<-8. Η μετατροπή τού Αρσανία σε Ευφράτη | 10. Από την Τραπεζούντα στην Κερασούντα και τα Κοτύωρα-> |
Οι πρόσθετες ημέρες πορείας και ανάπαυσης τού Διόδωρου κλείνουν λοιπόν τα κενά στη χρονολόγηση και τούς παρασάγγες τής Κύρου Ανάβασης τού Ξενοφώντος. Προϋποθέτουν όμως ότι η πόλη Γυμνιάς βρισκόταν σε απόσταση δεκαπέντε και όχι πέντε ημερών από το όρος Θήχης. Βρισκόταν δηλαδή όχι στη Μπαϊμπούρτ τής επικρατούσας άποψης αλλά στο Γκυουμρί τής Αρμενίας. Οι Μύριοι είχαν φτάσει εκεί από τα αρμενικά χωριά με τα υπόγεια σπίτια (Ανάβ. 4.5.25-34), τα οποία βρίσκονταν στην κοιλάδα τού Καρασού μεταξύ Ερζερούμ και Άσκαλε. Επομένως Ευφράτης τού Ξενοφώντος στην Κάθοδο των Μυρίων δεν ήταν ο Αρσανίας-Μουράτ («Ανατολικός Ευφράτης») αλλά ο Φρατ-Καρασού («Δυτικός» Ευφράτης). Από αυτά τα χωριά, βρίσκοντας αποκλεισμένη από τα χιόνια την ορεινή διαδρομή των καραβανιών προς Τραπεζούντα μέσω οροσειράς Κοπ και Μπαϊμπούρτ, οι Μύριοι κινήθηκαν ανατολικά, με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι ο ποταμός Αράξης (Φάσις, Αράς) ήταν ο Φάσις (Ριόνι) τής Κολχίδας που θα τούς έβγαζε στον Εύξεινο Πόντο. Κατά την ανατολική τους αυτή πορεία πέρασαν από τις χώρες των Φασιανών, των Ταόχων και των Χαλδίων (οι οποίοι αναφέρονται από τον Ξενοφώντα ως Χάλυβες) και έφτασαν στον ποταμό Άρπασο (Άρπα τσάι). Στο κεφάλαιο αυτό προτείνουμε: τις θέσεις των λαών που αναφέρονται από τον Ξενοφώντα στο Τέταρτο Βιβλίο· τη διαδρομή τής Καθόδου των Μυρίων από τον ποταμό Άρπασο μέχρι την Τραπεζούντα· καθώς και τη θέση τού όρους Θήχης.
Η προτεινόμενη θέση τού όρους Θήχης
Ο προσδιορισμός τής πόλης Γυμνιάς στο Γκυουμρί τής Αρμενίας δικαιολογεί πορεία δεκαπέντε ημερών από την πόλη αυτή προς το όρος Θήχης, η προτεινόμενη θέση τού οποίου,1 σύμφωνα με το κεφάλαιο 5, σημειώνεται στον Χάρτη 9.1. Tο πάνω μέρος αυτού τού χάρτη είναι λεπτομερής εικόνα, που κατασκευάστηκε με βάση ισοϋψείς καμπύλες σε διαστήματα 100 μέτρων (βλέπε υπόμνημα). Το βόρειο (πάνω) όριο τού χάρτη αντιστοιχεί με την Ποντική οροσειρά και το νότιο (κάτω) όριο με την πεδιάδα τής Μπαϊμπούρτ. Προς βορρά, έξω από το πάνω μέρος τού χάρτη, δεν υπάρχει τίποτε ψηλότερο από τα πιο σκούρα σημεία του, που να εμποδίζει τη θέα προς τη θάλασσα. Γεωγραφικές πληροφορίες εμφανίζονται στο κάτω μέρος τού χάρτη.
Χάρτης 9.1: Η περιοχή στην οποία μπήκαν οι Μύριοι από τα ανατολικά ή νοτιοανατολικά
Σύμφωνα με όλες τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί στη διάρκεια των τελευταίων διακοσίων ετών, οι Μύριοι εισήλθαν στην περιοχή τού χάρτη είτε μέσω κοιλάδας Τσορούχ και Ισπίρ (δηλαδή από το σημείο 1, κάτω από τη μέση τού δεξιού περιθωρίου τού χάρτη) είτε μέσω περάσματος Κοπ και Μπαϊμπούρτ (δηλαδή από το σημείο 2, στην κάτω δεξιά γωνία τού χάρτη). Μετά την είσοδό τους σε αυτή την περιοχή, το πλησιέστερο βουνό από το οποίο η θάλασσα είναι ορατή είναι η οροσειρά Σογανλί, η οποία αποτελεί το ανατολικότερο τμήμα τής Ποντικής οροσειράς σε αυτόν τον χάρτη. Το Κεμέρ Νταγ, ο δυτικός κλάδος τής οροσειράς Σογανλί, είναι η πρότασή μας για το όρος Θήχης. Δεν προϋποθέτει περίπλοκες κινήσεις και άσκοπη περιπλάνηση. Σύμφωνα με τον Διόδωρο ο οδηγός υποσχέθηκε να οδηγήσει τούς Έλληνες σε δεκαπέντε ημέρες από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) σε μέρος από το οποίο θα μπορούσαν να δουν τη θάλασσα. Κι αυτό έκανε.
Πιο κάτω στο κεφάλαιο αυτό θα δείξουμε ότι η πορεία δεκαπέντε ημερών από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) στο όρος Θήχης ήταν εφικτή είτε μέσω νέας προσπάθειας ανάβασης (ήταν Μάιος τώρα) στην οροσειρά Κοπ μεταξύ Ερζερούμ και Μπαϊμπούρτ, είτε μέσω της κοιλάδας τού Τσορούχ περνώντας από το Γιουσουφέλι και την Ισπίρ σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, είτε τέλος ακολουθώντας ενδιάμεση διαδρομή μεταξύ Γκυουμρί και Ισπίρ, παρόμοια λίγο-πολύ με εκείνη που ταξίδεψε ο Χάμιλτον.2 Σε οποιαδήποτε από τις τρεις αυτές περιπτώσεις οι Μύριοι θα έφταναν στo Χαρτ (Αϊντίντεπε) είτε μέσω τής οροσειράς Κοπ στον νότο και τής Μπαϊμπούρτ, ή κατευθείαν από την Ισπίρ στα ανατολικά. Από τo Χαρτ (Αϊντίντεπε) η θέα τής θάλασσας ήταν ζήτημα πορείας τριών-τεσσάρων ωρών προς βορρά. Οι λεπτομέρειες αυτού τού τελευταίου σκέλους τής διαδρομής τής Καθόδου των Μυρίων έχουν σχέση με την αναγνώριση τής γεωγραφικής περιοχής την οποία καταλάμβαναν οι λαοί που αναφέρονται εδώ από τον Ξενοφώντα.
Οι γεωγραφικές θέσεις των λαών τού τέταρτου βιβλίου τής Κύρου Ανάβασης
Οι διαφορετικές προτάσεις για το πιο σκοτεινό σκέλος τής Καθόδου των Μυρίων (από τον ποταμό Κεντρίτη μέχρι την Τραπεζούντα) βασίζονται σε διαφορετική κατανόηση και γεωγραφική τοποθέτηση των αναφερομένων λαών. Ο Ξενοφών μιλά εδώ για Αρμενίους, Φασιανούς, Ταόχους, Χάλυβες, Σκυθηνούς, για τούς μη κατονομαζόμενους εχθρούς των Σκυθηνών, για Μάκρωνες, Κόλχους, καθώς και για Δρίλες στο πέμπτο βιβλίο. Φαίνεται ότι με την πόλη Γυμνιάς στη Μπαϊμπούρτ, όπως προτείνεται συνήθως,3 όλοι αυτοί οι λαοί, με την εξαίρεση των Αρμενίων, τοποθετούνται ο ένας δίπλα στον άλλο μέσα σε στενό τετράπλευρο, η νότια πλευρά τού οποίου εκτείνεται από τα δυτικά των πηγών τού Αράξη ανατολικά κατά μήκος αυτού τού ποταμού μέχρι το Πασινλέρ, ενώ η βόρεια πλευρά του τρέχει παράλληλα και συμπίπτει με την παράκτια ζώνη τής Μαύρης Θάλασσας. Εκτός από τα προβλήματα που επιβάλλονται έτσι στη χρονολόγηση και τούς παρασάγγες τής Κύρου Ανάβασης, αυτή η γεωγραφική διευθέτηση δεν φαίνεται να είναι πια συμβατή με τα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα.
Οι Αρμένιοι
Οι Αρμένιοι καταλάμβαναν την περιοχή από τον ποταμό Κεντρίτη (Μποτάν) στον νότο μέχρι τον ποταμό Αράξη (Αράς) και τα βουνά που τον περιορίζουν από τον βορρά. Ο Ξενοφών (Aνάβ. 4.4.3-4) υπονοεί τη διαίρεση τής επαρχίας τους σε Ανατολική και Δυτική Αρμενία. Την Ανατολική Αρμενία ή απλώς Αρμενία (στα νότια και ανατολικά τού ποταμού Τηλεβόα-Μουράτ, όπως έχουμε προτείνει)4 κυβερνούσε ο Ορόντας (3.5.17), γαμπρός τού Μεγάλου Βασιλέα (2.4.8), συνήθως θεωρούμενος ως πρόγονος των Οροντιδών τής Αρμενίας.5 Τη Δυτική Αρμενία (βόρεια και δυτικά τού Τηλεβόα-Μουράτ, όπως έχουμε προτείνει) κυβερνούσε ο Τιρίβαζος (4.4.4), ευνοούμενος τού Μεγάλου Βασιλέα. Συχνά ο Τιρίβαζος θεωρείται υφιστάμενος τού Ορόντα, που ήταν σατράπης όλης τής Αρμενίας.6 Σύμφωνα με την παρ. 7.8.25 τής Κύρου Ανάβασης, ο Τιρίβαζος κυβερνούσε επίσης τούς Φασιανούς και τούς Εσπερίτες. Πρόκειται για τη μοναδική αναφορά στο βιβλίο σε Εσπερίτες.7 Αν με τον όρο αυτόν ο Ξενοφών εννοούσε Δυτικούς, δηλαδή τούς κατοίκους τής Δυτικής Αρμενίας,8 τότε η παράγραφος δεν προσθέτει τίποτε καινούργιο. Πιο κάτω θα εξετάσουμε πιθανό διαφορετικό νόημα. Η πρότασή μας ότι ο Μουράτ («Ανατολικός Ευφράτης») ήταν το σύνορο ανάμεσα στην (Ανατολική) Αρμενία και τη Δυτική Αρμενία ενισχύει την άποψη ότι αυτός ο ποταμός (και όχι το τοπικό ρέμα τής Μους) ήταν ο Τηλεβόας τού Ξενοφώντος.
Οι Αρμένιοι τού Ξενοφώντος ήσαν εγκατεστημένοι δυτικά τής σημερινής Αρμενίας. Είχαν μεταναστεύσει εκεί από ακόμη πιο δυτικά. Ο Ηρόδοτος τούς θεωρεί αποίκους των Φρυγών:
Οι Αρμένιοι ήσαν οπλισμένοι όπως οι Φρύγες, όντας άποικοι των Φρυγών.9
Ο Στράβων τούς θεωρεί απογόνους τού Άρμενου τής Αργοναυτικής εκστρατείας:
Ο Άρμενος, που ήταν από την πόλη Αρμένιον στη λίμνη Βοιβηίδα,10 ανάμεσα στις Φερές11 και τη Λάρισα, αποίκισε μαζί με τούς δικούς του την Ακιλισηνή και τη Συσπιρίτιδα, μέχρι την Καλαχανή και την Αδιαβηνή, ενώ έδωσε και στην Αρμενία το όνομά του.12
Όπως θα δούμε αμέσως μετά, μεταναστεύοντας προς τα ανατολικά οι Αρμένιοι είχαν εισέλθει σε περιοχή που δεν ήταν ακατοίκητη.
Οι Χάλδιοι
Οι Χάλδιοι (Ουραρτού) και η ύπαρξή τους ήσαν άγνωστοι όταν διατυπώθηκαν οι πρώτες σύγχρονες προτάσεις για τη διαδρομή τής Καθόδου των Μυρίων κατά τη διάρκεια τού ύστερου 18ου και τού 19ου αιώνα.13 Ο Σεν Μαρτέν, το έργο τού οποίου εξετάστηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψή τους:
«Το 1823 ένας Γάλλος μελετητής, ο Ζαν Σεν Μαρτέν, εντόπισε απόσπασμα στην Ιστορία τής Αρμενίας τού Αρμένιου ιστορικού τού 5ου μ.Χ. αιώνα Μωυσή τής Χορέν (Μόβσες Χορενάτσι), το οποίο προκάλεσε την περιέργειά του…. Με πρότασή του η γαλλική κυβέρνηση ανέθεσε σε νεαρό Γερμανό καθηγητή, τον Φρίντριχ Έντβαρντ Σουλτς, να πάει στο Βαν να ερευνήσει. Στο Τοπράκ Καλέ, ένα λόφο ύψους 400 περίπου ποδιών, κοντά στο Βαν, ο Σουλτς ανακάλυψε, σκαλισμένες στο λείο τείχος αρχαίας ακρόπολης, επιμήκεις σφηνοειδείς επιγραφές, τις επιγραφές τής Βαν. Η πρώτη χρονολογείται από τον 9ο π.Χ. αιώνα. Αν και ο ίδιος δεν μπορούσε να διαβάσει σφηνοειδή γραφή, ο Σουλτς μπόρεσε να φτιάξει ακριβή αντίγραφα για να τα πάρει μαζί του πίσω στο Παρίσι…. Τα αντίγραφα των επιγραφών τής Βαν από τον Σουλτς δημοσιεύθηκαν στο Παρίσι, στο Journal asiatique, το 1840. Γνωρίζουμε πλέον ότι η σύγχρονη πόλη Βαν βρίσκεται στη θέση τής Τούσπα, τής πρωτεύουσας τού βασιλείου των Ουραρτού (ή Αραράτ)».14
Για επτά περίπου αιώνες, από το 1300 μέχρι το 600 π.Χ., η αυτοκρατορία των Ουραρτού είχε αψηφήσει επιτυχώς την ισχύ τής Ασσυρίας, είχε εμποδίσει την επέκτασή της προς βορρά, ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα κυριαρχούσε στη Δυτική Ασία, περιλαμβανόμενης και τής ίδιας τής Ασσυρίας.15 Στο απόγειό του το βασίλειο των Ουραρτού εκτεινόταν βόρεια πέρα από τον Αράξη και τη λίμνη Σεβάν, νότια στις πηγές τού Τίγρη, δυτικά στις πηγές τού Ευφράτη και ανατολικά στη σημερινή Ταμπρίζ, τη λίμνη Ουρμία και πιο πέρα:
«Εκτείνονταν προς τα νοτιοανατολικά στο Ιράν μέχρι τη λεκάνη τής λίμνης Ουρμία, στη συνέχεια προς βορρά σε εκείνες των λιμνών Σεβάν και Τσιλντίρ, ακολουθώντας την πορεία τού άνω Αράξη (Αράς) ποταμού και τού Άρπα τσάι βόρειοανατολικά τού όρους Αραράτ στη σύγχρονη Σοβιετική Αρμενία και στη σκιά τού Καυκάσου. Στη συνέχεια προς τα δυτικά στην Τουρκία, ακολουθώντας την κοιλάδα τού ποταμού Καρασού στην περιοχή τού Ερζιντζάν και τού Ερζερούμ και ίσως τού ποταμού Τσορούχ. Στη συνέχεια προς νότο κατά μήκος τού Ευφράτη, για να συναντήσουν τη γραμμή των βουνών που τρέχει από τα δυτικά προς τα ανατολικά, η οποία αποτελούσε το νότιο όριο αντικρύζοντας την Ασσυρία».16
Οι Ουραρτού ονομάζονταν επίσης Χάλδιοι ή παιδιά τού Χάλντι από τον θεό τους, ενώ το βασίλειό τους ήταν θεοκρατία στην οποία ο Χάλντι ήταν ο υπέρτατος.17 Πρακτικά δεν υπάρχουν Χάλδιοι (Χαλδαῖοι, Ουραρτού) στην Κύρου Ανάβαση. Φαίνεται ότι, προκειμένου να αποκρύψει το λάθος που οδήγησε σε πορεία τόσο μακριά στα ανατολικά,18 ο Ξενοφών τούς έχει αντικαταστήσει με τούς Χάλυβες, λαό τον οποίο αναφέρει και πάλι, αυτή τη φορά σωστά, στο πέμπτο βιβλίο, ανατολικά των Κοτυώρων (5.5.1). Στην Κύρου Ανάβαση τού Ξενοφώντος υπάρχουν τρεις μόνο αναφορές στους Χαλδίους (Χαλδαίους).
Η πρώτη γράφει:
Οι Χαλδαίοι λεγόταν ότι ήταν ανεξάρτητος και γενναίος λαός. Είχαν ως όπλα μακριές ασπίδες και λόγχες.19
Η δεύτερη:
Φυλές όπως οι Καρδούχοι, οι Τάοχοι και οι Χαλδαίοι, αν και δεν ήσαν υπήκοοι τού μεγάλου βασιλιά, υπήρξαν φοβεροί εχθροί. Τούς υποτάξαμε με τα όπλα μας εξαιτίας τής ανάγκης να προμηθευτούμε τα απαραίτητα, επειδή αρνήθηκαν να μάς παράσχουν αγορά.20
Και η τρίτη:
Αυτόνομοι ήσαν οι Καρδούχοι, οι Χάλυβες, οι Χαλδαίοι, οι Μάκρωνες, οι Κόλχοι, οι Μοσσύνοικοι, οι Κοίτοι και οι Τιβαρηνοί.21
Προφανώς η πιο πάνω δεύτερη αναφορά τού Ξενοφώντος στους Χαλδίους συμπίπτει με την περιγραφή του για το πέρασμα των Μυρίων από τη χώρα των Χαλύβων (4.7.15-17). Στο αντίστοιχο εδάφιο ο Διόδωρος αναφέρεται σε Χαλδίους (Χαλδαίους), όχι σε Χάλυβες:
Συνεχίζοντας την πορεία τους από εκεί πέρασαν από τη χώρα των ονομαζόμενων Χαλδαίων σε επτά ημέρες και έφτασαν στον ονομαζόμενο Άρπαγο ποταμό, που είχε πλάτος τετρακόσια πόδια.22
Ο Διόδωρος αλλά και ο Ξενοφών στην Κύρου Παιδεία και στα προαναφερθέντα τρία σημεία τής Κύρου Ανάβασης αποκαλούν Χαλδαίους τούς Χαλδίους (Ουραρτού) τής Αρμενίας, οι οποίοι όμως δεν είναι οι Χαλδαίοι τής νότιας Μεσοποταμίας κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα γύρω από τη Βαβυλώνα και δεν πρέπει να συγχέονται με αυτούς.
Για να αρθεί κάθε αμφιβολία ότι ο Ξενοφών γνώριζε πολύ καλά τούς Χαλδίους (Χαλδαίους) και ότι σκοπίμως τούς μετονόμασε σε Χάλυβες στην Κύρου Ανάβαση, ώστε να αποκρύψει την από λάθος πορεία τής Καθόδου των Μυρίων προς την ανατολή, ας σημειώσουμε εδώ ότι ο ίδιος ο Ξενοφών στην Κύρου Παιδεία, αφηγούμενος τα κατορθώματα τού Κύρου Β’ τού Μεγάλου (βασ. 559-530 π.Χ.), αναφέρεται στους επίμονους πολέμους ανάμεσα στους Χαλδίους και τούς Αρμενίους κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα.
Ο Κύρος λοιπόν απάντησε [στους Αρμενίους] χωρίς δισταγμό: «Στείλτε μαζί μου τότε», είπε, «μόνο τον μισό στρατό, αφού οι γείτονές σας Χάλδιοι βρίσκονται σε πόλεμο μαζί σας»…23
Και όταν βρέθηκαν μαζί, μίλησε ως εξής: «Φίλοι μου, αυτά τα βουνά που βλέπουμε ανήκουν στους Χαλδίους. Αν όμως τα αρπάξουμε και φτιάξουμε δικό μας φρούριο στην κορυφή, τότε και τα δύο μέρη, οι Αρμένιοι εννοώ και οι Χάλδιοι, θα πρέπει να μάς φέρονται με προσοχή…»24
Οι Χάλδιοι λοιπόν κρατούσαν καθένας ασπίδα από λυγαριά και δύο δόρατα, ενώ λεγόταν ότι ήσαν οι πιο πολεμοχαρείς από τούς λαούς αυτής τής περιοχής. Επίσης εκμισθώνουν τις υπηρεσίες τους σε όποιον το ζητά, γιατί είναι λάτρεις τού πολέμου και φτωχοί. Γιατί η χώρα τους είναι ορεινή και μόνο μικρό της μέρος είναι παραγωγικό…25
Έτσι προχωρούσαν οι Αρμένιοι. Και όσοι Χάλδιοι ήσαν παρόντες όταν πλησίαζαν οι Αρμένιοι, βγάζοντας την κραυγή τού πολέμου σύμφωνα με το έθιμό τους, έκαναν επίθεση εναντίον τους. Και οι Αρμένιοι, σύμφωνα με το έθιμό τους, αποτύγχαναν να αντισταθούν στην επίθεση…26
Αλλά όταν οι καταδιωκόμενοι Χάλδιοι είδαν τούς ξιφοφόρους μπροστά τους να ορμούν εναντίον τους, κάποιοι πλησίασαν και σκοτώθηκαν αμέσως, άλλοι τράπηκαν σε φυγή και κάποιοι άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Σύντομα λοιπόν καταλήφθηκαν τα υψώματα. Όταν ο Κύρος και οι άνδρες του κατέλαβαν τα υψώματα, κοίταξαν κάτω στις κατοικίες των Χαλδίων και είδαν τούς ανθρώπους να φεύγουν από τα κοντινά σπίτια…27
Και τότε είπε στους Χαλδίους ότι είχε έρθει χωρίς επιθυμία να τούς καταστρέψει και χωρίς επιθυμία να κάνει πόλεμο, αλλά επειδή ήθελε να κάνει ειρήνη μεταξύ Αρμενίων και Χαλδίων: «Τώρα ξέρω ότι πριν καταληφθούν τα υψώματα δεν είχατε καμία επιθυμία για ειρήνη, γιατί όλα τα δικά σας ήσαν ασφαλή, ενώ αρπάζατε και λεηλατούσατε την ιδιοκτησία των Αρμενίων. Τώρα όμως βλέπετε σε πόσο δυσάρεστη κατάσταση βρίσκεστε!»…28
Οι Χάλδιοι λοιπόν είχαν επιστρέψει με το αίτημα να κάνει ο Κύρος ειρήνη μαζί τους. Και ο Κύρος τούς ρώτησε: «Χάλδιοι, μήπως ο λόγος για τον οποίο τώρα θέλετε ειρήνη, είναι επειδή πιστεύετε ότι καθώς κατέχουμε τώρα εμείς αυτά τα υψώματα, θα μπορέσετε να ζήσετε με μεγαλύτερη ασφάλεια αν έχουμε ειρήνη απ’ όση αν έχουμε πόλεμο;» Και οι Χάλδιοι συμφώνησαν…29
Οι Αρμένιοι ήθελαν να τούς δώσουν οι Χάλδιοι (Ουραρτού) τη χρήση των θερινών βοσκοτόπων στις ορεινές περιοχές, ενώ οι Χάλδιοι, που κατοικούσαν στα ορεινά, ζητούσαν την ελεύθερη χρήση των εύφορων ακαλλιέργητων εκτάσεων στις κοιλάδες που καταλάμβαναν οι Αρμένιοι.30
Οι Σκύθες
Οι Σκύθες (Σκυθηνοί), οι νέοι εισβολείς από τον βορρά, επέφεραν το θανάσιμο πλήγμα στους Ουραρτού, πιθανότατα σε συνεννόηση με τούς Μήδους, επιτιθέμενοι στην Υπερκαυκασία. Στρώμα καταστροφής από πυρκαγιά έχει βρεθεί σε ανασκαφές σε όλους τούς μεγάλους αρχαιολογικούς χώρους των Ουραρτού που αποκαλύφθηκαν. Χάλκινες αιχμές βελών, αισθητά διαφορετικές από εκείνες των Ουραρτού, έχουν ανακαλυφθεί σε μέρη όπως το Μπαστάμ, το Καρμίρ Μπλουρ και το Αρμαβίρ. Πάνω από το χωριό Μπαστάμ, στην επαρχία Δυτικό Αζερμπαϊτζάν τού Ιράν, το αρχαίο φρούριο των Ουραρτού έλεγχε κύρια διαδρομή δύσης-ανατολής μεταξύ τής πρωτεύουσας Τούσπα (Βαν) των Ουραρτού και των εδαφών τους. Καρμίρ Μπλουρ, δηλαδή “κόκκινος λόφος”, είναι το σύγχρονο όνομα τού Τεϊσεμπάινι, τής πόλης τού Τεϊσέμπα, τού θεού τού πολέμου. Ήταν η πρωτεύουσα των Υπερκαυκασίων επαρχιών των Ουραρτού και βρίσκεται κοντά στο Ερεβάν τής Αρμενίας. Το Αρμαβίρ είναι αρχαία πόλη στο δυτικό τμήμα τής σύγχρονης Αρμενίας, ανατολικά τής συμβολής τού Άρπασου (Αχουριάν) και τού Αράξη. Ο βασιλιάς Αργκίστι Α’ των Ουραρτού έχτισε φρούριο στην περιοχή.
Αυτές οι χάλκινες αιχμές βελών αποτελούν ασφαλές διαγνωστικό σημάδι τής παρουσίας Σκυθών και μαζί με άλλες ενδείξεις υποδεικνύουν τη σκυθική επίθεση.31
«Στοιχεία από κεραμεικά δείχνουν ότι οι τόποι που εγκαταλείφθηκαν ή καταστράφηκαν καθώς τερματιζόταν η εποχή των Ουραρτού, συμπεριλαμβανομένων των Αρμαβίρ και Καρμίρ Μπλουρ στη σύγχρονη Αρμενία, είχαν συναντήσει το πεπρωμένο τους περί το 650 π.Χ. Αιχμές βελών προδίδουν τη συμμετοχή των Σκυθών στην καταστροφή τους».32
Επίσης:
«Σκυθικές αιχμές βελών σε αποθέματα στο Καρμίρ Μπλουρ κοντά στο Ερεβάν θα μπορούσαν ίσως να σημαίνουν όχι απλώς σκυθικά όπλα, αλλά τη χρήση των Σκυθών ως μισθοφόρων από τούς Ουραρτού».33
Έχουμε αναφέρει ότι η γη των Σκυθηνών τού Ξενοφώντος ήταν γνωστή στον Πτολεμαίο ως Σακαπηνή:
Υπάρχουν οι εξής περιοχές στο τμήμα τής Αρμενίας μεταξύ των ποταμών Ευφράτη, Κύρου και Αράξη: Πρώτον, δίπλα στα Μοσχικά όρη η Κοταρζηνή πέρα από τούς λεγόμενους Βόχες, κατά μήκος τού ποταμού Κύρου η Τωσαρηνή και η Ωτηνή, κατά μήκος τού ποταμού Αράξη η Κολθηνή και κάτω από αυτήν η Σωδουκηνή, ενώ δίπλα στο όρος Παρυάδρης η Σιρακηνή και η Σακαπηνή.34
Οι άνθρωποι τής χώρας των Σκυθηνών ονομάζονται Σακασσάνι από τον Πλίνιο:
Πέρα από την οροσειρά που ονομάζεται Παρυάδρης υπάρχουν οι έρημοι τής Κολχίδας, στο τμήμα τής οποίας που βλέπει προς τα Κεραύνια όρη κατοικούν οι Αρμενοχάλυβες [δηλαδή οι Χάλδιοι, νότια τής λίμνης Τσιλντίρ]. Και υπάρχει η χώρα των Μόσχων, η οποία εκτείνεται μέχρι τον ποταμό Ίβηρο [Iόρι], ο οποίος χύνεται στον Κύρο. Κάτω από αυτούς είναι οι Σακασσάνι, και μετά οι Μάκρωνες στον ποταμό Άψαρο [Τσορούχ].35
Οι ίδιοι ονομάζονται Σάκαι από τον Ηρόδοτο:
Οι Σάκαι και οι Κάσπιοι είναι η δέκατη πέμπτη σατραπεία και πληρώνουν [φόρο υποτέλειας] διακόσια πενήντα [τάλαντα]. Οι Πάρθιοι, οι Χοράσμιοι, οι Σόγδοι και οι Άρειοι είναι η δέκατη έκτη και πληρώνουν τριακόσια.36
Μεγάλο τμήμα των Πρώιμων Σκυθών διέσχισαν την οροσειρά τού Καυκάσου, προχώρησαν κατά μήκος τής δυτικής ακτής τής Κασπίας και εγκαταστάθηκαν εκεί ανάμεσα στον γηγενή πληθυσμό.37 Τούς Σκύθες στην Υπερκαυκασία38 γνώριζε επίσης ο Στράβων:
Η πεδιάδα λοιπόν των Ιβήρων [Γεωργιανών] κατοικείται από ανθρώπους με κλίση προς την καλλιέργεια τής γης και την ειρήνη, που ντύνονται όπως οι Αρμένιοι και οι Μήδοι. Αλλά η μεγαλύτερη και πιο φιλοπόλεμη μερίδα καταλαμβάνει την ορεινή περιοχή, ζώντας όπως οι Σκύθες και οι Σαρμάτες, των οποίων είναι συγγενείς και γείτονες. Αυτοί ασχολούνται και με τη γεωργία, όταν όμως προκύψει κάτι ανησυχητικό, συγκεντρώνουν πολλές δεκάδες χιλιάδων, τόσο από τούς δικούς τους άνδρες όσο και από εκείνους [τούς Σκύθες και τούς Σαρμάτες].39
Υπάρχει συνεχής βιβλιογραφία σχετική με τούς Σκύθες σε αυτή την περιοχή.40 Οι Σκύθες, που έφτασαν πέρα από τον Καύκασο, ανέλαβαν την κατοχή τής χώρας μεταξύ των ποταμών Κύρου (Κούρα) και Αράξη (Αράς), ενώ σύντομα επεκτάθηκαν προς τα νότια. Η Υπερκαυκασία έγινε για έναν αιώνα ο κύριος τόπος διαμονής των Σκυθών στην Ασία.41
Όπως έχουμε αναφέρει, στην καταληκτική παράγραφο τής Κύρου Ανάβασης, ενδεχομένως για να συσκοτίσει την από λάθος πορεία στην ανατολή, ο Ξενοφών δεν περιλαμβάνει τούς Σκύθες (Σκυθηνούς) στους λαούς που συνάντησαν οι Μύριοι. Περιλαμβάνει όμως κάποιους κατά τα άλλα άγνωστους Κοίτους (Ανάβ. 7.8.25), ίσως για να προσφέρει βοήθεια στους πιο ενημερωμένους και απαιτητικούς αναγνώστες του.
Οι Σάσπειρες
Ο Ξενοφών μάς λέει ότι μεταξύ πόλης Γυμνιάς και όρους Θήχης οι Έλληνες λεηλάτησαν τη χώρα των εχθρών των Σκυθηνών:
Οδηγώντας τους λοιπόν, μόλις μπήκαν στην εχθρική προς τούς δικούς του χώρα, τούς προέτρεπε συνεχώς [ο οδηγός] να σκορπίζουν φωτιά και καταστροφή, καθιστώντας σαφές ότι αυτός ήταν ο σκοπός για τον οποίο είχε έρθει και όχι από καλή διάθεση προς τούς Έλληνες.42
Ο Ξενοφών ξεχνά (ή δεν αποκαλύπτει) το όνομα αυτών των εχθρών. Ο ίδιος όμως θυμάται (και αποκαλύπτει) το είδος των ασπίδων που κρατούσαν:
Είχαν επίσης πάρει είκοσι περίπου ασπίδες, καλυμμένες με ακατέργαστα δέρματα δασύτριχων βοδιών.43
Έχουμε δείξει ότι η περιγραφή τού Ξενοφώντος για τις ασπίδες των εχθρών των Σκυθηνών ταιριάζει με εκείνη τού Ηροδότου για τούς Σάσπειρες.44 Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, από την Κολχίδα δεν ήταν μακριά να περάσει κανείς στη Μηδία, γιατί υπήρχε ένα μόνο έθνος ανάμεσά τους, οι Σάσπειρες.45 Επίσης ο Ηρόδοτος λέει ότι πάνω από τούς Πέρσες, προς τον βορρά, κατοικούσαν οι Μήδοι, πάνω από τούς Μήδους οι Σάσπειρες και πάνω από τούς Σάσπειρες οι Κόλχοι που εκτείνονταν μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.46
O Ξενοφών είχε αποφασίσει να μη δηλώσει ξεκάθαρα ότι είχαν κινηθεί τόσο ανατολικά από λάθος.47 Επομένως, αναφέροντας σαφώς τούς Εσπερίτες, θα αποκάλυπτε τη διαδρομή που ήθελε να αποκρύψει. Μήπως λοιπόν, περιγράφοντας τις ασπίδες των εχθρών των Σκυθηνών, ο Ξενοφών παρείχε ακόμη μια ένδειξη σε όσους αναγνώστες του θα αναζητούσαν τις λεπτομέρειες;48 Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει σχέση με τον προσδιορισμό τής θέσης των Εσπεριτών επί τού χάρτη.
Ορισμένοι ερευνητές ταυτίζουν τούς Εσπερίτες με τούς Σάσπειρες.49 Ισχυρίζονται ότι αν αυτό το περίεργο απόσπασμα στην Κύρου Ανάβαση (7.8.25) έχει οποιαδήποτε αξία, είναι επειδή αποδεικνύει ότι οι Φασιανοί και οι Εσπερίτες (Σάσπειρες) κατοικούσαν στην Αρμενία και ότι το όριο μεταξύ των Αρμενίων και των ανεξαρτήτων φυλών τής σατραπείας τής Μηδίας βρισκόταν μεταξύ των Φασιανών και των Σασπείρων από τη μία πλευρά και των Ταόχων και των ανεξαρτήτων Χαλύβων [Χαλδίων] από την άλλη.50 Υπάρχουν μερικές ακόμη ιστορικές πληροφορίες για τούς Σάσπειρες και τη Συσπιρίτιδα, τη χώρα τους.
Πρώτον, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Σάσπειρες συγκροτούσαν τη 18η σατραπεία τής αυτοκρατορίας μαζί με τούς Αλαρόδιους στα νότιά τους και τούς Ματιηνείς ακόμη πιο νοτιοανατολικά, γύρω από την ομώνυμη λίμνη (Ματιηνή, λίμνη Ουρμία).51
Δεύτερον, σύμφωνα με τον Στράβωνα, υπήρχαν μεταλλεία χρυσού στη Συσπιρίτιδα, κοντά στα Κάβαλλα, στα οποία ο Αλέξανδρος έστειλε τον Μένωνα με στρατιώτες.52 Όμως, ενώ η Συσπιρίτις τοποθετείται γενικά στην άνω κοιλάδα τού Τσορούχ,53 ο Μαναντιάν την ταυτίζει με τη Σούπρια στο αρμενικό υψίπεδο, νοτιοδυτικά τής λίμνης Βαν, δηλαδή μακριά από την Ισπίρ:
«Όπως μάς λέει ο Στράβων, οι Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν αρχικά στις περιοχές τής Ακιλισηνής [τού σημερινού Ερζιντζάν] και τής Συσπιρίτιδος-Σούπρια, κινούμενοι σταδιακά από εκεί προς τις πιο εσωτερικές και βόρειες περιοχές των αρμενικών υψιπέδων».54
Επίσης κατά τον Χάμοντ55 η Συσπιρίτις δεν έχει καμία σχέση με την Ισπίρ. Βρισκόταν στο νοτιοανατολικό τμήμα τής Αρμενίας, καθώς ήταν δίπλα στην Αδιαβηνή, η οποία εκτεινόταν προς ανατολάς πέρα από το νότιο όριο τής Αρμενίας. Φαίνεται ότι η άποψη τού Χάμοντ βασίζεται στο παρακάτω απόσπασμα τού Στράβωνος (11.4.8):
Και λέγεται ότι ο Άρμενος καταγόταν από το Αρμένιον, μιας από τις πόλεις της λίμνης Βοιβηίς μεταξύ Φερών και Λάρισας, και ότι οι σύντροφοί του κατοίκησαν στην Ακιλισηνή και στη Συσπιρίτιδα μέχρι την Καλαχανή και την Αδιαβηνή και μάλιστα ότι έδωσε στην Αρμενία το όνομά του.56
Όμως το απόσπασμα αυτό φαίνεται να λέει ότι οι Θεσσαλοί σύντροφοι τού Άρμενου εγκαταστάθηκαν στην Ακιλισηνή και τη Συσπιρίτιδα, καθώς και [ακόμη πιο νότια] μέχρι την Καλαχανή και την Αδιαβηνή. Όχι ότι η Συσπιρίτις (και η Ακιλισηνή;) συνόρευαν με την Αδιαβηνή.
Τρίτον, ο Ιωάννης Μαλάλας (περ. 491-578 μ.Χ.) αναφέρεται σε μεταλλεία χρυσού μεταξύ Μικρής (Ρωμαϊκής) Αρμενίας και Περσαρμενίας (Μεγάλης Αρμενίας), τα οποία ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια τής βασιλείας (491–518 μ.Χ.) τού αυτοκράτορα Αναστάσιου. Ύστερα όμως από μερικές γραμμές, γράφει ότι κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Αναστάσιου οι Ρωμαίοι ανέλαβαν την κατοχή των μεταλλείων, πράγμα που σημαίνει ότι ήσαν γνωστά από πιο πριν:
Όταν ο Πέρσης αυτοκράτορας τα άκουσε αυτά και πείστηκε από τις δηλώσεις τους [των πρέσβεων των Σαμαρειτών], αποφάσισε να μην προχωρήσει σε συμφωνία για συνθήκη ειρήνης [με τούς Ρωμαίους]. Χρησιμοποίησε ως δικαιολογία το ζήτημα τής χρυσοφόρου περιοχής που είχε ανακαλυφθεί παλαιότερα στην εποχή τού αυτοκράτορα Αναστάσιου και βρισκόταν υπό ρωμαϊκή δικαιοδοσία. Αυτά τα βουνά αποτελούσαν προηγουμένως μέρος τού περσικού κράτους. Τα χρυσοφόρα βουνά βρίσκονται στα σύνορα μεταξύ Ρωμαϊκής Αρμενίας και Περσαρμενίας, όπως λένε εκείνοι που γνωρίζουν. Αυτά τα βουνά παράγουν πολύ χρυσό, γιατί όταν πέφτει βροχή και καταιγίδες, το έδαφος αυτών των βουνών ξεπλένεται και αποκαλύπτονται ψήγματα χρυσού. Παλαιότερα κάποιοι μίσθωναν αυτά τα βουνά από τούς Ρωμαίους και τούς Πέρσες για 200 λίτρα χρυσού. Από τότε όμως που τα βουνά καταλήφθηκαν από τον ιερότατο Αναστάσιο, μόνο οι Ρωμαίοι καρπώνονται τα συμφωνημένα έσοδα. Κι αυτός ήταν ο λόγος που αναστάτωσε τις διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη ειρήνης.57
Ο Σωκράτης Σχολαστικός αναφέρεται επίσης σε περσικά χρυσωρυχεία κοντά στη μεθόριο Ρωμαίων-Περσών:
Έτυχε την ίδια εποχή να υπάρχει και άλλο παράπονο των Ρωμαίων από τούς Πέρσες. Γιατί οι Πέρσες δεν ήθελαν να αφήσουν να φύγουν ελεύθεροι οι εργάτες των χρυσωρυχείων, τούς οποίους είχαν προσλάβει από τούς Ρωμαίους με μισθό. Επίσης λεηλατούσαν τούς Ρωμαίους εμπόρους.58
Τα χρυσωρυχεία που αναφέρει πιο πάνω ο Σωκράτης Σχολαστικός, τα οποία είχαν συντελέσει στην αύξηση των εντάσεων πριν από τον πόλεμο, βρίσκονταν σίγουρα στην Αρμενία.59
Τέταρτον, ο Προκόπιος (περ. 500–565 μ.Χ.) αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ιουστινιανού Α’ (527-565 μ.Χ.) οι Ρωμαίοι κατέκτησαν ορισμένα περσικά οχυρά στην Περσαρμενία, τόσο το οχυρό Βώλον όσο και το οχυρό Φαράγγιον, που ήταν το μέρος από το οποίο οι Πέρσες εξόρυσσαν χρυσό και τον πήγαιναν στον βασιλιά:
Όταν περάσουμε τα σύνορα αυτού τού λαού [των Τζάνων-Σάννων-Μακρώνων] υπάρχει βαθύ φαράγγι, πολύ απόκρημνο, που εκτείνεται μέχρι την οροσειρά τού Καυκάσου. Είναι πυκνοκατοικημένο και παράγει αμπέλια και οπωροφόρα δέντρα σε μεγάλη αφθονία. Μέχρι απόσταση τριών περίπου ημερών ταξιδιού, αυτό το φαράγγι ανήκει στους Ρωμαίους, ενώ πέρα από αυτό το σημείο ανήκει στους Περσαρμενίους. Εκεί υπάρχουν ορυχεία χρυσού, στα οποία ο Καβάδης [βασιλιάς τής Περσίας] είχε διορίσει ως επόπτη έναν ντόπιο που ονομαζόταν Συμεών. Αυτός ο Συμεών, καθώς έβλεπε ότι θα γινόταν πόλεμος μεταξύ Ρωμαίων και Περσών, αποφάσισε να στερήσει από τον Καβάδη τα έσοδα που τού χρωστούσε από αυτά τα ορυχεία. Στράφηκε λοιπόν στους Ρωμαίους και τούς παρέδωσε το φρούριο Φαράγγιον, αλλά με τον όρο ότι δεν θα τούς έδινε τον χρυσό που είχε.60
Η θέση τού Φαραγγίου έχει προσδιοριστεί στη Συσπιρίτιδα τού Στράβωνος, την περιοχή τής σημερινής Ισπίρ.61
Οι Μάκρωνες
Οι Mάκρωνες ήσαν ο πρώτος λαός που αντιμετώπισαν οι Μύριοι ύστερα από την κάθοδό τους από το όρος Θήχης. Ο προσδιορισμός τής θέσης τους είναι επομένως κεντρικής σημασίας για την αναγνώριση τόσο αυτού τού βουνού όσο και τής διαδρομής των Μυρίων.
Πενήντα χρόνια πριν από την Κύρου Ανάβαση ο Ηρόδοτος (484-425 π.Χ.) προσδιορίζει τούς Μάκρωνες στον στρατό τού Ξέρξη Α’ κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας του στην Ελλάδα το 480 π.Χ.62 Έχουμε αναφέρει ότι τετρακόσια χρόνια μετά τον Ηρόδοτο ο Στράβων εντοπίζει τούς Σάννους, που σε παλαιότερες εποχές ονομάζονταν Μάκρωνες, πάνω από την Τραπεζούντα και την Κερασούντα.63 Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος τοποθετεί τούς Μάκρωνες στην κοιλάδα τού ποταμού Άκαμψι-Άψαρου (Τσορούχ).64 Πεντακόσια χρόνια μετά τον Στράβωνα και τον Πλίνιο, ο Προκόπιος γράφει στους Πολέμους τού Ιουστινιανού ότι οι Ρωμαίοι είχαν υποτάξει το Τζανικό έθνος, που ονομάζονταν παλαιότερα Σάνοι (δηλαδή τούς Μάκρωνες, βλέπε Στράβωνα πιο πάνω).65 Στο βιβλίο του για τα Oικοδομήματα τού αυτοκράτορα Ιουστινιανού ο Προκόπιος δίνει τα ονόματα επτά οχυρών στην περιοχή των Τζάνων (Μακρώνων) τού 6ου μ.Χ. αιώνα.66
Χάρτης 9.2: Τζάνοι (Μάκρωνες) κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα σύμφωνα με Προκόπιο
Στο κεφάλαιο 4 συζητήσαμε την προτεινόμενη θέση αυτών των φρουρίων, η οποία απεικονίζεται εδώ στον Χάρτη 9.2. Έτσι οι Μάκρωνες (Τζάνοι) τής εποχής τού Προκόπιου καταλάμβαναν τις περιοχές γύρω από τη Γκουμούσχανε και τη Μπαϊμπούρτ, λίγο-πολύ όπως έκαναν και την εποχή τού Πλίνιου τού Πρεσβύτερου πεντακόσια χρόνια νωρίτερα. Σύνορά τους προς νότο ήσαν τα ύψη τής οροσειράς Κοπ, πέρα από την οποία κατοικούσαν οι Δυτικοί Αρμένιοι. Προς τα δυτικά συνόρευαν με τη χώρα των Δριλών τού Ξενοφώντος (5.2.1-27) γύρω από την Άρδασα, τη σημερινή Τορούλ. Προς βορρά το τείχος των Ποντικών Άλπεων χώριζε τούς Μάκρωνες από τούς Κόλχους. Και στα ανατολικά η χώρα των Μακρώνων συνόρευε με εκείνη των Σασπείρων (Εσπεριτών;).
Συνοψίζοντας σχετικά με τις θέσεις των λαών:
(α) Οι Χάλυβες τού τέταρτου βιβλίου τού Ξενοφώντος (δηλαδή οι Χάλδιοι, Ουραρτού) ζούσαν στα υψίπεδα τού άνω Αράξη.
(β) Οι Σκυθηνοί (δηλαδή οι Σκύθες) είχαν εισβάλει στις επαρχίες Υπερκαυκασίας των Ουραρτού και ζούσαν στα ανατολικά τού ποταμού Άρπασου (Άρπα τσάι).
(γ) Οι Εσπερίτες τού Ξενοφώντος, αν δεχτούμε ότι ήσαν οι Σάσπειρες, κατοικούσαν μέσα και γύρω από την Ισπίρ και τη μέση κοιλάδα τού Τσορούχ.
(δ) Οι Μάκρωνες καταλάμβαναν τις περιοχές τής Μπαϊμπούρτ και τής Γκουμούσχανε, νότια των Ποντικών Άλπεων και βόρεια τής οροσειράς Κοπ.
(ε) Οι Κόλχοι κατοικούσαν στην παραλιακή ζώνη και πάνω από αυτήν, από την Τραπεζούντα στα δυτικά μέχρι την Κολχίδα και την πόλη τής Φάσης στα ανατολικά, δηλαδή βόρεια τής Ποντικής οροσειράς.
(στ) Τέλος, οι Φασιανοί ζούσαν γύρω από το Πασινλέρ, ενώ οι Τάοχοι ζούσαν στα βόρεια των Φασιανών και ήσαν σκηνίτες και αυτόνομοι.67 Αυτόνομοι ήσαν επίσης οι ανατολικοί γείτονες των Ταόχων, οι Χάλδιοι.
Έτσι αυτοί οι λαοί (όπως και η διαδρομή τής Καθόδου των Μυρίων) δεν περιορίζονταν σε στενό τετράγωνο, βόρεια τού Αράξη, ανατολικά των πηγών του και δυτικά τού Πασινλέρ, όπως θεωρείται συνήθως. Με αυτή τη γεωγραφική κατανόηση μπορούμε τώρα να προχωρήσουμε στην εξέταση τού τελευταίου σκέλους τής Καθόδου των Μυρίων προς Τραπεζούντα.
Διαβαίνοντας τον Άρπασο και μπαίνοντας στη χώρα των Σκυθηνών
Μετά τη διάβαση τού Κεντρίτη (Μποτάν) και την είσοδο στην Αρμενία, οι Μύριοι πορεύτηκαν προς βορρά, πέρασαν τον Τηλεβόα (Μουράτ, Ανατολικό Ευφράτη), μπήκαν στη Δυτική Αρμενία και έφτασαν στα αρμενικά χωριά με τα υπόγεια σπίτια, στην κοιλάδα τού Ευφράτη (Καρασού) μεταξύ Ερζερούμ και Άσκαλε. Ήταν τέλη Φεβρουαρίου. Ο δρόμος των καραβανιών από Ερζερούμ προς Τραπεζούντα μέσω οροσειράς Κοπ και Μπαϊμπούρτ ήταν αποκλεισμένος από το χιόνι. Έτσι, ύστερα από μια βδομάδα παραμονής στα χωριά, έπρεπε να φύγουν. Κινήθηκαν προς τα ανατολικά και, ύστερα από την απόδραση τού οδηγού τους, έφτασαν στον ποταμό Φάσι (Αράξη) στην περιοχή τού Πασινλέρ.
Έχει προταθεί, ότι αποφάσισαν να κινηθούν προς τα ανατολικά κάτω από την εσφαλμένη εντύπωση ότι ο Αράξης (Φάσις) ήταν ο Φάσις (Ριόνι) τής Κολχίδας και ότι συνεπώς θα τούς οδηγούσε στον Εύξεινο Πόντο.68 Εδώ μπορούμε να συζητήσουμε δύο εναλλακτικές περιπτώσεις, για το πότε και πού κατέληξαν σε αυτή την απόφαση.
Πρώτον, ίσως πήραν αυτή την απόφαση πριν αναχωρήσουν από τα αρμενικά χωριά. Έτσι η άφιξή τους στον Φάσι (Αράξη) δεν ήταν τυχαία και δεν είχε σχέση με την απόδραση τού οδηγού.
Δεύτερον, μπορούμε να υποθέσουμε ότι, με δεδομένο τον αποκλεισμό από το χιόνι τής κύριας διαδρομής μέσω οροσειράς Κοπ, ίσως πρόθεση τού οδηγού ήταν να τούς πάει στην Τραπεζούντα από τη συντομότερη διαθέσιμη εναλλακτική διαδρομή, μέσω των κοιλάδων τού Τορτούμ, τού Όλτου και τού Τσορούχ, δηλαδή από τη διαδρομή που προτείνεται από τούς Λέμαν-Χάουπτ και Λέντλε. Όμως, μετά την απόδραση τού οδηγού, έχασαν τον (άγνωστο σε αυτούς) δρόμο στο χιόνι, αλλά σύντομα έφτασαν στον Αράξη στην περιοχή τού Πασινλέρ.
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (4.6.3-4), ο οδηγός απέδρασε κατά τη διάρκεια τής νύχτας. Στη συνέχεια βάδισαν για επτά ημέρες, πέντε παρασάγγες την ημέρα, δίπλα στον ποταμό Φάσι. Ο Ξενοφών αφήνει να εννοηθεί ότι η απόσταση ανάμεσα στο σημείο απόδρασης τού οδηγού και την άφιξή τους στο ποτάμι ήταν μικρή, γιατί δεν την αναφέρει καθόλου. Άλλοι όμως σχολιαστές, μεταφράζοντας το «παρὰ τὸν ποταμόν» τού Ξενοφώντος ως «προς το ποτάμι», πιστεύουν ότι ύστερα από την απόδραση τού οδηγού χρειάστηκαν επτά ημέρες για να φτάσουν στον Φάσι (Αράξη). Η έλλειψη οικισμών (και τροφίμων) κατά μήκος τής κοιλάδας στα ανατολικά τού Πασινλέρ τούς υποχρέωσε να κινηθούν προς βορρά. Πέρασαν από τη χώρα των Ταόχων, ύστερα από τη χώρα των Χαλδίων (Ουραρτού) και έφτασαν στον ποταμό Άρπασο (Άρπα τσάι), παραπόταμο τού Αράξη (Φάσι, Αράς). Ένα πιθανό σημείο διέλευσης τού Άρπασου (Άρπα τσάι) προς τα ανατολικά έχει περιγραφεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Βρισκόταν ενάμιση περίπου μίλι πάνω από τη συμβολή με τον Αράξη. Την 1η Νοεμβρίου ο ποταμός στο σημείο αυτό ήταν ορμητικός και αρκετά βαθύς, αλλά είχε πλάτος είκοσι μόνο μέτρα.69 Όμως, όταν οι Έλληνες έφτασαν στο ποτάμι, αυτό είχε πλάτος 120 μέτρα (τέσσερα πλέθρα), όπως μας λένε ο Ξενοφών70 και ο Διόδωρος.71 Φαίνεται λοιπόν ότι διέσχισαν τον Άρπασο πιο κοντά στη συμβολή και μπήκαν στη χώρα των Σκυθηνών/Σκυτίνων.72
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα βάδισαν τέσσερις ημέρες (20 παρασάγγες) στη χώρα των Σκυθηνών, πάνω σε ομαλή πεδιάδα, φτάνοντας σε κάποια χωριά, όπου έμειναν τρεις ημέρες και ανανεώθηκαν. Ο Διόδωρος (14.29.2) αναφέρει επίσης ότι η προέλασή τους, τούς έφερε μέσα από το έδαφος των Σκυθηνών από δρόμο σε πεδιάδα. Αν όμως Άρπασος ήταν ο ποταμός Τσορούχ, αν τον συνάντησαν στο Γιουσουφέλι και πορεύτηκαν αντίθετα με τη ροή του, προς την Ισπίρ, όπως προτείνουν όλες σχεδόν οι επικρατούσες προτάσεις, τότε δεν υπάρχει ομαλή πεδιάδα στη διαδρομή τους μέσα από το φαράγγι τού Τσορούχ.73
Έχουμε αναφέρει ότι η απόσταση τού Ερεβάν (η θέση που προτείνουμε για τα χωριά αναψυχής) από τον Άρπασο (Άρπα τσάι στα τουρκικά, Αχουριάν στα αρμενικά) είναι 108 χλμ (18,7 παρασάγγες).74 Πρέπει να επαναλάβουμε ότι στην περιοχή τού Ερεβάν, βλέποντας την προς νότο στροφή τού Αράξη, οι Μύριοι συνειδητοποίησαν το λάθος τους. Έχουμε σημειώσει ότι και ο Ρένελ αναφέρει κάτι παρεμφερές,75 αν και πίστευε ότι οι Μύριοι συνάντησαν τον Άρπασο (Άρπα τσάι) πιο βόρεια. Έχουμε επίσης σημειώσει ότι αν ο Ρένελ είχε παρατηρήσει την πορεία δεκαπέντε ημερών τού Διόδωρου από την πόλη Γυμνιάς στο όρος Θήχης, θα είχε βρει απαντήσεις σε πολλά από τα ερωτήματά του, καθώς ο ίδιος φέρνει τούς Μύριους στην περιοχή τού Γκυουμρί, στο βόρειο τμήμα τού ποταμού Άρπασου (Άρπα τσάι) και από εκεί πίσω ξανά στην περιοχή τού Ερζερούμ, προκειμένου να εντοπίσει μια πόλη Γυμνιάς συμβατή με τις πέντε ημέρες πορείας τού Ξενοφώντος.76
Ο Μανφρέντι έχει προτείνει ότι πορεύτηκαν προς την ανατολή δίπλα στον Αράξη μέχρι την προς νότο καμπή του.77 Προτείνει όμως78 ότι έφτασαν στον Αράξη, κοντά στη συμβολή του με τον Άρπα τσάι, ύστερα από βορειοανατολική πορεία από την περιοχή τής Μους. Όπως οι περισσότερες προτάσεις για τη διαδρομή τής Καθόδου των Μυρίων, εκείνη του Μανφρέντι θεωρεί ως Ευφράτη τού Ξενοφώντος τον ποταμό Αρσανία/Μουράτ, όχι τον Φρατ/Καρασού.79 Η διαδρομή του λοιπόν δεν περνά από τις χώρες των Φασιανών (γύρω από το Πασινλέρ), των Ταόχων (Τορτούμ, Ναρμάν, Όλτου) και των Χαλδίων (μέσα και γύρω από την κοιλάδα τού Ζίβιν).
Έχουμε υιοθετήσει την πρόταση τού Μανφρέντι ότι οι Μύριοι αντιλήφθηκαν το λάθος τους όταν είδαν την προς νότο στροφή τού Αράξη. Ο Μανφρέντι όμως δεν γνωρίζει τις δεκαπέντε ημέρες τού Διόδωρου. Έτσι, αν και προτείνει διαδρομή στη σημερινή Αρμενία, στην οποία οι Μύριοι μπαίνουν νότια τής συμβολής τού Άρπα τσάι με τον Αράξη, κατευθύνονται προς λίμνη Σεβάν και Ντιλιτζάν στα βορειοανατολικά και βγαίνουν νότια τού Γκυουμρί προς Καρς στα δυτικά, ο Μανφρέντι αναζητά την πόλη Γυμνιάς (και τη χώρα των Σκυθηνών) όχι ανατολικά τού Άρπασου (Άρπα τσάι) στην περιοχή τού Γκυουμρί, αλλά στη Μπαϊμπούρτ (βλέπε Χάρτη 6.3 Κεφαλαίου 6). Σύμφωνα με τον Λέντλε,
«o Μανφρέντι φαίνεται ότι ο ίδιος δεν είναι σε θέση να διατυπώσει μια ακριβή πρόταση διαδρομής. Ύστερα από τη διάβαση τού Ευφράτη [τού Μουράτ] (κοντά στο Καρακιοσέ), σχεδιάζει στους Χάρτες 14 και 15 δοκιμαστικές προτάσεις προερχόμενες τόσο από τον Μπουσέρ όσο και από τον Λέμαν-Χάουπτ, τις οποίες ενώνει και πάλι στην πόλη Γυμνιάς (= Μπαϊμπούρτ)».80
Οι Μύριοι λοιπόν κινήθηκαν προς βορρά κατά μήκος τής παλαιάς διαδρομής καραβανιών,81 20 παρασάγγες σε τέσσερις ημέρες σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, φτάνοντας σε μεγάλη και ευημερούσα πόλη που ονομαζόταν Γυμνιάς (4.7.19). Ο Διόδωρος (14.29.2) αναφέρει επίσης πορεία τεσσάρων ημερών και ονομάζει την πόλη Γυμνασία. Η απόσταση μεταξύ Ερεβάν (προτεινόμενη θέση των χωριών αναψυχής) και Γκυουμρί (προτεινόμενη Γυμνιάς) είναι 121 χλμ (21 παρασάγγες). Το Γκυουμρί έχει προταθεί εδώ και πολύ καιρό ως θέση τής πόλης Γυμνιάς τού Ξενοφώντος:
«Είναι όμως αξιοπερίεργο το γεγονός ότι η μόνη “μεγάλη και ευημερούσα κατοικημένη πόλη που ονομαζόταν Γυμνιάς”, που αναφέρεται από τον Ξενοφώντα, βρισκόταν στο βόρειο τμήμα τής ιστορικής Αρμενίας, το οποίο εκείνη την περίοδο είχε καταληφθεί από φυλές Κιμμερίων και Σκυθών…. Μέσω προσεκτικής ανάλυσης των στοιχείων τού Ξενοφώντος ως προς την διαδρομή τής Καθόδου των Μυρίων στη χώρα των Σκυθών, κατέστη δυνατό να προσδιοριστεί ότι η πόλη Γυμνιάς ταυτίζεται με την αρχαία αρμενική πόλη Κουμάιρι, το σύγχρονο Γκυουμρί-Λενινάκαν. Γυμνιάς αντί για Γκουμριάς. Το όνομα τής πόλης, που ήταν το κέντρο τής ομοσπονδίας φυλών Κιμμερίων και Σκυθών οι οποίες είχαν εγκατασταθεί στις αρχαίες αρμενικές επαρχίες Βανάντ, Σιράκ και Αραράτ, ήταν προφανώς ονομασία εθνοτικής καταγωγής, προερχόμενη από το όνομα των Κιμμερίων: Γκιμιράι».82
Επίσης,
«[ο Ξενοφών] αναφέρει τη μεγάλη πόλη Γυμνιάς σε έδαφος Σκυθών. Ίσως ήταν το Γκυουμρί, ενώ άλλοι προτείνουν το Πασινλέρ».83
Όμως οι περισσότεροι μελετητές τής διαδρομής τής Καθόδου των Μυρίων δεν φαίνεται να έχουν πάρει στα σοβαρά την πρόταση αυτή. Κύριος κατά τη γνώμη μας λόγος είναι το γεγονός ότι οι υποστηρικτές της δεν βάσισαν τα επιχειρήματά τους στην πορεία δεκαπέντε ημερών τού Διόδωρου από την πόλη Γυμνιάς στο όρος Θήχης. Έτσι οι αντίπαλοί της δικαίως απέρριψαν την υπονοούμενη άποψη ότι ήταν δυνατό να φτάσει κανείς από το Γκυουμρί της Αρμενίας στα βουνά πάνω από την Τραπεζούντα με την κατά Ξενοφώντα πορεία πέντε ημερών.
Χάρτης 9.3: Από τα αρμενικά χωριά στην πόλη Γυμνιάς
Ο Χάρτης 9.3 απεικονίζει από τα αριστερά προς τα δεξιά την προτεινόμενη διαδρομή από τα αρμενικά χωριά με τα υπόγεια σπίτια προς την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί). Σε αυτόν τον χάρτη υιοθετούμε την τρίτη εναλλακτική διαδρομή στα εδάφη των Ταόχων και των Χαλδίων,84 θεωρώντας ότι ο Ξενοφών σκοπίμως αναφέρει δύο φορές την πορεία δίπλα στον ποταμό Φάσι (Αράξη), πρώτα ως πορεία από την απόδραση τού οδηγού μέχρι την άφιξή τους στον ποταμό και την ανάβαση προς βορρά (4.6.5) και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια τής πορείας τους στη χώρα των Χαλδίων, μέχρι τη διάβαση τού ποταμού Άρπασου (4.7.15-18).85
Η αυξανόμενη ημερήσια διάνυση (απεικονιζόμενη με μεγαλύτερους κύκλους) συνδέεται: Πρώτον, με πορείες κατά μήκος κύριων δρόμων, σε αντίθεση με πορείες έξω από τέτοιους δρόμους. Δεύτερον, με πορείες σε ομαλές πεδιάδες, σε αντίθεση με πορείες σε δύσκολα εδάφη. Και τρίτον, συνδέεται επίσης με τις καιρικές συνθήκες. Η πορεία ξεκινά στο χιόνι από τα αρμενικά χωριά και φέρνει τούς Έλληνες στην πόλη Γυμνιάς στα τέλη Απριλίου. Στα πρώτα στάδια αυτής τής πορείας, ίσως σε αναμονή βελτίωσης των καιρικών συνθηκών, οι Έλληνες είχαν παραμείνει τέσσερις ημέρες δίπλα στον Φάσι (Αράξη) και δεκαπέντε στα εδάφη των Φασιανών και των Ταόχων (Διόδ. 14.29.1-2).
Από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) στο όρος Θήχης
Η Γυμνιάς (Γκυουμρί) βρισκόταν πάνω στη βόρεια κύρια διαδρομή δύσης-ανατολής των καραβανιών. Η διαδρομή αυτή κατευθυνόταν από τη Σεβάστεια προς το Ερζιντζάν, το Άσκαλε, το Ερζερούμ, το Καρς, το Ερεβάν, την Ταμπρίζ, την Τεχεράνη και πέρα από αυτήν. Έτσι κατανοούμε το παρακάτω απόσπασμα:
«Αλλά μέσα από αυτή την περιοχή έχουν περάσει από αμνημονεύτων χρόνων δύο πολύ σημαντικοί κύριοι δρόμοι καραβανιών από τα δυτικά προς τα ανατολικά, συνδέοντας την Ανατολία με το Ιράν και την Ινδία και τις στέπες τής Κεντρικής Ασίας. Ο πιο βόρειος από αυτούς τούς δρόμους περνούσε από τη Σεβάστεια, το Ερζιντζάν και το Ερζερούμ, ανέβαινε σιγά-σιγά προς το Καρς και στη συνέχεια περνούσε βόρεια τής λίμνης Βαν προς Ερεβάν, Ταμπρίζ, Τεχεράνη και πιο πέρα».86
Αν εδώ εννοείται ότι ο βόρειος κύριος δρόμος δύσης-ανατολής των καραβανιών κατέβαινε από το Καρς νοτιοανατολικά προς το Ερεβάν παρακάμπτοντας το Γκυουμρί, τότε το Γκυουμρί δεν βρισκόταν πάνω σε αυτόν τον δρόμο. Σε κάθε περίπτωση, το Γκυουμρί βρισκόταν πάνω στη σύνδεση βορρά-νότου από Τιφλίδα (Τμπιλίσι) προς Καρς:
«Οι συνδέσεις βορρά-νότου αποτελούνταν είτε από την κύρια διαδρομή από Τιφλίδα, η οποία περνούσε από τον Καύκασο, στη συνέχεια νοτιοδυτικά από το Λενινάκαν (παλαιότερα Αλεξαντροπόλ) [δηλαδή από το Γκυουμρί] και το Καρς προς Χορασάν κι ύστερα στρεφόταν προς νότο μέσω Χουνούς προς Μους, ή εναλλακτικά από διαδρομή που περνούσε από το Λενινάκαν [δηλαδή το Γκυουμρί] προς νότο, κυκλώνοντας το όρος Αλαγκιόζ προς Ερεβάν».87
Οι Έλληνες είχαν φτάσει στο Γκυουμρί από την περιοχή τού Ερεβάν κατά μήκος σκέλους αυτού τού δρόμου δύσης-ανατολής. Στο Γκυουμρί ο δρόμος αυτός συνδεόταν με τον άξονα βορρά-νότου, που κατευθυνόταν από την Τιφλίδα στο Γκυουμρί, στη συνέχεια συνέπιπτε με την αναφερθείσα διαδρομή δύσης-ανατολής από Γκυουμρί προς Καρς και Χορασάν, ενώ ανατολικά τού Ερζερούμ (στο Κιοπρουκιόι) στρεφόταν προς νότο μέσω Χουνούς και Μους.
Στο Γκυουμρί (Γυμνιάς) οι Μύριοι εφοδιάστηκαν με οδηγούς, που τούς οδήγησαν στο όρος Θήχης ύστερα από πορεία δεκαπέντε ημερών σύμφωνα με τον Διόδωρο. Στην αρχή αυτού τού κεφαλαίου προτείναμε ότι το όρος Θήχης ήταν το Κεμέρ Νταγ στα βόρεια τής Χαρτ (Αϊντίντεπε). Μια πρώτη αιτιολόγηση αυτής τής ταύτισης πρέπει να ικανοποιεί την απόσταση αυτού τού βουνού από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί). Η απόσταση αυτή πρέπει να καλύπτεται με πορεία δεκαπέντε ημερών. Περαιτέρω αιτιολογήσεις σχετίζονται με τα γεγονότα που ακολούθησαν την ανάβαση των Μυρίων στο όρος Θήχης και συζητούνται αργότερα. Καθώς ο Ξενοφών (αλλά και ο Διόδωρος) δεν παρέχουν λεπτομέρειες τής πορείας από την πόλη Γυμνιάς στο όρος Θήχης, πρέπει να εξεταστούν πιθανές διαδρομές από το Γκυουμρί στο Κεμέρ Νταγ, που να ικανοποιούν την απαίτηση πορείας δεκαπέντε ημερών.
Πρώτη εναλλακτική: Κατά μήκος των διαδρομών καραβανιών
Μια πρώτη προφανής διαδρομή από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) στο όρος Θήχης (Κεμέρ Νταγ) θα ήταν κατά μήκος των κυρίων διαδρομών καραβανιών, μέσω Καρς, Πασινλέρ, Ερζερούμ και Άσκαλε. Από το Ερζερούμ/Άσκαλε οι Έλληνες θα ακολουθούσαν τη διαδρομή καραβανιών που συνέδεε αυτόν τον βόρειο άξονα δύσης-ανατολής με το λιμάνι τής Τραπεζούντας στον Εύξεινο Πόντο μέσω Μπαϊμπούρτ.
Χάρτης 9.4: Από την πόλη Γυμνιάς στο όρος Θήχης ακολουθώντας τούς δρόμους των καραβανιών
Ο Χάρτης 9.4 απεικονίζει μέσα σε πράσινους κύκλους τη διαδρομή αυτή, που έχει περιγραφεί από σύγχρονους περιηγητές. Το σκέλος από το Γκυουμρί στο Καρς (στην αντίθετη κατεύθυνση) έχει περιγραφεί από τον Σμιθ.88 Το σκέλος από το Καρς στο Πασινλέρ έχει περιγραφεί από τον Πόρτερ.89 Το σκέλος από το Ερζερούμ προς Άσκαλε, Μπαϊμπούρτ και Τραπεζούντα έχει περιγραφεί (στην αντίθετη κατεύθυνση) από τον Κίνεϊρ.90 Κάθε κύκλος στον χάρτη αντιπροσωπεύει ημερήσια πορεία πέντε «κανονικών» παρασαγγών (30 περίπου χλμ).
Για συγκρίσεις με άλλες ημερήσιες πορείες 5 παρασαγγών, απεικονίζονται επίσης μέσα σε κόκκινους κύκλους οι 8 ημέρες πορείας (40 παρασάγγες) στη χώρα των Σκυθηνών.
Μέσω αυτής τής διαδρομής, με ημερήσια πορεία πέντε «κανονικών» (των 30 σταδίων) παρασαγγών επί κύριων δρόμων καραβανιών και κάτω από καλές καιρικές συνθήκες (ήταν Μάιος τώρα), οι Έλληνες θα έφταναν σε δεκαπέντε ημέρες από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) στην περιοχή τής Μπαϊμπούρτ. Θα χρειάζονταν μία επιπλέον ημέρα για να φτάσουν στα ύψη τού Κεμέρ Νταγ.
Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες η απόσταση μεταξύ Γκυουμρί και Κεμέρ Νταγ από αυτή τη διαδρομή είναι 462 χλμ (80,0 «κανονικοί» παρασάγγες των 5,768 χλμ) και υπολογίζεται ως εξής: Γκυουμρί [12 χλμ] Αχουρίκ (σύνορο) [68 χλμ] Καρς [65 χλμ] Σαρικαμίς [71 χλμ] Χορασάν [85 χλμ] Ερζερούμ [56 χλμ] Άσκαλε [72 χλμ] Μπαϊμπούρτ [18 χλμ] Χαρτ (Αϊντίντεπε) [15 χλμ] Όρος Θήχης (Κεμέρ Νταγ).
Όμως αυτή η διαδρομή, αν και έχει το πλεονέκτημα ότι αποτελείται σε όλο της το μήκος από αναγνωρισμένους δρόμους καραβανιών, ξαναφέρνει τούς Έλληνες μέσα από τα εδάφη των ανίκητων Χαλδίων (μεταξύ Καρς και Χορασάν). Ο Ξενοφών (Ανάβ. 4.7.17) καθιστά σαφές ότι οι Μύριοι δεν κατάφεραν να καταλάβουν κανένα από τα κάστρα των Χαλδίων και συνέχισαν να τρέφονται με τα ζώα που είχαν αρπάξει από τούς Ταόχους. Τούς φέρνει επίσης μέσα από τα εδάφη των Φασιανών (γύρω από το Πασινλέρ) και των Αρμενίων με τα υπόγεια σπίτια (μεταξύ Ερζερούμ και Άσκαλε), όπου όλες οι διαθέσιμες προμήθειες πιθανότατα είχαν εξαντληθεί κατά τη διάρκεια τού προηγούμενου χειμερινού περάσματός τους και τής παραμονής τους (8 και 4 ημέρες αντίστοιχα) σε αυτές τις περιοχές. Έχουμε προτείνει ότι οι Έλληνες παρέμειναν στα αρμενικά χωριά (A νάβ. 4.6.1, Διόδ. 14.29.1) από τις 27 Φεβρουαρίου μέχρι τις 7 Μαρτίου 400 π.Χ. και στον Αράξη (Διόδ. 14.29.1) από τις 17 μέχρι τις 21 Μαρτίου 400 π.Χ. Επιπλέον, καθώς τώρα αυτή η πορεία από την πόλη Γυμνιάς προς το όρος Θήχης πραγματοποιούνταν κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο τού Μαΐου, οι Πέρσες και οι σύμμαχοί τους ίσως ήσαν καλά προετοιμασμένοι για να τούς αντιμετωπίσουν. Έχουμε προτείνει ότι η δεκαπέντε ημερών πορεία τους από την πόλη Γυμνιάς στο όρος Θήχης (Διοδ. 14.29.3) ήταν από τις 1 έως 15 Μαΐου 400 π.Χ.
Δεύτερη εναλλακτική: Στις παραμεθόριες περιοχές και κατά μήκος τού Τσορούχ
Αν θεωρήσουμε τούς παραπάνω λόγους ως επαρκείς για να μην επιχειρηθεί πορεία πάνω στους κύριους δρόμους των καραβανιών, μπορούμε να ελέγξουμε την πρόταση ότι οι Μύριοι και οι οδηγοί τους πορεύτηκαν από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) στο όρος Θήχης μέσα από βόρεια διαδρομή, από ανατολικά προς τα δυτικά, στο εξωτερικό (ή στην άκρη) τής σφαίρας επιρροής των Αχαιμενιδών. Λαμβάνοντας υπόψη το σύγχρονο οδικό δίκτυο, έχουμε δείξει ότι από μια τέτοια διαδρομή ήταν δυνατόν να φτάσουν με πορεία δεκαπέντε ημερών από την πόλη Γυμνιάς (στο Γκυουμρί) στο όρος Θήχης. Στο Κεφάλαιο 5 αυτού του βιβλίου προτείναμε ότι οι Μύριοι είδαν τη θάλασσα από τα ύψη τού όρους Θήχης (Κεμέρ Νταγ), 8 περίπου χλμ βόρεια τής Χαρτ (Αϊντίντεπε). Εδώ, ύστερα από πιο λεπτομερή εξέταση, προτείνουμε ότι ανέβηκαν σε αυτό το βουνό 15 χλμ βόρεια τής Χαρτ (Αϊντίντεπε). Επομένως η απόσταση από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) επανυπολογίζεται σε 449 χλμ (77,8 «κανονικούς» παρασάγγες), ταιριάζει με την απόσταση που καλύπτεται με πορεία δεκαπέντε ημερών (75 παρασάγγες) και προκύπτει ως εξής: Γκυουμρί [12 χλμ] Αχουρίκ (σύνορο) [110 χλμ] Γκιόλε [124 χλμ] Γιουσουφέλι [77 χλμ] Ισπίρ [111 χλμ] Χαρτ (Αϊντίντεπε) [15 χλμ] όρος Θήχης (Κεμέρ Νταγ).
Αν την εποχή τού βασιλιά Δαρείου Α’ (βασ. 522-486 π.Χ.) οι Σάσπειρες, οι Αλαρόδιοι και οι Ματιηνοί ανήκαν στην ίδια διοικητική μονάδα (σατραπεία), όπως αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, τότε πρέπει να συνδέονταν με δρόμο. Επίσης, αν τα μεταλλεία χρυσού στη Συσπιρίτιδα την εποχή τού Αλεξάνδρου (σύμφωνα με τον Στράβωνα) ταυτίζονται με εκείνα τού αυτοκράτορα Αναστασίου (σύμφωνα με τον Μαλάλα), δηλαδή με τα μεταλλεία χρυσού στο Φαράγγιον (σύμφωνα με τον Προκόπιο), τότε και πάλι πρέπει να υπήρχε δρόμος κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής περιόδου από την ύστερη αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών (την οποία κατέλυσε ο Αλέξανδρος) μέχρι την αυτοκρατορία των Σασσανιδών (που κατείχε αυτά τα μεταλλεία χρυσού), από τον οποίο δρόμο ο χρυσός μεταφερόταν από τη Συσπιρίτιδα στην Περσία. Δρόμος πρέπει επίσης να υπήρχε και κατά την ενδιάμεση περίοδο (εποχή Ξενοφώντος), προκειμένου να συνδέει τούς Εσπερίτες (Σάσπειρες) και τούς νότιους γείτονές τους, τούς Φασιανούς, με τον κυβερνήτη τους νοτιότερα, δηλαδή με τον Τιρίβαζο, σατράπη τής Δυτικής Αρμενίας. Πιθανό ανάπτυγμα αυτού τού δρόμου είναι μέσω των κοιλάδων τού Τσορούχ (από την Ισπίρ μέχρι το Γιουσουφέλι) και των Όλτου/Τορτούμ (από το Γιουσουφέλι στο Πασινλέρ επί τού Αράξη). Στην αντίθετη κατεύθυνση (από Πασινλέρ προς Ισπίρ) έχει προταθεί ως διαδρομή τής Καθόδου των Μυρίων από τούς Λέμαν-Χάουπτ και Λέντλε, παρά τις σχετικές ελλείψεις.91 Επίσης στην πρόταση των Λέμαν-Χάουπτ και Λέντλε δεν υπάρχουν Εσπερίτες (Σάσπειρες). Την κοιλάδα τού Τσορούχ, σε όλο της το μήκος από το Γιουσουφέλι μέχρι τη Μπαϊμπούρτ, καταλαμβάνουν οι Σκυθηνοί.92 Στη μέση περίπου (γύρω από την Ισπίρ) τοποθετεί η πρόταση αυτή τα χωριά αναψυχής στη χώρα των Σκυθηνών (Aνάβ. 4.7.18).
Σε παραλλαγή αυτής τής πρότασης οι Χάλυβες (δηλαδή οι Χάλδιοι) ζουν γύρω από την Ισπίρ. Οι Σκυθηνοί τής πόλης Γυμνιάς παραμένουν στη Μπαϊμπούρτ.93 Έτσι οι οκτώ ημέρες πορείας (40 παρασάγγες) τού Ξενοφώντος από τούς Χάλυβες (στην Ισπίρ) μέχρι την πόλη Γυμνιάς (στη Μπαϊμπούρτ) συνεπάγονται μέση ημερήσια διάνυση 12,5 μόνο χλμ επί οκτώ συνεχόμενες ημέρες, αφού το μήκος τής μιας και μοναδικής δυνατής οδού (Ισπίρ-Μπαϊμπούρτ) είναι 100 περίπου χλμ.
Σύμφωνα με τον Κίνεϊρ,94 στις αρχές τού 19ου αιώνα η απόσταση μεταξύ Ισπίρ και Μπαϊμπούρτ ταξιδευόταν σε 28 ώρες. Αυτό συνεπάγεται μέση ωριαία διάνυση (103:28 =) 3,67 χλμ. Επίσης η απόσταση μεταξύ Μπαϊμπούρτ και Άσκαλε ταξιδευόταν σε 12 ώρες, δηλαδή με μέση ωριαία διάνυση (69,5:12 =) 5,8 χλμ, ίση ακριβώς με έναν «κανονικό» παρασάγγη (5,768 χλμ).
Φαίνεται λοιπόν δυνατό να πορεύτηκαν οι Έλληνες δίπλα στον Τσορούχ κατά το τελευταίο σκέλος τής Καθόδου από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) προς το όρος Θήχης μέσω Ισπίρ, δηλαδή κινούμενοι δυτικά από το Γιουσουφέλι μέχρι τη Χαρτ (Αϊντίντεπε). Ποια όμως διαδρομή ακολούθησαν από το Γκυουμρί μέχρι τον ποταμό Τσορούχ; Όπως φαίνεται στον Χάρτη 9.5, οι πρώτες τρεις από τις δεκαπέντε ημέρες πορείας τους ήσαν πάνω στον βόρειο κύριο δρόμο των καραβανιών.
Επίσης οι τελευταίες έξι ήσαν, όπως αναφέρθηκε, στον δρόμο προς τα μεταλλεία χρυσού κοντά στον Τσορούχ. Αντί για τις δικές μας 6 ημερήσιες πορείες των 5 παρασαγγών μεταξύ Γιουσουφέλι και Αϊντίντεπε (176 χλμ επί τού χάρτη, 30,5 «κανονικοί» παρασάγγες), ο Λέντλε95 θεωρεί 8 ημερήσιες πορείες μεταξύ Γιουσουφέλι και Μπαϊμπούρτ (174 χλμ επί τού χάρτη, 30,2 «κανονικούς» παρασάγγες), που συνεπάγονται ημερήσια διάνυση 3,8 παρασαγγών. Επομένως η αβεβαιότητα αφορά τις έξι ημέρες (4 έως 9, Χάρτης 9.5), από το σημείο όπου άφησαν τον μεγάλο δρόμο καραβανιών τού Καρς (στα ανατολικά τού Γκιόλε) μέχρι την άφιξή τους στον Τσορούχ (στο Γιουσουφέλι).
Χάρτης 9.5: Από την πόλη Γυμνιάς στο όρος Θήχης δίπλα στον Τσορούχ
Στο τμήμα αυτό η διαδρομή που απεικονίζεται στον Χάρτη 9.5 συμπίπτει με το ίχνος τής σημερινής εθνικής οδού, αλλά είναι αβέβαιη. Περνά μέσα από αραιοκατοικημένη περιοχή, που αποτελούσε από αρχαιοτάτων χρόνων την παραμεθόριο μεταξύ γειτονικών αυτοκρατοριών: τής Ανατολικής Ρωμαϊκής και τής Περσικής αυτοκρατορίας για αιώνες. Τής Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των ηγεμονιών τής Γεωργίας κατά τον Μεσαίωνα. Τής αυτοκρατορίας Τραπεζούντος και των διαφόρων τουρκομανικών κρατών (Σελτζούκων, Καρά Κογιουνλού, Ακ Κογιουνλού) αργότερα. Τής Οθωμανικής και τής Ρωσικής αυτοκρατορίας μέχρι τον προηγούμενο αιώνα.
Τρίτη εναλλακτική: Κατά μήκος τής διαδρομής τού ταξιδιού τού Χάμιλτον
Η αβεβαιότητα τμημάτων τής πιο πάνω δεύτερης εναλλακτικής θα μπορούσε ενδεχομένως να μειωθεί, αν λαμβανόταν υπόψη το ταξίδι τού Χάμιλτον κατά τον 19ο αιώνα από το Γκυουμρί στη Μπαϊμπούρτ:
«Είναι πιθανό να είχαν διασχίσει τη χώρα που μεσολαβεί μεταξύ τού ποταμού τού Όλτου και τού Αράξη σε πιο άμεση γραμμή προς τον Τσορούχ, ακουμπώντας σχεδόν στη διαδρομή τού Χάμιλτον, στις πηγές των ποταμών τού Ναρμάν, τού Λιεσγκάφ, τού Τορτούμ και τού Γενικιόι, χώρα η περιγραφή τής οποίας από τον Χάμιλτον, και ακόμη περισσότερο από τον κ. Κέρζον πρόσφατα, δείχνει ότι είναι δασωμένη, βραχώδης, απόκρημνη και πολύ δύσκολη».96
Όπως αναφέραμε στο Κεφάλαιο 7, για την επιστροφή του στην Τραπεζούντα ο Χάμιλτον δεν ακολούθησε ούτε την παραδοσιακή διαδρομή (πιο πάνω πρώτη εναλλακτική) μέσω Ερζερούμ, Άσκαλε και Κοπ Νταγ, ούτε τη δεύτερη μέσω Γιουσουφέλι και μέσης κοιλάδας Τσορούχ. Όταν αναχωρούσε από το Καρς, αρχικός προορισμός τού Χάμιλτον ήταν η Ισπίρ και από εκεί βόρεια πορεία προς την ακτή στη Ρίζε. Έτσι η διαδρομή που τού υπέδειξε ο υπεύθυνος τού σταθμού αλλαγής αλόγων (μενζιλτζής) στο Καρς (Χάρτης 7.6), ήταν η κανονική διαδρομή εκείνης τής εποχής μεταξύ Καρς και Ισπίρ και δεν ακολουθούσε το φαράγγι τού Τσορούχ.
Στο λεπτομερές του Παράρτημα ΙΙ ο Χάμιλτον παρέχει πλήρη κατάλογο των εκτεταμένων ταξιδιών του στη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Αρμενία, καταγράφοντας τις αποστάσεις μεταξύ όλων των γειτονικών τόπων. Οι αποστάσεις αυτές παρέχονται από τον Χάμιλτον «σε τούρκικες ώρες σταθμών αλλαγής αλόγων, όπως τις ανέφεραν οι υπεύθυνοι των σταθμών [μενζιλτζήδες], σύμφωνα με τον ρυθμό βαδίσματος ενός αλόγου και με βάση τις οποίες πλήρωνα».97
Το αριστερό μέρος τού Πίνακα 9.1 είναι απόσπασμα από τον κατάλογο τού Χάμιλτον για τη διαδρομή από Γκυουμρί προς Τραπεζούντα μέσω Καρς, Ισπίρ και Μπαϊμπούρτ. Το δεξί μέρος παρέχει τις αντίστοιχες χιλιομετρικές αποστάσεις πάνω στους σύγχρονους οδικούς χάρτες και τις σημερινές ονομασίες των τόπων που αναφέρονται από τον Χάμιλτον.
Πίνακας 9.1: Χάμιλτον, από το Γκυουμρί στη Μπαϊμπούρτ και την Τραπεζούντα |
||||
---|---|---|---|---|
Στον Χάμιλτον |
Επί τού χάρτη |
|||
Ονομασία |
«Ώρες» |
Παρασάγγες* |
Χλμ |
Σύγχρονη ονομασία |
Γκυουμρί |
Γκυουμρί 1 |
|||
Καρς |
10 |
11,8 |
68 |
Καρς 2 |
Μπαρντές |
12 |
14,2 |
82 |
Γκαζιλέρ 3 |
Ιντ |
10 |
11,6 |
67 |
Ναρμάν 4 |
Λιεσγκάφ |
7 |
6,4 |
37 |
Γιουκαρισιβρί 5 |
Κίζρα |
5 |
5,2 |
30 |
Σένγιουρτ 6 |
Γιουντούκ |
2 |
2,3 |
13 |
Σερνταρλί 7 |
Ισπίρ |
8 |
7,8 |
45 |
Ισπίρ |
Καρά Αγάτς |
9 |
8,7 |
50 |
Καρακότς 8 |
Μπαϊμπούρτ |
9 |
9,4 |
54 |
Μπαϊμπούρτ |
Γκυουμρί-Μπαϊμπούρτ |
72 |
77,3 |
446 |
Γκυουμρί-Μπαϊμπούρτ |
Μπαϊμπούρτ |
Μπαϊμπούρτ |
|||
Τραπεζούς |
32 |
31,9 |
184 |
Τράμπζον |
Μπαϊμπούρτ-Τραπεζούς |
32 |
31,9 |
184 |
Μπαϊμπούρτ-Τράμπζον |
* Χιλιόμετρα επί τού χάρτη διά 5,768 χλμ ανά παρασάγγη
Οι παρακάτω σημειώσεις ισχύουν για τον πίνακα 9.1:
1 Ο Χάμιλτον δεν επισκέφτηκε το Γκυουμρί, αλλά έφτασε σε σημείο δυτικά τού ποταμού-συνόρου Άρπα τσάι, απ’ όπου μπορούσε να βλέπει με κυάλια τα οχυρωματικά έργα των Ρώσων (II, 204-5).
2 Ο Χάμιλτον επέστρεψε στο Καρς μέσω Ουζουνκιλίσε, που μετονομάστηκε σε Εσένγιαγλα μετά το 1928 (Index Anatolicus, Esenyayla-Akyaka-Kars).
3 Το Bardız (Bardes στον Χάμιλτον) μετονομάστηκε σε Γκαζιλέρ μετά το 1928 (Index Anatolicus, Gazilerkö>y-Şenkaya-Erzurum). Σύμφωνα με τον Sinclair 1989: II, 27 από το Bardiz περνούσε ένας μάλλον δύσκολος δρόμος, που αποτελούσε βορειότερη παραλλαγή τής κύριας διαδρομής μεταξύ Ερζερούμ και Καρς.
4 Το Ιντ ονομάστηκε Ναρμάν μετά το 1928 (Index Anatolicus, Narman-Erzurum).
5 Το Λισγκάβ (Liesgaff τού Χάμιλτον) μετονομάστηκε σε Γιουκάρισιβρί μετά το 1928 (Index Anatolicus, Yukarısivri-Tortum-Erzurum).
6 Η Κίτσχα (Kizrá στον Χάμιλτον) μετονομάστηκε σε Κίσκα μετά το 1928, σε Ουντζουλάρ μετά το 1946 και σε Σένγιουρτ μετά το 1960 (Index Anatolicus, Şenyurt-Tortum-Erzurum).
7 Το Euduk τού Χάμιλτον είναι είτε το χωριό Σερνταρλί, που ονομαζόταν Γιουκάρι (Άνω) Γιοντίκ πριν από το 1960 (Index Anatolicus, Serdarlı-Tortum-Erzurum), ή το γειτονικό (σε απόσταση ενός χιλιομέτρου) χωριό Ασάγικατικλί, που ονομαζόταν Ασάγι (Κάτω) Γιοντίκ μέχρι το 1928 (Index Anatolicus, Aşağıkatıklı-Tortum-Erzurum).
8 Μεταξύ Ισπίρ και Μπαϊμπούρτ ο Χάμιλτον αναφέρει μόνο ένα μέρος, το οποίο ονομάζει Καρά Αγάτς, ευρισκόμενο στη μέση τής 18 ωρών σταθμών αλλαγής απόστασης. Αυτό το μέρος πρέπει να ταυτίζεται με το Καραγάτς (Quarağah) που αναφέρεται από τον G. Stratil-Sauer, “From Baiburt via Ispir to Lazistan”, The Geographical Journal, 86, 5 (1935), 402-410 και σημειώνεται στο χάρτη που συνοδεύει το άρθρο (σελ. 404) στη μέση σχεδόν τής απόστασης. Καρα Αγάτς είναι μάλλον το σημερινό Καρακότς.
Ο Πίνακας 9.1 επιδεικνύει τη μεγάλη ομοιότητα μεταξύ τής επίσημης «τουρκικής ώρας» και τού παρασάγγη. Η ομοιότητα αυτή, την οποία είχαν παρατηρήσει και άλλοι περιηγητές, εξετάστηκε για το σύνολο τού Παραρτήματος ΙΙ τού Χάμιλτον στο κεφάλαιο 7. Ο πίνακας μάς λέει ότι η απόσταση μεταξύ Γκυουμρί και Μπαϊμπούρτ ήταν 72 «τουρκικές ώρες», δηλαδή λίγο-πολύ 72 παρασάγγες. Η απόσταση αυτή είναι ίδια με εκείνη μεταξύ Γκυουμρί και Χαρτ (Αϊντίντεπε), πρώτον, επειδή το σκέλος μέχρι την Ισπίρ είναι κοινό και στις δύο και, δεύτερον, επειδή η απόσταση από την Ισπίρ είτε μέχρι τη Μπαϊμπούρτ είτε μέχρι τη Χαρτ είναι η ίδια, καθώς οι δύο αυτοί τόποι (Χαρτ και Μπαϊμπούρτ, βλέπε πιο κάτω Χάρτη 9.6) βρίσκονται σε ίση απόσταση από την Ισπίρ (101 χλμ), πάνω και κάτω αντίστοιχα (βόρεια και νότια) τού κύριου ρεύματος τού ποταμού Τσορούχ από τα δυτικά προς τα ανατολικά.
Πίνακας 9.2: Χάμιλτον, από την Τραπεζούντα στη Μπαϊμπούρτ και το Ερζερούμ |
||||
---|---|---|---|---|
Στον Χάμιλτον |
Επί τού χάρτη |
|||
Ονομασία |
«Ώρες» |
Παρασάγγες* |
Χλμ |
Σύγχρονη ονομασία |
Τραπεζούς |
Τράμπζον |
|||
Καρακαμπάν |
9 |
9,0 |
52 |
Καρακαμπάν 1 |
Γκουμούσχανε |
9 |
9,9 |
57 |
Γκουμούσχανε 2 |
Μπαλαχόρ |
10 |
8,3 |
48 |
Ακσάρ 3 |
Μπαϊμπούρτ |
4 |
4,7 |
27 |
Μπαϊμπούρτ |
Τραπεζούς-Μπαϊμπούρτ |
32 |
31,9 |
184 |
Τράμπζον-Μπαϊμπούρτ |
Μπαϊμπούρτ |
Μπαϊμπούρτ |
|||
Μασάτ |
6 |
6,4 |
37 |
Μασάτ 4 |
Γκούρουλα |
8 |
7,3 |
42 |
Γκιολορέν 5 |
Ερζερούμ |
8 |
8,1 |
47 |
Ερζερούμ 6 |
Μπαϊμπούρτ-Ερζερούμ |
22 |
21,8 |
126 |
Μπαϊμπούρτ-Ερζερούμ |
Τραπεζούς-Ερζερούμ |
54 |
53,7 |
310 |
Τράμπζον-Ερζερούμ |
* Χιλιόμετρα επί τού χάρτη διά 5,768 χλμ ανά παρασάγγη
Οι παρακάτω σημειώσεις ισχύουν για τον πίνακα 9.2:
1 Το Kara Kaban τού Χάμιλτον θεωρείται εδώ ότι είναι το ίδιο με το Kara Kapan Khan στον χάρτη τού Briot, JRGS 40 (1870) 363-473.
2 Ο Χάμιλτον μάς λέει ότι αφήνοντας το Καρά Καμπάν πέρασε από το ελληνικό χωριό Σταυρίν (Σταυρός). Το Σταυρίν μετονομάστηκε σε Ουγούρτασι μετά το 1928. Πρβλ. Index Anatolicus, Uğurtaş köy-Torul-Gümüşhane. Η απόσταση από το Καρά Καμπάν μέχρι τη Γκουμούσχανε μέσω Ουγούρτασι (Σταυρίν), Γιαγλίντερε και Ακτουτάν υπολογίζεται σε 57 χλμ (9,9 παρασάγγες) ως εξής: Καρά Καμπάν [25 χλμ] Ουγούρτασι [12 χλμ] Γιαγλίντερε [3 χλμ] Ακτουταν [17 χλμ] Γκουμούσχανε.
3 Η Μπαλαχόρ μετονομάστηκε σε Ακσάρ μετά το 1960. Πρβλ. Index Anatolicus, Akşar-Bayburt.
4 Το Massat τού Χάμιλτον είναι το ομώνυμο χωριό Μασάτ, 37 χλμ ανατολικά τής Μπαϊμπούρτ.
5 Οι 16 ώρες τού Χάμιλτον από το Μασάτ μέχρι το Ερζερούμ σημαίνουν ότι ακολούθησε διαγώνια διαδρομή προς τα νοτιοανατολικά. Στη μέση τής απόστασης αναφέρει το χωριό Γκούρουλα, που είναι ίσως το σημερινό Γκιολορέν. Η απόστασή του από το Μασάτ υπολογίζεται σε 42 χλμ, με νοτιοανατολική στροφή στο 27ο περίπου χιλιόμετρο τού δρόμου από Μασάτ προς Ασάγιτζανορέν.
6 Η διαδρομή από το Γκιολορέν στο Ερζερούμ είναι 8 ώρες και προϋποθέτει αρχικά κατάβαση στο Μπαστσακμάκ (10 περίπου χλμ) και από εκεί διαδρομή 37 χλμ, δηλαδή συνολικά διαδρομή 47 χλμ.
Έτσι, θεωρώντας τη μέση ημερήσια διάνυση τής Κύρου Ανάβασης (5 παρασάγγες), η απόσταση μεταξύ Γκυουμρί (Γυμνιάς) και όρους Θήχης στα βόρεια τής Χαρτ (Αϊντίντεπε) μέσω τής διαδρομής τού Χάμιλτον είναι κοντά στους 75 παρασάγγες (15 ημέρες) τού Διόδωρου.
Στην τελευταία γραμμή τού Πίνακα 9.1 ο Χάμιλτον συνοψίζει τη διάνυση τού ταξιδιού επιστροφής από τη Μπαϊμπούρτ στην Τραπεζούντα ως 32 «τουρκικές ώρες».
Νωρίτερα, στο ταξίδι τής μετάβασής του στο Καρς, έχει παράσχει τις λεπτομέρειες αυτής τής διαδρομής, που συνοψίζονται στον Πίνακα 9.2.
Στους σύγχρονους χάρτες οι 32 «τουρκικές ώρες» τού Χάμιλτον στη διαδρομή Τραπεζούς-Μπαϊμπούρτ αντιστοιχούν σε 31,9 παρασάγγες (184 χλμ). Αυτό σημαίνει ότι, μετά την αφαίρεση των 7 παρασαγγών τού Ξενοφώντος για το τελευταίο σκέλος από τα κολχικά χωριά με το «τρελό» μέλι μέχρι την Τραπεζούντα, η απόσταση μεταξύ Μπαϊμπούρτ και των χωριών αυτών ήταν 25 παρασάγγες. Όμως, με τον ρυθμό πορειών στον Ξενοφώντα (5 παρασάγγες την ημέρα), 25 παρασάγγες καλύπτονταν σε πέντε ημέρες.
Έτσι, αν η Γυμνιάς ήταν στη Μπαϊμπούρτ, όπως συχνά προτείνεται, τότε, βαδίζοντας για 5 ημέρες από εκεί, οι Μύριοι, αν δεν έκαναν κύκλους, θα έφταναν όχι στο όρος Θήχης (στο Ζίγκανα ή το Κολάτ Νταγ), αλλά σε σημείο πολύ πιο πέρα προς βορρά, κοντά στη Ματσούκα), 40 περίπου χλμ νότια τής Τραπεζούντας.
Χάρτης 9.6: Από την πόλη Γυμνιάς στο όρος Θήχης ακολουθώντας το ταξίδι τού Χάμιλτον
Ο Χάρτης 9.6 απεικονίζει τη διαδρομή από το Γκυουμρί στο όρος Θήχης βορείως τού Αϊντίντεπε ακολουθώντας το ταξίδι τού Χάμιλτον. Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες η απόσταση μεταξύ Γκυουμρί και όρους Θήχης (Κεμέρ Νταγ) από αυτή τη διαδρομή είναι 479 χλμ (83,0 «κανονικοί» παρασάγγες των 5,768 χλμ ανά παρασάγγη) και υπολογίζεται ως εξής: Γκυουμρί [68 χλμ] Καρς [82 χλμ] Γκαζιλέρ [67 χλμ] Ναρμάν [37 χλμ] Γιουκαρισιβρί [30 χλμ] Σένγιουρτ [13 χλμ] Σερνταρλί [45 χλμ] Ισπίρ [50 χλμ] Καρακότς [54 χλμ] Μπαϊμπούρτ [18 χλμ] Χαρτ (Αϊντίντεπε) [15 χλμ] Όρος Θήχης (Κεμέρ Νταγ).
Συνοψίζοντας, πορεία δεκαπέντε ημερών από την πόλη Γυμνιάς (Γκυουμρί) στο όρος Θήχης (Κεμέρ Νταγ, στα βόρεια τής Χαρτ/Αϊντίντεπε) ήταν εφικτή με όλες τις τρεις εναλλακτικές που εξετάστηκαν. Αν εχθροί των Σκυθηνών ήσαν οι Σάσπειρες (οι Εσπερίτες τού Ξενοφώντος), τότε πρέπει να αποκλειστεί η διαδρομή που δεν περνά από την Ισπίρ, δηλαδή η πρώτη εναλλακτική.
Ανεβαίνοντας στο όρος Θήχης
Στην αρχή αυτού τού κεφαλαίου αναφέραμε την πρότασή μας για το όρος Θήχης, η οποία εδώ παρουσιάζεται στον Χάρτη 9.7 μαζί με τις περισσότερες από τις άλλες προτάσεις που έχουν διατυπωθεί.
Χάρτης 9.7: Το όρος Θήχης και η θέα τής θάλασσας
Ο Γκάσνερ έχει απεικονίσει σε χάρτη τις διάφορες προτάσεις μέχρι την εποχή του για τη θέση τού όρους Θήχης.98 Ο Χάμιλτον πιστεύει επίσης ότι οι Μύριοι είδαν τη θάλασσα από κάποιο σημείο μεταξύ Ισπίρ και Μπαϊμπούρτ:
«Θα έμπαινα στον έντονο πειρασμό να αναζητήσω το σημείο στην περιοχή των λόφων που εκτείνονται μεταξύ Μπαϊμπούρτ και Ισπίρ».99
Ο Λέντλε τοποθετεί το όρος Θήχης κοντά στο πέρασμα Ζύγαινας.100 Σύμφωνα με τούς Μίτφορντ101 και Μανφρέντι102 ο Θήχης βρισκόταν στα ανατολικά τού περάσματος Ζύγαινας, στο Ντεβέμποϊνου Τεπέ (Κορυφή τού Λαιμού τής Καμήλας, υψόμετρο 3.060 μέτρα).
Ο Μπιλγίν τοποθετεί το όρος Θήχης στο Μαντούρ Νταγ ή κοντά του, στο ελαφρώς ψηλότερο Πολάτ Νταγ.103 Οι περισσότερες προτάσεις επικεντρώνονται στις διάφορες κορυφές των Ζίγκανα Ντάγλαρι και τού γειτονικού Κολάτ Νταγ, βόρεια τής Γκουμούσχανε. Θα μπορούσαν να εξασφαλίζουν πορεία πέντε ημερών (αν και όχι ευθύγραμμη) από τη Μπαϊμπούρτ.
Όμως αυτές οι ταυτίσεις τής πόλης Γυμνιάς και τού όρους Θήχης δεν φαίνονται σωστές. Για τη Μπαϊμπούρτ το ζήτημα έχει συζητηθεί.104 Με το όρος Θήχης στα Ζίγκανα Ντάγλαρι ή στο Κολάτ Νταγ υπάρχουν και πρόσθετες ενστάσεις. Συνοψίζοντας:
Πρώτον, δεν υφίστανται αποδεικτικά στοιχεία παρουσίας Σκυθών στη Μπαϊμπούρτ. Η αρχαιολογική έρευνα κατά την προηγούμενη δεκαετία105 δεν βρήκε στοιχεία ύπαρξης κατά τον 5ο-4ο π.Χ. αιώνα σκυθικής ή άλλης πόλης στον χώρο τής σημερινής Μπαϊμπούρτ.
Δεύτερον, η προτεινόμενη εδώ θέση των Σκυθηνών (πέρα από τον Άρπα τσάι) και των Χαλύβων (Χαλδίων) επιτρέπει να κλείνουν η χρονολόγηση και οι παρασάγγες τής Κύρου Ανάβασης, αλλά ταυτόχρονα αποκλείει την θέση τής πόλης Γυμνιάς στη Μπαϊμπούρτ.
Τρίτον, με την πόλη Γυμνιάς στη Μπαϊμπούρτ πρέπει να δεχτούμε ότι 10.000 άνθρωποι, περιπλανώμενοι και χωρίς οδηγούς, έφτασαν σε μεγάλο ποτάμι (τον Άκαμψι/Τσορούχ στο Γιουσουφέλι), αλλά αντί να ακολουθήσουν τη ροή του προς τη θάλασσα, πορεύτηκαν προς τις πηγές του.
Τέταρτον, ακόμη και αν δεχτούμε ότι μαντεύοντας και χωρίς οδηγό, αποφάσισαν να κινηθούν προς τις πηγές τού ποταμού, κατόρθωσαν να φτάσουν σε μεγάλη και πλούσια πόλη106 συνδεόμενη με δρόμο καραβανιών με το λιμάνι τής Τραπεζούντας107 και, τελικά, ότι εφοδιάστηκαν εκεί με οδηγό, ο τρόπος με τον οποίο τούς εξαπάτησε ο οδηγός αυτός δεν βγάζει νόημα. Αντί να τούς πάει στη θάλασσα από τον δρόμο των καραβανιών, ύστερα από πορεία πέντε ημερών σε άλλους δρόμους, τούς πήγε στα βουνά. Όμως ο Χάρτης 9.7 δείχνει ότι ο δρόμος από Μπαϊμπούρτ προς Ζίγκανα Ντάγλαρι και Κολάτ Νταγ ήταν ένας από τούς δρόμους των καραβανιών προς Τραπεζούντα.
Πέμπτον, είναι επίσης αφύσικο ότι ο οδηγός τούς οδήγησε σε κάποια κορυφή των Ζίγκανα Ντάγλαρι (ή τού Κολάτ Νταγ) για να τούς δείξει από εκεί τη θάλασσα, καθώς και τον δρόμο που οδηγούσε σε αυτήν, επειδή η θάλασσα ήταν ορατή από τον δρόμο προς αυτήν, ακριβώς στο σημείο όπου ο δρόμος των καραβανιών διέσχιζε μεταξύ των Ζίγκανα Ντάγλαρι και Κολάτ Νταγ. Ταξιδεύοντας από Τραπεζούντα προς Γκουμούσχανε, ο Χάμιλτον γράφει:
Στις εννέα και τέταρτο, έξι μίλια από το Καρακαμπάν [προς νότο], φτάσαμε στο σημείο από το οποίο είδαμε τη θάλασσα για τελευταία φορά [βλέπε Χάρτη 9.7]».108
Τέλος, δεν βγάζει νόημα το ότι οι Μύριοι άκουσαν για πρώτη φορά για την ύπαρξή του και/ή είδαν τον δρόμο των καραβανιών προς Τραπεζούντα πέντε ημέρες μετά την αναχώρησή τους από την πόλη Γυμνιάς (στη Μπαϊμπούρτ), επειδή όλοι συμφωνούμε ότι ο δρόμος καραβανιών εκείνης τής εποχής μεταξύ Ερζερούμ και Τραπεζούντας περνούσε από τη Μπαϊμπούρτ.
Τα ύψη τού Κεμέρ Νταγ, κοντά στη διασταύρωση των σημερινών ορίων των επαρχιών Μπαϊμπούρτ, Γκουμούσχανε και Τραπεζούντας, προτείνονται υπό τις ακόλουθες παραδοχές ως θέση τού όρους Θήχης, από το οποίο οι Μύριοι είδαν τη θάλασσα: Πρώτον, είναι το πλησιέστερο προς τη διαδρομή τους σημείο από το οποίο φαίνεται η θάλασσα (συγκρίνετε υψόμετρα πάνω στον Χάρτη 9.7). Δεύτερον, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, αφού είδαν τη θάλασσα, ο οδηγός έδειξε στους Μύριους από εκείνο το σημείο τον δρόμο προς τούς Μάκρωνες, δηλαδή τούς έδειξε τον δρόμο των καραβανιών. Και τρίτο, όπως θα δείξουμε, οι Μύριοι αντιμετώπισαν τούς Μάκρωνες κάπου εκεί, κοντά στη συμβολή των ποταμών Άκαμψι (Τσορούχ) και Σορκουνλού.109
Πρέπει να απορρίψουμε την άποψη ότι, αφού είδαν τη θάλασσα, οι Μύριοι συνέχισαν προς βορρά και κατέβηκαν από την άλλη πλευρά των Ποντικών Άλπεων προς Τραπεζούντα.110 Αν ένα τέτοιο «άλμα» φάλαγγας χιλιάδων ανθρώπων και ζώων ήταν εφικτό, τα καραβάνια δεν θα είχαν κανένα λόγο να ακολουθούν για αιώνες, πριν και μετά από αυτά τα γεγονότα, κυκλικές διαδρομές προς Ματσούκα. Ο οδηγός είχε οδηγήσει τούς Μύριους στα ύψη τού όρους Θήχης απλά και μόνο για να δουν τη θάλασσα. Αυτά τα ύψη βρίσκονταν κοντά στη διαδρομή τους. Στη συνέχεια έπρεπε να πορευτούν στον δρόμο των καραβανιών επειδή
«μια πορεία από τα ανατολικά προς τα δυτικά, δηλαδή παράλληλα με την ακτογραμμή και διασχίζοντας εγκάρσια τις κοιλάδες και τις κορυφογραμμές, θα ήταν αδύνατη εξαιτίας τής βαθιάς χάραξης τού εδάφους από τούς ποταμούς».111
Αντιμετωπίζοντας τούς Μάκρωνες
Oι Μύριοι ανέβηκαν λοιπόν στο όρος Θήχης και είδαν τη θάλασσα. Ύστερα, καθώς έπεφτε το σκοτάδι, ο οδηγός τούς έδειξε ένα χωριό όπου θα μπορούσαν να περάσουν τη νύχτα. Τούς έδειξε επίσης τον δρόμο προς τούς Μάκρωνες και έφυγε (4.7.27).
Πέρασαν τη νύχτα κάτω από το όρος Θήχης και από εκεί, την επόμενη μέρα, ξεκίνησαν το τελευταίο μέρος τής πορείας τους προς τούς Μάκρωνες και την Τραπεζούντα, δηλαδή, όπως προτείνουμε, προς τον δρόμο των καραβανιών από Μπαϊμπούρτ προς Τραπεζούντα.
Πορεύονταν [προτείνουμε προς τα δυτικά] έχοντας από πάνω τους, προς τα δεξιά [στον βορρά], τραχιά χώρα [τις Ποντικές Άλπεις] και στα αριστερά τους [στον νότο] άλλο ποτάμι, μέσα στο οποίο χυνόταν το ποτάμι-όριο που έπρεπε να διασχίσουν (4.8.28). Αν, όπως προτείνεται κάποιες φορές,112 οι Μύριοι είχαν κατέβει από την άλλη, τη βόρεια πλευρά τού όρους Θήχης, κατευθυνόμενοι προς τη Ματσούκα στα βορειοδυτικά, τότε η «τραχιά χώρα» (δηλαδή οι Ποντικές Άλπεις) δεν θα βρισκόταν στα δεξιά αλλά στα αριστερά τους. Επίσης ο κύριος ποταμός, καθώς και ο παραπόταμός του, θα ήσαν και οι δύο ασήμαντα ρεύματα, που δεν θα ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις για να σηματοδοτούν το όριο ενός λαού, στην περίπτωση αυτή των Μακρώνων:
«Καθώς οι Έλληνες ήσαν αναγκασμένοι να κόβουν τα δέντρα για να περάσουν το ποτάμι, ενώ οι πέτρες των Μακρώνων δεν μπορούσαν να φτάσουν στην απέναντι όχθη, πρέπει να ήταν ρεύμα σημαντικού μεγέθους. Τώρα το μόνο ποτάμι στην περιοχή τής Τραπεζούντας που μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την περιγραφή είναι ο Μπαϊμπούρτ Σου, παλαιότερα γνωστός με το όνομα Βόας και Άκαμψις [δηλαδή ο Τσορούχ], ενώ οι Έλληνες είναι πολύ πιθανό να τον πέρασαν μεταξύ Μπαϊμπούρτ και Ισπίρ».113
Βαδίζοντας προς τα δυτικά, με το μεγαλύτερο ποτάμι προς τα νότια, σημαίνει ότι βάδιζαν και πάλι στην κοιλάδα τού Τσορούχ στο δυτικότερο άκρο της.
Χάρτης 9.8: Αντιμετωπίζοντας τούς Μάκρωνες
Εδώ η περιγραφή τού Ξενοφώντος μοιάζει με το τοπίο στα δυτικά τού Αϊντίντεπε, προς τον δρόμο Μπαϊμπούρτ-Γκουμούσχανε, όπου, σύμφωνα με τον Χάρτη 9.8, ο Σορκουνλού Ντερεσί συμβάλλει με τον Τσορούχ και ο τελευταίος συνεχίζει τη ροή του προς τα ανατολικά. H συμβολή με τον Τσορούχ οποιουδήποτε από τούς τέσσερις από βορρά μικρότερους ποταμούς ανατολικά και δυτικά τού Αϊντίντεπε (βλέπε Χάρτη 9.8) θα μπορούσε να σηματοδοτεί το όριο των Μακρώνων. Όπως θα δείξουμε πιο κάτω, η επιλογή μας έχει σχέση με τις αποστάσεις που αναφέρει ο Ξενοφών.
Αναφέραμε πιο πάνω ότι οι Μάκρωνες βρίσκονταν στα νότια των Ποντικών Άλπεων, στις περιοχές τής Μπαϊμπούρτ και τής Γκουμούσχανε.
Ο Λέντλε,114 έχοντας δεσμεύσει την κοιλάδα τού Τσορούχ από την Ισπίρ μέχρι τη Μπαϊμπούρτ και ακόμη πιο δυτικά προς Γκουμούσχανε για τούς Σκυθηνούς, τοποθετεί τούς Μάκρωνες βόρεια των Ποντικών Άλπεων και τού περάσματος Ζύγαινας, δηλαδή στα νότια τής Ματσούκας.
Ο Χάμιλτον από την άλλη πλευρά, πιστεύει ότι στους Έλληνες αντιτάχθηκαν οι Κόλχοι παραταγμένοι σε ψηλό βουνό, που αποτελούσε προφανώς τμήμα τής ορεινής περιοχής μεταξύ Γκουμούσχανε και Τραπεζούντας. Έτσι θεωρεί την Ποντική οροσειρά ως σύνορο μεταξύ των Μακρώνων (που βρίσκονταν στα νότιά της) και των Κόλχων (που βρίσκονταν βόρεια).115
Αν η συμβολή τού Σορκουνλού και τού Τσορούχ, όπου ήσαν παραταγμένοι οι Μάκρωνες, σηματοδοτούσε το ανατολικό όριο των Μακρώνων, τότε σηματοδοτούσε επίσης το δυτικό όριο των Σασπείρων (Εσπεριτών), των μη κατονομαζόμενων από τον Ξενοφώντα εχθρών των Σκυθηνών.
Όταν οι Μύριοι λεηλάτησαν τη χώρα τους, οι Εσπερίτες ακολούθησαν τούς Έλληνες σε όλη τη διαδρομή προς τα ύψη τού όρους Θήχης:
«Γιατί ακολουθούσαν [τούς Έλληνες] οι κάτοικοι τής καιγόμενης χώρας και η οπισθοφυλακή είχε σκοτώσει κάποιους, ενώ συνέλαβε άλλους ζωντανούς σε ενέδρα…»116
Προτείνουμε ότι αυτοί οι εχθροί των Σκυθηνών, οι Σάσπειρες (Εσπερίτες), ακολουθούσαν βαδίζοντας μέσα στη δική τους χώρα. Στην αντίθετη περίπτωση πρέπει να βρούμε τρόπο ερμηνείας τής αόριστης εδώ περιγραφής τού Ξενοφώντος. Γιατί προσπαθώντας να αποκρύψει την ακριβή θέση τής πόλης Γυμνιάς και των Σκυθηνών τόσο μακριά στην ανατολή, πρώτον, παραλείπει το όνομα των εχθρών των Σκυθηνών και, δεύτερον, υπονοεί ότι οι Μύριοι ξεκίνησαν από τη χώρα των Σκυθηνών, βγήκαν από αυτή τη χώρα, μπήκαν στη χώρα των εχθρών τους και τη λεηλάτησαν, καθώς ο οδηγός,
«μόλις μπήκαν στην εχθρική προς τούς δικούς του χώρα, τούς προέτρεπε συνεχώς να σκορπίζουν φωτιά και καταστροφή»,117
ενώ αργότερα οι Μύριοι παρουσιάζονται να έχουν βγει από τη χώρα των εχθρών και να έχουν ξαναμπεί στη χώρα των Σκυθηνών που συνόρευε με εκείνη των Μακρώνων:
«Από αυτό το σημείο οι Έλληνες προέλασαν μέσα στη χώρα των Μακρώνων … Την πρώτη λοιπόν ημέρα έφτασαν στον ποταμό, που αποτελούσε το όριο μεταξύ τής χώρας των Μακρώνων και εκείνης των Σκυθηνών».118
Παραδόξως αυτό σημαίνει ότι η περιοχή του όρους Θήχης βρισκόταν στη χώρα των Σκυθηνών και όχι των εχθρών τους. Σημαίνει επίσης ότι οι εχθροί των Σκυθηνών είχαν ακολουθήσει μέσα στη χώρα των Σκυθηνών τούς Έλληνες που ανέβαιναν στο όρος Θήχης. Στην αφήγηση όμως τού Διόδωρου (14.29.3-4) δεν υπάρχουν Σκύθες (Σκυτίνοι) στην περιοχή τού όρους Θήχης (Χήνιον). Κατεβαίνοντας από το βουνό μπήκαν στη χώρα των Μακρώνων.
Από τούς Μάκρωνες στους Κόλχους και την Τραπεζούντα
Μέσω τού σημερινού δρόμου, η απόσταση από τη διάβαση τού ποταμού (κοντά στη συμβολή των Τσορούχ και Σορκουνλού στα δυτικά τής Χαρτ/Αϊντίντεπε) μέχρι την Τραπεζούντα είναι 177 χλμ, δηλαδή (177/5,768=) 30,7 «κανονικοί» παρασάγγες. Η απόσταση αυτή των 177 χλμ υπολογίζεται ως εξής: συμβολή Τσορούχ/Σορκουνλού [4 χλμ] δρόμος Γκουμούσχανε-Μπαϊμπούρτ [68 χλμ] Γκουμούσχανε [78 χλμ] Ματσούκα [27 χλμ] Τραπεζούς. Με 5 «κανονικούς» παρασάγγες την ημέρα θα προϋπέθετε πορεία 6 ημερών.
Ο Ξενοφών αναφέρει τρεις ημέρες πορείας στη χώρα των Μακρώνων (Ανάβ. 4.8.8) και δύο ημέρες πορείας από τότε που συνήλθαν στα χωριά των Κόλχων μέχρι την Τραπεζούντα (4.8.22). Μια ακόμη πορεία υπονοείται πιθανότατα, από τη στιγμή που αντιμετώπισαν τούς Κόλχους συγκεντρωμένους στο βουνό (4.8.9), μέχρι τη στιγμή, που αφού τούς έτρεψαν σε φυγή, «ανέβηκαν το βουνό και στρατοπέδευσαν σε πολλά χωριά γεμάτα προμήθειες» (4.8.19). Η πρόσθετη αυτή πορεία, η άνοδος στο βουνό και η κάθοδος στα χωριά των Κόλχων, δεν αναφέρεται ρητά από τον Ξενοφώντα, αλλά έχει ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό τής χρονολόγησης και των παρασαγγών τής Κύρου Ανάβασης.119
Σύμφωνα με τον Μπριό,
«έχοντας σκαρφαλώσει στο βουνό, πρέπει να είχαν προχωρήσει μερικές ώρες στους σημερινούς γιαγλάδες [ορεινά βοσκοτόπια], όπου βρήκαν τα χωριά».120
Επίσης, σύμφωνα με τον Χάμιλτον,
«οι Έλληνες στη συνέχεια, έχοντας διώξει τούς Κόλχους από τα υψώματά τους, κατέβηκαν στα χωριά, όπου μπόρεσαν να εξασφαλίσουν προμήθειες και όπου, όπως μάς λένε, βρήκαν το μέλι».121
Όμως η διάνυση που αναφέρεται γι’ αυτές τις 5 πορείες (3 στη χώρα των Μακρώνων και 2 προς Τραπεζούντα) δεν είναι (5x5 =) 25 παρασάγγες. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, βάδισαν 10 (όχι 15) παρασάγγες στους Μάκρωνες (4.8.1) και 7 (όχι 10) παρασάγγες προς Τραπεζούντα.122 Ο Διόδωρος δεν προσφέρει καμία βοήθεια εδώ. Σε όλη τη διαδρομή από την κάθοδό τους από το όρος Θήχης μέχρι την Τραπεζούντα δεν αναφέρει παρασάγγες (ποτέ δεν αναφέρει), αλλά ούτε ημέρες πορείας. Αναφέρει μόνο ότι ύστερα από τρεις ημέρες συνήλθαν από το «τρελό» μέλι (14.30.3). Κατά τον Ξενοφώντα η ανάνηψη αυτή πήρε τέσσερις ημέρες (4.8.21).
Δεν υπάρχει λάθος στην αναφορά αποστάσεων από τον Ξενοφώντα σε αυτό το σκέλος τής Καθόδου των Μυρίων, επειδή, όπως δείξαμε στο κεφάλαιο 7, οι δρόμοι των καραβανιών στην περιοχή ακολουθούσαν συντομότερη διαδρομή από εκείνη που συνεπάγεται ο σύγχρονος δρόμος. Φαίνεται ότι η υπόθεση ότι οι Μύριοι πορεύτηκαν προς Τραπεζούντα στο ίχνος τού σημερινού δρόμου από Μπαϊμπούρτ και Γκουμούσχανε μέσω τού περάσματος Ζύγαινας δεν πρέπει να αναπαράγεται.123 Ο σύγχρονος δρόμος μέσα από την κοιλάδα τού Ντεγιρμέντερε (Πυξίτη) που οδηγεί από το Τζεβιζλίκ μέσω τής κοιλάδας τής Ματσούκας στο πέρασμα Ζύγαινας και από εκεί, ύστερα από την Άρδασα (Τορούλ) προς την κοιλάδα τού Χαρσιώτη (Χαρσίτ), κατασκευάστηκε μετά τη δεκαετία τού 1870. Κατά συνέπεια στα παλαιότερα οδοιπορικά, κάθε αναφορά στη χρήση τής κοιλάδας τής Ματσούκας και τού περάσματος Ζύγαινας απουσιάζει συστηματικά.124
Οι διαδρομές των καραβανιών από Τραπεζούντα προς Μπαϊμπούρτ περιγράφηκαν στο κεφάλαιο 6. Εδώ αποτυπώνονται στον Χάρτη 9.9.
Χάρτης 9.9: Από τούς Μάκρωνες στους Κόλχους και την Τραπεζούντα
Οι διαδρομές από Τραπεζούντα χωρίζονταν σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις στη Ματσούκα.125 Η μία [δηλαδή η σύγχρονη] ήταν για χειμερινά ταξίδια. Έφτανε στη Γκουμούσχανε, τη Μπαϊμπούρτ και το Ερζερούμ περνώντας από τη Ζύγαινα. Η άλλη ήταν για ανοιξιάτικα και καλοκαιρινά ταξίδια. Έφτανε στην κοιλάδα τού Αλτίντερε ακολουθώντας το ποτάμι τής Μεριεμανά [Σουμελά], περνούσε μπροστά από το μοναστήρι τής Σουμελά, έφτανε στα χάνια Κολάτ στο Κολάτ Νταγ, προχωρούσε στην Κρώμνη [Κόρουμ] και συνδυαζόταν με άλλες διαδρομές.
Με την ανατολικότερη από αυτές τις διαδρομές η απόσταση από το Αϊντίντεπε (Χαρτ) μέχρι την Τραπεζούντα είναι 134,8 χλμ (23,4 «κανονικοί» παρασάγγες) και σχεδόν ταυτίζεται με την εκτίμηση τού Ξενοφώντος (22 παρασάγγες). Υιοθετούμε λοιπόν αυτή τη διαδρομή, τής οποίας τα 134,8 χλμ προκύπτουν ως εξής: Αϊντίντεπε [8,2 χλμ] Τσατικσού (συμβολή Τσορούχ και Σορκουνλού) [14,8 χλμ] Αλατζά [30,9 χλμ] Τσοράκ (πέρασμα Καζικλί Νταγ) [32,0 χλμ] Σουμελά [14,2 χλμ] Κοσάντερε («τρελό» μέλι) [7,4 χλμ] Μάτσκα [27,3 χλμ] Τραπεζούς.
Οι Έλληνες, έχοντας διανυκτερεύσει μετά την κάθοδό τους από το όρος Θήχης στην περιοχή τού Αϊντίντεπε (Χαρτ), κατευθύνθηκαν στον δρόμο των καραβανιών που τούς είχε δείξει από το βουνό την προηγουμένη ο οδηγός. Στη συμβολή των Σορκουνλού και Τσορούχ, κοντά στο σημερινό χωριό Τσατικσού, αντιμετώπισαν, όπως προαναφέραμε, τούς Μάκρωνες. Συμφιλιώθηκαν μαζί τους και πορεύτηκαν μέσα από τη χώρα των Μακρώνων προς τα νότια σύνορα τής χώρας των Κόλχων στη διαδρομή Τσατικσού-Αλατζά-Τσοράκ-πέρασμα Καζικλί Νταγ.
Έχουμε αναφέρει ότι η Ποντική οροσειρά δικαιολογείται να ορίζει τα σύνορα μεταξύ Μακρώνων και Κόλχων. Οι πρώτοι ήσαν εγκατεστημένοι στα νότια των Ποντικών Άλπεων, προς τη Γκουμούσχανε και τη Μπαϊμπούρτ, ενώ οι δεύτεροι στα βόρεια των ίδιων βουνών, προς την Τραπεζούντα και τον Εύξεινο Πόντο. Στο πέρασμα Καζικλί Νταγ οι Μύριοι αντιμετώπισαν τούς Κόλχους, τούς έτρεψαν σε φυγή και κατέβηκαν στη χώρα τους. Τα χωριά των Κόλχων ήσαν διάσπαρτα στα βόρεια τής Ποντικής οροσειράς και στα νότια τής Ματσούκας. Ύστερα από το επεισόδιο με το «τρελό μέλι» στην περιοχή τού Κοσάντερε (14,2 χλμ βόρεια τής Μονής Σουμελά και 7,4 χλμ νότια τής Ματσούκας), οι Μύριοι ξεκίνησαν το τελευταίο σκέλος τής πορείας τους προς Τραπεζούντα, το οποίο είχε μήκος 7 παρασάγγες. Η απόσταση τού Κοσάντερε από την Τραπεζούντα είναι 35 περίπου χλμ (6 παρασάγγες).
Χάρτης 9.10: Από τη θάλασσα μέχρι το όρος Θήχης (Kεμέρ Νταγ)
Επίσκεψη στο όρος Θήχης το 2014
Το αριστερό μέρος τού Χάρτη 9.10 παρέχει σε όρους υψομέτρων σαφή κατανόηση τής ανεμπόδιστης θέας τής θάλασσας από το προτεινόμενο εδώ όρος Θήχης (Κεμέρ Νταγ, κοντά στη γωνία κάτω αριστερά). Το δεξί μέρος παρέχει λεπτομερείς γεωγραφικές πληροφορίες. Το σημείο Α (υψόμετρο 2.570 μέτρα, γεωγρ. πλάτος 40o29’33’’ βόρειο, γεωγρ. μήκος 40o06’22’’ ανατολικό) είναι προσπελάσιμο με αυτοκίνητο μέσω Αϊντίντεπε (Χαρτ). Αυτό το σημείο δεν είναι η κορυφή τού Κεμέρ Νταγ. Η κορυφή (υψόμετρο 2.819 μέτρα, γεωγρ. πλάτος 40o29’29’’ βόρειο, γεωγρ. μήκος 40o05’33’’ ανατολικό) βρίσκεται σε μικρή απόσταση προς τα δυτικά. Αν και δεν φαίνεται ακόμη στους σύγχρονους χάρτες, το σημείο Α είναι επίσης προσπελάσιμο τώρα κατευθείαν από βορρά, από την περιοχή των Σούρμενε, καθώς και από Τσαϊκαρά στα νότια τού Οφ.
Το πρωί τής Κυριακής 10 Αυγούστου 2014 ταξιδέψαμε από τη λίμνη Ουζουνγκιόλ προς το Κεμέρ Νταγ. Είχαμε διανυκτερεύσει στην Ουζουνγκιόλ επειδή, λόγω των προεδρικών εκλογών εκείνης τής ημέρας, δεν είχαμε καταφέρει να βρούμε κατάλυμα στις περιοχές πιο κοντά στο βουνό (Μπαϊμπούρτ, Γκουμούσχανε κλπ.). Στην Ουζουνγκιόλ, η οποία είναι τουριστική περιοχή με πολλά ξενοδοχεία, είχαμε φτάσει από την Τραπεζούντα μέσω Οφ. Αποφασίσαμε να αποφύγουμε τον δευτερεύοντα δρόμο που οδηγεί από Ουζουνγκιόλ κατευθείαν προς νότο μέσω Σεκερσού (βλέπε Χάρτη 9.10).
Επιστρέψαμε λοιπόν βορειοδυτικά, για να συναντήσουμε τον κύριο δρόμο από τον οποίο είχαμε έρθει, δηλαδή την εθνική οδό D915 από Οφ προς Μπαϊμπούρτ.
Φτάνοντας στη διασταύρωση, στρίψαμε αριστερά σε αυτή την «εθνική οδό» προς νότο. Σύντομα όμως ο κύριος δρόμος μετατράπηκε σε κατσικόδρομο που ανέβαινε στην οροσειρά Σογανλί. Έργα βρίσκονταν σε εξέλιξη και ίσως κάποια στιγμή υπάρξει κανονικός δρόμος από τον Οφ (μετά τη διασταύρωση για Ουζουνγκιόλ) προς τη Μπαϊμπούρτ. Τότε όμως, όπως μαθαίναμε αργότερα, ανηφορίζαμε τη δυσκολότερη διαδρομή στον κόσμο,126 τον «δρόμο του θανάτου» (ölüm yolu). Eικοσιεννέα (29!) διαδοχικές κλειστές στροφές («φουρκέτες», ελιγμοί, βλέπε Εικόνα 9.1), οδηγούν από το υψόμετρο των 1.200 μέτρων τού χωριού Καρατσάμ (βλέπε Χάρτη 9.10) στα 2.300 μέτρα. Ο δρόμος αυτός, που ανοίχτηκε από τον ρωσικό στρατό το 1916, είναι κλειστός για 5-6 μήνες κάθε χρόνο λόγω των δύσκολων χειμερινών συνθηκών.
Εικόνα 9.1: Η «εθνική οδός» D915 (Οφ-Μπαϊμπούρτ) καθώς ανηφορίζει στην οροσειρά Σογανλί. Φωτογραφία τραβηγμένη από το πάνω (νοτιοδυτικό) μέρος τής ανάβασης. Πηγή: hurriyet.com.tr
Αφού ανεβήκαμε τον κατσικόδρομο ασθμαίνοντας, κατηφορίζοντας προς την πεδιάδα τής Μπαϊμπούρτ αφήσαμε τον δρόμο στο Ακμπουλούτ, στρίψαμε δεξιά και φτάσαμε στο Αϊντίντεπε (Χαρτ). Χαζέψαμε εκεί τη μικρή απομίμηση κάστρου, καθώς, όπως προαναφέραμε, το Αϊντίντεπε/Χαρτ είναι το οχυρό Χαρτών τού Ιουστινιανού (βλέπε Χάρτη 9.2 στην αρχή αυτού τού κεφαλαίου) και πήραμε τον δρόμο προς το σημείο Α, το οποίο απέχει από το Αϊντίντεπε 15 χλμ σε δρόμο με σύγχρονη χάραξη.
Το πρώτο μισό αυτής τής διαδρομής (από Αϊντίντεπε μέχρι Αϊντίντεπε Γιάγλασι) ήταν ασφαλτοστρωμένο και φαινόταν ότι τα έργα θα προχωρούσαν. Όπως αναφέρθηκε (αλλά δεν φαίνεται ακόμη στους οδικούς χάρτες), ο δρόμος αυτός έχει ήδη συνδεθεί με το οδικό δίκτυο στα βόρειά του, προς την ακτή (Σούρμενα, Οφ).
Κατά την επίσκεψή μας εκεί, μια Κυριακή των διακοπών τού Αυγούστου όπως είπαμε, μάλιστα την ημέρα των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία, ο αριθμός των αυτοκινήτων που περνούσαν από το σημείο Α έδειχνε ότι υπήρχε κάποια διερχόμενη κυκλοφορία από/προς την ακτή.
Δεν καταφέραμε να δούμε τίποτε από το σημείο Α. Η ορατότητα περιοριζόταν στα 10-20 μέτρα. Βρισκόμασταν ανάμεσα στα σύννεφα που έστεφαν την κορυφογραμμή των Ποντικών Άλπεων.127 Όταν ωθούνται από βόρειους άνεμους που προέρχονται πέρα από τη Μαύρη Θάλασσα, παγιδεύονται από τα ψηλά βουνά, εγκλωβίζονται στα βόρειά τους και είναι υπεύθυνα για τη σημαντική διαφορά κλίματος (και βλάστησης) που παρουσιάζουν οι περιοχές στα βόρεια και στα νότια αυτών των βουνών.
Χάρτης 9.11: Το όρος Θήχης, το Αϊντίντεπε, η Μπαϊμπούρτ και το οροπέδιό της
Προσδοκώντας βελτίωση των καιρικών συνθηκών αποφασίσαμε να επισκεφτούμε τη Μπαϊμπούρτ και να επιστρέψουμε στο σημείο ύστερα από δύο ή τρεις ώρες. Κατεβήκαμε στο Αϊντίντεπε και πήγαμε στη Μπαϊμπούρτ, σε απόσταση 19 χλμ (βλέπε Χάρτη 9.11). Στη συνέχεια φύγαμε από εκεί, για να επιστρέψουμε στο σημείο Α.
Ταξιδεύοντας στο οροπέδιο τής Μπαϊμπούρτ, από νότο προς βορρά, είχαμε μπροστά μας, στο φόντο, το συνεχές τείχος των Ποντικών Άλπεων, από αριστερά προς τα δεξιά. Ήταν φωτεινή ηλιόλουστη μέρα. Δεν υπήρχαν σύννεφα στον ουρανό, εκτός από μια λεπτή νεφώδη λωρίδα που καθόταν στο πάνω μέρος τής κορυφογραμμής, από τα δυτικά προς τα ανατολικά.
Ήταν εκείνο το μέρος τής θολής ομίχλης στα βόρεια τού ορεινού τείχους, που ωθούμενη από ελαφρύ άνεμο υπερπηδούσε τα ύψη του και διαλυόταν από τη ζέστη. Αυτή ήταν η θέα από μακριά, αλλά φτάνοντας στο σημείο Α μέσω Αϊντίντεπε και Αϊντίντεπε Γιάγλασι βρεθήκαμε και πάλι μέσα στο σύννεφο με πολύ περιορισμένη ορατότητα.
Ύστερα από μάταιη παραμονή στην ομίχλη, αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε. Στον δρόμο μας προς το Αϊντίντεπε ταξιδεύαμε στην ίδια κατεύθυνση με το σύννεφο που διαλυόταν.
Μειώσαμε ταχύτητα, προκειμένου να υπολογίσουμε την ταχύτητα τού νέφους που κινούνταν παράλληλα προς εμάς. Ήταν περίπου 20 χλμ την ώρα. Oι προγνώσεις καιρού από τα κινητά μιλούσαν για ηλιόλουστη μέρα εκείνο το απόγευμα στον Oφ, την Τσαϊκαρά, την Ουζουνγκιόλ, το Αϊντίντεπε και τη Μπαϊμπούρτ. Ο γιος μου εξέφρασε την άποψη ότι ακόμη κι αν το σύννεφο είχε μήκος 20 χλμ, θα περνούσε σε μια ώρα. Συμφωνήσαμε και επιστρέψαμε στο σημείο Α, αλλά η ορατότητα δεν βελτιωνόταν (Εικόνες 9.2 και 9.3). Ήταν επτά το απόγευμα όταν αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε, αφού έπρεπε να διανυκτερεύσουμε στην Τιρέμπολου (Τρίπολη) στην ακτή, μεταξύ Γκίρεσουν (Κερασούντας) και Ορντού (Κοτυώρων).
Έπρεπε να οδηγήσουμε μέχρι τη Γκουμούσχανε (Αργυρούπολη) και την Τορούλ (Άρδασα) και να πάρουμε από εκεί την εθνική οδό D877 στην κοιλάδα τού Χαρσίτ (Φιλαβωνίτη), μέσα από τις Ποντικές Άλπεις, προς τη Μαύρη Θάλασσα. Το ταξίδι αυτό περιλάμβανε επίσης επισκέψεις και παραμονή στην Ούνιε (Οινόη), στην Αμάσεια και στη Σινώπη και επιστροφή στο αεροδρόμιο τής Τραπεζούντας μέσω Σαμσούν (Αμισού) και Κερασούντας. Πριν φτάσουμε στο Αϊντίντεπε (15 χλμ απόσταση από το σημείο Α, υψόμετρο 1.620 μέτρα), ο ουρανός ήταν και πάλι καθαρός και ο ήλιος λαμπρός.
Εικόνα 9.2: «Θέα» από το σημείο Α προς βορρά (προς τη θάλασσα). Φωτογραφία τραβηγμένη κάτω από την κορυφή τού Κεμέρ Νταγ (10 Αυγούστου 2014)
Εικόνα 9.3: «Θέα» από το σημείο Α προς βορειοδυτικά (προς τη θάλασσα). Φωτογραφία τραβηγμένη κάτω από την κορυφή τού Κεμέρ Νταγ (10 Αυγ. 2014)
Δεν είδαμε τη θάλασσα από τα ύψη τού όρους Θήχης (Κεμέρ Νταγ). Δεν είδαμε καν την κορυφή τού βουνού. Όμως, κάτω από καλές καιρικές συνθήκες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η θάλασσα είναι ορατή, όχι μόνο από την κορυφή (2.819 μέτρα), αλλά και από το σημείο Α (2.570 μέτρα) όπου φτάσαμε με το αυτοκίνητο. Το δείχνουν οι τοπογραφικοί χάρτες αυτού τού κεφαλαίου. Το υπαινίσσονται επίσης ερευνητές:
«Όταν η μέρα είναι καθαρή, η θάλασσα φαίνεται από το όρος Σογανλί».128
Όμως η πιο πειστική απόδειξη ότι η θάλασσα φαίνεται από το όρος Σογανλί είναι η Εικόνα 9.4 που προέρχεται από το άρθρο τού Γκάσνερ.129 Τραβήχτηκε τη δεκαετία τού 1930 και προσφέρει θέα από βορρά, από τη θάλασσα, προς την οροσειρά Σογανλί. Το σημείο μας, το Σημείο Α, βρίσκεται λίγο κάτω από την κορυφογραμμή στο βάθος δεξιά.
Εικόνα 9.4: Gassner 1953. Θέα προς νότο, 27 Απριλίου 1935. Φωτογραφία τραβηγμένη από τη θάλασσα προς τα όρη Σογανλί. Μπροστά η παραθαλάσσια πόλη Οφ, ο Όφις των αρχαίων (Αρριανός, Περίπλους Ευξείνου Πόντου, 8), απ’ όπου η κοιλάδα τού ποταμού Χαλντιζέν (Όφεως) οδηγεί πάνω, στις Ποντικές Άλπεις.
Εικονική θέα στην αντίθετη κατεύθυνση, από το όρος Θήχης προς τη θάλασσα, δημιουργημένη από γνωστό λογισμικό,130 παρέχεται εδώ ως Εικόνα 9.5. Τέλος, όπως φαίνεται στη Εικόνα 9.6, που έχει παραχθεί από το ίδιο λογισμικό, κοντά στην κορυφή τού Κεμέρ Νταγ υπάρχουν επίσης αυτές οι κυκλικές πέτρινες κατασκευές, οι οποίες, σε άλλες κορυφές, έχουν μερικές φορές αναφερθεί ως υπολείμματα τού σωρού από πέτρες που ύψωσαν οι Μύριοι ως μνημείο.131
Εικόνα 9.5: Η θέα τής θάλασσας από τα ύψη τού Κεμέρ Νταγ
Εικόνα 9.6: Κατασκευές κοντά στην κορυφή τού Κεμέρ Νταγ.
Κατά την άποψή μας μια πρόχειρη κατασκευή, που στήθηκε βιαστικά μέσα σε λιγότερο από δύο ή τρεις ώρες, δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στη φθορά δυόμιση χιλιετιών. Ωστόσο, αν καθένας από τούς δέκα χιλιάδες Έλληνες κουβαλούσε μια πέτρα με διαστάσεις 20x50 εκατοστά, «όπως εκείνες που υπάρχουν στο Ζίγκανα Νταγ», θα υψωνόταν τύμβος όγκου τουλάχιστον 100 κυβικών μέτρων, που δεν θα μπορούσε να έχει εξαφανιστεί εντελώς ύστερα από δυόμιση χιλιετίες.132
Συμπέρασμα
Τα ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι η χώρα των Σκυθηνών τού Ξενοφώντος ήταν στη σημερινή Αρμενία, στα ανατολικά τού ποταμού Άρπασου (Άρπα τσάι). Οι Μύριοι πορεύτηκαν σε αυτή τη χώρα για 8 ημέρες, 40 «κανονικούς» (των 30 σταδίων) παρασάγγες, 230 περίπου χλμ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αποστάσεων τού Ξενοφώντος σε ολόκληρη την Κύρου Ανάβαση, ήταν εφικτό να βαδίσουν αυτή την απόσταση στον προαναφερθέντα χρόνο και κάτω από καλές (ανοιξιάτικες) καιρικές συνθήκες. Το πρώτο μέρος αυτής τής πορείας (4 ημέρες, 20 παρασάγγες, 115 περίπου χλμ) πραγματοποιήθηκε πάνω στην ομαλή αρμενική πεδιάδα. Πέρασαν τον Άρπασο (Άρπα τσάι) κοντά στη συμβολή του με τον Αράξη (Αράς), πορεύτηκαν για κάποιο διάστημα δίπλα στον Αράξη και βλέποντας την προς νότο στροφή του, στράφηκαν προς βορρά και έφτασαν στην περιοχή τού Ερεβάν μέσω Μασίς. Το δεύτερο μέρος (επίσης 4 ημέρες, 20 παρασάγγες) ήταν πάνω στον κύριο δρόμο καραβανιών προς Τιφλίδα. Από την περιοχή τού Ερεβάν έφτασαν στο Γκυουμρί, την πόλη Γυμνιάς τού Ξενοφώντος. Από το Γκυουμρί τής Αρμενίας (Γυμνιάς) οι Μύριοι οδηγήθηκαν με πορεία δεκαπέντε ημερών στο όρος Θήχης, το σημερινό Κεμέρ Νταγ πάνω από τη Χαρτ/Αϊντίντεπε. Ούτε ο Ξενοφών, ούτε ο Διόδωρος δίνουν πληροφορίες για τη διαδρομή τους. Δείξαμε ότι αυτή η δεκαπενθήμερη πορεία ήταν εφικτή από τρεις εναλλακτικές διαδρομές, μία από τις οποίες πρέπει να αποκλειστεί, αν οι αναφερόμενοι από τον Ξενοφώντα Εσπερίτες ήσαν οι Σάσπειρες τής μέσης κοιλάδας τού ποταμού Τσορούχ.
Αφού είδαν τη θάλασσα από τα ύψη τού όρους Θήχης (Κεμέρ Νταγ), οι Έλληνες ξανακατέβηκαν τον βουνό από την κατεύθυνση που το είχαν ανέβει, προκειμένου να μπουν στον δρόμο των καραβανιών προς Τραπεζούντα. Πριν μπουν σε αυτόν τον δρόμο, αντιμετώπισαν τούς Μάκρωνες κοντά στη συμβολή των ποταμών Τσορούχ και Σορκουνλού, μεταξύ Αϊντίντεπε και Μπαϊμπούρτ. Ύστερα από τη συμφιλίωσή τους, οι Μάκρωνες οδήγησαν τούς Έλληνες από τον δρόμο των καραβανιών στα βόρεια όρια τής χώρας τους, δηλαδή στα νότια όρια τής χώρας των Κόλχων. Σύνορο ανάμεσα στις δύο αυτές χώρες ήσαν τα ύψη των δύσβατων Ποντικών Άλπεων. Οι Έλληνες αντιμετώπισαν τούς Κόλχους στην ορεινή διάβαση τού Καζικλί Νταγ, στα ανατολικά τού περάσματος Ζύγαινας και νότια τής Μονής Σουμελά. Έτρεψαν τούς Κόλχους σε φυγή, κατέβηκαν τις βορεινές πλαγιές και βρήκαν τα κολχικά χωριά στα νότια τής Ματσούκας. Όταν συνήλθαν από το επεισόδιο με το «τρελό μέλι», ξεκίνησαν το τελευταίο μέρος τής πορείας τους και έφτασαν στην Τραπεζούντα.
<-8. Η μετατροπή τού Αρσανία σε Ευφράτη | 10. Από την Τραπεζούντα στην Κερασούντα και τα Κοτύωρα-> |