<-3. Το ιστορικό περιβάλλον | 5. Υπόδειγμα χρονολόγησης-> |
Η διαδρομή τής Κύρου Ανάβασης και τής Καθόδου των Μυρίων έχει απασχολήσει και συνεχίζει να απασχολεί ιστορικούς, αρχαιολόγους, γεωγράφους και στρατιωτικούς και αποτελεί βασικό στοιχείο αναζήτησης και τεκμηρίωσης στην εξέλιξη αυτών των επιστημών. Μάλλον τα πληρέστερα σύγχρονα βιβλία που γράφτηκαν για τη γεωγραφία και χρονολόγηση τής Κύρου Ανάβασης ήσαν τα πρώτα χρονικά, κατά τον 19ο αιώνα.1 Φαίνεται ότι στη συνέχεια η γεωγραφία, η ιστορία, η αρχαιολογία, όπως και όλες οι άλλες επιστήμες, κατατμήθηκαν σε τομείς εξειδίκευσης, κερδίζοντας σε εμβάθυνση εκείνο που έχαναν σε ευρύτητα. Οι πρώτοι σύγχρονοι συγγραφείς στα χνάρια τού Ξενοφώντος επιχειρούσαν, με τη διαθέσιμη τότε ιστορική, γεωγραφική και αρχαιολογική γνώση, να προσδιορίσουν κάθε τοπωνύμιο και να ταυτοποιήσουν κάθε λαό που υπήρχε στο βιβλίο. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είχαν καν χάρτες στη διάθεσή τους, αφού περιοχές όπως το σημερινό Ιράκ, το Κουρδιστάν και η Ανατολική Τουρκία ήσαν σε μεγάλο βαθμό αχαρτογράφητες. Οι ίδιοι ακριβώς οι εξερευνητές τής πορείας των Μυρίων τού Ξενοφώντος υπήρξαν οι πρώτοι σύγχρονοι χαρτογράφοι αυτών των περιοχών. Στα διακόσια χρόνια που ακολούθησαν, η έρευνα ξεκαθάρισε αρκετές ασάφειες, αλλά παραμένουν ακόμη σημεία προς διευκρίνιση.
Η διαδρομή μπορεί να χωριστεί σε πέντε τμήματα, για καθένα από τα οποία υπάρχει διαφορετικός βαθμός βεβαιότητας, που εξαρτάται αφενός από τη διαθέσιμη ιστορική και γεωγραφική γνώση και αφετέρου από τις γεωγραφικές λεπτομέρειες και τα στοιχεία που παρέχει ο ίδιος ο Ξενοφών. Τα τμήματα αυτά είναι κατά σειρά: (α) Κύρου Ανάβαση από τις Σάρδεις τής Λυδίας μέχρι τη Μυρίανδο, απέναντι από την Κύπρο. (β) Κύρου Ανάβαση από τη Μυρίανδο στον Ευφράτη και από εκεί δίπλα στον ποταμό μέχρι τα Κούναξα τής Βαβυλωνίας, τη μάχη και τον θάνατο τού Κύρου. (γ) Κάθοδος των Μυρίων από τα Κούναξα μέχρι τα όρη Καρδούχων, δίπλα στον Τίγρη. (δ) Κάθοδος των Μυρίων από τα όρη Καρδούχων στην Αρμενία και άφιξη στην Τραπεζούντα. (ε) Τελευταία φάση τής διαδρομής από την Τραπεζούντα στο Βυζάντιο, στη Θράκη και στην Πέργαμο. Από τα τμήματα αυτά, το δυσμενέστερο και με λιγότερη ακρίβεια προσδιοριζόμενο στο έργο τού Ξενοφώντος είναι το τέταρτο (όρη Καρδούχων-Αρμενία-Τραπεζούς), το βασικό δηλαδή κομμάτι τού γρίφου τού Ξενοφώντος. Αφιερώνεται λοιπόν εδώ στο τμήμα αυτό μεγαλύτερη έκταση, σε προσπάθεια προσδιορισμού τής διαδρομής που ακολούθησαν οι Μύριοι.
Έλεγχος αξιοπιστίας των αποστάσεων που παρέχει ο Ξενοφών
Θα περιγράψουμε τα τμήματα τής Κύρου Ανάβασης με τη βοήθεια χαρτών, επί των οποίων θα εξεταστεί η αξιοπιστία των διανυθεισών αποστάσεων όπως τις παρέχει ο Ξενοφών. Η μέθοδος που θα χρησιμοποιηθεί σε αυτό το κεφάλαιο είναι απλή και γραφική και τα αποτελέσματα ελέγχονται εύκολα. Ο Ξενοφών αναφέρει τις διανύσεις σε παρασάγγες. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (5.5.3) ένας παρασάγγης, περσική μονάδα μέτρησης, αντιστοιχεί σε 30 ελληνικά στάδια και επομένως αντιστοιχεί σε 5,322 ή 5,768 χλμ, ανάλογα με τον ορισμό τού σταδίου ως αττικού (177,60 μέτρα)2 ή ολυμπιακού (192,27 μέτρα). Ο επισκέπτης τού σταδίου τής Αρχαίας Ολυμπίας μπορεί και σήμερα να διακρίνει τις λίθινες βαλβίδες που ορίζουν την αφετηρία και τον τερματισμό τού δρόμου ταχύτητας επί μήκους ενός σταδίου και των οποίων η απόσταση (ολυμπιακό στάδιο) είναι 192,27 μέτρα.3
Σχεδόν κατά κανόνα ο Ξενοφών αναφέρει τις αποστάσεις σε πολλαπλάσια των πέντε παρασαγγών, παρέχει δηλαδή γενική εκτίμηση των επιμέρους διανύσεων. Αντίθετα, όπως θα διαβάσουμε πιο κάτω, ο Ηρόδοτος παρέχει τις αποστάσεις επί τής περσικής βασιλικής οδού με ακρίβεια μισού παρασάγγη. Όμως εκείνη η οδός ήταν πολυχρησιμοποιούμενη και προφανώς κατ’ επανάληψη μετρημένη και επιβεβαιωμένη.
Από τη στιγμή που ο Ξενοφών παρέχει τις αποστάσεις σε πολλαπλάσια των πέντε παρασαγγών, δηλαδή σε πολλαπλάσια των 30 περίπου χλμ,4 η υιοθέτηση, σε αυτό το κεφάλαιο, ακρίβειας δεκαδικού ψηφίου στη χιλιομετρική αντιστοιχία τού παρασάγγη θα αποτελούσε πραγματικά περιττή άσκηση. Ορίζουμε λοιπόν ότι ο παρασάγγης ισούται με 6 περίπου χλμ και η γραφική μονάδα απεικόνισης των αποστάσεων στους χάρτες που ακολουθούν είναι η μονάδα βάσης τού Ξενοφώντος, δηλαδή οι 5 παρασάγγες, ένας κύκλος με διάμετρο 30 χλμ. Στις περισσότερες περιπτώσεις στην Κύρου Ανάβαση η διάμετρος αυτού τού κύκλου (5 παρασάγγες) είναι η απόσταση που διανύεται στη διάρκεια μιας ημέρας. Σε αυτή τη μέση ημερήσια διάνυση (5 παρασάγγες, δηλαδή 150 στάδια) συμφωνεί και ο Ηρόδοτος, όπως θα δούμε πιο κάτω:
Αν ένας παρασάγγης δύναται5 τριάντα στάδια, όπως αναμφίβολα δύναται … Έτσι, αν κάποιος ταξιδεύει εκατόν πενήντα στάδια κάθε μέρα…6
Ο αναγνώστης λοιπόν, μετρώντας πάνω στους χάρτες αυτού τού κεφαλαίου τον αριθμό των κύκλων μεταξύ δύο χαρακτηριστικών σημείων (πόλεων και/ή ποταμών), έχει αμέσως την απόστασή τους, η οποία σε παρασάγγες είναι ο αριθμός των κύκλων επί 5. Η ίδια απόσταση σε χιλιόμετρα είναι ο αριθμός των κύκλων επί 30, εκτός από περιπτώσεις γρήγορης ή αργής πορείας στην Κύρου Ανάβαση. Όπως αναφέρθηκε, ο αριθμός των κύκλων μεταξύ δύο σημείων απεικονίζει τις ημέρες πορείας. Τέλος, αν σε ένα κομμάτι τής διαδρομής δεν υπάρχουν κύκλοι, αυτό συμβαίνει επειδή ο Ξενοφών δεν έχει παράσχει την απόσταση.
Καθένας από τούς χάρτες αυτού τού βιβλίου έχει σμικρυνθεί για να χωρέσει στη σελίδα. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι πρόκειται για προσεγγιστικούς χάρτες. Οι χάρτες έχουν σχεδιαστεί πάνω σε αναλυτικό χαρτογραφικό υπόβαθρο, επί τού οποίου προσδιορίστηκαν ψηφιακά τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά (ακτογραμμές, ροές ποταμών, ισοϋψείς καμπύλες εδάφους ανά 500 μέτρα, θέσεις συγχρόνων οικισμών) και τοποθετήθηκαν οι αρχαίοι οικισμοί στους οποίους αναφέρεται ο Ξενοφών με βάση τις συντεταγμένες από τη διεθνή βιβλιογραφία, που συνοψίζονται στην ενότητα «η Γεωγραφία τής Κύρου Ανάβασης», προς το τέλος αυτού τού βιβλίου.
Τμήμα Πρώτο: Κύρου Ανάβαση από τις Σάρδεις στη Μυρίανδο
Οι Σάρδεις, το κέντρο τής περσικής εξουσίας στη Δυτική Μικρά Ασία, συνδέονταν με την πρωτεύουσα τής αυτοκρατορίας, τα Σούσα, με τη βασιλική περσική οδό, η οποία, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, ξεκινούσε από το λιμάνι τής Εφέσου στο Αιγαίο, περνούσε από τις Σάρδεις και κατευθυνόταν στην Ανατολή. Ο Ηρόδοτος (5.52-53) περιγράφει τη βασιλική οδό ως εξής:
Όσον αφορά αυτόν τον δρόμο, η αλήθεια είναι η εξής: Παντού υπάρχουν βασιλικοί σταθμοί και εξαιρετικές περιοχές ανάπαυσης, καθώς όλος ο δρόμος περνά μέσα από χώρα που κατοικείται και είναι ασφαλής. Μέσω Λυδίας και Φρυγίας εκτείνεται για είκοσι σταθμούς, ενενηντατέσσερις και μισό παρασάγγες. Και μετά τη Φρυγία φτάνει στον Άλυ ποταμό, όπου υπάρχει πύλη, στην οποία είναι εγκατεστημένη ισχυρή φρουρά, από την οποία πρέπει κανείς να περάσει αναγκαστικά για να διασχίσει τον ποταμό. Στη συνέχεια, περνώντας από την Καππαδοκία για εικοσιοκτώ σταθμούς, εκατόν τέσσερις παρασάγγες, ο δρόμος φτάνει στα σύνορα τής Κιλικίας. Και στα σύνορα τής Κιλικίας περνά από πύλες και φρουρές. Ύστερα, περνώντας από την Κιλικία για τρεις σταθμούς, δεκαπέντε και μισό παρασάγγες, φτάνει στα σύνορα Κιλικίας και Αρμενίας, όπου υπάρχει πλωτό ποτάμι που ονομάζεται Ευφράτης. Στην Αρμενία ο αριθμός των σταθμών με περιοχές ανάπαυσης είναι δεκαπέντε, το μήκος τής διαδρομής πενηνταέξι και μισός παρασάγγες και υπάρχει και εκεί φυλάκιο. Μετά από την Αρμενία, μπαίνοντας στο έδαφος τής Μηδίας, ο δρόμος προχωρά για τριαντατέσσερις σταθμούς, εκατόν τριανταεπτά παρασάγγες. Στην περιοχή αυτή υπάρχουν τέσσερις πλωτοί ποταμοί, για τη διέλευση από τούς οποίους χρειάζονται απαραιτήτως πορθμεία: πρώτα ο Τίγρης, στη συνέχεια δεύτερος και τρίτος που έχουν το ίδιο όνομα,7 αν και δεν είναι το ίδιο ποτάμι, ούτε ρέουν από την ίδια περιοχή, γιατί ο πρώτος από τούς αναφερθέντες ρέει από την αρμενική χώρα και ο άλλος από εκείνη των Μήδων. Ο τέταρτος ποταμός ονομάζεται Γύνδης και είναι αυτός που ο Κύρος διαίρεσε κάποτε σε τριακόσια εξήντα κανάλια. Περνώντας από εκεί στη χώρα τής Σουσιανής για έντεκα σταθμούς, σαρανταδύο και μισό παρασάγγες, ο δρόμος φτάνει στον ποταμό Χοάσπη, που είναι επίσης πλωτός. Μετά από αυτόν είναι χτισμένη η πόλη των Σούσων. Από τις Σάρδεις λοιπόν μέχρι τα Σούσα η απόσταση είναι εκατόν έντεκα σταθμοί.8
Αν η βασιλική οδός έχει μετρηθεί σωστά σε παρασάγγες και αν ένας παρασάγγης αντιστοιχεί σε τριάντα στάδια, όπως αναμφίβολα αντιστοιχεί, ο αριθμός των σταδίων από τις Σάρδεις μέχρι το ονομαζόμενο παλάτι τού Μέμνονα είναι δεκατρείς χιλιάδες πεντακόσια στάδια, δηλαδή τετρακόσιοι πενήντα παρασάγγες. Έτσι, αν κάποιος ταξιδεύει εκατόν πενήντα στάδια κάθε μέρα, απαιτούνται μόλις ενενήντα ημέρες για το ταξίδι.9
Η περιγραφή εισάγει κατ’ αρχάς τρεις μονάδες μέτρησης διαδρομής ταξιδιού: τον σταθμό, τον παρασάγγη και το στάδιο. Στον παρασάγγη και στο στάδιο αναφερθήκαμε ήδη. Ένας σταθμός κατά Ξενοφώντα και Ηρόδοτο είναι η διάνυση μεταξύ δύο στάσεων, δηλαδή σχεδόν κατά κανόνα η διάνυση μιας ημέρας. Ο Χάρτης 4.1 παρέχει το ανάπτυγμα της βασιλικής οδού κατά Λέντλε10 μαζί με εναλλακτικές προτάσεις. Ο Πίνακας 4.1 συνοψίζει την περιγραφή του Ηροδότου.
Χάρτης 4.1: Περσική βασιλική οδός από τις Σάρδεις στα Σούσα κατά Lendle 1987
Με μήκος παρασάγγη ίσο με 30 ολυμπιακά στάδια (5,768 χλμ), το συνολικό μήκος της βασιλικής οδού από τις Σάρδεις μέχρι τα Σούσα ήταν 2.600 περίπου χλμ.
Πίνακας 4.1: Η περσική βασιλική οδός από τις Σάρδεις στα Σούσα κατά Ηρόδοτο 5.52-53 |
|||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
Χώρα |
Συνολικό μήκος βασιλικής οδού στη χώρα |
Μέση ημερήσια διάνυση1 |
Σύνορο μεταξύ χωρών |
||||
σταθμοί |
παρασάγγες |
χλμ2 |
παρασάγγες |
χλμ2 |
|||
Αφετηρία: Σάρδεις |
|||||||
1. Λυδία/Φρυγία |
20 |
94,5 |
545,1 |
4,73 |
27,25 |
||
|
|
|
|
|
Άλυς ποταμός |
||
2. Καππαδοκία |
28 |
104,0 |
599,9 |
3,71 |
21,42 |
|
|
|
|
|
|
|
Πύλες Κιλικίας |
||
3. Κιλικία |
3 |
15,5 |
89,4 |
5,17 |
29,80 |
|
|
|
|
|
|
|
Ευφράτης ποταμός |
||
|
4. Αρμενία |
15 |
56,5 |
325,9 |
3,77 |
21,73 |
|
|
|
|
|
|
Τίγρης ποταμός |
||
5. Ματιηνή |
34 |
137,0 |
790,2 |
4,03 |
23,24 |
|
|
|
|
|
|
|
Χοάσπης ποταμός |
||
6. Σουσιανή |
11 |
42,5 |
245,1 |
3,86 |
22,29 |
|
|
Τέλος: Σούσα |
|
|
|
|
|
|
|
Σύνολο |
111 |
450,0 |
2.595,6 |
1 Από σταθμό σε σταθμό
2 5,768 χλμ (30 ολυμπιακά στάδια) ανά παρασάγγη
Η περιγραφή μάς δίνει επίσης τη γενική κατεύθυνση τής διαδρομής, όπως την είχε μάθει ο Ηρόδοτος από τις διαθέσιμες σε εκείνον πηγές κατά το πρώτο μισό τού 5ου π.Χ. αιώνα. Ο δρόμος λοιπόν κατευθυνόταν από τις Σάρδεις ανατολικά περνώντας από το Γόρδιον, την πρωτεύουσα τής αρχαίας Φρυγίας, 70-80 χλμ νοτιοδυτικά τής Άγκυρας. Από εκεί κατευθυνόταν νοτιοανατολικά στα Κόμανα τής Καππαδοκίας, στη σημερινή περιοχή τής πόλης Τουφανμπεϊλί, 178 χλμ νοτιοανατολικά τής Καισάρειας (σήμερα Κάισερι). Από τα Κόμανα τής Καππαδοκίας, τα οποία μαζί με τα Ποντικά Κόμανα ήσαν βασικοί τόποι θρησκευτικής λατρείας των Περσών στη Μικρά Ασία, ο δρόμος κατευθυνόταν ανατολικά στη Μελιτηνή, τη σημερινή τουρκική Μαλάτυα. Μετά τη Μελιτηνή ο δρόμος περνούσε τον Ευφράτη και τον Τίγρη, μπαίνοντας στο σημερινό Ιράκ και κατευθυνόμενος προς νότο δίπλα στην ανατολική όχθη τού Τίγρη έφτανε στα Άρβηλα τής Μηδίας, τη σύγχρονη Άρμπιλ τού βορείου Ιράκ. Από τα Άρβηλα ο δρόμος, αναπτυσσόμενος παράλληλα με τον Τίγρη, περνούσε τα άλλα τρία ποτάμια τού Ηροδότου, τούς παραπόταμους τού Τίγρη που θα συναντήσουμε και στον Ξενοφώντα, δηλαδή τα δύο ποτάμια με το ίδιο όνομα, τον Μεγάλο και τον Μικρό Ζαπάτα, σήμερα Ζαμπ, καθώς και τον Φύσκο, σήμερα Ντιγιάλα, φτάνοντας στην πόλι Ώπι τής Μεσοποταμίας, στα περίχωρα τής σημερινής Βαγδάτης. Από την Ώπι ένας κλάδος κατευθυνόταν ανατολικά στα Εκβάτανα τού σημερινού δυτικού Ιράν, πρωτεύουσας τής Μηδίας πριν την κατάλυσή της από τούς Πέρσες, ενώ ένας άλλος κατευθυνόταν νότια στη Σιττάκη. Από τη Σιττάκη ένας κλάδος περνούσε τον Τίγρη πάνω από γέφυρα με ζευγμένα πλοία και κατευθυνόταν νότια στη Βαβυλώνα, ενώ ο βασιλικός δρόμος κατευθυνόταν νοτιοανατολικά, φτάνοντας στον ποταμό Χοάσπη (τον Καρχέχ τού σημερινού Ιράν) και στα Σούσα.
Η παραπάνω περιγραφή τής βασιλικής οδού, καθώς και εκείνη που ακολουθεί για το περσικό σύστημα επικοινωνίας κατά μήκος της, αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό των Περσών ως βαρβάρων με τη σύγχρονη έννοια τού όρου. Για τούς αρχαίους Έλληνες βάρβαρος ήταν καθένας τού οποίου μητρική γλώσσα δεν ήταν τα ελληνικά. Βάρβαρος δεν σήμαινε απολίτιστος. Πολύ περισσότερο δεν ήταν δυνατό να χαρακτηρίζονται απολίτιστοι οι λαοί μέσα και γύρω από την Μεσοποταμία, την πανάρχαια κοιτίδα τού παγκόσμιου πολιτισμού.
Η βασιλική περσική οδός είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα τούς Έλληνες. Τούς είχε επίσης εντυπωσιάσει το σύστημα επικοινωνίας που είχε αναπτυχθεί με βάση αυτή την οδό. Ο Ηρόδοτος γράφει:
Αυτά λοιπό έκανε ο Ξέρξης και ταυτόχρονα έστειλε αγγελιοφόρο στους Πέρσες, για να ανακοινώσει τη συμφορά που είχε πέσει πάνω τους. Δεν υπάρχει τίποτε θνητό που να πραγματοποιεί ταξίδι με μεγαλύτερη ταχύτητα από εκείνη αυτών των αγγελιοφόρων. Τόσο επιδέξια έχει εφευρεθεί αυτό από τούς Πέρσες. Γιατί λένε ότι όσες είναι οι ημέρες τής διαδρομής, τόσα άλογα και άνδρες ορίζονται κατά ημερήσια διαστήματα, όπου κάθε άνδρας και άλογο αναλαμβάνει το ταξίδι μιας ημέρας. Αυτούς ούτε το χιόνι ούτε η βροχή, ούτε η ζέστη, ούτε το σκοτάδι τής νύχτας αποτρέπει από την ολοκλήρωση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, τής διαδρομής που τούς έχει ανατεθεί. Ο πρώτος λοιπόν ιππεύει και παραδίδει φτάνοντας αυτά που τού έχουν δοθεί στον δεύτερο και ο δεύτερος στον τρίτο. Και μετά από αυτό περνούν τα προς παράδοση από τον ένα στον άλλο, όπως η λαμπαδηφορία τού Ηφαίστου που γίνεται μεταξύ των Ελλήνων. Αυτό το τρέξιμο των αλόγων τους οι Πέρσες αποκαλούν αγγαρεία.11
Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη μεταξύ Σούσων και Περσέπολης επιτυγχάνονταν ακόμη μεγαλύτερες ταχύτητες επικοινωνίας:
Αν και μερικοί από τούς Πέρσες βρίσκονταν σε απόσταση ταξιδιού τριάντα ημερών, πήραν όλοι την εντολή αυθημερόν, λόγω τής ευφυούς διάταξης των φυλακίων των φρουρών, πράγμα που δεν πρέπει να προσπεράσουμε σιωπηλά. Επειδή λοιπόν η Περσίδα έχει πολλές στενές κοιλάδες και πολλά φυλάκια που είναι ψηλά και κοντά το ένα στο άλλο, στάθμευαν σε αυτά οι κάτοικοι με τις πιο δυνατές φωνές. Καθώς τα φυλάκια αυτά βρίσκονταν σε τέτοιες αποστάσεις που μπορούσε να ακουστεί στο ένα η φωνή κάποιου από το γειτονικό, εκείνοι που παραλάμβαναν την εντολή τη διαβίβαζαν με τον ίδιο τρόπο στους επόμενους και αυτοί με τη σειρά τους σε άλλους, μέχρι να παραδοθεί το μήνυμα στα σύνορα τής σατραπείας.12
Ο Κύρος λοιπόν δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιήσει την περσική βασιλική οδό για τη μετάβασή του στην Ανατολή και την επίθεσή του εναντίον τού αδελφού του, τού βασιλιά Αρταξέρξη Β’, γιατί κατά μήκος αυτής τής οδού υπήρχαν, όπως μόλις διαβάσαμε, περσικά φυλάκια και φρουρές καθώς και συστήματα επικοινωνίας, με τα οποία θα ενημερωνόταν αμέσως ο μεγάλος βασιλιάς και θα έσπευδε. Προσποιήθηκε λοιπόν ότι σκοπός τής εκστρατείας του ήταν η καθυπόταξη τού ανυπότακτου λαού των Πισίδων στην ενδοχώρα μεταξύ Φρυγίας και Κιλικίας. Ο Κύρος προχώρησε από τις Σάρδεις τής Λυδίας προς την Ταρσό τής Κιλικίας μέσω των πόλεων τής ενδοχώρας, περνώντας από τις Κολοσσές (αργότερα Χωνές, πατρίδα τού Βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, σήμερα Χόναζ), τις Κελαινές (κάτω από τις οποίες χτίστηκε αργότερα η ελληνιστική Απάμεια Κιβωτός), τούς Πέλτες, την Κεράμων Αγορά, το Καΰστρου Πεδίον, το Θύμβριον και το Τυριαίον. Οι θέσεις αυτών των αρχαίων τόπων έχουν πια προσδιοριστεί και περιγράφονται τόσο σε υποσημειώσεις στην πιο κάτω μετάφραση τής Κύρου Ανάβασης, όσο και στην ενότητα «Γεωγραφία τής Κύρου Ανάβασης» στο τέλος τού βιβλίου. Από εκεί ο Κύρος προχώρησε νοτιοανατολικά προς το Ικόνιο, σήμερα Κόνυα, κατευθύνθηκε ανατολικά στα Τύανα ή Δάνα τής αρχαίας Καππαδοκίας (στη θέση τού σημερινού Κεμερχισάρ) και προχώρησε νότια, μπαίνοντας στην Κιλικία από ορεινή διάβαση και φτάνοντας στην πρωτεύουσά της Ταρσό (σήμερα Ταρσούς), την αργότερα γενέτειρα τού Αποστόλου Παύλου.
Φτάνοντας όμως στην Ταρσό τής Κιλικίας, είχαν αφήσει πίσω (βόρεια και δυτικά) τούς Πισίδες και την Πισιδία, δηλαδή τον υποτιθέμενο στόχο τής εκστρατείας του. Μέρος λοιπόν τού στρατεύματος στασίασε. Ο Ξενοφών περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ξεπεράστηκε αυτή η ανταρσία. Ο στρατός συνέχισε μέσα από την εύφορη στενή πεδιάδα τής Κιλικίας διασχίζοντας τούς ποταμούς Ψάρο (τον σημερινό Σεϊχάν) και Πύραμο (τον σημερινό Τζεϊχάν), φτάνοντας στην Ισσό, εκεί όπου αργότερα ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε και νίκησε τούς Πέρσες.
Στην Ισσό έφτασε και ο στόλος τού Κύρου, για να περάσει τον στρατό δια θαλάσσης από τη φρουρούμενη ορεινή διάβαση, τις Πύλες Κιλικίας-Συρίας. Μαζί με τον στόλο τού Κύρου ήρθαν και τριανταπέντε πλοία από την Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Πυθαγόρα. Από τα πλοία αποβιβάστηκε και στρατιωτικό σώμα επτακοσίων ανδρών με διοικητή τον Σπαρτιάτη στρατηγό Χειρίσοφο. Αυτοί ήσαν σίγουρα οι μόνοι όχι μισθοφόροι, που είχαν σταλεί στον Κύρο ως βοήθεια από τούς συμμάχους των Περσών Σπαρτιάτες. Ο Ξενοφών δεν διευκρινίζει αν οι Σπαρτιάτες γνώριζαν ότι η εκστρατεία στρεφόταν εναντίον τού συμμάχου τους Πέρση βασιλιά, αλλά από το κείμενο τού Διόδωρου προκύπτει ότι οι Σπαρτιάτες είχαν πλήρη επίγνωση ότι ο Κύρος εκστράτευε εναντίον τού αδελφού του, τού βασιλιά Αρταξέρξη:
Το πρόσχημα ήταν ότι αυτοί οι μισθοφόροι είχαν αποσταλεί από φίλους τού Κύρου, αλλά στην πραγματικότητα όλα είχαν γίνει με τη συγκατάθεση των εφόρων τής Σπάρτης.13
Ο Κύρος δεν χρειάστηκε τον στόλο για να περάσει το στράτευμα από τις Πύλες Κιλικίας-Συρίας, αφού τα δύο γειτονικά κάστρα, τόσο εκείνο στην Κιλικία τού υποτελή των Περσών Συέννεσι, όσο και το άλλο στη Συρία τού Πέρση σατράπη Αβροκόμα, ήσαν αφρούρητα. Ανάμεσα στα δύο φρούρια έρρεε ο μικρός ποταμός Κάρσος (ο σημερινός Μαρκάζ), το τότε αλλά και για πολλούς αιώνες μετά σύνορο μεταξύ Κιλικίας και Συρίας. Όμως, μετά τη βαθμιαία αποσύνθεση τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα και την ίδρυση τού ανεξάρτητου κράτους τής Συρίας, η επαρχία τής Αντιόχειας τής Συρίας, τής Αντιόχειας τής Μεγάλης των ελληνιστικών και μεταγενέστερων χρόνων, ενσωματώθηκε με δημοψήφισμα (1939) στην Τουρκική Δημοκρατία κι έτσι τώρα πια η ορεινή διάβαση των Πυλών Κιλικίας-Συρίας οδηγεί και προς τις δύο πλευρές σε τουρκικό έδαφος.
Από τις Πύλες Κιλικίας-Συρίας το στράτευμα τού Κύρου κινήθηκε στο έδαφος τής σατραπείας τής Συρίας κατά μήκος τής ανατολικής ακτής τού σημερινού κόλπου τής Αλεξανδρέττας, φτάνοντας στο φοινικικό λιμάνι Μυρίανδος (ή Μυρίανδρος), κοντά στη σημερινή τουρκική Ισκεντερούν (Αλεξανδρέττα). Στο σημείο αυτό δύο στρατηγοί των Ελλήνων, ο Αρκάς στρατηγός Ξενίας και ο Πασίων από τα Μέγαρα, επιβιβάστηκαν σε εμπορικό πλοίο και απέδρασαν.
Χάρτης 4.2: Κύρου Ανάβαση από τις Σάρδεις στη Μυρίανδο
Ο Χάρτης 4.2 δείχνει την πορεία των Μυρίων στο τμήμα από τις Σάρδεις μέχρι τη Μυρίανδο. Κάποιες λεπτομέρειες στους χάρτες αυτού τού κεφαλαίου διαφέρουν ελαφρά από την χιλιομετρημένη διαδρομή που παρουσιάζεται στο κεφάλαιο 11 που συνοψίζει την επίλυση τού γρίφου. Εδώ δεν έχουν διορθωθεί, ακριβώς για να τονιστεί η μετάβαση από τη γραφική απεικόνιση στην αναλυτική επίλυση. Ο Πίνακας 4.2 παρουσιάζει την απόσταση που διανύθηκε με τον γραφικό τρόπο που μόλις περιγράφηκε και σχολιάζει συνοπτικά την αξιοπιστία τού Ξενοφώντος στην εκ μέρους του καταγραφή αυτών των αποστάσεων στην Κύρου Ανάβαση. Σε αυτό το πρώτο κομμάτι τής διαδρομής οι εκτιμήσεις τού Ξενοφώντος για τις αποστάσεις είναι γενικά αξιόπιστες.
Πίνακας 4.2: |
||||||
---|---|---|---|---|---|---|
![]() |
||||||
Τοποθεσία |
Αριθμός |
Παρα- |
Χιλιόμετρα |
Αξιο- |
Ημέρες |
Παρά- |
Σάρδεις |
|
|
|
|
|
|
Μαίανδρος ποταμός |
3 |
22 |
132 |
‒ |
– |
1.2.5 |
Κολοσσαί |
1 |
8 |
48 |
🗸 |
7 |
1.2.6 |
Κελαιναί |
3 |
20 |
120 |
🗸 |
30 |
1.2.7 |
Πέλται |
2 |
10 |
60 |
+ |
3 |
1.2.10 |
Κεράμων Αγορά |
2 |
12 |
72 |
🗸 |
– |
1.2.10 |
Καϋστρου Πεδίον |
3 |
30 |
180 |
+ |
5 |
1.2.11 |
Θύμβριον |
2 |
10 |
60 |
🗸 |
– |
1.2.13 |
Τυριαίον |
2 |
10 |
60 |
+ |
3 |
1.2.14 |
Ικόνιον |
3 |
20 |
120 |
🗸 |
3 |
1.2.19 |
Μέσω Λυκαονίας |
5 |
30 |
180 |
+ |
– |
1.2.19 |
Δάνα (Τύανα) |
4 |
25 |
150 |
🗸 |
3 |
1.2.20 |
Διάβαση Κιλικίας κοντά στα |
|
|
|
|
2 |
1.2.21 |
Πέρασμα διάβασης, Ταρσός |
4 |
25 |
150 |
🗸 |
20 |
1.2.23 |
Ψάρος ποταμός |
2 |
10 |
60 |
🗸 |
– |
1.4.1 |
Πύραμος ποταμός |
1 |
5 |
30 |
‒ |
– |
1.4.1 |
Ισσός |
2 |
15 |
90 |
+ |
3 |
1.4.1 |
Πύλες Κιλικίας-Συρίας |
1 |
5 |
30 |
🗸 |
– |
1.4.4 |
Mυρίανδος |
1 |
5 |
30 |
🗸 |
7 |
1.4.6 |
Γραφική απεικόνιση: |
Πρέπει να σημειώσουμε και πάλι, ότι καθώς ο Ξενοφών παρέχει τις αποστάσεις σε πολλαπλάσια των 5 παρασαγγών, δηλαδή σε πολλαπλάσια των 30 περίπου χλμ, στο κεφάλαιο αυτό, στην πρώτη διερεύνηση τής διαδρομής, δεν ενδιαφερόμαστε για απόλυτη ακρίβεια. Δεν ενδιαφερόμαστε για την ακριβή απόσταση μεταξύ κάθε ζεύγους χαρακτηριστικών σημείων. Αυτό που μάς ενδιαφέρει εδώ είναι η συνολική αξιοπιστία, δηλαδή κατά πόσον η συνολική αφήγηση τής Ανάβασης και τής Καθόδου από τον Ξενοφώντα και οι αποστάσεις που παρέχονται αντιστοιχούν σε κάποια συνολική πορεία τής διαδρομής πάνω στους σημερινούς χάρτες. Η αναλυτική χιλιομέτρηση και ο προσδιορισμός λεπτομερειών τής διαδρομής θα αναληφθεί στη συνέχεια.
Υιοθετούμε λοιπόν την υπόθεση εργασίας ότι όλες οι αποστάσεις που παρέχονται από τον Ξενοφώντα είναι σωστές και ταιριάζουν με συνολική πορεία, ενώ ελέγχουμε την υπόθεση αυτή πάνω στους χάρτες για κάθε τμήμα τής διαδρομής που διανύθηκε και για το σύνολο τής διανυθείσας απόστασης. Μια τέτοια προσέγγιση βρίσκεται πέρα από (και σε ορισμένες περιπτώσεις σε αντίθεση με) εκφρασμένες απόψεις ότι ο Ξενοφών
«καταγράφει τον αριθμό των σταθμών και παρασαγγών που διάνυε ο στρατός τού Κύρου όχι μόνο για να δώσει στο βιβλίο του έναν αέρα αυθεντικότητας, αλλά και για να δείξει σιωπηλά την ολοένα και βαθύτερη παγίδευση των Ελλήνων στην περσική επικράτεια»,14
ή ότι
«η χρήση των παρασαγγών είναι ένας τρόπος που επιτρέπει στον αναγνώστη να μοιραστεί την απορία τού στρατού, καθώς αγωνίζεται σε άγνωστο χώρο»,15
ή ακόμη ότι
«ο παρασάγγης στην Κύρου Ανάβαση εξυπηρετεί φιλολογική λειτουργία».16
Θεωρούμε ως δεδομένη την ακόλουθη λειτουργία των καταγραφών πορειών στην αφήγηση τού Ξενοφώντος: κάθε απόσταση που αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στην Κύρου Ανάβαση είναι αληθινή, εκτός αν μπορούμε να αποδείξουμε το αντίθετο. Έτσι, σε ερωτήσεις τού είδους
«Προοριζόταν άραγε ως αξιόπιστη καταγραφή τού ταξιδιού, ή μήπως ήταν απλώς σκηνικό για την αφήγηση, συναρμολογημένο χωρίς επιταγές πληρότητας ή ακρίβειας;»
ή
«Θα μπορούσε άραγε να είναι παραδειγματικό σύστημα, με τις αποστάσεις λειτουργώντας ως σημαίνουσες τής δυσκολίας τής πορείας και τής απομόνωσης;»17
δίνουμε κατ’ αρχάς την απάντηση ότι πρόκειται για αξιόπιστη καταγραφή τού ταξιδιού και θέτουμε αυτή την απάντηση υπό έλεγχο.
Αυτή τη συζήτηση σχετικά με την ακρίβεια και την αξιοπιστία πρέπει να την έχουμε κατά νου, ιδιαίτερα όταν θα φτάσουμε στα πιο ασαφή τμήματα τής Καθόδου των Μυρίων, επειδή, περιέργως, πολλοί ερευνητές ενδιαφέρονται για απόλυτη ακρίβεια στα προηγούμενα τμήματα τής Κύρου Ανάβασης, αλλά έχουν την τάση να αγνοούν τις αναφορές τού Ξενοφώντος σε δεκάδες παρασάγγες (εκατοντάδες χιλιόμετρα) στην Κάθοδο των Μυρίων και να προτείνουν τη δική τους Κάθοδο των Μυρίων.
Τμήμα Δεύτερο: Κύρου Ανάβαση από τη Μυρίανδο στη Βαβυλωνία
Από τη Μυρίανδο το στράτευμα κινήθηκε ανατολικά περνώντας τον ποταμό Χάλο (ίσως τον σημερινό Χαλίμπ ή Κοουέικ τού Χαλεπιού) και τον ποταμό Δάρδα (ίσως τον ποταμό Σαζούρ), φτάνοντας στον Ευφράτη στην αρχαία πόλη Θάψακο (ίσως στην προς τα νοτιοανατολικά στροφή τού Ευφράτη), το όνομα τής οποίας στα αραμαϊκά σημαίνει πέρασμα ποταμού. Κατά πολλούς η Θάψακος ταυτίζεται με την αρχαία Καρχεμίς,18 που αποτελεί σήμερα εκτεταμένο χώρο ερειπίων στις δύο πλευρές των συνόρων Τουρκίας-Συρίας, στη δυτική όχθη τού Ευφράτη, 60 περίπου χλμ νοτιοανατολικά τής τουρκικής Γκαζιαντέπ και 100 χλμ βορειοανατολικά τού Χαλεπιού τής Συρίας. Άλλοι θεωρούν ότι βρισκόταν λίγο βορειότερα στη σημερινή Ράκκα (το ελληνιστικό Νικηφόριον) και άλλοι ακριβώς στην προς τα νοτιοανατολικά στροφή τού Ευφράτη, στη σημερινή Σαμούμα (την αρχαία Βαρβαλησσό).19
Στη Θάψακο ο στρατός πέρασε τον Ευφράτη. Από εδώ και μέχρι τη Βαβυλωνία η πορεία του ήταν δίπλα στην ανατολική όχθη τού ποταμού αυτού, που ρέει με νοτιοανατολική κατεύθυνση. Το στράτευμα πέρασε τον παραπόταμο τού Ευφράτη, τον Αράξη, τον σημερινό Χαμπούρ τής Συρίας (τον Αβόρρα τού Στράβωνα ή Χαβώρα τού Πτολεμαίου) και έφτασε στην πόλη Κορσωτή, το σημερινό Τελ Μπαγούζ στη Συρία, κοντά στην ανατολική όχθη τού Ευφράτη, στα σημερινά σύνορα Συρίας-Ιράκ.20 Την Κορσωτή κύκλωνε κατά τον Ξενοφώντα ο ποταμός Μάσκας, ίσως εξαφανισμένο πια κανάλι. Από την Κορσωτή ο στρατός προχώρησε φτάνοντας απέναντι από τη Χαρμάνδη, αρχαία πόλη στη δυτική όχθη τού Ευφράτη, στη θέση τής σημερινής ιρακινής Χιτ. Πέρασαν από τη στενωπό Πύλες, κοντά στο σημερινό Τελ Ασουάντ τού Ιράκ, 22 χλμ νότια τής Χαρμάνδης και κατευθύνθηκαν προς την περιοχή τού πεδίου τής μάχης. Έφτασαν σε βαθιά σκαμμένη τάφρο, που εκτεινόταν προς το εσωτερικό μέσα από την πεδιάδα μέχρι το τείχος τής Μηδίας. Εκεί υπήρχαν σκαμμένα τέσσερα μεγάλα και βαθιά κανάλια, που έτρεχαν από τον ποταμό Τίγρη και μέσα τους έπλεαν πλοία που κουβαλούσαν σιτάρι. Τα κανάλια χύνονταν στον Ευφράτη και από πάνω τους υπήρχαν γέφυρες. Ανάμεσα στον Ευφράτη και στην τάφρο υπήρχε στενή δίοδος.
Ολόκληρη αυτή η περιοχή τής αρχαίας Βαβυλωνίας ανάμεσα στον Ευφράτη και τον Τίγρη, η κοιτίδα πολλών και πανάρχαιων πολιτισμών, εξακολουθεί φυσικά να απασχολεί ιδιαίτερα τούς αρχαιολόγους και τούς ιστορικούς. Στη διαδρομή των χιλιετιών τα αρχαιολογικά κατάλοιπα αλληλεπικαλύπτονται, ενώ τη δουλειά τής αναγνώρισης δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο η αλλαγή ανά τούς αιώνες τής κοίτης των δύο μεγάλων ποταμών, καθώς και το εκτεταμένο αρδευτικό σύστημα μεγάλων και μικρών καναλιών, που χρησιμοποιείται συνεχώς από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα. Ο εντοπισμός λοιπόν τού αρχαίου Τείχους τής Μηδίας, που είχε προφανώς συμπεριλάβει και αρχαιότερες οχυρώσεις, έχει επιχειρηθεί από πολλούς. Κατ’ αρχάς είναι λογικό να αναμένεται ότι το τείχος, προστατεύοντας τη Βαβυλώνα από βορρά, αφού από τον νότο την προστάτευε η θάλασσα, δυτικά ο Ευφράτης και ανατολικά ο Τίγρης, πρέπει να αναπτυσσόταν σε εκείνο το προς βορρά σημείο, όπου ήταν μικρότερη η απόσταση μεταξύ των δύο σχεδόν παράλληλα ρεόντων ποταμών. Τέτοιες αρχαίες οχυρώσεις έχουν ανακαλυφθεί από το Ουμ Ραούς επί τού Ευφράτη μέχρι το Ισταμπαλάτ επί τού Τίγρη.21 Εδώ δεν υπάρχει λόγος να συζητήσουμε εναλλακτικές κατά καιρούς προτάσεις για την ακριβή χωροθέτηση τού Τείχους Μηδίας. Την τάφρο που προαναφέρθηκε είχε κατασκευάσει ο μεγάλος βασιλιάς ως οχυρωματικό έργο, όταν έμαθε ότι ο Κύρος πλησίαζε. Από τη στενή δίοδο μεταξύ τάφρου και Ευφράτη πέρασαν ο Κύρος και ο στρατός του, αφού η τάφρος ήταν αφρούρητη. Βρέθηκαν λοιπόν μέσα από την τάφρο και από το Τείχος Μηδίας.
Τη μέρα εκείνη δεν υπήρξε μάχη με τον βασιλιά, αλλά ήσαν φανερά πολλά ίχνη αλόγων και ανθρώπων που υποχωρούσαν. Προχώρησαν λοιπόν νότια για δύο ημέρες και έφτασαν στην περιοχή όπου δόθηκε τελικά η μάχη. Ο Ξενοφών δεν κατονομάζει τα Κούναξα. Λέει απλώς ότι η περιοχή βρισκόταν όχι μακριά από τη Βαβυλώνα. Το όνομα Κούναξα το διαβάζουμε στον Πλούταρχο (46-120 μ.Χ.), που έγραψε πεντακόσια περίπου χρόνια αργότερα στους Βίους Παράλληλους και για τον Αρταξέρξη Β’.22
Χάρτης 4.3: Κύρου Ανάβαση από τη Μυρίανδο στα Κούναξα και τη Μάχη
Ο Χάρτης 4.3 αποτυπώνει αυτό το δεύτερο και τελευταίο μέρος τής Κύρου Ανάβασης. Οι εκτιμήσεις τού Ξενοφώντος για τις αποστάσεις είναι αξιόπιστες, όπως φαίνεται στον Πίνακα 4.3, μέχρι τον ποταμό Χαβώρα (Αράξη). Ύστερα από αυτόν τον ποταμό και μέχρι τις Πύλες ο Ξενοφών εκφράζει τις αποστάσεις σε πολύ βραχύτερο παρασάγγη. Επίσης για κάποιες τοποθεσίες (πηγές ποταμού Δάρδα,23 Κορσωτή,24 Πύλες25 κλπ.) οι μελετητές προτείνουν διάφορες θέσεις.
Πίνακας 4.3: Κύρου Ανάβαση από τη Μυρίανδο στα Κούναξα και τη Μάχη |
||||||
---|---|---|---|---|---|---|
![]() |
||||||
Τοποθεσία |
Αριθμός |
Παρα- |
Χιλιόμετρα |
Αξιο- |
Ημέρες |
Παρά- |
Μυρίανδος |
|
|
|
|
|
|
Χάλος ποταμός |
4 |
20 |
120 |
🗸 |
– |
1.4.9 |
Δάρδας ποταμός |
5 |
30 |
180 |
🗸 |
– |
1.4.10 |
Θάψακος, Ευφράτης ποταμός |
3 |
15 |
90 |
🗸 |
5 |
1.4.11 |
Αράξης (Αβόρρας) ποταμός |
9 |
50 |
300 |
α. μ. π. |
3 |
1.4.19 |
Κορσωτή |
5 |
35 |
210 |
α. μ. π. |
3 |
1.5.1 |
Πύλαι |
13 |
90 |
540 |
‒ |
– |
1.5.5 |
Μέσω Βαβυλωνίας προς το πεδίο τής μάχης στα Κούναξα |
3 |
12 |
72 |
‒ |
– |
1.7.1 |
1 |
3 |
18 |
‒ |
– |
1.7.14 |
|
1 |
|
|
|
– |
1.7.19 |
|
Επιστροφή στο στρατόπεδο |
1 |
4 |
24 |
|
– |
1.10.1-18 |
Γραφική απεικόνιση: |
Η Μάχη στα Κούναξα (401 π.Χ.)
Η μάχη στα Κούναξα δόθηκε μια μέρα τού φθινοπώρου τού έτους 401 π.Χ. Παραδοσιακά παρέχεται ως ημερομηνία η 3η Σεπτεμβρίου,26 αλλά ας μην το θεωρήσουμε δεδομένο, αφενός γιατί ο Ξενοφών δεν προσδιορίζει στο βιβλίο καμία ημερομηνία και αφετέρου επειδή η συγκεκριμένη παραπάνω ημερομηνία προξενεί προβλήματα, αφού υπονοεί την πεζή Κάθοδο των Μυρίων από τα βουνά των Καρδούχων και τής Αρμενίας προς την Τραπεζούντα μέσα στην καρδιά τού χειμώνα, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο ακόμη και στις σημερινές συνθήκες. Τα προβλήματα που σχετίζονται με τη χρονολόγηση τής Κύρου Ανάβασης εξετάζονται στο επόμενο κεφάλαιο.
Ο Ξενοφών αφιερώνει πολύ λίγο χώρο στην περιγραφή τής μάχης, μόλις έξι σελίδες στην πιο κάτω μετάφραση τού βιβλίου (1.8.1-29). Ενδεικτικά σημειώνεται ότι στη δική του ομιλία προς τούς αξιωματικούς τού νεκρού Προξένου και στη συνέχεια προς το στράτευμα, ύστερα από τη σύλληψη από τούς Πέρσες και δολοφονία των στρατηγών, αφιερώνει πολύ περισσότερο χώρο (3.1.15-46 και 3.2.2-39), ενώ ανισοβαρώς πολύ χώρο αφιερώνει από το τρίτο βιβλίο και μετά κάθε φορά που περιγράφει δικές του ομιλίες προς το στράτευμα (7.6.11-38), προς τον Θράκα Σεύθη (7.7.21-47) και αλλού. Άλλη πηγή για τη μάχη στα Κούναξα ήταν ο Κτησίας, ο Έλληνας γιατρός τού Αρταξέρξη Β’, που ήταν παρών στη μάχη και μάλιστα φρόντισε το τραύμα τού βασιλιά από τον Κύρο, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Ξενοφών, ο οποίος είχε διαβάσει τον Κτησία πριν γράψει το δικό του βιβλίο:
Όρμησε εναντίον του και τον χτύπησε στο στέρνο, μέσα από τον θώρακα, σύμφωνα με τον ιατρό Κτησία, που αναφέρει επίσης ότι ο ίδιος γιάτρεψε το τραύμα.27
Επίσης:
Ο αριθμός εκείνων που έπεσαν από την πλευρά τού βασιλιά αναφέρεται από τον Κτησία, που ήταν μαζί του.28
Ενώ λοιπόν, κατά τον Ξενοφώντα, οι Έλληνες τα πήγαιναν πολύ καλά στη μάχη, έχοντας τρέψει σε φυγή τούς εχθρούς που βρίσκονταν μπροστά στη δική τους παράταξη και καταδιώκοντάς τους, ο Κύρος επιχείρησε με τούς δικούς του τολμηρή επίθεση εναντίον τού βασιλιά Αρταξέρξη και τής αριθμητικά υπερέχουσας σωματοφυλακής του. Τραυμάτισε τον βασιλιά, αλλά ο ίδιος πληγώθηκε θανάσιμα. Βράδιασε, η μάχη σταμάτησε και οι αντίπαλοι αποσύρθηκαν, με τούς Έλληνες να θεωρούν ότι είχαν νικήσει. Μόλις το επόμενο πρωί έμαθαν ότι ο Κύρος ήταν νεκρός και ότι το αντικείμενο τής μισθοφορικής τους αποστολής είχε τερματιστεί, αφού είχε πεθάνει ο εργοδότης τους. Ξεκινούσε τώρα η Κάθοδος των Μυρίων.
Τμήμα Τρίτο: Κάθοδος των Μυρίων από τα Κούναξα στα Όρη Καρδούχων
Ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκαν οι Έλληνες από τα Κούναξα, μέχρι να φτάσουν στη Σιττάκη επί τού Τίγρη, παραμένει ασαφής. Ο βασιλιάς απέσυρε το κυρίως στράτευμά του απέναντι από τον Τίγρη, αλλά το ελληνικό στράτευμα, που είχε διακριθεί στη μάχη, αρνιόταν υπερήφανα να αποδεχθεί ότι είχε ηττηθεί και ύστερα από κάποια καθυστέρηση αποφάσισαν τελικά να αποσυρθούν αλλά από διαδρομή διαφορετική από εκείνη από την οποία είχαν έρθει, προκειμένου να εξασφαλίζουν προμήθειες, όπως αναφέρει ο Διόδωρος:
Θεωρούσαν ότι δεν έπρεπε να επιστρέψουν από τη διαδρομή από την οποία είχαν έρθει, επειδή μεγάλο μέρος εκείνης τής περιοχής ήταν έρημο και δεν μπορούσαν να αναμένουν να βρουν προμήθειες διαθέσιμες, με εχθρικό στρατό να τούς ακολουθεί. Αποφάσισαν λοιπόν να κινηθούν προς την Παφλαγονία και ξεκίνησαν προς αυτή την κατεύθυνση με τον στρατό, προχωρώντας με αργό ρυθμό, καθώς βαδίζοντας συγκέντρωναν προμήθειες.29
Ενώθηκαν με το στράτευμα τού Αριαίου, τού Πέρση στρατηγού τού Κύρου, που είχε ανέβει μαζί τους μέχρι εδώ από τις Σάρδεις και ο οποίος επιθυμούσε τότε να επιστρέψει μαζί τους στη Λυδία. Κινήθηκαν ανάμεσα σε κάποια χωριά στη βαβυλωνιακή ύπαιθρο «με τον ήλιο στα δεξιά τους» (2.2.13), πορεύτηκαν δηλαδή προς βόρεια ή βορειοανατολική κατεύθυνση.
Την επόμενη μέρα συνέχισαν πάνω από τάφρους και κανάλια προς άλλα χωριά, όπου βρήκαν προμήθειες αρκετές ώστε να κρατήσουν για εικοσιέξι ημέρες, όσες δηλαδή περίμεναν από την πρώτη μέρα τής άφιξής τους εκεί καθ’ υπόδειξη των αγγελιοφόρων τού βασιλιά μέχρι τη σύναψη τής εκεχειρίας, τις τρεις ημέρες που μεσολάβησαν μέχρι την άφιξη τού Τισσαφέρνη και την επικύρωση τής εκεχειρίας, καθώς και τις άλλες είκοσι μέχρι να επιστρέψει ο Τισσαφέρνης με τον στρατό του και να αρχίσουν την πορεία επανόδου.
Τότε ξεκίνησαν με τον Τισσαφέρνη και ύστερα από τρεις ημέρες περάσαν το Τείχος τής Μηδίας «προς τα μέσα», (2.4.12) δηλαδή προς νότο. Οι στρατοί λοιπόν των Ελλήνων και τού Αριαίου, συνοδευόμενοι από τον στρατό τού Τισσαφέρνη, βάδιζαν προς νότο. Δεν είχαν χαθεί, αλλά ήξεραν ότι ο μόνος ασφαλής από άποψη προμηθειών τρόπος για να κινηθούν προς βορρά ήταν από την ανατολική όχθη τού Τίγρη, αφού στη δυτική υπήρχε σε κάποιο σημείο έρημος μήκους ταξιδιού έξι ημερών.30 Τα μόνα όμως σημεία για να περάσουν από τη Μεσοποταμία στην ανατολική όχθη τού Τίγρη ήσαν στη Σιττάκη και στην Ώπι, από τις οποίες υπήρχαν κλάδοι τής βασιλικής οδού προς τα Εκβάτανα και τα Σούσα αντίστοιχα. Εκεί υπήρχαν πλωτές γέφυρες επί τού Τίγρη φτιαγμένες από ζευγμένα πλοία.
Έφτασαν λοιπόν στη Σιττάκη και οι Πέρσες στρατοπέδευσαν απέναντι από τον Τίγρη. Η πόλη ήταν πρωτεύουσα τής σιττακηνής επαρχίας τής Ασσυρίας πριν από την περσική κατάκτηση. Τοποθετείται στα ερείπια τής Τουλούλ αλ Μουζάϊλι, 15 χλμ βορειοανατολικά τής Κτησιφώντος, στην περιφέρεια τής Βαγδάτης.31 Το πρωί οι Έλληνες πέρασαν τον Τίγρη πάνω σε γέφυρα φτιαγμένη από τριανταεπτά ζευγμένα πλοία και οι τρεις στρατοί (των Ελλήνων, τού Αριαίου και τού Τισσαφέρνη), ύστερα από ταξίδι τεσσάρων ημερών, έφτασαν στη μεγάλη πόλη Ώπι. Η Ώπις ήταν αρχαία βαβυλωνιακή πόλη επί τού Τίγρη ποταμού. Η ακριβής τοποθεσία της δεν έχει τεκμηριωθεί. Βρισκόταν στην ανατολική όχθη τού Τίγρη, κοντά στον ποταμό Φύσκο, τον σημερινό Ντιγιάλα. Έχει προταθεί ότι βρισκόταν στο σημερινό Ιμάμ Σαΐχ Τζαμπίρ,32 κοντά στη Βαγδάτη. Εδώ τούς συνάντησε ο στρατός τού αδελφού τού Αρταξέρξη (2.4.25).
Από την Ώπι προχώρησαν ραγδαία διανύοντας σε έξι ημέρες 30 παρασάγγες, δηλαδή 180 χλμ, μέσα από τις ερήμους τής Μηδίας, φτάνοντας στα Χωριά τής Παρυσάτιδας. Τα χωριά αυτά, όπου βρήκαν σιτηρά και πρόβατα, πρέπει να ήσαν κοντά στον Τίγρη, αφού στη συνέχεια προχώρησαν κατά μήκος τής ανατολικής όχθης του. Έχει προταθεί ότι τοποθετούνται στο Νταούρ,33 όπου το τοπίο αλλάζει από έρημο σε περιοχή κατάλληλη για κτηνοτροφία. Η μεγάλη πόλη Καιναί στην απέναντι όχθη, την οποία συνάντησαν αργότερα και από την οποία οι βάρβαροι περνούσαν απέναντι καρβέλια ψωμί, τυριά και κρασί με σχεδίες φτιαγμένες από δέρματα, ταυτίζεται κατ’ άλλους με την ιρακινή Κριτ34 και κατ’ άλλους με την αρχαία ασσυριακή πόλη Ασσούρ35 στη δυτική όχθη τού ποταμού Τίγρη, βόρεια τής συμβολής του με τον ποταμό Μικρό ή Κάτω Ζαμπ στο σημερινό Ιράκ.
Πορεύτηκαν για τέσσερις ακόμη ημέρες κατά μήκος τής όχθης τού Τίγρη, αφήνοντας πίσω τους την προσχωσιγενή πεδιάδα και διανύοντας 20 παρασάγγες, δηλαδή 120 χλμ, φτάνοντας στον ποταμό Ζαπάτα, δηλαδή τον Μεγάλο ή Άνω Ζαμπ, που πηγάζει στην Τουρκία κοντά στη λίμνη Βαν και χύνεται στον Τίγρη στο Ιράκ, νότια τής Μοσούλης.
Στον ποταμό Ζαπάτα κατασκήνωσαν για τρεις ημέρες (2.5.1). Εδώ οργανώθηκε και εκτελέστηκε από τον Τισσαφέρνη η συνωμοσία που οδήγησε στη σύλληψη και θανάτωση των έξι στρατηγών των Ελλήνων, καθώς και πολλών λοχαγών και στρατιωτών (2.5.32). Εδώ επίσης τούς εγκατέλειψε και ο σύμμαχός τους, ο Πέρσης Αριαίος, με το βαρβαρικό στράτευμα τού Κύρου (2.5.38-41).
Οι Έλληνες εξέλεξαν νέους στρατηγούς, μεταξύ των οποίων και τον Ξενοφώντα για πρώτη φορά και υπό την ηγεσία τού Σπαρτιάτη Χειρισόφου, που είχε πάρει τη θέση τού συλληφθέντος Κλεάρχου, συνέχισαν την προς βορρά πορεία τους, αφού πρώτα έκαψαν τα κάρρα και τα αντίσκηνά τους, για να μην καθυστερούν στην πορεία και να κουβαλούν μικρότερο βάρος. Πέρασαν τον Ζαπάτα και έφτασαν στη μεγάλη πόλη Λάρισα, την αρχαία ασσυριακή Νιμρούντ, νότια τής Νινευή επί τού ποταμού Τίγρη. Τα ερείπιά της υπάρχουν σήμερα 30 περίπου χλμ νοτιοανατολικά τής Μοσούλης στο σημερινό βόρειο Ιράκ. 30 χλμ βόρεια τής Λάρισας συνάντησαν την πόλη Μέσπιλα, δηλαδή το βορειοδυτικό τμήμα τής αρχαίας ασσυριακής Νινευή, απέναντι από τη Μοσούλη. Το κύκλωμα των τειχών τής Νινευή λεγόταν ότι είχε μήκος 90 περίπου χλμ. Η πόλη είχε καταληφθεί από τον Κύρο Β’ τον Μεγάλο το 558 π.Χ.
Μιας ημέρας δρόμο από τα Μέσπιλα (Νινευή) οι Έλληνες συγκρούστηκαν με τον στρατό τού Τισσαφέρνη. Την επόμενη μέρα, περνώντας πέντε λόφους, τούς λόφους Ζάκο στο Βόρειο Ιράκ (βλέπε Χάρτη 4.4), δέχθηκαν και πάλι επίθεση από τούς Πέρσες. Σταμάτησαν για τρεις ημέρες στα χωριά στις πλαγιές για να συγκεντρώσουν προμήθειες και να φροντίσουν τούς τραυματίες και την επόμενη μέρα κατέβηκαν σε πεδιάδα. Ο εχθρός τούς πλησίασε και συσπειρώθηκαν για να τον αποκρούσουν.
Χάρτης 4.4: Κάθοδος των Μυρίων από τα Κούναξα προς τα Όρη Καρδούχων
Οι Πέρσες δεν επιτέθηκαν, επειδή προχωρούσε το απόγευμα. Όταν σκοτείνιαζε, αποσύρθηκαν. Οι Έλληνες μάζεψαν τα πράγματά τους, πορεύτηκαν όλη τη νύχτα και αποσπάστηκαν τόσο πολύ, ώστε για τις επόμενες δύο ημέρες δεν συνάντησαν τον εχθρό. Την τέταρτη όμως μέρα οι Πέρσες, έχοντας βαδίσει όλη τη νύχτα, κατέλαβαν θέση σε κορυφογραμμή τού βουνού, στη βάση τού οποίου περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στην πεδιάδα και τον οποίο έπρεπε να διανύσουν οι Έλληνες. Τμήμα τού ελληνικού στρατεύματος κατέλαβε θέση πάνω από τούς Πέρσες ακολουθώντας άλλη διαδρομή και τότε οι Πέρσες απομακρύνθηκαν. Οι Έλληνες κατέβηκαν στην πεδιάδα και ανεφοδιάζονταν, οπότε εμφανίστηκαν οι Πέρσες και υπήρξαν νέες αψιμαχίες.
Τελικά έφτασαν στη συμβολή τριών δρόμων (Ανάβ. 3.5.15), που ήσαν στην πραγματικότητα δύο, γιατί ο κύριος δρόμος, εκείνος που, όπως τούς είπαν αιχμάλωτοι που ανέκριναν, οδηγούσε νοτιοανατολικά στα Εκβάτανα και στα Σούσα και δυτικά, μετά τη διάσχιση τού ποταμού, στη Λυδία και την Ιωνία, δεν ήταν άλλος από την περσική βασιλική οδό από τις Σάρδεις προς τα Σούσα. Ο δρόμος προς βορρά, μέσα από τα βουνά, οδηγούσε στους Καρδούχους. Είχαν ταξιδέψει πολεμώντας επί έξι ημέρες από τα Μέσπιλα μέχρι εκεί και πιθανότατα βρίσκονταν λίγο νοτιότερα από το σημείο όπου συμβάλλουν ο Ανατολικός και ο Δυτικός Τίγρης. Οι Έλληνες αποφάσισαν να μην ακολουθήσουν την βασιλική οδό προς τις Σάρδεις, θεωρώντας προφανώς ότι την οδό αυτή θα ακολουθούσαν ο Τισσαφέρνης, ο Αριαίος και οι άλλοι Πέρσες τής Δυτικής Μικράς Ασίας. Ο Ξενοφών δεν το αναφέρει, αλλά το αναφέρει ο Διόδωρος:
Και ο Τισσαφέρνης, καθώς δεν μπορούσε να πετύχει τίποτε περισσότερο, ξεκίνησε με τον στρατό του για την Ιωνία. Και οι Έλληνες πορεύτηκαν για επτά ημέρες μέσα από τα βουνά των Καρδούχων και υπέστησαν πολλά από τούς ντόπιους, που ήσαν λαός πολεμοχαρής και εξοικειωμένος με την περιοχή.36
Ο Πίνακας 4.4 συνοψίζει την πορεία των Μυρίων από την αναχώρησή τους από το στρατόπεδο την επομένη τής μάχης στα Κούναξα μέχρι την έναρξη τής ανάβασής τους στα όρη των Καρδούχων και τη διαφυγή τους από τον στρατό τού Τισσαφέρνη.
Πίνακας 4.4: Κάθοδος των Μυρίων από τα Κούναξα προς τα Όρη Καρδούχων |
||||||
---|---|---|---|---|---|---|
![]() |
||||||
Τοποθεσία |
Αριθμός |
Παρα- |
Χιλιόμετρα |
Αξιο- |
Ημέρες |
Παρά- |
Αναχώρηση από το στρατόπεδο |
|
|
|
|
|
|
Στον Αριαίο |
1 |
|
|
|
|
2.2.8 |
Σε χωριά τής Βαβυλωνίας |
1 |
|
|
|
3 |
2.2.17 |
Άφιξη-αναχώρηση Τισσαφέρνη |
– |
– |
– |
|
3 |
2.3.25 |
Επιστροφή Τισσαφέρνη |
– |
– |
– |
|
20 |
2.4.1-8 |
Στο Τείχος Μηδίας |
3 |
|
|
|
– |
2.4.12 |
Στη Σιττάκη |
2 |
8 |
48 |
🗸 |
– |
2.4.13 |
Στην Ώπι |
4 |
20 |
120 |
🗸 |
– |
2.4.25 |
Στις Παρυσάτιδος Κώμες |
6 |
30 |
180 |
🗸 |
– |
2.4.27 |
Στον Ζαπάτα ποταμό |
4 |
20 |
120 |
🗸 |
3 |
2.4.28 |
Επίθεση Μιθραδάτη |
1 |
1 |
6 |
🗸 |
1 |
3.3.6 |
Νέα επίθεση, άφιξη στη Λάρισα |
1 |
|
|
|
|
3.4.2-7 |
Στη Μέσπιλα |
1 |
6 |
36 |
🗸 |
– |
3.4.10 |
Επίθεση Τισσαφέρνη |
1 |
4 |
24 |
🗸 |
|
3.4.13 |
Σε χωριά με προμήθειες |
– |
– |
– |
|
1 |
3.4.18 |
Στους λόφους |
5 |
– |
– |
|
3 |
3.4.24-31 |
Νέα επίθεση Τισσαφέρνη |
1 |
– |
– |
|
– |
3.4.34 |
Πορεία διαφυγής από Τισσαφέρνη |
3 |
– |
– |
|
– |
3.4.37 |
Στην πεδιάδα κοντά στον Τίγρη |
1 |
– |
– |
|
– |
3.5.1 |
Στα Όρη Καρδούχων |
1 |
– |
– |
|
– |
4.1.7-8 |
Γραφική απεικόνιση: |
Όπως φαίνεται στον πίνακα, για το πρώτο αυτό τμήμα τής Καθόδου των Μυρίων οι εκτιμήσεις αποστάσεων τού Ξενοφώντος είναι αξιόπιστες στη συνεχή διαδρομή από το Τείχος Μηδίας μέχρι τον ποταμό Ζαπάτα, για την οποία παρέχονται αποστάσεις.
Τμήμα Τέταρτο: Κάθοδος των Μυρίων από τα Όρη Καρδούχων στην Τραπεζούντα
Η μορφολογία τής περιοχής
Παρά την τεράστια απόσταση που είχαν ήδη διανύσει, τα προβλήματα των Ελλήνων κάθε άλλο παρά είχαν τελειώσει. Χωρίς να το ξέρουν, ανάμεσα σε αυτούς και τη θάλασσα παρεμβάλλονταν αλλεπάλληλα τείχη δυσπρόσιτων βουνών, η συνεχής ορεινή περιοχή τής ανατολικής Τουρκίας, η ζώνη από τον βορρά μέχρι τον νότο, το γεωγραφικό μήκος τής οποίας ορίζεται δυτικά από τον προς νότο ρου τού Ευφράτη και ανατολικά από την τουρκική μεθόριο. Στην περιοχή αυτή οι πρωτεύουσες των τουρκικών νομών (όχι τα απομακρυσμένα ορεινά χωριά) βρίσκονται σε μεγάλα υψόμετρα: Ερζερούμ 1.950 μ., Αγκρί 1.632 μ., Αρνταχάν 1.800 μ., Καρς 1.768 μ., Μπαϊμπούρτ 1.600 μ., Γκουμούσχανε 1.300 μ., Ερζιντζάν 1.185 μ., Μπινγκιόλ 1.151 μ., Μαρντίν 1.050 μ., Μους 1.350 μ., Βαν 1.727 μ. Στην ίδια περιοχή συγκλίνουν οι οροσειρές τού Ταύρου και των Ποντικών Άλπεων και δεκάδες κορυφές βουνών βρίσκονται πάνω από τα 3.000 μέτρα, με ψηλότερη εκείνη τού όρους Αραράτ (5.137 μ.).
Από εκεί έπρεπε να περάσουν οι Έλληνες, με τα ρούχα και με τις γνώσεις που διέθεταν. Κατά την επικρατούσα μάλιστα άποψη πέρασαν από εκεί μέσα στο καταχείμωνο, αφού λέγεται ότι έφτασαν στην Τραπεζούντα τον Φεβρουάριο τού 400 π.Χ. Γι’ αυτό όμως θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Χάρτης 4.5: Η ορεινή περιοχή από τα όρη Καρδούχων μέχρι την Τραπεζούντα
Ο Χάρτης 4.5 παρέχει τη γενική μορφολογία τής περιοχής που έπρεπε να διανύσουν. Οι διαφορετικές αποχρώσεις στον χάρτη αντιστοιχούν σε διαφορετικά υψόμετρα εδάφους (ισοϋψείς καμπύλες) σε κλίμακα ανά 500 μέτρα. Έτσι με λευκό χρώμα απεικονίζονται οι πεδινές περιοχές (υψόμετρο 0-500 μέτρα) και με βαθμιαία πιο σκούρες αποχρώσεις τού γκρι οι ημιορεινές (500-1000 μέτρα), οι ημιορεινές-ορεινές (1000-1500 μέτρα) και οι ορεινές περιοχές από 1500 μέτρα και πάνω, σε βαθμίδες υψομέτρων ανά 500 μέτρα. Στο κάτω μέρος τού χάρτη απεικονίζεται επίσης το ίχνος τής περσικής βασιλικής οδού (Σούσα-Σάρδεις) στο τμήμα της δίπλα στον Τίγρη από τον νότο (Σούσα) μέχρι τη μεταγενέστερη Άμιδα (Ντιγιάρμπακιρ) και από εκεί προς τη Μελιτηνή (Μαλάτυα) και τη δύση (Σάρδεις). Απεικονίζονται επίσης οι διαδρομές των εμπορικών καραβανιών την εποχή των προδρόμων των Αρμενίων, των Ουραρτού,37 που άκμασαν μεταξύ 12ου και 8ου π.Χ. αιώνα. Την εποχή τού Ξενοφώντος, με τη μετατροπή ολόκληρης τής εικονιζόμενης περιοχής σε επικράτεια των Αχαιμενιδών Περσών, τής αυτοκρατορίας δηλαδή που ίδρυσε ο Κύρος Β’ ο Μέγας, κάποιες τουλάχιστον από αυτές τις διαδρομές καραβανιών θα αναβαθμίστηκαν σε περσικούς βασιλικούς δρόμους, όπως εκείνος από το Άρζε (Ερζερούμ) προς την Ιβηρία (Γεωργία) μέσω Χορσηνής (Καρς).38 Κάτω, επί τής περσικής βασιλικής οδού, σημειώνεται η θέση των Μυρίων πριν βαδίσουν προς τα όρη Καρδούχων, ενώ στο πάνω μέρος σημειώνεται η κατάληξή τους, η Τραπεζούς. Παρέχονται επίσης τα ονόματα των ποταμών την εποχή τής Καθόδου των Μυρίων, ενώ για λόγους εποπτείας σημειώνονται οι θέσεις και τα υψόμετρα των σύγχρονων πόλεων τής περιοχής, καθώς και τα σημερινά σύνορα κρατών. Το υπόβαθρο αυτού τού χάρτη θα χρησιμοποιηθεί και στη συνέχεια κατά τη διερεύνηση τής διαδρομής.
Από τα Όρη Καρδούχων στον Δυτικό Ευφράτη
Οι Μύριοι ακολούθησαν για λίγο τον ποταμό Τίγρη προς βορρά, δηλαδή ακολούθησαν όχι τον κύριο αλλά τον ανατολικό κλάδο τού ποταμού, μέχρις ότου έφτασαν σε σημείο, όπου δεν μπορούσαν να συνεχίσουν προς βορρά, ούτε να διαβούν τον ποταμό. Αποφάσισαν λοιπόν να ανηφορίσουν προς τα ανατολικά, μέσα στη χώρα των Καρδούχων. Πορευόμενοι και πολεμώντας με τούς Καρδούχους επί επτά ημέρες έφτασαν στον ποταμό Κεντρίτη, τον σημερινό Μποτάν, ανατολικό παραπόταμο τού Τίγρη στη σημερινή επαρχία Σιρτ τής νοτιοανατολικής Τουρκίας.
Πέρασαν τον Κεντρίτη με τούς Καρδούχους πίσω τους, έτρεψαν σε φυγή μισθοφορικά στρατεύματα Αρμενίων, Μάρδων και Χαλδαίων μισθοφόρων που είχαν παραταχθεί στην απέναντι όχθη και μπήκαν στην Αρμενία (τη σημερινή νοτιοανατολική Τουρκία). Για τούς Μάρδους ή Αμαρδούς ο Στράβων, περιγράφοντας την Ατροπατηνή Μηδία, δηλαδή την προς την Αρμενία περιοχή δυτικά τής κυρίως Μηδίας, σημειώνει:
Λέγονται και Μάρδοι οι Αμαρδοί, ενώ και εκείνοι που ονομάζονται έτσι και βρίσκονται στην Αρμενία έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά,39
δηλαδή είναι και αυτοί μετανάστες και ληστρικοί, όπως μάς έχει πει πιο πάνω. Επίσης οι Χαλδαίοι εδώ και αλλού στην Κύρου Ανάβαση δεν είναι οι Χαλδαίοι τής Μεσοποταμίας. Όπως θα συζητήσουμε πιο κάτω, είναι οι Χάλδιοι, τα απομεινάρια των Ουραρτού.
Συντάχθηκαν και βάδισαν σε μεγάλη πεδιάδα με ομαλούς λοφίσκους για απόσταση όχι μικρότερη από 30 χλμ (5 παρασάγγες), φτάνοντας σε μεγάλο χωριό που διέθετε και παλάτι που ανήκε στον σατράπη τής Αρμενίας. Το χωριό πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή τής σημερινής τουρκικής πόλης Σιρτ. Προχώρησαν κατά τον Ξενοφώντα 60 χλμ (10 παρασάγγες) και πέρασαν κοντά από τις ανατολικές πηγές τού ποταμού Τίγρη, πέρασαν δηλαδή δυτικά τής σημερινής πόλης Μπιτλίς και τής λίμνης Βαν. Συνέχισαν για 90 χλμ (15 παρασάγγες) μέχρι τον ποταμό Τηλεβόα, δηλαδή τον Αρσανία τής αρχαιότητας, τον σημερινό Μουράτ ή Ανατολικό Ευφράτη, όπως μετονομάστηκε ο ποταμός την εποχή των Γάλλων γεωγράφων τού 18ου αιώνα.
Τα πολλά χωριά που συνάντησαν γύρω από τον ποταμό Μουράτ (Τηλεβόα) βρίσκονταν στην περιοχή τής σημερινής πόλης Μους. Ο διοικητής τής περιοχής Τιρίβαζος, που ήταν φίλος τού βασιλιά, συνάντησε τούς Έλληνες και τούς είπε ότι ήθελε να κάνει συνθήκη, με την οποία εκείνος δεν θα έκανε κακό στους Έλληνες, αλλά ούτε αυτοί θα έκαιγαν τα σπίτια, ενώ θα έπαιρναν όσες προμήθειες χρειάζονταν. Έγινε λοιπόν συνθήκη και από εκεί πορεύτηκαν 90 χλμ (15 παρασάγγες) σε πεδινή χώρα και έφτασαν σε παλάτι με πολλά χωριά γύρω του, γεμάτα τρόφιμα σε μεγάλη ποικιλία. Πρέπει να βρίσκονταν στην περιοχή τής σημερινής πόλης Χουνούς. Στο σημείο αυτό μιλάει για πρώτη φορά ο Ξενοφών για χιόνι. Η Χουνούς βρίσκεται σε υψόμετρο 1.700 μ. Από αιχμάλωτο που συνέλαβαν, οι Έλληνες έμαθαν ότι ο Τιρίβαζος σχεδίαζε επίθεση εναντίον τους. Ακολούθησε επίθεση στο στρατόπεδο τού Τιρίβαζου και στη συνέχεια πορεύτηκαν με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα μέσα στα χιόνια, πριν καταλάβει ο εχθρός την ορεινή διάβαση που έπρεπε να χρησιμοποιήσουν. Πράγματι, βόρεια τής Χουνούς υπάρχει αυχένας, με υψόμετρο 2.500 περίπου μ (βλέπε Χάρτη 4.6).
Διέσχισαν το ορεινό πέρασμα την ίδια μέρα και στρατοπέδευσαν με ασφάλεια. Από εκείνο το σημείο πορεύτηκαν 90 χλμ (15 παρασάγγες), φτάνοντας στον Δυτικό Ευφράτη.
Ακολουθώντας αυστηρά το κείμενο, οι Μύριοι έφτασαν στον ποταμό Ευφράτη, (δηλαδή στον Δυτικό Ευφράτη ή Καρασού, γιατί τον Ανατολικό και μακρύτερο Ευφράτη ή Μουράτ τον είχαν ήδη διασχίσει ως Τηλεβόα40) και έφτασαν στον ποταμό κάπου κοντά στις πηγές του.
Αυτό σημαίνει ότι σε κάποιο σημείο άφησαν την παλαιά διαδρομή καραβανιών προς τον ποταμό Αράξη και κινήθηκαν βορειοδυτικά, γύρω από τούς πρόποδες τού βουνού ανατολικά τού Ερζερούμ.
Καθώς η πορεία προς τον Ευφράτη κοντά στις πηγές του περνά κοντά από τις πηγές τού ποταμού Αράξη, οι Έλληνες ίσως μπέρδεψαν το ένα ποτάμι με το άλλο, στην πραγματικότητα ίσως δεν διέσχισαν τον Ευφράτη αλλά τον Αράξη και βρήκαν τα χωριά τού επόμενου τμήματος τής διαδρομής στην περιοχή τού Ερζερούμ, ακριβώς νότια τού ποταμού Ευφράτη και ακριβώς βόρεια τού ποταμού Αράξη.
Ωστόσο η επικρατούσα σήμερα άποψη (Λέντλε 1995) είναι ότι συνέχισαν βόρεια κατά μήκος τής παλαιάς διαδρομής των καραβανιών και δεν έφτασαν στο Ευφράτη ποταμό αλλά στον Αράξη, στο σημερινό Κιοπρουκιόι μεταξύ Πασινλέρ και Χορασάν (βλέπε Χάρτη 4.6). Αυτό το τμήμα τής Καθόδου των Μυρίων συνοψίζεται στον Πίνακα 4.6.
Χάρτης 4.6: Κάθοδος των Μυρίων από τα Όρη Καρδούχων στον Δυτικό Ευφράτη
Πίνακας 4.6: Κάθοδος των Μυρίων από τα Όρη Καρδούχων στον Δυτικό Ευφράτη |
||||||
---|---|---|---|---|---|---|
![]() |
||||||
Τοποθεσία |
Αριθμός |
Παρα- |
Χιλιόμετρα |
Αξιο- |
Ημέρες |
Παρά- |
Στα Όρη Καρδούχων |
|
|
|
|
|
|
Στον Κεντρίτη ποταμό |
7 |
– |
|
|
1 |
4.3.34 |
Σε χωριό με παλάτι |
1 |
5 |
30 |
🗸 |
|
4.4.1 |
Στις πηγές τού Τίγρη |
2 |
10 |
60 |
++ |
|
4.4.3 |
Στον Τηλεβόα ποταμό |
3 |
15 |
90 |
🗸 |
– |
4.4.3 |
Στα χωριά με το πρώτο χιόνι |
3 |
15 |
90 |
🗸 |
– |
4.4.7 |
Στάθμευση, επίθεση στον Τιρίβαζο |
– |
– |
|
|
2 |
4.4.8-22 |
Πέρασμα ορεινής διάβασης |
1 |
|
|
|
|
4.5.1 |
Στον Δυτ. Ευφράτη (βλέπε παρακάτω): |
3 |
15 |
90 |
|
|
4.5.2 |
α. Ευφράτης ως Ευφράτης |
|
|
|
++ |
|
|
β. Αράξης ως Ευφράτης (Ερζερούμ) |
|
|
|
🗸 |
|
|
γ. Αράξης ως Ευφράτης (Kιοπρουκιόι) |
|
|
|
🗸 |
|
|
Γραφική απεικόνιση: |
Πέρα από τον Ευφράτη, προς τα αρμενικά χωριά με τα υπόγεια σπίτια
Από το σημείο διάβασης τού (Δυτικού) Ευφράτη οι Έλληνες προχώρησαν μέσα από βαθύ χιόνι και πεδινή χώρα 15 παρασάγγες κάτω από ξεροβόρι (Ανάβ. 4.5.3). Άραγε κινήθηκαν βορειοδυτικά στην κοιλάδα του Δυτικού Ευφράτη ή μήπως προς βορρά μέσω τής κοιλάδας τού ποταμού Τορτούμ ή εκείνης του ποταμού Όλτου, που ρέουν με βορειοανατολική κατεύθυνση; Aκριβώς βόρειά τους υπήρχαν οι οροσειρές Κοπ και Μεστζίτ, δηλαδή το τείχος των βουνών στα νότια τής σημερινής Μπαϊμπούρτ. Η υπόθεση ότι διέσχισαν εκείνες τις οροσειρές κάτω από αυτές τις καιρικές συνθήκες πρέπει να απορριφθεί, γιατί ακόμη και σήμερα οι δύο δρόμοι από το Ερζερούμ προς τη Μπαϊμπούρτ διασχίζουν αυτά τα βουνά σε αυχένες με υψόμετρο 2.925 μ. και 2.360 μ. αντίστοιχα (βλέπε πιο κάτω, Χάρτη 4.7). Ακολουθώντας την κοιλάδα τού ποταμού Τορτούμ θα έφταναν στον ποταμό Άκαμψι (Τσορούχ) στη θέση τού σημερινού Γιουσουφέλι, ενώ, αναλόγως με τον επιθυμητό προορισμό τους, θα μπορούσαν να τον ακολουθήσουν είτε κατά την κατεύθυνση τής ροής του προς τον Βαθύ Λιμένα (Βατούμ) και την κολχική Φάση (Πότι), ή προς τις πηγές του, την περιοχή τής σημερινής Μπαϊμπούρτ, τις Ποντικές Άλπεις και την Τραπεζούντα. Στο ίδιο σημείο, στο Γιουσουφέλι, θα έφταναν κι αν ακολουθούσαν την κοιλάδα τού Όλτου.
Ο Χάρτης 4.7 απεικονίζει το σημερινό κύριο οδικό δίκτυο τής περιοχής, καθώς και τα υψόμετρα των υψηλών ορεινών διαβάσεων αυτού τού δικτύου. Αν δεχτούμε ως τοποθεσία των αρμενικών χωριών με τα υπόγεια σπίτια την περιοχή γύρω από το Τορτούμ, βρισκόμαστε σε συμφωνία με όλα τα τοπωνύμια, αλλά πρέπει να υποθέσουμε ότι οι Μύριοι έφτασαν στον ποταμό Ευφράτη ύστερα από πορεία όχι 90 χλμ (15 παρασαγγών) αλλά 120 χλμ (20 παρασαγγών).
Χάρτης 4.7: Εναλλακτικά σημεία διάσχισης τού ποταμού Ευφράτη (ή Αράξη)
Αν δεχτούμε ως τοποθεσία αυτών των χωριών είτε την περιοχή γύρω από το Ερζερούμ ή εκείνη βόρεια τού Κιοπρουκιόι, τότε είναι σωστό το μήκος τής πορείας μέχρι τον ποταμό (90 χλμ δηλαδή 15 παρασάγγες), αλλά ο ποταμός που διέσχισαν δεν ήταν ο Ευφράτης. Ήταν ο Αράξης, που είτε τον διέσχισαν στην περιοχή τού Ερζερούμ κοντά στις πηγές του, είτε τον διέσχισαν στο Κιοπρουκιόι, μεταξύ Πασινλέρ και Χορασάν. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η μόνη εφικτή προς βορρά διαδρομή θα τούς οδηγούσε νοτιοανατολικά τού Όλτου (βλέπε Χάρτη 4.7), το οποίο, όπως περιγράφεται στις επόμενες σελίδες, βρισκόταν στην καρδιά τής χώρας των Ταόχων. Αλλά οι Έλληνες συνάντησαν τούς Ταόχους πολύ αργότερα.
Ο αρχηγός τού χωριού τούς περιέγραψε τη διαδρομή. Μέχρι τώρα, μάλιστα μέχρι την άφιξή τους στην Τραπεζούντα, ο Ξενοφών δεν έχει αναφέρει το όνομα αυτής τής πόλης ως προορισμό τους. Έτσι επιχειρήματα τού είδους
«… πρόκειται για απαράδεκτη υπόθεση, που οδηγεί τα ελληνικά στρατεύματα πολύ μακριά από την Τραπεζούντα»,41
όσον αφορά τη διαδρομή που ακολουθήθηκε στη συνέχεια, δεν δείχνουν καλά θεμελιωμένα. Επιπλέον ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση δεν αναφέρει καμία παράκτια πόλη ως προορισμό τους. Από την άλλη πλευρά ο Διόδωρος (14.25.8) έχει πει ότι το σχέδιό τους ήταν προς την Παφλαγονία, δηλαδή προς τα βορειοδυτικά, προφανώς με σκοπό να φτάσουν σε παράκτιες ελληνικές πόλεις (Αμισό, Σινώπη, Ηράκλεια) πιο κοντά στον τελικό τους προορισμό.
Τυχαία βρέθηκαν στα ανατολικά ή μήπως υπήρχε σκοπός; Έχει διατυπωθεί η άποψη,42 ότι δεν αποκλείεται να βρέθηκαν οι Έλληνες τόσο ανατολικά, επειδή η γεωγραφία των Ελλήνων την εποχή τού Ηροδότου (484-425 π.Χ.), γεωγραφία η οποία αναμφίβολα ίσχυε και την εποχή τού Ξενοφώντος, επέκτεινε τον Εύξεινο Πόντο πολύ περισσότερο προς τα ανατολικά απ’ όσο ήταν αληθές. Ο Ηρόδοτος γράφει:
Γνωρίζουμε ότι από το στόμιο τής θάλασσας [την έξοδο τού Βοσπόρου] ο ποταμός Φάσις (γιατί αυτή είναι η μεγαλύτερη κατά μήκος απόσταση στον Πόντο) απέχει ταξίδι εννέα ημερών και οκτώ νυχτών, δηλαδή απόσταση εκατόν έντεκα μυριάδων οργιών, δηλαδή έντεκα χιλιάδων εκατό σταδίων.43
Το μήκος λοιπόν τού Ευξείνου Πόντου από το στόμιο τού Βοσπόρου μέχρι τον ποταμό Φάσι τής Κολχίδας ήταν κατά τον Ηρόδοτο 11.100 στάδια, δηλαδή 2.220 χλμ. Ταυτόχρονα θεωρούσε ότι η χερσόνησος τής Μικράς Ασίας ήταν πολύ πιο στενή σε πλάτος και μπορούσε να τη διαβεί κανείς πεζή από τον κόλπο τής Ισσού μέχρι τον Εύξεινο Πόντο με ταξίδι πέντε ημερών:
Έτσι ο ποταμός Άλυς αποκόπτει σχεδόν ολόκληρο το κάτω μέρος τής Μικράς Ασίας, από τη θάλασσα απέναντι από την Κύπρο μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. Εδώ είναι ο στενότερος αυχένας όλης αυτής τής χώρας. Το μήκος τού ταξιδιού για έναν άνδρα που ταξιδεύει απρόσκοπτα είναι πέντε ημέρες.44
Αποτέλεσμα των παραπάνω θα ήταν φυσικά να παρακινηθεί ο Ξενοφών να πιστεύει ότι οι ελληνικές αποικίες στα παράλια ήσαν πολύ πιο ανατολικά απ’ όσο πραγματικά ήσαν. Ο γεωγράφος Ερατοσθένης, ο οποίος έζησε 200 περίπου χρόνια μετά τον Ξενοφώντα, διόρθωσε τη λανθασμένη εκτίμηση τού Ηροδότου για το πλάτος τής χερσονήσου τής Μικράς Ασίας, όπως αναφέρει ο Στράβων:
Αλλά υπάρχει και άλλος τρόπος [λέει ο Ερατοσθένης] για να αποδειχθεί αυτό. Η απόσταση ανάμεσα στον κόλπο τής Ισσού και τον Εύξεινο Πόντο, προχωρώντας προς βορρά, προς τις περιοχές τής Αμισού και τής Σινώπης, είναι περίπου 3.000 στάδια, όσο δηλαδή λέγεται ότι είναι και το πλάτος τής οροσειράς [τού Ταύρου].45
Έχει όμως επισημανθεί, ότι ακόμη και μετά τις βελτιώσεις που έγιναν στη γεωγραφία από τις κατακτήσεις τού Αλέξανδρου, ο Ερατοσθένης πίστευε ότι οι εκβολές τού ποταμού Φάσι (τής Κολχίδας) βρίσκονταν κάπως ανατολικά τού μεσημβρινού τής Βαβυλώνας, αν και στην πραγματικότητα η Βαβυλώνα βρισκόταν τρεις μοίρες ανατολικότερα.46
Έτσι, ακόμη κι αν ο Ξενοφών γνώριζε την πραγματική του θέση σε σχέση με τη Βαβυλώνα, όταν βρισκόταν στους πρόποδες των βουνών των Καρδούχων, θα έσφαλε περισσότερο από τρεις μοίρες τής πυξίδας κατά την εκτίμηση των γεωγραφικών συντεταγμένων τής Τραπεζούντας, για την οποία θα εκτιμούσε ότι βρισκόταν βορειοανατολικά, ενώ στην πραγματικότητα βρισκόταν πιο δυτικά από βόρειο-βορειοδυτικά. Αντίστοιχα, όταν τούς εγκατέλειψε ο οδηγός, θα πίστευε ότι η Τραπεζούντα βρισκόταν βορειοανατολικά, ενώ στην πραγματικότητα βρισκόταν περίπου βορειοδυτικά-δυτικά. Και καθώς συνέχιζαν να κινούνται στην ίδια κατεύθυνση, η διαφορά μεταξύ τής υποτιθέμενης και τής πραγματικής γεωγραφικής τους θέσης φυσικά θα αυξανόταν.
Η θέση λοιπόν στην οποία βρέθηκαν στη συνέχεια οι Έλληνες, η οποία ήταν πολύ πιο ανατολικά από την ενδεχομένως προτιθέμενη κατεύθυνσή τους προς Τραπεζούντα, μπορεί να εξηγείται εν μέρει από το σφάλμα τού γεωγραφικού συστήματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν. Αλλά μπορεί επίσης να υποτεθεί ότι περιπλανήθηκαν πολύ σε αναζήτηση προμηθειών στις χώρες των Ταόχων και των Χαλδίων, όπου συνάντησαν προβλήματα. Ίσως επίσης τούς δημιούργησε προβλήματα ο χειμώνας τής Αρμενίας, αφού με τις χιονοθύελλες ούτε ήλιο μπορούσαν να δουν ούτε αστέρια και επομένως δεν είχαν τρόπο να μαντέψουν τον άγνωστο σε αυτούς δρόμο. Ίσως όμως επιθυμητός προορισμός των Ελλήνων δεν ήταν η Τραπεζούς αλλά η κολχική Φάση.
Προς την Τραπεζούντα ή την Κολχίδα;
Την εποχή τού Ξενοφώντος η Φάση πρέπει να ήταν η πιο διάσημη από τις ελληνικές αποικίες των νοτιοανατολικών ακτών τού Ευξείνου Πόντου. Είχε ιδρυθεί και αυτή από τούς Μιλήσιους στις εκβολές τού ομώνυμου ποταμού, στην ενδοχώρα τού οποίου υπήρχε η Αία, η πρωτεύουσα τού μυθικού βασιλιά Αιήτη, πατέρα τής Μήδειας. Η Αργοναυτική εκστρατεία και ο μύθος τού χρυσόμαλλου δέρατος μιλούν για τον πλούτο τής περιοχής. Ο Στράβων γράφει ότι και σε μεταγενέστερα χρόνια οι κάτοικοι τής περιοχής μάζευαν ψήγματα χρυσού μέσα από τα νερά των ποταμών χρησιμοποιώντας προβιές:
Λέγεται ότι στη χώρα τους οι χείμαρροι κατεβάζουν χρυσάφι και ότι οι βάρβαροι το μαζεύουν με διάτρητα δοχεία και μάλλινες προβιές και ότι αυτή είναι η προέλευση τού μύθου τού χρυσόμαλλου δέρατος…47
Το ίδιο γράφει και ο Αππιανός:
Πολλές πηγές κατεβαίνουν από τον Καύκασο, κουβαλώντας χρυσόσκονη τόσο ψιλή, που είναι αόρατη. Οι κάτοικοι βάζουν στο ρέμα δασύτριχες προβιές κι έτσι μαζεύουν τα ψήγματα. Ίσως κάτι τέτοιο ήταν και το χρυσόμαλλο δέρας τού Αιήτη.48
Δεν θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι οι Μύριοι, όπως οι περισσότεροι Έλληνες, πρέπει να είχαν υπόψη τους τον μύθο των Αργοναυτών. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς ίσως προσδοκούσαν κάτι από μια επίσκεψη στη Φάση, αφού οι προσδοκίες από την Ανάβαση είχαν εξανεμιστεί με τον θάνατο τού Κύρου και τώρα επέστρεφαν χωρίς ελπίδα και χωρίς κανένα όφελος. Στο επόμενο (πέμπτο) βιβλίο τής Κύρου Ανάβασης, περιγράφοντας την παραμονή τους στα Κοτύωρα (δυτικά τής Τραπεζούντας και ανατολικά τής Σινώπης), ο Ξενοφών αναπτύσσει μια μάλλον παράξενη και αδικαιολόγητα εκτεταμένη συζήτηση για την κολχική Φάση (Ανάβ. 5.6.15-5.7.10).
Εξηγούσε στους στρατιώτες με στοιχειώδη επιχειρήματα (από πού ανατέλλει ο ήλιος και προς τα πού δύει, ποιος άνεμος οδηγεί βαθύτερα στον Πόντο και ποιος έξω από αυτόν, πώς ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αντιταχθεί σε δέκα χιλιάδες κλπ.), τούς λόγους για τούς οποίους δεν ήταν δυνατό να τούς οδηγήσει στη Φάση ενάντια στη θέλησή τους.
Γιατί έδινε ο Ξενοφών αυτές τις εξηγήσεις; Γιατί άραγε θεώρησε ότι άξιζε τον κόπο να αφιερώσει στα γεγονότα αυτά τόσο μεγάλο μέρος τής αφήγησής του; Και γιατί το στράτευμα δυσαρεστήθηκε και αντιτάχθηκε τόσο πολύ; Αν και η κολχική Φάση αναφέρεται σε εκείνο το σημείο τού βιβλίου για πρώτη και τελευταία φορά, με δεδομένη την περιπλάνηση στην ανατολική άκρη τής σημερινής Τουρκίας μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί, μήπως είχε προηγηθεί προσπάθεια να πορευτούν προς τη Φάση τής Κολχίδας αλλά η προσπάθεια δεν είχε ευοδωθεί, αφού είχαν καταλήξει πολύ μακριά από αυτή την πόλη, στα αρμενικά υψίπεδα. Μάλιστα φαίνεται ότι οι σκέψεις τού Ξενοφώντος για ίδρυση νέας ελληνικής αποικίας στον Εύξεινο Πόντο υπήρξαν επίμονες, αφού επανήλθαν αργότερα, όταν βρίσκονταν στον Λιμένα Κάλπης (σήμερα Κέρπε Λιμάνι) μεταξύ Ηράκλειας και Βυζαντίου (Ανάβ. 6.4.3-7). Στην περίπτωση αυτή οι στρατιώτες αρνήθηκαν να αποθέσουν καν τις αποσκευές τους στον ανοιχτό χώρο πάνω από το ακρωτήριο, χώρο που φαινόταν κατάλληλος για την ίδρυση αποικίας. Προτίμησαν να στρατοπεδεύσουν μέσα ή κοντά στο δάσος (Ανάβ. 6.4.7). Αυτή η απόφασή τους είχε ως αποτέλεσμα αριθμό απωλειών, που προκλήθηκαν από τούς Βιθυνούς (Ανάβ. 6.4.26).
Από τα αρμενικά χωριά προς την Ανατολή
Έχουμε αφήσει τούς Μυρίους στα αρμενικά χωριά με τις υπόγειες κατοικίες, αλλά, όπως είπαμε, δεν είμαστε ακόμη βέβαιοι για τη θέση αυτών των χωριών49 για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, επειδή το τελευταίο μέρος τού ταξιδιού προς αυτά τα χωριά έγινε μέσα σε χιονοθύελλα και δεύτερον, επειδή στην περιοχή αυτή πηγάζουν ο ένας κοντά στον άλλον ο Αράξης και ο (Δυτικός) Ευφράτης και ενώ ο Ξενοφών μιλά για τις πηγές τού Ευφράτη ενδεχομένως εννοεί εκείνες τού Αράξη. Παρ’ όλα αυτά, όπως ήδη αναφέραμε, τρεις είναι οι πιθανές περιπτώσεις: Πρώτη, να ακολούθησαν οι Μύριοι την παλαιά διαδρομή των καραβανιών φτάνοντας στον Αράξη (τον οποίο ο Ξενοφών ονομάζει εδώ Ευφράτη) στο σημερινό Κιοπρουκιόι, μεταξύ Πασινλέρ και Χορασάν, να διέσχισαν εκεί τον Αράξη και να βρήκαν τα αρμενικά χωριά κάπου νοτιοανατολικά τής πόλης Όλτου. Δεύτερη, να διέβησαν οι Μύριοι τον Αράξη κοντά στις πηγές του και να πορεύτηκαν προς βορρά, περνώντας και τον Ευφράτη κοντά στις πηγές του, μέσα από τη μοναδική διαθέσιμη διαδρομή, δηλαδή την κοιλάδα τού ποταμού Τορτούμ, βρίσκοντας τα αρμενικά χωριά με τις υπόγειες κατοικίες κάπου κοντά στη σημερινή πόλη Τορτούμ. Τρίτη, να διέβησαν οι Μύριοι τον Αράξη κοντά στις πηγές του (αυτόν που ο Ξενοφών ονομάζει Ευφράτη), βρίσκοντας τα αρμενικά χωριά στην περιοχή τού Ερζερούμ.
Αν τα αρμενικά χωριά βρίσκονταν κοντά στη σημερινή πόλη Τορτούμ, οι Μύριοι, πριν φτάσουν εκεί, θα είχαν πορευτεί από αυχένα σε υψόμετρο 2.000-2.500 μ. για 10 περίπου χλμ, πράγμα που δικαιολογεί πλήρως τα βάσανά τους στο χιόνι. Ακριβώς το ίδιο θα είχε συμβεί αν είχαν προχωρήσει βορειοανατολικά από το σημερινό Κιοπρουκιόι, διασχίζοντας εκεί τον ποταμό Αράξη: θα είχαν βρει τα αρμενικά χωριά κάπου νοτιοανατολικά τής πόλης Όλτου, έχοντας πορευτεί από αυχένα στο ίδιο υψόμετρο και για την ίδια απόσταση όπως στην προηγούμενη περίπτωση τού Τορτούμ. Όμως, όπως αναφέραμε, είναι επίσης πιθανό να συνάντησαν οι Μύριοι την κακοκαιρία όταν άφησαν την παλαιά διαδρομή καραβανιών και στράφηκαν βορειοδυτικά προς το Ερζερούμ, βρίσκοντας εκεί τα αρμενικά χωριά με τα υπόγεια σπίτια.
Έχουμε πει ότι ο αρχηγός τού χωριού είχε περιγράψει τον δρόμο στους Έλληνες. Πράγματι, αν βρίσκονταν οπουδήποτε μεταξύ των σημερινών Ερζερούμ και Τορτούμ, θα ήταν εύκολο να τούς περιγράψει, ότι ακολουθώντας τη ροή τού ποταμού Τορτούμ, θα έφταναν ύστερα από πορεία τριών έως τεσσάρων ημερών (90-100 χλμ) στη συμβολή αυτού τού ποταμού με τον ποταμό Άκαμψι (σήμερα Τσορούχ) και ότι θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τον ποταμό Άκαμψι είτε κατά την κατεύθυνση τής ροής του προς τον Εύξεινο Πόντο, ή προς τα πάνω, προς τις πηγές του στην περιοχή των βουνών πάνω από την Τραπεζούντα. Αλλά κι αν βρίσκονταν νοτιοανατολικά τής πόλης Όλτου, κάτι αντίστοιχο θα συνέβαινε πάλι: θα ακολουθούσαν βορειοανατολικά την κοιλάδα τού ποταμού Όλτου και θα έφταναν στο ίδιο σημείο, επειδή οι ποταμοί Τορτούμ και Όλτου συμβάλλουν και χύνονται στη συνέχεια στον Άκαμψι (Τσορούχ) ως ένα ποτάμι (βλέπε Χάρτη 4.7).
Ύστερα από επτά ημέρες ξεκούρασης και αναψυχής στα χωριά, συνέχισαν την πορεία. Όπου κι αν είχαν βρεθεί, κοντά στο Τορτούμ, κοντά στο Όλτου ή ακόμη και κοντά στο Ερζερούμ, φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι ο αρχηγός τού χωριού θα τούς οδηγούσε στον Άκαμψι στην περιοχή τού σημερινού Γιουσουφέλι, με τον τρόπο που μόλις περιγράψαμε (βλέπε Χάρτη 4.7). Αυτό θα συνέβαινε οποιοσδήποτε κι αν ήταν ο προορισμός τους, είτε η Τραπεζούς είτε η κολχική Φάση.
Καθώς όμως πορεύονταν χωρίς να συναντούν χωριά, στη διάρκεια τής τρίτης ημέρας τής διαδρομής ο Χειρίσοφος θύμωσε με τον οδηγό, τον χτύπησε, αμέλησε όμως να τον δέσει κι εκείνος απέδρασε κατά τη διάρκεια τής νύχτας. Ο Ξενοφών γράφει ότι «μετὰ τοῦτο ἐπορεύθησαν ἑπτὰ σταθμοὺς ἀνὰ πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας παρὰ τὸν Φᾶσιν ποταμόν» (Ανάβ. 4.6.4). Πρόκειται για απλούστατη διατύπωση αρχαιοελληνικού κειμένου, που στα νεοελληνικά σημαίνει προφανώς ότι «ύστερα από αυτό (δηλαδή την απόδραση τού οδηγού) βάδισαν επτά πορείες των πέντε παρασαγγών την ημέρα δίπλα στον ποταμό Φάσι». Παραδόξως πολλές μεταφράσεις γράφουν: «ύστερα από αυτό βάδισαν επτά πορείες των πέντε παρασαγγών την ημέρα μέχρι που έφτασαν στον ποταμό Φάσι».
Αν, μετά την απόδραση τού οδηγού, συνέχισαν να βαδίζουν δίπλα στον ποταμό Αράξη (Φάσι), αυτό σημαίνει ότι βάδιζαν στην ίδια κατεύθυνση πριν χάσουν τον οδηγό τους, ότι δηλαδή βάδιζαν σκοπίμως προς τα ανατολικά δίπλα στον Αράξη. Διαφορετικά πρέπει να υποθέσουμε ότι μετά την απόδραση τού οδηγού έχασαν τον προσανατολισμό τους και κινήθηκαν προς νότο και προς τον ποταμό Αράξη από λάθος. Από λάθος ή όχι, τελικά πορεύτηκαν προς τα ανατολικά δίπλα στον ποταμό, γιατί από οπουδήποτε κι αν ξεκίνησαν, είτε από την περιοχή τού Τορτούμ, είτε από εκείνη τού Ερζερούμ, ή ακόμη και από την περιοχή τού Όλτου, δεν υπάρχουν προς τα δυτικά επτά ημερήσιες πορείες των πέντε παρασαγγών, δηλαδή 35 παρασάγγες αυτού τού ποταμού.
Ο Ξενοφών δεν δίνει πληροφορίες για το μήκος διάνυσης και την κατεύθυνση τής πορείας πριν από την απόδραση τού οδηγού. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αρχικά πορεύονταν βορειοανατολικά, προς την κοιλάδα τού ποταμού Άκαμψι (Τσορούχ) και ότι μετά την απόδραση τού οδηγού κατέληξαν από λάθος νότια, δίπλα στον ποταμό Αράξη.
Όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ότι όταν ξανάρχισαν την πορεία, ύστερα από την παραμονή τους στα αρμενικά χωριά, βάδισαν ανατολικά δίπλα στον Αράξη, πορευόμενοι σε μεγάλη οδό, την περσική βασιλική οδό από το Άρζε (Ερζερούμ) προς τη Χωρσηνή (Καρς) και την Ιβηρία (Γεωργία), προκειμένου να αποφύγουν τις δυσκολίες που προκαλούσε η κακοκαιρία. Στο αρχικό της τμήμα η οδός αυτή ακολουθούσε προς τα ανατολικά την κοιλάδα τού ποταμού Αράξη και στη συνέχεια στρεφόταν βόρεια προς το Καρς. Προφανώς μια τέτοια κατεύθυνση δεν εξυπηρετούσε πορεία προς την Τραπεζούντα, επειδή πρόσθετε βουνά σε εκείνα που έπρεπε να διασχίσουν. Αλλά ένα ταξίδι από το Καρς προς την Κολχίδα, αν και μακρύτερο, ήταν εφικτό, μέσα από τις άνω κοιλάδες των ποταμών Άρπασου και Κύρου (Κούρα), ή ακόμη σε όλο το μήκος τής βασιλικής οδού πέρα από το Καρς μέχρι την Τιφλίδα (Τμπιλίσι) μέσω Γκυουμρί και από εκεί δυτικά μέσα από την κοιλάδα τού ποταμού Κύρου (Κούρα). Υπάρχει όμως και τρίτη και ίσως πιθανότερη εξήγηση: ότι δηλαδή ακολούθησαν τον ποταμό Φάσι (Αράξη) προς τα ανατολικά, επειδή πίστευαν ότι είχαν βρει τον κολχικό ποταμό Φάσι κοντά στις πηγές του. Θα συζητήσουμε αυτή την υπόθεση στην αμέσως επόμενη ενότητα.
Οι Μύριοι, έχοντας πορευτεί για 35 παρασάγγες (210 χλμ) δίπλα στον ποταμό Αράξη, κινήθηκαν προς την ενδοχώρα για 10 παρασάγγες (60 χλμ). Εκεί, σε ύψωμα πάνω από τις πεδιάδες, βρέθηκαν αντιμέτωποι με στράτευμα Χαλδίων (Χαλύβων), Ταόχων και Φασιανών. Μέχρι τώρα δεν έχουμε λόγους να αμφιβάλλουμε για την αξιοπιστία τής καταγραφής αποστάσεων από τον Ξενοφώντα και ελπίζουμε ότι αυτό έχει γίνει σαφές από τούς χάρτες και τούς πίνακες για τα προηγούμενα τμήματα τής Ανάβασης και τής Καθόδου.
Χάρτης 4.8: Από τη διάβαση τού Ευφράτη (ή Αράξη) μέχρι την κάθοδο στη χώρα των Ταόχων
Δύο στοιχεία, δηλαδή το ίχνος τής οδού από το Ερζερούμ προς το Καρς κατά μήκος τής παλαιάς διαδρομής καραβανιών τής εποχής των Ουραρτού, καθώς και το μήκος τής πορείας προς τα ανατολικά δίπλα στον ποταμό Αράξη (35 παρασάγγες), υποδεικνύουν ότι οι Μύριοι ακολούθησαν τη βασιλική οδό προς το Καρς.
Η μορφολογία τού εδάφους στην περιγραφή τού Ξενοφώντος (Ανάβ. 4.6.11) μοιάζει με την πραγματική κατάσταση, αν και η απόσταση από τον ποταμό μέχρι το ύψωμα, 10 παρασάγγες σύμφωνα με τον Ξενοφώντα) είναι μικρότερη. Οι Μύριοι κατέλαβαν και πάλι το πέρασμα στέλνοντας δύναμη πάνω από τούς εχθρούς από διαφορετική διαδρομή, τούς διασκόρπισαν, κατέβηκαν στην πεδιάδα και προχώρησαν σε χωριά με πολλές προμήθειες. Βρίσκονταν μέσα στη χώρα των Ταόχων.
Πίνακας 4.8: Από τη διάβαση τού Ευφράτη (ή Αράξη) μέχρι την κάθοδο στη χώρα των Ταόχων |
||||||
---|---|---|---|---|---|---|
![]() |
||||||
Τοποθεσία |
Αριθμός |
Παρα- |
Χιλιόμετρα |
Αξιο- |
Ημέρες |
Παρά- |
Στον Δυτικό Ευφράτη |
|
|
|
|
|
|
Βόρεια πορεία στο χιόνι |
3 |
15 |
90 |
‒ |
|
4.5.3 |
Ο Χειρίσοφος στα χωριά τής Αρμενίας |
1 |
– |
|
|
– |
4.5.9 |
Ο στρατός την επόμενη μέρα |
1 |
– |
|
|
8 |
4.5.23 |
Πορεία με τον αρχηγό τού χωριού |
3 |
– |
|
|
– |
4.6.1 |
Στον ποταμό Αράξη χωρίς οδηγό |
7 |
35 |
210 |
🗸 |
|
4.6.4 |
Με Ταόχους, Φασιανούς, Χάλυβες |
2 |
10 |
60 |
‒ |
|
4.6.5 |
Γραφική απεικόνιση: |
Ο Χάρτης 4.8 απεικονίζει τη διαδρομή από τη διάβαση τού Ευφράτη (ή τού Αράξη) κοντά στις πηγές του μέχρι την κάθοδο στη χώρα των Ταόχων. Ο Πίνακας 4.8 παρέχει τις σχετικές πληροφορίες.
Φασιανοί, Τάοχοι και Χάλδιοι
Ο Ξενοφών ονομάζει Φάσι τον Αράξη, αλλά δεν πρόκειται για λάθος. Δεν εννοεί τον κολχικό Φάσι, που πηγάζει από τον Καύκασο και χύνεται στον Εύξεινο Πόντο κοντά στην πόλη Φάση (το σημερινό Πότι), πατρίδα τού Αιήτη, τής Μήδειας και τού χρυσόμαλλου δέρατος τής Αργοναυτικής εκστρατείας. Ο Αράξης στο αρχικό του τμήμα, τουλάχιστον από την περιοχή τού Ερζερούμ όπου πηγάζει μέχρι κάποιο σημείο πριν από τη συμβολή του με τον Άρπασο (τον αρμενικό Αχουριάν), ονομαζόταν Φάσις, καθώς και Αράξης (Έραξ). Έχουμε γι’ αυτό τη μαρτυρία τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (905-959 μ.Χ.):50
Αλλά επειδή ο κουροπαλάτης είναι πιστός και σωστός δούλος και φίλος μας, δεχτήκαμε την παράκλησή του να γίνει σύνορο τής Φασιανής ο ποταμός Έραξ, δηλαδή ο Φάσις και τα μεν αριστερά μέρη του, εκείνα προς την Ιβηρία [Γεωργία], να τα κατέχουν οι Γεωργιανοί [Ίβηρες], τα δε δεξιά, όσα είναι προς τη Θεοδοσιούπολη [Ερζερούμ], κάστρα και τόποι, να βρίσκονται στην αυτοκρατορία μας, να είναι δηλαδή σύνορο ο ποταμός.51
Κουροπαλάτης ήταν βυζαντινός αυλικός τίτλος. Εδώ πρόκειται για τον Άσοτ Β’ κουροπαλάτη (πέθανε το 954), Γεωργιανό πρίγκηπα τής δυναστείας των Μπαγκρατίντ. Ο Άσοτ ήταν ο δεύτερος γιος τού βασιλιά τής Ιβηρίας Ανταρνάσε Α’ και μικρότερος αδελφός τού βασιλιά Δαυίδ Β’ (βασ. 923–937). Ο Δαυίδ διαδέχθηκε τον Ανταρνάσε ως βασιλιάς αλλά όχι και ως κουροπαλάτης, γιατί ο αυτοκράτορας χορήγησε αυτόν τον τίτλο στον αδελφό του Άσοτ, στον οποίο παραχώρησε επίσης το 952 την επαρχία τής Φασιανής.52
Ο Πορφυρογέννητος προσδιορίζει λοιπόν όχι μόνο τον Φάσι-Αράξη, αλλά και τη Φασιανή, τη χώρα των Φασιανών τού Ξενοφώντος, ως περιοχή κατά μήκος τής κοιλάδας τού Αράξη μεταξύ των πηγών του (κοντά στο Ερζερούμ) και τής συμβολής του με τον Άρπασο-Αχουριάν (στα σημερινά σύνορα Τουρκίας-Αρμενίας). Στην περιοχή υπάρχει σήμερα επί τού Αράξη η τουρκική πόλη Πασινλέρ, το όνομα τής οποίας παραπέμπει ευθέως στη Φασιανή και τούς Φασιανούς.
Η θέση λοιπόν τής Φασιανής και των Φασιανών είναι σαφής, αλλά υπάρχει και το εξής ζήτημα, στο οποίο αναφερθήκαμε στην προηγούμενη ενότητα: Εμείς ξέρουμε τώρα ότι ο ποταμός Φάσις (Αράξης), που πηγάζει στην περιοχή τού Ερζερούμ, δεν είναι ο Φάσις τής Κολχίδας. Οι Μύριοι όμως το ήξεραν τότε; Και αν δεν το ήξεραν όταν βρίσκονταν στα αρμενικά χωριά με τα υπόγεια σπίτια, άραγε τι θα φαντάζονταν όταν έμαθαν ότι ένας ποταμός Φάσις πήγαζε σε εκείνη την περιοχή; Δεν θα πίστευαν άραγε ότι ακολουθώντας το ποτάμι θα έφταναν στην πόλη Φάση τής Κολχίδας, στις εκβολές αυτού τού ποταμού στον Εύξεινο Πόντο; Ας περάσουμε τώρα στη χώρα των Ταόχων. O Στράβων γράφει:
Και εξιστορούν ότι η Αρμενία ήταν προηγουμένως μικρή χώρα, την οποία μεγάλωσαν οι Αρταξίας και Ζαρίαδρις, οι οποίοι είχαν διατελέσει αρχικά στρατηγοί τού Αντιόχου τού Μεγάλου, ενώ κατόπιν, μετά την ήττα του,53 όταν έγιναν βασιλείς, ο ένας τής Σωφηνής,54 τής Ακισηνής,55 τής Οδομαντίδος56 και μερικών άλλων περιοχών και ο άλλος τής περιοχής γύρω από τα Αρτάξατα,57 μεγάλωσαν και οι ίδιοι ταυτόχρονα, αφαιρώντας τμήματα αφενός τής επικράτειας των Μήδων, από την οποία πήραν την Κασπιανή,58 τη Φαυνίτιδα59 και τη Βασοροπέδα60 και αφετέρου εκείνης των Ιβήρων [Γεωργιανών], από τούς οποίους πήραν τούς πρόποδες τού Παρυάδρη,61 τη Χορζηνή62 και τη Γωγαρηνή63…64
Σύγχρονοι Αρμένιοι ιστορικοί, αναφερόμενοι στο πιο πάνω εδάφιο από τον Στράβωνα, γράφουν ότι
οι Αρταξίας (Αρτάσης) και Ζαρίαδρις (Ζαρέχ), οι διοικητές τής Αρμενίας που είχαν διοριστεί από τον Σέλευκο τον Μεγάλο, πήραν το μέρος των Ρωμαίων και κήρυξαν την ανεξαρτησία των δύο νέων βασιλείων που δημιούργησαν για τον εαυτό τους. Μεγαλύτερο ήταν εκείνο τού Αρτάση. Σύμφωνα με τον Στράβωνα περιλάμβανε την περιοχή τής Κασπίας, το Βασπουράκαν (επαρχία Βαν), τη Φαυνίτιδα (Τάϊκ, χώρα των Ταόχων), τη Χορσηνή (Αρνταχάν) τη Γωγαρηνή (Γκουγκάρκ), την Καρηνίτιδα (Ερζερούμ)…65
Γι’ αυτή τη Φαυνίτιδα ή Φαυηνή, την χώρα των Ταόχων, ο Στράβων γράφει επίσης:
Είναι και η Φαυηνή επαρχία τής Αρμενίας, όπως και η Κωμισηνή και η Ορχιστηνή, που εφοδιάζει με πολύ ιππικό.66
Τέλος, σύγχρονοι Γεωργιανοί ιστορικοί γράφουν:
Η Ταΐκ στα αρμενικά και Ταό στα γεωργιανά, η χώρα των Ταόχων, ήταν αρμενική περιοχή τής Γεωργίας και αργότερα τής βορειοδυτικής Αρμενίας στην περιοχή των συνόρων…. Πρωτεύουσά της ήταν το Όλτι [Όλτου], η καρδιά τής χώρας, στις όχθες τού ποταμού Όλτι [τουρκικά Όλτου], παραπόταμου τού Τσορούχ [δηλαδή τού Άκαμψι]. Συνόρευε προς βορρά με την Κλαρέτια [αρμενικά Κλάρικ, την περιοχή τού σημερινού Αρνταχάν], ανατολικά με τη Βανάντ [την περιοχή τού σημερινού Καρς], την Αμπελιάν [την περιοχή τού Αραράτ] και τη Μπασεάν [τη Φασιανή], νότια με τη Σπερ [την περιοχή της σημερινής Ισπίρ], τη Σαλαγκόμ [μεταξύ Σπερ και Κάριν] και την Κάριν [την περιοχή τού σημερινού Ερζερούμ] και δυτικά με τις ποντικές φυλές και την χώρα των Κόλχων».67
Και ποιοι ήσαν οι Χάλδιοι ή Χάλυβες; Εδώ, στο τέταρτο βιβλίο τής Κύρου Ανάβασης, ο Ξενοφών μιλά για ένα έθνος Χαλύβων εντελώς διαφορετικό από τούς Χάλυβες τού πέμπτου βιβλίου μεταξύ Σινώπης και Τραπεζούντας. Εδώ οι Χάλυβες (Χάλδιοι) ήσαν οπλισμένοι σαν τούς Έλληνες και ήσαν οι μόνοι που μπροστά τους δεν τρέπονταν σε φυγή, αλλά πολεμούσαν σώμα με σώμα (Ανάβ. 4.7.15). Αντίθετα, οι Χάλυβες πιο δυτικά και βόρεια ήσαν ολιγάριθμοι, ζούσαν κυρίως από την εξόρυξη και επεξεργασία σιδήρου, ήσαν υπήκοοι των Μοσσυνοίκων και ο Ξενοφών μνημονεύει απλώς ότι πέρασαν από την περιοχή τους, χωρίς κανένα άλλο σχόλιο. Μάλιστα ο Ξενοφών (4.3.4) έχει ήδη αναφέρει το έθνος των Χαλδίων (Χαλδαίων), που εμπόδιζαν (μαζί με Αρμενίους και Μάρδους) τη διάβαση τού ποταμού Κεντρίτη και την είσοδο των Μυρίων στην Αρμενία, αλλά εδώ τούς αποκαλεί Χάλυβες. Για αυτή την αναφορά των Χαλδίων ως Χαλύβων από τον Ξενοφώντα, η οποία, αν και μοιάζει με λάθος, λόγω τής ομοιότητας των ονομάτων, ίσως είναι σκόπιμη, πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι ο Διόδωρος, που χρησιμοποίησε για τη συγγραφή τής ιστορίας του και άλλες πηγές, μιλά για Χαλδίους (Χαλδαίους), όχι για Χάλυβες:
Συνεχίζοντας την πορεία τους από εκεί πέρασαν από τη χώρα των ονομαζόμενων Χαλδαίων σε επτά ημέρες και έφτασαν στον ονομαζόμενο Άρπαγο ποταμό, που είχε πλάτος τετρακόσια πόδια.68
Κατά την αρχαιότητα οι Χάλδιοι ήσαν εγκατεστημένοι σε περιοχή ανατολικά εκείνης που ονομαζόταν Χαλδία την εποχή τού Πορφυρογέννητου (10ος μ.Χ. αιώνας), ο οποίος αναφέρει Θέμα (διοικητική διαίρεση) Χαλδίας με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα.69
Οι αρχαιολόγοι συνδέουν τούς Χαλδίους με την αρχαία πόλη Χαλντιριούλι, η οποία αναφέρεται σε επιγραφή τού βασιλιά Μινούα των Ουραρτού (γύρω στο 800 π.Χ.) και θεωρείται ότι βρισκόταν στην περιοχή τής λίμνης Χαλντίρ, τής σημερινής Τσιλντίρ στην ανατολική Τουρκία, κοντά στα σύνορα Τουρκίας-Αρμενίας-Γεωργίας. Θεωρούν ότι τα εδάφη των Χαλδίων βρίσκονταν βόρεια τού ποταμού Αράξη, σε περιοχή στην οποία παλαιότερα κυριαρχούσαν οι Ουραρτού (μέχρι τον 8ο π.Χ. αιώνα), ιδιαίτερα στην κοιλάδα τού μικρού ποταμού Ζίβιν βορειοανατολικά τού Χορασάν και στη γενική κατεύθυνση βορρά-νότου από το Καρς μέχρι την αρχαία πόλη Τούσπα, τη σημερινή Βαν επί τής ομώνυμης λίμνης.70 Ας προσθέσουμε εδώ ότι η επαρχία τού σημερινού Ιράν στη βορειοδυτική γωνία του, που συνορεύει με την Τουρκία, ονομάζεται Χαλντοράν, ενώ το παρόμοιο όνομα Τσαλντιράν έχει και η τουρκική πόλη δυτικά τής επαρχίας αυτής και βορειοανατολικά τής λίμνης Βαν.
Θα ολοκληρώσουμε αυτόν τον ορισμό των εδαφών των Φασιανών, των Ταόχων και των Χαλδίων με την παρατήρηση ότι ο ορισμός δικαιολογεί τη συγκέντρωση των δυνάμεών τους για να αντιταχθούν στην προέλαση των Μυρίων, επειδή σε εκείνο το σημείο, όταν οι Έλληνες κινήθηκαν για 10 παρασάγγες βορειοανατολικά τού ποταμού Αράξη, βρέθηκαν σχεδόν στο σημείο τομής των συνόρων των χωρών των τριών αυτών λαών.
Στις χώρες των Ταόχων και των Χαλδίων
Ο Ξενοφών (4.7.1-14) περιγράφει την κατάληψη οχυρού στη χώρα των Ταόχων και γράφει ότι βάδισαν σε αυτήν για 30 παρασάγγες. Έχοντας μπει στη χώρα από τον νότο (από τον ποταμό Αράξη), οι Έλληνες μάλλον πορεύτηκαν σε βορειοανατολική κατεύθυνση. Δεν υπάρχει τρόπος περιγραφής τής διαδρομής τους, επειδή δεν παρέχονται εδώ άλλες πληροφορίες. Βγαίνοντας από αυτήν πορεύτηκαν για 50 παρασάγγες μέσα από τούς Χάλυβες (Χαλδίους). Οι προμήθειές τους είχαν εξαντληθεί, ενώ οι Χάλδιοι κατοικούσαν σε δυνατά φρούρια, στα οποία αποθήκευαν όλες τις προμήθειές τους. Έφτασαν στον ποταμό Άρπασο (4.7.15-17), ενώ από εκεί βάδισαν σε πεδιάδα για 20 παρασάγγες) μέσα στη χώρα των Σκυθηνών φτάνοντας σε κάποια χωριά, από τα οποία προχώρησαν 20 παρασάγγες, φτάνοντας σε μεγάλη, ευημερούσα και πολυάνθρωπη πόλη, που ονομαζόταν Γυμνιάς (4.7.18-19).
Ο Διόδωρος δεν αναφέρει το επεισόδιο τού Χειρισόφου με τον οδηγό. Κατά τον Διόδωρο (14.29.1-3) οι Μύριοι, αφού παρέμειναν στα αρμενικά χωριά για οκτώ μέρες, πήγαν στον ποταμό Φάσι (Αράξη). Εκεί έμειναν τέσσερις ημέρες και στη συνέχεια πέρασαν από τις χώρες των Χάων (Ταόχων;) και των Φασιανών. Νίκησαν τούς ντόπιους σε μάχη, κατέλαβαν τα κτήματά τους, στα οποία υπήρχαν άφθονες προμήθειες, ενώ παρέμειναν εκεί δεκαπέντε μέρες. Συνεχίζοντας την πορεία τους πέρασαν από τη χώρα των Χαλδίων (Χαλδαίων) σε επτά μέρες και έφτασαν στον Άρπαγο (Άρπασο) ποταμό. Από εκεί, πορευόμενοι μέσα από τη χώρα των Σκυτίνων (Σκυθηνών), πέρασαν από πεδινό δρόμο, όπου σταμάτησαν και ξεκουράστηκαν για τρεις ημέρες. Στη συνέχεια ξεκίνησαν και πάλι και έφτασαν την τέταρτη μέρα στη μεγάλη πόλη Γυμνασία (Γυμνιάς).
Ο Πίνακας 4.9 προσφέρει σύγκριση των πληροφοριών που παρέχονται από τον Ξενοφώντα και τον Διόδωρο για αυτό το τμήμα τής διαδρομής (από τα αρμενικά χωριά με τις υπόγειες κατοικίες μέχρι την πόλη Γυμνιάς). Ο Διόδωρος δεν αναφέρει καθόλου μήκη αποστάσεων (παρασάγγες), ενώ σπανίως αναφέρει αριθμό πορειών μεταξύ δύο τοποθεσιών. Από τις συγκρίσιμες πληροφορίες είναι ενδιαφέρον ότι η συνολική διαφορά μεταξύ των δύο αφηγήσεων για τη διάρκεια τού ταξιδιού από την περιοχή τού ποταμού (Δυτικού) Ευφράτη μέχρι την πόλη Γυμνιάς είναι μόνο δύο ημέρες (35 σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, 33 σύμφωνα με τον Διόδωρο), περιλαμβανομένων όλων (ποταμός Αράξης, Φασιανοί, Τάοχοι, Χάλδιοι, Σκυθηνοί).
Πίνακας 4.9: Κάθοδος των Μυρίων. Από τα χωριά τής Αρμενίας στην πόλη Γυμνιάς. |
|||||
---|---|---|---|---|---|
Ξενοφών |
Διόδωρος |
||||
Τοποθεσία |
Αριθμός |
Ημέρες |
Ημέρες |
Αριθμός |
Τοποθεσία |
Στα χωριά τής Αρμενίας |
|
|
|
|
Στα χωριά τής Αρμενίας |
Πορεία με τον αρχηγό τού χωριού |
3 |
|
|
|
|
Στον ποταμό Αράξη χωρίς οδηγό |
7 |
|
4 |
|
Στον ποταμό Αράξη |
Με Χάλυβες, Ταόχους, Φασιανούς |
2 |
|
15 |
|
Σε Χάους, Φασιανούς |
Στο φρούριο των Ταόχων |
5 |
|
|
|
|
Σε Χάλυβες και Άρπασο ποταμό |
7 |
|
|
7 |
Σε Χαλδαίους και Άρπαγο ποταμό |
Στη χώρα των Σκυθηνών |
4 |
3 |
3 |
|
Στη χώρα των Σκυτίνων |
Στην πόλη Γυμνιάς |
4 |
|
|
4 |
Στην πόλη Γυμνασία |
Σύνολα (ημέρες) |
32 |
3 |
22 |
11 |
Σύνολα (ημέρες) |
Γενικό σύνολο (ημέρες) |
35 |
33 |
Γενικό σύνολο (ημέρες) |
Είναι επίσης ιδιαίτερα χρήσιμο να κρατήσουμε κατά νου από τον παραπάνω Πίνακα 4.9, ότι ο Ξενοφών αναφέρει 21 περισσότερες ημέρες πορείας από τον Διόδωρο (32 έναντι 11) και 19 λιγότερες ημέρες ανάπαυσης (3 έναντι 22).
Αντίστροφος υπολογισμός από την πόλη Γυμνιάς προς τις χώρες Ταόχων και Χαλδίων
Έχουμε λοιπόν αφήσει τούς Μυρίους τη στιγμή που βγαίνουν από τη χώρα των Ταόχων και μπαίνουν σε εκείνη των Χαλδίων (Χαλύβων). Από το σημείο αυτό θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τη διαδρομή τους αντίστροφα, δηλαδή από την πόλη Γυμνιάς προς τα εδώ, με βάση πάντοτε τα στοιχεία που μάς δίνει ο Ξενοφών.
Ο Ξενοφών λέει ότι η Γυμνιάς απείχε 40 παρασάγγες (240 χλμ) από το σημείο στο οποίο οι Έλληνες συνάντησαν τον ποταμό Άρπασο. Δύο ποταμοί θα μπορούσαν να είναι ο Άρπασος τού Ξενοφώντος:
Ο πρώτος υποψήφιος ως Άρπασος ποταμός είναι ο Άκαμψις τής αρχαιότητας, ο σημερινός Τσορούχ, που πηγάζει δυτικά τής Μπαϊμπούρτ, ρέει προς τα ανατολικά σε ορεινή κοιλάδα μεταξύ Ποντικών Άλπεων (Ντογού Καραντενίζ Ντάγλαρι) προς βορρά και τής οροσειράς Μεστζίντ προς νότο και χύνεται στον Εύξεινο Πόντο ακριβώς μετά τα σημερινά τουρκο-γεωργιανά σύνορα, μερικά χλμ νότια τού Βατούμ τής Γεωργίας, τού αρχαιοελληνικού Βαθέος Λιμένος. Δίπλα στις εκβολές τού ποταμού Άκαμψι υπήρχε ο αρχαιοελληνικός εμπορικός σταθμός Γωνία και αργότερα το ρωμαϊκό φρούριο Άψαρος, το οποίο διασώζεται σε καλή σχετικά κατάσταση. Το σημερινό όνομα Γκόνιο-Άψαρος (Γωνία-Άψαρος) παραπέμπει προφανώς στα προαναφερθέντα.
Ο Αρριανός γράφει,71 ότι οι ντόπιοι έδειχναν στην Άψαρο τον τάφο τού Αψύρτου, τού αδελφού τής Μήδειας, τον οποίο σκότωσε εκείνη καθώς αυτός καταδίωκε τούς Αργοναύτες, που είχαν αρπάξει το χρυσόμαλλο δέρας και την κόρη τού βασιλιά Αιήτη από την πρωτεύουσά του Αία, στην ενδοχώρα τού κολχικού ποταμού Φάσι (σήμερα Ριόνι), ο οποίος χύνεται στον Εύξεινο Πόντο στην περιοχή τής αρχαιοελληνικής αποικίας Φάσις (σήμερα Πότι):
Λένε ότι ο τόπος Άψαρος ονομαζόταν παλαιότερα Άψυρτος από το όνομα τού ανθρώπου τον οποίο σκότωσε η Μήδεια, ενώ δείχνουν και τον τάφο τού Αψύρτου.72
Ο Άψυρτος έδωσε λοιπόν το όνομά του στην Άψαρο. Ο Περίπλους τού Ψευδο-Σκύλακα (μέσα 4ου π.Χ. αιώνα) αναφέρεται σε ποταμό Άψαρο στην περιοχή: 73
Και μετά από αυτούς το έθνος των Κόλχων και η πόλη Διοσκουριάς και η ελληνική πόλη Γυηνός και ο ποταμός Γυηνός και ο ποταμός Χερόβιος, ο ποταμός Χόρσος, ο ποταμός Άριος και ο ποταμός Φάσις. Και η ελληνική πόλη Φάσις και από εκεί ταξίδι 180 σταδίων ανεβαίνοντας τον ποταμό προς τη μεγάλη βαρβαρική πόλη Μάλη, από την οποία καταγόταν η Μήδεια. Εδώ υπάρχει ο ποταμός Ρις, ο ποταμός Ίρις και ο ποταμός Άψαρος.74
Ο Πλίνιος (23-79 μ.Χ.) ονομάζει Άψαρο και τον Άκαμψι (Τσορούχ) ποταμό:
Ακολουθεί ο ποταμός Άψαρος, με ομώνυμη φρούριο στις εκβολές του, σε απόσταση 140 μιλίων από την Τραπεζούντα.75
Αν λοιπόν ο Άκαμψις ονομαζόταν και Άψαρος, τότε το λάθος τού Ξενοφώντος (Άρπασος αντί για Άπσαρος) αντιστοιχεί στον ελάχιστο δυνατό αναγραμματισμό.
Με τον Άκαμψι (Τσορούχ) ως Άρπασο, αν η Γυμνιάς βρισκόταν στην περιοχή τής Γκουμούσχανε (τής Αργυρούπολης των Ποντίων), τότε τα χωριά στα οποία ανεφοδιάστηκαν οι Έλληνες βρίσκονταν στην περιοχή τής Ισπίρ [124 χλμ ανατολικά τής Γκουμούσχανε, 20 παρασάγγες (120 χλμ) κατά τον Ξενοφώντα από την πόλη Γυμνιάς], ενώ το σημείο στο οποίο συνάντησαν από ανατολικά τον ποταμό βρισκόταν στην περιοχή μεταξύ Αρτβίν και Αρντανούτς [106 χλμ ανατολικά τής Ισπίρ, 20 παρασάγγες (120 χλμ) από τα χωριά ανεφοδιασμού κατά τον Ξενοφώντα].
Αν όμως η Γυμνιάς βρισκόταν στην περιοχή τής Μπαϊμπούρτ, τότε δεν υπάρχουν ανατολικά 40 παρασάγγες (240 χλμ) στην κοιλάδα τού Άρπασου (Άκαμψι), γιατί το Αρτβίν απέχει 174 χλμ ενώ ύστερα από ακόμη 56 (δηλαδή 230 συνολικά) ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα δίπλα στο Βατούμ. Υπόψη ότι η διαδρομή Γκουμούσχανε/Μπαϊμπούρτ-Αρτβίν/Αρντανούτς ορίζεται χωρίς εναλλακτικές αν Άρπασος είναι ο Άκαμψις, αφού κατά το μεγαλύτερο μέρος της (μετά τη Μπαϊμπούρτ) ακολουθεί την κοιλάδα, η οποία περιορίζεται από ψηλά βουνά και από τις δύο πλευρές, βόρεια και νότια.
Δεχόμενοι όμως ότι η Γυμνιάς τού Ξενοφώντος βρισκόταν στην περιοχή είτε τής Γκουμούσχανε είτε τής Μπαϊμπούρτ και ότι οι Μύριοι συνάντησαν ανατολικά τον Άρπασο (Άκαμψι) μεταξύ Αρτβίν και Αρντανούτς και κινήθηκαν στην κοιλάδα του προς τις πηγές του, έχουμε δύο νέα προβλήματα:
Πρώτον, στην κοιλάδα τού Άκαμψι (Άρπασου) νότια τού Αρτβίν οι Ποντικές Άλπεις έχουν τελειώσει και το επόμενο βορειοανατολικά βουνό (Καρτζάλ νταγ) αρχίζει πιο πέρα. Η θάλασσα ίσως είναι ορατή από εκεί και οπωσδήποτε βουνά δεν υπάρχουν για να κρύβουν τη θέα προς τον βορρά. Γιατί λοιπόν άραγε, φτάνοντας στον Άρπασο (Άκαμψι) από τα ανατολικά, δηλαδή από τη χώρα των Χαλδίων (Χαλύβων), οι Έλληνες δεν ακολούθησαν τη ροή τού ποταμού προς τη θάλασσα, που ίσως ήταν από εκεί ορατή; Θυμίζουμε ότι αν η Γυμνιάς βρισκόταν στην περιοχή τής Γκουμούσχανε ή τής Μπαϊμπούρτ, τότε οι Έλληνες είχαν φτάσει στον ποταμό Άκαμψι, 240 χλμ (40 παρασάγγες) ανατολικά τής πόλης Γυμνιάς, ύστερα από περιπλάνηση και χωρίς οδηγό.
Δεύτερον, περιπλανώμενοι και χωρίς οδηγό, γιατί άραγε βάδισαν οι Μύριοι επί 175 περίπου χλμ δίπλα σε ένα ποτάμι αντίθετα προς τη ροή του, έχοντας δεξιά τους (προς βορρά) το τείχος των Ποντικών Άλπεων και αριστερά τους (προς νότο) τα βουνά ανάμεσα στον Άκαμψι και την περιοχή τού Ερζερούμ;
Για να αντιμετωπίσουμε το πρώτο ερώτημα, πρέπει ίσως να μειώσουμε τη διάνυση τής κοιλάδας τού Άρπασου-Άκαμψι κατά 50 περίπου χλμ (9-10 παρασάγγες) και να δεχτούμε ότι οι Μύριοι συνάντησαν το ποτάμι στην περιοχή τού Γιουσουφέλι, όπου τούς έκρυβε τη θέα προς βορρά το ανατολικότερο τμήμα (Κατσκάρ Ντάγλαρι) των Ποντικών Άλπεων, πάνω από την αρχαιοελληνική αποικία Ρίζαιον (σήμερα Ρίζε).
Αλλά ακόμη κι έτσι, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το δεύτερο ερώτημα: Δέκα χιλιάδες άνθρωποι βάδιζαν χωρίς οδηγό δίπλα στο ποτάμι που είχαν μόλις συναντήσει και δεν ακολουθούσαν την πορεία του προς τη θάλασσα, αλλά προς τα ανάντη, προς τις πηγές του. Γιατί; Φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι η πορεία δίπλα σε ένα ποτάμι προς τις πηγές του προϋποθέτει γνώση τού τελικού προορισμού. Σημαίνει, επομένως, ότι υπήρχε οδηγός. Αλλά οι Έλληνες εφοδιάστηκαν με οδηγό στην πόλη Γυμνιάς. Έτσι φαίνεται ότι αξίζει τον κόπο να ψάξουμε για εναλλακτική θέση τής πόλης Γυμνιάς και αυτό μάς οδηγεί στην αναζήτηση άλλου ποταμού υποψήφιου ως Άρπασου. Μάλιστα ο δεύτερος αυτός υποψήφιος ονομάζεται ακόμη Άρπασος. Πρόκειται για τον ποταμό που ονομάζεται στα τουρκικά Άρπα τσάι και στα αρμενικά Αχουριάν. Πηγάζει ανατολικά τής τουρκικής πόλης Αρνταχάν και αποτελεί τμήμα τής σημερινής βόρειας μεθορίου Τουρκίας-Αρμενίας μέχρι τη συμβολή του με τον Αράξη (τον Φάσι τού Ξενοφώντος) 200 περίπου χλμ νοτιότερα. Μετά τη συμβολή αυτή τη μεθόριο αποτελεί ο Αράξης.
Ο ποταμός Άρπα (Άρπα τσάι) εξετάζεται ως πιθανός Άρπασος τού Ξενοφώντος όχι μόνο λόγω ταύτισης των ονομάτων Άρπα και Άρπασος, αλλά και επειδή 14 χλμ ανατολικά του, 66 χλμ ανατολικά τού Καρς, βρίσκεται η πόλη Γκυουμρί, η δεύτερη πιο σημαντική τής σύγχρονης Αρμενίας, που ονομάστηκε αργότερα Αλεξαντροπόλ και κατά τη σοβιετική περίοδο Λενινάκαν. Tο όνομα Γκυουμρί μοιάζει αρκετά με το Γυμνιάς, ιδιαίτερα αν το τελευταίο ήταν Γυμριάς. Η πόλη αυτή αναφέρεται αργότερα στα αρμενικά ως Κουμάιρι, που σηματοδοτεί παρουσία Κιμμερίων.76 Στην αρχαιότητα οι όροι «Κιμμέριοι» και «Σκύθες» ήσαν εναλλάξιμοι. Στην ακκαδική γραφή των ασσυριακών επιγραφών το όνομα «Σκύθες» (Ισκουζάϊ) εμφανίζεται μόνο κατ’ εξαίρεση. Στην ακκαδική ως «Κιμμέριοι» (Γκιμιράι) προσδιορίζονταν και οι Κιμμέριοι και οι Σκύθες.77 Έτσι το Γκυουμρί καλύπτει και την απαίτηση περί «Σκυθηνών».
Κατ’ αρχάς είναι δυνατό, όπως απαιτεί το βιβλίο, αρχικά να περιπλανήθηκαν οι Έλληνες 50 παρασάγγες μέσα στη χώρα των Χαλδίων (δηλαδή στην περιοχή βόρεια τού Αράξη και δυτικά τού Άρπα–Άρπασου) και να έφτασαν στον ποταμό Άρπασο κάπου πριν από τη συμβολή του με τον Αράξη. Στη συνέχεια να βάδισαν από εκεί σε πεδιάδα μέσα στη χώρα των Σκυθηνών (στη σημερινή Αρμενία) για 20 παρασάγγες, φτάνοντας σε κάποια χωριά και τέλος να προχώρησαν (προς βορρά) από αυτά τα χωριά για 20 παρασάγγες, φτάνοντας «σε μεγάλη, ευημερούσα και πολυάνθρωπη πόλη που ονομαζόταν Γυμνιάς» (Ανάβ. 4.7.19), δηλαδή στο Γκυουμρί τής Αρμενίας. Η πορεία όμως από το Γκυουμρί μέχρι την Τραπεζούντα δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί με τα στοιχεία χρόνου και απόστασης που παρέχει ο Ξενοφών, γιατί σε απόσταση πορείας πέντε ημερών από την πόλη Γυμνιάς οι Έλληνες είδαν τη θάλασσα από τα βουνά πάνω από την Τραπεζούντα, αλλά η απόσταση από το Γκυουμρί τής Αρμενίας μέχρι τις Ποντικές Άλπεις πάνω από την Τραπεζούντα είναι αδύνατο να διανυθεί σε πέντε ημέρες πεζοπορίας.
Η κατάσταση αυτή μάς οδηγεί σε δύο εναλλακτικές λύσεις. Η πρώτη είναι να επιστρέψουμε στο σημείο όπου αφήσαμε τη συζήτηση τού ποταμού Άκαμψι (Τσορούχ) ως Άρπασου και να προσπαθήσουμε να βρούμε δικαιολόγηση τού λόγου, για τον οποίο οι Μύριοι, φτάνοντας στον ποταμό Άρπασο (Άκαμψι) ύστερα από περιπλάνηση στη χώρα των Χαλδίων και χωρίς οδηγούς, ακολούθησαν το ποτάμι όχι κατά την κατεύθυνση τής ροής του, δηλαδή προς τη θάλασσα, που στην πραγματικότητα είναι και ήταν συντομότερη διαδρομή, αλλά προς τα πάνω, προς τις πηγές του. Η δεύτερη εναλλακτική λύση είναι να επικεντρωθούμε σε μια περιγραφή η οποία, παραδόξως, έχει μέχρι τώρα περάσει απαρατήρητη. Ο Διόδωρος Σικελιώτης, η δεύτερη και μόνη εναλλακτική μας πηγή για αυτά τα γεγονότα, γράφει:78
Εκεί [στην πόλη Γυμνασία] ο ηγεμόνας αυτών των τόπων έκανε συνθήκη μαζί τους και τούς εφοδίασε με οδηγούς για να τούς οδηγήσουν στη θάλασσα. Φτάνοντας σε δεκαπέντε ημέρες στο Χήνιον όρος, όταν οι προπορευόμενοι είδαν τη θάλασσα ενθουσιάστηκαν…79
Το Γκυουμρί τής Αρμενίας ως Γυμνιάς τού Ξενοφώντος
Αν λοιπόν οι Μύριοι είδαν τη θάλασσα από το όρος Θήχης (το Χήνιον τού Διόδωρου) σε απόσταση δεκαπέντε και όχι πέντε ημερών από την πόλη Γυμνιάς (τη Γυμνασία τού Διόδωρου), τότε η αρμενική πόλη Γκυουμρί μπορεί κάλλιστα να είναι η Γυμνιάς, αφού οι δεκαπέντε ημέρες τού Διόδωρου επαρκούν για τη διάνυση τής απόστασης που χωρίζει το Γκυουμρί από τα βουνά βορείως τής Μπαϊμπούρτ, αν η πορεία ακολουθούσε, σε γενικές γραμμές, τον σημερινό δρόμο από το Γκυουμρί προς το Γιουσουφέλι μέσω Γκιόλε και από το Γιουσουφέλι προς την Ισπίρ και τη Μπαϊμπούρτ μέσα από την κοιλάδα τού ποταμού Άκαμψι (Τσορούχ). Ο Χάρτης 4.10 απεικονίζει αυτή τη δυνατότητα. Με μέση ημερήσια πορεία 5 παρασαγγών (30 χλμ), η οποία είναι η μέση ημερήσια πορεία στην Κύρου Ανάβαση τού Ξενοφώντος, η απόσταση ανάμεσα στο Γκυουμρί και στα βουνά βορείως τής Μπαϊμπούρτ καλύπτεται σε δεκαπέντε ημέρες.
Χάρτης 4.10: Πιθανή πορεία 15 ημερών από την πόλη Γυμνιάς προς το όρος Θήχης
Υιοθετώντας αυτή την πιθανή πορεία, ξεχνάμε τα πάντα για πόλη Γυμνιάς, λαό Σκυθηνών και ποταμό Άρπασο στα δυτικά τού Γιουσουφέλι. Ομοίως, ξεχνάμε τα πάντα για τον ποταμό Άκαμψι ως Άρπασο τού Ξενοφώντος. Μάλιστα σε αυτή την περίπτωση ο Άκαμψις δεν αναφέρεται καθόλου στην Κύρου Ανάβαση, ούτε με αυτό το όνομα, ούτε ως Άρπασος, ενώ το ίδιο ισχύει επίσης για τις περιοχές τής Μπαϊμπούρτ και τής Γκουμούσχανε ως περιοχές με ευημερούσα πόλη ή πόλεις εκείνης τής εποχής (5ος έως 4ος π.Χ. αιώνας). Τα πλεονεκτήματα από την υιοθέτηση αυτής τής διαδρομής είναι τα εξής: Πρώτον, οι Μύριοι, φτάνοντας στον ποταμό Άκαμψι, βάδισαν προς τις πηγές του, επειδή διέθεταν οδηγό που τούς οδηγούσε στο όρος Θήχης. Δεύτερον, με αυτή τη διαδρομή, οι Μύριοι συνάντησαν τούς εχθρούς των Σκυθηνών σε προγενέστερο στάδιο τής πορείας τους στην κοιλάδα τού ποταμού Άκαμψι.
Η δεύτερη πιο πάνω υπόθεση είναι επίσης ευπρόσδεκτη. Αποφεύγουμε έτσι την υπερβολική και μάλλον αφύσικη για όχι πυκνοκατοικημένη περιοχή συγκέντρωση φυλών, εχθρικών μεταξύ τους, στα νότια τής Τραπεζούντας. Δηλαδή τη συγκέντρωση σε περιορισμένο χώρο Σκυθηνών, Μακρώνων, Κόλχων, των μη κατονομαζόμενων από τον Ξενοφώντα εχθρών των Σκυθηνών, καθώς και των Δριλών τού πέμπτου βιβλίου τής Κύρου Ανάβασης και φυσικά κάποιου είδους Χαλύβων, που δεν είναι ούτε οι Χάλδιοι στα ανατολικά των Ταόχων (αν επιμένουμε ότι οι Μύριοι δεν πορεύτηκαν τόσο μακριά προς τα ανατολικά), ούτε οι σφυρηλατούντες το σίδερο Χάλυβες μεταξύ Τραπεζούντας και Κοτυώρων (που αναφέρονται στο πέμπτο βιβλίο τής Κύρου Ανάβασης). Από αυτές τις φυλές οι Κόλχοι βρίσκονταν σίγουρα στα νότια και ανατολικά τής Τραπεζούντας και οι Δρίλες στα νότια. Η θέση των Μακρώνων εξετάζεται πιο κάτω και εδώ αρκεί να πούμε ότι βρίσκονταν κυρίως στην κοιλάδα τού ποταμού Άκαμψι, γύρω από τις σημερινές Μπαϊμπούρτ και Γκουμούσχανε. Μένουμε λοιπόν με τούς Χάλυβες (Χαλδίους), τούς Σκυθηνούς και τούς μη κατονομαζόμενους εχθρούς τους.
Προσδιορίζοντας τούς Σκυθηνούς στη σημερινή Αρμενία και τούς Χαλδίους δίπλα τους, από την άλλη πλευρά τού ποταμού Άρπασου, χρειάζεται να αναζητήσουμε τούς εχθρούς των Σκυθηνών στην περιοχή μεταξύ Γκυουμρί και Μπαϊμπούρτ, δηλαδή μεταξύ Σκυθηνών και Μακρώνων.
Ποιοι ήσαν οι εχθροί των Σκυθηνών;
Οι πληροφορίες που παρέχει ο Ξενοφών για τούς εχθρούς των Σκυθηνών είναι οι εξής: Η χώρα τους βρισκόταν μεταξύ τής πόλης Γυμνιάς και τού όρους Θήχης, από το οποίο οι Μύριοι είδαν τη θάλασσα.80 Ο οδηγός ενθάρρυνε τούς Έλληνες να πυρπολούν και να λεηλατούν τη χώρα αυτών των εχθρών.81 Η οπισθοφυλακή των Μυρίων είχε σκοτώσει κάποιους από αυτούς τούς εχθρούς και είχε συλλάβει άλλους ζωντανούς σε ενέδρα.82 Τούς είχαν επίσης πάρει είκοσι περίπου ασπίδες από λυγαριά, καλυμμένες με ακατέργαστα δέρματα δασύτριχων βοδιών.83 Οι κάτοικοι τής χώρας των εχθρών, η οποία φλεγόταν, ακολουθούσαν τούς Έλληνες καθώς εκείνοι ανέβαιναν στο βουνό.84 Όταν είδαν τη θάλασσα, οι στρατιώτες τού Ξενοφώντος άρχισαν να κουβαλούν πέτρες και να στήνουν μεγάλο σωρό, πάνω στον οποίο αφιέρωσαν πλήθος ακατέργαστα δέρματα και μπαστούνια, καθώς και τις ασπίδες που είχαν πάρει, ενώ ο οδηγός έσπαγε με τα χέρια του τις ασπίδες σε κομμάτια, καλώντας και τούς άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.85
Πενήντα χρόνια νωρίτερα ο Ηρόδοτος (484-425 π.Χ.), γράφοντας για την εκστρατεία τού Ξέρξη στην Ελλάδα, προσδιορίζει ως συμμετέχοντες στο στράτευμα τού Ξέρξη αρκετούς από τούς λαούς που μάς απασχολούν εδώ:
Οι Μόσχοι είχαν ξύλινα κράνη στα κεφάλια τους, ασπίδες και μικρά κοντάρια, στα οποία υπήρχαν μεγάλες λόγχες. Οι Τιβαρηνοί, οι Μάκρωνες και οι Μοσσύνοικοι εκστράτευαν εξοπλισμένοι όπως οι Μόσχοι … Οι Μάρες φορούσαν στα κεφάλια τους δικά τους πλεκτά κράνη και είχαν μικρές δερμάτινες ασπίδες και ακόντια. Οι Κόλχοι φορούσαν στα κεφάλια τους ξύλινα κράνη και είχαν μικρές ασπίδες από δέρματα βοδιών, κοντά ακόντια, καθώς και ξίφη. … Οι Αλαρόδιοι και οι Σάσπειρες εκστράτευαν οπλισμένοι όπως οι Κόλχοι…86
Από την παραπάνω περιγραφή τού Ηροδότου (ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας) προκύπτει ότι ασπίδες τού είδους που αναφέρει ο Ξενοφών, δηλαδή «καλυμμένες με ακατέργαστα δέρματα δασύτριχων βοδιών» (γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια), χρησιμοποιούσαν οι Κόλχοι, οι Αλαρόδιοι και οι Σάσπειρες.
Ο Ηρόδοτος παραμένει σιωπηλός για την πατρίδα των Αλαροδίων. Όμως, δεδομένης τής φωνητικής σύνδεσης με τούς Ουραρτού (και το Αραράτ), πολλοί ερευνητές τούς τοποθετούν στα ανατολικά τής λίμνης Βαν, στο πρώην επίκεντρο των Ουραρτού.87 Δεν θα μπορούσαν λοιπόν να είναι οι εχθροί των Σκυθηνών στον δρόμο των Μυρίων προς το όρος Θήχης. Αυτό μάς αφήνει με τούς Κόλχους και τούς Σάσπειρες ως πιθανούς (μη κατονομαζόμενους από τον Ξενοφώντα) εχθρούς των Σκυθηνών. Ήσαν άραγε;
Οι Κόλχοι, τούς οποίους θα συναντήσουμε αργότερα, πάνω από την Τραπεζούντα, εκτείνονταν στις πλαγιές των βουνών όχι μόνο πάνω από την Τραπεζούντα, αλλά σε όλο το μήκος, πάνω από τις παράκτιες πόλεις από την Τραπεζούντα μέχρι την πόλη Φάση τής Κολχίδας στην ανατολική ακτή. Βρίσκονταν λοιπόν μεταξύ των Σκυθηνών και τού όρους Θήχης και θα μπορούσαν να είναι οι πιθανοί (μη κατονομαζόμενοι από τον Ξενοφώντα) εχθροί τους. Το ίδιο ισχύει και για τούς Σάσπειρες, τούς οποίους οι ιστορικοί τοποθετούν στην περιοχή τής αρχαίας Σπερ και σημερινής Ισπίρ, στα ανατολικά τής Μπαϊμπούρτ, στην κοιλάδα τού ποταμού Άκαμψι (Τσορούχ). Ο Ηρόδοτος γράφει:
Aπό τη Μαιώτιδα λίμνη [δηλαδή την Αζοφική Θάλασσα] μέχρι τον ποταμό Φάσι και τη γη των Κόλχων είναι ταξίδι τριάντα ημερών για κάποιον χωρίς φορτίο. Και από την Κολχίδα δεν είναι μακριά για να περάσεις στη Μηδία, γιατί υπάρχει μόνο ένα έθνος ανάμεσα, οι Σάσπειρες, περνώντας από το οποίο φτάνεις στη Μηδία.88
Γράφει επίσης:
Οι Πέρσες κατοικούν στην Ασία και εκτείνονται μέχρι τη Νότια Θάλασσα, που ονομάζεται Ερυθρά. Πάνω από αυτούς, προς τον Βόρειο Άνεμο, κατοικούν οι Μήδοι, πάνω από τούς Μήδους οι Σάσπειρες, και πάνω από τούς Σάσπειρες οι Κόλχοι, που εκτείνονται μέχρι τη Βόρεια Θάλασσα, στην οποία χύνεται ο ποταμός Φάσις. Αυτά τα τέσσερα έθνη κατοικούν από θάλασσα σε θάλασσα.89
Και κατά τον Στράβωνα:
Υπάρχουν χρυσωρυχεία στη Συσπιρίτιδα κοντά στα Κάβαλλα, στα οποία ο Αλέξανδρος έστειλε τον Μένωνα με στρατιώτες και εκείνος οδηγήθηκε σε αυτά90 από τούς ντόπιους.91
Τέλος, η προτελευταία παράγραφος στην Κύρου Ανάβαση τού Ξενοφώντος γράφει:
Κυβερνήτες όλων των εδαφών τού βασιλιά τα οποία διασχίσαμε ήσαν οι εξής: … ο Τιρίβαζος των Φασιανών και των Εσπεριτών. Οι Καρδούχοι, οι Χάλυβες, οι Χάλδιοι (Χαλδαίοι), οι Μάκρωνες, οι Κόλχοι, οι Μοσσύνοικοι … ήσαν αυτόνομοι…92
Η παραπάνω παράγραφος είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Αναφέρει για πρώτη φορά στο βιβλίο το έθνος των Εσπεριτών ως διοικούμενο από τον Τιρίβαζο μαζί με τούς Φασιανούς. Οι Εσπερίτες έχουν ταυτιστεί με τούς Σάσπειρες.93 Καταλάμβαναν λοιπόν την αρχαία περιοχή Σπερ (αργότερα Συσπιρίτιδα), εκεί όπου βρίσκεται η σημερινή Ισπίρ και έτσι βρίσκονταν στον δρόμο των Μυρίων από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) προς το όρος Θήχης. Αφού κατά το παραπάνω απόσπασμα από την προτελευταία παράγραφο τής Κύρου Ανάβασης τού Ξενοφώντος, οι Μύριοι συνάντησαν τούς Εσπερίτες στην πορεία τους, τότε οι Εσπερίτες (Σάσπειρες) και όχι οι Κόλχοι ήσαν οι μη κατονομαζόμενοι εχθροί των Σκυθηνών, γιατί σε ολόκληρη τη διαδρομή από την αρχαία Κολχίδα στα ανατολικά μέχρι την αρχαία Σπερ στα δυτικά οι Εσπερίτες (Σάσπειρες) παρεμβάλλονταν μεταξύ Σκυθηνών και Κόλχων.
Η παρουσία «Σκυθηνών» στην Αρμενία
Στην προαναφερθείσα καταληκτική παράγραφο τής Κύρου Ανάβασης τού Ξενοφώντος δεν περιλαμβάνεται κανένα έθνος Σκυθηνών, πουθενά στη διαδρομή που διανύθηκε κατά τη διάρκεια τής Ανάβασης και τής Καθόδου και φυσικά ούτε στην περιοχή στα νότια τής Τραπεζούντας, όπου κατονομάζονται οι άλλες φυλές (Κόλχοι, Μάκρωνες, Δρίλες). Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ούτε ο Ηρόδοτος αναφέρεται πουθενά σε Σκυθηνούς ως αποτελούντες έθνος μέσα στην εξεταζόμενη περιοχή. Περιγράφοντας την εποχή που προηγήθηκε τής Κύρου Ανάβασης, δηλαδή την εποχή τού Πέρση βασιλιά Δαρείου Α’ τού Μεγάλου (550-486 π.Χ.), ο Ηρόδοτος αναφέρει τα ακόλουθα έθνη, μαζί με το ποσό τού φόρου υποτέλειας που πλήρωναν στον Μεγάλο Βασιλέα:
Στους Ματιηνείς, τούς Σάσπειρες και τούς Αλαρόδιους καταλογίστηκε φόρος υποτέλειας διακοσίων ταλάντων: αυτή είναι η 18η σατραπεία. Στους Μόσχους, τούς Τιβαρηνούς, τούς Μάκρωνες, τούς Μοσσυνοίκους και τούς Μάρες δόθηκε εντολή για τριακόσια τάλαντα: αυτή είναι η 19η σατραπεία.94
Κανένας από αυτούς τούς κατονομαζόμενους λαούς δεν έχει σχέση με τούς Σκυθηνούς. Έχουμε μόλις αναφερθεί στους Σάσπειρες και στους Αλαρόδιους. Οι Μάκρωνες, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ήταν ο επόμενος λαός τον οποίο συνάντησαν οι Μύριοι κατεβαίνοντας από το όρος Θήχης, ενώ οι Μοσσύνοικοι και οι Τιβαρηνοί αναφέρονται από τον Ξενοφώντα πιο δυτικά. Οι Ματιηνείς ήσαν γείτονες των Αλαροδίων γύρω από τη λίμνη Ουρμία, η οποία ονομαζόταν επίσης Ματιηνή, ενώ οι Μόσχοι καταλάμβαναν την περιοχή των βουνών στα οποία έδωσαν το όνομά τους (Μοσχικά όρη, σήμερα οροσειρά Μεσκέτι στη Γεωργία). Τέλος οι Μάρες, σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο (6ος μ.Χ. αιώνας), ήταν έθνος που συνόρευε με τούς Μοσσυνοίκους:95
Μάρες: έθνος γειτονικό με τούς Μοσσυνοίκους, όπως γράφει ο Εκαταίος στις Ασίες.96
Οι Μόσχοι, Τιβαρηνοί, Μάκρωνες, Μοσσύνοικοι και Μάρες ήσαν οι πέντε λαοί που αποτελούσαν τη 19η σατραπεία, η οποία εκτεινόταν από τα Μοσχικά όρη (οροσειρά Μεσκέτι) μέχρι τα βουνά πάνω από την Κερασούντα (Γκίρεσουν Ντάγλαρι) και αποτελούσε τη γεωγραφική περιοχή στην οποία έπρεπε να βρίσκονται οι Σκυθηνοί, αν υπήρχαν στην πραγματικότητα Σκυθηνοί δυτικά τού ποταμού Άρπα τσάι (Άρπασου).
Από την άλλη πλευρά, ο Ηρόδοτος όντως αναφέρει τούς Σκύθες ως Σάκες, αλλά σε εντελώς διαφορετική θέση, δίπλα στους Κάσπιους, με τούς οποίους αποτελούσαν τη 15η σατραπεία τής Περσικής αυτοκρατορίας:
Οι Σάκες και οι Κάσπιοι συνεισέφεραν διακόσια πενήντα τάλαντα και ήσαν η 15η σατραπεία. Και οι Πάρθοι, οι Χοράσμιοι, οι Σόγδοι και οι Άρειοι τριακόσια τάλαντα και ήσαν η 16η σατραπεία.97
Μάλιστα ο Ηρόδοτος έχει ήδη πει ότι οι Σκύθες εισέβαλαν στη Μηδία κατεβαίνοντας από την ανατολική πλευρά τής οροσειράς τού Καυκάσου, δηλαδή όχι προς την Κολχίδα και τον Εύξεινο Πόντο:
Όμως οι Σκύθες δεν εισέβαλαν από αυτή την πλευρά, αλλά στράφηκαν προς την άλλη, πηγαίνοντας από τον πάνω δρόμο που είναι πολύ μακρύτερος, κρατώντας τον Καύκασο στα δεξιά τους. Στη συνέχεια οι Μήδοι πολέμησαν με τούς Σκύθες και αφού ηττήθηκαν στη μάχη έχασαν τη δύναμή τους και οι Σκύθες ανέλαβαν την εξουσία σε ολόκληρη την Ασία.98
Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης ότι οι Σκύθες καταδίωξαν τούς Κιμμέριους και εισέβαλαν στη Μηδία έχοντας χάσει τον δρόμο τους:
Εξάλλου είναι γνωστό ότι οι Κιμμέριοι, διαφεύγοντας προς την Ασία από τούς Σκύθες, ίδρυσαν επίσης οικισμό στη χερσόνησο στην οποία βρίσκεται σήμερα η ελληνική πόλη τής Σινώπης. Και είναι επίσης γνωστό ότι οι Σκύθες καταδιώκοντάς τους εισέβαλαν στη χώρα τής Μηδίας, έχοντας χάσει τον δρόμο τους. Γιατί ενώ οι Κιμμέριοι κατά τη διάρκεια τής φυγής τους παρέμεναν πάντοτε δίπλα στη θάλασσα, οι Σκύθες τούς καταδίωκαν κρατώντας τον Καύκασο στα δεξιά τους, μέχρις ότου εισέβαλαν τελικά στη Μηδία, κατευθύνοντας την πορεία τους στην ενδοχώρα. Αυτή λοιπόν είναι άλλη μια ιστορία, που είναι κοινή στους Έλληνες και στους βαρβάρους.99
Σύμφωνα με τον Πλίνιο,
υπάρχει η χώρα των Μόσχων, η οποία εκτείνεται μέχρι τον ποταμό Ίβηρο [Iόρι], ο οποίος χύνεται στον Κύρο [Κούρα]. Κάτω από αυτούς είναι οι Σακασσάνι [Σκύθες] και ύστερα από αυτούς οι Μάκρωνες επί τού ποταμού Άψαρου [Τσορούχ].…100
Πιο πρόσφατα, στα κατορθώματα των Σκυθών στη Δυτική Ασία, όπως αυτά περιγράφονται σε αρχαίες γραπτές πηγές, έχουν αναφερθεί πολλοί συγγραφείς, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τούς Σκύθες στα πλαίσια ευρύτερων εργασιών τους. Σύμφωνα με αυτούς τούς συγγραφείς οι Σκύθες, που ήρθαν από την πίσω (βόρεια) πλευρά τού Καυκάσου, κατέλαβαν τη χώρα μεταξύ των ποταμών Κύρου (Κούρα) και Αράξη και σύντομα επεκτάθηκαν προς νότο μέχρι το σημερινό Αζερμπαϊτζάν.101 Εγκαταστάθηκαν λοιπόν ανατολικά των αρχαίων Ουραρτού, στην περιοχή η οποία ονομάστηκε αργότερα χώρα των Σκυθηνών από τον Ξενοφώντα, των Σακασσάνι από τον Πλίνιο και Σακασηνή από τον Πτολεμαίο. Οι Σκύθες δεν αποτελούσαν ενιαίο λαό. Κάτω από αυτό το όνομα περιλαμβάνεται ποικιλία νομαδικών φυλών των ευρασιατικών στεππών. Οι φυλές αυτές συνδέονταν με παρόμοιο τρόπο ζωής, λίγο-πολύ κοινό πολιτισμό και μερικές φορές επίσης με κοινή καταγωγή.102 Η χρονολογία τής άφιξης των Σκυθών δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί με βεβαιότητα και τοποθετείται μεταξύ 9ου και 6ου π.Χ. αιώνα.103 Στις ημέρες μας οι απόψεις για τούς Σκύθες στη σημερινή Υπερκαυκασία καθίστανται σαφείς:104
«Μεγάλο μέρος των πρώιμων Σκυθών προχώρησε προς νότο, διέσχισε την οροσειρά τού Καυκάσου και προέλασε κατά μήκος τής δυτικής ακτής τής Κασπίας φτάνοντας στο Αζερμπαϊτζάν τής Υπερκαυκασίας. Εγκαταστάθηκαν εκεί ανάμεσα στον αυτόχθονα πληθυσμό στις περιοχές τού Μινγκετσάουρ επί τού ποταμού Κύρου (Kούρα), τού Κιρόβογκραντ και τής στέππας Μουγκάνσκαγια. Η χώρα έγινε αργότερα γνωστή στον Ξενοφώντα ως χώρα των Σκυθηνών και στον Πτολεμαίο ως Σακασηνή. Ο λαός ονομάζεται Σακασσάνι από τον Πλίνιο (ΗΝ 6.11). Οι Σκύθες στην περιοχή τού Κιρόβογκραντ ονομάζονταν από τούς ντόπιους Σκυζίνι.105 Η Υπερκαυκασία έγινε κατά συνέπεια για έναν αιώνα η κύρια κατοικία των Σκυθών στην Ασία».
Ο Χάρτης 4.11 αποτυπώνει την άποψή μας για τη χωροθέτηση των λαών που αναφέρονται εδώ από τον Ξενοφώντα.
Χάρτης 4.11: Σάσπειρες, Φασιανοί, Τάοχοι, Χάλδιοι, Κόλχοι, Μάκρωνες, Σκυθηνοί
Από τις χώρες των Ταόχων και των Χαλδίων προς την πόλη Γυμνιάς
Έχοντας εντοπίσει, με αυτόν τον αντίστροφο υπολογισμό, την πόλη Γυμνιάς στη θέση τής αρμενικής πόλης Γκυουμρί και τούς εχθρούς των Σκυθηνών ως Εσπερίτες/Σάσπειρες γύρω από την Ισπίρ στη Σπερ/Συσπιρίτιδα, μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε στις χώρες των Ταόχων και των Χαλδίων και να προσπαθήσουμε να ολοκληρώσουμε τη διαδρομή των Μυρίων από εκεί προς το όρος Θήχης και την Τραπεζούντα.
Την εποχή που ο Ξενοφών έγραφε την Κύρου Ανάβαση, ήταν ήδη φιλόσοφος, ιστορικός, επιφανής συγγραφέας και έμπειρος στρατιωτικός ηγέτης. Όφειλε λοιπόν να είναι προσεκτικός, καταγράφοντας σωστά τα ονόματα όλων των τόπων και των λαών που συνάντησε στην Ανάβαση και την Κάθοδο. Διαφορετικά, αργά ή γρήγορα, το έργο του θα αποδεικνυόταν αναξιόπιστο. Ο Ξενοφών όφειλε επίσης να καταγράψει σωστά τις αποστάσεις που διανύθηκαν. Δείξαμε ότι για κάθε σχεδόν τμήμα τής Κύρου Ανάβασης και τής Καθόδου των Μυρίων, όπου ο Ξενοφών παρέχει μήκη πορείας, είναι αξιόπιστος. Ένα και μόνο ουσιαστικό λάθος είναι δυνατό να αποδοθεί στον Ξενοφώντα μέχρι αυτό το σημείο: η πιθανή σύγχυση μεταξύ Ευφράτη και Αράξη στην περιοχή των πηγών αυτών των δύο ποταμών. Αλλά η μεταξύ τους απόσταση σε εκείνο το σημείο είναι τόσο μικρή («ο Αράξης πηγάζει από τα ίδια βουνά με τον Ευφράτη, σε απόσταση από αυτόν μόνο έξι μιλίων», σύμφωνα με τον Πλίνιο ΗΝ 6.10), που ακόμη και αν υπήρξε λάθος (πράγμα που παραμένει ως πιθανότητα), αυτό δικαιολογείται.
Φαίνεται ότι όπου ο Ξενοφών δεν παρέχει μήκη αποστάσεων, το κάνει γιατί δεν είναι σίγουρος για το κατάλληλο μήκος. Προτιμά να μην πει κάτι, παρά να εισαγάγει στο κείμενο λανθασμένη εκτίμηση. Σε αυτό το κεφάλαιο, στους Πίνακες 4.2 έως 4.8, έχουμε εισαγάγει όλες τις πληροφορίες (σε παρασάγγες) τις οποίες παρέχει ο Ξενοφών, μαζί με παρατηρήσεις σχετικές με την αξιοπιστία κάθε γραμμής αυτών των πληροφοριών. Αν ο Ξενοφών ενδιαφερόταν για την αξιοπιστία κάθε μεμονωμένης καταγραφής τής διανυθείσας απόστασης, πρέπει να ενδιαφερόταν εξίσου για την αξιοπιστία τού γενικού συνόλου.
Πίνακας 4.11: Στοιχεία Ανάβασης και Καθόδου από τον Ξενοφώντα |
||||||
---|---|---|---|---|---|---|
Αριθμός |
Παρα- |
Χιλιόμετρα |
Ημέρες |
Ημέρες |
Παρά- |
|
Κύρου Ανάβαση |
93 |
535 |
3.210 |
1171 |
2102 |
2.2.6 |
Κάθοδος Μυρίων |
122 |
620 |
3.720 |
1181 |
2404 |
5.5.4 |
Ανάβαση και Κάθοδος |
215 |
1.1503 |
6.900 |
2351 |
4505 |
7.8.26 |
1 Ημέρες συνολικά μείον αριθμός πορειών 2 Σύνολο ημερών Ανάβασης και Καθόδου μείον σύνολο ημερών Καθόδου 3 Σφάλμα 5 παρασαγγών στο σύνολο 4 Ο Ξενοφών γράφει 8 μήνες δηλαδή (8 x 30 =) 240 ημέρες 5 Ο Ξενοφών γράφει 1 έτος και 3 μήνες δηλαδή (15 x 30 =) 450 ημέρες |
Ο Ξενοφών παρέχει τρεις φορές στην Κύρου Ανάβαση συνολικά διανυθείσα απόσταση (Ανάβ. 2.2.6, 5.5.4, 7.8.26). Τα στοιχεία που παρέχει συνοψίζονται στον Πίνακα 4.11, όπου το μόνο καταγεγραμμένο σφάλμα είναι ένα σφάλμα 5 παρασαγγών μεταξύ τού γενικού συνόλου από τη μία πλευρά (1.150 παρασάγγες, παράγραφος 7.8.26) και τού αθροίσματος των παρασαγγών στην Κύρου Ανάβαση (535 παρασάγγες, παρ. 2.2.6) και την Κάθοδο των Μυρίων (620 παρασάγγες, παρ. 5.5.4), δηλαδή 1.155 παρασάγγες από την άλλη.
Το γεγονός ότι ο Ξενοφών έχει παραλείψει 10 ημέρες (50 παρασάγγες) από την πορεία από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) προς το όρος Θήχης, αναφέροντας 5 αντί για τις 15 ημέρες τού Διόδωρου, σημαίνει ότι έχει προσθέσει αυτές τις ημέρες κάπου αλλού, για να διασφαλίσει την αξιοπιστία των γενικών του συνόλων. Ο Ξενοφών έχει μάλλον προσθέσει αυτές τις 10 ημέρες πορείας στα εδάφη των Ταόχων και των Χαλδίων, κυρίως επειδή η πρώτη από τις δύο σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των δύο περιγραφών καταγράφεται εκεί (θυμηθείτε τον Πίνακα 4.9) και επίσης επειδή 80 παρασάγγες (480 χλμ), δηλαδή 30 (180 χλμ) στη χώρα των Ταόχων και 50 (300 χλμ) στη χώρα των Χαλδίων, δεν αντιστοιχούν σε καμία λογική διαδρομή τής πορείας των Μυρίων.
Έτσι, αφαιρώντας τούς 50 παρασάγγες που έχουν παραλειφθεί (10 λιγότερες ημέρες πορείας μεταξύ πόλης Γυμνιάς και όρους Θήχης) από την καταγεγραμμένη από τον Ξενοφώντα πορεία 80 παρασαγγών στα εδάφη των Ταόχων και των Χαλδίων, έχουμε 30 παρασάγγες και ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί σχεδόν ακριβώς με τον αριθμό ημερών πορείας στη χώρα των Χαλδίων (7 ημέρες, όπως αναφέρουν και οι δύο συγγραφείς), μέχρι να φτάσουν στον ποταμό Άρπασο.
Χάρτης 4.12: Από τις χώρες των Ταόχων και των Χαλδίων προς τη χώρα των Σκυθηνών
Αυτό απεικονίζεται στον Χάρτη 4.12 και τον Πίνακα 4.12, όπου η διακεκομμένη γραμμή αντιπροσωπεύει άγνωστη υποθετική πορεία 35 παρασαγγών (210 χλμ), η οποία αρχίζει με την κάθοδο στη χώρα των Ταόχων και τελειώνει με την έξοδο των Μυρίων από τη χώρα των Χαλδίων και τη διάσχιση τού ποταμού Άρπασου. Οι Μύριοι διέσχισαν τον Άρπασο κοντά στη συμβολή του με τον Αράξη, βαδίζοντας στην αριστερή (βόρεια) όχθη τού τελευταίου. Συνέχισαν την πορεία τους (στη χώρα των Σκυθηνών, τη σημερινή Αρμενία) προς τα ανατολικά, δίπλα στον Αράξη, επειδή εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι ήταν ο κολχικός Φάσις και ότι θα τούς οδηγούσε στην Κολχίδα.
Πίνακας 4.12: Από την κάθοδο στη χώρα των Ταόχων μέχρι την πόλη Γυμνιάς |
||||||
---|---|---|---|---|---|---|
|
||||||
Τοποθεσία |
Αριθμός |
Παρα- |
Χιλιόμετρα |
Αξιο- |
Ημέρες |
Παρά- |
Με Ταόχους, Φασιανούς, Χάλυβες |
2 |
|
|
|
|
4.6.5 |
Στα χωριά με τα τρόφιμα |
|
2 |
12 |
|
|
4.6.5-27 |
Στους Ταόχους, στους Χάλυβες |
|
|
|
|
|
4.7.1 |
και τον Άρπασο ποταμό * |
7 |
30 |
180 |
** |
|
4.7.15-18 |
Στη χώρα των Σκυθηνών |
4 |
20 |
120 |
🗸 |
3 |
4.7.18 |
Στην πόλη Γυμνιάς |
4 |
20 |
120 |
🗸 |
– |
4.7.19 |
Γραφική απεικόνιση: |
||||||
*: 50 παρασάγγες αφαιρούνται από εδώ και προστίθενται στη διαδρομή Γυμνιάς-όρος Θήχης |
Αλλά όταν, ύστερα από τρεις ημέρες, έφτασαν στην προς νότο στροφή τού ποταμού, έχασαν κάθε ελπίδα. Βρίσκονταν ήδη στην περιοχή των χωριών στα οποία ξεκουράστηκαν για τρεις ημέρες, όπως αναφέρουν και οι δύο συγγραφείς. Τα χωριά αυτά ήσαν στην περιοχή τού σημερινού Ερεβάν, τής πρωτεύουσας τής Αρμενίας. Μάλλον εκεί έμαθαν την αλήθεια και ακολουθώντας προς βορρά το ίχνος τής παλαιάς διαδρομής καραβανιών, έφτασαν σε τέσσερις ημέρες στην πόλη Γυμνιάς, στο σημερινό Γκυουμρί.
Από την πόλη Γυμνιάς στο όρος Θήχης, στους Μάκρωνες και στην Τραπεζούντα
Ο Πίνακας 4.13 παρέχει σύγκριση των πληροφοριών που δίνουν ο Ξενοφών και ο Διόδωρος για το τμήμα τής διαδρομής από την πόλη Γυμνιάς μέχρι το όρος Θήχης και την Τραπεζούντα.
Πίνακας 4.13: Κάθοδος των Μυρίων από την πόλη Γυμνιάς στην Τραπεζούντα: |
|||||
---|---|---|---|---|---|
Σύγκριση αφηγήσεων Ξενοφώντος και Διόδωρου |
|||||
|
|||||
Ξενοφών |
Διόδωρος |
||||
Τοποθεσία |
Αριθμός |
Ημέρες |
Ημέρες |
Αριθμός |
Τοποθεσία |
Στην πόλη Γυμνιάς |
|
|
|
Στην πόλη Γυμνασία |
|
Στο όρος Θήχης |
5 |
|
|
15 |
Στο Χήνιον όρος |
Στη χώρα των Μακρώνων |
3 |
|
|
|
Στη χώρα των Μακρώνων |
Στα όρια τής χώρας των Κόλχων |
|
|
|
Στη χώρα των Κόλχων |
|
Αρρώστια από το μέλι |
3 |
3 |
|
Αρρώστια από το μέλι |
|
Στην Τραπεζούντα |
2 |
30 |
30 |
|
Στην Τραπεζούντα |
Η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο περιγραφών είναι πορεία δεκαπέντε ημερών αντί για πέντε από την πόλη Γυμνιάς μέχρι το όρος Θήχης. Έχουμε δείξει ότι η Γυμνιάς και το έθνος των Σκυθηνών βρίσκονταν στη σημερινή Αρμενία. Στην πορεία των δεκαπέντε ημερών των Μυρίων από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) μέχρι το όρος Θήχης αντιμετώπισαν τούς μη κατονομαζόμενους εχθρούς των Σκυθηνών, δηλαδή τούς Εσπερίτες/Σάσπειρες στην περιοχή τής Σπερ/Ισπίρ και έφτασαν στο βουνό, από το οποίο είδαν τη θάλασσα.
Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν εχθροί των Σκυθηνών κοντά στο όρο Θήχης, η πρόταση σύγχρονων Τούρκων ιστορικών, περισσότερο εξοικειωμένων με τη γεωγραφία τής περιοχής,106 θα μπορούσε τροποποιούμενη να ληφθεί ενδεχομένως υπόψη, αν και, όπως θα δείξουμε αργότερα, δεν πρέπει μάλλον να γίνει δεκτή.107
Εν πάση περιπτώσει, κατά την πρόταση αυτή τροποποιημένη, λόγω τής απουσίας Σκυθηνών από την περιοχή, ο οδηγός ακολούθησε απευθείας τη συντομότερη διαδρομή προς το όρος Θήχης και η διαδρομή αυτή ήταν μέσω Χαρτ (Αϊντίντεπε), δηλαδή τού οχυρού Χαρτών τής εποχής τού Ιουστινιανού, το οποίο αναφέρεται πιο κάτω σε σχέση με τούς Μάκρωνες. Από εκεί ο οδηγός οδήγησε τούς Μυρίους μέσω τού περάσματος Κεμέρ, τής κορυφογραμμής Γιαρμίτζε και τού περάσματος Άσοτ. Έφτασαν στο όρος Θήχης, δηλαδή στο όρος Μαντούρ, από το οποίο είδαν τη θάλασσα για πρώτη φορά. Κατά την πρόταση αυτή μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Ξενοφών και οι Μύριοι είδαν τη θάλασσα από θέση κοντά στην κορυφή τού όρους Μαντούρ, ανάμεσα σε αυτό και το όρος Πολούτ αμέσως πιο δυτικά. Από το μέρος αυτό, από το οποίο περνά ιστορικός δρόμος πάνω από τα βουνά, φαίνονται το ακρωτήριο και το λιμάνι τής Ηράκλειας (Αρακλί) τής Τραπεζούντας ακριβώς σαν εικόνα. Κατά την πρόταση υπάρχουν επίσης ερείπια, που θυμίζουν τον πέτρινο ναό που έχτισαν οι Μύριοι για να εκφράσουν τη χαρά τους. Η ανακάλυψη σε απόσταση 3 χλμ από αυτό το σημείο των ερειπίων ενός μικρού κάστρου σχεδόν τετράγωνου σχήματος και πιθανότατα χτισμένου από τούς Ρωμαίους στα ανατολικά τού σημερινού οροπεδίου Καλετζίκ είναι σημαντική, γιατί δείχνει ότι ο δρόμος αυτός χρησιμοποιούνταν επίσης στα μεταγενέστερα χρόνια.108
Ο προσδιορισμός τού όρους Θήχης έχει επιχειρηθεί κατά καιρούς με βάση την αναφορά Περίπλους Ευξείνου Πόντου τού Έλληνα συγγραφέα Αρριανού προς τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό.109 Ο Αρριανός γράφει:110
Φτάσαμε ταξιδεύοντας στην Τραπεζούντα, ελληνική παραθαλάσσια πόλη, όπως μάς πληροφορεί ο γνωστός Ξενοφών, αποικία τής Σινώπης και παρατηρήσαμε με μεγάλη ευχαρίστηση τη θάλασσα τού Ευξείνου Πόντου, από το ίδιο σημείο, από το οποίο την είδες και συ στο παρελθόν, αλλά και ο Ξενοφών. Βωμοί από ακατέργαστη πέτρα υπάρχουν ακόμη εκεί …111
Ο δικός σου αδριάντας, που βρίσκεται εκεί, έχει χάρη τόσο σαν ιδέα όσο και σαν σχέδιο, καθώς σε παριστάνει να δείχνεις προς τη θάλασσα…112
Έχει προταθεί ότι ο εντοπισμός τού σημείου από το οποίο οι Μύριοι πρωτοείδαν τη θάλασσα μπορεί να ακολουθήσει τον εντοπισμό τής θέσης των παραπάνω βωμών, επί τής διαδρομής που ακολούθησε ο αυτοκράτορας Αδριανός το 131 μ.Χ. κατά την επίσκεψή του στην ανατολική Ανατολία, χρησιμοποιώντας τη ρωμαϊκή στρατιωτική οδό Κομμαγηνής–Τραπεζούντας. Ερείπια τέτοιων ρωμαϊκών βωμών (ενδεχομένως ταυτιζόμενων με δύο σωρούς από ακατέργαστες πέτρες), εντοπίστηκαν ανατολικότερα τής διάβασης Ζύγαινα στην κορυφή Ντεβέμποϊνου Τεπέ (Κορυφή τού Λαιμού τής Καμήλας, υψόμετρο 3.060 μ.). Έχει προταθεί η ταύτιση των δύο ερειπίων με δύο σωρούς από ακατέργαστες πέτρες, ενώ ο Ξενοφών γράφει για ένα μεγάλο σωρό. Υπενθυμίζεται όμως ότι ο Διόδωρος Σικελιώτης παρέχει διαφορετική περιγραφή. Ο Διόδωρος γράφει:
Αφού μάζεψαν σε ένα σημείο πολλές πέτρες και αφού έφτιαξαν με αυτές μεγάλους σωρούς, έβαλαν πάνω τους τα λάφυρα των βαρβάρων, θέλοντας να αφήσουν αθάνατο αναμνηστικό τής εκστρατείας.113
Σε γενικές γραμμές οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι το όρος Θήχης ήταν ένα από τα ψηλά σημεία των Ποντικών Άλπεων (τού αρχαίου Παρυάδρη) πάνω από την Τραπεζούντα, για τον ακριβή προσδιορισμό τού οποίου δεν έχει υπάρξει ακόμη γενική ομοφωνία. Η δική μας άποψη για τις γεωγραφικές συντεταγμένες τού σημείου τού όρους Θήχης από το οποίο οι Μύριοι είδαν τη θάλασσα παρουσιάζεται στο επόμενο Κεφάλαιο 5 και αναπτύσσεται στο Κεφάλαιο 9.
Για τον προσδιορισμό τής θέσης τού βουνού πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι, βλέποντας τη θάλασσα από το όρος Θήχης, οι Έλληνες αποδέσμευσαν τον οδηγό, αφού τούς έδειξε χωριό, στο οποίο θα μπορούσαν να βρουν κατάλυμα, καθώς και τον δρόμο μέσω τού οποίου θα προχωρούσαν προς τη χώρα των Μακρώνων. Φαίνεται λοιπόν ότι οι Μύριοι επέστρεψαν στη νότια, την προς ποταμό Άκαμψι (Τσορούχ) πλευρά των Ποντικών Άλπεων, αν πάρουμε υπόψη την περιοχή όπου ήσαν εγκατεστημένοι οι Μάκρωνες.
Οι Μάκρωνες και η χώρα τους
Έχουμε ήδη πει ότι πενήντα χρόνια πριν από την Κύρου Ανάβαση και την Κάθοδο των Μυρίων ο Ηρόδοτος (484-425 π.Χ.), γράφοντας για την εκστρατεία τού Πέρση βασιλιά Ξέρξη Α’ στην Ελλάδα το 480 π.Χ., προσδιορίζει τούς Μάκρωνες (7.78-79) στον στρατό τού Ξέρξη. Τετρακόσια χρόνια μετά τον Ηρόδοτο ο Στράβων (64 π.Χ.-24 μ.Χ.) γράφει:
Πάνω από την Τραπεζούντα και την Φαρνακία [Κερασούντα] βρίσκονται οι Τιβαρηνοί, οι Χαλδαίοι και οι Σάννοι, τούς οποίους σε παλαιότερες εποχές ονόμαζαν Μάκρωνες…114
Έτσι ο Στράβων ονομάζει Σάννους τούς Μάκρωνες, αλλά δεν πρέπει να μάς ανησυχεί εδώ η αναφορά του σε Χαλδαίους «πάνω από την Τραπεζούντα και την Κερασούντα», επειδή ύστερα από μερικές γραμμές εξηγεί ότι μιλά για τούς Χάλυβες κοντά στην Κερασούντα:
Οι σημερινοί Χαλδαίοι ονομάζονταν στα παλαιότερα χρόνια Χάλυβες και ακριβώς απέναντι από την περιοχή τους βρισκόταν η Φαρνακία [δηλαδή η Κερασούς].115
Όπως έχουμε αναφέρει, ο Πλίνιος τοποθετεί τούς Μάκρωνες στην κοιλάδα τού ποταμού Άκαμψι-Άψαρου (Τσορούχ):
…και εκεί βρίσκεται η χώρα των Μόσχων, που εκτείνεται μέχρι τον ποταμό Ίβηρο, ο οποίος χύνεται στον ποταμό Κύρο. Κάτω από αυτούς είναι οι Σακασσάνι [δηλαδή οι Σκυθηνοί] και μετά από αυτούς οι Μάκρωνες επί τού ποταμού Άψαρου…116
Πεντακόσια χρόνια μετά τον Στράβωνα και τον Πλίνιο, ο Προκόπιος (500-565 μ.Χ.) γράφει στους Περσικούς Πολέμους (540-545 μ.Χ.) τού Ιουστινιανού:117
Την εποχή εκείνη οι Ρωμαίοι118 απέκτησαν ορισμένα περσικά οχυρά στην Περσαρμενία, το οχυρό Βώλον και το οχυρό Φαράγγιον, το μέρος από το οποίο οι Πέρσες εξορύσσουν χρυσό και τον πηγαίνουν στον βασιλιά. Τύχαινε μάλιστα λίγο πριν από αυτό να έχουν υποτάξει το Τζανικό έθνος͵ οι οποίοι ήσαν από παλιά εγκατεστημένοι στο έδαφος των Ρωμαίων ως αυτόνομοι. Θα περιγράψω αμέσως τον τρόπο με τον οποίο έγινε αυτό.119
Πηγαίνοντας από την Αρμενία στην Περσαρμενία, στα δεξιά βρίσκεται η οροσειρά Ταύρος, που εκτείνεται στην Ιβηρία [Γεωργία] και στους εκεί λαούς, για τούς οποίους μίλησα λίγο πριν, ενώ στα αριστερά, πάνω από τον δρόμο που συνεχίζει να κατηφορίζει για κάποια απόσταση, κρέμονται πολύ απότομα βουνά, που είναι σκεπασμένα ολόκληρο τον χρόνο από σύννεφα και χιόνια, από τα οποία πηγάζει ο ποταμός Φάσις και ρέει στην Κολχίδα.120
Στο μέρος αυτό ζούσαν από την αρχή βάρβαροι, το Τζανικό έθνος, που δεν υποτάσσονταν σε κανένα και ονομάζονταν Σάνοι παλαιότερα. Έκαναν ληστρικές επιδρομές στους Ρωμαίους που ζούσαν εκεί κοντά, ζώντας δύσκολη ζωή με εκείνα που έκλεβαν, γιατί η γη τους δεν παρήγαγε τίποτε κατάλληλο για τρόφιμο. Γι’ αυτόν τον λόγο ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων τούς έστελνε κάθε χρόνο συγκεκριμένο ποσό σε χρυσάφι, με όρο να μη λεηλατούν τη γύρω περιοχή. Εκείνοι ορκίζονταν με δικούς τους όρκους να τηρούν τα συμφωνηθέντα, αλλά στη συνέχεια, αγνοώντας εκείνα που είχαν ορκιστεί, έκαναν απροσδόκητες επιθέσεις και προκαλούσαν καταστροφές όχι μόνο στους Αρμενίους, αλλά και στους Ρωμαίους που ζούσαν κοντά τους μέχρι τη θάλασσα, ενώ, ολοκληρώνοντας την έφοδό τους σε μικρό χρονικό διάστημα, επέστρεφαν ξανά στην περιοχή τους. Όταν συναντούσαν στρατό των Ρωμαίων, έχαναν πάντοτε στη μάχη, αλλά ήταν αδύνατο να συλληφθούν λόγω τής φυσικής οχυρότητας τής περιοχής τους. Έτσι τούς είχε νικήσει και ο Σίττας πριν από αυτόν τον πόλεμο και στη συνέχεια, με πολλές φιλικές εκδηλώσεις με λόγια και έργα, κατάφερε να τούς κερδίσει ολοκληρωτικά.121
Άλλαξαν λοιπόν τον τρόπο ζωής τους προς το ημερότερο και στρατολογήθηκαν στον ρωμαϊκό στρατό και από τότε βαδίζουν εναντίον των εχθρών των Ρωμαίων μαζί με τον ρωμαϊκό στρατό. Εγκατέλειψαν επίσης τη δική τους θρησκεία για μια ευσεβέστερη και έγιναν όλοι χριστιανοί. Αυτά λοιπόν για τούς Τζάνους.122
Ο Προκόπιος γράφει και τα παρακάτω για τη Τζανική, τη χώρα των Τζάνων/Σάνων/Μακρώνων, στο βιβλίο του Περί Κτισμάτων:123
Κάποιο σημείο σε αυτή τη χώρα τυχαίνει να είναι σημείο συνάντησης τριών δρόμων. Γιατί τα σύνορα μεταξύ των Ρωμαίων, των Περσαρμενίων και των ίδιων των Τζάνων αρχίζουν εδώ και εκτείνονται από αυτό το σημείο. Εδώ κατασκεύασε124 ισχυρότατο φρούριο που δεν υπήρχε πριν και το ονόμασε Ορονών, κάνοντάς το κύριο στήριγμα τής ειρήνης στην περιοχή. Γιατί από αυτό το σημείο μπόρεσαν οι Ρωμαίοι να εισέλθουν για πρώτη φορά στη Τζανική. Εδώ επίσης εγκατέστησε στρατιωτικό διοικητή τον οποίο αποκαλούν δούκα. Και σε απόσταση ταξιδιού δύο ημερών από το Ορωνών, εκεί που αρχίζει η περιοχή των ονομαζόμενων Ωκενιτών Τζάνων (γιατί οι Τζάνοι είναι χωρισμένοι σε πολλές φυλές), υπήρχε οχυρό φτιαγμένο από παλιά, που είχε μετατραπεί σε ερείπιο από την εγκατάλειψη και ονομαζόταν Χαρτών. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός το αποκατέστησε και υποχρέωσε πολλούς ανθρώπους να κατοικούν εκεί και να διασφαλίζουν την τάξη στην περιοχή.125
Προχωρώντας από εκεί προς τα ανατολικά, υπάρχει απόκρημνο φαράγγι που εκτείνεται προς βορρά. Εκεί έχτισε νέο φρούριο, που ονομαζόταν Βαρχών. Πέρα από αυτό, στους πρόποδες τού βουνού, υπάρχουν μαντριά, όπου οι ονομαζόμενοι Ωκενίτες Τζάνοι σταβλίζουν τα γελάδια τους, τα οποία εκτρέφουν όχι για να οργώσουν τη γη, γιατί οι Τζάνοι είναι εντελώς νωχελικοί και αντίθετοι με τη γεωργία, όπως έχω πει, ενώ ούτε άροτρα έχουν, ούτε κάνουν τις άλλες δουλειές τής γεωργίας, αλλά για να έχουν σταθερή προμήθεια γάλακτος και να τρώνε το κρέας τους.126
Πέρα από τούς πρόποδες τού βουνού, εκεί όπου βρίσκεται στο οροπέδιο ο τόπος που ονομάζεται Κενά, καθώς πηγαίνει κανείς προς τα δυτικά, υπάρχει φρούριο που ονομάζεται Σισιλισσών. Αυτό είχε κατασκευαστεί κατά την αρχαιότητα, αλλά με το πέρασμα τού χρόνου είχε ερημωθεί. Έτσι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός το αποκατέστησε και εγκατέστησε εκεί επαρκή φρουρά Ρωμαίων στρατιωτών, ακριβώς όπως και στα άλλα.127
Επίσης, καθώς προχωρά κανείς από αυτό το οχυρό, υπάρχει τόπος στα αριστερά, προς τον βορρά, τον οποίο οι ντόπιοι ονομάζουν Λογγίνου Φοσσάτον, επειδή σε παλαιότερους χρόνους ο Λογγίνος, στρατηγός των Ρωμαίων καταγόμενος από την Ισαυρία, είχε εκστρατεύσει κάποτε εναντίον των Τζάνων και είχε στήσει το στρατόπεδό του εκεί.128
Σε αυτό το μέρος ο αυτοκράτορας έφτιαξε φρούριο που ονομάστηκε Βουργουσνόης,129 σε απόσταση ταξιδιού μιας ημέρας από το Σισιλισσών. Το οποίο Σισιλισσών μετατράπηκε σε ισχυρό φρούριο από τον ίδιο αυτοκράτορα, όπως αναφέρθηκε λίγο πιο πάνω.130
Από εκεί αρχίζει η περιοχή των ονομαζόμενων Κοξυλίνων Τζάνων. Και εκεί έφτιαξε άλλα δύο φρούρια, ένα ονομαζόμενο Σχαμαλινίχων και το άλλο Τζανζάκων, στα οποία εγκατέστησε επίσης στρατιωτικό διοικητή.131
Στο τελευταίο παραπάνω απόσπασμα τού Προκόπιου εμφανίζονται τα εξής επτά ονόματα φρουρίων στην ευρύτερη περιοχή των Τζάνων (Μακρώνων) τού 6ου μ.Χ. αιώνα: Ορωνών, Χαρτών (σε γενική ανατολική απόσταση δύο ημερών από το Ορωνών), Βαρχών (ανατολικά τού Χαρτών), Σισιλισσών (δυτικά από το οροπέδιο Κενά, πέρα από τούς πρόποδες τού βουνού), Βουργουσνόης (στο Λογγίνου Φοσσάτον, σε απόσταση μιας ημέρας από το Σισιλισσών), Σχαμαλινίχων (πέρα από τον Βουργουσνόη) και Τζανζάκων (κοντά στο Σχαμαλινίχων).
Από τα επτά αυτά φρούρια, η θέση τού Ορονών, στο σημείο από το οποίο μπόρεσαν οι Ρωμαίοι να εισέλθουν για πρώτη φορά (προς τα ανατολικά) στη Τζανική, όπως μάς λέει πιο πάνω ο Προκόπιος, έχει προσδιοριστεί στο χωριό Γκελενγκέτς, λιγότερο από 30 χλμ ανατολικά από τα Σάταλα (σήμερα Σαντάκ).132 To Χαρτών έχει προσδιοριστεί στη θέση τής σημερινής Χαρτ (Αϊντίντεπε) βόρεια τής Μπαϊμπούρτ.133 Η θέση τού Τζανζάκων πιθανολογείται στη σημερινή Τζάντζα, 3 χλμ δυτικά τής Γκουμούσχανε.134 Με το Τζανζάκων στη Τζάντζα «μπορεί κανείς να υποθέσει ότι το Λογγίνου Φοσσάτον βρισκόταν στο Ζιντανλάρ Αραζί και να τοποθετήσει ακόμη πιο διστακτικά το Σχαμαλινίχων στη θέση τού χωριού Λερί και το Σισιλισσών στη θέση τού χωριού Χαντράκ, θέσεις από τις οποίες θα έλεγχαν τις καλοκαιρινές διαδρομές προς νότο».135 Έτσι και ο Βουργουσνόης στο Λογγίνου Φοσσάτον θα βρισκόταν ένα μίλι ανατολικά τής Γέφυρας τής Βαγδάτης,136 τού δρόμου δηλαδή που διακλαδώνεται προς Ερζιντζάν από την οδό Γκουμούσχανε-Μπαϊμπούρτ περνώντας πάνω από τον ποταμό Χαρσίτ.137 Τέλος το Βαρχών, το ανατολικότερο από τα επτά φρούρια, βρισκόταν στο φαράγγι που εκτείνεται προς τα βόρεια από το Χαρτών, στην κοιλάδα τού ποταμού Τσορούχ (Άκαμψι), ενώ το όνομά του συνδεόταν με το όρος Παρχάρ (Παρυάδρη), που υψώνεται πάνω από το φαράγγι και είναι το βουνό στο οποίο βρίσκονταν τα μαντριά και τα βοσκοτόπια των Ωκενιτών Τζάνων.138
Απ’ όλες αυτές τις πληροφορίες, που αποτυπώνονται πιο κάτω στον Χάρτη 9.2, στο κεφάλαιο 9, η χώρα των Μακρώνων (Τζάνων) την εποχή τού Προκόπιου (6ος μ.Χ. αιώνας) καταλάμβανε την κοιλάδα τού ποταμού Άκαμψι (σήμερα Τσορούχ), μεταξύ των Ποντικών Άλπεων προς βορρά και των οροσειρών Κοπ και Μεστζίτ προς νότο.
Έχουμε επίσης αναφέρει ότι και ο Πλίνιος (1ος μ.Χ. αιώνας) τοποθετεί τούς Μάκρωνες στην κοιλάδα τού ποταμού Άκαμψι (Τσορούχ). Πιθανώς αυτή ήταν η κατάσταση και κατά την εποχή τής Καθόδου των Μυρίων, αφού τότε, όπως δείξαμε, οι Σκυθηνοί και η Γυμνιάς δεν βρίσκονταν ούτε στη Μπαϊμπούρτ, ούτε στη Γκουμούσχανε. Κατεβαίνοντας λοιπόν από το όρος Θήχης από την πλευρά από την οποία το είχαν ανέβει, οι Μύριοι βρέθηκαν στη βορειοανατολική περιοχή των Μακρώνων. Με τούς Μάκρωνες κυρίαρχους στην κοιλάδα τού Τσορούχ και στις νότιες πλαγιές των Ποντικών Άλπεων, οι Κόλχοι που ακολουθούν στη διήγηση κατοικούσαν στην άλλη πλευρά αυτών των βουνών, τη βόρεια, σε όλη τη διαδρομή μέχρι την Τραπεζούντα.
Έχουμε ήδη επισημάνει ότι ο Ξενοφών λέει ότι οι Έλληνες αποδέσμευσαν τον οδηγό αφού τούς έδειξε χωριό όπου θα εύρισκαν καταλύματα, καθώς και τον δρόμο από τον οποίο θα προχωρούσαν προς τη χώρα των Μακρώνων. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, τούς γύρισε την πλάτη μέσα στη νύχτα κι έφυγε (Ανάβ. 4.7.27). Στη συνέχεια ο Ξενοφών παρέχει μάλλον ασαφή περιγραφή, σύμφωνα με την οποία οι Μύριοι πορεύτηκαν μέσα από τη χώρα των Μακρώνων για τρεις ημέρες, δέκα παρασάγγες (60 χλμ), αλλά την πρώτη μέρα έφτασαν στο ποτάμι, που αποτελούσε το όριο μεταξύ τής χώρας των Μακρώνων και τής χώρας των Σκυθηνών.139
Η περιγραφή εδώ είναι συγκεχυμένη και όχι μόνο ως προς τούς χρόνους, πράγμα που υποδεικνύει προσπάθεια τού συγγραφέα να «στριμώξει» τούς Σκυθηνούς κάπου κοντά στη χώρα των Μακρώνων, προσπάθεια την οποία αιτιολογούμε πιο κάτω. Εκείνα που περιγράφονται σε αυτό το τμήμα τού βιβλίου είναι μάλλον αντιφατικά: Πρώτον, παρουσιάζονται οι Μύριοι να πορεύτηκαν για τρεις ημέρες μέσα στη χώρα των Μακρώνων πριν καν μπουν σε αυτή τη χώρα. Δεύτερον, η χώρα των Σκυθηνών παρουσιάζεται να συνορεύει με εκείνη των Μακρώνων, με την οποία δεν συνορεύει η χώρα των εχθρών των Σκυθηνών, από την οποία πέρασαν οι Μύριοι για να πάνε στους Μάκρωνες. Τρίτον, παρουσιάζεται το όρος Θήχης ως ευρισκόμενο στη χώρα των Σκυθηνών, ενώ στον δρόμο τους μέχρι τα ύψη τού όρους αυτού (μέσα στη χώρα των Σκυθηνών) τούς Μυρίους κυνηγούν οι εχθροί των Σκυθηνών, τούς οποίους οι Μύριοι είχαν λεηλατήσει, καταστρέφοντας τη χώρα τους, από την οποία είχαν περάσει προερχόμενοι από τη χώρα των Σκυθηνών.
Αν βγάλουμε τούς «ένθετους» Σκυθηνούς από αυτό το τμήμα τής περιγραφής, τα πράγματα είναι απλά: Κατεβαίνοντας από το όρος Θήχης οι Μύριοι βρέθηκαν στη χώρα των Μακρώνων, στην οποία πορεύτηκαν για τρεις ημέρες.140 Ο Διόδωρος (14.29.4-5) λέει απλώς ότι οι Έλληνες έδωσαν στον οδηγό ως δώρα ένα ασημένιο κύπελλο και μια περσική ενδυμασία. Και εκείνος, αφού τούς έδειξε τον δρόμο τους προς τούς Μάκρωνες, έφυγε.
Οι Έλληνες εισήλθαν στη συνέχεια στο έδαφος των Μακρώνων με τούς οποίους συνήψαν ανακωχή, παίρνοντας από αυτούς ως ενέχυρο καλής πίστης ένα δόρυ που χρησιμοποιούσαν αυτοί οι βάρβαροι και δίνοντάς τους σε αντάλλαγμα ένα ελληνικό. Όταν πέρασαν τα όρια αυτού τού λαού, έφτασαν στο έδαφος των Κόλχων.
Στη χώρα των Κόλχων και στην Τραπεζούντα
Ποιοι ήσαν οι Κόλχοι; Όπως είπαμε ήδη, ο Ηρόδοτος (1.104 και 4.37) τούς αναφέρει συχνά και προσδιορίζει τη θέση τους, αλλά δεν τούς περιλαμβάνει σε καμία σατραπεία. Δεν πλήρωναν φόρο υποτέλειας, αλλά έφερναν δώρα τακτικά στον Μεγάλο Βασιλέα:
Οι Κόλχοι περιλαμβάνονταν επίσης σε εκείνους που έφερναν δώρα και μαζί με αυτούς εκείνοι που συνόρευαν μαζί τους και εκτείνονταν μέχρι τον Καύκασο (γιατί η περσική κυριαρχία εκτείνεται μέχρι αυτά τα βουνά, αλλά εκείνοι που κατοικούν στα μέρη πέρα από τον Καύκασο προς την κατεύθυνση τού Βόρειου Άνεμου δεν βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία των Περσών). Αυτοί, λέω, ακόμη και κατά τη δική μου εποχή, συνέχιζαν να φέρνουν κάθε τέσσερα χρόνια τα δώρα που είχαν καθοριστεί γι’ αυτούς, δηλαδή εκατό αγόρια και εκατό κόρες.141
Ο Ξενοφών αντιμετώπισε τούς Κόλχους αφού πέρασε από τη χώρα των Μακρώνων. Οι Κόλχοι λοιπόν βρίσκονταν πιο κοντά στη θάλασσα, και εκτείνονταν από τον κολχικό ποταμό Φάσι προς τα δυτικά. Η Κολχίδα ήταν επίσης γνωστή στον Στράβωνα (11.2) και στον Αρριανό,142 αν και οι Κόλχοι αποτελούσαν απλώς ένα από τα πολυάριθμα έθνη που βρίσκονταν σε αυτή την περιοχή. Οι Μύριοι βρέθηκαν μπροστά σε μεγάλο βουνό, το οποίο όμως ήταν προσβάσιμο και πάνω στο οποίο οι Κόλχοι είχαν παραταχθεί για μάχη. Αρχικά οι Έλληνες αντιπαρατάχθηκαν για μάχη, με πρόθεση να επιτεθούν στο βουνό με αυτή τη διάταξη, αλλά στη συνέχεια οι στρατηγοί αποφάσισαν να συγκαλέσουν πολεμικό συμβούλιο και να εξετάσουν ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να πολεμήσουν. Διαμορφώθηκαν οι λόχοι κατά στήλες και το ελαφρύ πεζικό (πελταστές) ήταν το πρώτο που ανέβηκε στην κορυφή, ακολουθούμενο από κοντά από το αρκαδικό βαρύ πεζικό (οπλίτες). Όταν οι Έλληνες άρχισαν να τρέχουν με αυτόν τον τρόπο, οι εχθροί δεν μπορούσαν πια να σταθούν στη θέση τους, αλλά τράπηκαν σε φυγή, άλλοι προς μία κατεύθυνση, άλλοι προς άλλη. Έτσι οι Έλληνες ανέβηκαν στο βουνό και βρήκαν καταλύματα σε πολλά χωριά, τα οποία περιείχαν προμήθειες σε αφθονία.
Εκεί δεν υπήρχε τίποτε για να τούς προκαλέσει κατάπληξη, αλλά ο αριθμός των κυψελών ήταν πραγματικά εκπληκτικός, όπως και ορισμένες ιδιότητες τού μελιού. Όσοι στρατιώτες δοκίμαζαν τις κηρύθρες έχαναν αμέσως τα λογικά τους και υπέφεραν από διάρροια και εμετούς, όντας ανίκανοι να σταθούν στα πόδια τους. Μικρή δόση προκαλούσε κατάσταση παρόμοια με βαριά μέθη, ενώ μεγάλη προκαλούσε κάτι σαν μανία τρέλλας και μερικοί έπεφταν κάτω, προφανώς στα πρόθυρα τού θανάτου. Έτσι ήσαν πεσμένοι, εκατοντάδες από αυτούς, σαν να υπήρχε μεγάλη ήττα, σαν αποτέλεσμα σκληρής απογοήτευσης. Αλλά την επόμενη μέρα κανένας δεν είχε πεθάνει. Και σχεδόν την ίδια ώρα τής ημέρας κατά την οποία είχαν φάει το μέλι, ξαναβρήκαν τις αισθήσεις τους και την τρίτη ή τέταρτη μέρα σηκώθηκαν στα πόδια τους ξανά, σαν να συνέρχονταν από έντονη φαρμακοποσία. Από τη θέση εκείνη βάδισαν δύο πορείες, επτά παρασάγγες (35-42 χλμ) και έφτασαν στη θάλασσα στην Τραπεζούντα, πολυπληθή ελληνική πόλη στον Εύξεινο Πόντο, αποικία των Σινωπέων στο έδαφος των Κόλχων.
Συμπέρασμα για την Κάθοδο των Μυρίων από τον Ευφράτη μέχρι την Τραπεζούντα
Θεωρείται σχεδόν βέβαιο εδώ και πολύ καιρό, ότι κάτι λείπει από την περιγραφή τού Ξενοφώντος στο τμήμα τής Καθόδου των Μυρίων από τον ποταμό (Δυτικό) Ευφράτη μέχρι την Τραπεζούντα. Μετά τη διέλευση τού Ευφράτη, ο Ξενοφών αναφέρει δύο μόνο ποτάμια, τον Φάσι (Αράξη) και τον Άρπασο, μία πόλη άγνωστης τοποθεσίας (Γυμνιάς) και μια κορυφή βουνού πάνω από την Τραπεζούντα (όρος Θήχης). Καθώς η υπόλοιπη αφήγησή του είναι αναλυτική και γεμάτη τοπογραφικές λεπτομέρειες, τα πράγματα φαίνονταν παράξενα και οι ερευνητές, τουλάχιστον κατά τα τελευταία διακόσια χρόνια, προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τι δεν πήγαινε καλά.
Διάφορες θεωρίες αναπτύχθηκαν στη διάρκεια αυτών των ετών, όπου σημείο εκκίνησης για όλες ήταν ότι μια πόλη Γυμνιάς έπρεπε να βρίσκεται κάπου, σε απόσταση πορείας πέντε ημερών από τα βουνά στα νότια τής Τραπεζούντας. Αρχικά η Γυμνιάς ταυτίστηκε με το Ερζερούμ, στη συνέχεια με τη μικρή πόλη Γκέμερι επί τού Δυτικού Ευφράτη (Kαρασού),143 ύστερα με το Τζίννις, ένα χωριό στην αριστερή όχθη τού Άνω Ευφράτη, έξι περίπου λεύγες από το Ερζερούμ,144 στη συνέχεια, με την Ισπίρ ή Σπερ,145 ύστερα με την πόλη τής Μπαϊμπούρτ,146 ή ακόμη και κάπου στα ανατολικά τού Ερζερούμ.147 Σε αυτή την τελευταία περίπτωση ως όρος Θήχης προτάθηκε μια κορυφή όχι των Ποντικών Άλπεων, αλλά τής οροσειράς Μεστζίτ.148
Αρχαιολογικές έρευνες τής προηγούμενης δεκαετίας δεν μπόρεσαν να αποδείξουν την ύπαρξη σκυθικής πόλης τού 5ου-4ου π.Χ. αιώνα στην περιοχή τής σημερινής Μπαϊμπούρτ και βυζαντινής Βαϊβερδώνος.149 Έχει λοιπόν προταθεί ότι η Γυμνιάς βρισκόταν στη θέση γειτονικής πόλης, τής Γκουμούσχανε.150 Η άποψη αυτή δεν είναι νέα. Έχει πρωτοδιατυπωθεί κατά τον 19ο αιώνα151 και δεν ανατρέπει κατ’ αρχάς τα δεδομένα τής διαδρομής προς Τραπεζούντα μέσω τής κοιλάδας τού Άκαμψι-Άρπασου, με προέλευση τη χώρα των Χαλδίων (Χαλύβων).
Όμως τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά σύμφωνα με πρόταση ότι η διαδρομή των Μυρίων τούς έφερε από τα όρη των Καρδούχων στον Εύξεινο Πόντο πρώτα με βορειοανατολική κατεύθυνση πάνω από τη λίμνη Βαν και το Ερζερούμ, ύστερα με στροφή προς τα δυτικά μέχρι το ύψος τής σημερινής πόλης Ερζιντζάν (τής Ακιλησηνής, τής «βυζαντινής» Κελτζηνής) και από εκεί με βόρεια κατεύθυνση απευθείας στη Γκουμούσχανε, παρακάμπτοντας τη Μπαϊμπούρτ. Η πρόταση αυτή υποστηρίζει ότι ανταποκρίνεται στα σύγχρονα αρχαιολογικά δεδομένα, ενώ ικανοποιεί και την απαίτηση τού βιβλίου ότι οι Μύριοι πρέπει να είχαν βρεθεί κάποια στιγμή κοντά στην έδρα τής σατραπείας, αφού οι γυναίκες στην πηγή είχαν πει στον Χειρίσοφο ότι ο σατράπης δεν βρισκόταν σε εκείνο το χωριό, αλλά έναν παρασάγγη μακριά. Την εποχή εκείνη, όπως ενημερώνουν οι εισηγητές, το Ερζιντζάν ήταν η πρωτεύουσα τής νεοσύστατης 19ης σατραπείας τής Περσικής αυτοκρατορίας, δηλαδή τής Δυτικής Αρμενίας.152
Μειονέκτημα όμως τής πρότασης αυτής είναι ότι ανατρέπει ουσιαστικά τις αποστάσεις που παρέχει το βιβλίο,153 ενώ προϋποθέτει επίσης ότι ο Ξενοφών έχει μπερδέψει τα ονόματα όλων σχεδόν των ποταμών τής περιοχής.154
Έτσι, στη διάρκεια των ετών, οι θέσεις των λαών έχουν μεταφερθεί. Σκύθες έχουν εμφανιστεί στα νότια τής Τραπεζούντας. Καμία εξήγηση δεν έχει δοθεί για την αναφορά τού Ξενοφώντος σε πορεία 35 παρασαγγών (210 χλμ) μέσα στη χώρα των Ταόχων, ούτε για την πορεία 50 παρασαγγών (300 χλμ) στη χώρα των Χαλδίων. Η τελευταία έχει αποδοθεί σε πορεία στη χώρα κάποιων υποθετικών Χαλύβων, που βρίσκονταν όχι μεταξύ Κοτυώρων και Κερασούντας, όπως συνέβαινε, αλλά και στα νοτιοανατολικά τής Τραπεζούντας. Η Γυμνιάς έπρεπε να εντοπιστεί είτε στην περιοχή τής Μπαϊμπούρτ ή στη γειτονική περιοχή τής Γκουμούσχανε και ως εκ τούτου όλα τα έθνη τής ανατολικής Ανατολίας που αναφέρονται σε αυτό το μέρος τής Κύρου Ανάβασης τού Ξενοφώντος έπρεπε να χωρέσουν σε μικρή σχετικά περιοχή, το ένα δίπλα στο άλλο, στην πραγματικότητα το ένα πάνω στο άλλο: Χάλυβες, Σκυθηνοί, Μάκρωνες, Δρίλες, Κόλχοι, καθώς και οι μη κατονομαζόμενοι από τον Ξενοφώντα εχθροί των Σκυθηνών, μεταξύ Σκυθηνών και Μακρώνων. Έτσι κι αλλιώς επρόκειτο για πορεία πέντε ημερών από την πόλη Γυμνιάς στο όρος Θήχης και αυτή έπρεπε να επιτυγχάνεται.
Σχεδόν τα πάντα έχουν προταθεί, εκτός από το προφανές: Ότι ο Ξενοφών, φιλόσοφος, ιστορικός, συγγραφέας και στρατιωτικός ηγέτης, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, παρά να περιγράψει όλα τα τοπωνύμια και όλες τις τοπικές φυλές με τα σωστά τους ονόματα και στις σωστές τους θέσεις. Διαφορετικά, αργά ή γρήγορα, το βιβλίο του θα αποδεικνυόταν εντελώς αναξιόπιστο, καταστρέφοντας κάθε πτυχή τής φήμης που είχε αποκτήσει μέχρι τότε. Έτσι ο Ξενοφών περιέγραψε και προσδιόρισε σωστά κάθε ποτάμι και κάθε λαό τής περιοχής, από τον ποταμό Ευφράτη μέχρι την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) στη σημερινή Αρμενία. Από εκεί όμως πηδάει στο όρος Θήχης και στη χώρα των Μακρώνων στα νότια τής Τραπεζούντας, με μία μόνο και σκόπιμα λανθασμένη παρατήρηση, ότι η απόσταση αυτή διανύθηκε με πορεία πέντε ημερών.
Πέρα από οποιεσδήποτε δικαιολογίες, η άφιξη στην πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) στην Αρμενία, μακριά από οποιαδήποτε παραθαλάσσια πόλη τού Ευξείνου Πόντου, οφειλόταν προφανώς σε λάθος. Έτσι ο Ξενοφών αποφάσισε να παραλείψει την αφήγηση αυτού τού σκέλους τής Καθόδου των Μυρίων, κρίνοντας ότι δεν θα έκανε καλό, αν περιέγραφε στην αφήγησή του, είτε ότι υπό τη συνδυασμένη ηγεσία του οι Μύριοι οδηγήθηκαν από λάθος τόσο ανατολικά, ή ότι για τον έναν ή τον άλλο λόγο, δηλαδή είτε λόγω απροθυμίας τού στρατού ή λόγω αντιμετώπισης ανυπέρβλητου πολιτικού ή στρατιωτικού εμπόδιου, δεν κατάφεραν να φτάσουν στον επιθυμητό προορισμό τους, δηλαδή στη Φάση τής Κολχίδας. Ωστόσο, εκτός από περήφανος στρατιωτικός ηγέτης, ο Ξενοφών ήταν επίσης φιλόσοφος, ιστορικός και ταλαντούχος συγγραφέας. Πρόθεσή του δεν ήταν να πει ψέματα, αλλά να παραλείψει από την εξιστόρησή του αυτών των ασυνήθιστων γεγονότων ένα δυσάρεστο συμβάν, η ανάμνηση τού οποίου θα έβλαπτε όχι μόνο τον ίδιο προσωπικά, αλλά και τούς Μυρίους συλλογικά και τούς Έλληνες ως οντότητα, οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να χτίζουν πάνω στον θρύλο αυτής τής εκστρατείας.
Ας θυμηθούμε τις χρονολογίες. Η Κύρου Ανάβαση ολοκληρώθηκε από τον Ξενοφώντα γύρω στο 370 π.Χ. Δέκα χρόνια νωρίτερα, προς το τέλος τού καλοκαιριού τού 380 π.Χ.,155 ο Ισοκράτης είχε γράψει στον Πανηγυρικό του, όπως προαναφέραμε, ότι δεν υπήρχε λόγος να φοβάται κανείς ούτε τον στρατό που ακολουθούσε τον βασιλιά, ούτε το θάρρος των Περσών, όπως απέδειξαν ολοφάνερα εκείνοι που είχαν ανεβεί στην Περσία μαζί με τον Κύρο, οι οποίοι, μη έχοντας ξεκινήσει για απλή λεηλασία ή για την κατάληψη χωριού, αλλά έχοντας εκστρατεύσει εναντίον τού ίδιου τού βασιλιά, κατέβηκαν μέχρι τη θάλασσα με μεγαλύτερη ασφάλεια από εκείνους που πήγαιναν σε πρεσβείες φιλίας στην αυλή του.156
Έτσι ο Ξενοφών απέκρυψε το δυσάρεστο με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε, αλλά χωρίς να διακυβεύεται η ακεραιότητα τής συνολικής του αφήγησης. Με εξαίρεση τη συγκεχυμένη αναφορά, στην οποία αναφερθήκαμε, πριν από τη συνάντηση με τούς Μάκρωνες, πουθενά στην Κύρου Ανάβαση δεν υπονοείται ότι υπήρχαν Σκύθες στις περιοχές τής Μπαϊμπούρτ ή τής Γκουμούσχανε. Αντίθετα, στην προτελευταία παράγραφο τού έργου του, όπου συνοψίζει όλους τούς λαούς που συνάντησαν οι Μύριοι κατά την Ανάβαση και την Κάθοδο, είτε διοικούμενους από Πέρσες σατράπες είτε αυτόνομους, ο Ξενοφών αναφέρει όλους τούς λαούς αλλά παραλείπει τούς Σκυθηνούς. Προτείνουμε ότι σκοπίμως απουσιάζει αυτός ο λαός, επειδή βρισκόταν στη σημερινή Αρμενία και επειδή ο Ξενοφών είχε αποφασίσει να παραλείψει από την περιγραφή του αυτό το σκέλος τής Καθόδου των Μυρίων.
Παραλείποντας την πορεία από το αρμενικό Γκυουμρί (Γυμνιάς) προς το όρος Θήχης πάνω από την Τραπεζούντα, ο Ξενοφών άφησε χωρίς όνομα τούς εχθρούς των Σκυθηνών, τούς οποίους οι ερευνητές, έχοντας τοποθετήσει τούς Σκυθηνούς στις περιοχές τής Μπαϊμπούρτ ή τής Γκουμούσχανε, προσπαθούσαν να τακτοποιήσουν κάπου εκεί κοντά. Ωστόσο ο Ξενοφών δεν παρέλειψε εντελώς το όνομα αυτών των εχθρών από την περιγραφή του, επειδή στην ίδια καταληκτική παράγραφο τού έργου του αναφέρει τον λαό των Εσπεριτών, ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά στην τελευταία σελίδα τού βιβλίου του και όχι τυχαία. Γιατί αν είχε αναφέρει νωρίτερα στην αφήγησή του τούς Εσπερίτες, ένα λαό που ταυτίζεται με τούς Σάσπειρες και βρισκόταν γύρω από την αρχαία Σπερ (σήμερα Ισπίρ) στην κοιλάδα τού ποταμού Άκαμψι (Τσορούχ) στα ανατολικά τής Μπαϊμπούρτ, τότε θα γινόταν σαφές ότι οι Σκυθηνοί βρίσκονταν ακόμη πιο ανατολικά, αφού ο οδηγός των Σκυθηνών οδήγησε τούς Μυρίους να καταστρέψουν τα εδάφη αυτών των εχθρών στον δρόμο τους προς το όρος Θήχης.
Έτσι ο Ξενοφών, αποκρύπτοντας αυτό που είχε αποφασίσει να κρύψει, έχει προσφέρει στους αναγνώστες του αρκετή βοήθεια, ώστε να καταλάβουν αυτό που είχε συμβεί πραγματικά και το οποίο απεικονίζεται στον Χάρτη 4.13.
Χάρτης 4.13: Πρώτη προσέγγιση προτεινόμενης διαδρομής τής Καθόδου των Μυρίων από τούς Καρδούχους στην Τραπεζούντα, με όλα τα ονόματα ποταμών στη σωστή θέση και λαμβάνοντας υπόψη όλους τούς παρασάγγες τού Ξενοφώντος
O Ξενοφών έχει προσφέρει ακόμη και εκτενή περιγραφή των συζητήσεων στα Κοτύωρα για την επιθυμία του να οδηγήσει τον στρατό στην κολχική Φάση. Ξαναδιαβάζοντας το πρωτότυπο κείμενο με τα επιχειρήματά του γιατί δεν ήταν δυνατό να παραπλανήσει αυτός δέκα χιλιάδες πολεμιστές και επανεξετάζοντας την επιμονή των στρατιωτών να μην προχωρήσουν προς τη Φάση (Ανάβ. 5.7.5-10), ο αναγνώστης θα καταλήξει πιθανότατα στο ίδιο συμπέρασμα: ο στρατός δεν ήθελε να προσπαθήσει και πάλι να ταξιδέψει προς την Φάση τής Κολχίδας, λόγω των προβλημάτων που είχε αντιμετωπίσει σε προηγούμενη προσπάθειά του.
Οι ερευνητές έχουν εδώ και πολύ καιρό παρατηρήσει τις ομοιότητες μεταξύ των ονομάτων Γκυουμρί και Γυμνιάς καθώς και την ύπαρξη ενός ποταμού Άρπασου στην περιοχή τού Γκυουμρί.157 Όμως η πιθανότητα αυτή έχει απορριφθεί, κυρίως επειδή δεν ήταν με κανένα τρόπο εφικτή μια πορεία πέντε ημερών, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, από τη σημερινή βορειοδυτική Αρμενία μέχρι τα βουνά πάνω από την Τραπεζούντα. Η κατά τα άλλα πολύ πιο φτωχή περιγραφή τού Διόδωρου Σικελιώτη έχει προσφέρει τρία επιχειρήματα. Στα δύο από αυτά αναφερθήκαμε ήδη: Πρώτον, επιβεβαιώνει ότι οι Χάλυβες τού Ξενοφώντος δίπλα στο ποταμό Άρπασο ήσαν πράγματι Χάλδιοι και δεύτερον, παρέχει την εναλλακτική λύση πορείας δεκαπέντε ημερών από την πόλη Γυμνιάς μέχρι το όρος Θήχης, που βάζει τα πάντα στη θέση τους.
Ας σημειωθεί ότι η αναφορά τού Ξενοφώντος σε Χάλυβες και όχι Χαλδίους ως άμεσους γείτονες των Ταόχων και των Φασιανών ίσως είναι σκόπιμη, προκειμένου να συγκαλύψει κάπως τη διαδρομή προς την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) στην Αρμενία. Όμως ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, ο Ξενοφών έχει προσφέρει υπαινιγμούς, καταγράφοντας τούς Χαλδίους ως Χαλδαίους τρεις φορές. Αρχικά ως αντιτιθέμενους μαζί με Αρμενίους και Μάρδους στη διέλευση των Ελλήνων από τον ποταμό Κεντρίτη (Ανάβ. 4.3.4). Επίσης στην προτελευταία παράγραφο τής Κύρου Ανάβασης, όπου καταγράφει τούς λαούς που συνάντησαν οι Μύριοι (Ανάβ. 8.7.25). Κυρίως όμως σε ένα ενδιάμεσο σημείο, που δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το τι πραγματικά εννοεί. Ο Ξενοφών λοιπόν, απευθυνόμενος αργότερα στους πρέσβεις τής Σινώπης στα Κοτύωρα, λέει (Ανάβ. 5.5.17):
«Φυλές όπως οι Καρδούχοι, οι Τάοχοι και οι Χάλδιοι (Χαλδαίοι), αν και δεν ήσαν υπήκοοι τού μεγάλου βασιλιά, υπήρξαν φοβεροί εχθροί. Τούς υποτάξαμε με τα όπλα μας, εξαιτίας τής ανάγκης να προμηθευτούμε τα απαραίτητα, επειδή αρνήθηκαν να μάς παράσχουν αγορά».
Προφανώς αναφέρεται στους γείτονες των Ταόχων τούς οποίους στην αντίστοιχη ενότητα αποκαλεί Χάλυβες, γιατί σε κανένα άλλο σημείο τής Κύρου Ανάβασης δεν εμφανίζονται Χαλδαίοι (Χάλδιοι) σε σχέση με την «καθυπόταξη φοβερών εχθρών, εξαιτίας τής ανάγκης να προμηθευτούμε τα απαραίτητα».
Η περιγραφή τού Διόδωρου Σικελιώτη παρέχει και ένα τρίτο επιχείρημα, το οποίο θα συζητήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο, στη χρονολόγηση τής Κύρου Ανάβασης. Εδώ αναφέρουμε απλώς εκείνο που έχουν επισημάνει οι ερευνητές εδώ και πολλά χρόνια: από τη μια πλευρά ο Ξενοφών παρέχει συνολικούς χρόνους σε δύο σημεία: Όταν βρίσκονταν στα Κοτύωρα, γράφει ότι η κάθοδος από τη μάχη τής Βαβυλώνας μέχρι τα Κοτύωρα κράτησε οκτώ μήνες (Ανάβ. 5.5.4). Επίσης στην καταληκτική φράση τού βιβλίου του λέει ότι η χρονική διάρκεια ανάβασης και κατάβασης (δηλαδή το ταξίδι Έφεσος-Σάρδεις-Κούναξα-Τραπεζούς-Κοτύωρα) ήταν ένα έτος και τρεις μήνες (Ανάβ. 7.8.26). Από την άλλη όμως πλευρά, όταν γίνεται προσπάθεια να ελεγχθούν οι παραπάνω δύο συνολικοί χρόνοι ως αθροίσματα τής διάρκειας των επιμέρους διανύσεων και σταθμεύσεων που αναφέρονται στο βιβλίο, προκύπτει έλλειμμα ενός μηνός. Πρόκειται ουσιαστικά για τις δεκαεννέα κατά Διόδωρο επιπλέον ημέρες στάθμευσης (4 στον ποταμό Αράξη και 15 σε Χάους και Φασιανούς, βλέπε πιο πάνω Πίνακα 4.9), οι οποίες δεν αναφέρονται από τον Ξενοφώντα, καθώς και για τις 10 επιπλέον ημέρες πορείας από την πόλη Γυμνιάς προς το όρος Θήχης. Όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, οι ημέρες αυτές, αν ληφθούν υπόψη, κλείνουν χωρίς κενά τη χρονολόγηση τού βιβλίου, όπως ακριβώς κλείνουν και οι διανύσεις σε παρασάγγες με τη βοήθεια τού κειμένου τού Διόδωρου.
Ο Ξενοφών λοιπόν έχει τοποθετήσει και έχει πει σχεδόν τα πάντα σωστά. Όλα τα ονόματα των ποταμών που αναφέρει βρίσκονται στη σωστή θέση και ανήκουν στους ποταμούς που γνωρίζουμε: Τίγρης είναι ο ανατολικός κλάδος τού Τίγρη. Κεντρίτης είναι ο Μποτάν. Τηλεβόας είναι ο Μουράτ ή Ανατολικός Ευφράτης. Ευφράτης είναι ο Δυτικός Ευφράτης ή Φρατ/Καρασού. Φάσις είναι ο Αράξης (Αράς), γιατί αυτό ήταν ένα από τα ονόματά του στην αρχαιότητα. Τέλος Άρπασος είναι ο Άρπα. Όλα οι λαοί που αναφέρει βρίσκονται στη σωστή θέση και φέρουν τα ονόματα που γνωρίζουμε: Καρδούχοι, Μάρδοι, Χάλδιοι, Αρμένιοι, Φασιανοί, Τάοχοι, Σκύθες, Σάσπειρες (Εσπερίτες), Μάκρωνες, Κόλχοι. Όντας πολύ καλός στο γράψιμο, χάρισμα για το οποίο θαυμάζεται συνεχώς στη διάρκεια των τελευταίων εικοσιπέντε αιώνων, ο Ξενοφών κατόρθωσε να κρύψει το ανεπιθύμητο αλλάζοντας ουσιαστικά μια λέξη, δηλαδή αντικαθιστώντας τη λέξη δεκαπέντε (πεντεκαίδεκα) με τη λέξη πέντε. Άφησε τούς ανθρώπους να αναρωτιούνται επί αιώνες. Το αποτέλεσμα, η νίκη επί των Περσών και η διάλυση τής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, δικαιολόγησε την απόφασή του. Ο Δίων Χρυσόστομος (40–120 μ.Χ.), όπως είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο, είχε μάλλον συνειδητοποιήσει πολύ νωρίς αυτό που μάς πήρε αιώνες να καταλάβουμε:158
«Εκεί θα βρει κανείς επίσης … τον τρόπο εξαπάτησης αφενός των εχθρών για να τούς βλάψει και αφετέρου των φίλων για δικό τους όφελος. … Για όλα αυτά το έργο τού Ξενοφώντος δίνει επαρκείς πληροφορίες».
Τμήμα Πέμπτο: Από την Τραπεζούντα στο Βυζάντιο, τη Θράκη και την Πέργαμο
Κάπου εδώ τελειώνει η διάσημη ιστορία τής Κύρου Ανάβασης και τής Καθόδου των Μυρίων, αλλά η συγγραφή τού Ξενοφώντος βρίσκεται περίπου στη μέση. Απομένουν ακόμη τρία από τα επτά συνολικά βιβλία. Πολλές μεταφράσεις τού έργου σταματούν στο τέλος τού τέταρτου βιβλίου.
Όσα γίνονται από εδώ και πέρα δεν είναι καθόλου ηρωικά. Αντιστοιχούν στη συμπεριφορά μισθοφορικού στρατού, κάθε μισθοφορικού στρατού, όταν βλέπει να πλησιάζει στην πατρίδα μέσα από μύριες κακουχίες, έχοντας χάσει από καιρό τον εργοδότη του, δηλαδή την προοπτική πληρωμής για τις μισθοφορικές του υπηρεσίες και αναζητά επίμονα να «βγάλει κάτι» και να μη γυρίσει στην πατρίδα με άδεια χέρια. Ας ακολουθήσουμε όμως την πορεία των Μυρίων μέχρι το τέλος του βιβλίου.
Ο Πίνακας 4.14 συνοψίζει το τελευταίο κομάτι τού ταξιδιού από την Τραπεζούντα στο Βυζάντιο, τη Θράκη και την Πέργαμο.
Πίνακας 4.14: Κάθοδος των Μυρίων από την Τραπεζούντα στο Βυζάντιο, τη Θράκη και την Πέργαμο |
|||||
---|---|---|---|---|---|
Τοποθεσία |
Αριθμός |
Παρα- |
Χιλιόμετρα |
Ημέρες |
Παρά- |
Στην Τραπεζούντα |
|
|
|
|
|
Στην Κερασούντα |
3 |
– |
– |
10 |
5.3.2 |
Στα σύνορα των Μοσσυνοίκων |
1 |
– |
– |
– |
5.4.1 |
Μάχες με τούς Μοσσυνοίκους |
|
|
|
5.4.2-30 |
|
Στη χώρα των Μοσσυνοίκων |
8 |
|
|
|
5.5.1 |
Στους Χάλυβες |
|
|
|
5.5.1 |
|
Στους Τιβαρηνούς και τα Κοτύωρα |
2 |
|
|
45 |
5.5.2-3 |
Από τα Κοτύωρα στη Σινώπη |
1 |
με πλοία |
|
6.1.14 |
|
Στη Σινώπη |
|
|
5 |
6.1.17 |
|
Από τη Σινώπη στην Ηράκλεια |
2 |
με πλοία |
|
6.2.1 |
|
Στην Ηράκλεια Ποντική |
|
|
|
6.2.2-19 |
|
Πορεία τριών τμημάτων στη Βιθυνία |
|
|
|
6.3 |
|
Στον Λιμένα Κάλπης |
|
|
|
6.4 |
|
Σύγκρουση με στρατό τού Φαρνάβαζου |
|
|
|
6.5 |
|
Από την Κάλπη στη Χρυσούπολη |
|
|
|
6.6 |
|
Πέρασμα στο Βυζάντιο |
|
|
|
7.1 |
|
Διαπραγματεύσεις Ελλήνων με Σεύθη |
|
|
|
7.2 |
|
Με τον Σεύθη στο Δέλτα τής Θράκης |
|
|
|
7.3 |
|
Με τον Σεύθη στη χώρα των Θυνών |
|
|
|
7.4 |
|
Με τον Σεύθη στη Σαλμυδησσό |
|
|
|
7.5 |
|
Οι Σπαρτιάτες ζητούν τούς Έλληνες |
|
|
|
7.6-7 |
|
Πέρασμα στην Ασία. Στην Πέργαμο |
|
|
|
7.8 |
Έμειναν τριάντα περίπου ημέρες στην Τραπεζούντα (σήμερα Τράμπζον), που ήταν «πολυάνθρωπη ελληνική πόλη στον Εύξεινο Πόντο, αποικία των Σινωπέων στη χώρα των Κόλχων». Ήσαν δέκα περίπου χιλιάδες, ίσως περισσότεροι από τον ελληνικό πληθυσμό τής Τραπεζούντας. Εγκαταστάθηκαν λοιπόν στα χωριά των Κόλχων έξω από την πόλη και με αφετηρία αυτά «ρήμαζαν ολόκληρη την Κολχίδα».159 Οι Τραπεζούντιοι τούς εφοδίασαν με αγορά, τούς φιλοξένησαν και τούς έδωσαν δώρα.
Οι Έλληνες έκαναν τώρα τη θυσία που είχαν τάξει ότι θα έκαναν μόλις έφταναν σε φιλική χώρα (Ανάβ. 3.2.9), ενώ οργάνωσαν και γυμναστικούς αγώνες.
Έστειλαν τον Σπαρτιάτη Χειρίσοφο με πλοίο των Τραπεζουντίων να βγει από τον Εύξεινο και τον Βόσπορο και να αναζητήσει πλοία για τη μεταφορά τους στο Βυζάντιο, το οποίο κατείχαν οι Σπαρτιάτες. Πήραν και πλοίο με πενήντα κουπιά από τούς Τραπεζούντιους, τη διοίκηση τού οποίου ανέθεσαν στον Σπαρτιάτη Δέξιππο, με σκοπό να συγκεντρώσει πλοία. Αυτός όμως απέδρασε με το πλοίο έξω από τον Πόντο. Πήραν κι άλλο πλοίο από τούς Τραπεζούντιους με τριάντα κουπιά, για την προσωρινή κατάσχεση περαστικών εμπορικών πλοίων, με στόχο τη συγκέντρωση επαρκούς αριθμού για τη μεταφορά τους.
Έκαναν επιδρομές για προμήθειες, άλλοτε πετυχαίνοντας, άλλοτε όχι. Ύστερα από κάποια στιγμή δεν ήταν πια δυνατό να αρπάζουν προμήθειες βγαίνοντας από το στρατόπεδο κι επιστρέφοντας αυθημερόν. Έτσι ο Ξενοφών, με Τραπεζούντιους οδηγούς, οδήγησε τον μισό στρατό εναντίον των Δριλών στα υψώματα (Ανάβ. 5.2.1). Επειδή ο Χειρίσοφος δεν ερχόταν, επειδή τα διαθέσιμα πλοία δεν ήσαν αρκετά και επειδή ήταν αδύνατο πια να βρίσκουν προμήθειες, αποφάσισαν να αναχωρήσουν από την Τραπεζούντα. Ανέβασαν στα πλοία τούς αρρώστους, τούς πάνω από σαράντα ετών, τα παιδιά και τις γυναίκες. Οι υπόλοιποι πορεύονταν και έφτασαν την τρίτη μέρα στην Κερασούντα, «ελληνική παραθαλάσσια πόλη, αποικία τής Σινώπης στη χώρα των Κόλχων» (βλέπε Χάρτη 4.14).
Χάρτης 4.14: Από την Τραπεζούντα στην Κερασούντα και τα Κοτύωρα
Σταμάτησαν εκεί για δέκα ημέρες. Μέτρησαν τούς ενόπλους και τούς βρήκαν οκτώ χιλιάδες εξακόσιους. Τόσοι είχαν διασωθεί στην πορεία από τα Κούναξα μέχρι εδώ. Ορισμένοι Έλληνες έκαναν επιδρομές σε φιλικά χωριά πάνω από την Κερασούντα (Ανάβ. 5.7.13).
Από την Κερασούντα συνέχισαν την πορεία τους, η ίδια μερίδα μεταφερόμενη με τα πλοία των Τραπεζουντίων όπως και πριν και οι υπόλοιποι βαδίζοντας στη στεριά, φτάνοντας στα σύνορα των Μοσσυνοίκων. Τούς Μοσσυνοίκους μνημονεύει ο Ηρόδοτος, όπως αναφέραμε ήδη, μεταξύ των λαών που συμμετείχαν με στράτευμα στην εκστρατεία τού Ξέρξη εναντίον τής Ελλάδας. Ο Απολλώνιος Ρόδιος (300-245 π.Χ.), που έγραψε ποίημα για την Αργοναυτική εκστρατεία, λέει γι’ αυτούς:160
Οι Μοσσύνοικοι που ακολουθούν,
κατοικούν στην καλοδασωμένη ενδοχώρα
και στα μέρη κάτω από τα βουνά,
έχοντας χτίσει σε πύργους από δέντρα
τα ξύλινα σπίτια και τούς καλοφτιαγμένους πύργους,
τούς οποίους ονομάζουν μόσσυνες,
λέξη από την οποία πήρε και ο λαός το όνομα.161
Οι Μοσσύνοικοι τούς αρνήθηκαν διέλευση. Οι Έλληνες συμμάχησαν με τούς δυτικούς Μοσύννοικους εναντίον των ανατολικών, τούς νίκησαν, τούς λεηλάτησαν και πορεύτηκαν οκτώ ημέρες μέσα από τη χώρα τους φτάνοντας στους Χάλυβες. Προφανώς αυτοί οι Χάλυβες, που «ήσαν ολιγάριθμοι και υπήκοοι των Μοσσυνοίκων» (Ανάβ. 5.5.1), δεν έμοιαζαν με τούς άλλους Χάλυβες τού Ξενοφώντος, τούς Χαλδίους τής Αρμενίας, που ήσαν καλά εξοπλισμένοι και τολμηροί πολεμιστές. Περνώντας χωρίς προβλήματα από τούς Χάλυβες έφτασαν στους Τιβαρηνούς. Ο Απολλώνιος γράφει με αντίστροφη σειρά (από δυτικά προς τα ανατολικά):162
Εδώ, στην πεδιάδα τού Δοίαντος και κοντά σε αυτήν,
βρίσκονται οι τρεις πόλεις των Αμαζόνων,
ενώ μετά από αυτές υπάρχουν οι Χάλυβες,
οι πιο εξαθλιωμένοι άνθρωποι,
που κατέχουν τραχύ έδαφος και άγονη γη
και ασχολούνται με τη σιδηρουργία.
Κοντά σε αυτούς κατοικούν οι Τιβαρηνοί,
πλούσιοι σε πρόβατα,
πέρα από το ακρωτήριο Γενέτες τού Ευξείνου Δία.163
Η χώρα των Τιβαρηνών ήταν πολύ πιο πεδινή, τα φρούριά τους βρίσκονταν στην ακτή και ήσαν λιγότερο ισχυρά. Οι στρατηγοί ήθελαν να επιτεθούν σε αυτά τα μέρη, «ώστε η στρατιά να επωφεληθεί κάτι» (Ανάβ. 5.5.2). Δεν δέχθηκαν τα δώρα φιλοξενίας που προσφέρθηκαν από τούς Τιβαρηνούς. Ύστερα από πολλές άκαρπες προσπάθειες οι μάντεις τελικά ανήγγειλαν ότι οι θεοί δεν πρότειναν σε καμία περίπτωση πόλεμο. Τότε δέχθηκαν τα δώρα και πορευόμενοι πια μέσω φιλικής χώρας έφτασαν σε δύο ημέρες στα Κοτύωρα.
Τα Κοτύωρα (σήμερα Ορντού), «ελληνική πόλη, αποικία τής Σινώπης, που βρισκόταν στη χώρα των Τιβαρηνών» (5.5.3), ήταν παραθαλάσσια πόλη μεταξύ Κερασούντας και Σινώπης. Εκεί οι Έλληνες έμειναν σαρανταπέντε ημέρες. Προμήθειες έπαιρναν εν μέρει από την Παφλαγονία και εν μέρει από τα κτήματα των Κοτυωριτών, οι οποίοι δεν τούς παρείχαν αγορά, ούτε δέχονταν τούς αρρώστους εντός των τειχών τους. Στο μεταξύ έφτασαν πρέσβεις από τη Σινώπη, φοβούμενοι όχι μόνο για τούς Κοτυωρίτες και την πόλη τους, η οποία ανήκε στη Σινώπη και τούς πλήρωνε φόρους, αλλά και για την ύπαιθρο, η οποία, όπως είχαν ακούσει, λεηλατιόταν. Ύστερα από την επίσκεψη των Σινωπέων πρέσβεων και τις αμοιβαίες εξηγήσεις, οι Κοτυωρίτες έστειλαν δώρα φιλοξενίας, ενώ οι στρατηγοί των Ελλήνων φιλοξένησαν τούς πρέσβεις των Σινωπέων και προχώρησαν μαζί τους σε διαβουλεύσεις για την περαιτέρω πορεία (5.6.1).
Από τις συζητήσεις προέκυψε ότι η πεζή πορεία μεταξύ Κοτυώρων και Σινώπης ήταν πρακτικά αδύνατη, επειδή προϋπέθετε τη διάβαση τεσσάρων ποταμών, τού Θερμώδοντος, τού Ίρι, τού Άλυ και τού Παρθένιου, καθώς και την αντιμετώπιση των στρατιωτικά ισχυρών Παφλαγόνων. Δέχθηκαν λοιπόν να τούς προωθήσουν οι Σινωπείς με πλοία από τα Κοτύωρα στη Σινώπη.
Μόλις οι Έλληνες έκριναν ότι είχε φτάσει επαρκής αριθμός πλοίων από τη Σινώπη, επιβιβάστηκαν κι έπλευσαν ημέρα και νύχτα με ευνοϊκό άνεμο, έχοντας στα αριστερά τους την Παφλαγονία (βλέπε Χάρτη 4.15).
Χάρτης 4.15: Από τα Κοτύωρα στη Σινώπη και την Ηράκλεια
Την επόμενη μέρα έφτασαν στη Σινώπη (σήμερα Σινόπ) και αγκυροβόλησαν στον όρμο τής Αρμένης. Οι Σινωπείς «κατοικούσαν στην Παφλαγονία, αλλά ήσαν άποικοι των Μιλησίων» (6.1.15). Έστειλαν δώρα φιλοξενίας στους Έλληνες. Εδώ ήλθε και ο Χειρίσοφος έχοντας τριήρη, αλλά μη έχοντας κατορθώσει να φέρει άλλα πλοία.
Στην Αρμένη έμειναν πέντε ημέρες. Ύστερα σήκωσαν άγκυρα στα πλοία πάντοτε των Σινωπέων και πλέοντας για δυο ημέρες κατά μήκος τής ακτής έφτασαν στην Ηράκλεια Ποντική (σήμερα Καραντενίζ Ερεγλί), «ελληνική πόλη και αποικία των Μεγαρέων στη χώρα των Μαριανδυνών» (6.2.1) και αγκυροβόλησαν κοντά στην Αχερουσιάδα Χερσόνησο. Ο Απολλώνιος γράφει:164
Από εκεί πρέπει να στρίψεις λίγο μέσα στη θάλασσα
και να οδηγήσεις το πλοίο στην ακτή των Μαριανδυνών,
που βρίσκονται απέναντι.
Εδώ υπάρχει κάθοδος στην κατοικία τού Άδη
και το ακρωτήριο τής Αχερουσίας εκτείνεται ψηλά,
ενώ ο Αχέροντας που στροβιλίζεται
βρίσκει τον δρόμο του κάτω,
ακόμη και μέσα από το ακρωτήριο,
στέλνοντας τα νερά του μπροστά από τεράστια χαράδρα.
Κοντά σε αυτήν θα πλεύσεις δίπλα από πολλούς
λόφους των Παφλαγόνων, επί των οποίων
πρώτος βασίλευσε ο Πέλοψ από την Ενέτη
και καυχώνται ότι κατάγονται από το αίμα του.165
Εδώ ο Ξενοφών, περιγράφοντας σκηνή πάνω από το πλοίο, γράφει ότι έβλεπαν την Ιασωνία ακτή, όπου λέγεται ότι αγκυροβόλησε η Αργώ και κατόπιν τα στόμια των ποταμών, πρώτα τού Θερμώδοντα, ύστερα τού Ίρι, κατόπιν τού Άλυ και ύστερα από αυτόν τού Παρθένιου. Όταν πέρασαν κι αυτόν, έφτασαν στην Ηράκλεια (Ανάβ. 6.2.1). Προφανώς δεν είδαν τότε τα στόμια των ποταμών Θερμώδοντος (Τέρμε), Ίρι (Γεσιλιρμάκ, «πράσινου ποταμού») και Άλυ (Κιζιλιρμάκ, «κόκκινου ποταμού»), οι οποίοι χύνονται στον Εύξεινο Πόντο ανατολικά τής Σινώπης. Ίσως τα είχαν δει πιο πριν, πάνω στα πλοία των Σινωπέων, ταξιδεύοντας μεταξύ Κοτυώρων και Αρμένης. Το στόμιο όμως τού Παρθένιου ποταμού μπορούσαν να το δουν εκεί, αφού ο Παρθένιος (Μπαρτίν) εκβάλλει στον Εύξεινο Πόντο μεταξύ Σινώπης και Ηράκλειας. Οι Ηρακλειώτες έστειλαν δώρα φιλοξενίας στους Έλληνες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν για το υπόλοιπο τού ταξιδιού, αν δηλαδή θα χρειαζόταν να βγουν από τον Πόντο διά ξηράς ή διά θαλάσσης. Όσο πλησίαζαν στην Ελλάδα, τόσο εντεινόταν η επιθυμία τους να μη φτάσουν στην πατρίδα με άδεια χέρια. Πήγαν στους Ηρακλειώτες και απαίτησαν χρήματα. Εκείνοι είπαν ότι θα συσκεφθούν, μάζεψαν αμέσως τα ζώα και τα αγαθά τους από τούς αγρούς, διέλυσαν την αγορά και τη μετέφεραν μέσα, έκλεισαν τις πύλες και εμφανίστηκαν ένοπλοι στα τείχη (Ανάβ. 6.2.8).
Οι Έλληνες έπεσαν σε διχόνοια και το στράτευμα χωρίστηκε στα τρία. Οι Πελοποννήσιοι (Αρκάδες και Αχαιοί) εξέλεξαν δικούς τους στρατηγούς και αποφάσισαν να προχωρήσουν μόνοι. Οι Σπαρτιάτες επίσης. Ο Ξενοφών και οι υπόλοιποι, δύο περίπου χιλιάδες, ήσαν το τρίτο ελληνικό τμήμα. Οι Πελοποννήσιοι διαπραγματεύθηκαν με τούς Ηρακλειώτες, πήραν πλοία και αποβιβάστηκαν από την Ηράκλεια στον Λιμένα Κάλπης, στα μισά τής απόστασης μεταξύ Ηράκλειας και Βυζαντίου. Οι Σπαρτιάτες προχώρησαν πεζή προς τα δυτικά από την Ηράκλεια πλάι στην ακτή. Διέβησαν με κάποιον τρόπο τον Σαγγάριο ποταμό, που χύνεται στον Εύξεινο Πόντο μεταξύ Ηράκλειας και Λιμένα Κάλπης, αλλά ο Ξενοφών δεν ήταν παρών, δεν γνωρίζει και δεν μάς λέει τίποτε γι’ αυτό. Τέλος ο ίδιος και το τμήμα του, αφού πήραν πλοία από την Ηράκλεια, αποβιβάστηκαν στα όρια Ασιατικής Θράκης και Ηρακλειώτιδας, προφανώς δυτικότερα των εκβολών τού Σαγγάριου και πορεύτηκαν μέσα από την ενδοχώρα. Ακολούθησε επίθεση των Πελοποννησίων σε χωριά τής Βιθυνίας και επίθεση εναντίον τους από τούς Βιθυνούς Θράκες. Οι Πελοποννήσιοι σώθηκαν χάρη στην παρέμβαση τού σώματος τού Ξενοφώντος και τα τρία τμήματα επανενώθηκαν τελικά στον Λιμένα Κάλπης, που είναι σχετικά ερημικός ακόμη και σήμερα τόπος (Κέρπε Λιμάνι). Ακολούθησαν νέες απώλειες για τούς Έλληνες, όταν βγήκαν για προμήθειες στα χωριά τής Βιθυνίας στην ενδοχώρα τού Λιμένα Κάλπης, αλλά αργότερα νίκησαν στην ενδοχώρα, όπου είχαν βγει για να θάψουν τούς νεκρούς, στρατό τού Πέρση σατράπη τής περιοχής Φαρνάβαζου, καθώς και των υποτελών του Βιθυνών. Τελικά έφτασε στον Λιμένα Κάλπης ο Σπαρτιάτης κυβερνήτης τού Βυζαντίου Κλέανδρος με δύο πολεμικές τριήρεις, αλλά χωρίς άλλα πλοία για τη μεταφορά των Ελλήνων. Έτσι το στράτευμα πορεύτηκε στη Βιθυνία από τον Λιμένα Κάλπης, φτάνοντας στη Χρυσούπολη τού Βοσπόρου, το σημερινό Ουσκουντάρ (το Σκουτάρι των Βυζαντινών) απέναντι από το Βυζάντιο.
Ο σατράπης τής Ελλησποντιακής Φρυγίας Φαρνάβαζος, που φοβόταν μήπως ο στρατός αναλάβει εκστρατεία εναντίον τής σατραπείας του, έστειλε μήνυμα στον Σπαρτιάτη σύμμαχό του ναύαρχο Αναξίβιο, που τύχαινε να βρίσκεται στο Βυζάντιο και τον παρακάλεσε να περάσει τον στρατό από την ασιατική στην ευρωπαϊκή ακτή τού Βοσπόρου. Ο Αναξίβιος έστειλε να καλέσουν τούς στρατηγούς και τούς λοχαγούς στο Βυζάντιο και υποσχέθηκε ότι αν περνούσαν το στενό (τον Βόσπορο), θα πλήρωνε μισθό στους στρατιώτες. Έτσι όλοι οι στρατιώτες πέρασαν στο Βυζάντιο. Όμως ο Αναξίβιος δεν τούς έδινε τον μισθό τους και ζήτησε από τούς αξιωματικούς να οδηγήσουν τον στρατό στη Θρακική Χερσόνησο, δηλαδή στη στενή λωρίδα γης στην Ανατολική Θράκη μεταξύ Ελλησπόντου και Αιγαίου Πελάγους, όπου θα πληρώνονταν. Το στράτευμα στασίασε, αλλά με παρέμβαση τού Ξενοφώντος οι ταραχές δεν γενικεύτηκαν. Οι στρατιώτες βγήκαν έξω από τα τείχη τής πόλης και ο στρατός διαλυόταν.
Στο μεταξύ ο Ξενοφών είχε σαλπάρει από το Βυζάντιο για την πατρίδα, με πλοίο στο οποίο επέβαινε και ο Αναξίβιος. Όταν το πλοίο έπιασε στην Κύζικο, στη νότια ακτή τής Προποντίδας, ο Αναξίβιος συνάντησε τον Αρίσταρχο, τον διάδοχο τού Κλεάνδρου ως κυβερνήτη τού Βυζαντίου, ενώ έμαθε ότι και ο δικός του διάδοχος ως ναύαρχος, ο Πώλος, είχε ήδη φτάσει στον Ελλήσποντο. Ο Αναξίβιος ανέθεσε τότε στον Αρίσταρχο να πουλήσει ως σκλάβους όλους τούς στρατιώτες τού στρατού τού Κύρου, που θα εύρισκε να έχουν μείνει πίσω στο Βυζάντιο. Κι όταν το πλοίο έπιασε στο Πάριον, δυτικότερα στη νότια ακτή τής Προποντίδας, κοντά στο στόμιο τού Ελλησπόντου, έστειλε μήνυμα στον Φαρνάβαζο διεκδικώντας την εκπλήρωση των όρων τής συμφωνίας τους. Όμως ο Φαρνάβαζος, έδρα τού οποίου ως σατράπη τής Ελλησποντιακής Φρυγίας ήταν το Δασκύλιον νότια τής Κυζίκου, μαθαίνοντας ότι ο Αναξίβιος δεν ήταν πια ναύαρχος, τον αγνόησε. Ο Αναξίβιος ζήτησε τότε από τον Ξενοφώντα να διακόψει το ταξίδι του προς την Ελλάδα, να σαλπάρει από το Πάριον αμέσως, να ενταχθεί στον στρατό, να τον κρατήσει ενωμένο και στη συνέχεια να τον οδηγήσει κατά μήκος τής ακτής στην Πέρινθο (Ηράκλεια Πέρινθος, σήμερα Μαρμαρά Ερεγλισί) τής βόρειας ακτής τής Προποντίδας και από εκεί να τον μεταφέρει με πλοία τάχιστα στην απέναντι ασιατική ακτή (βλέπε Χάρτη 4.16).
Χάρτης 4.16: Από την Ηράκλεια στο Βυζάντιο, τη Θράκη και την Πέργαμο
Ο Ξενοφών πέρασε λοιπόν από το Πάριον στην Πέρινθο και από εκεί κατευθύνθηκε στον στρατό. Οι στρατιώτες τον δέχθηκαν με ευχαρίστηση και τον ακολούθησαν πρόθυμα, για να περάσουν από τη Θράκη στη Μικρά Ασία. Όμως ο Αρίσταρχος, ο νέος κυβερνήτης τού Βυζαντίου, προφανώς σε συνεννόηση με τον Φαρνάβαζο, έφτασε στην Πέρινθο και απαγόρευσε στους στρατιώτες να περάσουν στην Ασία, απειλώντας ότι θα βύθιζε τα πλοία τους. Ο Ξενοφών λοιπόν αποφάσισε να διαπραγματευτεί τη στρατολόγηση τού στρατεύματος από τον Σεύθη, Θράκα ηγεμόνα ο οποίος είχε ήδη επιχειρήσει δύο φορές, μία στη Χαλκηδόνα (σήμερα Καντικιόι) τού Βοσπόρου και μια άλλη στη γειτονική με την Πέρινθο Σηλυμβρία (σήμερα Σιλίβρι), να πείσει τον Ξενοφώντα να τού διαθέσει το στράτευμα. Βρήκε τον Σεύθη σε απόσταση 60 σταδίων (12 χλμ) στην ενδοχώρα τής Περίνθου και συμφώνησαν κατ’ αρχάς. Την επόμενη μέρα μπήκαν στην υπηρεσία τού Σεύθη και τη μεθεπόμενη άρχισαν τις επιδρομές μαζί του στη θρακική ενδοχώρα.
Με τη βοήθεια τού ελληνικού στρατεύματος ο Σεύθης, γιος έκπτωτου βασιλιά τής Θράκης, υπέταξε πολλές φυλές από το Δέλτα τής Θράκης μέχρι τη Σαλμυδησσό τού Ευξείνου Πόντου. Όμως δεν εξοφλούσε στους Έλληνες τα συμφωνηθέντα και εκείνοι κατηγορούσαν γι’ αυτό τον Ξενοφώντα. Τότε ακριβώς έφτασαν στον Σεύθη εκπρόσωποι τού Σπαρτιάτη στρατηγού Θίβρωνα και τού ζήτησαν να τούς παραχωρήσει το ελληνικό στράτευμα. Ο Σεύθης δέχθηκε και με παρέμβαση τού Ξενοφώντος πληρώθηκε στο στράτευμα μέρος τουλάχιστον των οφειλόμενων. Οι Έλληνες ζήτησαν από τον Ξενοφώντα να τούς συνοδεύσει και να οδηγήσει τον στρατό στον Θίβρωνα. Πέρασαν λοιπόν με πλοία απέναντι στη Λάμψακο (σήμερα Λάψεκι) και προχώρησαν στην περιοχή τής Περγάμου (σήμερα Μπέργκαμα). Εκεί συνέλαβαν τον Πέρση αξιωματούχο Ασιδάτη, καθώς και τη γυναίκα και τα παιδιά του, τα άλογα και όλα τα υπάρχοντά του. Ο στρατός έδωσε στον Ξενοφώντα μεγάλο μέρος των λαφύρων. Ο Ξενοφών ετοιμάστηκε για το ταξίδι τής επιστροφής, ενώ ο Θίβρων παρέλαβε το στράτευμα και αφού το ενσωμάτωσε στις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις του, εκστράτευσε εναντίον των σατραπών τής Δυτικής Μικράς Ασίας Τισσαφέρνη και Φαρνάβαζου. Ήταν άνοιξη τού 399 π.Χ. και είχε ήδη αρχίσει ο πόλεμος των Σπαρτιατών εναντίον των Περσών, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο.
Εισαγωγή στο επόμενο κεφάλαιο
Η παραπάνω πρώτη προσέγγισή μας για τη διαδρομή τής Καθόδου των Μυρίων βασίστηκε στις εξής παραδοχές:
Πρώτον, ότι Ευφράτης τού Ξενοφώντος στην Κάθοδο των Μυρίων δεν ήταν ο Ανατολικός Ευφράτης (Μουράτ), όπως δέχονται οι επικρατούσες απόψεις, που στέλνουν τούς Έλληνες κοντά στις πηγές του, στη νοτιοανατολική άκρη τής σημερινής Τουρκίας.
Δεύτερον, ότι οι Μύριοι είδαν για πρώτη φορά τη θάλασσα σε απόσταση δεκαπέντε και όχι πέντε ημερών από την πόλη Γυμνιάς. Επομένως η Γυμνιάς δεν βρισκόταν ούτε στη Μπαϊμπούρτ ούτε οπουδήποτε κοντά, ενώ Άρπασος ποταμός τού Ξενοφώντος δεν ήταν ο Άκαμψις (Τσορούχ), όπως επίσης δέχονται οι επικρατούσες απόψεις.
Τρίτον, ότι ο Ξενοφών χρησιμοποιεί τον παρασάγγη για να υποδηλώσει, στις περισσότερες περιπτώσεις, διάνυση 6 περίπου χλμ. Επομένως ο παρασάγγης δεν χρησιμοποιείται απλώς φιλολογικά από τον Ξενοφώντα. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει πραγματικές αποστάσεις.
Αν αυτές οι παραδοχές είναι σωστές, τότε ο επιπλέον χρόνος πορείας και στάθμευσης που μάς δίνει ο Διόδωρος πρέπει να αίρει τις διαφορές ανάμεσα στις αναλυτικές και αθροιστικές πληροφορίες στο βιβλίο τού Ξενοφώντος και να επιτρέπει:
(α) Τη συνεχή (από άποψη ημερών) καταγραφή τής πορείας, από την αφετηρία τής Κύρου Ανάβασης (Έφεσος/Σάρδεις) μέχρι το τέλος τής Καθόδου των Μυρίων (Κοτύωρα).
(β) Τον ακριβή προσδιορισμό τής εποχής κατά την οποία συνέβησαν καθένα από τα περιγραφόμενα στο βιβλίο γεγονότα.
(γ) Τον ακριβή προσδιορισμό των παρασαγγών που διανύθηκαν από την αφετηρία (Έφεσος/Σάρδεις) μέχρι το τέλος (Κοτύωρα).
Η ταυτόχρονη επίλυση και των τριών (διαδρομή, χρονολόγηση, παρασάγγες) αποτελεί τη λύση στον γρίφο τού Ξενοφώντος, η οποία παρουσιάζεται στα επόμενα κεφάλαια αυτού τού βιβλίου.
Τα κεφάλαια αυτά προέρχονται κυρίως από άρθρα που έχουν δημοσιευτεί. Παρουσιάζονται λοιπόν με τη χρονολογική σειρά δημοσίευσής τους. Τυχόν μικροδιαφορές που θα εντοπίσει ο αναγνώστης δεν οφείλονται σε σφάλματα, αλλά σε μετάβαση σε ολοένα ακριβέστερη προσέγγιση. Όπου υπάρχουν τέτοιες μικροδιαφορές, επισημαίνονται ρητά σε αυτό το βιβλίο, ενώ η λύση τού γρίφου τού Ξενοφώντος (διαδρομή, χρονολόγηση, παρασάγγες) συνοψίζεται στο κεφάλαιο 11. Ας αρχίσουμε λοιπόν με τη χρονολόγηση.
<-3. Το ιστορικό περιβάλλον | 5. Υπόδειγμα χρονολόγησης-> |