επιθυμώντας να πείσουν και αυτόν, αν μπορούσαν, να εγκαταλείψει τη συμμαχία του με την Αθήνα και να εκστρατεύσει στην Ποτείδαια, την οποία πολιορκούσε αθηναϊκός στρατός, καθώς επίσης και για να πάρουν άδεια να περάσουν μέσα από τη χώρα του στην άλλη πλευρά τού Ελλησπόντου για να πάνε στον Φαρνάκη, τον γιο τού Φαρνάβαζου, ο οποίος θα τούς συνόδευε στον βασιλιά.60
Όμως οι πρέσβεις τής Αθήνας Λέαρχος γιος τού Καλλίμαχου και Αμεινιάδης γιος τού Φιλήμονα, που βρίσκονταν τότε με τον Σιτάλκη, έπεισαν τον Σάδοκο, τον γιο τού Σιτάλκη, που ήταν πια πολίτης τής Αθήνας, να τούς παραδώσει τούς άνδρες, ώστε να μην πάνε στον βασιλιά και βλάψουν την πόλη, τής οποίας ο ίδιος ήταν πια πολίτης. Εκείνος πείστηκε και καθώς ταξίδευαν μέσω Θράκης προς το πλοίο με το οποίο θα διέσχιζαν τον Ελλήσποντο, τούς συνέλαβαν, πριν μπουν στο πλοίο, άνδρες που είχε στείλει μαζί με τον Λέαρχο και τον Αμεινιάδη, με εντολή να τούς παραδώσουν σε αυτούς. Κι εκείνοι, αφού τούς πήραν, τούς έφεραν στην Αθήνα.61
Όταν έφτασαν, οι Αθηναίοι, φοβούμενοι μήπως ο Αριστεύς διαφεύγοντας κάνει ακόμη μεγαλύτερη ζημιά, γιατί φαινόταν ότι ήταν ο πρωτεργάτης όλων των επιχειρήσεων στην Ποτείδαια και στη Θράκη, τούς σκότωσαν όλους αυθημερόν χωρίς να τούς δικάσουν και χωρίς να τούς επιτρέψουν να απολογηθούν και τούς πέταξαν σε χαράδρα, θεωρώντας ότι ήταν δίκαιο να εκδικηθούν με τον ίδιο τρόπο τούς Σπαρτιάτες, που είχαν σκοτώσει και είχαν πετάξει σε χαράδρα τούς εμπόρους των Αθηναίων και των συμμάχων τους, τούς οποίους είχαν συλλάβει σε εμπορικά πλοία στην ακτή τής Πελοποννήσου. Γιατί στην αρχή τού πολέμου οι Σπαρτιάτες σκότωναν ως εχθρούς όλους όσους συλλάμβαναν στη θάλασσα, τόσο τούς συμμάχους των Αθηναίων όσο και τούς ουδέτερους.62
Ο Θουκυδίδης (4.50.1-2) αναφέρεται επίσης σε Πέρση βασιλικό απεσταλμένο, τον ονομαζόμενο Αρταφέρνη, ο οποίος ταξίδευε για τη Σπάρτη τον χειμώνα τού 425/24 π.Χ.:
Κατά τη διάρκεια τού χειμώνα που ακολούθησε ο Αριστείδης, ο γιος τού Αρχίππου, ένας από τούς διοικητές των αθηναϊκών πλοίων που συγκέντρωναν τον φόρο από τούς συμμάχους, συνέλαβε στο Ήιον τού Στρυμώνα έναν Πέρση, τον Αρταφέρνη, ο οποίος κατευθυνόταν από τον βασιλιά στη Σπάρτη.63
Τον έφερε στην Αθήνα και οι Αθηναίοι, μεταφράζοντας τις επιστολές από τα «ασσυριακά» γράμματα, τις διάβασαν. Υπήρχαν πολλά άλλα γραμμένα σε αυτές τις επιστολές, αλλά το κύριο σημείο ήταν μια διαμαρτυρία τού βασιλιά προς τούς Σπαρτιάτες, ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήθελαν…64
Οι Αθηναίοι συνόδευσαν τον Αρταφέρνη πίσω στην Έφεσο και από εκεί επέστρεψε στην πατρίδα του.
Τον Αρταξέρξη Α’, που πέθανε το 424 π.Χ., διαδέχθηκε ο γιος του Ξέρξης Β’, ο οποίος ύστερα από ενάμιση μήνα δολοφονήθηκε από τον αδελφό του Σογδιανό. Ο Ώχος, σατράπης τής Υρκανίας, νόθος αδελφός τού Αρταξέρξη, επαναστάτησε εναντίον τού Σογδιανού και ύστερα από μικρής διάρκειας σύγκρουση τον σκότωσε και κατέστειλε με τη βοήθεια προδοσίας την προσπάθεια τού ίδιου τού αδελφού του, τού Αρσίτη, να τον μιμηθεί. Ο Ώχος υιοθέτησε το όνομα Δαρείος (Δαρείος Β’, τον οποίο οι ελληνικές πηγές αποκαλούν συχνά Δαρείο Νόθο).
Ο Δαρείος Β’ υπήρξε βασιλιάς τής Περσικής αυτοκρατορίας από το 423 μέχρι το 405 π.Χ. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη βασιλεία τού Δαρείου Β’. Φαίνεται ότι εξαρτιόταν πολύ από τη σύζυγό του Παρυσάτιδα. Όσο η δύναμη τής Αθήνας παρέμενε ανέπαφη, ο Δαρείος Β’ δεν αναμίχτηκε στις ελληνικές υποθέσεις. Όταν το 413 π.Χ. η Αθήνα υποστήριξε τον στασιαστή Αμόργη στην Καρία, ο Δαρείος δεν θα είχε αντιδράσει, αν δεν είχε πληγεί η αθηναϊκή δύναμη την ίδια χρονιά στις Συρακούσες. Περίπου το 412 π.Χ., όταν η Δηλιακή Συμμαχία άρχιζε βαθμιαία να καταρρέει, ο Δαρείος Β’ έδωσε εντολή στους σατράπες του στη Μικρά Ασία Τισσαφέρνη και Φαρνάβαζο να διεκδικήσουν τις ιωνικές πόλεις τής Μικράς Ασίας και τον φόρο υποτέλειάς τους:
… και αυτός [ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Άγις] διαπραγματευόταν με τούς Λέσβιους, αλλά και οι Χίοι και οι Ερυθρείς, που επίσης επιθυμούσαν να επαναστατήσουν, δεν πήγαν στον Άγι, αλλά στη Σπάρτη. Και μαζί τους πήγε επίσης ένας πρεσβευτής από τον Τισσαφέρνη, ο οποίος ήταν στρατηγός τού βασιλιά Δαρείου στις κάτω χώρες τής Ασίας. Γιατί και ο Τισσαφέρνης υποκινούσε τούς Πελοποννήσιους και υποσχόταν να πληρώσει τον στόλο τους. Γιατί προσφάτως είχε ζητήσει από τον βασιλιά τον φόρο υποτέλειας που συλλεγόταν στην επαρχία του, επειδή είχε καθυστερήσει, αφού δεν μπορούσε να εισπράξει τίποτε από τις ελληνικές πόλεις λόγω των Αθηναίων. Σκέφτηκε λοιπόν ότι θα εισέπραττε τον φόρο υποτέλειας αποδυναμώνοντας τούς Αθηναίους και θα έκανε ταυτόχρονα τούς Σπαρτιάτες συμμάχους τού βασιλιά, ενώ επίσης, όπως τον είχε προστάξει ο βασιλιάς, θα σκότωνε ή θα συλλάμβανε ζωντανό και τον Αμόργη, τον νόθο γιο τού Πισσούθνη, που είχε εξεγερθεί στην Καρία.65
Οι Πέρσες είχαν πάντοτε παρακολουθήσει προσεκτικά τις εσωτερικές ελληνικές εξελίξεις και τις συγκρούσεις συμφερόντων. Μπόρεσαν λοιπόν γρήγορα να εκμεταλλευθούν την κατάσταση μέσω δωροδοκίας και διαφθοράς, όπως είχαν κάνει συχνά στο παρελθόν. Η υφιστάμενη κατάσταση παρακίνησε τον μεγάλο βασιλέα να παρέμβει οικονομικά για λογαριασμό τής Σπάρτης, παρέχοντας τον χρυσό και τα χρήματα που απαιτούνταν για τον εξοπλισμό και την επάνδρωση τού πελοποννησιακού στόλου.
Οι τρεις συνθήκες μεταξύ τής Σπάρτης (με τούς συμμάχους της) και των Περσών (δηλαδή ιδιαίτερα τού βασιλιά Δαρείου Β’ και τού σατράπη Λυδίας Τισσαφέρνη), που υπογράφηκαν το 412/11 π.Χ., άλλαξαν ριζικά τούς συσχετισμούς στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Οι συνθήκες όριζαν με όλο και πιο λεπτομερή τρόπο, ότι όλες οι χώρες και οι πόλεις που βρίσκονταν υπό περσική κυριαρχία ή είχαν κάποτε βρεθεί κάτω από την εξουσία των Περσών έπρεπε να ανήκουν στον μεγάλο βασιλέα και ότι η Σπάρτη με τούς Πελοποννησίους συμμάχους της και ο μεγάλος βασιλέας θα πολεμούσαν εφεξής πλάι-πλάι εναντίον τής Αθήνας και δεν θα υπέγραφαν χωριστή συνθήκη ειρήνης με τον εχθρό. Οι συμφωνίες, όπως καταγράφηκαν, έπαιρναν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο πλευρών, αντανακλούσαν τα γεγονότα στο θέατρο τού πολέμου και παρείχαν όλο και περισσότερο λεπτομερείς οικονομικές ρυθμίσεις.
Για την πρώτη συνθήκη Περσών-Σπαρτιατών ο Θουκυδίδης (8.18) γράφει:
Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους συνήψαν συμμαχία με τον βασιλιά και τον Τισσαφέρνη με τούς ακόλουθους όρους:66
Όλα τα εδάφη και οι πόλεις που βρίσκονται στην κατοχή τού βασιλιά ή βρίσκονταν στην κατοχή των προγόνων του, θα είναι τού βασιλιά.67
Όποια έσοδα ή άλλα πλεονεκτήματα είχαν οι Αθηναίοι από αυτές τις πόλεις, ο βασιλιάς και οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους θα συνδυαστούν για να αποτρέψουν τη λήψη αυτών των εσόδων ή πλεονεκτημάτων από τούς Αθηναίους. Και τον πόλεμο εναντίον των Αθηναίων θα διεξαγάγουν από κοινού ο βασιλιάς και οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους.68
Δεν θα γίνει ειρήνη με τούς Αθηναίους, παρά μόνο αν συμφωνήσουν και τα δύο μέρη, δηλαδή ο βασιλιάς από τη μία πλευρά και οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους από την άλλη.69
Όταν κάποιοι εξεγείρονται εναντίον τού βασιλιά, είναι εχθροί και των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, ενώ όποιοι εξεγείρονται εναντίον των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, είναι με τον ίδιο τρόπο εχθροί τού βασιλιά.70
Ο Θουκυδίδης πάλι (8.37) γράφει για τη δεύτερη συνθήκη Περσών-Σπαρτιατών:
Συμφωνία των Σπαρτιατών και των σύμμαχων τους με τον βασιλιά Δαρείο και τα παιδιά του και με τον Τισσαφέρνη, για συμμαχία και φιλία σύμφωνα με τούς παρακάτω όρους:71
Όσες περιοχές και πόλεις ανήκουν στον βασιλιά Δαρείο ή ήσαν τού πατέρα του ή των προγόνων του, εναντίον αυτών δεν πρέπει να βαδίζουν ούτε οι Σπαρτιάτες ούτε οι σύμμαχοί τους, ούτε να τις βλάπτουν με οποιονδήποτε τρόπο, ούτε να αποσπούν φόρο υποτέλειας οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους από αυτές τις πόλεις. Ούτε ο βασιλιάς Δαρείος ή οποιοσδήποτε κάτω από την κυριαρχία του θα κάνει πόλεμο ή θα ενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο τούς Σπαρτιάτες ή κάποιον από τούς συμμάχους τους.72
Αν οι Σπαρτιάτες ή οι σύμμαχοί τους χρειαστούν κάτι από τον βασιλιά, ή ο βασιλιάς από τούς Σπαρτιάτες ή τούς συμμάχους τους, θα είναι καλό αν κάνουν αυτό που θα πείσει ο ένας τον άλλο να γίνει.73
Οι δύο πλευρές θα πολεμήσουν από κοινού εναντίον των Αθηναίων και των συμμάχων τους. Και όταν σταματήσουν τον πόλεμο, πρέπει επίσης να τον σταματήσουν από κοινού.74
Ο βασιλιάς επιβαρύνεται για όσον στρατό βρίσκεται στη χώρα τού βασιλιά, έχοντας σταλεί από τον βασιλιά.75
Αν κάποια από τις πόλεις, που έχει συμμαχήσει με τον βασιλιά, εισβάλει σε εδάφη τού βασιλιά, οι υπόλοιπες θα τής εναντιωθούν και θα υπερασπιστούν τον βασιλιά στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Επίσης αν πόλη από τη χώρα τού βασιλιά ή οποιοσδήποτε κάτω από την κυριαρχία του εισβάλει στη χώρα των Σπαρτιατών ή των συμμάχων τους, ο βασιλιάς θα τού εναντιωθεί και θα τούς υπερασπιστεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό.76
Ο Θουκυδίδης (8.58) περιγράφει και την τρίτη συνθήκη Περσών-Σπαρτιατών:
Στο δέκατο τρίτο έτος τής βασιλείας τού Δαρείου, όταν έφορος στη Σπάρτη ήταν ο Αλεξιππίδας, έγινε συνθήκη στην πεδιάδα τού Μαιάνδρου μεταξύ των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους από τη μία πλευρά και τού Τισσαφέρνη, τού Ιεραμένη και των γιων τού Φαρνάκη από την άλλη, που αφορούσε τα συμφέροντα τού βασιλιά και των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους:77
Όλη η χώρα τού βασιλιά που βρίσκεται στην Ασία θα συνεχίσει να είναι χώρα τού βασιλιά και ο βασιλιάς θα αποφασίζει ό,τι θέλει όσον αφορά τη δική του χώρα.78
Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους δεν θα βαδίζουν εναντίον τής χώρας τού βασιλιά για να τής κάνουν κακό, ενώ και ο βασιλιάς δεν θα βαδίζει εναντίον τής χώρας των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους με σκοπό να τη βλάψει.79
Αν κάποιος από τούς Σπαρτιάτες ή τούς συμμάχους τους βαδίσει εναντίον τής χώρας τού βασιλιά με σκοπό να τη βλάψει, οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους πρέπει να τον παρεμποδίσουν. Επίσης αν κάποιος από τούς ανθρώπους τής χώρας τού βασιλιά βαδίσει εναντίον των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους με σκοπό να τούς βλάψει, ο βασιλιάς πρέπει να τον παρεμποδίσει.80
Ο Τισσαφέρνης θα εξασφαλίζει τη συντήρηση για τον αριθμό των πλοίων που έχουν τώρα οι Σπαρτιάτες, με βάση τη συμφωνία, μέχρι να φτάσουν τα πλοία τού βασιλιά.81
Όταν φτάσουν τα πλοία τού βασιλιά, οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους μπορούν να συντηρούν μόνοι τους τα δικά τους πλοία. Αν όμως θέλουν να συντηρεί τα πλοία τους ο Τισσαφέρνης, τότε ο Τισσαφέρνης θα τα συντηρεί, αλλά σε αυτή την περίπτωση οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους πρέπει στο τέλος τού πολέμου να επιστρέψουν στον Τισσαφέρνη τα χρήματα που θα έχουν πάρει.82
Όταν φτάσουν τα πλοία τού βασιλιά, τα πλοία των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, καθώς και εκείνα τού βασιλιά, θα διεξαγάγουν τον πόλεμο από κοινού, με τον τρόπο που θα φανεί καλύτερος στον Τισσαφέρνη και στους Σπαρτιάτες και τούς συμμάχους τους. Και αν οι δύο πλευρές θέλουν να κάνουν ειρήνη με τούς Αθηναίους, πρέπει να την κάνουν με τούς ίδιους όρους.83
Ως αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών η Σπάρτη κατάφερε να σύρει την Περσία στον πόλεμο εναντίον τής Αθήνας, η οποία είχε αποδυναμωθεί πολύ μετά την ήττα της στη Σικελία το 413 π.Χ.
Το 411 π.Χ. η δημοκρατία στην Αθήνα ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από το ολιγαρχικό συμβούλιο των Τετρακοσίων. Το συμβούλιο αυτό σύντομα ανατράπηκε επίσης και σχεδόν αποκαταστάθηκε η τάξη, όταν άρχισαν να κυβερνούν οι Πέντε Χιλιάδες. Στις αρχές τού επόμενου έτους ανατράπηκαν και αυτοί και αποκαταστάθηκε η παλαιά δημοκρατία.
Το 410 π.Χ. οι Αθηναίοι κατέστρεψαν τον πελοποννησιακό στόλο στη ναυμαχία τής Κυζίκου και ανέκτησαν τον έλεγχο τής ζωτικής σημασίας διαδρομής προς τούς σιτοβολώνες τού Ευξείνου Πόντου. Οι Αθηναίοι υπό τον Αλκιβιάδη μπόρεσαν να συνάψουν εκεχειρία με τον σατράπη τής Φρυγίας Φαρνάβαζο, στον οποίο ο Αλκιβιάδης θα εύρισκε καταφύγιο αμέσως μετά. Ήταν μία από τις πολλές περιπτώσεις, στις οποίες εκδηλωνόταν σαφώς η μεγάλη αντιπαλότητα ανάμεσα στους Πέρσες σατράπες στη Μικρά Ασία. Το 409 π.Χ. οι Αθηναίοι ανακατέλαβαν το Βυζάντιο, τερματίζοντας την εξέγερσή του εναντίον τής Αθήνας και αναλαμβάνοντας τον έλεγχο ολόκληρου τού Βοσπόρου. Το 408 π.Χ. ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος Β’ αποφάσισε να βοηθήσει τη Σπάρτη στον πόλεμο και έκανε τον γιο του Κύρο σατράπη και στρατιωτικό διοικητή στη δυτική Μικρά Ασία. Όταν το 408/7 π.Χ. ο πρίγκηπας Κύρος ο Νεότερος έφτασε στα παράλια τού Αιγαίου και οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον Λύσανδρο στην Ιωνία, εκείνος, ως νέος διοικητής τού πελοποννησιακού στόλου, ζήτησε από τούς Πέρσες αυξημένη βοήθεια και ο Κύρος τούς τη χορήγησε χωρίς δισταγμό:84
Όχι πολύ καιρό πριν από αυτό οι Σπαρτιάτες είχαν στείλει τον Λύσανδρο ως ναύαρχο, αφού η θητεία τού Κρατησιππίδα είχε λήξει. Και αυτός, φτάνοντας στη Ρόδο και παίρνοντας πλοία από εκεί, έπλευσε προς την Κω και τη Μίλητο και από εκεί στην Έφεσο, όπου παρέμεινε με εβδομήντα πλοία μέχρι να φτάσει ο Κύρος στις Σάρδεις.85
Όταν έφτασε ο Κύρος, ο Λύσανδρος πήγε να τον επισκεφθεί μαζί με τούς πρεσβευτές από τη Σπάρτη. Τότε είπαν στον Κύρο τα πράγματα για τα οποία ο Τισσαφέρνης ήταν ένοχος και τον παρακάλεσαν να επιδείξει μεγαλύτερο ζήλο στον πόλεμο. Ο Κύρος απάντησε ότι αυτό τού είχε ζητήσει να κάνει και ο πατέρας του και ότι ο ίδιος δεν είχε διαφορετική πρόθεση, αλλά θα έκανε ό,τι ήταν δυνατό. Είχε φέρει μαζί του, είπε, πεντακόσια τάλαντα. Αν το ποσό αποδεικνυόταν ανεπαρκές, θα χρησιμοποιούσε δικά του χρήματα, που τού είχε δώσει ο πατέρας του. Και αν και αυτά ήσαν ανεπαρκή, θα έσπαγε και τον θρόνο πάνω στον οποίο καθόταν, που ήταν από ασήμι και χρυσό.86
Οι πρεσβευτές τον ευχαρίστησαν και τον προέτρεψαν να κάνει το ημερομίσθιο κάθε ναύτη μία αττική δραχμή, εξηγώντας ότι, αν οριζόταν το ημερομίσθιο σε αυτό το ποσό, οι ναύτες τού αθηναϊκού στόλου θα εγκατέλειπαν τα πλοία τους και έτσι θα ξόδευε λιγότερα χρήματα. Τούς απάντησε ότι το σχέδιό τους ήταν καλό, αλλά ότι δεν μπορούσε να ενεργήσει αντίθετα προς τις οδηγίες τού βασιλιά. Επίσης με βάση τις συμφωνίες ο βασιλιάς έπρεπε να δίνει τριάντα μνες τον μήνα για κάθε πλοίο, ανεξάρτητα από τον αριθμό των πλοίων που θα επιθυμούσαν να διατηρούν οι Σπαρτιάτες.87
Ο Λύσανδρος τότε σιώπησε, αλλά μετά το δείπνο, όταν ο Κύρος ήπιε στην υγειά του και τον ρώτησε ποια πράξη θα τον ικανοποιούσε περισσότερο, απάντησε: «Αν αύξανες κατά έναν οβολό την αμοιβή κάθε ναύτη». Και από τότε ο μισθός ήταν τέσσερις οβολοί, ενώ προηγουμένως ήταν τρεις. Ο Κύρος τακτοποίησε επίσης τις καθυστερούμενες πληρωμές και τούς έδωσε προκαταβολικά μισθό ενός μήνα, ώστε οι άνδρες τού στόλου να έχουν πολύ μεγαλύτερο ζήλο.88
Είχε έρθει ως νέος και με επιρροή ανώτατος διοικητής τής Δυτικής Μικράς Ασίας:89
… και ο Κύρος, που είχε έρθει για να είναι κυβερνήτης όλων των λαών στην ακτή και να στηρίξει τούς Σπαρτιάτες στον πόλεμο, έφερε επιστολή που απευθυνόταν σε όλους όσοι κατοικούσαν δίπλα στη θάλασσα, επιστολή που έφερε τη σφραγίδα τού βασιλιά και περιείχε, μεταξύ άλλων, αυτά τα λόγια: «Στέλνω τον Κύρο ως κάρανο των δυνάμεων που συγκεντρώνονται στην πεδιάδα τού Καστωλού». Και η λέξη κάρανος σημαίνει άρχοντας.90
Έτσι η Περσία εμπλεκόταν όλο και περισσότερο στην τελευταία φάση τού τριακονταετούς ελληνικού Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.) παίρνοντας το μέρος τής Σπάρτης, έστω κι αν το έκανε μόνο με οικονομικές ενισχύσεις. Στο τέλος η Περσία πέτυχε, νικώντας αυτή ουσιαστικά στον δεύτερο μεγάλο της πόλεμο με τούς Έλληνες τής Ευρώπης.
Το 408 π.Χ. ο Αλκιβιάδης επέστρεψε στην Αθήνα θριαμβευτικά ύστερα από απουσία επτά ετών. Το 407 π.Χ. ο αθηναϊκός στόλος ηττήθηκε από τον σπαρτιατικό στη ναυμαχία τού Νότιου. Οι αντίπαλοι τού Αλκιβιάδη στην Αθήνα τον απομάκρυναν από τη διοίκηση. Ο Αλκιβιάδης δεν επέστρεψε ποτέ πια στην Αθήνα. Το 406 π.Χ. η Αθήνα νίκησε τη Σπάρτη στη ναυμαχία των Αργινουσσών και ήρε τον αποκλεισμό τού Κόνωνα. Το 406 π.Χ. η Σπάρτη ζήτησε ειρήνη, αλλά η Αθήνα την απέρριψε. Το 405 π.Χ. ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Παυσανίας επέβαλε πολιορκία στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να αρχίσει η πόλη να λιμοκτονεί. Την ίδια χρονιά πέθανε ο Δαρείος Β’ κατά το δέκατο ένατο έτος τής βασιλείας του και τον διαδέχθηκε ως Πέρσης βασιλιάς ο γιος του Αρταξέρξης Β’. Το 404 π.Χ. η Αθήνα παραδόθηκε στη Σπάρτη, τερματίστηκε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και η Σπάρτη επέβαλε στην Αθήνα το ολιγαρχικό καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων.
Ελληνο-περσικές σχέσεις την εποχή τής «Κύρου Ανάβασης»
Η συμμαχία λοιπόν Περσίας και Σπάρτης και η από κοινού αντιπαλότητα προς την Αθήνα χαρακτήριζε τις ελληνο-περσικές σχέσεις κατά τα τρία χρόνια που καλύπτει το βιβλίο τού Ξενοφώντος (401-399 π.Χ.). Επομένως ο αναγνώστης δεν πρέπει να παραξενευτεί, διαβάζοντας πιο κάτω ότι οι Σπαρτιάτες έστειλαν στην Ισσό για να βοηθήσουν τον Κύρο τριανταπέντε πολεμικά πλοία υπό τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Πυθαγόρα, από τα οποία αποβιβάστηκαν επτακόσιοι Σπαρτιάτες οπλίτες υπό τον Χειρίσοφο, ο οποίος, μετά τη σύλληψη και θανάτωση τού Κλεάρχου, έπαιξε βασικό ρόλο, ως αρχηγός τής στρατιάς κατά την υποχώρησή της από τον ποταμό Ζαπάτα μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και από εκεί δυτικότερα μέχρι τον θάνατό του. Ούτε πρέπει να παραξενευτεί διαβάζοντας προς το τέλος τού βιβλίου ότι οι Σπαρτιάτες, ύστερα από αίτημα τού σατράπη τής Ελλησποντιακής Φρυγίας Φαρνάβαζου, διέταξαν τη στρατιά να περάσει από την ασιατική ακτή τού Βοσπόρου στην ευρωπαϊκή, δηλαδή από την επικράτεια τού Φαρνάβαζου στο κατεχόμενο από τούς Σπαρτιάτες Βυζάντιο, για να μην παρενοχλούνται οι υπήκοοι τού σατράπη και οι περιουσίες τους.
Όμως ο Ξενοφών γράφει κλείνοντας, ότι τα απομεινάρια τού στρατού των Μυρίων ενώθηκαν με σπαρτιατικά στρατεύματα εναντίον των σατραπών τής Δυτικής Μικράς Ασίας Τισσαφέρνη και Φαρνάβαζου. Ας δούμε λοιπόν ποιες υπήρξαν οι ελληνο-περσικές σχέσεις μετά την Κύρου Ανάβαση.
Τα μετά την «Κύρου Ανάβαση»
Ο περσικός πόλεμος τής Σπάρτης (400-394 π.Χ.)
Οι οικονομικοί πόροι των Περσών είχαν επιτρέψει στη Σπάρτη να φτιάξει στόλο και είχαν επομένως συμβάλει στη μεγάλη νίκη τής Σπάρτης επί τής Αθήνας στον πόλεμο για την ηγεμονία στην Ελλάδα. Σε αντάλλαγμα η Σπάρτη είχε πουλήσει τούς Έλληνες τής Μικράς Ασίας στους Πέρσες. Τώρα, ύστερα από τη διάλυση τής Δηλιακής Συμμαχίας και ύστερα από τα γεγονότα που ακολούθησαν την άνοδο τού Αρταξέρξη Β’ στον θρόνο, όταν ο Κύρος, ο νεότερος αδελφός του, απέτυχε να τον εκθρονίσει, όπως περιγράφεται σε αυτό το βιβλίο, παρά τη βοήθεια 10.000 Ελλήνων μισθοφόρων και την υποστήριξη των Σπαρτιατών, η πιο ισορροπημένη και ολοκληρωμένη περσική πολιτική που ακολουθούσαν οι σατράπες Τισσαφέρνης (στις Σάρδεις) και Φαρνάβαζος (στο Δασκύλιον) αποτελούσε πραγματικό κίνδυνο για τούς Έλληνες τής Μικράς Ασίας. Έτσι το «ιωνικό πρόβλημα» αναβίωσε και πάλι. Οι ιωνικές πόλεις, τις οποίες (και τον φόρο υποτέλειας των οποίων) διεκδικούσαν οι Πέρσες, ζήτησαν βοήθεια από τη Σπάρτη για να υπερασπιστούν την αυτονομία τους και έτσι η Σπάρτη, για πρώτη φορά, ξεκίνησε πόλεμο σε περσικό έδαφος, στη Μικρά Ασία.
Για έξι χρόνια (400-394 π.Χ.) σπαρτιατικά στρατεύματα πολεμούσαν στη Δυτική Μικρά Ασία,91 στην αρχή αρκετά πετυχημένα. Αργότερα, όταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος (στον οποίο ο Ξενοφών αφιέρωσε εγκωμιαστική βιογραφία) ανέλαβε τη διοίκηση των εκστρατευτικών δυνάμεων το 396 π.Χ., κινητοποίησε επιπλέον στρατεύματα Ελλήνων, Καρών και Μυσών (μεταξύ των οποίων και τα απομεινάρια των θρυλικών 10.000 Ελλήνων μισθοφόρων τού Κύρου), ενώ ακόμη και ένας Πέρσης ευγενής με το όνομα Σπιθριδάτης πέρασε με το μέρος των Σπαρτιατών.
Ο Αγησίλαος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τούς πόθους για αυτονομία των διαφόρων εθνών τής Μικράς Ασίας και να τούς στρέψει εναντίον τού Πέρση βασιλιά. Ωστόσο οι ενέργειές του ήσαν μάλλον τυχαίες και ξόδεψε την ενεργητικότητά του σε πάρα πολλές διαφορετικές δραστηριότητες. Στο τέλος οι σπαρτιατικές προσπάθειες απέτυχαν παταγωδώς, κυρίως επειδή οι Πέρσες συνδύασαν τις προσπάθειές τους κάτω από κοινή ανώτατη διοίκηση, αρχικά υπό τον Τισσαφέρνη, στη συνέχεια υπό τον Τιθραύστη και στο τέλος υπό τον Φαρνάβαζο, καθώς και επειδή χρηματοδότησαν την κατασκευή νέου στόλου στην Κύπρο από τον Αθηναίο εξόριστο Κόνωνα (πρόθυμο εργαλείο τού μεγάλου βασιλέα), όπως και τις δαπάνες τού συνασπισμού τής Θήβας, τής Κορίνθου και άλλων πόλεων, που ξεσηκώθηκαν εναντίον τής τυραννικής εξουσίας τής Σπάρτης στον λεγόμενο Κορινθιακό πόλεμο (395-386 π.Χ.).
Το ξέσπασμα αυτού τού πολέμου, που είχε σκοπό την αποκατάσταση τής εξουσίας τής Αθήνας απέναντι σε εκείνη τής Σπάρτης, υποχρέωσε τον Αγησίλαο να επιστρέψει στην Ελλάδα. Και η νίκη τού Κόνωνος στην ναυμαχία στα ανοικτά τής Κνίδου το 394 π.Χ. οδήγησε σε τέλος της τη στρατιωτική εμπλοκή τής Σπάρτης στη Μικρά Ασία:92
Όταν [ο Αγησίλαος] βρισκόταν στην είσοδο τής Βοιωτίας, ο ήλιος φαινόταν ότι εμφανίστηκε σε σχήμα ημισελήνου, ενώ τού έφεραν νέα ότι οι Σπαρτιάτες είχαν ηττηθεί στη ναυμαχία και ότι είχε σκοτωθεί ο ναύαρχος Πείσανδρος. Ειπώθηκε επίσης ο τρόπος με τον οποίο είχε δοθεί η ναυμαχία. Γιατί ήταν κοντά στην Κνίδο όταν οι στόλοι έπλευσαν ο ένας εναντίον τού άλλου και ο Φαρνάβαζος που ήταν ναύαρχος είχε τα φοινικικά πλοία, ενώ ο Κόνων με τον ελληνικό στόλο παρατάχθηκε μπροστά του. Και όταν ο Πείσανδρος, παρά το γεγονός ότι τα πλοία του ήσαν σαφώς λιγότερα από τα ελληνικά πλοία τού Κόνωνος, παρατάχθηκε για να ναυμαχήσει εναντίον τους, οι σύμμαχοί του στην αριστερή πτέρυγα τράπηκαν αμέσως σε φυγή, ενώ ο ίδιος, αφού συγκρούστηκε με τον εχθρό, οδηγήθηκε προς τη στεριά, αφού η τριήρης του είχε καταστραφεί από τις εμβολές τού εχθρού. Και ενώ όλοι οι άλλοι που οδηγήθηκαν στη στεριά εγκατέλειψαν τα πλοία τους και διέφυγαν όπως μπορούσαν προς την Κνίδο, ο ίδιος έπεσε μαχόμενος στο πλοίο.93
Έτσι, ύστερα από περισσότερα από ογδόντα χρόνια, η περσική ναυτική υπεροχή στο Αιγαίο και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο είχε αποκατασταθεί.
Ο πόλεμος είχε καταστήσει σαφείς τις αδυναμίες στη δομή και την οργάνωση τής Περσικής Αυτοκρατορίας, που ήσαν η προσπάθεια για αυτονομία των μεμονωμένων εθνών και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους επιμέρους σατράπες. Αυτή η αστάθεια τής Περσικής Αυτοκρατορίας, ακριβέστερα τού τμήματός της στη Μικρά Ασία, όπου ο έλεγχος τον οποίον ασκούσαν οι Πέρσες ήταν μερικές φορές κάπως αβέβαιος, εμφανίστηκε εκεί για πρώτη φορά και αυξήθηκε επικίνδυνα κατά τη διάρκεια τού 4ου π.Χ. αιώνα.
Η Ανταλκίδειος Ειρήνη (387/86 π.Χ.) και τα μετέπειτα
Η αποχώρηση τής Σπάρτης από τη Μικρά Ασία και η ανανέωση τού πόλεμου στην πατρίδα οδήγησε σε αυξανόμενη αδιαφορία για τα προβλήματα των Ελλήνων τής Μικράς Ασίας. Ύστερα από χρόνια διαπραγματεύσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ανταλκίδας στάλθηκε στον σατράπη Τιρίβαζο και στη συνέχεια στα Σούσα, στον ίδιο τον μεγάλο βασιλέα, συμφωνήθηκε η λεγόμενη Ανταλκίδειος Ειρήνη. Αυτή η ειρηνευτική συμφωνία, την οποία απέσπασε ο Ανταλκίδας από τον Αρταξέρξη Β’, στην πραγματικότητα υπαγορεύτηκε από τον μεγάλο βασιλέα και επιβλήθηκε στους Έλληνες, αλλά σε μια εποχή που η Περσική Αυτοκρατορία είχε καταστεί μάλλον αδύναμη. Δεν είναι λοιπόν παράξενο το γεγονός ότι οι Έλληνες αρχικά αντιστάθηκαν και αργότερα δέχθηκαν πολύ διστακτικά τούς όρους τού βασιλιά σε ειρηνευτική διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Σπάρτη το 386 π.Χ. Οι βασικοί όροι τού βασιλιά για την ειρήνη ήσαν οι εξής:94
Ο βασιλιάς Αρταξέρξης θεωρεί δίκαιο να ανήκουν σε αυτόν οι πόλεις τής Μικράς Ασίας και τα νησιά Κλαζομενές και Κύπρος, καθώς και να παραμείνουν ανεξάρτητες οι άλλες ελληνικές πόλεις, μικρές και μεγάλες, εκτός από τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο. Αυτές πρέπει να ανήκουν, όπως παλιά, στους Αθηναίους. Αλλά όποιους δεν αποδεχθούν αυτή την ειρήνη, θα τούς πολεμήσω, μαζί με όσους επιθυμούν τη ρύθμιση αυτή, και από τη στεριά και από τη θάλασσα, με πλοία και με χρήματα.95
Κατά τον Ισοκράτη αυτή η δικτατορική ειρήνη τού βασιλιά ήταν προσταγή και όχι συμφωνημένη συνθήκη:96
Αυτά παραμένουν ανέπαφα και θεωρούμε ότι μάς δεσμεύουν, ενώ έπρεπε να τα είχαμε καταργήσει και να μην επιτρέψουμε να σταθούν ούτε για μια μέρα, αντιλαμβανόμενοι ότι πρόκειται για προσταγές και όχι για συμφωνημένη συνθήκη. Ποιος άραγε δεν ξέρει ότι συνθήκη είναι εκείνο που είναι δίκαιο και αμερόληπτο και για τις δύο πλευρές, ενώ προσταγή είναι εκείνο που βάζει άδικα τη μία πλευρά σε μειονεκτική θέση; 97
Η ειρήνη τού βασιλιά προσδιόρισε τις εξελίξεις για τις επόμενες δεκαετίες, κατά τις οποίες οι Έλληνες ήσαν απασχολημένοι με τις δικές τους υποθέσεις και λειτουργούσαν συνεχώς ο ένας εναντίον τού άλλου σε διάφορες συμμαχίες και ομαδοποιήσεις, ακόμη κι αν αναζητούσαν όλοι από καιρό σε καιρό περσική υποστήριξη. Γιατί οι Πέρσες εκμεταλλεύονταν εκείνο που ήταν κατά την άποψη των Ελλήνων η θεμελιώδης αρχή τής αυτονομίας των επιμέρους πόλεων-κρατών, για να διασπάσουν ολόκληρη την Ελλάδα σε αδύναμα μικροσκοπικά κράτη και να υπονομεύσουν έτσι την αυτονομία που τούς έφερναν.
Η πιο σημαντική πρόκληση για τούς Πέρσες υπήρξε εκείνη την εποχή ο Ευαγόρας, ο βασιλιάς τής Σαλαμίνας τής Κύπρου (Διόδ. 14.98-15.9), ο οποίος, μετά την απόλυση τού Κόνωνα από τούς Πέρσες, προσπάθησε να αποκτήσει ανεξαρτησία και να αναλάβει τον έλεγχο ολόκληρου τού νησιού. Για κάποιο διάστημα κατόρθωσε να επεκτείνει την εξουσία του στην Κιλικία και στη Φοινίκη, αλλά στο τέλος τον απώθησαν πίσω στη Σαλαμίνα τής Κύπρου, τον έκλεισαν εκεί και έτσι αναγκάστηκε να δεχτεί τούς όρους ειρήνης που ζήτησε ο μεγάλος βασιλέας, οι οποίοι όμως ήσαν ευνοϊκοί και για τον ίδιο (Διόδ. 15.9):
Ο Ευαγόρας λοιπόν κατάφερε παραδόξως να αποφύγει τη σύλληψη και συμφώνησε για ειρήνη, υπό τον όρο ότι ο ίδιος θα ήταν βασιλιάς τής Σαλαμίνας, θα πλήρωνε τον προσδιορισμένο φόρο υποτέλειας σε ετήσια βάση και θα υπάκουε ως βασιλιάς στις εντολές τού βασιλιά [Αρταξέρξη].98
Τώρα πια ο Αττικός ρήτορας Ισοκράτης αναλάμβανε τον ρόλο τού εκπρόσωπου τής πανελλήνιας προπαγάνδας και καλούσε τούς Έλληνες, για πρώτη φορά το 380 π.Χ. με τον εμπρηστικό Πανηγυρικό του, να ενωθούν και να εξαπολύσουν πόλεμο κατά των Περσών. Στην ομιλία του αυτή ο Ισοκράτης υπογράμμιζε την πραγματική κατωτερότητα τού μεγάλου βασιλέα, ο οποίος ήταν ισχυρός μόνο χάρη στις διαφωνίες μεταξύ των ίδιων των Ελλήνων και τού οποίου την αδυναμία καθιστούσε μάλιστα σαφή με την εκστρατεία των 10.000 Ελλήνων μισθοφόρων τού Κύρου τού Νεότερου και με τις πολυάριθμες εξεγέρσεις στην αυτοκρατορία του:99
…Και δεν υπάρχει λόγος να φοβάται κανείς ούτε τον στρατό που ακολουθεί τον βασιλιά, ούτε το θάρρος των Περσών. Γιατί εκείνοι, όπως απέδειξαν ολοφάνερα αυτοί που ανέβηκαν στην Περσία μαζί με τον Κύρο, δεν είναι καλύτεροι από τούς ανθρώπους που κατοικούν κοντά στη θάλασσα. Αφήνω τις άλλες μάχες στις οποίες ηττήθηκαν και θα δεχτώ ότι χωρίστηκαν σε φατρίες και δεν ήσαν πρόθυμοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου εναντίον τού αδελφού τού βασιλιά.100
Αλλά όταν μετά τον θάνατο τού Κύρου ενώθηκαν όλοι οι κάτοικοι τής Ασίας, ακόμη και κάτω από αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες πολέμησαν τόσο αισχρά, ώστε να μην έχουν τίποτε να πουν εκείνοι που συνηθίζουν να επαινούν το θάρρος των Περσών. Γιατί όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με έξι χιλιάδες Έλληνες, όχι επιλεγμένους μεταξύ των αρίστων, αλλά εκείνους οι οποίοι λόγω δυσκολιών δεν μπορούσαν να ζουν στις δικές τους πόλεις, εκείνους που δεν γνώριζαν τη χώρα και ήσαν έρημοι από συμμάχους, εκείνους που είχαν προδοθεί από αυτούς με τούς οποίους είχαν πραγματοποιήσει μαζί την ανάβαση, εκείνους που είχαν στερηθεί τον ηγέτη, τα βήματα τού οποίου ακολουθούσαν, ήσαν τόσο κατώτεροί τους, που και ο ίδιος ο βασιλιάς, σε αμηχανία από την κατάσταση των πραγμάτων και έχοντας κακή άποψη για τις δικές του δυνάμεις, τόλμησε να συλλάβει τούς διοικητές τους ενώ τούς προστάτευε εκεχειρία, νομίζοντας ότι, διαπράττοντας αυτή την παρανομία, θα έσπερνε σύγχυση στο στρατόπεδό τους και προτίμησε να προσβάλλει τούς θεούς παρά να τούς αντιμετωπίσει σε ανοιχτή μάχη.101
Και όταν απέτυχε στο κακόβουλο σχέδιό του και οι στρατιώτες παρέμειναν ενωμένοι και άντεξαν με γενναίο τρόπο τη συμφορά, έστειλε μαζί τους στην επιστροφή τους τον Τισσαφέρνη και το ιππικό του, παρά τις κακόβουλες προσπάθειες των οποίων σε όλη τη διάρκεια τού ταξιδιού τους, οι δικοί μας έφτασαν στον προορισμό τους με τέτοια ασφάλεια, σαν να τούς είχαν συνοδεύσει οι Πέρσες, φοβούμενοι περισσότερο τις ερημιές τής χώρας και θεωρώντας μέγιστο αγαθό να συναντούν στον δρόμο τους όσο το δυνατόν περισσότερους εχθρούς.102
Ας ανακεφαλαιώσω αυτά που είπα: μη έχοντας ξεκινήσει για απλή λεηλασία ή για την κατάληψη ενός χωριού, αλλά έχοντας εκστρατεύσει εναντίον τού ίδιου τού βασιλιά, κατέβηκαν μέχρι τη θάλασσα με μεγαλύτερη ασφάλεια από εκείνους που πηγαίνουν σε πρεσβείες φιλίας στην αυλή του. Μού φαίνεται λοιπόν ότι σε όλα τα μέρη τού κόσμου οι Πέρσες έχουν επιδείξει σαφώς τη δειλία τους. Γιατί και στην ακτογραμμή τής Μικράς Ασίας υπέστησαν πολλές ήττες και όταν πέρασαν στην Ευρώπη πλήρωσαν την τιμωρία (γιατί πολλοί από αυτούς πέθαναν με φρικτό τρόπο και άλλοι διέφυγαν ατιμωτικά), ενώ τελείωσαν γινόμενοι καταγέλαστοι μπροστά στο ίδιο το παλάτι τού βασιλιά τους…103
Στο μεταξύ η σπαρτιατική ηγεμονία στην Ελλάδα θα κρατούσε άλλα 16 χρόνια μετά την Ανταλκίδειο Ειρήνη τού 387/386 π.Χ., μέχρι τη στιγμή που, προσπαθώντας να επιβάλουν τη θέλησή τούς στους Θηβαίους, οι Σπαρτιάτες θα γνώριζαν αποφασιστική ήττα στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οδήγησε τότε τα στρατεύματα των Θηβαίων στην Πελοπόννησο και άλλες πόλεις-κράτη αυτομόλησαν από τη σπαρτιατική υπόθεση. Οι Θηβαίοι μπόρεσαν έτσι να προχωρήσουν στη Μεσσηνία και να απελευθερώσουν τον πληθυσμό.
Στερούμενη τη γη και τούς δουλοπάροικούς της, η Σπάρτη υποβιβάστηκε σε δεύτερης κατηγορίας δύναμη. Η θηβαϊκή ηγεμονία που επιβλήθηκε έτσι ήταν βραχύβια. Στην αιματηρή μάχη τής Μαντινείας το 362 π.Χ. η Θήβα, αν και νίκησε, έχασε τον βασικό ηγέτη της, τον Επαμεινώνδα, καθώς και μεγάλο μέρος τού στρατού της. Στην ίδια μάχη σκοτώθηκε και ο Γρύλλος, ο γιος τού Ξενοφώντος, πολεμώντας με τις δυνάμεις των Αθηναίων στο πλευρό των Σπαρτιατών. Οι απώλειες στη Μαντίνεια υπήρξαν τόσο μεγάλες για όλες τις πόλεις-κράτη, που καμία δεν μπόρεσε να συνέλθει ύστερα από αυτήν.
Η αποδυνάμωση των ελληνικών πόλεων-κρατών συνέπεσε χρονικά με την άνοδο των Μακεδόνων με επικεφαλής τον Φίλιππο Β’. Μέσα σε είκοσι χρόνια ο Φίλιππος είχε ενοποιήσει το βασίλειό του, είχε επεκταθεί βόρεια και δυτικά σε βάρος των φυλών των Ιλλυριών και στη συνέχεια κατέκτησε τη Θεσσαλία και τη Θράκη.
Το 346 π.Χ., όταν η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα είχε αλλάξει ριζικά, στην επιστολή του προς τον Φίλιππο Β’ (359-336 π.Χ.) ο Ισοκράτης επαναλάμβανε και πάλι τις απαιτήσεις του και έκανε έκκληση στο ίδιο πνεύμα στον Μακεδόνα βασιλιά:104
…Δεν προτίθεμαι να σε ενθαρρύνω μέσα από αυτές τις περιπτώσεις, αλλά μάλλον να σού υπενθυμίσω την τύχη εκείνων που θεωρείται ότι ατύχησαν, εννοώ αυτούς που συστρατεύτηκαν με τον Κύρο και τον Κλέαρχο. Συμφωνούν όλοι ότι νίκησαν πολεμώντας ολόκληρη τη δύναμη τού βασιλιά σαν να πολεμούσαν εναντίον των γυναικών των Περσών, αλλά ότι, όταν φαινόταν ότι είχαν επικρατήσει, απέτυχαν λόγω τής ορμητικότητας τού Κύρου, ο οποίος, όντας περιχαρής και προχωρώντας στην καταδίωξη πολύ μπροστά από τούς δικούς του, βρέθηκε ανάμεσα σε εχθρούς και σκοτώθηκε.105
Η μάχη τής Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και η ηγεμονία των Μακεδόνων
Μετά τη νίκη του στην αποφασιστική μάχη τής Χαιρώνειας τον Αύγουστο τού 338 π.Χ. και την υποταγή των Ελλήνων, ο Μακεδόνας βασιλιάς διακήρυξε τον πανελλήνιο πόλεμο εναντίον τής Περσίας, για να εκδικηθούν για τις θηριωδίες που διαπράχθηκαν το 480 π.Χ. από τον Ξέρξη. Έγινε εκ των πραγμάτων ηγεμόνας ολόκληρης τής Ελλάδας εκτός από την Σπάρτη. Ανάγκασε την πλειοψηφία των πόλεων-κρατών να ενταχθούν στην ένωση τής Κορίνθου και να συμμαχήσουν μαζί του, ενώ τις απέτρεψε από μεταξύ τους προστριβές.
Μόλις ένα χρόνο αργότερα ο Φίλιππος Β’ δολοφονήθηκε. Ο νεαρός γιος και διάδοχός του Αλέξανδρος Γ’, ο ονομαζόμενος Μέγας (336-323 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία καθώς και την ανώτατη διοίκηση τής εκστρατείας εναντίον των Περσών. Η θριαμβευτική του πορεία μέσω τής Περσικής Αυτοκρατορίας, με αποκορύφωμα τις νικηφόρες μάχες στον Γρανικό ποταμό (Μάιος 334 π.Χ.), στην Ισσό (Νοέμβριος 333 π.Χ.) και στα Γαυγάμηλα (Οκτώβριος 331 π.Χ.) οδήγησαν στην κατάλυση τής Περσικής Αυτοκρατορίας μετά τον θάνατο τού Δαρείου Γ’, που δολοφονήθηκε το 330 π.Χ. από τον Βακτριανό σατράπη του Βήσσο.
Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος το 323 π.Χ., η ελληνική δύναμη και επιρροή βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Είχε όμως υπάρξει ουσιαστική μετατόπιση από την ανεξαρτησία και την παράδοση των ελληνικών πόλεων-κρατών. Ξεκινούσε πια η ανάπτυξη τού ελληνιστικού πολιτισμού.
Ο ρόλος τής «Κύρου Ανάβασης» τού Ξενοφώντος στην επιτυχία τού Αλέξανδρου
Προφανώς τα κατορθώματα των 10.000 Ελλήνων μισθοφόρων που πορεύτηκαν και πολέμησαν επί δύο περίπου χρόνια στο τρίγωνο Ελλήσποντος – Βαβυλωνία – Τραπεζούς – Ελλήσποντος (401-399 π.Χ.) προκάλεσαν κατάπληξη στην Ελλάδα, τής οποίας πρώτη ένδειξη, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί, είναι οι Περσικοί πόλεμοι τής Σπάρτης στη Μικρά Ασία, που ακολούθησαν αμέσως μετά (400-394 π.Χ.). Στους πολέμους αυτούς συμμετείχαν και τα απομεινάρια τού στρατού των Μυρίων, καθώς και ο ίδιος ο Ξενοφών στο πλευρό τού Αγησίλαου. Το ερώτημα είναι κατά πόσον η γνώση και οι πληροφορίες που έγιναν διαθέσιμες από την πρώτη αυτή εκστρατεία των Ελλήνων συμμάχων και μισθοφόρων τού Κύρου συνετέλεσαν στην επιτυχία τής αντίστοιχης εκστρατείας, που ανέλαβε ο Αλέξανδρος εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα. Και το ερώτημα είναι καθαρά τεχνικό, γιατί κατά τα άλλα η Κύρου Ανάβαση οπωσδήποτε επέδρασε θετικά στην ψυχολογία των Ελλήνων, όχι μόνο τού Αγησίλαου και τού Ισοκράτη.
Παραδόξως, σε αντίθεση με την Κύρου Ανάβαση τού Ξενοφώντος, δεν υπάρχει ή δεν διασώζεται περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα για την Αλεξάνδρου Ανάβαση. Το ομώνυμο έργο τού Αρριανού γράφτηκε πέντε περίπου αιώνες αργότερα. Την ίδια πάνω-κάτω εποχή έγραψε και ο Πλούταρχος για τον Αλέξανδρο.
Ο Αρριανός, που προφανώς είχε διαβάσει τον Ξενοφώντα, αφού άλλωστε παραλλαγή τού τίτλου τού βιβλίου τού Ξενοφώντος χρησιμοποίησε στο δικό του, γράφει κάπου:106
Λέγεται επίσης ότι [ο Αλέξανδρος] υπενθύμισε στους στρατιώτες του τον Ξενοφώντα και τούς δέκα χιλιάδες άνδρες που τον συνόδευσαν, ισχυριζόμενος ότι εκείνοι δεν ήσαν με κανένα τρόπο συγκρίσιμοι με αυτούς ούτε σε αριθμό ούτε σε ικανότητες, αφού δεν είχαν ούτε Θεσσαλούς, Βοιωτούς, Πελοποννήσιους, Μακεδόνες ή Θράκες ιππείς, ούτε κανενός άλλου είδους ιππικό από εκείνο που υπήρχε στον Μακεδονικό στρατό, ενώ δεν είχαν ούτε τοξότες ή σφεντονιστές, εκτός από λίγους Κρήτες και Ρόδιους, που είχαν μάλιστα ετοιμαστεί από τον Ξενοφώντα κάτω από παρόρμηση τη στιγμή τού κινδύνου. Παρ’ όλα αυτά κατατρόπωσαν τον βασιλιά και όλες τις δυνάμεις του κοντά στην ίδια τη Βαβυλώνα και κατόρθωσαν να φτάσουν στον Εύξεινο Πόντο νικώντας όλες τις φυλές που βρέθηκαν στον δρόμο τους καθώς πορεύονταν προς τα εκεί.107
Όμως, παρά το γεγονός ότι, όπως διαβάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Έλληνας φιλόσοφος τού 4ου-5ου μ.Χ. αιώνα Ευνάπιος έχει γράψει ότι «ο Μέγας Αλέξανδρος δεν θα γινόταν μέγας, αν δεν υπήρχε ο Ξενοφών»,108 ο ρόλος τής «Κύρου Ανάβασης» τού Ξενοφώντος στη μετέπειτα επιτυχία τού Αλέξανδρου, όσο ευλόγως κι αν υποστηρίζεται, δεν είναι εύκολο να τεκμηριωθεί.109
Γιατί γράφτηκε η «Κύρου Ανάβαση»;
Ο Ξενοφών δεν είχε κεντρικό ρόλο στην εκστρατεία τού Κύρου, στην οποία έλαβε μέρος συμπτωματικά, όπως λέει ο ίδιος, όταν ανταποκρίθηκε σε πρόσκληση φίλου του, τού Προξένου, να γνωρίσει τον Κύρο στις Σάρδεις. Έφτασε εκεί ακριβώς τη στιγμή που ο Κύρος, ο Πρόξενος και οι άλλοι ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν για την υποτιθέμενη εκστρατεία εναντίον των Πισίδων και τούς ακολούθησε, όπως λέει, κατά προτροπή τού Προξένου και τού Κύρου. Ο Ξενοφών δεν είχε κανένα ηγετικό ρόλο στη διάταξη τού στρατεύματος και στη μάχη στα Κούναξα, αλλά ούτε και στην υποχώρηση των Μυρίων από το πεδίο τής μάχης μετά τον θάνατο τού Κύρου, τουλάχιστον μέχρι τη σύλληψη από τον Τισσαφέρνη των Ελλήνων στρατηγών στην περιοχή τής συμβολής τού ποταμού Ζαπάτα με τον Τίγρη.
Ο Ξενοφών επιλέχτηκε ως ένας από τούς στρατηγούς στη θέση τού συλληφθέντος φίλου του, τού Προξένου, αλλά και πάλι στρατιωτικός ηγέτης στη θέση τού Κλεάρχου είχε εκλεγεί ο Σπαρτιάτης Χειρίσοφος, ενώ ο Ξενοφών είχε αναλάβει τη διοίκηση τής οπισθοφυλακής μαζί με τον Τιμασίωνα. Επομένως κατά την Κάθοδο των Μυρίων από τον ποταμό Ζαπάτα μέχρι την Τραπεζούντα ηγέτης τού στρατεύματος ήταν ο Χειρίσοφος.
Στην Τραπεζούντα ο Χειρίσοφος επιβιβάστηκε σε πλοίο και πήγε στο κατεχόμενο από τούς Σπαρτιάτες Βυζάντιο, για να ζητήσει πλοία από τούς συμπατριώτες του, επειδή τύχαινε να γνωρίζει τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Αναξίβιο. Στο διάστημα αυτό υποστράτηγος στη θέση τού Χειρισόφου ήταν ο Λάκωνας Νέων ο Ασιναίος, όπως προκύπτει από τα γραφόμενα στο βιβλίο. Ο Χειρίσοφος ξανασυνάντησε το στράτευμα στην Αρμένη τής Σινώπης. Ο στρατός είχε φτάσει εκεί με πλοία των Σινωπέων από τα Κοτύωρα, ενώ ο Χειρίσοφος είχε πλεύσει εκεί από το Βυζάντιο, χωρίς να φέρνει βοήθεια. Στο σημείο εκείνο οι Έλληνες αποφάσισαν να εκλέξουν ένα στρατηγό με απόλυτη εξουσία. Επέλεξαν τον Χειρίσοφο, έστω κι αν επιθυμία τους ήταν, όπως λέει ο Ξενοφών, να εκλέξουν τον ίδιο, ο οποίος αρνήθηκε. Αργότερα, όταν οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, που ήσαν οι πολυπληθέστεροι στο στράτευμα, αποφάσισαν να εκλέξουν δέκα δικούς τους στρατηγούς και να προχωρήσουν μόνοι τους, ο Ξενοφών ήθελε να συνεχίσουν οι υπόλοιποι μαζί, υπό τον Χειρίσοφο εννοείται, που είχε εκλεγεί στρατιωτικός διοικητής, αλλά οι Σπαρτιάτες, κάτω από την επιρροή τού Νέωνος επί τού δυσαρεστημένου πια Χειρισόφου, αποφάσισαν να πορευτούν μόνοι τους. Τότε μάλιστα ο Ξενοφών σκέφτηκε να παρατήσει το στράτευμα και να φύγει για την Ελλάδα, πράγμα για το οποίο τον απέτρεψαν οι θεοί. Ο στρατός χωρίστηκε λοιπόν στα τρία και ο Ξενοφών διοικούσε τούς υπόλοιπους, τούς όχι Αρκάδες και Αχαιούς, ούτε Σπαρτιάτες, συνολικά δηλαδή 2.000 άνδρες.
Όταν επανενώθηκε το στράτευμα στον Λιμένα Κάλπης και οι Πελοποννήσιοι αποφάσισαν ότι ο στρατός έπρεπε να επιστρέψει στην προηγούμενη οργάνωση, ο Χειρίσοφος είχε πια πεθάνει και τη θέση του είχε πάρει ο Νέων από την Ασίνη. Μέχρι λοιπόν το Βυζάντιο και την πρωτοβουλία τού Ξενοφώντος να έρθει σε επαφή με τον Θράκα Σεύθη και να θέσει στη διάθεσή του την ελληνική δύναμη (έβδομο βιβλίο), δεν προκύπτει ηγετικός ρόλος τού Ξενοφώντος στο ελληνικό στράτευμα. Αλλά και στη Θράκη στρατιωτικός διοικητής των εκστρατειών-λεηλασιών ήταν ο ίδιος ο Σεύθης.
Γιατί λοιπόν έγραψε ο Ξενοφών την Κύρου Ανάβαση, στην οποία από το τρίτο βιβλίο μέχρι το τέλος, από τη σύλληψη δηλαδή τού Κλεάρχου, προσδίδει στον εαυτό του τον ηγετικό ρόλο, εμφανιζόμενος ως έχων πάντοτε την καλύτερη πρόταση και υποβαθμίζοντας εντελώς τον ρόλο τού Σπαρτιάτη στρατιωτικού διοικητή Χειρισόφου, στον θάνατο τού οποίου δεν αφιέρωσε ούτε γραμμή; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πραγματικά περιστατικά. Η πορεία των Μυρίων από τις Σάρδεις στη Βαβυλωνία και η επιστροφή τους στο Βυζάντιο μέσω Τραπεζούντας οπωσδήποτε εντυπωσίασαν τον αρχαίο κόσμο. Αναφέραμε ήδη ότι η «Κύρου Ανάβαση και η Κάθοδος των Μυρίων» χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τον Αθηναίο ρήτορα Ισοκράτη ως βασικό επιχείρημα τής αδυναμίας των Περσών και τής ανάγκης συσπείρωσης των Ελλήνων για εναντίον τους εκστρατεία. Όμως ο Ισοκράτης (436-338 π.Χ.) ήταν σύγχρονος τού Ξενοφώντος και όχι απλώς συμπολίτης του Αθηναίος, αλλά και καταγόμενος από τον ίδιο δήμο, τον δήμο Ερχείας στα Μεσόγεια. Μάλιστα αναφέρεται ότι έγραψε εγκώμιο για τον Γρύλλο, τον γιο τού Ξενοφώντος, που σκοτώθηκε στη μάχη τής Μαντινείας. Γιατί λοιπόν δεν αναφέρει ο Ισοκράτης τον Ξενοφώντα στις παραπομπές του στους Μυρίους τόσο στον Πανηγυρικό όσο και στην επιστολή Φίλιππος; Αν δεν είναι επαρκής η εξήγηση ότι ο φιλο-λακωνισμός τού Ξενοφώντος δεν εξυπηρετούσε τα πολιτικά σχέδια τής εποχής, όπου όλοι οι Έλληνες, πλην Λακεδαιμονίων, είχαν αναγνωρίσει την κυριαρχία τού Φίλιππου Β’ τού Μακεδόνα, τότε ο ρόλος τού Ξενοφώντος στην Κάθοδο των Μυρίων ίσως ήταν λιγότερο σημαντικός απ’ όσο παρουσιάζεται από τον ίδιο.
Για τον προσδιορισμό τού σκοπού τού Ξενοφώντος στη συγγραφή τής Κύρου Ανάβασης είναι αποφασιστικής σημασίας ο προσδιορισμός τής χρονολογίας αυτής τής συγγραφής. Έχουν προταθεί χρονολογίες που κυμαίνονται από τη δεκαετία τού 390 π.Χ., σε μικρή χρονική απόσταση από τα γεγονότα που περιγράφονται, μέχρι τα τέλη τής δεκαετίας τού 360 π.Χ. ή ακόμη και τη δεκαετία τού 350 π.Χ. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία μέσα στο κείμενο, που θα βοηθούσαν να προσδιοριστεί η χρονολογία συγγραφής του. Με δεδομένη λοιπόν την απουσία τέτοιων στοιχείων, τα επιχειρήματα για τη χρονολογία τής συγγραφής τείνουν να συνδέονται με απόψεις για το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθυνόταν το έργο. Οι σχολιαστές που πιστεύουν ότι ο Ξενοφών προωθούσε πανελλήνια εκστρατεία, χρονολογούν συχνά το έργο στις αρχές τής δεκαετίας τού 360 π.Χ., την εποχή που η Αθήνα και η Σπάρτη συνεργάζονταν εναντίον τής Θήβας και επιδίωκαν να αποσυνδέσουν τη νέα Αρκαδική Συμπολιτεία από τη Θήβα. Την ίδια εποχή η Θήβα έψαχνε στην Περσία για βοήθεια. Έχει επίσης προταθεί ότι το έργο γράφτηκε σε δύο μέρη, με το πρώτο μέρος ως ένδειξη διαμαρτυρίας κατά τής ειρήνης τού βασιλιά το 386 π.Χ.110 και το δεύτερο για να ενισχύσει την ετοιμόρροπη δύναμη τής Σπάρτης. Ο νοσταλγικός τόνος στην παρέκβαση τής Σκιλλούντας καθιστά ίσως πιο πιθανή μια χρονολογία τής δεκαετίας τού 360 π.Χ., αλλά αυτή η χρονολόγηση δεν προσφέρει η ίδια καμιά σταθερή ιδέα ως προς τις προθέσεις τού Ξενοφώντος κατά τη συγγραφή τού έργου του.
Ορισμένες πτυχές τής αυτοπαρουσίασης τού Ξενοφώντος δεν ταιριάζουν καλά με το αναγνωστικό κοινό που έχει προταθεί ως στόχος τής Κύρου Ανάβασης. Για παράδειγμα, αν ο Ξενοφών επιθυμούσε να εξασφαλίσει ανάκληση στην Αθήνα, είναι περίεργο το γεγονός ότι ο ίδιος τονίζει πως δεν σκεφτόταν καν την επιστροφή στην Αθήνα. Σε κάποιο σημείο τού βιβλίου σχεδίαζε να ιδρύσει πόλη στην ακτή τού Ευξείνου Πόντου, ενώ αργότερα τον έβαλε σε πειρασμό η προσφορά κάποιων οχυρών στα παράλια τής Θράκης από τον Σεύθη. Επίσης δεν κρύβει τις υπηρεσίες του προς τη Σπάρτη, ενώ λέει ακόμη ότι ο φίλος του Πρόξενος τον παρότρυνε για το ταξίδι, περιγράφοντας σε αυτόν τον Κύρο ως «πιο σημαντικό για τον ίδιο, ακόμη και από την πατρίδα του». Από την άλλη πλευρά, θα ήταν κρίμα να αρκεστούμε στην εικόνα τού Ξενοφώντος ως γαιοκτήμονα τής υπαίθρου, απόστρατου στρατηγού που γράφει στοργικά τα απομνημονεύματά του. Ο Ξενοφών υπήρξε εντυπωσιακά καινοτόμος συγγραφέας, ένας από τούς μεγάλους γενικούς πειραματιστές τής αρχαιότητας. Η ίδια η Κύρου Ανάβαση διεκδικεί τον χαρακτηρισμό των πρώτων γνωστών στρατιωτικών απομνημονευμάτων, αλλά αποτελεί επίσης έργο που δεν μπορεί εύκολα να καταταγεί σε κατηγορία. Δεν έχει τυπικό πρόλογο. Τμήματά της άπτονται τής γεωγραφίας και τής εθνογραφίας. Επίσης, ενώ μεγάλο μέρος της είναι γραμμένο από την οπτική γωνία τού Ξενοφώντος, τυπικά δεν αποτελεί καθόλου απομνημονεύματα. Ο Ξενοφών κρύβει την πατρότητα τού έργου, χρησιμοποιώντας τρίτο ενικό πρόσωπο όταν αναφέρεται στις δικές του ενέργειες κατά τη διάρκεια τής Καθόδου των Μυρίων. Ο άνθρωπος Ξενοφών γίνεται εξίσου δύσκολα αντιληπτός, όπως και ο Ξενοφών συγγραφέας. Ενώ υποτίθεται ότι αποτελούσε υπόδειγμα των συμβατικών ελληνικών αξιών, ο Ξενοφών υπήρξε πρόθυμος να εγκαταλείψει την Αθήνα υπέρ τού μεγάλου τής εχθρού, τής Σπάρτης. Πιο πριν ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει την Ελλάδα για χάρη ενός Πέρση πρίγκηπα. Πώς άραγε συνέβη, ώστε αυτός ο αριστοκρατικός Αθηναίος να συνταχθεί στην υπηρεσία ενός βαρβάρου, σε μια μάχη για τη μεγάλη Περσική αυτοκρατορία;111
Την ίδια στιγμή που η Κύρου Ανάβαση επιδιώκει, κοιτάζοντας προς τα πίσω, την αθώωση, την απαλλαγή τόσο τού ίδιου τού Ξενοφώντος, όσο και των ανδρών υπό τις διαταγές του, ταυτόχρονα τούς προβάλλει στο μέλλον ως παράδειγμα. Στον ζοφερό απόηχο τού Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Ξενοφών παρουσιάζει Έλληνες από διάφορες πόλεις, που είχαν πολεμήσει ο ένας εναντίον τού άλλου, να συνεργάζονται για να σώσουν ο ένας τη ζωή τού άλλου και να αποκρούσουν κοινό εχθρό. Υπάρχει λοιπόν η άποψη ότι ο Ξενοφών χρησιμοποιεί την Κύρου Ανάβαση ως όχημα για την προώθηση κάποιας εκδοχής «πανελληνισμού», δηλαδή τής ιδέας ότι οι πόλεις τής ηπειρωτικής Ελλάδας μπορούσαν και έπρεπε να πολεμούν τούς Πέρσες και όχι η μια την άλλη. Όμως η ενότητα σκοπού των Μυρίων υπήρξε εύθραυστη και ο Ξενοφών χρειάστηκε να δουλέψει σκληρά και με μεγάλο προσωπικό κίνδυνο για να την κρατήσει ανέπαφη, για να κρατήσει ενωμένες αυτές τις διαφορετικές ελληνικές δυνάμεις. Έτσι, υπάρχει επίσης σιωπηρή προειδοποίηση στην Κύρου Ανάβαση για τις δυσκολίες που εμπλέκονται στην προσπάθεια να πειστούν οι Έλληνες να συνεργαστούν για ένα κοινό στόχο.112
Γράφοντας την Κύρου Ανάβαση, ο Ξενοφών είχε διαβάσει στα Περσικά τού Κτησία, τού Έλληνα γιατρού τού Αρταξέρξη Β’, περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα τής μάχης στα Κούναξα. Μάλιστα σε δύο σημεία τού βιβλίου παραπέμπει στην περιγραφή τού Κτησία (Ανάβ. 1.8.26-27). Ίσως είχε γράψει βιβλίο για την Κύρου Ανάβαση και ο Σοφαίνετος, Αρκάς στρατηγός στην εκστρατεία. Οι σύγχρονες απόψεις για την Ανάβαση τού Σοφαίνετου παρουσιάζονται πιο κάτω, όπου επίσης σημειώνεται ότι κατά ορισμένους ερευνητές ο Ξενοφών έγραψε το βιβλίο παρακινούμενος από την υποβάθμιση τού ρόλου του στην Ανάβαση τού Σοφαίνετου. Το έργο τού Σοφαίνετου δεν διασώζεται, όπως στην πραγματικότητα δεν διασώζεται ούτε ο ίδιος ο Σοφαίνετος στο βιβλίο τού Ξενοφώντος. Το όνομά του αναφέρεται από τον Ξενοφώντα συνολικά οκτώ φορές, συνήθως όχι κολακευτικά: τρεις φορές στα προκαταρκτικά τής συγκέντρωσης τού στρατεύματος (1.1.11, 1.2.3, 1.2.9), επίσης όταν συνελήφθησαν ο Κλέαρχος και οι άλλοι στρατηγοί (2.5.37), όταν τον άφησαν να φυλάει το στρατόπεδο (4.4.19), όταν τον ανέβασαν σε πλοίο στην Τραπεζούντα (5.3.1), καθώς και όταν τον καταδίκασαν σε πρόστιμο δέκα μνων για ανεπαρκή εκτέλεση των καθηκόντων του (5.8.1). Τέλος ο Σοφαίνετος αναφέρεται από τον Ξενοφώντα με ασαφή πρόθεση πριν τη διάσχιση τής χαράδρας στην Παφλαγονία (6.5.13).
Είτε ο Σοφαίνετος έγραψε τη δική του εκδοχή τής Κύρου Ανάβασης και τής Καθόδου των Μυρίων, είτε όχι, τα γεγονότα αυτά πέρασαν μέσα από πηγή διαφορετική από τον Ξενοφώντα113 στην Ιστορία τού Εφόρου, η οποία επίσης δεν διασώζεται. Από τον Έφορο πέρασαν στον Διόδωρο Σικελιώτη. Ο Διόδωρος, που έγραψε για την Κύρου Ανάβαση παίρνοντας υπόψη και πηγές πέρα από τον Ξενοφώντα, δεν αναφέρει πουθενά το όνομα τού Ξενοφώντος στην Κύρου Ανάβαση και στην Κάθοδο των Μυρίων.114 Ο Διόδωρος αναφέρει τον Ξενοφώντα μόνο στη Θράκη, ως επικεφαλής πέντε περίπου χιλιάδων από τούς Μυρίους, που έχοντας συνηθίσει στη ζωή τού στρατιώτη, δεν αναχώρησαν καθένας για τη δική του χώρα, αλλά τον επέλεξαν ως στρατηγό τους. Και ο Ξενοφών με αυτόν τον στρατό ξεκίνησε να κάνει πόλεμο με τούς Θράκες, που κατοικούσαν γύρω από τη Σαλμυδησσό.115
Στις σύγχρονες λοιπόν με τον Ξενοφώντα πηγές (Κτησίας, Ισοκράτης και πιθανώς Σοφαίνετος) δεν υπάρχει αναφορά στον ρόλο του στην εκστρατεία τού Κύρου. Πεντακόσια χρόνια αργότερα, την εποχή τής κυριαρχίας των Ρωμαίων, γίνεται συχνά αναφορά στην Κάθοδο των Μυρίων.116 Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αναφορά στον Ξενοφώντα ως επικεφαλής τής Καθόδου των Μυρίων στη θάλασσα υπάρχει στον Πλούταρχο (46-120 μ.X.) και στον Αρριανό (86-160 μ.Χ.). Τα έργα αυτών των δύο συγγραφέων, οι Βίοι Παράλληλοι και η Αλεξάνδρου Ανάβασις αντίστοιχα, έγιναν ιδιαίτερα γνωστά. Κατά κάποιον τρόπο, με την αναφορά τους στον Ξενοφώντα, επικύρωναν τον ρόλο που προσδίδει ο ίδιος στον εαυτό του στη δική του Κύρου Ανάβαση, κατά την Κάθοδο των Μυρίων. Άλλωστε παραλλαγή τού τίτλου αυτού τού έργου υπήρξε ο τίτλος τού αντίστοιχου τού Αρριανού.
Επομένως στο ερώτημα «Γιατί γράφτηκε η Κύρου Ανάβαση;», μπορούμε να δεχτούμε ως αιτιολόγηση την υποστήριξη από τον Ξενοφώντα τής ιδέας τού πανελληνισμού, την οποία προωθούσε ήδη ο Ισοκράτης. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να δεχτούμε επίσης ως αιτιολόγηση και μια παρουσίαση που αποκαθιστά τη συνεισφορά τού Ξενοφώντος, συνεισφορά που είχε ουσιαστικά εκμηδενιστεί σε άλλα έργα που είχαν ήδη γραφτεί.
Μια τελευταία απάντηση στο ίδιο ερώτημα θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει σχέση με το γεγονός ότι στην Κύρου Ανάβαση ο Ξενοφών εκφράζει τις επιφυλάξεις του για τα χαρακτηριστικά, τούς περιορισμούς και τις δυσκολίες που προκύπτουν κατά την εφαρμογή μιας δημοκρατικής πολιτικής οργάνωσης. Ο Ξενοφών έζησε στην περίοδο που ακολούθησε τούς Περσικούς Πολέμους και τον «Χρυσό Αιώνα» τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας, με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και την κυριαρχία τής Σπάρτης. Η ίδια του η ζωή και οι επιλογές του μαρτυρούν τις επιφυλάξεις του για το πείραμα τής δημοκρατίας. Στην Κύρου Ανάβαση πουθενά δεν είναι αυτό πιο φανερό, απ’ όσο στις εκτεταμένες αφηγήσεις λόγων που εκφώνησε ο ίδιος. Η μακρηγορία τού Ξενοφώντος στα συγκεκριμένα αποσπάσματα θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί σε διάθεση αυτοπροβολής. Ωστόσο μια δεύτερη ανάγνωση των ίδιων αποσπασμάτων, όπου κατά κανόνα την ομιλία τού Ξενοφώντος ακολουθεί ψηφοφορία, χωρίς αντεπιχειρηματολογία και με ομόφωνο πάντοτε αποτέλεσμα υπέρ τής πρότασης, αποκαλύπτει πιθανώς τον πραγματικό φόβο τού συγγραφέα: τον κίνδυνο τής χειραγώγησης μέσα από δημοκρατικές κατά τα άλλα διαδικασίες. Προφανώς μέσα από αντίστοιχες διαδικασίες οι Μύριοι, ευρισκόμενοι στην περιοχή τού Ερζερούμ, νότια δηλαδή τής Τραπεζούντας, κατέληξαν 400 χλμ ανατολικά, στο Ερεβάν τής Αρμενίας. Με αυτού τού είδους τις επιφυλάξεις τού Ξενοφώντος ξεκινά η Κύρου Παιδεία του:
Σκεφτόμουν κάποτε, πόσες δημοκρατίες καταλύθηκαν από ανθρώπους που προτιμούσαν να ζουν κάτω από οποιαδήποτε άλλη μορφή διακυβέρνησης εκτός από τη δημοκρατία, και από την άλλη πάλι πλευρά, πόσες μοναρχίες και πόσες ολιγαρχίες στο παρελθόν έχουν καταργηθεί από τούς λαούς. Συλλογιζόμουν επίσης, πόσα από αυτά τα άτομα που επιδίωκαν την απόλυτη εξουσία είτε έχουν εκτοπιστεί μια για πάντα και μάλιστα γρήγορα ή, αν έχουν συνεχίσει να βρίσκονται στην εξουσία, ανεξάρτητα για πόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αποτελούν αντικείμενα θαυμασμού έχοντας αποδειχθεί σοφοί και ευτυχισμένοι άνδρες. Νομίζω επίσης ότι παρατήρησα ακόμη και σε ιδιωτικά σπίτια μερικούς ανθρώπους που είχαν μάλλον περισσότερο από τον συνηθισμένο αριθμό υπηρετών, καθώς και μερικούς επίσης που είχαν μόνο πολύ λίγους και οι οποίοι, αν και κατ’ όνομα κύριοι, δεν μπορούσαν να επιβάλουν την εξουσία τους ούτε πάνω σε αυτούς τούς λίγους.117
Ίσως λοιπόν ο Ξενοφών, αποφεύγοντας στο βιβλίο του να περιγράψει την πρόταση και το αποτέλεσμα τής ψηφοφορίας που οδήγησε σε αυτή την απόφαση για πορεία προς τα ανατολικά, προστατεύει τον εισηγητή και τούς ψηφίσαντες. Μάς αφήνει όμως με έναν γρίφο για τη διαδρομή που ακολούθησαν οι Έλληνες στα ασαφώς περιγραφόμενα τμήματα τής πορείας τους προς την Τραπεζούντα. Ο γρίφος αυτός επεκτείνεται στις εποχές τού έτους κατά τις οποίες συνέβησαν τα επιμέρους γεγονότα. Επεκτείνεται επίσης στην έννοια τού παρασάγγη, κατά πόσον δηλαδή στην Κύρου Ανάβαση αποτελεί πραγματικό μέτρο διάνυσης ή απλώς εξυπηρετεί φιλολογική λειτουργία. Τέλος επεκτείνεται στην αμφισβήτηση τής ορθότητας των ονομάτων που χρησιμοποιεί ο Ξενοφών για ποταμούς και λαούς τής περιοχής. Τα κεφάλαια που ακολουθούν είναι αφιερωμένα στην επίλυση τού γρίφου.
<-2. Ο Ξενοφών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα | 4. Πρώτη προσέγγιση τής διαδρομής-> |